Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

 

Α΄

Re: Χρόνια πολλὰ, ΚΛΙΝΟ ! (καὶ σύ, Γεώργιε Σουρῆ).

9 Ἰουλίου 2014, καὶ ὥρα 6:54.
Re: Καρφί: poeta (103), Νὰ χιλιάσει τὶς ρυτίδες της.
poeta γραψε: Είμαι τυχερή επειδή ένα άτομο που αγαπώ και εκτιμώ άνοιξε ευχετήριο νήμα για τα γενέθλιά μου. Σ' ευχαριστώ πολύ, Ιάνη μου !
Όντως, παλιόγρια με δέκα χιλιάδες ρυτίδες αλλά ούτε μία στην ψυχή μου. Διατηρεί η ψυχή την φρεσκάδα και την σφριγηλότητα
της νεότητας κι ας έχει ωριμάσει, κι ας έχει πληγωθεί πολύ...
Θα ήθελα όμως, να μου τα ... "ψάλλεις" και ποιητικώς, όπως μονάχα εσύ ξέρεις...
~~

Ἡ ματαιόδοξη κυρα-poeta σας, θέλει κάτι καὶ γι' αὐτὴν, ποιητικό, νὰ γράψω·
μεταξύ μας: προτιμῶ στὴν ἔρημο νὰ φύγω καὶ ζωντανή τὴν πέννα μου νὰ θάψω. 


Δὲν χάλασε ὁ κόσμος οὔτε κι' ἀλλάξαν οἱ καιροί·
Ποιήτριες καὶ Ποιητές καὶ συγκεκριμένα φλογεροί
δὲν θὰ λείψουνε ποτέ.
Ταλέντα βαθμιδωτέ
πετυχημένα
(βᾶλτε κι’ ἐμένα
- ὅσο πιὸ ψηλὰ μπορεῖ νὰ φτάσει ὁ νοῦς σας).
Εἰς δὲ τὸν πάτο μιᾶς ἀνύπαρκτης Μούσας,
καλὰ-καλὰ πατημένη,
ἐκ μνήμης παρατημένη
τὴν φορουμίτισσα φίλη poeta
(δὲν σᾶς θυμίζει καρέτα-καρέτα;)
καὶ θᾶρρος μὴν τῆς δίνετε, γιατὶ θὰ μᾶς πηδήξει.
Ἶχνος κἄν γραφῆς χαρίσματος δὲν μᾶς ἔχει δείξει
στὴν στήλη τῆς Λογοτεχνίας.
Ἕνεκεν δὲ φιλευσπλαχνίας,
poeta τὴν ἀποκαλῶ κι' ἐγώ, - τί χαζομάρα!...
Κι' ἰδού, δικές της δυό χαρές, δική μου μιὰ τρομάρα.
Πιστεύ', ἡ δυστυχής, πὼς τήνε συγκαταλέγω
στοὺς Μεγίστους· καὶ πώς, ἀστειευόμενος, τὴν ψέγω,
λέγοντας, ὅπου βρεθῶ κι' ὅπου σταθῶ, πώς: οὐκ οἶδα
πιὸ νεκρ
ή, ἀνοιχτή τε καὶ κλειστή, πνοῆς γλωσσίδα,
ποὺ θέλει καὶ ποίημα νὰ τῆς γράψω,
- ποιός; ἐγώ! ὁ Κλινό!...
Νά 'χει κι' ἀναγνώρισιν, σὲ στίχους, κι' ἀπὸ Ποιητή κλεινό,
καὶ μάλιστα σύγχρονόν της,
(παρασάγγες πιὸ μικρόν της
στὴν προκεχωρημένην καὶ σεβάσμιον ἡλικίαν της),
τὴν στιγμὴν ποὺ πρόκειται περὶ πέννας μπίτ ἀλείαντης!...
Ἐγώ, ξεκάθαρα τήνε μισῶ· κι' αὐτή, διαδίδει πὼς μ' ἀγαπᾶ καὶ μὲ θαυμάζει!
Κι' ἄν Λέανδρον μὲ λέγαν', μίαν Ἠρὼ δὲν θ' ἀγαποῦσα κάποιαν ποὺ τὸ μυαλό της μπάζει
δὲν ξέρω τί...- κι' ἄς ἄναβε λύχνους ἑκατό, κύματα νὰ περάσω.
Χιλιάκις στὸν Ἑλλήσποντο ἄς πνιγῶ, παρὰ σ' ἀτάλαντη νὰ φτάσω
κολυμπῶντας, ὁ βλάκας, κι' ἵνα τί; Νὰ...τῆς πῶ τὸν Ἔρωτά μου, - θεός φυλάξοι!
Μοῦσες κι' Ἀφροδίτη μ' εὐλογήσανε κι' ἀπ' ἀγγαρεῖες, μ' ἔχουν ἀπαλλάξει.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.


 

Β'

Re: Χρόνια πολλὰ, ΚΛΙΝΟ ! (καὶ σύ, Γεώργιε Σουρῆ)

10 Ἰουλίου 2014, καὶ ὥρα 7:24.
poeta γραψε: Όπως πάντα ένα καυστικό αριστούργημα ! Ευχαριστώ, Ιάνη μου !
Λες ότι είμαι παλιόγρια, αλλά εσύ μιλάς για θάνατο. Τόσο με στενοχώρησες κάποια φορά που μίλαγες γι’ αυτόν, που σε είδα στον ύπνο μου.
Ήσουν, λέει, στο κρεβάτι του θανάτου στολισμένος κατακίτρινα τριαντάφυλλα για το στερνό σου ταξίδι, κι εγώ απαρηγόρητη σε νανούριζα με το κάτωθι :

Ψυχή δεν έχεις μέσα σου, επέταξε απ’ το σώμα
και στο γλυκό σου στόμα
το χείλος δεν μειδεί
Μισόκλειστα τα μάτια σου, τα ονείρατά μου φεύγουν
και θλίψεις μόνο μένουν
στην άσχημη ζωή.

Τα χέρια σου εσταύρωσες επάνω από το στήθος
-και δεν μου μένει στίχος
για να σου τραγουδώ
Το σώμα σου ακίνητο μου φέρνει την οδύνη
κι η σκέψη μου το κλείνει
ακόμα πιο νεκρό.


Και ξαφνικά, ώ ! του θαύματος ! άνοιξες τα μάτια σε μια ύστατη προσπάθεια να μείνεις, έστω, ελάχιστα, κοντά μου, και μου ψιθύρισες στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων που δίνουν νόημα σε μια εποχή:

Της μοναξιάς συνταίριασμα
Με του όνειρου την πλάνη
Μονάκριβο μου χάδι
Που στ΄ άδυτα με πας
Κι άλλοτε με μια λέξη σου
Με στέλνεις στην οδύνη
Και μες΄ τη σκοτοδίνη
Της έρμης σιγαλιάς

Πώς να σε φτάσω αγάπη μου
Που ΄ναι η ζωή μου λίγη
Για με που τώρα ανοίγει
Του τάφου η αγκαλιά
Κι αν μες΄ τα δυο τα χέρια σου

Θα ‘βγει η στερνή πνοή μου
Θα ‘σαι μοναδική μου
Ψυχής παρηγοριά

Και με γλυκοφτερούγισμα
Σαν θα ΄βρω τη γαλήνη
Στην κρύα μου την κλίνη
Στέρξε και μην αργείς
Γλυκός θα ΄ναι ο θάνατος
Κι ο τάφος μου λημέρι
Κι ο άνεμος θα φέρει
Αρχή νέας ζωής.


Μα εκείνο το τελευταίο σου κάλεσμα με γιγάντωσε μπροστά σ’ έναν κόσμο άλλο, άγνωστο, που μου φάνηκε αίφνης βατός και σίγουρος, κάνοντας την ζωή μου να φαίνεται ασήμαντη σαν να είχα καταποντιστεί κιόλας πριν από σένα στο χάος ξεχνώντας όλες τις μελλοντικές μου θλίψεις. Κι όρθωσα το κορμί, κρατώντας σου ακόμα το χέρι, και κραύγασα :

Και που με χάνει
Οι ψυχές που με θρηνούν στον Άδη
Μαύρα φτερά που ανοίγονται στα ύψη
Κι οι τρικυμίες που ποτέ δεν μου ΄χουν λείψει

Σαν τα φαντάσματα αλυχτούν
Κρυμμένες στο σκοτάδι.

Ύαινας στόμα
Η θηλιά που πνίγει το λαιμό μου
Του τάφου η πλάκα υψωμένη μοιάζει

Τους πειρασμούς στείρας ζωής τους κομματιάζει
Αντίπλοα να τους μετρά
Ως τον πικρό χαμό μου.

Το όνειρό μου
Αντιρροχθεί στου κόσμου αυτού την πλάνη
-έρωτες, τύψεις, και κορμιά χαμένα,
της ψυχικής φθοράς μου παραλογισμένα-
Μέσα στο όνειδος κυλά
Άψυχο που με χάνει.


Πουθενά δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Λίγο πιο πέρα από το φως των κεριών που σου κρατούν συντροφιά, υπάρχουν τα θλιβερά απογέυματα που οι άνθρωποι σχεδιάζουν νέες αποδράσεις απ’ τον θάνατο.

Γονάτισα – το χέρι μου δεν άφηνε μόνο του το δικό σου – και είπα :
«Ιάνη μου, είσαι το μέγα άπειρο που ανασαίνω, ο απέραντος δρόμος που διασχίζω.
Είσαι η απερίγραπτη σιωπή που την ακούω μέσα μου, και μιλάω, μιλάω, μιλάω – για να μην πεθάνω από τρόμο» !
~~~~
~~~~
γιὰ τὴν κακοΠοίησή σου, ξέρω, poeta, τὴν αἰτία.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ξεμπροστιάζω τὴν Παναγία.

~~
Ἔδωσ' ἡ Παναγιὰ κι' ἔγραψε στίχους ἡ Μεγαλόχαρη poeta, γιὰ μένα!
Ὥσπου νὰ τοὺς δῶ, στὰ κάρβουνα καθόμουν τ’ ἀναμμένα.

Ὄχι, Παναγιά μου Πλατυτέρα, πὼς ἔγραψε καὶ ποίημα μὲ νόημα καὶ βάθος!
Σὰν τσεκουρώνει μεσιὲ λὲ Κλινό, λὲς νὰ κάνει λάθος;

Παναγιά μου Θεοτόκε, χάζεψες; Τὴν ἀφήνεις καὶ γράφει λογοτεχνίδια;
Κόψ' της τὰ δάχτυλα, νὰ δεῖ... Πάρ' της τὰ δαχτυλίδια.

Παναγιά μου καὶ Σωτήρα μου, σοὔστριψε; Κρίνεις πὼς ἡ λεγάμενη συγγράφει;
Οἱ προσευχές μου, νὰ τὴν σώσεις, ὅλες, πήγανε στράφι;

Παναγιὰ Τηνιώτισσα, θέλω νὰ πάρω πίσω τὰ τάματα ποὺ σοῦ 'χω φέρει.
Μόνον ἄν τὸν παντρευόταν, θὰ λεγότανε Σεφέρη.

Παναγιά μου Τριχερούσα μου, πῶς κουλάθηκες καὶ δὲν τῆς βάρεσες τὸ χέρι;
Ὄχι τὸ ζερβό, πού, τοῦ δεξιοῦ, τ' ἁμάρτημα δὲν ξέρει.

Παναγιά μου Τρυπητή, πῶς τὴν ἄφησες, Ἐσύ, μιὰ τρύπα στὸ νερὸ νὰ γράψει;
Αὐτή, στὴν κάλτσα της, ἄξια δὲν εἶναι τρύπα νὰ ράψει.

Παναγιά μου Παρηγορήτρα, συνέπραξες σ' ἔγκλημα ποιητικό, - φτού, ντροπή σου!
Μὴ Σὲ ξαναδῶ, φύγε, Μουσοπροδότρα, ξεκουμπίσου.

Παναγία Παρνασσιώτισσα, στὴν Ποίηση, κι' ὁ Βύθουλας τοῦ Λόγου πολὺς Σοῦ πάει.
Τὸ γοῦστο Σου, στὶς τέχνες, poetίλα βρωμοκοπάει.

Παναγία Ξένη καὶ Κυρία τῶν Ἀγγέλων, πάρ' την στὸ Πανωχῶρι σας, μὴν ἀργεῖς!
Μήπως κι’ ἔτσι πιστέψω πὼς καμιὰ φορὰ θαυματουργεῖς.

Παναγιὰ Κουφή, στὸν Κλινὸ τὰ κόλπα Σου δὲν περνᾶνε, - μὴν κάνεις πὼς δὲν ἀκοῦς!
Ἆντε, βρέ!... Καὶ θὰ Σοῦ γράψω κι' ὕμνους κλινοδιονυσιακούς!
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Υ.Γ. Ἡ Ἡρὼ εἶναι μία ἐξ ἀρχῆς φίλη, λίγο περίεργα ἀπόμακρη. Τὴν συμπαθῶ. Ἀλλοίμονό μου ὅ,ως ἄν ἔγραφα καλὰ λόγια γι’ αὐτήν! Γιὰ καλὰ ποιήματα νοιάζομαι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου