Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

25 Νοεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 5:50.
Εικόνα * Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.



γ ά τ α τσέπης, 9.
Kι' ἀφοῦ πιάστηκες νὰ κάθεσαι (ἄν καθόσουν· κι' αὐτὸ στὰ γόνατα) ἤ νὰ κάνεις ἐπὶ πολλὴν ὥρα ὅ,τι συνεχῶς ἔκαμνες, - δηλαδὴ τίποτα! - κι' ἁπλῶς ἀπασχολοῦσες τὸν νοῦν σου μὴν καὶ σοῦ τρελλαθοῦνε τὰ μυαλά, καθὼς δὲν ἔχουν λόγον τινα νὰ προσφέρουν τρυφερότητα εἰς ἀνθρώπους ἤδη γνωστοὺς καὶ μὴ ἐξαιρετέους, ὁπότε καλλίτερον εἶναι νὰ ἀπευθύνεταί τις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, εἰς γατάκια καὶ σκυλάκια περιπλανώμενα ἀνὰ τὰς κάπως πλέον καθαράς τινας ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν - λὲς:
- Δὲν περπατάω λιγάκι; Γάτες θὰ βρῶ κι' ἀλλοῦ (γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως, - ἀληθεύει αὐτὸ;) ὅπως καὶ γυναῖκες, θὰ ὑπάρχουν - ἔ, ὄχι δὲν εἴπαμε δὰ κι’ οὔτε γυρεύουμε καὶ σὰν στὴν ἐποχὴ τοῦ Ξενόπουλου, ρομαντικές, μὲ ὀμπρελίνο, χαμηλοβλεποῦσες... Νὰ πηγαίνουν, κατὰ τὰ φαινόμενα, (ποῦ νὰ ξέρεις κατὰ βάθος;...) ἀποκλειστικῶς γιὰ δαντέλες καὶ κουμπιὰ ἤ καὶ δι' ἕν "Λεύκωμα" (ὅπου μετὰ χάριτος καὶ ἐνίοτε εἰς στίχους μεγίστων ποιητῶν ἤ καὶ αὐτοσχεδίους, ἔτι τότε γοητευτικώτερον καὶ καρδιοχτυπιτέστερον συμβάν, οἱ ἐκλεκτοὶ φίλοι καὶ αἱ ἔμπιστοι φίλαι θὰ ἔγραφον πικάντικες ἀπαντήσεις, ὑπὸ ψευδωνύμου βεβαίως, ες τὰ ἐρωτήματα τῆς Κτήτωρος, ὡς λόγου χάριν "Τὶ ἐστὶν ἔρως;" καὶ τὰ λοιπὰ ἀναπάντεχα καὶ παρόμοια) στὰ καταστήματα.
Τέτοιες προφάσεις κι' ἐξηγήσεις στὶς μέρες μας πιὰ δὲν χρειάζονται. Πᾶς ἀπὸ κεῖ γιατί ἔτσι! Ἀκόμα καὶ γιατί σταμπάρησες τεκνὸ νὰ δουλεύει σὲ μαγαζί.
Γοῦστο θἆχε μιὰ τέτοια ἀποκρηὰ ἐκτὸς ἐποχῆς ἀποκρηᾶς. Καὶ νὰ σκεφτεῖς πὼς κάποτε στὸ μέλλον, ἄν ὑπάρξει τέτοιο πράμα μὲ ἑλληνικὸ θυμητικό, ἡ τωρινή, ὅλως ἄχαρη σὲ ὅλα της, ἐποχή μας μπορεῖ νὰ γίνει ἔμπνευση κοστουμιῶν καρναβαλιοῦ! Ἔ, δὲν νομίζω πὼς τὸ νομίζει κανείς.
Ὤχ, τί εἶναι αὐτό;
Δὲν ξέρω τί φοράει, δὲν περιγράφεται τὸ χάλι, ἡ κουρελαρία καὶ ἡ βρωμιά της: γυναίκα εἶναι παρ' ὅλ' αὐτά! Σίγουρα θἄχει ξεχάσει, ἡ ἴδια, πὼς εἶναι γυναίκα ἀλλὰ κρατάει δυὸ-τρία πακετάκια χαρτομάντηλα, θυμᾶται ξεκάθαρα πὼς εἶναι πεινασμένη - ἄλλωστε δὲν τὴν παίρνουν καὶ τὰ πόδια της, νὰ κοίταξέ την: πῶς σέρνεται!... - κι' ἔχει στραφεῖ πρὸς τὴν ἐκκλησία· οὔτε προσεύχεται κι' οὔτε σταυροκοπιέται· ὡστόσο κοιτάζει καὶ δὲν κοιτάζει πρὸς τὸ καμπαναριό. Βρίσκεται δίπλα μου χωρὶς νὰ φταίω 'γὼ σὲ τίποτα. Θὰ μποροῦσε μάλιστα νὰ τιναχτῶ ἀπέναντι ζητῶντας τὴν συμπαράσταση τ' Ἁγίου· μὴ μὲ κολλἠσει ξωτικίλα.

- Θεέ μου! λέει, δὲν τὸ πιστεύω, δὲν τὸ πιστεύω πιά· τίποτα δὲν πούλησα σήμερα, οὔτε ἕνα! Τί θὰ φάω;
Κλαίει, ἀπευθυνόμενη στὸν ἑαυτό της, σὰν νἆναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὁ ἐλεητὴς θεός της. Κοιτάζει ὁλόγυρα στὸ χάος. Τόσο ἀξιολύπητο μουνὶ μούρης πρώτη φορὰ μου τρακάρω.
- Τί θὰ φάω; Παναγιά μου, τί θὰ φάω;
Εἶναι τρελλή; Φτωχὴ πάντως εἶναι. Καὶ δὲν ξέρεις πῶς νὰ γιατρέψεις τόση φτώχεια. Ν' ἀποταθεῖ στὸν παππά; Ὤ, ναί! Πῶς τῆς λὲς ὅμως (γιατὶ καθὼς τὴν κρυφοκοιτάζω διακρίνω κάτι σὰν περασμένο μεγαλεῖο ἐπάνω της, ποὺ νὰ τῆς τὄχουν καταληστέψει κάποιοι - συγγενεῖς, ἀδέρφια ἴσως). Ναί, πῶς τῆς λές:
- Πήγαινε. Τὸ οὐράνιο συμπόσιο θὰ εἶναι φτωχὸ χωρὶς ἐσένα κι' ἄλλους φτωχοὺς· κάτι θὰ τοῦ λείπει· ἔχεις δικαιώματα ἐσύ. Ὁ Κύριος Ἡμῶν θέλει συνδαιτυμόνες πολυπληθεῖς· ἀλλοιῶς τοῦ κόβεται ἡ ὄρεξις;

Παραμιλάει, σέρνεται μὲ μιὰ περίεργη ἀξιοπρέπεια, μὲ ὄρθιο τὸ κεφάλι. Δὲν εἶναι ἄσχημη - τουλάχιστον ὄχι τόσο ὅσο οἱ σαραβαλιασμένες μπότες της. Εἶναι νέα, τὸ βλέπεις στὰ μάτια της καὶ θὰ μποροῦσε νἄπαιζε καὶ στὸ θέατρο, ἔχει κάτι ποὺ δὲν τὄχουνε ἠθοποιές! Τὴν κοιτάζω. Χρόνια εἶχα νὰ δῶ κάτι ἀντίστοιχό της σὲ γυναίκα. Οἱ ἆντρες εἶναι πιὸ ἐπιρρεπεῖς στὴν μούρλια. Ὄχι δὲν εἶναι μουρλή. Ὅπως δὲν ἦταν μουρλὴ κι' ἡ Σερσεροὺ ποὺ κουβαλοῦσε νερὸ μὲ τενεκέδες στὰ σπίτια, κάποτε, στὸ Δουργούτη. Μμμμ! Φοροῦσε μουσαμὰ πάνω ἀπ' τὰ παρδαλά της ροῦχα (ὅλα χάρισμα τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης κυρᾶς), στέριωνε μακρὺ κοντάρι στὸν σβέρκο, γέρνοντας ἀρκούντως ὁλόκληρη ἐμπρός, νὰ μὴν τῆς πέφτει· καὶ στὶς ἄκρες τοῦ κονταριοῦ, δὲν θυμᾶμαι καλά, εἶχε κάτι σὰν τσιγκέλια νὰ κρέμονται, χωρὶς νὰ τῆς ξεφεύγουν, καθὼς ἐκείνη θὰ περπατοῦσε, οἱ τενεκέδες δεξιὰ κι' ἀριστερὰ, οἱ ξέχειλοι μὲ 16 λίτρα ἤ τέσσερις ὀκάδες νερὸ ὁ καθένας. Ἦταν μιὰ ζωντανὴ ζυγαριὰ θλιβερῆς δικαιοσύνης κοινωνικῆς.
Τὴν λέγανε Σερσεροὺ ὅλες οἱ καθὼς-πρέπει κουτσομπόλες· ἐπειδὴ βέβαια πήγαινε γυρεύοντας νὰ ξεμυαλίζει ἆντρες, παντρεμένους καὶ μή, γιὰ ἕνα πιάτο φαΐ, γιὰ μιὰ φρατζόλα ψωμί, γιὰ ἕνα ζευγάρι κᾶλτσες χοντρές. Εἶχε συμβάλει, λέει, καὶ στὸ κεράτωμα τῆς Εὐδοκίας ποὺ δὲν χάριζε κάστανα· τὸν ἤθελε τὸν ἄντρα της δικό της· ὥσπου τὸν πέθανε ἀπ' ὅσο ξέρω.
Κι' ἕνα πρωί: πῆγε καὶ τὴν ξεμάλλιασε, - τὸ 'φχαριστήθηκε ποὺ τὴν σκυλόβρυσε κατάμουτρα:
- Πουτάνα Σερσεροὺ Σμυρνιά!...
Ἡ Εὐδοκία ἦταν πολίτισσα· ἀλλὰ τὸ "Σερσεροὺ" ποτὲ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα κάθε καλῆς νοικοκυρᾶς. Τῆς πέταξε καὶ μιὰ παληοκυλότα, ἀφοῦ πρῶτα τῆς τὴν ἔτριψε στὴ μούρη, νἄχει νὰ φοράει, λέει, κάτω ἀπ' τὰ μακρυὰ σιχαμερὰ φουστάνια της ποὺ τόσο εὔκολα τὰ σήκωνε καὶ ποτὲ δὲν τἄπλενε. Ναί, αὐτὴ ἡ νεροκουβαλήτρια!...

Βρισκόμουν πάλι τότε, ἐκεῖ, κοντά, στὰ ἑπτά μου;  Εἶδα ξανὰ τὰ καθέκαστα μὲ τὰ μάτια μου καὶ τὰ λογικά μου. Ἡ Σερσεροὺ ἄντεξε ὅλες τὶς βάρβαρες προσβολές. Κι' ὅταν ἡ Εὐδοκία ἔφυγε θριαμβευτική, θριαμβεύουσα καὶ δοξάζουσα καθ' ὁδὸν τὸν ἑαυτό της καὶ τὰ δυνατὰ μπράτσα της. Ἡ Σερσερού, μ' ἆλλα λόγια ἡ "Γυρεύτρα"-ξελογιάστρα, σήκωσε τὴν ποδιά της ὥς τὸ πρόσωπο, ξέσπασε σ' ἕνα γαϊδουρινὸ κλάμα (ποὺ τότε μὲ πιάσανε καὶ τὰ θεατρικά μου γέλοια) κι' ἀμέσως μετά, σὰν ἀπὸ ἔμπνευση ταλέντου, ξεσκέπασε τὸ κατακόκκινο πρησμένο μοῦτρο της, μὲ μούντζωσε καὶ μὲ τὰ δυό της χέρια, διαολοστέλνοντάς με:
- Τί κοιτᾶς, βρέ; Ἄει στὸ Διάτανο, βρωμόπαιδο! Πᾶς καὶ στὸ Σκολειό, μπάσταρδε!...
Ὅλοι ξέρανε πότε εἶχε καὶ πότε δὲν εἶχε νὰ φάει κάτι ἡ...- Ἀργυρὼ νομίζω τὴν λέγανε· κι' ἦταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Τὰ λεφτά της - μισὴ πεντάρα ὁ τενεκὲς γιὰ τὸ κουβάλημα ἀπὸ τὴν γωνιὰ τῆς βρύσης ὥς τὸ σπίτι σας καὶ μιὰ δεκάρα στὴν νερουλού, τὴν κυρία Κλεονίκη μὲ τὸ ὄνομα, τὴν πρώην, καθὼς ἔλεγε, ἀριστοκράτισσαν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ φοροῦσε, ἔλεγε, δέκα ἕξη πόντους τακοῦνι, γόβα, στὰ νειᾶτα της καὶ "...μὴ βλέπετε πῶς κατήντησεν ἡ δυστυχὴς νὰ διαφυλάττει τὴν βρύσην τῆς προσφυγικῆς γειτωνιᾶς καὶ νὰ εἰσπράττει δεκάρας, αὐτή, ἡ ἄλλοτε πλουσία τοῦ Πέραν· τρύπια νομίσματα διὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἄν τοῦτο ἐλεγόταν ζῆν ὑπὸ ἀνθρώπων ἐχόντων σώας τὰς φρένας... κι' ἐχόντων δεῖ χρυσὰς λίρας εἰς τὰς χείρας αὐτῶν - κωλομυαλὰ τῆς Ἀθήνας!... τὴν κατάρα μου νἄχετε! Τοῦρκοι νὰ σᾶς βατεύσουν!...Αὐτοὶ ποὺ ἐμόλυνον τὴν βασιλεύουσαν, αὐτοὶ οὗτοι σᾶς ἀξίζουν, βρωμοαγράμματοι χωριάτες Ἀθηναῖοι, κυρίως Ἀθηναῖες ἀνοικοκύρευτες. Φτοὺ!..." - τὰ λεφτά της ἔλεγα, τῆς Σερσεροῦς, τἄπαιρνε ὁ ἀδερφός της, ἀφοῦ τὴν ἔδερνε. Κάποιοι λέγαν πὼς καὶ τῆς τὸν φορμάριζε (τὸν περιζήτητο πᾶντων) - τότε μόλις ποὺ ὑποψιαζόμουν τί ἐσήμαινεν τοῦτο καὶ τὸ ἐθεώρησα ἐντροπή μου νὰ τὸ διασταυρώσω, διὰ τὸ ἄν ἀλήθευε ἤ ὄχι δηλαδὴ...
Κι' ἔτρεχε ὁ Μανώλης, μὲ τὰ κέρματα, στοῦ Πανούση νὰ πιεῖ ξεροσφύρι καὶ νὰ κεράσει, ὥσπου νὰ γυρίσει τύφλα καὶ νὰ τὴν ξαναρημάξει στὸ ξύλο γιατί, λέει, τέλειωσαν τὰ λεφτά. Βαριόταν ἤ θὰ τῆς ἔπεφτε ὁ κῶλος, ἄν κουβαλοῦσε δέκα τενεκέδες ἀκόμα;"Ἕνας ἀδερφὸς τῆς ἀπόμεινε, σιγὰ τὸ πολὺ ποὺ τὴν βάραινε!...Γέρος ἄνθρωπος πιά!..."

Ἔτρεξα κι' εἶπα στὴν μάννα μου, γιὰ τότε λέμε, τὰ τῆς Σερσεροῦς, π' ὥς τότε μοῦ φαινόταν γελοία γυναίκα, καρικατούρα. Καὶ ὁλοάξαφνα ἐννόησα πὼς ἦταν, σὰν κάθε ρημαγμένον, μία δυστυχής.
- Μιὰ φτωχούλα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φουκαριάρα! εἶπε ἡ μάννα μου. Καὶ τὴν ἔχουν γιὰ φτωχοδιαβόλισσα. Σφάξανε τὸ παιδί της μπροστά στὰ μάτια της, τ' ἁρπάξανε
μέσ' ἀπ' τὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ της... Ἤμουν κι' ἐγὼ ἐκεῖ...Ὕστερα, δὲν θυμᾶμαι πῶς ἐκεῖνοι σώθηκαν... Ἐδῶ ἀνταμώσαμε, τὸ '22, τὸν Σεπτέμβρη.

Ὕστερα μὲ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της.
- Κάποτε, εἶχε βάλει στὸ μάτι της τὸν πατέρα σου. Εἶναι καὶ ὄμορφος, π' ἀνάθεμά τονε! Τῆς ἔραψα ἕνα φουστάνι - τὸ θυμᾶσαι ἐκεῖνο μὲ τὰ πουὰ, ποὺ τὄχα πάρει γιὰ μένα καὶ τὸ εἶδες νὰ τὸ φοράει ἐκείνη; Ἔ, τῆς τὸ χάρισα καὶ τῆς εἶπα:" Ἄσε τὸν ἄντρα μου ἥσυχο...χαροκαμμένη εἶμαι κι' ἐγὼ καὶ τὸ ξέρεις. Πάρε αὐτὸ καὶ ὅ,τι λλο θέλεις, ἔ...δὲν θὰ σ' ἀφήσουμε ἔτσι. Φουκαριάρα Σμυρνιὰ εἶσαι κι' ἐλόγου σου. "

Δὲν μπορῶ νὰ πῶ, ποτὲ δὲν άκούστηκε νἄχει πλευρίσει τὸν πατέρα μου.
Εἶχα ὅμως τὴν περιέργεια νὰ πάω τουλάχιστον νὰ τὴν ξαναδῶ.
Ἔξω ἀπὸ τὴν παράγκα της, καθιστὴ σὲ μιὰ πέτρα, χάιδευε τὴ γάτα της, προφανῶς γιὰ νὰ ἡρεμήσει ἡ ἴδια.
- Σμύρνα μου, Σμυρνούλα μου!...Τί' ναι, μωρὴ λωλὴ ψιψίνα, τί θέλεις; Λέγε, μωρὴ λωλή! Ἔ; Ὤχου το! χου τό! χου τό! τῆς ἔλεγε.
- Νὰ τὴ χαϊδέψω; Γραντζουνάει; τὀλμησα καὶ εἶπα.
- Ἔλα! εἶπε ἀφοῦ πρῶτα μὲ κάρφωσε μὲ δυσπιστία καὶ δισταγμό.
Τράβηξε τὴν κουρτίνα τῆς πόρτας της καὶ μπῆκε μέσα. Μοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσα λυγμούς. Ἡ γάτα μὲ βαρέθηκε κι' ἔφυγε πάνω ἀπ' τὸν καμπινὲ καὶ χάθηκε.

Κι' εἶναι σὰν νὰ ζωντάνεψε τώρα ἡ Σερσεροὺ, ἔχοντας χάσει πιὰ καὶ τὸν ἀδελφό της γιὰ πᾶντα. Ἕνα βάσανο λιγώτερο, - ὤ! τί ξανάνιωμα! Ναὶ, σὰν νὰ ξανάνιωσε, ἑξῆντα χρόνια μετά, στὸ σήμερα. Καὶ σὰν νἆναι τώρα κάπου χαμένη σὲ Αἰόλου καὶ Ἁγίου Μάρκου, ἀνάμεσα σὲ γυναῖκες κάθε λογῆς, γυναίκα κι' αὐτὴ τέλος πάντων, κοντὰ σ' ἕναν πιὰ βρωμόγερο πρώην βρωμόπαιδο, ποὺ δὲν πάει πιὰ στὸ Σχολειὸ ἀλλὰ κρυφακούει δυστυχίες στοὺς δρόμους. Καὶ σὰν νὰ πιάνει τ' αὐτί του αὐτά:
- Θεέ μου! θἄλεγες λέει ἡ Σερσεροὺ, δὲν τὸ πιστεύω, τίποτα δὲν κουβάλησα σήμερα, οὔτε ἕναν τενεκὲ νερό! Τί θὰ φάω;
Κλαίει, ἀπευθυνόμενη στὸν ἑαυτό της, σὰν νἆναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὁ θεός της.
- Τί θὰ φάω; Παναγιά μου, τί θὰ φάω;
Καὶ νὰ μπαίνει ὁ χειμώνας, ὁ φονηὰς τῶν φτωχῶν.
Γίνομαι μπαροῦτι: καταραμένοι φτωχοί, ἐσεῖς φταῖτε ποὺ κάποιοι εἶναι πλούσιοι.
Φτωχοί, πεθάνετε ν' ἀναπαυθεῖτε κι' ἀφῆστε μας ἥσυχους. Μπαίνει, λέει, χειμώνας! Ἔ, καί; Τὴν Ἄνοιξη ὁ Ἥλιος θἄχει μπεῖ ἐνέχυρος, μὴν ἐλπίζετε.
[Συνεχίζει ὡς γάτα τσέπης, 10.]
================
Ὄχι, τὸ ξέρω καλὰ, δὲν εἶναι ἡ Σερσεροὺ - καμία σχέση· οὔτε κἄν οἰκογενειακή. 



~~~~
Υ.Γ.
Μόλις τώρα τελείωσε πολύωρη φροντίδα τοῦ κειμένου,
τόση ποὺ νὰ μὴν ἔχει σχέση σχεδὸν μὲ τὴν πρώτη δημοσίευση τὸ μεσημέρι.
Ζητῶ συγγνώμη γιὰ ὅσους τὸ διάβασαν ἤδη.
Π
ντα ἔτσι θὰ κάνω ὅσο γράφω ἀπ' εὐθείας ἐδῶ - ἔχουμε 24 ὧρες διαθέσιμες γιὰ ἐπεξεργασία.
Μοῦ εἶναι παντελῶς ἀδιάφορο πότε θὰ μοῦ...στρίψει ν' ἀλλάξω κάτι σ' αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν κατανόηση.
04.14΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου