Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

13 Δεκεμβρίου 2011, καὶ ὥρα 9:27. 
 
Κλινοσοφιστεῖες.
 .. .. 

Διαγραφὴ ἀνθρώπου, θεούλης στὸν ὁρίζοντα.

............................................... "...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπᾶ θαυμασίως τὸ ἄτομό του, χαρίζεται καμιὰ φορὰ στὴν μάννα του, κι' ἄς ποῦμε τὴν ἀγαπᾶ, τὰ χάνει καὶ νομίζει πὼς ἀγαπᾶ τὸ ἀντικείμενο τοῦ σεξουαλικοῦ πόθου του, ὥσπου νὰ τὸ σιχαθεῖ - ἄν φτάσει ὥς ἐκεῖ καὶ δὲν τὸ σκάσει πρωτύτερα -, μισεῖ τὸν πιὸ πλούσιο, καὶ μὲ τὸ δίκηο του, ἀφοῦ διδάχτηκε πὼς μόνον τὰ λεφτὰ ἔχουν ἀξία, ἐλεεῖ ἤ τοὺς ὄμορφους ἤ τοὺς πολὺ σακάτηδες, τοὺς πρώτους, ἀπὸ θωλὴ κι' ἀνομολόγητη σεξουαλικότητα, τοὺς δεύτερους, γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὸ ποῦν καὶ στὸν Θεὸ, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶναι πολυάσχολος (δικάζει), φθονεῖ τοὺς ἀνώτερους, γελοιοποιεῖ τοὺς κατώτερους, μειώνει τοὺς ἴσους του, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του μοναδικὸ (εὐτυχῶς εἶναι, γλυτώσαμε!) ἀλλὰ τόσο μοναδικὸ ποὺ οἱ ἆλλοι εἶναι μηδενικὸ (δυστυχῶς δὲν εἶναι, νὰ γλυτώναμε!) μπροστά του, ξέρει μόνο τὸ δικό του δρᾶμα, τὰ ἆλλα τὰ προσπερνᾶ, δὲν τὰ βλέπει, δὲν τ' ἀκούει, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξεπερνοῦν τὸ δικό του (λίγη περίληψη τοῦ ἀρκεῖ καὶ ἡ συνέχεια ἐπὶ τῆς βαρεμάρας: ἔχει βγάλει ὅλα τὰ συμπεράσματα καὶ τὰ διδάγματα Ἠθικῆς Ζωῆς ἤδη ἀπὸ...τὸ δικό του δρᾶμα, τί τὰ θέλεις τὰ πολλὰ τὰ λόγια...), λέει πὼς μιὰ μέρα θὰ πεθάνει ἀλλὰ πιστεύει πώς, αὐτός, κατ' ἐξαίρεσιν, θὰ ζήσει, κι' ἄν τυχὸν συμβεῖ - χτύπα ξύλο!... - αὐτὸ (τὸ νὰ...πεθάνει), ἀπαιτεῖ ὅλος ὁ ντουνιὰς νὰ σβήσει μαζύ του, ἐνῶ δὲν θὰ σαλέψει φῦλλο στὰ δέντρα, γιὰ χάρη του. Εἶχε μεγάλη σκασίλα τὸ φῦλλο!
Κι' ἡ καμπάνα, γιὰ νὰ χτυπήσει, πρῶτα θὰ πληρωθεῖ.
Κι' ἄν τὸν διαβάσει ὁ παππάς, πολὺ ποὺ θ' ἀκούσει ὁ Θεός!... - οὔτε κἄν λίγη περίληψη προσευχῶν καὶ ὕμνων. Εἶχε μεγάλη σκασίλα ὁ Θεός!

Λίγο πονάει ὁ σβέρκος του (στὸν ἄνθρωπο γυρίσαμε πάλι - ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σβέρκο) κι' ἀναστατώνει τὸ σῦμπαν. Τὰ ζῶα, ὑποφέρουν, πονᾶνε, πεθαίνουν καρτερικὰ κι' ἀθόρυβα. Καὶ κανεὶς δὲν τὰ ψέλνει. Ἔχουν τὴν εὐλογία ἐκ φύσεως.
Λέει πὼς ἀγαπάει τὸν κόσμο, τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ξέρει κἄν τὶ θὰ πεῖ: ἀγάπη, κόσμος, ἄνθρωπος.
Οὔτε ξέρει γιατί τὰ λέει ὅλα αὐτά. Μᾶλλον μιλάει γιὰ ν' ἀκούει τὴν φωνή του, τὴν ὡραιότερη ποὺ ὑπάρχει, τὴν πιὸ ξεκάθαρη, τὴν πιὸ τίμια. Κοντολογὶς εἶναι ἕνα ἀξιολύπητο ὄν, εἰ ὄν ὁ ὤν ἐστί, πού, ἄν τὸν πεῖς ζωντόβολο, τοῦ δίνεις ἀξία ἑνὸς ὀβολοῦ (ἕν ἕκτο τῆς δραχμῆς, - δὲν συμφέρει!), ἄν τὸν φτύσεις, τὸ σάλιο σου θὰ κατρακυλήσει νὰ φύγει ἀπὸ πάνω του - οὔτε γιὰ φτύσιμο δὲν ἀξίζει - καὶ μάλιστα σὲ ἐποχὴ κρίσης οἰκονομικῆς, ὅταν τὸ στομάχι γουργουρίζει κι' ἔχει ἀνάγκη καὶ τὰ παραμικρά σου πτύελα, γιὰ νἆναι γεμάτο. Ἄς ποῦμε χορτάτο. Ἡ πείνα δὲν ἀντικαθίσταται.
Ριψοκινδυνεύω νὰ φανταστῶ ὅτι μόνον ἕνας ὥριμος, σὲ ἠλικία καὶ σκέψη, μπορεῖ νὰ νιώθει κάποιαν ἀγάπη γιὰ τὸν ἆλλο - κι' αὐτὸ ἀπὸ ἔλλειψη δυνάμεως νὰ εἶναι κυνικὰ δυνατὸς κι' ἀνυποχώρητα σκληρός μαζύ του.
Κι' ἕνας διανοούμενος ἴσως νὰ στενοχωριέται καθὼς βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ κατώτερούς του, γι' αὐτὸ καὶ, δὲν ἀποκλείεται, νὰ θέλει νὰ τοὺς μεταδώσει ὅσα ἔμαθε.
Ἄβυσσος ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου... - πῶς νὰ τὰ βγάλεις πέρα μ' ἑνὸς διανοουμένου τοὺς στοχασμούς; Μὲ περιλήψεις ἀναλύσεων καταλαβαίνεις τὴν Σοφία τους καὶ πουλᾶς ἐξυπνάδα σὲ τιμὴ σφαλιάρας - οὔτε κἄν μισὸς ὀβολός, πάλι καλά!
Ὡστόσο, φημολογεῖται ἡ ὕπαρξις κάποιας κυρίας ὀνόματι Ἀνθρωπιστικὴ Παιδεία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι πόρνη (καὶ πουτάνα νὰ πεῖτε, τὸ ἴδιο κάνει) ἀφοῦ ἀνήκει σ' ἐλάχιστους ἐραστές, ταυτοχρόνως, ποὺ ἵδρωσε ὁ ἐγκέφαλός τους νὰ τὴν κατακτήσουν.
Σιγὰ μὴ σκάσουν, οἱ πολλοὶ, γιὰ τέτοιαν ἀπαιτητικὴν ἐρωμένη! Βολεύονται μὲ τὸ κορίτσι τῆς γειτωνιᾶς, τὴν Ἄγνοια (αὐτὴ ἡ τσουλίτσα, συμπαθὴς καμιὰ φορὰ στὴν ἀνιδεότητά της, μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τσουλάρα στὴν θρασογνωσία της, ὁπότε...μπὲς στὸ Διαδίκτυο νὰ προστατευτεῖς μὲ ἀλληλεγγύη). Ἡ Ἀμάθεια τὰ ξέρει, σᾶς λέω, ὅλα. Καλέ, ποῦ, πότε κιόλας πρόλαβε καὶ τἄμαθε ἡ δεσποινὶς Ἄγνοια, ὅλ' αὐτά; Χαρά στους ποὺ θὰ τὴν παντρευτοῦν ὅλοι μαζὺ ταυτοχρόνως!
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι βλάκας χωρὶς ἐνθουσιασμό. Οἱ ποιητὲς εἶναι βλάκες ἐνθουσιασμένοι. Ἀπὸ τὸν φλογισμένον ἐνθουσιασμό τους παίρνουν κάτι κι' ἀξίζουν οἱ ποιητὲς – ἄ! κι' οἱ ἐρωτευμένοι, ἆλλο τόσο καὶ πολὺ περισσότερο. Ἄν εἶναι ἐρωτευμένοι καὶ ποιητὲς κι' ὄχι καραγκιόζηδες!
Πέραν ὅλων τούτων (δὲν εἶναι δὰ καὶ λίγα τόσα χαρίσματα!): ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τρομερό, ἀποτρόπαιο, ἔκτρωμα φρικῶδες! Ἄμ, κάτι ἤξερε ὁ μπαγάσας ὁ Θεὸς ποὺ τὸν πέταξε κλωτσηδὸν ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Τὴν ἡσυχία Του βρῆκε ὁ Ἄνθρωπος. Μακάρι νἄμουνα κι' ἐγὼ θεός - πᾶρτε ἀπὸ μπροστά μου τὰ καταραμένα ζωύφια, οὔτε γιὰ σὲξ δὲν τὰ θέλω!
Εἶμαι θεούλης! Ὑποψήφιος, ἔστω. Δὲν σᾶς λέω σὲ ποιὸν οὐρανό, ρουφιάνοι! (Αὐτό, σᾶς τὸ φύλαξα γιὰ τελευταῖο).
..................................................................................... μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου