Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

10 Δεκεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 5:33, ἀπὸ τὸν ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗ. 
 
* Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

...
 
- Νά, λυσσασμένε, νά!...
Μὲ εἶδε μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες τοῦ παλτοῦ - κρύωνα; μπά, ὄχι· μὲ τὸ ἕνα χέρι βάσταγα μὴν χάσω δὰ κι' ἄλλη μιὰ (ἀνὰ τρεῖς τώρα βγαίνουν) συνταγὴ τῆς γιατροῦ μου γιὰ φάρμακα τῆς πίεσης, ἀχρείαστη κι' αὐτή, ἀφοῦ συνταγὲς οὐκ ἐκτελοῦνται εἰς τὴν χώρα τῶν θαυμάτων, ὅσο καὶ νὰ χτυπιέσαι ἀκόμα κι' ἄν αὐτοκτονήσεις (ὦ! τί καλά!... ἡ σύνταξή σου θὰ προστίθεται στὰ πρὸς ἐξόφληση τῶν χρεῶν τοῦ κράτους καὶ οὐχὶ γιὰ τὰ μοῦτρα σου) καὶ μὲ τὸ ἄλλο χέρι τὰ κλειδιὰ τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου νὰ μὴ σώσω νὰ ξαναγυρίσω, γιατί, δυὸ μέρες πάλι, δὲν δουλεύει τὸ ὁλοκαίνουργιο σύστημα τοῦ ἀσανσὲρ καὶ θ' ἀνέβω ξανὰ βογγῶντας καὶ βρίζοντας, πρᾶγμα ποὺ κάνει τὴν εὐπρεπεστάτη ἰδιοκτήτρια τῶν περισσοτέρων διαμερισμάτων καὶ διαχειρίστρια ἁπάντων τούτων νὰ μὲ περιφρονεῖ, περνῶντας στὴν φάση ὅπου κανεὶς ξεγελιέται μὲ τὸ πῶς: "ἕνας τόσο κομψὸς κύριος, διανοούμενος, χαριτολόγος" τελικὰ νὰ σοῦ ἀποδεικνύεται γουρονι σκέτο, ἀνάγωγος ὥς ἐκεῖ ποὺ δὲν παίρνει, νὰ οὐρλιάζει γιὰ πενῆντα εὐρώ, σιγὰ τὸ ποσόν, ποὺ δίνει γιὰ κοινόχρηστα, γιὰ τὸν ὡραῖο νεαρό, τὸν ὄχι καὶ τόσο ἐμφανῶς Ἀφγανὸ θυρωρό, γιὰ πλήρη μισθό, ἔνσημα καὶ χριστουγεννιάτικο δῶρο, καὶ ποὺ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν πολυκατοικία τὴν Κυριακὴ, ἀφοῦ ἔχει ρεπὸ... - καὶ ἄκου ποῦ πῆγε τὸ μυαλό του, ἄν κι' αὐτὸ μὲ κολάκεψε ἀφάνταστα ἐφ' ὅσον εἶχα καιρὸ νὰ τὸν συναντήσω, γιὰ νὰ μὴν σοῦ πῶ πὼς, ἄν καὶ ἄνθρωπος τῆς προόδου, δὲν συμπαθεῖ καθόλου τὸ διαδίκτυο καὶ ὅμως, ποιός ξέρει πῶς καὶ ποῦ πῆρε χαμπάρι ὅτι γράφω καὶ δημοσιεύω, καὶ ἀκοῦστε, οὔφ! τί μοῦ εἶπε καὶ θὰ καταλάβετε, γιὰ νὰ μὴν μακρυγορῶ, καθὼς δὲν τὰ μπορῶ τὰ πολλὰ λόγια, τὶς πολλὲς ἐξηγήσεις μὲ τὰ ἆλλα τόσα τὰ μπλὰ μπλά, ποὺ, φυσικῷ τῷ λόγῳ, δὲν νομίζω στὸ κάτω-κάτω πὼς σᾶς ἐνδιαφέρουν καὶ πολὺ αὐτὰ ποὺ λέω καὶ ποὺ κάνω - σκασίλα βόστρα! - ποὺ γράφω ἤ δὲν γρά-
φω, ποὺ ὀνειρεύομαι, γιατί, ἀλλοίμονο κι' ἄν δὲν ὀνειρευόμουν, ὄρθιος, καθιστὸς καὶ ξαπλωτός, ἀλλοίμονο κι' ἄν γινόμουν ἕνα μὲ πολλοὺς σὰν ἐσᾶς ποὺ ἔχετε ἐξοφλήσει, μεταφορικῶς ὁπωσδήποτε τὸ λέω, καὶ σὰν ἄνθρωποι ἐννοῶ, γιατὶ ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα ὄνειρο, ὄχι μονάχα τοῦ Καλντερὸν ντὲ λὰ Μπάρκα ἀλλὰ καὶ τοῦ καθενὸς καὶ οὐαὶ κι' ἀλλοίμονο σ' ὅποιον τὸ διακόπτει, αὐτὸ τὸ ὄνειρο τοῦ πλησίον, προτοῦ γίνει θεὸς αὐτὸς ὁ ἴδιος:
- Δὲν πιστεύω νὰ κρύβεις γάτες στὶς τσέπες σου!... - γιὰ νὰ δῶ τὰ χέρια σου!
Νὰ σᾶς θυμήσω πῶς ἄρχισα νὰ γράφω πρὶν λίγο, μὴ γυρίζει τὸ μάτι σας πάνω κι' ἀλοιθωρήσετε, δὲν χρειάζεται· νὰ ἔτσι:
- Νά, λυσσασμένε, νά!...
Ἔ, αὐτουνοῦ τὄλεγα.
Εἶχα ἤδη στὸν νοῦ μου μιὰ φωτογραφία γάτας νὰ ξεπροβάλλει ἀπὸ τσέπη (τώρα κοιτᾶξτε ἐπάνω, τὸ συνιστῶ) καὶ θἄθελα πολὺ ...νὰ τοῦ τήν τρίψω ὁλοζώντανη στὴ μούρη ἀλλὰ εἶχε χάρη, βλέπεις!... Νἄχω δηλαδὴ γάτες ποὺ νὰ μὴν ἀναπνέουν μὲς τὶς τσέπες μου; Ἀδύνατον. Οὕτε ἡ Χρυσὴ Γαβγὴ νἄμουνα!
Καί, ἐνῶ πήγαινα γιὰ τὴν Ἁγίου Μάρκου, στὸ "Ὄρθιό" μου, μὲ παρέσυρε μεσημεριάτικα στὴν Εὐαγγελιστρίας, ὅπου ἤπιαμε καφὲ. Εἶπα μέσα μου: "Δὲν πειράζει, κι' εδῶ γυναικεῖος δρόμος εἶναι, γιὰ νὰ δοῦμε κατὰ πόσον ἔρχονται γυναῖκες νὰ ψωνίσουν". Τί διασκέδαση κι' αὐτὴ ποὺ βρίσκω τελευταῖα!
Μὲ τὸν Μανώλη μιλήσαμε, ἔτσι ὄχι χωρὶς λόγο, ἀφοῦ οἱ "γάτες τσέπης" τοῦ εἶχαν κάνει, λέει, γλυκόπικρην ἐντύπωση, γιὰ γυναῖκες, ὡς ἐπακόλουθο· ἀλλὰ κάποια στιγμὴ ἄρχισα νὰ ἀφαιροῦμαι. Καὶ νὰ θυμᾶμαι παληὰ πράγματα καὶ ξεχασμένα.
Ἀπὸ τὸ 1968, ποὺ τὸν γνώρισα καλλίτερα, τότε ποὺ μετέφραζα τὸν "Ἀνηθικολόγο" καὶ νοιαζόταν πολὺ νὰ μοῦ μιλάει γιὰ γυναῖκες, κάπως ρομαντικὰ ἀλλὰ καὶ περιέργως ρεαλιστικά, σὰν νὰ τἄξερε ὅλα τὰ περὶ ἐρωτικῶν συνευρέσεων, ἐνόσω μάλιστα ξενυχτούσαμε παρέα ὁλόκληρη, ποὺ θέλαν ἐντόνως ὅλοι οἱ φίλοι νὰ τοὺς πῶ καὶ νὰ σχολιάσουμε τὴν συνέχεια τοῦ καθ' ἡμέραν μεταφραζόμενου μυθιστορήματος· καὶ "ποῦ θὰ τὸ πήγαινε" πιὰ ὁ Ἀντρὲ Ζὶντ μὲ τὴν ὁμοφυλοφιλία του, πῶς θὰ δικαιολογοῦσε ἑαυτόν· ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν θαυμάζων εὑρηματικότητα λέξεων καὶ ἤχων, ἀποχρώσεων, τοποθετήσεων, τελειῶν, ἄνω τελειῶν, ρημάτων δι' ἐξυπηρέτησιν παντὸς νοήματος, μὲ πολλὴν κομψότητα, χάρη καὶ διάνοια (ἡ ὁμοφυλοφιλία του εἶχε πάψει νὰ μὲ ἐκπλήσσει καὶ ἴσα-ἴσα τὸν θαύμαζα· κάποιος συγγραφέας δὲν τὴν ἐξευτέλιζε καὶ τὴν χειριζόταν σὰν λουλοῦδι ποὺ θέλει φροντίδα, - γαρδένια ἄς ποῦμε)· ὥς τὰ σήμερα, ὅποτε κι' ἄν ἔχω πετύχει
τὸν Μανώλη, ποτὲ δὲν συνόδευε ἤ συνοδευόταν ἀπὸ γυναίκα! Ὄχι, δὲν ἐννοῶ τίποτα "πονηρό".
Ἡ ζωὴ μοῦ ἔχει δείξει πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ φτιάχνουμε μιὰν εἰκόνα γιὰ τὸν ἑαυτό μας στὰ μέτρα τῶν ἄλλων καὶ νὰ τὴν ἔχουμε στὸ τσεπάκι ἕτοιμη νὰ τὴν προβάλλουμε ὡς ἐτικέτα. Ἔ, αὐτό, οἱ γάτες δὲν τὄχουνε. Ἄρα εἶναι βίτσιο καὶ ὄχι προνόμιο. Δηλώνεις - λὲς καὶ χρειάζεται - τὴν οὔγια σου.
- Καλὰ, ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ξεμωράθηκα; Νομίζεις πὼς ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ φλερτάρω; Μὲ βλέπεις νὰ πίνω κρασάκι, νὰ κάνω χάζι σὲ βυζιὰ καὶ μπούτια; Τὸ μυαλό μου ἀπασχολῶ. Κοιτάζω ὅ,τι ἴσως δὲν θὰ προλάβω νὰ ξαναδῶ· μήπως καὶ καταλάβω γιὰ τί ἔζησα· ὁ χρόνος περνάει κι' ἔχω μείνει πίσω.

Ὁ Μανώλης τὸ διασκέδαζε ποὺ σίγουρα δὲν μ' ἔπιανε τί ἐννοοῦσα. Ὅλες οἱ καχυποψίες ἦταν ἔκδηλες στὸ πρόσωπό του καὶ χαμογελοῦσε πετῶντας, κάθε τόσο, κάτι σὰν αὐτὸ περίπου:
- Πντα ἐστέτ, ἐσύ!... Ἀθάνατο πειραχτρι!
Καὶ προσφέρθηκε ὕστερα νὰ πᾶμε σὲ ταβερνάκι· νὰ πιοῦμε καὶ κρασὶ κόκκινο, ἆσπρο, ὅ,τι θἄθελα! Ἄχ, βρὲ παληόφιλε, γέρασες κι' ἀκόμα δὲν λυτρώθηκες ἀπὸ τὶς ὑποψίες πὼς: κάτι θἄλεγα "παραπάνω", ποὺ δὲν τὸ λέω τώρα, ἄν ὅμως ἔπινα δυὸ γουλίτσες παραπάνω...
Ἔκανα μιὰ κίνηση πρὸς τὸ τσεπάκι καὶ τοῦ ἔδειξα πὼς εἶναι "κενὸ" ἀπὸ ταμπελίτσα· μήπως καὶ καταλάβει πὼς ὁ θεατρίνος δὲν παίζει θέατρο στὴν ζωὴ ἀλλὰ στὸ θέατρο! Μὰ τότε ἀκριβῶς ἄρχισα ν' ἀναρωτιέμαι ἄν μὲ εἶδε ποτὲ σὲ καμιὰ παράσταση. Ἐξακολουθῶ νὰ μὴ θυμᾶμαι.

Εἴχαμε παληότερα, ἐπὶ χρόνια, πολὺ μιλήσει "σὰν ἔφηβοι", λίγο μετὰ τὴν ἐφηβεία μας, μὲ τὸν Μανώλη. Ἤμασταν φίλοι χωρὶς νὰ ὐπάρξει ποτὲ φιλία ἀνάμεσά μας. Εἴχαμε λόγους νὰ βλεπόμαστε καὶ βλεπόμασταν ἐδῶ, ἐκεῖ, παντοῦ, ἐξὸν ἀπὸ τὸ σπίτι του!
Πᾶντα τρόμαζε κι' ἦταν ἕτοιμος νὰ σαρκάσει τὴν διάθεσή μου νὰ μὴν υἱοθετῶ τὶς ἀπόψεις τοῦ καλοῦ κόσμου, μολονότι εἴχαμε αὐτὸ τὸ κοινό: δείχναμε ἀπὸ "καλὲς οἰκογένειες" καὶ οἱ δυό μας. Καὶ εἰρωνευόταν κι' ὁ ἴδιος τὴν ἀριστοκρατία ἀνατρέχοντας μάλιστα συχνὰ στὸν Ἐμμανουὴλ Ροΐδη, ποὺ θαύμαζε.
Ὕστερα τὸν ἔπιανε κατάθλιψη ποὺ ὁ πατέρας του ἦταν κομουνιστὴς καὶ ὁ ἴδιος διωκόταν ἀπὸ παντοῦ. Ναί, αὐτὸ ἴσχυε, τὸ ξέραμε ὅλοι μας - ἀλλὰ καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσε ὡς πρόφαση καὶ γιὰ πολλὰ ἆλλα κι’ ἄσχετα. Δὲν τὸν κατακρίνω: ὅταν εἶσαι μιὰ φορὰ κυνηγημένος, εἶσαι διωγμένος ὅπου κι' ἄν βρεθεῖς. Οἱ κομουνιστὲς αὐτὸ τὸ ξέρανε ὑπὲρ τὸ δέον στὸ τομάρι τους καὶ στὴν ψυχή τους.

Εἶχα πᾶντα τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ κόσμος χωρὶς τὶς γυναῖκες θὰ ἦταν ἄχαρος. Τώρα, προσθέτω σ' αὐτό, καὶ τὶς γάτες. Νἆσαι συγγραφέας καὶ νὰ μὴν ἔχεις γάτα, σημαίνει πὼς κάτι δὲν πάει καλὰ· ἀγάτευτος θὰ ἤμουν μὲ μισὸ ταλέντο.
Μικρὸς, στὸ Δημοτικό, ἔδρασα ὡς ὁ ἀγαπημένος μπήχτης τῶν ὡραίων καὶ μόνον κοριτσιῶν. Στὸ Γυμνάσιο αὐτὰ ἐξατμίστηκαν. Εἶχε μπεῖ ἡ "δεδηλωμένη" στὴν ζωή μας. Ὄχι, δὲν εἶμαι γυναικάς. Ἅπαξ καὶ δηλώνεις κάτι, δὲν εἶσαι τίποτα. Ζωντανός, ἄντρας, εὐτυχής, δυστυχής, ὁ,τιδήποτε εἶσαι ὅσο τὸ νιώθεις· ὄχι ὅταν τὸ λές.
Ἄχ, νὰ ὑπῆρχε πλάι στὴ Λογοτεχνία καὶ μία Νιωθοτεχνία, νὰ βλέπαμε ποιά ἀξίζει πιὸ πολύ.
Οὔτε ἡ γυναίκα τοῦ ἄλλου εἶναι ὡραιότερη ἀπ' αὐτὴν ποὺ ἔχω ἤ δὲν ἔχω. Ὡραία ἀνέκαθεν θεωροῦσα: τὴν ὡραία ποὺ εἶχε τὸ πνεῦμα νὰ γίνεται ὡραία, ἀκόμα κι' ἄν ἦταν λίγο ἀσχημούλα! Αἰχμάλωτος τῆς ὀμορφιᾶς δὲν θἄθελα νὰ εἶναι κανένας ἄντρας. Ἡ ὀμορφιὰ μιᾶς γυναίκας, παραδέχομαι, εἶναι πιὸ μεθυστικὴ ἀπὸ ἕνα ὑπέροχο παληὸ κρασί. Ἀλλὰ ποιός ἐραστὴς τὴν ἔχει κάνει, μετατρέψει σὲ τόσο ὡραία; Εἶμαι σὲ θέση ἐγὼ νὰ μπῶ στὴ μέση χωρὶς νὰ χαλάσω τὴν εἰκόνα της, ἄν ὄχι νὰ τὴν βελτιώσω; Ἤ θὰ τὴν... ἀποτελειώσω, ἀλλοιῶς εἰπεῖν: θὰ τὴν ξεκάνω; Θἄθελα νἄχει καὶ καλὴ καρδιά, αὐτὸ εἶναι ὁ θησαυρὸς μιᾶς γυναίκας.
- Ἔχεις πντα γάτες στὸ σπίτι; ρώτησε ξάφνου ὁ φίλος.
- Λὲς νὰ μὴν ἔχω;
- Χ
ό! Χό!... Φαντάζομαι λλες πιά, - ὄχι τὸν Ράσκο, τὴν Ντολό, τὸν Φλορίτο, τὴν Πλάς, τὸν Κλόκ, τὴν Σαλαμπό, τὸν Μπάχ...
- Ἔ, ἔ! Φτάνει! Ποῦ τὰ θυμᾶσαι τὰ ὀνόματά τους...σαρ
ντα χρόνια μετά;
- Γιατ
ί; Τὰ μνημονεύω! Ἀπόπλυνε, Κύριε, τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου, τῷ Αἵματί Σου τῷ Ἁγίῳ...
- Ἀσεβέστατε! Ἀλλὰ σὲ συγχωρῶ! κι' ντε, πᾶμε νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε, ρεφενέ – τὄπα!


Περιττὸ νὰ διευκρυνίσω - θὰ τὸ εἴδατε καὶ μόνοι σας - ὅτι ὅλο καὶ κάποια μεζεδάκια ἔκλεβα γιὰ νὰ ταΐσω τὴν γατούλα ποὺ τριβότανε στὰ πόδια μου κρυμμένη κάπως κάτω ἀπὸ τὸ τραπεζομάντηλο. Στὰ κουτούκια ἀποκλείεται νὰ μὴ βρεθεῖ γάτα πελάτισσα.
Κι' ἄν σκεφτεῖς πὼς κι' ἐγὼ καλόφαγα, μιὰ χαρὰ ἦταν ποὺ πληρώσαμε μισὰ-μισὰ τὸν λογαριασμό! Μοῦ ἦρθε τσάμπα ἡ γκόμενα μὲ τὴν χαρωπὴ οὐρά.
Φαντάζομαι πὼς πολλὲς κυρίες νομίζουν πὼς ἔχουν πολλὰ ράμματα γιὰ τὴν γούνα μου. Γάτα, οὔτε ποὺ τὸ διανοήθηκε καμιά. Μ' ἀγαποῦν ὅλες. Καὶ οὔτε στὸν παππὰ δὲν τὸ λέω. Γιὰ τὶς γυναῖκες, ἕνα κομπλιμάν - καὶ πολύ τους εἶναι!

[Συνεχίζει ὡς γάτα τσέπης, 12.]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
- Γιὰ νὰ εἶμαι ὡραία.... 
...νὰ δεῖς ποὺ θὰ μὲ πάρει καὶ γιὰ Μούσα του ὁ Κλινοσοφιστὴς!...
~~~~

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου