8 Νοεμβρίου 2010,
καὶ ὥρα 9:30.
Σὲ ὅποιον ἄντρα ἔχει μάννα νὰ φροντίζει.
* * *
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Χθές, πῆγα στὴν Ἡλιούπολη, νὰ ψηφίσω.
Φυσικά, ἔκανα καὶ τὸν γύρο μου. Ἀγνώριστη - μὲ κάποια σημάδια σταθερῶς ἀναγνωρίσημα. Πανέμορφη καὶ...πλούσια. Μὴν τὴν ποῦμε δὰ καὶ φτωχογειτωνιά. Δὲν κατόρθωσα, ἄν καὶ προσπάθησα, νὰ βρῶ κάποιους πολὺ γνωστοὺς κι' ἀγαπητούς.
Νά καὶ τὸ τελευταῖο, ἰσόγειο, σπίτι, ὅπου ἔμενα! Ἔχουν σφραγίσει, χτίσει, τὸ ἕνα παράθυρο - στυγερὸ ἔγκλημα.
Στὴν μονοκατοικία τὴν τότε δική μας, τώρα μιὰ πολυτελὴς πολυκατοικία - δικό μου πάλι ἐδῶ τίποτα. Ἡ διπλανὴ γειτόνισσα, ναί, δική μου παλαιὰ γειτώνισσα. Μόλις μὲ εἶδε, ξανάνιωσε εἴκοσι
χρόνια. Τὸ Φροντιστήριο Γαλλικῶν ποὺ ὀνειρευόμουν... Ἡ μάννα μου στὴν αὐλὴ νὰ φωνάζει τὸν γάτο:
- Φλο~ρίτο!...
Πουθενά. Ὁ γαμπρός μου, τὸ τέρας, ψόφησε ἐδῶ καὶ χρόνια. Ἡ κακία καὶ οἱ συμφορὲς μείνανε πίσω του, πέσαν ἐπάνω μου ἀλλὰ ἐγὼ...
- Βρέ, τὸν Γιάννη, - ἀγέραστος!...
Ἄνθρωποι μικρότεροί μου ἀλλὰ ἡλικιωμένοι πιά. Ντρεπόμουν νὰ φτερουγίζω μπροστά τους. Ζήτησα μόνον ἕνα ποτῆρι νερό. Ὅταν γυρνῶ στὰ παληὰ διψάω μόνον. Ὅλα γύρω στεγνά, ἄνυδρα. Ἡ κα Κούλα θυμόταν τὸ τέρας, κάποια ἄλλη γειτώνισσα ἔλειπε - ἄφησα παραγγελία σὲ μιὰ τρίτη, ἄγνωστή μου, νέα γειτώνισσα:
- Νὰ τῆς πεῖτε ὁ Γιάννης, ὁ ἐδελφὸς τῆς Φωτούλας...
Αὐτὴ ἡ ἄγνωστη καὶ τί...δὲν ἤξερε γιὰ μᾶς καὶ γιὰ μένα!... Σ' ἕναν δρόμο μὲ 14 μόνο σπίτια: Ὁδὸς Κεραμεικοῦ. 4, τὸ δικό μας. Τὸ κάποτε δικὸ μας. Καὶ τὸ 2 ἦταν δικό μας ἀλλὰ ὁ πατέρας μου εἶπε νὰ τὸ χαρίσουν στὸν ἀδελφὸ τῆς μάννας μου, νὰ χτίσει, νἄχουμε συντροφιά - τότε, ἦταν ἐρημιὰ ἐκεῖ. Ὁθειός μου τὸ πούλησε καὶ πῆγε ἀλλοῦ!...
...
ναί,
χωρὶς τίτλο -
...αὐτὸς θὰ μὲ μάραινε!...Σὲ ὅποιον ἄντρα ἔχει μάννα νὰ φροντίζει.
* * *
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Χθές, πῆγα στὴν Ἡλιούπολη, νὰ ψηφίσω.
Φυσικά, ἔκανα καὶ τὸν γύρο μου. Ἀγνώριστη - μὲ κάποια σημάδια σταθερῶς ἀναγνωρίσημα. Πανέμορφη καὶ...πλούσια. Μὴν τὴν ποῦμε δὰ καὶ φτωχογειτωνιά. Δὲν κατόρθωσα, ἄν καὶ προσπάθησα, νὰ βρῶ κάποιους πολὺ γνωστοὺς κι' ἀγαπητούς.
Νά καὶ τὸ τελευταῖο, ἰσόγειο, σπίτι, ὅπου ἔμενα! Ἔχουν σφραγίσει, χτίσει, τὸ ἕνα παράθυρο - στυγερὸ ἔγκλημα.
Στὴν μονοκατοικία τὴν τότε δική μας, τώρα μιὰ πολυτελὴς πολυκατοικία - δικό μου πάλι ἐδῶ τίποτα. Ἡ διπλανὴ γειτόνισσα, ναί, δική μου παλαιὰ γειτώνισσα. Μόλις μὲ εἶδε, ξανάνιωσε εἴκοσι
χρόνια. Τὸ Φροντιστήριο Γαλλικῶν ποὺ ὀνειρευόμουν... Ἡ μάννα μου στὴν αὐλὴ νὰ φωνάζει τὸν γάτο:
- Φλο~ρίτο!...
Πουθενά. Ὁ γαμπρός μου, τὸ τέρας, ψόφησε ἐδῶ καὶ χρόνια. Ἡ κακία καὶ οἱ συμφορὲς μείνανε πίσω του, πέσαν ἐπάνω μου ἀλλὰ ἐγὼ...
- Βρέ, τὸν Γιάννη, - ἀγέραστος!...
Ἄνθρωποι μικρότεροί μου ἀλλὰ ἡλικιωμένοι πιά. Ντρεπόμουν νὰ φτερουγίζω μπροστά τους. Ζήτησα μόνον ἕνα ποτῆρι νερό. Ὅταν γυρνῶ στὰ παληὰ διψάω μόνον. Ὅλα γύρω στεγνά, ἄνυδρα. Ἡ κα Κούλα θυμόταν τὸ τέρας, κάποια ἄλλη γειτώνισσα ἔλειπε - ἄφησα παραγγελία σὲ μιὰ τρίτη, ἄγνωστή μου, νέα γειτώνισσα:
- Νὰ τῆς πεῖτε ὁ Γιάννης, ὁ ἐδελφὸς τῆς Φωτούλας...
Αὐτὴ ἡ ἄγνωστη καὶ τί...δὲν ἤξερε γιὰ μᾶς καὶ γιὰ μένα!... Σ' ἕναν δρόμο μὲ 14 μόνο σπίτια: Ὁδὸς Κεραμεικοῦ. 4, τὸ δικό μας. Τὸ κάποτε δικὸ μας. Καὶ τὸ 2 ἦταν δικό μας ἀλλὰ ὁ πατέρας μου εἶπε νὰ τὸ χαρίσουν στὸν ἀδελφὸ τῆς μάννας μου, νὰ χτίσει, νἄχουμε συντροφιά - τότε, ἦταν ἐρημιὰ ἐκεῖ. Ὁθειός μου τὸ πούλησε καὶ πῆγε ἀλλοῦ!...
Ὅταν τὸ '69
ἀρρώστησα, ὅλη αὐτὴ ἡ ὁδὸς κινητοποιήθηκε
- τί λέω; συναγερμὸ ξεσήκωσε: Νὰ
σώσουμε τὸ παιδί!...
Αὐτὸς ὁ δρόμος μὲ ἀνάστησε. Ἕνας
γάμος, τῆς ἀδελφῆς μου, μᾶς ἔθαψε
τὴν
μάννα μου κι' ἐμένα.
Ἕνας ἱερὸς γάμος, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ παππᾶ - ὄχι στὸ Δημαρχεῖο καὶ ἄλλες τέτοιες πορνεῖες ἀνευλόγητες!... Γάμο στὸ Δημαρχεῖο Περιστερίου ἔκανα κάποτε ἐγώ!
- Κύριε Γιάννη, ἔχει πεθάνει πιὰ ὁ γαμπρός σας, τὸ ξέρετε; λέει ἡ ἄγνωστη.
- Ψόφησε! - τὴν διορθώνω.
- Καὶ ἡ ἀδελφή σας...
- Τὄμαθα - ἔ, δὲν πειράζει. Ἡ κα Ντίνα, ξέρετε, ντρέπομαι νὰ πάω ἀπροετοίμαστος, - ὑπάρχει;...
- Ὄχι, πάει, πρὶν τρία χρόνια...
Μεῖναν οἱ κόρες της - ὅ,τι πιὸ χαριτωμένο εἶχε ὁ δρόμος μας, τουλάχιστον τότε ποῦ μέναμε ἐκεῖ. Φοβήθηκα νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα τους. Ξέρω πὼς θὰ χαίρονταν νὰ δοῦν τὸν Γιαννάκη ἀλλὰ ὁ Γιάννης ἴσως τρόμαζε νὰ δεῖ κι' ἆλλα γεράματα...Γιατί ἤδη ἡ κα Κούλα σερνόταν, βαστοῦσε καρέκλα-τραπέζι-τοῖχο νὰ περπατήσει...
Πρὶν βάλουμε τηλέφωνο ἐμεῖς, νύχτες, πηδοῦσα τὴν μάντρα, τοὺς ξυπνοῦσα, νὰ πάρω ἀπὸ κεῖ τὸ 100. Ὁ γαμπρός μου οὔρλιαζε πάλι!... Ἤθελε πάλι νὰ μὲ σκοτώσει.
Ἡ κα Κούλα ἦταν ἡ πρώτη ποὺ τρόμαξε μόλις μὲ εἶδε σὰν ἑτοιμοθάνατο:
- Κυρία Κατίνα, τρέξτε τον στὸν γιατρὸ...Ἔχει μείνει πετσὶ καί κόκκαλο... Σὰν πεθαμένος εἶναι, τί κάθεστε;
Τὸ σπίτι μας γέμισε γάλατα, μπριζόλες, μῆλα, πορτοκάλια, λεφτά, ξανὰ λεφτά, κι' ἆλλα λεφτά, εἰδοποιήθηκαν γιατροὶ νὰ μὴν ξαναπληρωθοῦν ἀπὸ μένα... Ὅσα δάκρυα κι' ἄν κυλήσουν, ἡ ὁδὸς Κεραμεικοῦ δὲν ἀνταμοίβεται. Μέχρι καὶ...προξενιό, μὲ κοπέλλα πανέμορφη καὶ πλούσια μοῦ κάνανε. Ἀλλὰ ἐγὼ μαράζωνα γιὰ ἕναν ἔρωτα ποὺ χάθηκε - ἔτσι καὶ γι' αὐτὸ μόνον ἀρρώστησα. Γιὰ μιὰν ἄγρια προδοσία. Κι' αὐτὸ φαινόταν. Τὸ προξενιὸ ναυάγησε. Ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε. Ἡ ἀδελφή μου δὲν μοῦ ἔφερε οὔτε ἕνα γάλα. Ἐγὼ διάβαζα στὴν πλατεία, νὰ μὴν ἀκούω τὶς βροντὲς ποὺ ἐπίτηδες ἔκανε ὁ γαμπρὸς μου γιὰ ν' ἀναγκαστοῦμε νὰ φύγουμε - ἀπὸ τὸ σπίτι μας! Ὅπου ἔμπαινε, ἔφερνε καταστροφή, χώριζε ἀντρόγυνα...
Ἔζησα τὴν ἀντρικὴ ἐκδοχὴ τῆς Μπλὰνς ντὺ Μπουά. Ἕνα τρυφερὸ πλᾶσμα ποὺ ἔτρωγε χαστούκια ἀπὸ τὸ σῦμπαν.
Ἀλλά, ἐγώ, Μπλὰνς, ὡς ἄντρας, ὡς ἀντάρης ἴσως, γλύτωσα - γιὰ σένα ὅμως, πᾶντα θἄχω μαράζι. Σὲ φάγανε Μπλάνς. Δὲν σὲ γνώριζα, Μπλάνς, νὰ σ' ἔπαιρνα μαζύ μου, τουλάχιστον νὰ συνέχιζες ἕναν Γολγοθά, Μπλάνς. Εἶναι προτιμώτερος ἀπὸ κεῖ ποὺ σὲ πῆγαν! Μπλάνς, θὰ καταργοῦσα τὸ χαμηλὸ φῶς ποὺ ἔφτιαχνες καὶ θὰ σ' ἔπαιρνα μαζύ μου στὸν ἥλιο.
Ποιός φταίει, Μπλνς, ἄν ὄχι αὐτὸς ὁ ἀγγελικὰ φτιαγμένος κὀσμος; Ὁ τόσο χριστιανικός;
Θὰ μοῦ πεῖς: γιατί τὰ γράφω;
Γιατί χθὲς μοῦ φαίνονταν ὅλα παγωμένα ἀλλὰ ἀξέχαστα. Ὑπάρχει ἡ μνήμη - αὐτὴ πού, ἄς ποῦμε ἆλλο ἕνα παράδειγμα, τὴν γαμᾶνε, ἀνελέητα στὴν Ἱστορία, οἱ ἐκσυγχρονιστές της. Φτού! Νὰ ξεράσουμε, βρέ, στὰ μοῦτρα τους. Ἄκου συνωστίζονταν οἱ Ἕλληνες στὴ Σμύρνη!... Γι’ αὐτὸ καὶ πνίγηκαν!...
Εἶχε ὄρεξη, ἡ μάννα μου, νἄρθει ἐδῶ, μὲς τοὺς βρωμιάρηδες, νὰ τοὺς φέρει πολιτισμό!... Τὰ φαγητά της! Τὸ ντύσιμό της! Τὰ καπελίνα της!... Μὲ ἀντάλλαγμα, τὴν προσφυγιὰ καὶ τὴν μιζέρια!... Μιὰ νοικοκυρωσύνη οὐρανοκατέβατη στὰ ἀχούρια τους!...
Ὅλες οἱ Σμυρνιὲς εἴχανε χάρη νὰ τὶς ζεῖς.
Ἡλιούπολη πᾶντα. Τὸ περίπτερο τῆς Ἀλεξάντρας. Ὁ ἄντρας της βίαζε τὴν κόρη τους στὰ ἐννέα της χρόνια. Ἐπὶ ἑνάμισυ χρόνο. Ἡ μάννα μου, πάλι, καταπέλτης στὸ δικαστήριο, ἐναντίον του.
Καὶ ἡ μόνη ποὺ τόλμησε νὰ τὸν πετάξει μὲ τὶς κλωτσιὲς ἀπὸ τὴν κηδεία τῆς Ἀλεξάνδρας. Ἀπὸ τὴν μάννα μου πῆρα ὅ,τι οὐσιωδῶς πιὸ ἀντρίκιο.
Τί νὰ πρωτοθυμηθῶ...
Ἡ "Ρούμελη", καφενεῖο-ζαχαροπλαστεῖο, τότε, ποὺ προστάτευε καὶ τὴν μαννούλα μου, ἀπὸ τὴν κτηνωδία τοῦ γαμπροῦ μου, ὅταν ἔφευγα ἐγώ, τὶς Παρασκευές, νὰ πληρωθῶ ἀπ' τοὺς ἐκδότες,
τώρα ἔγινε Ψησταριά. Κανένας πιὰ παληὸς θαμώνας... Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ καταλάβαιναν ἀπὸ πόνο!...
- Κυρία Κατίνα, ἔχεις τὸ πιὸ χρυσὸ παιδί, κάνε κουράγιο!... Νὰ τοῦ βροῦμε μιὰ κοπέλλα...
Καὶ τὴν κερνοῦσαν: τί καταΐφια, τί πορτοκαλάδες, τί...δὲν ξέρω τί!...
- Πήγαινε, Γιαννάκη, στὴ δουλειά σου. Ἡ μαννούλα σου θὰ μᾶς κάνει συντροφιά.
Κι' ἐκείνη, νὰ κλέβει τὴν ματιά τους, νὰ τοὺς τὸ σκάει, γιὰ νὰ μὲ βρεῖ...ἄγνωστο ποῦ! Νόμιζε πὼς μ’ ἔχανε μόλις δὲν φαινόμουν μπροστά της.
Δὲν ὑπάρχουν πιά, δὲν ξέρω σὲ τί ὠφελεῖ ἡ εὐγνωμοσύνη μου. Ποὺ τὴν γράφω ἐδῶ; Ἔ, καί; Ξέρουν οἱ ἄνθρωποι νὰ αἰσθάνονται σήμερα; Μήπως δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μ[ε φτύνουν κατάμουτρα;
Χρόνια δὲν ἤθελα νὰ πατήσω στὸν καταραμένο τόπο τῆς Κεραμεικοῦ 4. Ὅμως, κανένα τέρας δὲν εἶναι πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.
Χθὲς πῆγα. Παγωμένος. Τριάντα χρόνια πίσω καὶ πιὸ πίσω.
Στὴ θέση τοῦ "τέρατος", ἕνα ὑπέροχο χτήριο. Μοῦ ἐρχόταν νὰ χτυπήσω ὅλα τὰ κουδούνια, νὰ μπῶ σ' ὅλα τὰ διαμερίσματα, νὰ τοὺς πῶ:
- Ἐδῶ, φτερούγιζαν τὰ νειᾶτα μου...ἐδῶ ὑπάρχει στὰ θεμέλια τὸ αἷμα μας... οἱ βρύσες σας εἶναι τὰ δάκρυά μας...
Περνῶντας ἀπὸ μιὰ ταβέρνα, ἕνας γέρος θέλησε νὰ σπάσει πλάκα, ἀντικρύζοντάς με καὶ λέγοντας στὴν παρέα του:
- Ξέρετε, ἀποφάσισα νὰ ἀφήσω μακρυὰ μαλλιὰ καὶ νὰ βάλω σκουλαρῆκι... Θὰ μοῦ πᾶνε;
Ποῦ νὰ φανταστεῖ, ὁ ἄντρας τῆς κλανιᾶς, πὼς θὰ στεκόμουν ὅλος ἐνδιαφέρον καὶ φιλόστοργος:
- Καὶ βέβαια θὰ σᾶς πᾶνε, κύριε. Καὶ μάλιστα πάρα πολύ. Καὶ κάτι πιὸ σπουδαῖο ἀκόμη.
Σιγή.
- Θ' ἀρχίσει νὰ σᾶς σηκώνεται κιόλας.
Τελεία καὶ παύλα.
Καὶ κάθησα λίγο πιὸ κεῖ, ζήτησα ἕνα μπουκάλι Μαυροδάφνη, νὰ πιῶ στὴν Ὑγεία τῆς Γειτωνιᾶς, ποὺ τόσες Μαυροδάφνες πλημμύρισε κάποτε τὸ δωμάτιό μου νὰ γειάνω.
μάννα μου κι' ἐμένα.
Ἕνας ἱερὸς γάμος, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ παππᾶ - ὄχι στὸ Δημαρχεῖο καὶ ἄλλες τέτοιες πορνεῖες ἀνευλόγητες!... Γάμο στὸ Δημαρχεῖο Περιστερίου ἔκανα κάποτε ἐγώ!
- Κύριε Γιάννη, ἔχει πεθάνει πιὰ ὁ γαμπρός σας, τὸ ξέρετε; λέει ἡ ἄγνωστη.
- Ψόφησε! - τὴν διορθώνω.
- Καὶ ἡ ἀδελφή σας...
- Τὄμαθα - ἔ, δὲν πειράζει. Ἡ κα Ντίνα, ξέρετε, ντρέπομαι νὰ πάω ἀπροετοίμαστος, - ὑπάρχει;...
- Ὄχι, πάει, πρὶν τρία χρόνια...
Μεῖναν οἱ κόρες της - ὅ,τι πιὸ χαριτωμένο εἶχε ὁ δρόμος μας, τουλάχιστον τότε ποῦ μέναμε ἐκεῖ. Φοβήθηκα νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα τους. Ξέρω πὼς θὰ χαίρονταν νὰ δοῦν τὸν Γιαννάκη ἀλλὰ ὁ Γιάννης ἴσως τρόμαζε νὰ δεῖ κι' ἆλλα γεράματα...Γιατί ἤδη ἡ κα Κούλα σερνόταν, βαστοῦσε καρέκλα-τραπέζι-τοῖχο νὰ περπατήσει...
Πρὶν βάλουμε τηλέφωνο ἐμεῖς, νύχτες, πηδοῦσα τὴν μάντρα, τοὺς ξυπνοῦσα, νὰ πάρω ἀπὸ κεῖ τὸ 100. Ὁ γαμπρός μου οὔρλιαζε πάλι!... Ἤθελε πάλι νὰ μὲ σκοτώσει.
Ἡ κα Κούλα ἦταν ἡ πρώτη ποὺ τρόμαξε μόλις μὲ εἶδε σὰν ἑτοιμοθάνατο:
- Κυρία Κατίνα, τρέξτε τον στὸν γιατρὸ...Ἔχει μείνει πετσὶ καί κόκκαλο... Σὰν πεθαμένος εἶναι, τί κάθεστε;
Τὸ σπίτι μας γέμισε γάλατα, μπριζόλες, μῆλα, πορτοκάλια, λεφτά, ξανὰ λεφτά, κι' ἆλλα λεφτά, εἰδοποιήθηκαν γιατροὶ νὰ μὴν ξαναπληρωθοῦν ἀπὸ μένα... Ὅσα δάκρυα κι' ἄν κυλήσουν, ἡ ὁδὸς Κεραμεικοῦ δὲν ἀνταμοίβεται. Μέχρι καὶ...προξενιό, μὲ κοπέλλα πανέμορφη καὶ πλούσια μοῦ κάνανε. Ἀλλὰ ἐγὼ μαράζωνα γιὰ ἕναν ἔρωτα ποὺ χάθηκε - ἔτσι καὶ γι' αὐτὸ μόνον ἀρρώστησα. Γιὰ μιὰν ἄγρια προδοσία. Κι' αὐτὸ φαινόταν. Τὸ προξενιὸ ναυάγησε. Ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε. Ἡ ἀδελφή μου δὲν μοῦ ἔφερε οὔτε ἕνα γάλα. Ἐγὼ διάβαζα στὴν πλατεία, νὰ μὴν ἀκούω τὶς βροντὲς ποὺ ἐπίτηδες ἔκανε ὁ γαμπρὸς μου γιὰ ν' ἀναγκαστοῦμε νὰ φύγουμε - ἀπὸ τὸ σπίτι μας! Ὅπου ἔμπαινε, ἔφερνε καταστροφή, χώριζε ἀντρόγυνα...
Ἔζησα τὴν ἀντρικὴ ἐκδοχὴ τῆς Μπλὰνς ντὺ Μπουά. Ἕνα τρυφερὸ πλᾶσμα ποὺ ἔτρωγε χαστούκια ἀπὸ τὸ σῦμπαν.
Ἀλλά, ἐγώ, Μπλὰνς, ὡς ἄντρας, ὡς ἀντάρης ἴσως, γλύτωσα - γιὰ σένα ὅμως, πᾶντα θἄχω μαράζι. Σὲ φάγανε Μπλάνς. Δὲν σὲ γνώριζα, Μπλάνς, νὰ σ' ἔπαιρνα μαζύ μου, τουλάχιστον νὰ συνέχιζες ἕναν Γολγοθά, Μπλάνς. Εἶναι προτιμώτερος ἀπὸ κεῖ ποὺ σὲ πῆγαν! Μπλάνς, θὰ καταργοῦσα τὸ χαμηλὸ φῶς ποὺ ἔφτιαχνες καὶ θὰ σ' ἔπαιρνα μαζύ μου στὸν ἥλιο.
Ποιός φταίει, Μπλνς, ἄν ὄχι αὐτὸς ὁ ἀγγελικὰ φτιαγμένος κὀσμος; Ὁ τόσο χριστιανικός;
Θὰ μοῦ πεῖς: γιατί τὰ γράφω;
Γιατί χθὲς μοῦ φαίνονταν ὅλα παγωμένα ἀλλὰ ἀξέχαστα. Ὑπάρχει ἡ μνήμη - αὐτὴ πού, ἄς ποῦμε ἆλλο ἕνα παράδειγμα, τὴν γαμᾶνε, ἀνελέητα στὴν Ἱστορία, οἱ ἐκσυγχρονιστές της. Φτού! Νὰ ξεράσουμε, βρέ, στὰ μοῦτρα τους. Ἄκου συνωστίζονταν οἱ Ἕλληνες στὴ Σμύρνη!... Γι’ αὐτὸ καὶ πνίγηκαν!...
Εἶχε ὄρεξη, ἡ μάννα μου, νἄρθει ἐδῶ, μὲς τοὺς βρωμιάρηδες, νὰ τοὺς φέρει πολιτισμό!... Τὰ φαγητά της! Τὸ ντύσιμό της! Τὰ καπελίνα της!... Μὲ ἀντάλλαγμα, τὴν προσφυγιὰ καὶ τὴν μιζέρια!... Μιὰ νοικοκυρωσύνη οὐρανοκατέβατη στὰ ἀχούρια τους!...
Ὅλες οἱ Σμυρνιὲς εἴχανε χάρη νὰ τὶς ζεῖς.
Ἡλιούπολη πᾶντα. Τὸ περίπτερο τῆς Ἀλεξάντρας. Ὁ ἄντρας της βίαζε τὴν κόρη τους στὰ ἐννέα της χρόνια. Ἐπὶ ἑνάμισυ χρόνο. Ἡ μάννα μου, πάλι, καταπέλτης στὸ δικαστήριο, ἐναντίον του.
Καὶ ἡ μόνη ποὺ τόλμησε νὰ τὸν πετάξει μὲ τὶς κλωτσιὲς ἀπὸ τὴν κηδεία τῆς Ἀλεξάνδρας. Ἀπὸ τὴν μάννα μου πῆρα ὅ,τι οὐσιωδῶς πιὸ ἀντρίκιο.
Τί νὰ πρωτοθυμηθῶ...
Ἡ "Ρούμελη", καφενεῖο-ζαχαροπλαστεῖο, τότε, ποὺ προστάτευε καὶ τὴν μαννούλα μου, ἀπὸ τὴν κτηνωδία τοῦ γαμπροῦ μου, ὅταν ἔφευγα ἐγώ, τὶς Παρασκευές, νὰ πληρωθῶ ἀπ' τοὺς ἐκδότες,
τώρα ἔγινε Ψησταριά. Κανένας πιὰ παληὸς θαμώνας... Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ καταλάβαιναν ἀπὸ πόνο!...
- Κυρία Κατίνα, ἔχεις τὸ πιὸ χρυσὸ παιδί, κάνε κουράγιο!... Νὰ τοῦ βροῦμε μιὰ κοπέλλα...
Καὶ τὴν κερνοῦσαν: τί καταΐφια, τί πορτοκαλάδες, τί...δὲν ξέρω τί!...
- Πήγαινε, Γιαννάκη, στὴ δουλειά σου. Ἡ μαννούλα σου θὰ μᾶς κάνει συντροφιά.
Κι' ἐκείνη, νὰ κλέβει τὴν ματιά τους, νὰ τοὺς τὸ σκάει, γιὰ νὰ μὲ βρεῖ...ἄγνωστο ποῦ! Νόμιζε πὼς μ’ ἔχανε μόλις δὲν φαινόμουν μπροστά της.
Δὲν ὑπάρχουν πιά, δὲν ξέρω σὲ τί ὠφελεῖ ἡ εὐγνωμοσύνη μου. Ποὺ τὴν γράφω ἐδῶ; Ἔ, καί; Ξέρουν οἱ ἄνθρωποι νὰ αἰσθάνονται σήμερα; Μήπως δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μ[ε φτύνουν κατάμουτρα;
Χρόνια δὲν ἤθελα νὰ πατήσω στὸν καταραμένο τόπο τῆς Κεραμεικοῦ 4. Ὅμως, κανένα τέρας δὲν εἶναι πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.
Χθὲς πῆγα. Παγωμένος. Τριάντα χρόνια πίσω καὶ πιὸ πίσω.
Στὴ θέση τοῦ "τέρατος", ἕνα ὑπέροχο χτήριο. Μοῦ ἐρχόταν νὰ χτυπήσω ὅλα τὰ κουδούνια, νὰ μπῶ σ' ὅλα τὰ διαμερίσματα, νὰ τοὺς πῶ:
- Ἐδῶ, φτερούγιζαν τὰ νειᾶτα μου...ἐδῶ ὑπάρχει στὰ θεμέλια τὸ αἷμα μας... οἱ βρύσες σας εἶναι τὰ δάκρυά μας...
Περνῶντας ἀπὸ μιὰ ταβέρνα, ἕνας γέρος θέλησε νὰ σπάσει πλάκα, ἀντικρύζοντάς με καὶ λέγοντας στὴν παρέα του:
- Ξέρετε, ἀποφάσισα νὰ ἀφήσω μακρυὰ μαλλιὰ καὶ νὰ βάλω σκουλαρῆκι... Θὰ μοῦ πᾶνε;
Ποῦ νὰ φανταστεῖ, ὁ ἄντρας τῆς κλανιᾶς, πὼς θὰ στεκόμουν ὅλος ἐνδιαφέρον καὶ φιλόστοργος:
- Καὶ βέβαια θὰ σᾶς πᾶνε, κύριε. Καὶ μάλιστα πάρα πολύ. Καὶ κάτι πιὸ σπουδαῖο ἀκόμη.
Σιγή.
- Θ' ἀρχίσει νὰ σᾶς σηκώνεται κιόλας.
Τελεία καὶ παύλα.
Καὶ κάθησα λίγο πιὸ κεῖ, ζήτησα ἕνα μπουκάλι Μαυροδάφνη, νὰ πιῶ στὴν Ὑγεία τῆς Γειτωνιᾶς, ποὺ τόσες Μαυροδάφνες πλημμύρισε κάποτε τὸ δωμάτιό μου νὰ γειάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου