Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

18 Δεκεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 9:30. 
 

* Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

... 

γ ά τ α  τσέπης, 12.

Ὤωωω!... Τὰ βράδυα, ἡ Ἁγίου Μάρκου εἶναι ἀπείρως ὡραιότερη! Μόνο λαμποκοπάει; Ὅλα της τὰ μαγαζιὰ ἀστράφτουν, πολύχρωμα καὶ ζωηρά.
Γιορτάζουν, θἄλεγες, ὅλον τὸν χρόνο· κι' αὐτὸ δὲν ἀποκλείεται νὰ... καταντάει κουραστικό· πόσες ὧρες πρέπει νὰ στέκεσαι, λίγο πιὸ κεῖ, στὴν ἴδια γειτωνιά, μπροστὰ σ' ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα ταμεῖα τῆς Δημοσίας Ἐπιχειρήσεως Ἠλεκτρισμοῦ νὰ πληρώσεις φῶς, ρεῦμα, πῶς τὸ λένε; Καὶ χαράτσι
μὲ λεφτὰ ποὺ δὲν τὰ βγάζεις, ὑπὲρ πίστεως καὶ γυναικῶν, ποὺ μπορεῖ νἄρθουν - ἐμένα μοῦ λὲς;! - νὰ ψωνίσουν!... Ὄχι ὅτι δὲν ἔρχονται οἱ κυράδες ἀπὸ δῶ. Πρέπει νὰ εἶσαι ἐπαγγελματίας ψεύτης γιὰ νὰ πεῖς τέτοια χοντροκοπιά.
Οἱ θηλυκὲς ὑπάρξεις πᾶντα ξέρουν ποῦ πιθανὸν βρίσκεται καὶ τὸ ὡραῖο καὶ τὸ χρήσιμο καὶ ὁπωσδήποτε θἄρθουν ἐδῶ γιὰ τὴν τζούρα τους.
Ἕνα σφηνάκι δαντελένιας χάρης ὀμορφαίνει τὴν ἐπιδερμίδα καὶ φωτίζει τὸ βλέμμα.
Κι' ἐγώ; Πίνω τὸν καφέ μου, ἔξω, γιατὶ ἡ βραδυὰ ἀντέχεται ἔτσι χαρούμενη μὲς τὸν χειμώνα. Μόνος, ἐννοεῖται. Ἀλλὰ ὅλο καὶ κάποια χαριτολογιὰ θ' ἀνταλλάξουμε μὲ...
Ἄ! Γύρισα πίσω μου, μιὰ στιγμή· καὶ εἶδα δυὸ μάτια, μόνον δύο ὀφθαλμοὺς, στὸ σκοτάδι, στὸ φόντο τ' οὐρανοῦ μὲ τ' ἆστρα, π' ὠχριᾶ, ἐδῶ, ἡ λάμψη τους, τῶν ἀστεριῶν θέλω νὰ πῶ, στὸ περίβλημα τῶν καταστημάτων. Μάτια νὰ μὲ φλογοκοιτάζουν! Ὑπέροχα μάτια, σαγηνευτικά.
Ἀμέσως σκέφτηκα πὼς "μπ! ἰδέα μου θἆναι! τέτοια μάτια γατίσια στὸν οὐρανὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν!..." Καὶ δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχει τις ποὺ νὰ μὴ συμμερίζεται τὴν ἄποψή μου αὐτή.
"Ἄρα," σκέφτηκα, "περιττὸ νὰ γυρίσω πάλι νὰ βεβαιωθῶ πὼς ἔτσι μοῦ φάνηκε· κι' ἄν ἔτσι εἶναι ἤ δὲν εἶναι ἔτσι, καθὼς ἔτσι μοῦ φάνηκε καὶ ποιός ξέρει γιατί!"
Ἀλλά, ἀλλοίμονο ἄν δὲν γυρίζεις, νὰ κοιτᾶς, ἔστω λίγο, τοὺς πειρασμούς σου, ποὺ εἶναι τόσο δικοί σου ὅσο τίποτα ἆλλο πλὴν τῆς πείνας ἴσως καὶ τῆς δίψας· νὰ κρίνεις λίγο στὰ ἐλαφρὰ καὶ ν' ἀποφασίσεις στὰ ἐλαφρύτερα τοῦ νοῦ σου τί θέλει γιὰ νὰ ἀνθίσει ἡ προσωπικότητά σου καὶ νὰ δροσιστεῖ ἡ ψυχούλα σου.
Τάχα μου τυχαῖα καὶ νωχελικά, σὰν νὰ εἶχα τυφλωθεῖ ἀπὸ τὰ φῶτα βιτρινῶν κι' ἐπιγραφῶν - ὄχι, καμία ἐξόχως λαμπερὴ γυνὴ δὲν διέβαινε τὴν ὁδὸν τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὁπότε μᾶλλον θὰ σάστιζα κάπως μὴ γνωρίζων ποῦ τὴν κεφαλὴν στρέψαι· πᾶν τοῦτο δέον νὰ τονισθεῖ - καὶ ἕτοιμος νὰ πετάξω ὅποιο εὐφυολόγημα θὰ μοῦ περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ πρὸς τὸν(;) ἤ τὴν(;) κάτοχο ἐκείνων τῶν διεισδυτικῶν ἴριδων, γιατὶ, ἔ, ξέρω, ἔτσι καὶ δὲν πῶ τὴν κουβεντούλα μου, θὰ σκάσω!...
Ὡστόσο ἔμεινα ἄφωνος γιατί μιὰ νιαουριστὴ φωνούλα μὲ πρόλαβε:
- Μπονζούρ, μεσιέ! μοῦ εἶπε μὲ τέλεια προφορὰ παριζιέν.
Εἷδα τότε ἕνα κενό, ἀκαθόριστο σῶμα, σὲ σχῆμα χάους, μὲ δυὸ μάτια... - εἴπαμε: τὰ μάτια ὑπῆρχαν ἀναμφιβόλως! - νὰ μ' ἔχει πάρει στὸ ψητό! Γιατί ἐκεῖνο τὸ "- Μπονζούρ, μεσιέ!" ἦταν καὶ ἀναπάντεχο καὶ ὑποβολιμαῖο.
- Κάπου σᾶς ξέρω! ψέλλισα.
- Εἶμαι ἐσύ! μοῦ ἀποκρίθηκε μὲ τέλεια προφορὰ Ἀθηναίου ἀνδρὸς ἀνατραφένος στοὺς πόδας τῆς Ἀκροπόλεως.
Μοῦ ἀνῆλθε τὸ αἷμα εἰς τὴν κεφαλήν.
- Μά, ἐσεῖς, κύριε, (ὁ πληθυντικὸς τοῦ χρειαζόταν· ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ ταυτιστεῖ μαζύ μου!...) ἐσεῖς, χά! εἶστε ἄδειος, κενός, - πῶς νὰ τὸ πῶ; Οὔτε σάρκα οὔτε ὀστά! Μὴν μιλήσω δὰ περὶ ψυχῆς καὶ περιεχομένου, γνώσεων δηλαδή· συναισθημάτων ἐπιπλέον· ἀγανακτήσεως καὶ ἀηδίας τοῦ ζῆν προπαντός! Τενεκὲς ξεγάνωτος, μοῦ φαίνεστε! Σὲ τί μπορεῖ νὰ μοιάζουμε;
- Ἀκριβῶς, εἶμαι ἄδειος, κεν
ός· μὴ κατειλημμένος καὶ ἐντελῶς ἄνευ ὑποστάσεως ἀλλὰ ἔχω τὰ μάτια σου· στὴν καλλίτερη ἐκδοχή τους, αὐτὴν ποὺ δὲν εἶχες, δυστυχισμένε μου, ποτέ σου.
- Σᾶς παρακαλῶ! Πηγαίνετε. Ὑποφέρω ἀπὸ πίεση, δὲν ἔχω ὄρεξη!...
- Οὔτ' ἐγὼ ἔχω ὄρεξη νὰ τρέχω ξωπίσω σου ἀλλὰ... τ
ί νὰ σοῦ κάω; Ἄς μὴν γερνοῦσες!
- Εἶστε ἀνάγωγος.
- Εἶμαι τὸ ἀποτυχημένο τέλος σου. Ὅσο καὶ νὰ σφαδάζεις, θὰ περάσεις ἀπὸ μένα καὶ θὰ χαθοῦμε ἀπὸ κι' ἀπὸ παντοῦ μαζὺ, ὁ εἷς ἐντὸς τοῦ ἄλλου, ἀποσβεσθέντες διὰ παντ
ός!
Μοῦ ἦρθε νὰ τὸν βρίσω, νὰ τὸν στείλω καὶ στὸν Διάολο· ἀλλὰ, καθὼς ἐκείνη τὴν στιγμὴ μοῦ σερβίριζαν τὴν μπύρα ποὺ παρήγγειλα, σκέφτηκα νὰ χρησιμοποιήσω μάρτυρα, τὸν σερβιτόρο, ἤ μᾶλλον νὰ τοῦ ζητήσω νὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ ἀλήτη ἐκείνου στὸ μαγαζί του.
Δὲν πρόλαβα. Κάτι στάθηκε στὸν λαιμό μου καθὼς τὸ ὀχληρὸ πλᾶσμα, μαντεῦον τὴν σκέψη μου, κάγχασε αὐτοστιγμεί:
- Χὰ χά! Ἄς γελάσω. Δὲν μὲ βλέπει καὶ δὲν μ' ἀκούει κανεὶς λλος ἐξὸν ἀπὸ σένα, μεσιέ!
Ἤθελα μὲ κάθε τρόπο ν' ἀποφύγω, - νὰ διώξω, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, - αὐτὴν τὴν παρουσία· ἀλλὰ ὅλο καὶ σὰν νἄνιωθα πὼς ἐγὼ τοῦ ἔστελνα τὴν θερμὴ πνοή μου καὶ ἐκεῖνος μοῦ ἔστελνε τὴν παγερὴ δική του. Ναί, κρύο πλᾶσμα ἦταν ἄν καὶ πρόθυμο νὰ μοῦ κρατάει πουντιασμένη συντροφιά. Οὔτε ἡ μάννα του δὲν θὰ τὸν συμπάθησε ποτέ.
- Πῶς πᾶνε οἱ πρόβες σου; μὲ ρώτησε ξαφνικά.
- Ποιές πρόβες; Δὲν παίζω θέατρο πιά.
- Ἀκριβῶς, γι' αὐτὸ ρωτάω. Ἀφοῦ δὲν παίζεις θέατρο, οὔτε στὴ σκηνὴ οὔτε στὸ παρασκήνιο, γιατ
ί προβάρεις τὴν ὑγεία σου καὶ σκᾶς ποὺ δὲν βρίσκεις φάρμακα, σὲ μιὰ χώρα προδότρα καὶ γενοκτόνο;
Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ πὼς δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα τὸ νὰ ἔχεις τὰ φάρμακά σου μὲ τὸ νὰ μὴν τὰ ἔχεις· γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, εἴτε ἔχεις περίθαλψη εἴτε χέστηκε τὸ κράτος γιὰ τὸν φτωχὸ πολίτη του, ποὺ τοῦ παίρνει τὸν λυγμὸ ἀπὸ τὸ λαρύγγι καὶ τὸν τσαλαπατᾶ.
Τὸ νὰ μὴν σὲ παίρνει ὁ Θεὸς μόνος του ἀλλὰ νὰ σὲ στέλνει σ' Αὐτὸν ὁ πλησίον (τὸ Ὑπουργεῖον Ὑγείας ἄς ποῦμε), εἶναι ἔγκλημα.
- Ὅλα τὰ ἐξισώνω ἐγώ. Ἔλα σ' ἐμένα.
Ἔνιωσα πώς, ἄν πήγαινα μαζύ του, ὅπου κι' ἄν μοὔλεγε, θὰ καταστρεφόμουνα ἅπαξ καὶ διὰ παντός· καὶ πώς, ἄν δὲν πήγαινα, θὰ ξέπεφτα καὶ θὰ γινόμουν ρεζίλι τῶν κουρελιῶν..., καταγέλαστος ἐπὶ γῆς εἰρωνεία, αἰδὼς τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅτι σάν, μὲ τὴ σκέψη μου, νὰ προλάβαινα τὸ λόγια του· γιατί ναί, εἶμαι σίγουρος, ἀπαντοῦσα, πότε νοερὰ καὶ πότε παραμιλῶντας σὲ λόγια δικά του, εἰπωμένα ἤ προτιθέμενα νὰ εἰπωθοῦν.
Μὰ πιὸ πολὺ μὲ βασάνιζε τὸ νὰ θυμηθῶ "ποῦ τὸν ξέρω", "ποῦ τὸν ἔχω ξαναδεῖ", αὐτὸν τὸν ἄμορφο κύριο, μὲ τὰ μάτια μου ποὺ δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ σὲ τόση γατίσια λάμψη ἄλλοτε μὲς τὸ σκότος... Ἀναμνήσεις! Μπερδεμένες μέσα σ' ἄλλες ἀναμνήσεις ξεχασμένες καὶ ὅμως κάπου νὰ θυμᾶσαι πὼς τὶς ξέχασες.
Ἀποφάσισα νὰ τοῦ πῶ πὼς εἶμαι ἕνας μελλοθάνατος μὲ πολλὰ βάσανα καὶ πὼς καιρὸς ἦταν νὰ μ' ἀφήσει, ἀφοῦ δὲν μοῦ ἀπέμεναν δὰ καὶ πολλὲς ἀπολαύσεις, πὼς μὲ κέντριζε τὸ νὰ δῶ, μὲ τὴν ἡσυχία μου, πῶς πεθαίνει τὸ ἐμπόριο σ' ἕναν δρόμο κατ' ἐξοχὴν ἐμπορικὸ ὅπου οἱ πελάτες μονάχα προσπερνοῦν.
Μόνος μου ὅμως ἀντιλαμβανόμουν πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖς καὶ νὰ καταλάβεις πῶς πεθαίνει τὸ κάθε τί. Ξέρεις μονάχα πὼς ὁ θάνατός του εἶναι θεία βούληση καὶ κρατικὸ ξεπέταγμα.
- Μὴ σκέφτεσαι τίποτα, ἔλα σ' ἐμένα. Λὲτ'ς μέικ λάβ, πῶς νὰ σ' τὸ πῶ, μὴ μᾶς κράξουνε κιόλας; Κάνουμε μιὰ ἀλλαξοπαγωνιὰ καὶ τέρμα!
Τὸ βρῆκα! Ἦταν ὁ Θάνατός μου, αὐτὸς ὁ ἄξεστος κι' ἀμόρφωτος· ποὺ θέλει νὰ σφετεριστεῖ τὶς ἀξίες καὶ τοὺς κόπους μιᾶς ζωῆς· κι' ὁλόκληρου τοῦ βίου μου, νομίζοντας πὼς θ' ἀποκτήσει κύρος ἔτσι· καὶ προπαντὸς γοητεία! Χωρὶς ρητορικὴ ἱκανότητα καὶ μ' ἀνύπαρκτο ὑποκριτικὸ σκηνικὸ ταλέντο! Χὰ!...
Ἄχ, πόσο γαλήνεψα τώρα ποὺ τὸν ἀναγνώρισα! Ὁ Θάνατος, ὅ,τι πιὸ δικό μου, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμή, σὰν τὰ φιλιὰ ἐκεῖνα, τὰ ἐρωτικὰ, ποὺ μοῦ μεῖναν στὴν γεύση· μόνο ποὺ τώρα δὲν θὰ προλάβω νὰ μετανιώσω. Θὰ φιληθοῦμε καὶ δὲν θὰ μείνει πίσω μας τίποτα. Τοὔκλεισα τὸ μάτι πονηρά. Τὄπιασε τὸ νόημα. Κάποτε θὰ βγάλουμε τὰ μάτια μας καὶ μὴν μᾶς εἴδατε. Σιγὰ μὴ μᾶς κάνουν καὶ μπανιστῆρι. Κι' ἆλλοι θὰ πληρώσουν τὰ θανατιάτικα.
Τοὔστειλα κι' ἕνα σεξουλιάρικο φιλὶ - ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὰ πιάνει Αὐτὸς στὸν ἀέρα καλλίτερα κι' ἀπὸ μένα.
Καὶ θἄλεγες πὼς τὄχαμε κάνει πρόβα χίλιες φορὲς, γιατί καὶ οἱ δυὸ, μὲ μιὰ φωνὴ, εἴπαμε:
- Τὰ λέμε!...
Ἡ παγωμένη μπύρα μοῦ φάνηκε καυτὴ μπρὸς στὴν κρυάδα τοῦ θανάτου ἀλλὰ Ἐκεῖνος πιὸ μεθυστικός - γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ξανἄκλεισα τὸ μάτι, ἔγλειψα τ' ἀχεῖλι μου καὶ τοῦ σφύριξα καὶ δεύτερο φιλί, στὸν ἀέρα.
~~~~Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, αὐτὸ ἐδῶ...

  ... μοῦ κάνει πολὺ γιὰ Αὐλαία - ἴσως πρώτου διαλείμματος.
Ἐὰν ἀντέχετε, θὰ ἐπανέλθουμε
μετὰ τσεπῶν καὶ γατίων δόξης!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου