Κυριακή 15 Ιουλίου 2018


29 Νοεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 7:29, ἀπὸ τὸν ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗ. 
 
   Ἀπὸ τὸν Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.


γ ά τ α τσέπης, 10. 

Καὶ ἐκεῖ ποὺ ρωτᾶνε ἄν μᾶς ἀρέσουν ἀκόμα, ὅπως ἄλλοτε ἄρεσαν, οἱ ἀφρᾶτες γυναῖκες, ἀπαντῶ:
- Ποτὲ δὲν θἄθελα μιὰ Μαντὰμ ντὲ Κοκκάλ
ἀλλὰ ἆλλο τόσο καὶ μιά “... Μαμζὲλ Ἀφρατέζ!...”
ποὺ ἀσφαλῶς θὰ τὴν πείραζα χαριτωμένα ὥσπου νὰ χάσει μερικὰ κιλο(μὲτρ) ντὲ περιφερί.
Λὲ μπωκοὺ ντὲ κρεὰτ μοῦ φέρνουν μιὰν ἀναγγοὺλ ντὲ περιφρονίζ·
ἀλλ' ἀντιθέτως λ' εὐλυγισὶ σωματὶκ μὲ πιασιματὰ ὑψηλῆς αἰστετὶκ
εἶναι κάτι ἰντεὰλ ντὲ σπανιοζιτέ. ΑΥΤΟ θέλω!
Κι' ἔπειτα ἔχοντας τὴν αἴσθηση πὼς ἀπάντησα σοφὰ ὅσο κανεὶς ἆλλος στὸν κόσμο, ντύθηκα καὶ βγῆκα. Μιὰ κουβέντα εἶναι τὸ "ντύθηκα"· θέλει ἐνίσχυση: ντύθηκα ἄψογα! Ἀλλὰ καὶ τὸ "ντύθηκα ἄψογα" θέλει ἐπεξήγηση: ἀφήνω τὰ γόνατα στὸ παντελόνι ἐλαφρῶς μπουρδουκλὲ κι' ἀσιδέρωτα μὴν λένε πὼς πάω, πρωὶ-πρωὶ, γιὰ γαμπρός· ὅ,τι ἴσα-ἴσα δὲν ἰσχύει οὔτε ἀκριβῶς σὲ στιγμὲς παραισθήσεών μου, ποὺ, δυστυχῶς, ὑποθέτω ὅτι κι' αὐτὲς τὶς ἔχω στερηθεῖ τελευταῖα. Ἔλα τώρα! Τί μπορεῖ νὰ χρειάζονται σ' ἕναν πέρα γιὰ πέρα κλινοσοφιστήν;
Πάντως, πρὶν ἀνοίξω τὸ παλτὼ (καὶ φανοῦν τὰ ἀδιοράτως ἀσιδέρωτα γόνατα) ἤμουν ὁλόιδιος ὁ "Μικρὸς γηραιὸς Πρίγκηπας" τοῦ Σαὶν'τ_Ἐξυπηρέτησή Μου!

Ὄχι, δὲν θέλω νὰ ἀρέσω, καθιστὸς στὸ ψηλὸ ἐσκαμπώ, τρώγοντας τὴν τυρόπιτά μου, παρὰ μόνον σὲ ὅποια γυναίκα θἄθελε, ὑπ' εὐθύνει της, νὰ καλύψει κάποιες ἀτέλειές μου - ἄν ὑπάρχουν, γιατί ἐδῶ τίθεται πρόβλημα!
Νὰ τὴν νιώσω νὰ λέει ἀπὸ μέσα της (ὁπότε καὶ ὅλα χαλάλι της):
- Ἄχ, ἐσεῖς οἱ ἄντρες! Μπὰμ κάνετε ὅταν σᾶς λείπει ἡ γυναίκα!...
Ὕστερα νὰ τὸ ξεχάσει γιατὶ θ' ἀρχίσω νὰ τῆς μιλάω. Ποτὲ δὲν ἔχω πεῖ σὲ γυναίκα λόγια ποὺ θὰ μποροῦσε ἆλλος ἄντρας νὰ τῆς πεῖ. Δὲν τὸ καυχιέμαι. ῎Ετσι βγαίνει ἀπὸ μέσα μου, ἀβίαστα· κάτι ἀλλοιώτικο καὶ ἀξέχαστο. Στὰ γεράματά της νἄχει νὰ θυμᾶται μὲ ἀμετάκλητη νοσταλγία:
- Κάποτε, θἄπρεπε νὰ ἤμουν ὡραία. Νὰ σκεφτεῖς κάποιος, ὄχι τυχαῖος, μοῦ εἶπε αὐτὸ: τσάφ! τσούφ! - ὅ,τι πιὸ ὄμορφο ἔχω ἀκούσει ἀπὸ χείλη ἀντρικά! Ἄχ, νειᾶτα, νειᾶτα!...
Ἐννοεῖται πὼς τὰ σάλια μου δὲν τρέξανε ποτὲ γιὰ καμιὰ γυναίκα· μὴν πῶ οὔτε καὶ... γιὰ γάτα! Νηστικὸ μάτι, λαίμαργο, ποὺ λένε, δὲν κολλάει σὲ μοῦτρο κλινοσοφιστοῦ.
Προσέχω, τώρα τὶς δυὸ γυναῖκες ποὺ πᾶνε κι' ἔρχονται - τὴ δουλειά τους κάνουν - ἐκεῖ πλησίον. Ἡ μία μοῦ φέρνει τὸν καφέ:
- Πῶς εἶστε;
- Ὑπάρχει περίπτωση νὰ εἶμαι ἀλλοιῶς; Ὅταν βλέπω τόσο νέα γιαγιά;
Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν τῆς φαίνεται νἄχει κι' ἐγγόνι· γιὰ μεγάλη κοπέλλα τὴν ἔκανα πᾶντα. Τὸ ὅτι κολακεύεται νὰ τῆς τὸ λέω ὅμως, ἔ, αὐτὸ κάνει μπάμ! Μὴν πῶ καὶ μπούμ!
Ἡ ἄλλη; Βρίσκεται στὸ ἀντικρυνὸ μαγαζί, μὲ τὰ βαπτιστικά. Κρίνω πὼς δὲν τῆς πᾶνε οἱ μπότες ποὺ φοράει· ἀλλὰ μ' ἀρέσει τὸ τετραπέρατο της καθὼς καὶ τὸ ἀθῶο βλέμμα της!
Δὲν βρίσκεις εὔκολα τέτοιο μάτι: πονηρὸ καὶ τίμιο μαζύ. Μὲ μιὰ λέξη: περπατημένο. Δὲν ἔχω μιλήσει ποτὲ μαζύ της, ἁπλῶς ἐκείνη εἶναι ἐκτεθιμένη - μὲ τὶς ὁλάνοιχτες πόρτες τοῦ βαφτιστικάδικου - μπροστὰ στὰ ἐγχειρίδια μάτια μου καὶ σίγουρα θἄχει καταλάβει πὼς ὅλα τὰ βλέπω, ὅλα τὰ σφάζω, τίποτα δὲν μοῦ ξεφεύγει, σὰν ἀκτινολόγος· ἆλλο τόσο ἀκτινολογικὰ κι' ἀκτινογραφικὰ ἔχω πιάσσει καὶ τὸ δικό της μάτι νὰ πέφτει ἐπάνω μου ἀλλὰ δὲν θὰ τῆς τὸ ὁμολογήσω γιατί μπορεῖ καὶ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ. Ἄς τὸ...διαβάσει ἐδῶ. Νὰ τῆς ἔρθει κόλπος. Κι' ἄν μοῦ ζητήσει τὰ ρέστα, θὰ τῆς πῶ:
- Ὅ γέγραπται γέγραπται, τώρα πάει πιὰ· καὶ οὐ ξεγέγραπται!...
Μετά, θὰ τῆς δώσω, δωρεάν, μιὰν πλήρη διάλεξη μὲ θέμα: Ἡ ἀξία τοῦ νὰ βλέπεις τὴν ζωὴ τέτοια ὅπως εἶναι ὥσπου νὰ πάψεις νὰ τὴν βλέπεις καὶ νὰ σὲ βλέπει.Ἤ: πῶς "νὰ εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, ὅλοι οἱ λλοι ρόλοι εἶναι πιασμένοι", Ὄσκαρ Οὐάιλντ.

Γάτα ὅμως τόσην ὥρα δὲν βλέπω πουθενά. Ἔ, ὄχι, δὲν εἴπαμε δὰ κι' ἔτσι! Δηλαδὴ, ἄν πάω στὴν Αἰόλου, πλάι στὴν Χρυσοσπηλιώτισσα, ἐκεῖ ποὺ μὲ λαμαρίνες ἔχουνε περιφράξει κάτι σὰν οίκοδομή, σκύψω στὰ κενά, χαμηλά, κι' ἀρχίσω ἀλὰ Παβαρότι νὰ ὠρύομαι:
- Ψὶ ψίνα ἔ μόμπιλε...
...θ' ἀξιωθῶ νὰ δῶ γνώριμα κεφαλάκια, πανέξυπνα ματάκια, αὐτάκια σὰν χωνάκια γιὰ σταφιδοῦλες καὶ στραγαλάκια, κι' ὅλα, πᾶντα, μὲ κάτασπρα μουστάκια, ἀλλοιῶς θὰ μείνω νὰ κοιτάζω γυναῖκες νὰ περνοῦν, νὰ μὴν ψωνίζουν (μά, ποῦ τὰ πᾶνε τὰ λεφτά τους; δὲν ἔχουν;) καὶ νὰ βαριέμαι; Ἀνέκαθεν, ὅ,τι δὲν εἶναι ζωντανό, τὸ βαριόμουνα, μὴν πῶ τὸ σιχτίριζα! Βρέ! Σ' ἕναν τέτοιο δρόμο, γιὰ νὰ περνοῦν τόσα καὶ τόσα θηλυκά, πᾶ νὰ πεῖ: ζῶνες θέλουν, φερμουὰρ ψάχνουν, κλωστὲς ἀγοράζουν, κεντήματα διαλέγουν, φιλενάδες συναντοῦν νὰ πάρουν ἰδέες ἀπὸ τὶς βιτρίνες, νὰ πιοῦν κι' ἕναν καφὲ κάπου, νὰ τὰ ποῦν...Ὅταν οἱ γυναῖκες δὲν ψωνίζουν, αὐτὸ σημαίνει, μὴ σοῦ πῶ πάλι πᾶ νὰ πεῖ: πὼς ἔχουμε πένθος.
Δὲν ξέρω τί πενθοῦμε ἀλλὰ ὅλες οἱ τσέπες χάσκουν σὰν τάφοι ἀνοιχτοὶ κι' ἐμεῖς μόνο ποὺ δὲν πέφτουμε μέσα. Χωρὶς ἐμπόριο, λιποθυμᾶ κι' ἡ ποίηση, μαραίνονται τὰ λουλούδια, κιτρινίζουν τὰ κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
Τί ἄσχημος ποὺ εἶναι ὁ θάνατος ὅταν κυκλοφορεῖ ἀδέκαρος!
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ χειρότερα.
Ναὶ καὶ μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου· γιατί ξεκίνησα νὰ γράψω γιά: τὴ σημασία τοῦ νὰ σοῦ λείπει, ἀπὸ τὴν ζωή σου, ἕνα φιλί. Εἶχα τόσα ἕτοιμα φιλιὰ καὶ λόγια, στὴ φαρέτρα μου, γι' αὐτὴν τὴν κλινοσοφιστεία, ναί, στὸ μυαλό μου, μὴν πῶ καὶ στὴν καρδιά μου πρωτύτερα· ποὺ ὅμως ὅλα χάθηκαν· κάποιος μοῦ τἄκλεψε καὶ μὲ ἄφησε νὰ γράφω σκέτα γιὰ...τί; Γιὰ γυναῖκες ποὺ περνοῦν καὶ φεύγουν, γιὰ γάτες ποὺ κρύβονται τρομαγμένες καὶ γιὰ κουμπότρυπες θανάτου.
Χάθηκε, θεέ μου, ἕνα φιλί;
[Συνεχίζει ὡς γάτα τσέπης, 11.]
~~~~~~
- Ἕνα τσαγάκι, νὰ ζεσταθεῖς, Κλινό μου;...
Κάπου, Κάπως, πᾶντα ὁ Ἔρωτας.
Κλινό,  ὡραῖος ὀλέθριος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου