Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Αὐτὸ εἶναι σημερνὸ καὶ αὐθόρμητο.


 Καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν Θάλεια Παπάζογλου ποὺ εἶδα πρὶν λίγο  στὴν τηλεόραση. Ἀνέκαθεν τὴν συμπαθοῦσα, ἀκόμα καὶ τότε ποὺ δὲν ἔπαιζε τὴν τρελλοκαμπέρω!... 
Βρέθηκα στὰ πλατὼ νὰ πρέπει νὰ παίξω μαζύ της, ντουέτο, γιὰ πρώτη μου φορὰ στὴν τηλεόραση τὸ 1976.  Ὁ συγγραφέας Σωτήρης Πατατζῆς,  ποὺ γνωριζόμασταν κάπως ἀπὸ τὸ 1972, ὅταν ἐκεῖνος μετέφραζε τὸ "Ἔγκλημα καὶ τιμωρία" καὶ ἐγὼ τὴν "Μαντὰμ Μποβαρύ", καὶ συναντιόμασταν κάθε Παρασκευὴ στὸν Πάπυρο, στὸ Μαροῦσι, ἔμαθε πὼς ἔγινα ἠθοποιός (1976), καὶ ἔγραψε ἕναν ρόλο 2 ἐπεισοδίων στὴν περιγραφὴ καὶ στὰ μέτρα μου. Καὶ ἀξίωσε νὰ παίξω. Ἐγὼ εἶχα ἀπόλυτη ἄγνοια (καὶ ἀπέχθεια)   γιὰ τὴν τηλεόραση. Ἀλλὰ δέχτηκα. Πατατζῆς ἦταν αὐτός!... Μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ παίδεψα κάπως τὴν Θάλεια, ἀλλὰ ἐκείνη δὲν ἔδειξε τίποτα, -  μᾶλλον μόνον κατανόηση. Ὁ σκηνοθέτης, μόνο ποὺ δὲν μ' ἔδειρε ποὺ δὲν ἤξερα κάποια στοιχειώδη, ἄς ποῦμε τὸ: ποιά κάμερα ἀπὸ τὶς τρεῖς μὲ παίρνει τώρα. Μὴν πῶ ἄρχισε καὶ τὴν ψυχολογικὴ κοροϊδία σὲ βάρος μου. Τὴν Τετάρτη, μὲ τὸν φίλο μου Σάββα Παρίτση φάγαμε τὸν κόσμο νὰ βροῦμε μαγαζὶ μὲ τηλεόραση, γιὰ νὰ δοῦμε τὴν α΄ μου ἐμφάνιση. Στὸ Ἀθήναιον,  ἑστιατόριον, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Λυκούργου, εἴδαμε...τὸ θαῦμα! Ἄν ὄχι τίποτ' ἆλλο, ἐξαιρετικὴ φωτογένεια.
Μιὰν ἑβδομάδα ἀργότερα, ὁ Σωτήρης Πατατζῆς εἶδε στὸν ρόλο μου ἆλλον ἠθοποιό. Τηλεφώνησε νὰ μάθει τὸ γιατί. Ἔγινε καυγὰς καὶ τὸ σήριαλ διακόπηκε διὰ παντός.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἀρχίσει καὶ ἡ ἀρρώστεια τὴς μητέρας μου. Ἄνοια. Ἰσχυρῆς μορφῆς. Νὰ μὴν τὰ πολυλογῶ, σιγὰ-σιγά, κλείστηκα στὸ σπίτι, ἐγκαταλείποντας καὶ τὸ θέατρο, ἀφοῦ κάθε βράδυ ὑποχρεωνόμουν νὰ ἔχω τὴν μάννα μου μαζύ μου, ἀκόμα καὶ στὶς περιοδεῖες σὲ Μακεδονία καὶ Θράκη.
Ὡστόσο, ἡ Θάλεια Παπάζογλου μοῦ εἶχε κάνει ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση. Τῆς ἔγραψα ἕνα γράμμα - οὔτε ποὺ θυμᾶμαι τὸ περιεχόμενό του! Σίγουρα τῆς ἐξέφραζα τὴν συμπάθειά μου. Μοῦ ἔστειλε εὐχὲς τὰ Χριστούγεννα.
Σήμερα λοιπόν, τὴν εἶδα στὴν τηλεόραση κι' ἔλεγε ποὺ ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ πὼς τοὺς φρόντιζε ἀποκλειστικὰ ἐκείνη ἐπὶ 4 χρόνια (ὅσα κι' ἐγώ), πὼς ἔπαψε νὰ δουλεύει (ἐγὼ μετέφραζα στὸ σπίτι βιβλία - ἆλλος τρόπος νὰ ζήσουμε δὲν ὑπῆρχε). Ταυτίστηκα μαζύ της.
Θέλω νὰ μείνω ὅμως σὲ τοῦτο: εἶπε πὼς εἶχε ἀπόλυτη ὑποχρέωση νὰ κοιτάξει τοὺς γονεῖς της, εἶναι καθῆκον τοῦ καθενός. Τὸ ἔκανε χωρὶς νὰ σκεφτεῖ τὶς ἆλλες ἀπώλειες. Ἐπίσης, σὲ ἆλλον τομέα, ὁμολόγησε πόσο ἀνεξάρτητη εἶναι ὡς ἄνθρωπος. Καὶ τέλος: ὅτι ἀξιώνει νὰ πληρώνεται, ὅταν κάπου δουλεύει. Σὲ ὅλα αὐτὰ μοιάζουμε.
Σὲ μία παληὰ μαθήτριά μου, ποὺ συμπαθοῦσα ἰδιαιτέρως, ὅταν μοῦ εἶπε ἔξαφνα ὅτι θὰ ἔδινε ἐξετάσεις στὴν Δραματικὴ Σχολή, χάρηκα. Μόλις μοῦ ξεφούρνισε ὅτι βρῆκε κι' ἕνα θέατρο νὰ παίξει καὶ ὅτι δὲν τὴν ἐνδιέφεραν τὰ λεφτά, δὲν θὰ πληρωνόταν, - μόνο ποὺ δὲν τὴν σκότωσα έπὶ τόπου.
Ἕνα θερμὸ φιλικὸ φιλὶ φιλίας καὶ παραδοχῆς στὴν Θάλεια Παπάζογλου.
Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ ἔγραψα ὅλο αὐτὸ τὸ κατεβατό.
Νἆναι καλά, νἄχει δουλειές, νὰ παραμείνει ὄμορφη. Καὶ τὸ ὅτι φρόντισε τοὺς γονεῖς της, εἴθε νὰ τῆς τὸ ἀναγνωρίσει κάποιος ὅταν κάποτε ἡ ἴδια χρειαστεῖ ἀνταπόδοση.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου