Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

.... Ἀντρὲ Ζίντ:.... Τὸ 13ο δέντρο. 
..
... ..... ..... André Gide: Le Treizième Arbre, 1935. 
(Théâtre complet V).
~~~~
* Ἀστεϊσμὸς σὲ μία Πράξη.
Μετάφραση: Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~~ Ὅλες οἱ μεταφράσεις μου, αὐτονόητα, εἶναι ἀφιερωμένες στὴν ἰδέα τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας κατὰ κύριον λόγον.
Καὶ στὸ Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο, IFA, ὅπως τὸ ἀγάπησα καὶ στοὺς κ.κ.
 καὶ στὶς κ.κ. Βιβλιοθηκαρίους τῆς Βιβλιοθήκης Octave Merlier, 
παντοτινὰ εὐγνώμων.

1η μετάδοση, τὸ Θέατρο στὸ Ραδιόφωνο, Ε.Ρα.1 .... στὶς 11.5.1994.
Διανομή:
Ἡ Κόμισσα........................................Μαρία Κατσανδρῆ,
Ὁ Ὑποκόμης, γυιός της........................ Δημήτρης Παλαιοχωρίτης,
Ἀρμάνδος, ἀνηψιός της........................Χρῆστος Στέργιογλου,
Ὁ Φιλόλογος.......................................Ρῆγας Ἀξελλ
ός,
Ὁ Δόκτωρ Ψυχαναλυτ
ής........................Κώστας Μπερικόπουλος,
Ὁ Ἐφημέριος........................................Γιάννης Ροζάκης,
Μποκ
άζ, φύλακας.................................Δημήτρης Παλαιοχωρίτης,
Ὑπηρέτης............................................Σοφία Λιάκου,
Ἀγγλίδα γκουβερνάντα..........................Σοφία Λιάκου.
~~~~
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. * * * Μουσικὴ ἐπιμέλεια: Ἄλκης Παπαδόπουλος.
~~~~

Σκηνὴ 1η.
Πολὺ κομψὸ σαλόνι σὲ πύργο. Ἀριστερά, τζαμαρία ἀπ' ὅπου φαίνονται τὰ δέντρα ἑνὸς πάρκου. Στὸ βάθος, πόρτα τῆς τραπεζαρίας ποὺ αὐτὴν τὴν στιγμὴ ὁ Ὑποκόμης τὴν ξανακλείνει· καταλαβαίνουμε πὼς μόλις παράτησε τὴν παρέα του ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὸν ἐπαναφέρουν καὶ ἀκριβῶς σ' αὐτοὺς ἀπαντᾶ.
Ὑποκόμης: Ἀδύνατον... Μά, θὰ ξανάρθω σὲ μιὰν ὥρα. (Πίνει βιαστικὰ ἕνα λικέρ).
Ἐφημέριος: (Βγαίνοντας ὁρμητικά). Δυὸ λόγια μοναχά, κύριε Ὑποκόμη. Εἶναι τόσο δύσκολο πιὰ νὰ σᾶς δῶ... Νά, ἁπλῶς, θἄθελα νὰ σᾶς ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ γιὰ τοὺς δυὸ καλεσμένους
τοῦ ἐξαδέλφου σας., τοῦ κυρίου Ἀρμάνδου. Ἡ κυρία μητέρα σας, ἄ! εἶναι ἡ εὐγένεια προσωποποιημένη. Μὰ ἐσεῖς σχεδὸν ποτὲ δὲν εἴσαστε ἐδῶ καὶ φοβᾶμαι πὼς δὲν ἀντιλαμβάνεσθε τὴν καταστροφὴ ποὺ φέρνουν οἱ κουβέντες τῶν ἐν λόγῳ δύο κυρίων. Μᾶς φέρνουν πνεῦμα ἀπιστίας, ἀναρχίας. Δηλητηριάζουνε σιγὰ-σιγὰ τὸ εἶναι τῆς ἐξαιρετικῆς μητέρας σας.
Ὑποκόμης: Ἐγὼ δὲν ἄκουσα νὰ ποῦν, σ' ὁλόκληρο τὸ γεῦμα, τίποτα ἰδιαίτερα ἀνατρεπτικό.
Ἐφημέριος: Ὤ, μπροστά σας, εἶναι προσεκτικοί. Τὸ ξέρουν, ἐσεῖς δὲν θ' ἀφήσετε νὰ περάσουν ἔτσι, χωρὶς νὰ τὰ χτυπήσετε, λόγια ἀσεβὴ γιὰ τὴν πίστιν μας καὶ τὶς καθὼς πρέπει ἀλήθειες. Ὡστόσο...
Ὑποκόμης: Κύριε ἐφημέριε, ἔχετε ἀναλάβει τὸ βάρος τῶν ψυχῶν μας. Κι' αἰσθάνομαι εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν μέριμνά σας. Μά, στ' ἀλήθεια, ὑπάρχει λόγος ν' ἀνησυχοῦμε; Ἀνέκαθεν ἡ μητέρα μου ἔδειχνε σταθερότητα πνεύματος. Κατὰ τὴ γνώμη μου, ἔχει, νά, μιὰ κάπως πολλὴ περιέργεια γιὰ τοὺς νεωτερισμούς. Κατὰ τὰ ἆλλα, πᾶντα τὴν θεωροῦσα μοναδικὸ παράδειγμά μου. Συγγνώμη ποὺ σᾶς ἀφήνω. Μὲ περιμένουν. Συνεχῖστε μὲ τὴν ἡσυχία σας τὸ γεῦμα σας. Δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω πὼς θὰ μιλήσουν μπροστά σας πιὸ ἐλεύθερα ἀπ' ὅσο μπροστά μου.
Ἐφημέριος: Ἀλλοίμονο! Δὲν εἶμαι πᾶντα παρών.
Ὑποκόμης: Ἐν πάσει περιπτώσει, σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ εἴπατε.
Ἐφημέριος: Τὸ θεώρησα καθῆκον μου νὰ σᾶς προειδοποιήσω. (Ὁ Ἐφημέριος ἐπιστρέφει στὴν τραπεζαρία. ὁ Ὑπηρέτης φέρνει τὸν καφέ).
Ὑπηρέτης: Δὲν θὰ πάρει ὁ κύριος Ὑποκόμης τὸν καφέ του;
Ὑποκόμης: Ὄχι, δὲν προλαβαίνω. ( Κοιτάζει μήπως τὸν βλέπει ὁ Ἐφημέριος καί, σὰν ἐνθουσιασμένος, πίνει δεύτερο λικέρ, ὕστερα βγαίνει.
Ἡ σκηνὴ μένει γιὰ λίγο ἄδεια).


Σκηνὴ 2η.
Κόμισσα: Ἀλήθεια, δές, κάνει σχεδὸν καλὸ καιρό... Μίς, μπορεῖτε νὰ βγάλετε τὰ παιδιὰ περίπατο. Ἐπωφεληθεῖτε τώρα ποὺ αἰθριάζει. Κασιμίρ! Σοφί! Κᾶντε γρήγορα, πρὶν ξαναπιάσει ἡ βροχή... Τὶς γαλότσες σας μὴν ξεχάσετε, ἔχει λᾶσπες. Φτωχέ μου Ἀρμάνδε, ἀληθινὰ, δὲν ἔχετε τύχη. Τόσες μέρες εἴσαστε 'δῶ καὶ μόνο τρία κουνέλια σκοτώσατε. Ἀφῆστε ποὺ τέσσερις μέρες οὔτε κἄν βγήκατε ἀπὸ τὸ πάρκο.
Φιλόλογος: Ὁ Δίας ἐναντίον μας μαίνεται.
Ἀρμάνδος: Δὲν τὸ βρίσκετε λιγάκι ἀναχρονιστικόν, φίλτατέ μας, νὰ ἀναφέρεσθε στὸν Δία γιὰ νὰ πεῖτε πὼς δέκα μέρες βρέχει ἀσταμάτητα; Καλά, εἴπαμε, τὸ ἐπάγγελμά σας εἶναι νὰ ἀσχολεῖσθε μὲ τὴν ἀρχαιότητα, μά, ὅταν βρίσκεσθε σὲ φιλικὸ περιβᾶλλον, θὰ ἔπρεπε ν' ἀφήνατε στὴν ἰματιοθήκη σας καὶ τοὺς ἀρχαίους καὶ τὴν μυθολογία τους.
Κόμισσα: (Στὸν Ἀρμάνδο). Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ φαντάζεσαι πὼς πλήττω ἀκούγοντας τὸν κ. Λαβινιὲτ νὰ μιλᾶ γιὰ τὶς μελέτες του! Χτὲς μοῦ ἔκανε ἕνα μαθηματάκι περὶ ἑλληνικῆς θρησκείας κι' ἔμαθα πράματα ἄκρως ἐνδιαφέροντα.
Ἀρμάνδος: Δὲν εἶναι δυνατόν!
Φιλόλογος: Ἄ! Εἶμαι εὐτυχής, κυρία Κόμησσα, ποὺ δὲν συμμερίζεσθε τὴν γνώμη τοῦ σκαιοῦ ἀνηψιοῦ σας καὶ φίλου μου.
Κόμισσα: Ὁ Ἀρμάνδος δὲν μπόρεσε νὰ ἐνδιαφερθεῖ ποτὲ γιὰ τίποτα.
Ἀρμάνδος: Ἐλᾶτε, θεία μου! Πεῖτε καὶ πὼς... "βαριέμαι τόσο ποὺ ζῶ".
Κόμισσα: Ἀσφαλῶς. Δὲς τὸν κ. Λαβινιέτ, τὸ μυαλό του εἶναι διαρκῶς ἀπασχολημένο.
Φιλόλογος: Καὶ τὸ δικό σας, κυρία Κόμισσα!
Ἀρμάνδος: Θείτσα μου, οὔτε ἐφημερίδα δὲν διαβάζετε ἐσεῖς.

Κόμισσα: Γιατί ὅλο λένε γιὰ δυστυχίες. Ἐγὼ θἄθελα μιὰ πού, ἀντιθέτως, νἄλεγε γιὰ εὐτυχὴ γεγονότα.
Ἀρμάνδος: Ἐπὶ παραδείγματι;
Κόμισσα: Ἔ, ποῦ νὰ ξέρω; Γεννήσεις, γάμους... Εἶμαι βέβαιη θὰ εἶχε ἕνα σωρὸ συνδρομητές. Καλλίτερα νὰ μὴν γνωρίζουμε τὶς δυστυχίες ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ τὶς ἐπανορθώσουμε.
Ἀρμάνδος: Θεία μου ἀγαπημένη, εἴσαστε ἀσύγκριτη! Καὶ τί δὲν θἄκανε κανεὶς γιὰ σᾶς!...
Κόμισσα: Ἔ, λοιπόν, τρέχα πὲς στοὺς κυρίους νὰ σπεύσουν, ὁ καφὲς θὰ κρυώσει.
Φιλόλογος: Φοβοῦνται μὴν σᾶς ἐνοχλεῖ ὁ καπνός.
Ἀρμάνδος: Μ' ἆλλα λόγια, ὁ κ. Ἐφημέριος δὲν τολμᾶ νὰ καπνίσει παρουσίᾳ σας τὸ τσιγαράκι του.
Κόμισσα: Δὲν μὲ σκανδαλίζουν τόσο μηδαμινὰ πράγματα, στὴν ἡλικία μου! (Ὁ Ἀρμάνδος βγαίνει). Κατὰ βάθος εἶναι θαυμάσιο παιδί. Μά, πῶς γίνεται καὶ σεῖς δὲν ἔχετε πάνω του καμιὰν ἐπιρροή;
Φιλόλογος: Καὶ ὁ δόκτωρ, δὲν ἔχει περισσότερη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ὁ Ἀρμάνδος δὲν συναίνεσε ποτὲ νὰ ψυχαναλυθεῖ.
Κόμισσα: Ἄχ! Ὕψιστε! Οὔτ' ἐγώ! Θὰ μὲ κυρίευε μεγάλος φόβος νὰ ἀνακαλύψω μέσα μου πλῆθος ἄσχημα πράματα. Προτιμῶ νὰ τὰ ἀγνοῶ. Ἡ συνομιλία μὲ τὸν δόκτωρα μοῦ εἶναι ἀρκετή. Εἶναι διδακτική. Σὰν τὴν δική σας, ἀγαπητὲ κύριε.
Φιλόλογος: Ὥστε δὲν μᾶς θεωρεῖτε, οὔτε τὸν ἕναν οὔτε τὸν ἆλλο, πολὺ ἀδιακρίτους ποὺ ἐπωφελούμεθα ἔτσι τῆς εὐγενικῆς φιλοξενίας σας!
Κόμησσα: Ἀστειεύεσθε! Λατρεύω τὴ μόρφωση κι' ἀπεναντίας εὐγνώμων σᾶς εἶμαι ἐγώ, ποὺ δέχεσθε καὶ χάνετε τὸν καιρό σας κάτω ἀπὸ τὴν στέγη μου. (Μπαίνουν ὁ Ἐφημέριος, ὁ δόκτωρ Ψυχαναλυτὴς καὶ ὁ Ἀρμάνδος).

Σκηνὴ 3η.
Κόμισσα: Κύριε ἐφημέριε, δὲν θὰ μὲ κάνετε νὰ πιστέψω πὼς προλάβατε καὶ καπνίσατε τὸ τσιγάρο σας. Γρήγορα, ἀνᾶψτε ἆλλο...ποὺ θὰ σᾶς τὸ προσφέρω ἐγώ.
Ἐφημέριος: Βλέπω, ὁ κ. Ἀρμάνδος μὲ πρόδωσε.
Δόκτωρ: Πάει νὰ πεῖ, κυρία, πὼς καπνίζετε κι' ἐσεῖς;
Κόμισσα: Δὲν εἶναι τῆς ἐποχῆς μου. (Τείνοντας ἕνα ἄδειο φλυτζάνι πρὸς τὸν Ἐφημέριο). Ζάχαρη, ἕνα;...δύο;
Ἐφημέριος: Τρία, ἄν ἐπιτρέπετε. Καὶ μόλις λίγο καφέ, ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ βρέξω τὴ ζάχαρη.
Ἀρμάνδος: Κι' ἀμέσως μετά, δεύτερο φλυτζάντι.
Ἐφημέριος: Τὸ παραδέχομαι, εἶμαι κομματάκι λαίμαργος. Εἶναι ἐλάττωμα.
Κόμισσα: Ποὺ δὲν βλάπτει κανέναν, κ. Ἐφημέριε.
Ἐφημέριος: Ὤ! κυρία κόμησσα, ὅμως μπορεῖ νὰ σὲ φέρει μακρυά... Ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἐλαττώματα ὅταν ἐγκαταλείπεσαι σ' αὐτά.
Ἀρμάνδος: Ὁ ἐξαίρετός μας δόκτωρ θὰ σᾶς πεῖ πὼς εἶναι σαφῶς πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνο νὰ τὰ ἀπωθεῖς.
Ἐφημέριος: Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δίκηο νὰ θεωρεῖ τὴν λαιμαργία βασικὸ ἁμάρτημα. Εἶναι ἕνα ἔνστικτο...
Φιλόλογος: Μακάριοι, πᾶτερ μου, ὅσοι δὲν ἔχουν χειρότερα ἔνστικτα νὰ ἱκανοποιήσουν ἤ νὰ δαμάσουν.
Ἀρμάνδος: Φαίνεται... - ἔτσι δὲν εἶναι, δόκτωρ; - ὁ καθένας μας κουβαλάει μέσα του πλῆθος κακὰ ἔνστικτα χωρὶς νὰ τὸ ξέρει.
Δόκτωρ: Μὴν παίρνετε, λοιπὸν, φίλτατέ μου, στὴν θέση μου τὸν λόγο. Καὶ μὴν ἀστειεύεσθε μὲ πράγματα σοβαρὰ καὶ σπουδαῖα. Κατακρίνουν συνεχῶς τὴν ψυχανάλυση ὅτι ἀνακαλεῖ εἰς τὴν μνήμην καὶ προκαλεῖ τέρατα, τὰ ὁποῖα, δίχως τὴν ψυχανάλυση, λένε, δὲν θὰ ὑπῆρχαν. Ὁ ρόλος ὁ δικός μας δὲν εἶναι καθόλου νὰ παράγουμε τὰ τέρατα αὐτὰ ἀλλά, ἀντιθέτως, νὰ τὰ ἀναστέλλουμε. Γιατί, τὸ ὅτι ὑπάρχουν λίγο-πολὺ στὸν καθένα μας, εἶναι γεγονός.
Ἀρμάνδος: Ἄχ, θεία μου... συγχωρέστε με... ἀλλὰ καὶ τί δὲν θἄδινα νὰ μάθαινα τὰ δικά σας! Σίγουρα θὰ εἶναι τόσο τρυφερούλια, τόσο λεπτεπίλεπτα...
Κόμισσα: Τὰ τέρατά μου; Χά!... Ἐλπίζω νὰ μὴν...
Δόκτωρ: Ἄ, κυρία κόμησσα... περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, γνωρίζομεν μόνον τὴν ἐπιφάνειαν. Καὶ ἀκριβῶς, ἡ Ψυχανάλυσις καταγίνεται μὲ τὸ ὑπόβαθρον.
Κόμισσα: Κύριε ἐφημέριε, θέλω νὰ μὲ καθησυχάσετε. Πεῖτε μου ἀμέσως τώρα, πὼς ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρίνει ὑπεύθυνους γιὰ τὸ ὑπόβαθρό μας!
Ἐφημέριος: Ἔμ, κυρία μου, αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος ποὺ θεωρῶ πολὺ ἐπικίνδυνον τὸ νὰ φέρνει κανεὶς στὸ φῶς τέρατα ἐπαναπαυμένα σ' αὐτὸ ποὺ τόσον ἁβρὰ ὁ κ. Στὺξ τὸ ἀποκαλεῖ ὑπόβαθρόν μας. Ἐγὼ θὰ τὸ ἔλεγα κόλασίν μας.
Φιλόλογος: Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τί σκέπτεσθε κατὰ βάθος; Νά, εἰς τὸ ὑπόβαθρόν μας κείτονται, ὄχι πολὺ καλὰ θαμμένοι, οἱ θεοὶ τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ὁ Ἀρμάνδος, κάπως ἐπιπολαίως, τοὺς ἐχλεύαζε πρὶν λίγο. Καὶ ἀκριβῶς, ὅπως καὶ εἰς τὴν ἀρχαίαν τραγωδίαν, οἱ θεοὶ ἐκδικοῦνται ποὺ τοὺς παραμελοῦμε πότε-πότε.
Ἐφημέριος: Τοὺς ψευτοθεοὺς ποὺ λέτε, ἡ χριστιανικὴ θρησκεία τοὺς ἀποκαλεῖ ἁπλούστερα: δυνάμεις τῆς φύσεως ἤ ἀλλοιῶς ἔνστικτα. Προφανῶς, δὲν τὰ ἔχουμε κατανικήσει. Ὡστόσο, ἀντὶ νὰ τοὺς ὑποτασσώμεθα, κυριαρχοῦμεν ἐπ' αὐτῶν.
Δόκτωρ: Ἄκου, κυριαρχοῦμε! Κύριε ἐφημέριε, οἱ Ἕλληνες ἐνεργοῦσαν καθ' ὑπαγόρευσιν τῶν παθῶν τους. Ἐμεῖς, σήμερα, ἀπωθοῦμε τὰ πάθη μας. Εὐλαβούμενοι οἱ Ἕλληνες ἐνδίδανε στοὺς θεούς τους.
Ἐφημέριος: Καὶ μετ' εὐλαβείας, σήμερα, ἀντιστεκόμεθα εἰς αὐτούς.
Δόκτωρ: Πρὸς ζημίαν μας, κύριε ἐφημέριε..., ἐπιτρέψετέ μου νὰ τὸ πῶ. Πρὸς ζημίαν μας.
Κόμισσα: Ἀγαπητὲ κύριε, δὲν θὰ τολμήσετε ὅμως νὰ ὑποστηρίξετε καὶ πὼς ἡ κοινωνία μας βγάζει ἀκόμα Ὀρέστηδες καὶ Οἰδίποδες.
Φιλόλογος: Στὶς μέρες μας, οἱ Οἰδίποδες δὲν εἶναι ἴσως λιγώτεροι ἀπὸ ἄλλοτε. Ἡ αἱμομιξία, λόγου χάριν, εἶναι πολὺ σύνηθες φαινόμενον εἰς τὴν ἐπαρχία.
Κόμισσα: Σᾶς βεβαιῶ, δόκτωρ, ὅτι...
Δόκτωρ: Καὶ στὰ κατώτερα στρώματα τῶν μεγαλουπόλεων. Ὁ κύριος ἐφημέριος, γνωρίζοντας, διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, τὰ μυστικὰ τῶν οἰκογενειῶν, θὰ σᾶς πεῖ...
Ἐφημέριος: Ἐπιτρέψτε μου... ἐπιτρέψτε μου... νὰ μὴν πῶ τίποτα!
Δόκτωρ: Ἐντούτοις, συνήθως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Οἰδίπους δὲν παντρεύεται τὴν μητέρα του. Τοῦ φτάνει νὰ τὴν ὀρέγεται.
Κόμισσα: Δόκτωρ, καταχρᾶσθε τῆς ἀπουσίας τοῦ γυιοῦ μου...
Δόκτωρ: Συγγνώμη, κυρία κόμησσα... Λέω ὀρέγεται...καὶ Θεὸς φυλάξοι ἄν ἐννοῶ τὸν κύριο ὑποκόμη. Μά, ἡ Ψυχανάλυσις μᾶς διδάσκει πώς, δίχως νὰ τὸ ξέρουν, ὑπάρχουν πληθώρα Ὀρέστηδων, Οἰδιπόδων, Φαῖδρες, ἀκόμα καὶ Πασιφάες, ποὺ ἀγνοοῦν ὁ ἕνας τὸν ἆλλο. Τὸ δράμα, τὴν παρούσαν ἡμέραν, δὲν παίζεται πλέον στὴν σκηνὴ τοῦ κόσμου ἤ τοῦ θεάτρου ἀλλὰ μέσα σὲ ἄγνωστα βάθη.
Κόμισσα: Δὲν τ' ἀφήνετε ἥσυχα τὰ βάθη τώρα; Σιχαίνομαι νὰ νοιάζομαι γιὰ ὅ,τι δὲν μὲ νοιάζει.
Δόκτωρ: Ὤ, ἐπιτρέψετέ μου, κυρία κόμησσα ...ὅλα θὰ πηγαῖναν πρίμα ἄν τὰ ἐν λόγῳ βάθη δέχονταν νὰ καθήσουν ἥσυχα. Μά, ὅ,τι ὑπάρχει ἄγνωστο σ' αὐτά, αὐτὸ μᾶς βασανίζει. Καὶ τὰ τέ-
ρατα ποὺ σφαδάζουν ἐκεῖ μέσα, μὴν τύχει καὶ πάρουν μορφὴ ἁμαρτίας, δὲν παύουν νὰ ξεμυτίζουν στὸν ἀέρα... Γελᾶτε, κύριε ἐφημέριε;
Ἀρμάνδος: Ὁ κύριος ἐφημέριος σκέφτεται πὼς ἄν ἦταν ν' ἀσχολεῖται στὸ ἐξομολογητήριό του καὶ μὲ τὰ κάθε λογῆς ξεμυτίσματα, δὲν θἆχε τελειωμό.
Ἐφημέριος: Ὁ κύριος ἐφημέριος δὲν σκέφτεται τίποτα. Ἀρκετὰ βασανίζεται μὲ τὶς πραγματικὲς δυστυχίες. Νὰ τοῦ λείπουν οἱ φανταστικὲς καὶ οἱ μωρολογίες σας. Μὲ λιγώτερους ἀργόσχολους θὰ εἴχαμε καὶ λιγώτερους ψυχασθενεῖς.
Δόκτωρ: Ἄ, ἐπιτρέψτε μου, πάτερ...
Ἐφημέριος: Κυρία κόμησσα, σᾶς εἶχα προειδοποιήσει, δὲν ἔχω καιρὸ γιὰ χάσιμο. Μὲ τὴν ἄδειάν σας, σᾶς χαιρετῶ κι' ἀφήνω καὶ τοὺς κυρίους στὶς ἀναδιφήσεις τους. (Ὁ Ἐφημέριος βγαίνει. Ἡ Κόμισσα τὸν συνοδεύει).
Ἀρμάνδος: Τοῦ κακοφάνηκε.
Δόκτωρ: Δὲν εἶπα δὰ καὶ τίποτα.
Φιλόλογος: Ἐλᾶτε τώρα, ὄχι καὶ τίποτα. Ὀφείλατε ἐντούτοις νὰ καταλάβετε πὼς τὸν ἀνταγωνίζεσθε. Ἄμ, ὁ ἆλλος, ποὺ δὲν χάνει εὐκαιρία νὰ τὸν τσιγκλάει μὲ τὰ ἐξομολογητήρια. Ἐγὼ τὸ θεωρῶ ἀδεξιότητα.
Ἀρμάνδος: Ἀδεξιότητα; Κάθε ἆλλο! Ἐγώ...
Φιλόλογος: Ἔλλειψη τὰκτ, ἄν προτιμᾶτε. (Ἡ Κόμισσα ἐπιστρέφει). Θύμωσε;
Κόμισσα: Ὁ κακόμοιρος ὁ ἐφημέριος εἶναι ἐξαίρετος ἄνθρωπος... Εὶλικρινά, λυπᾶμαι γιὰ τὴν τροπὴ ποὺ πῆρε ἡ συζήτηση. Ἔφυγε τρέχοντας σχεδόν, οὔτε τὶς γαλότσες του δὲν φόρεσε. Ὅμως, τώρα ποὺ λείπει, σᾶς παρακαλῶ, δόκτωρ, πεῖτε μας λιγάκι γιὰ κεῖνο πού τόσο πνευματωδῶς ὀνομάσατε ξεμύτισμα φρικτῶν τεράτων.
Δόκτωρ: Ἁπλῶς, ἤθελα νὰ πῶ, κυρία κόμησσα, τὰ ἔνστικτα ἐκεῖνα ποὺ ἄλλοτε μᾶς ὠθοῦσαν στὴν ἁμαρτία, λίγο-πολὺ δαμασμένα, καταπιεσμένα, ἐξακολουθοῦν νὰ ἐκδηλώνονται ἐν εἴδει τόσων παραξενιῶν, τίκ, παραλόγων μικροεξωτερικεύσεων, χωρὶς μάλιστα συνήθως νὰ λαμβάνωμεν ἐπίγνωσίν τους.
Κόμισσα: Ἄ, μοῦ κινεῖτε σφόδρα τὸ ἐνδιαφέρον, δόκτωρ. Πόσο λυπᾶμαι ποὺ ὁ ἀγαπητός μας ἐφημέριος ἔφυγε! Σίγουρα, θὰ καταλάβαινε πὼς δὲν ἦταν λόγος ν' ἀνησυχεῖ. Λατρεύω νὰ διδάσκομαι. Ὅσο γιὰ τὸν ἀπαίσιο ἀνηψιόν μου, μὲ τὸ νὰ φέρνει ἐδῶ φίλους του σὰν κι' ἐσᾶς καὶ τὸν κύριο Λαβινιέτ, μὲ κάνει νὰ τοῦ συγχωρῶ κάμποσα. (Στὸν Ἀρμάνδο). Ὁ κύριος Λαβινιὲτ ἄρχισε χθὲς ἕναν μικρὸ λόγο γιὰ τὶς ἀρχέγονες θρησκεῖες, γιὰ τὴν λατρεία τῶν δένδρων. Ἀνέκαθεν λάτρευα τὰ δένδρα...
Φιλόλογος: Κάποιαν ἄλλη μἐρα θὰ σᾶς μιλήσω, ἄν μοῦ τὸ ἐπιτρέψετε, γιὰ τὰ παράξενα προϊστορικὰ σχέδια ποὺ βρέθηκαν σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ βράχους... Ὑπάρχουν ἄλλωστε καὶ σὲ Λευκώ-
ματα...
Κόμισσα: Ἀλήθεια, δὲν τολμᾶτε νὰ μοῦ τὰ δείξετε;
Φιλόλογος: Μὴ μὲ κάνετε νὰ μετανιώσω, κυρία, ποὺ σᾶς εἶπα ὅτι τὰ ἔφερα μαζύ μου. Τὰ σχέδια πολλὲς φορὲς εἶναι...κάπως ἐλεύθερα.
Κόμισσα: Ὤ! Δὲν ἐπιμένω... Νὰ ξέρετε ὅμως, οἱ ἀληθινὰ τίμιες γυναῖκες δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ δείχνουν πολὺ ντροπαλές.
Δόκτωρ: Προσοχή, κυρία κόμησσα, θ' ἀποκτήσετε ἀπωθημένο.
Κόμισσα: Ἐλᾶτε τώρα! Ἡ βροχὴ ξανάρχισε. Πρέπει νὰ εἰδοποιήσουμε τὰ παιδιὰ νὰ γυρίσουν. (Ὁ Ἐφημέριος ἐπιστρέφει). Πᾶς; Κύριε ἐφημέριε, ἐπιστρέφετε;
Ἐφημέριος: Κυρία κόμισσα, πρέπει νὰ σᾶς μιλήσω, μόνος πρὸς μόνην.
Φιλόλογος: Καταιγίδα μαίνεται.
Ἀρμάνδος: Ἐλᾶτε, μπόρα εἶναι, θὰ περάσει. (Βγαίνουν).

Σκηνὴ 4η.
Κόμισσα: Μὲ βαζετε σὲ ἀνησυχία. Φαίνεσθε ἐντελῶς διαλυμμένος.
Ἐφημέριος: Πῶς νὰ μὴν εἶμαι, κυρία κόμισσα; Πῶς νὰ μὴν εἶμαι;
Κόμισσα: Μήπως τὰ παιδιά...
Ἐφημέριος: Ὄχι, καλέ! Μόλις τώρα τὰ εἶδα. Πολὺ καλὰ εἶναι τὰ παιδιά.
Κόμισσα: Μὰ τότε;
Ἐφημέριος: Ὤ! Στ' ἀλήθεια, δὲν ξέρω πῶς νὰ σᾶς τὸ πῶ.
Κόμισσα: Πάτερ μου, δὲν ἔχω τὴν παραμικρὴ συμπάθεια στὰ αἰνίγματα.
Ἐφημέριος: Ἑκατὸ μέτρα ἀπὸ τὸν πύργο... σὲ σημεῖο ὅπου ὅλος ὁ κόσμος περνάει, ἐκεῖ ὅπου, μπαίνοντας ἤ βγαίνοντας ἀπὸ δῶ, ὅλοι μας ἀναγκαστικὰ θὰ περάσουμε... καὶ καθὼς περνοῦσα κι' ἐγὼ φεύγοντας πρὶν λίγο... σ' ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα δἐνδρα τῆς δενδροστοιχίας...
Κόμισσα: Στὸν μεγάλο πλάτανο;
Ἐφημέριος: Μάλιστα, κυρία κόμησσα, στὸν μεγάλο σας πλάτανο, ἐκτίθεται μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ καθενὸς ἕνα σχέδιο... ποὺ ἀδίστακτα τὸ χαρακτηρίζω ἄσεμνο.
Κόμισσα: Ὤ! Μά, πάτερ μου, εἶναι ἀποτρόπαιο αὐτὸ ποὺ μοῦ λέτε. Ἐλπίζω τουλάχιστον νὰ τὸ σβήσατε ἀμέσως.
Ἐφημέριος: Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ σβηστεῖ. Εἶναι χαραγμένο μὲ μαχαῖρι πάνω στὸν φλοιό. Χρειάζεται, ὡστόσο, νὰ προσθέσω, ἀλλοίμονο! πὼς βρῆκα τὰ δύο ἐγγονάκια σας, αὐτὰ τὰ ἀθῶα πλάσματα, καθισμένα στὴ ρίζα τοῦ δέντρου.
Κόμισσα: Θἆταν βρεγμένα ἐκεῖ!
Ἐφημέριος: Ὄχι, κυρία, τὸ ἔδαφος ἦταν στεγνό... Καί, μπροστὰ στὸ ἄσεμνο σχέδιο, ἡ δεσποινὶς γκουβερνάντα νὰ χάσκει.
Κόμισσα: Ἔπρεπε νὰ πάρει τὰ παιδιὰ καὶ νὰ γυρίσει. Θὰ τῆς τὰ ψάλω τώρα.
Ἐφημέριος: Σημασία ἔχει νὰ τὸ σβήσουμε χωρὶς καθυστέρηση.
Κόμισσα: Μὰ πῶς;
Ἐφημέριος: Προφανῶς γδέρνοντας τὸν φλοιὸ.
Κόμισσα: Καὶ νὰ ξεράνουμε τὸ δέντρο μου. Ἄ, ὄχι, ποτέ! Εἶναι πολὺ μεγάλο;
Ἐφημέριος: (Μὲ ταραχὴ). Ναί.
Κόμισσα: Καὶ πολὺ...;
Ἐφημέριος: Μάλιστα.
Κόμισσα: Καλά, ποιὸς τὄκανε αὐτό;
Ἐφημέριος: Ἀναρωτιέμαι κι' ἐγώ, κυρία κόμησσα. Ἀναρρωτιέμαι.
Κόμισσα: Ἀκοῦστε, πάτερ, ὁ φύλακας θὰ ξέρει νὰ μᾶς πεῖ - τώρα θὰ τὸν ρωτήσω. Μά, εἴσαστε σίγουρος, πάτερ, ὅτι...
Ἐφημέριος : Ὤ! Κυρία κόμησσα, ἀλλοίμονο, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ γελιέμαι.
Κόμισσα: Ἐν τῷ μεταξύ, τσιμουδιά, σὲ ὅλους. Πᾶρτε μιὰν ὀμπρέλλα. (Ὁ Ἐφημέριος βγαίνει). (Στὴν πόρτα τῆς τραπεζαρίας). Ἀρμάνδε, ἔχεις τὴν καλωσύνη νὰ εἰδοποιήσεις τὸν Μποκάζ; Θέλω νὰ τοῦ μιλήσω... (Μόνη). Τί νὰ τοῦ πῶ; Εἶναι ἀνυπόφορο. (Βιαστικὰ, πρὸς τὴν πόρτα ἀπ' ὅπου βγῆκε ὁ Ἐφημέριος). Κύριε ἐφημέριε, μὴ μ' ἐγκαταλείπετε, σᾶς παρακαλῶ.
Ἐφημέριος: Μὴν κάνετε ἔτσι, κυρία κόμησσα. Θᾶρρος. Ἐλᾶτε, δεῖξτε θᾶρρος.
Κόμισσα: Συγχωρέστε με ποὺ φαίνομαι τόσο νευρική. Τουλάχιστον, νὰ ἦταν ἐδῶ ὁ γυιός μου...(Μπαίνει ἡ Γκουβερνάντα). Μὲ τὴν βροχὴ γυρίζετε ἆρον ἆρον. Μήπως βραχήκανε τὰ παιδιά;
Γκουβερνάντα: Νόου. Γουὶ γουὲρ ἆντερ δὲ μεγκάλο ντέντρο, γιοὺ νόου, ἐκεῖνο δὲ τσίλντρεν λένε "δὲ Κίνγκ". Δέι ράν, ἔντ δέι βάλανε γκόλ. Δὲρ γουὼζ σὰτς ἔ φάνυ φίγκιουρ σκαλισμένος ἰν δὲ πὰρκ ἄι νέβερ σόου ἴτ. Ἔ λίτλ ἄντρας λάικ γκόμπιν γουὶθ ἔ μεγκάλος...
Κόμισσα: (Διακόπτοντάς την). Μίς, πρέπει νὰ μιλήσω στὸν ἱερέα. Θὰ μ' εὐχαριστοῦσε ἄν μᾶς ἀφήνατε νὰ τὰ ποῦμε.
Γκουβερνάντα: Ὤ! Ἐξκιούς-μι.
Ἐφημέριος: Τί ἀκριβῶς σᾶς εἶπε;
Κόμισσα: Δὲν τὴν πολυκατάλαβα. Τώρα θἄρθει κι' ὁ φύλακας... Ὤ, σᾶς ἱκετεύω, ρωτεῖστε τον ἐσεῖς, ὄχι ἐγώ. Μὶς Πλότ, περιμένετέ με..., θὰ βγῶ μαζύ σας. Δὲν αἰσθάνομαι πολὺ καλά. (Βγαίνει στηριζόμενη στὴν γκουβερνάντα. Ὁ Ἐφημέριος μένει μόνος).
Ἐφημέριος: Πῶς νὰ μὴ συσχετίσεις τὸ προϊὸν μιᾶς τέτοια ἀπρέπειας μὲ τὴν εἰσβολὴ αὐτῶν τῶν κυρίων στὸν γαλήνιο πύργο μας; Περίεργο. Στὴν μυστικότητα τῆς ἐξομολογήσεως μαθαίνω λογῆς-λογῆς πράματα, μὰ τώρα πρόκειται γιὰ κάτι ἆλλο. Τὸ ἔργο μιᾶς τέτοιας ἀνακρίσεως εἶναι ἐξαιρετικῶς δυσάρεστον. Νὰ ἐνημέρωνα τὸν κύριο Ἀρμάνδο... Ἐφόσον λείπει ὁ κύριος ὑποκόμης, ναί, νὰ ρωτοῦσε τὸν Μποκὰζ. Ἔλα! Ἔλα! Λίγη ψυχραιμία. ( Πάει βιαστικὰ πρὸς τὰ ποτά, πίνει ἕνα ποτηράκι λικέρ. Μπαίνει ὁ Ἀρμάνδος μὲ τὸν Φύλακα).
Ἀρμάνδος: (Εἰρωνικά). Πάτερ, νομίζω κάματε λάθος, πήρατε ἀνθὸ πορτοκαλέας. Μπορῶ νὰ πηγαίνω ἐγώ;
Ἐφημέριος: Ἴσα-ἴσα, κύριε Ἀρμάνδο. Θὰ μπορεῖτε ἴσως νὰ μᾶς βοηθήσετε.
Ἀρμάνδος: Τί τρέχει;
Ἐφημέριος: Κάτι ποὺ ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ διαλευκάνουμε. (Στὸν Μποκάζ). Φίλε μου, θὰ ἤθελα νὰ σὲ ρωτήσω... Δὲν πρόσεξες, τοῦτες τὶς μέρες, τίποτα ἰδιαίτερο σὲ κάποιο δέντρο τῆς δενδροστοιχίας;
Μποκάζ: Μὰ τὴν πίστη μου, ὄχι. Δὲν καταλαβαίνω τί θέλει νὰ πεῖ ὁ κύριος ἐφημέριος.
Ἀρμάνδος: Περὶ τίνος πρόκειται;
Ἐφημέριος: Πρόκειται, κύριε Ἀρμάνδο, περὶ μιᾶς ἀσέμνου ζωγραφιᾶς ποὺ κάποιο ἄσεμνο χέρι σκάλισε στὸν φλοιὸ...
Ἀρμάνδος: (Βιαστικά). Πάτερ μου, μὲ τὴν ἄδειάν σας, νὰ καλέσω τοὺς δύο φίλους μου. Τοὺς ταιριάζει τόσο ἡ ἱστορία αὐτή!
Ἐφημέριος: ... στὸν φλοιὸ τοῦ μεγάλου πλατάνου.
Μποκάζ: Ἔ, ἀφοῦ λοιπὸν ὁ κύριος ἐφημέριος τὸ εἶδε, μπορῶ νὰ τοῦ τὸ πῶ. Μάλιστα, εἶναι τὸ δέντρο ἀριθμὸς δεκατρία. Τὸ λάθος ὅμως τοῦ κυρίου ἐφημέριου, μ' ὅλον τὸν σεβασμό μας, εἶναι ποὺ τὸ λέει πλάτανο. Τὰ δέντρα τῆς δεντροστοιχίας τὰ ξέρω σὰ νὰ τἄχω φυτέψει ἐγὼ ὁ ἴδιος. Εἶναι ὅλα ἀριθμημένα. Εἶναι καὶ τὸ πιὸ χοντρό. Τὸ ὑπ' ἀριθμὸν 13. Τὸ πιὸ γέρικο ἀπ' ὅλα τ' ἆλλα. Λένε, τἄχει ἑκατοστήσει ἀπὸ καιρό. Ἔτσι θἆναι. Ὅμως πλάτανος δὲν εἶναι. Ὁ κύριος ἐφημέριος κάνει λάθος. Εἶναι φτελιά. Γιατὶ ὁ πλάτανος, αὐτὴ τὴν ἐποχή, μαδάει. Ὅ,τι γράψεις ἀπάνω του, πέφτει μαζὺ μὲ τὴ φλούδα. Στὴ φτελιὰ ὅμως μένει. (Ὁ Ἀρμάνδος ἐπιστρέφει μὲ τοὺς ἄλλους δύο).
Ἀρμάνδος: Λοιπόν, κύριε ἐφημέριε, ἄσεμνη ζωγραφιὰ εἴπατε;
Φιλόλογος: Εἴσαστε ὁλότελα σίγουρος πὼς δὲν πρόκειται γιὰ κάποιαν ἀνωμαλία τοῦ φλοιοῦ;
Μποκάζ: (Σηκώνει τοὺς ὤμους). Ἕνας ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάννα του. Θἄλεγα μοιάζει στὸν κύριο Ἀρμάνδο.
Ἀρμάνδος: Δὲν τὸ κατάλαβα αὐτό, Μποκάζ.
Μποκάζ: Παρντὸν καὶ συγγνώμη, κυρ-'Αρμάνδε. Τὸ λέω γιὰ τὴ γενειάδα του, ποὺ τὴν ἔχει πλούσια. Καθὼς κι' ὅλα τ' ἆλλα του, μὲ τὸ συμπάθειο...
Ἐφημέριος: Φίλε μου, δὲν σοῦ ζητήσαμε λεπτομέρειες...
Μποκάζ: Ὤ! Ὁ κύριος ἐφημέριος μπορεῖ νὰ τὰ λέει αὐτὰ λεπτομέρειες ἀλλὰ...
Ἀρμάνδος: Σὲ ποιὸ δέντρο;
Μποκάζ: Στὸ χοντρό. Στὸ 13, ἀριστερὰ καθὼς βγαίνουμε στὸν δρόμο γιὰ τὸν πύργο. Οἱ κύριοι ἄς πᾶνε νὰ τὸ δοῦν. Μά, καλλίτερα, μὴν ἀφήσετε τὴν κυρία κόμησσα. Ὤ! πολὺ καλοφτιαγμένο. Μάλιστα, θἄλεγε κανεὶς...ἄψογο. (Ὁ Ἀρμάνδος βγαίνει βιαστικὰ μὲ τοὺς δύο φίλους του).
Ἐφημέριος: Κατὰ τὴ γνώμη σου, Μποκὰζ, τοῦ σχεδιαστῆ...πόσην ὥρα, λὲς, νὰ τοῦ πῆρε γιὰ νὰ τὸ φτιάξει;
Μποκάζ: Καμιὰ ὥρα - ἔτσι ποὺ τὄφτιαξε!
Ἐφημέριος: Φίλε μου, εἴσαστε κι' ἐσεῖς ὀλίγον τι ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ζημιὲς ποὺ μπορεῖ νὰ συμβαίνουν στὸ πάρκο.
Μποκάζ: Ἄ! Ἐπιτρέψτε μου, κύριε ἐφημέριε, δὲ μποροῦμε νἄμαστε καὶ μπάστακες! Ὅποιος τὄκανε βρῆκε τὴν εὐκαιρία ποὔλλειψα κάποια στιγμὴ ἐγώ.
Ἐφημέριος: Πότε νομίζεις πὼς συνέβη;
Μποκάζ: Τὸ πράμα ἔγινε σίγουρα χτές, ὅπως σᾶς βλέπω καὶ μὲ βλέπετε. Ἐγὼ θὰ πῆγα κάποια στιγμὴ νὰ φέρω μῆλα ἀπὸ τὸ χωριό. Σὰν πέρασα ἀπὸ κεῖ, θἄτανε τέσσερις, δὲν εἶδα τίποτα. Στὶς ἕξη, ξαναγυρίζοντας, ἔ, ναί, τὸ εἶδα.
Ἐφημέριος: Συνεπῶς, μεταξὺ τέσσερις καὶ ἕξη. Καὶ...δὲν ὑποψιάζεστε κανέναν;
Μποκάζ: Μὰ τὴν πίστη μου, κύριε ἐφημέριε, κάτι ἀλῆτες ποὔχανε κατασκηνώσει κοντὰ στὸ πάρκο καὶ φύγανε σήμερα πρωὶ-πρωί. Μὰ καὶ πάλι, θἆταν μέγα θράσος νὰ μποῦνε μὲς τὸ πάρκο μας. Ἄν εἶχα τὸ θᾶρρος νὰ πῶ...
Ἐφημέριος: Ναί, φίλε μου, μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ἔλα, εἴμαστε μόνοι μας. Ὅπως βλέπεις, σ' ἀκούω γαλήνια. Τί θἄλεγες, λοιπόν;
Μποκάζ: Ἔ, νὰ... Σκεφτόμουν τοὺς δύο καλεσμένους στὸν πύργο. Τοὺς φίλους τοῦ κυρ-'Αρμάνδου, ποὺ δὲν τοὺς εἴχαμε ξαναδεῖ ποτὲ πρίν. Ὁ κυρ-'Αρμάνδος, πετάει τὴ σκούφια του γιὰ πλάκες - ἄν καὶ καλὸ παιδί. Τὸν ξέρω ἀπὸ τόσον δά. Ποτὲ δὲν πείραξε δέντρο. Τί ξέρουμε ὅμως γιὰ τοὺς ἄλλους δυό; Νά, πὼς εἶναι ἄπιστοι. Ὁ κύριος ἐφημέριος τὸ εἶδε, δὲν ἐκκλησιάζονται.
Ἐφημέριος: Ἐντάξει, Μποκάζ. Μπορεῖς νὰ πηγαίνεις. Καὶ μὴν πεῖς σὲ κανέναν τὶς ὑποψίες σου.
Μποκὰζ: Ἄ! Σὰν τὶ θαρρεῖ ὁ κύριος έφημέριος, πὼς...
Ἐφημέριος: Δὲν θαρρῶ, φίλε μου, σκέψεις κάνω. Ἄφησέ με τώρα. (Ὁ Μποκὰζ βγαίνει. Ὁ ἐφημέριος πίνει ἕνα ποτηράκι, ὄχι πιὰ χωρὶς πρῶτα νὰ μυρίσει τὸ μουκάλι). Δὲν θὰ πρέπει πάντως νὰ βιαστοῦμε. Κατηγορήσαμε μάνι-μάνι ἀθώους ἀνθρώπους. Ἀλλὰ πάλι, ἔτσι καὶ δὲν ὑπάρχει πίστις, ὅλα νὰ τὰ περιμένεις. ( Ἡ κόμησσα ἐπιστρέφει).
Κόμισσα: Περίμενα νὰ βγεῖ ὁ Μποκάζ. Λοιπόν, τ' ἀποτελέσματα τῆς ἐρεύνης σας;
Ἐφημέριος: Κάποια σημεῖα παραμένουν ἀδιευκρύνιστα. Φαίνεται ἀναμφισβήτητο, κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Μποκάζ, πὼς τὸ ἀνόσιο σχέδιο ἔγινε μεταξὺ τέσσερις καὶ ἕξη. Ἐπίσης, μοιάζει ἀναμφισβήτητο, δεδομένης τῆς δυσκολίας νὰ μπεῖ κανεὶς ἀπαρατήρητος, πὼς ὁ ὑπαίτιος πρέπει νὰ εἶναι κάποιος ἀπὸ τὸν πύργο.
Κόμισσα: Μά, πάτερ, μὲ κατατρομάζετε. Δὲν εἴμαστε δὰ καὶ τόσοι!
Ἐφημέριος: Καὶ γνωρίζετε πρὸ πολλοῦ σχεδὸν ὅλους ὅσους μένουν ὑπὸ τὴν στέγην σας. Κάποιοι, ὡστόσο, ἄς παραμερισθοῦν, εὐθὺς ἀμέσως, ὡς ὑπεράνω πάσης ὑποψίας. Ἡ γηραιὰ μαγείρισσά σας, ἐν πρώτοις, καὶ ὁ πιστός σας ὑπηρέτης. Καλὸ θὰ εἶναι πάντως νὰ τοὺς ρωτήσουμε κι' αὐτούς.
Κόμισσα: Ἄχ, κύριε ἐφημέριε, θὰ τὸ ἀναλάβετε ἐσεῖς αὐτό. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἁρμοδία.
Ἐφημέριος: Μένει ἔτσι ὁ σωφὲρ - δὲν τὸν ἔχετε πολὺν καιρὸ καί, προτοῦ ἔρθει σὰ σᾶς, ὑπηρετοῦσε, καθὼς ἐσεῖς ἡ ἴδια μοῦ εἴπατε, κάποιους ἑβραίους. Μὰ πάλι, γύρισε χθὲς μὲ τὸν κύριο ὑποκόμη ἀργὰ τὴ νύχτα. Τὸ πεδίον στενεύει πολὺ, ὅπως βλέπετε.
Κόμισσα: Μὰ τότε... Ὤ! Πάτερ, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποθέτετε ὅτι...
Ἐφημέριος: Δὲν λέω τίποτα, κυρία, τίποτα δὲ λέω. Οὔτε κἄν ὑπαινίσσομαι. Ἀλλὰ καὶ τίποτα δὲν μὲ ἐμποδίζει νὰ πιστέψω ὅτι κάποια ἐλευθεριότητα στὰ λόγια μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ καὶ στὰ ἔργα.
Κόμισσα: Θεέ μου, Θεέ μου, τί κατάστασις καὶ τούτη! (Ξανάρχονται ὁ Ἀρμάνδος, ὁ Δόκτωρ καὶ ὁ Φιλόλογος).
Ἀρμάνδος: Λοιπόν! Πάτερ, τελειώσατε τὴν ἀνάκριση τοῦ Μποκὰζ ὅσο ἐμεῖς βρισκόμασταν στὸν τόπο τῆς συμφορᾶς;
Φιλόλογος: Πράγματι, εἶναι πολὺ καλοδουλεμένο, καὶ μάλιστα... θἄλεγα μὲ λεπτότητα ἤ αἴσθηση καλλιτεχνική. Ἀπὸ τεχνικῆς ἀπόψεως καὶ προθέσεως, τὸ σχῆμα θυμίζει ἄλλωστε κατὰ πολὺ ὁρισμένα προϊστορικὰ σχέδια γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦσα στὴν κυρία κόμησσα καὶ ποὺ εὑρίσκονται στὶς ἐκδόσεις μου - μπορεῖτε νὰ δεῖτε καὶ νὰ κρίνετε.
Κόμισσα: Σᾶς τὸ εἶπα, κύριε Λαβινιέτ, ἀρνοῦμαι νὰ τὰ δῶ.
Ἐφημέριος: Τὸ ζήτημα, κύριοι, δὲν εἶναι αὐτό. Ποσῶς μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ καλλιτεχνικὴ ἀξία μιᾶς ἀναισχυντίας. Σημασία ἔχει νὰ μάθουμε ποιός διέπραξε τὴ βρωμιά. Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τοῦ Μποκάζ, προκύπτει πὼς τὸ δένδρο ἀτιμάσθηκε χθές, μεταξὺ τέσσερις καὶ ἕξη ἡ ὥρα. Καὶ τὸ σοβαρώτερο, κύριοι, ἀπὸ κάποιον ποὺ ἐν τῷ παρόντι κατοικεῖ ὑπὸ ταύτην τὴν στέγην.
Κόμισσα: Ἔρχονται μέρες ποὺ ἀληθινὰ νιώθεις εὐτυχὴς ποὺ δὲν σκαμπάζεις γρῦ ἀπὸ ζωγραφική.
Δόκτωρ: Σὲ κατάσταση ἀσυνειδήτου, κυρία μου, πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀδέξιοι ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες, ἀποκαλύπτουν ἀνυποψίαστο ταλέντο. Οἱ ψυχίατροι μᾶς ἀναφέρουν, περίπτωσις κλασική, τὴν ὑπηρέτρια ἑνὸς ἐφημέριου ποὺ μιλοῦσε ἀπταίστως ἑβραϊκὰ σὲ κατάσταση ὑπνώσεως.
Κόμισσα: Ἄ! τί ἐνδιαφέρον!
Ἐφημέριος: Κυρία κόμησσα, σᾶς παρακαλῶ, μὴν ἀφήνετε τοὺς κυρίους νὰ θολώνουν τὴ γνώμη μας. Τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό, πρὸς στιγμὴν τουλάχιστον, εἶναι ἀθῶον, ὡς μὴ ἐνεχόμενον. Σκοπός μας εἶναι νὰ μάθουμε τί ἔκανε ὁ καθένας μας, ποὺ εἴμαστε συγκεντρωμένοι ἐδῶ, χθές, μεταξὺ τέσσερις καὶ ἕξη τ' ἀπόγευμα. Ἔγινα σαφής;
Ἀρμάνδος: Κύριε ἐφημέριε, μέχρι στιγμῆς, τὸ πράμα ἦταν ἀστεῖο, ἡ ἀνάκρισις ὅμως, θαρρῶ, ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἔντιμης πλάκας.
Ἐφημέριος: Κύριε Ἀρμάνδε, λυπᾶμαι πολὺ γι' αὐτό, πιστέψτε με. Τὸ καθῆκον μου μὲ ὠθεῖ νὰ πράξω ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ ἐξαδέλφου σας ἐγώ. Ἄλλωστε, ἡσυχᾶστε, ἄν κάποιος ὑποδειχθεῖ, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐνήργησε παρὰ εὑρισκόμενος εἰς "ἀσυνείδητον κατάστασιν", ὅπως, νομίζω, θὰ πεῖ καὶ ὁ κύριος δόκτωρ.
Δόκτωρ: Μὰ αὐτὸ εἶναι πνεῦμα, πάτερ!
Ἐφημέριος: Ἄν τὸ ἐπιτρέπετε, δόκτωρ.
Κόμισσα: Ὤ! σᾶς παρακαλῶ... Πάτερ μου, εἶμαι βεβαία, δὲν θέλουν ἄλλο παρὰ νὰ σᾶς ἀπαντήσουν καὶ νὰ σᾶς καθησυχάσουν.
Φιλόλογος: Γιὰ σταθεῖτε λιγάκι. Τί μπορεῖ νὰ κάναμε ἐχθές, ἐμεῖς, τέσσερις μὲ ἕξη;
Δόκτωρ: Καὶ, πρῶτ' ἀπ' ὅλα, ἤμασταν ὅλοι μαζύ; (Μένουν γιὰ λίγο σαστισμένοι κι' ἀναρωτιένται μὲ τὸ βλέμμα τους).
Κόμισσα: Ὤ, ἀλήθεια, λυπᾶμαι, πάτερ, ἄς τ' ἀφήσουμε αὐτὰ πρὸς στιγμήν. Ἄς κοιτάξουμε καλλίτερα μὲ τί τρόπο θὰ ἐξαφανίσουμε τὴν φρικτὴ εἰκόνα.
Ἀρμάνδος: Σκέφτηκα, θεία μου, πὼς ὁ καλλίτερος τρόπος θἆταν νὰ περνούσαμε μιὰ στρώση μπογιᾶς - χρῶμα ξύλου... Εἴχατε φέρει κάτι ἐλαιοχρωματιστὲς γιὰ τὴν πόρτα τοῦ ἁμαξοστασίου τὶς προᾶλλες. Ἄφησαν ἐδῶ τὰ δοχεῖα καὶ τὰ πινέλλα τους.
Φιλόλογος: Πιστέψτε, κυρία, θὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς, ὁ δόκτωρ καὶ ἐγώ, νὰ σᾶς κάνουμε τὴ μικρὴ αὐτὴ ἐξυπηρέτηση. (Ἑτοιμάζονται νὰ βγοῦν).
Ἐφημέριος: (Στέκεται μπροστὰ στὴν πόρτα). Συγγνώμη, κύριοι... - ὄχι προτοῦ ἀπαντήσετε. Μὲ περιμένει ἀνυπόμονα ἕνας ἀσθενὴς ἀλλὰ οὔτε ἐγὼ θὰ βγῶ ἀπὸ δῶ πρὶν ξεκαθαρίσει ἡ ὑπόθεση. Ἐλᾶτε. Λίγη προσπάθεια μνήμης...
Φιλόλογος: Τέσσερις μὲ ἕξη;...
Δόκτωρ: Ὅπως βλέπετε, ψάχνουμε.
Ἀρμάνδος: Ἐδῶ ζοῦμε μέρες χωρὶς ὧρες. (Ὁ καθένας ἔχει πάρει τὸ κεφάλι μὲς τὰ χέρια του).
Ἐφημέριος: Καταλάβετε, κύριοι, δὲν ἤθελα νὰ ρωτήσω πρὶν άπὸ σᾶς τοὺς ὑπηρέτες. Ἡ άθώωσίς σας, τὸ ἄλλοθί σας, θὰ ρίξει ἐπάνω τους ὁλοφάνερα τὴν εὐθύνη...
Ἀρμάνδος: Ὤ, μιὰ ἰδέα! Θείτσα μου, δὲν ἔχετε σεῖς τὴν ευλαβικὴ συνήθεια νὰ κρατᾶτε ἡμερολόγιο; Θὰ μᾶς πληροφοροῦσε ἴσως, θὰ βοηθοῦσε τὴ μνήμη μας, τὸ ἡμερολόγιό σας. Ἄν δὲν εἶναι μεγάλη ἀδιακρισία...
Κόμισσα: Καθόλου, καθόλου. Εἶναι μιὰ ἐξαιρετικὴ ἰδέα καὶ δὲν ἔχω, δόξα τῷ Θεῷ, τίποτα νὰ κρύψω. (Ἀνοίγει ἕνα συρτάρι στὸ σεκρεταίρ, βγάζει ἕνα μικρὸ σημειωματάριο). Γιὰ νὰ δοῦμε... "Πέμπτη, 24 Σεπτεμβρίου". Ὤ, τί πιὸ ἁπλό, νὰ σᾶς τὰ διαβάσω ὅλα. Βρέχει. Ὁ κακόμοιρος ὁ Ἀρμάνδος, σίγουρα πιά, δὲν ἔχει τύχη. Τὸ ὅπλο του θὰ σκουριάσει. Καλὰ θἄτανε ν' ἀκολουθοῦσε τὸ παράδειγμα τοῦ κυρίου Στύξ, νὰ περνοῦσε τὶς μέρες του γόνιμα. Ὥρα δέκα, ὁ κύριος Λαβινιὲτ μοῦ ἔκανε ἕνα μαθηματάκι περὶ θρησκειῶν πρωτογόνων λαῶν. Ρουφοῦσα τὰ λόγια του. Ὅσα λέει γιὰ τὴ λατρεία τῶν δέντρων μὲ ἐνδιαφέρουν ἰδιαίτερα". Παραλείπω κάποιες σκέψεις γιὰ τὰ ἐγγόνια μου... Ἄ, νά! "Ὥρα τέσσερις, ὁ καιρὸς φαίνεται θὰ φτιάξει. Ὁ Ἀρμάνδος πάει γιὰ μιὰ παρτίδα μπιλιάρδο μὲ δυὸ φίλους του. Ἐπωφελοῦμαι γιὰ νὰ πάρω λίγο ἀέρα... (Ἡ Κόμησσσα ταράζεται, τὰ χάνει, λιποθυμάει. Ὁ Ἐφημέριος τσακίζεται νὰ τὴν συνεφέρει. Οἱ ἄλλοι τρεῖς κοιτάζονται. Ὁ Ἀρμάνδος πνίγει ἕνα τρελλὸ γέλοιο).
Φιλόλογος: Κύριε ἐφημέριε, τώρα θὰ ἔχουμε τὴν ἄδειάν σας νὰ ἀποσυρθοῦμε; Δὲ νομίζω νὰ μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε σὲ τίποτ' ἆλλο.
Δόκτωρ: Ἐλπίζω ἡ λιποθυμία τῆς κυρίας κόμησσας νὰ μὴν εἶναι τίποτα. Ἄν παραταθεῖ, παρακαλῶ εἰδοποιεῖστε με. Ἐμεῖς πᾶμε στὴ δεντροστοιχία νὰ δοῦμε μήπως θεραπεύεται τὸ κακό. (Στὸν Ἀρμάνδο). Τὰ κουτιὰ οἱ μπογιές;
Ἀρμάνδος: Θὰ τὰ βρεῖτε μαζὺ μὲ τὰ πινέλλα στὴ ρεμίζα.
(Ὁ Δόκτωρ καὶ ὁ Φιλόλογος φεύγουν).

Σκηνὴ 5η.
Ἐφημέριος: Ἀγαπητὴ κυρία...ἀγαπητὴ φίλη...ἐλᾶτε! Συνέλθετε! Δὲν εἶναι δὰ καὶ τόσο σοβαρό.
ρμάνδος: (Εἰρωνικά). Κύριε ἀνακριτά, σᾶς συγχαίρω. Κάνατε καλὴ δουλειά.
Ἐφημέριος: Κύριε Ἀρμάνδο, ὄχι εἰρωνεῖες, παρακαλῶ. Μποροῦσα νὰ τὸ ὑποψιαστῶ τάχα;... Μόλις ἡ θεία σας ἀναλογισθεῖ... Νά, ἀνοίγει τὰ μάτια της - δόξα νἄχει ὁ Κύριος!
Κόμισσα: Εἶμαι λιπόθυμη; Ἀρμάνδε, σὺ εἶσαι; Πές μου νὰ ἡσυχάσω... Πάτερ, ἐδῶ εἴσαστε; Προστατέψτε με. Εἶναι στ' ἀλήθεια δυνατόν;
Ἐφημέριος: Τί φαντάζεσθε, κυρία κόμησσα; Δὲν εἶναι τίποτα...
Κόμισσα: Καθὼς βλέπετε, ἐγὼ πρέπει νὰ τὄκανα. Οἱ ἴδιες οἱ ἐρωτήσεις σας δὲν μοῦ δίνουν πιὰ τὸ δικαίωμα νὰ ἀμφιβάλλω... Τώρα θυμᾶμαι καλά. Βγῆκα... Μόλις βρέθηκα ἔξω, μὲ κυρίευσε μία παράξενη ταραχή, κάτι σὰν μούδιασμα σεραφικό... (Ξεσπάει σὲ λυγμοὺς). Ἄχ, εἶμαι μία ἀπωλεσθείσα γυνὴ.
Ἀρμάνδος: Θεία μου, ὑπερβάλλετε.
Ἐφημέριος: Ἵνα τί ἑαυτὸν κατακρίνετε, κυρία; Οὐδὲν κακὸν διεπράξατε, σᾶς βεβαιῶ περὶ τούτου.
Κόμισσα: Μάλιστα, ἐγὼ τὄκανα. Βλέπετε, μόνον ἐγὼ μπορεῖ...
Ἐφημέριος: Τὸ μόνον πταῖσμα σας εἶναι ὅτι ρουφήξατε τοὺς λόγους τῶν κυρίων ἀποτέτοιων. Σᾶς πῆραν τὰ μυαλὰ μὲ τὶς φλυαρίες τους... Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν κοινὸν νοῦν. Νὰ πιεῖτε λιγάκι. (Ξεβουλώνει ἕνα μπουκάλι στὴν τύχη, πίνει ἀπολαυστικά, ξαναπίνει). Πιεῖτε ἀνθὸ πορτοκαλέας - καὶ πάει τέλειωσε.
Ἀρμάνδος: Αἰσθάνεστε καλλίτερα;
(Ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Ὑποκόμη στὰ παρασκήνια).
Ὑποκόμης: Μούσκεμα ἔγινα. Ζοζέφ, ἔλα στὸ δωμάτιό μου νὰ πάρεις τὰ ροῦχα μου. Ἀνεβαίνω ν' ἀλλάξω.
Ἐφημέριος: Νά, ὁ γυιός σας γύρισε. Σᾶς ἱκετεύω, συνέλθετε. Μὴν τὸν ἀμησυχήσετε. (Μπαίνει ὁ Ὑποκόμης).
Ἀρμάνδος: Τί ἔπαθες, Γκοντεφρουά; Ἔξαλλος φαίνεσαι.
Ὑποκόμης: Καὶ φαίνομαι καὶ εἶμαι. Δὲν τὸ χωράει ἀνθρώπου νοῦς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Μὴ μοῦ πεῖς νὰ ξαναδεχτῶ ποτέ, ὑπὸ τὴν στέγη τῆς μητέρας μου, ξένους κουβαλημένους ἀπὸ σένα. Οἱ φίλοι σου, κυρ-ξάδερφε, εἶναι ἐντελῶς ξεδιάντροποι. Ξέρετε σὲ τί πράσα τοὺς ἔπιασα; Νὰ μπογιατίζουν τὰ δέντρα τῆς ἀλλέας μας. Λὲς καὶ βρίσκονταν σπίτι τους - λόγῳ τιμῆς!
Κόμισσα: Ἄχ, καλέ μου, δὲν ξέρεις καὶ γι' αὐτὸ μιλᾶς. Ἐξυπηρέτηση μᾶς κάνουνε. Ἐγὼ τοὺς εἶπα.
Ὑποκόμης: Μαμά, παραεῖσαι καλή. Μὴ θὲς νὰ τοὺς δικαιολογήσεις. Ἡ ἐξαιρετική σου καρδιὰ τὸ παρακάνει σὲ ἐπιείκεια. Ἀρκετὰ λόγια τοῦ ἀέρος ἀνεχθήκαμε ἐδῶ μέσα, λόγια ἀνατρεπτικά. Μετὰ τὰ λόγια, ἰδοὺ καὶ τὰ ἔργα. Αὐτὸ λέγεται σεβασμὸς ἀλλοτρίας περιουσίας, κύριέ μου!
Ἀρμάνδος: Γκοντεφρουά, ἄφησέ μας νὰ σοῦ έξηγήσουμε.
Ὑποκόμης: Δὲν ἀκούω τίποτα. Καὶ δὲν θέλησα ν' ἀκούσω οὔτε καὶ τοὺς ἴδιους. Μὲ τὸ ποὺ τοὺς τσάκωσα ἐπ' αὐτοφόρῳ, χύμηξα ἀπάνω τους καὶ τοὺς εἶπα...
Κόμισσα: Καλέ μου, μὲ τρομάζεις. Δύο κυρίους, τόσον εὐγενεῖς...
Ἀρμάνδος: Καὶ σὰν τί τοὺς εἶπες;
Ὑποκόμης: Νὰ τσακιστοῦν νὰ φύγουν μὲ τὸ πρῶτο τραῖνο.
Ἀρμάνδος: Μά,...
Ὑποκόμης: Οὔτε ποὺ νὰ τοὺς ξαναδῶ ποτὲ στὰ μάτια μου. Σὺ εἶσαι ὁ μόνος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν παρουσία τους ἐδῶ μέσα, αὐτῶν τῶν παληανθρώπων. Μιὰ καὶ τοὺς ἔφερες, καλὰ θὰ κάνεις νὰ πᾶς κι' ἐσὺ μαζύ τους. Σὲ συμπαθῶ, τὸ ξέρεις, ἀλλὰ ἀπ' ὅταν συχνάζεις μὲ μπολσεβίκους, σ' ἀκούω νὰ ὁμολογεῖς κάτι ἰδεολογίες, γιὰ μένα τουλάχιστον, ἀπαίσιες.
Ἀρμάνδος: Καλά, καλά! Θὰ συνοδεύσω τοὺς φίλους μου. Ἀγαπητὴ θεία, ... (Τὴν ἀσπάζεται).
Κόμισσα: Ἄχ, λυπᾶμαι. Πιὸ ὕστερα θὰ...
Ἀρμάνδος: Πάτερ, σᾶς παραχωρῶ τὴ θέση μου. (Βγαίνει).
Ἐφημέριος: Κι' αὐτό, νὰ σᾶς γίνει μάθημα, ἀγαπητὲ Ἀρμάνδε. Ὅλες αὐτὲ οἱ ὡραῖες σύγχρονες θεωρίες, τὸ εἴδατε, δὲν ἀντέχουν στὴν δοκιμασία. Γρήγορα νὰ μᾶς ξανάρθετε διορθωμένος.
Ὑποκόμης: Ἔτσι καὶ ξεπεράσεις κάποια ὅρια, οἱ συζητήσεις πᾶνε τοῦ βρόντου. Ἄχ, πάτερ μου, τί δίκηο ποὺ εἴχατε ὅταν μοῦ κρούατε τὸν κώδωνα. Σκούπα καὶ φαράσι, νὰ τί χρειάζεται κανεὶς καμιὰ φορὰ. Σκούπα καὶ φαράσι.
.......... .......... .......... .......... .......... ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου