Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

6 Δεκεμβρίου 2013, καὶ ὥρα 11:23.

* Τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν ἀρετὴ εἶναι τόσο προφανές, ὥστε οἱ κακοὶ τὴν ἀσκοῦν ἀπὸ συμφέρον.
Marquis de Vauvenargues
* Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κανεὶς ἐνάρετος, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ ἰδιοτροπία.
Albert Camus
~~
Χθές, βρῆκα τυχαῖα καὶ ἀγόρασα μία μετάφρασή μου (πρὶν 45 χρόνια), ἡ τρίτη τῆς ζωῆς μου, στὰ 24 μου χρόνια, τοῦ Ἀλμπὲρ Καμὺ καὶ τὴν πῆγα στὸν γυιό μου (ποὺ εἶναι 32 ἐτῶν) μὲ ἀφιέρωση. Ἐκεῖνος καμάρωνε κι' ἐγώ, μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ πῶ τὶ ἔνιωθα μπροστὰ στὰ δυὸ γεννήματά μου.
Εἴπαμε διάφορα. Μεταξὺ ἄλλων ἔκανα μιὰ παρατήρηση: " ...Κοίταξε νὰ δεῖς: τὸ νὰ βγάλεις ἕνα δικό σου βιβλίο εἶναι πιὸ εὔκολο· ἤ τὸ ἀναλαμβάνεις μόνος σου (πληρώνεις ὅλα τὰ ἔξοδα) ἤ σοῦ τ
βγάζει ἕνας ἐκδότης, πάλι πληρώνοντας (σιωπηρά) τὰ ἔξοδα ἤ ἀποποιούμενος κερδῶν κτλ καὶ ὑποκύπτοντας σὲ μιὰ σειρὰ ἀξιώσεις πάσης φύσεως κτλ.
Ὅμως νὰ σοῦ ἀναθέσουν μία μετάφραση εἶναι πολλαπλῶς δύσκολο, ὅταν μάλλιστα ἀκόμα σπουδάζεις (1968) καὶ ἀξιώνεις νὰ πληρωθεῖς στὸ ἀκέραιο...,
- γιὰ νὰ ζήσεις. Ὁ ἐκδότης δὲν πετάει τὰ λεφτά του. Κι' ἔπειτα ἔχεις νὰ κάνεις μ' ἕναν μέγιστο συγγραφέα κι' ὁ κόσμος
ἔχει ἀπαιτήσεις. Ἄσε ποὺ τὸ νὰ παλεύεις μὲ τὶς δύο γλῶσσες καὶ τὸν παλμό τους, σὲ καθημερινὴ βἀση, καὶ Χριστούγεννα καὶ Πάσχα, καὶ ἄρρωστος καὶ στὰ καλά σου, 8 σελίδες, ὁπωσδήποτε, κάθε μέρα, νὰ συμπληρώνεις, στὸ τέλος, τὸ βασικὸ Λεξικό σου μὲ στυλὸ, μὲ
λλες 20.000 λέξεις, ποὺ ἔψαξες, ἀλλοῦ κι' ἀλλοῦ, εἶναι ἕνα κάτεργο ἀρετῆς π' ὁδηγεῖ στὴν σοφία τῆς θλίψης ἀνάμειχτης μὲ δέος.
Δὲν ἔχω μετανιώσει ὅμως.
Ἴσα-ἴσα! Εὐτύχησα νὰ μπορῶ σήμερα νὰ μεταφράζω χωρὶς ἀμοιβ
ή, γιὰ τὸ κέφι μου, στὸ διαδίκτυο, - καὶ μάλιστα ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀφιερώνοντας τὸν κόπο μου καὶ τὸν καρπό μου, ὅπως ξέρεις ἐξ ἀρχῆς, πρῶτα σὲ σένα, Σπύρο, παιδί μου, καὶ μετὰ σ' ὅλον τὸν κόσμο
ποὺ θἄθελε νὰ μὲ διαβάσει καὶ νὰ τὸ ἐκτιμήσει.
~~


Ἁρχαῖοι Ἕλληνες Λυρικοὶ Ποιητές.
31ον.
Τυρταῖος: Ὑποθήκη, 1.

τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα
ἄνδρ' ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον,
τὴν δ' αὑτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγρούς
πτωχεύειν πάντων ἔστ’ ἀνιηρότατον,
πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι
παισί τε σὺν μικροῖς κουριδίῃ τ' ἀλόχῳ.
ἐχθρὸς μὲν γὰρ τοῖσι μετέσσεται, οὕς κεν ἵκηται
χρησμοσύνῃ τ' εἴκων καὶ στυγερῇ πενίῃ,
αἰσχύνει τε γένος, κατὰ δ’ ἀγλαὸν εἶδος ἐλέγχει,
πᾶσα δ’ ἀτιμίη καὶ κακότης ἕπεται.

εἰ δ’ οὕτως ἀνδρός τοι ἀλωμένου οὐδεμί' ὤρη
γίγνεται, οὔτ’ αἰδὼς οὔτ’ ὄπις οὔτ' ἔλεος,
θυμῷ γῆς πέρι τῆσδε μαχώμεθα καὶ περὶ παίδων
θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι.

ὦ νέοι, ἀλλὰ μάχεσθε παρ’ ἀλλήλοισι μένοντες,
μηδὲ φυγῆς αἰσχρῆς ἄρχετε μηδὲ φόβου,
ἀλλὰ μέγαν ποιεῖσθε καὶ ἄλκιμον ἐν φρεσὶ θυμόν,
μηδὲ φιλοψυχεῖτ' ἀνδράσι μαρνάμενοι·
τοὺς δὲ παλαιοτέρους, ὧν οὐκέτι γούνατ' ἐλαφρά,
μὴ καταλείποντες φεύγετε, τοὺς γεραιούς.

αἰσχρὸν γὰρ δὴ τοῦτο μετὰ προμάχοισι πεσόντα
κεῖσθαι πρόσθε νέων ἄνδρα παλαιότερον
ἤδη λευκὸν ἔχοντα κάρη πολιόν τε γένειον
θυμὸν ἀποπνείοντ’ ἄλκιμον ἐν κονίῃ,
αἱματόεντ' αἰδοῖα φίλαις ἐν χερσὶν ἔχοντα
αἰσχρὰ τὰ γ' ὀφθαλμοῖς καὶ νεμεσητὸν ἰδεῖν,
*
καὶ χρόα γυμνοθέντα· νέοισι δὲ πάντ' ἐπέοικεν,
ὄφρ' ἐρατῆς ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος ἔχῃ·
ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν, ἐρατὸς δὲ γυναιξίν,
ζωὸς ἐών, καλὸς δ' ἐν προμάχοισι πεσών.

ἀλλά τις εὖ διαβὰς μενέτω ποσὶν ἀμφοτέροισιν
στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς, χεῖλος ὁδοῦσι δακών**.
====
Ναί, ὡραῖο κι' ἔντιμο μαζὺ μὲ τοὺς προμάχους
ἕνας ἄντρας, νὰ πεθαίνει, γενναῖα μαχόμενος, γιὰ τὴν πατρίδα.
Ἄν ὅμως ἐγκαταλείψει καὶ χώρα καὶ εὔφορους ἀγρούς,
ζητιανεύοντας, εἶν' ὅ,τι πιὸ ἀνίερο,
ἀφοῦ θὰ περιπλανιέται μὲ τὴν ἀγαπημένη μάννα καὶ τὸν γέρο πατέρα,
τοὺς μικροὺς γυιούς, τὶς θυγατέρες καὶ τὴ σύζυγό του
καὶ μισητὸς θὰ ζεῖ ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς ποὺ θὰ καταφύγει στὰ μέρη τους,
ὑπὸ τὸ βάρος τῆς στέρησης καὶ τῆς μισητῆς φτώχειας,
ντροπιάζοντας τὸ γένος κι' ἐξευτελίζοντας τὴν ὡραία μορφή του·
κάθε λογῆς περιφρόνησις καὶ δυστυχία ἀκολουθεῖ.

Ἄν δὲν χρωστοῦν σὲ κανέναν περιπλανώμενο καμιὰν φροντίδα,
οὔτε σεβασμό, οὔτε πρόνοια, μήτε ἔλεος,
τότε ἄς πολεμοῦμε θαρραλέα γιὰ τούτη τὴ γῆς καὶ τὰ τέκνα μας
κι' ἄς πεθαίνουμε χωρὶς νὰ λυπόμαστε διόλου τὴ ζωή μας.
Νέοι μου, πολεμᾶτε μένοντας ὁ ἕνας πλάι στὸν ἆλλον
καὶ μὴν σᾶς κυριεύει φευγιὸ αἰσχρό, οὔτε φόβος
ἀλλὰ μεγάλη ψυχὴ καὶ γενναία δείξετε μέσα σας,
μὴν τρέμετε γιὰ τὴ ζωή σας ὅσο μάχεστε τὸν ἐχθρό·
τὰ σεβάσμια γερόντια σας, ποὺ τὰ πόδια τους δὲν ἀντέχουν πιά,
μὴν τὰ ἐγκαταλείπετε τρεπόμενοι εἰς φυγήν.

Γιατὶ ντροπὴ εἶναι τοῦτο, ἕνας γέρος, πεσμένος ἀνάμεσα
σὲ προμάχους, νὰ κείτεται νεκρὸς πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς νέους,
αὐτός, μὲ τ' ἆσπρα πιὰ μαλλιά, τὰ γκρίζα γένεια,
νὰ τοῦ φεύγ' ἡ γενναία ψυχὴ μὲς τὸν κουρνιαχτό,
βαστῶντας μὲ τὰ χέρια του τὰ ματωμένα αἰδοῖα του,
ὄνειδος κι' ἀγανάκτηση νὰ τὸ βλέπουν ἀνθρώπου μάτια,

μ' ὁλόγυμνο τὸ σῶμα· στοὺς νέους ὅμως τὰ πᾶντα ταιριάζουν,
καθὼς τοὺς λαμπρύνει τῆς ποθητῆς νιότης τὸ εὐγενὲς ἆνθος·
ἕνας ἄντρας ἀξίζει θαυμασμὸ νὰ τὸν βλέπουν, εἶν' ἐράσμιος γιὰ τὶς γυναῖκες,
ἐνόσῳ ζεῖ, ὡραῖος ὅταν πέφτει μαζὺ μὲ τοὺς προμάχους.

Λοιπόν, κάθε νέος, διασκελίζοντας καλά, ἄς μένει ἀκλόνητος
στηριγμένος στὰ δυό του πόδια, δαγκώνοντας τὰ χείλη.
Μετάφραση: Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
* * *
Σημειώσεις:
(*) Οἱ δύο αὐτοὶ στίχοι παραλείπονται ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια ἐξ...αἰδημοσύνης.
Δὲν θὰ τοὺς παρέλειπα ἐγ
ώ, γι' αὐτὸ καὶ σὲ διακριτὸ χρωματισμό.
(Ἰ.Λ.Σκ.).
(**) Στ. 29 - 30. Ε ἰ κ ό ν α τοῦ ἀποφασιστικοῦ μαχητῆ, ποὺ μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν ποδιῶν ἀποκτάει σταθερότερη βάση καὶ βάζει μεγαλύτερη δύναμη· μὲ τὸ δάγκωμα τῶν χειλιῶν ἐκφράζει τὴν ἀλύγιστη θέλησή του καὶ τὴν καρτερικότητά του.
(Οἱ συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου