8 Ὀκτωβρίου 2011,
καὶ ὥρα 8:53.
Κλινοσοφιστεῖες.
Γράφει .... ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Γράφει .... ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
... Στὸ
Ἅγιον Ὄρος,
τὴν Κυριακή, ὁ
πρωθυπουργός!
................................. " ...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
Κάποτε, νόμιζα πὼς ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα ξεχωριστή. Πολλὲς Κυριακὲς δὲν εἶχα οὔτε νὰ φάω. Ἐσύ, τὸ ξέρεις, Θεέ μου!
Κάποτε, νόμιζα πὼς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἅγιο, ἤθελα μάλιστα καὶ νὰ τὸ ἐπισκεφτῶ. Καλὰ ποὺ δὲν πῆγα - ἀρκετὲς ἁμαρτίες ἔχω!
Κάποτε νόμιζα πὼς ὁ πρωθυπουργὸς εἶναι κάτι ξεχωριστό - κι' αὐτὸ δὲν ἔπαψα νὰ τὸ νομίζω: μοιάζουμε, ὅλοι ἐμεῖς, γιὰ πρωθυπουργοί;
Οἱ καλόγεροι ἔχουν μιὰ δόση τρέλλας, πὼς εἶναι πρωθυπουργοί. Ἡ διαφορὰ εἶναι ἐλάχιστη. Δὲν ψηφίζουν Νόμους. Τοὺς διαδίδουν καὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐπιβάλλουν, κάμποσες φορὲς τὸ πετυχαίνουν, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν μία κι' ἔξω. Γανιάζει τὸ στόμα τους.
Στοὺς οὐρανούς, κράτος καὶ κράτη δὲν ὑφίστανται - αὐτὸ τὸ ξέρουν;
Μὲ ἑλικόπτερο δὲν ἔχω ταξειδέψει ποτέ, οὔτε γκρεμοτσακίστηκα στὴν θάλασσα - ἀλλὰ δὲν ζηλεύω, καλὰ εἶμαι κι' ἔτσι.
Τί θὰ πεῖ Ἀθεόφοβος; Ποτέ μου δὲν φοβήθηκα τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Τὰ πάω μιὰ χαρὰ μαζύ Του κι' Ἐκεῖνος μοῦ κλείνει συχνὰ τὸ ματάκι:
- Μὴ φοβᾶσαι, Κλινό, n' aie pas peur mon cher Clino, ἄνθρωπος, ποὺ πεθαίνει κάθε μέρα, δὲν ἁμαρτάνει, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα.
Ἔμ, ἆλλο πρᾶγμα νὰ προσπαθεῖς νὰ ζήσεις καὶ νἄχεις τὴν ψυχὴ ὅλο μπροστὰ στὰ μάτια σου κι' ἆλλο τὸ νὰ ζεῖς καὶ νἄχεις τὴν ψυχή σου πουλημένη στὸν Διάβολο καὶ νὰ μὴν τὴν βλέπεις πιά.
- Θεέ μου, θὰ μ' ἀφήσεις ποτὲ χωρὶς λεφτά;
- Τὶ λές, βρὲ χαζοκλινούλικο; Ἔχεις παράπονα; Πᾶντα δὲν ἀφαιρῶ κάτι ἀπὸ τοὺς ἔχοντες καὶ σ' τὸ δίνω ἐσένα; Κι' αὐτομάτως ἔχων γίνεσαι κι' ἐσύ;
- Νὰ κοιμᾶμαι ἥσυχος, λοιπόν;
- Νὰ κοιμᾶσαι σὰν βασιληάς, ὅπως ἀξίζεις...
- Καὶ μὲ τὸ χέρι... ἐκεῖ;
- Γιατί ὄχι;
- Μερσί, Γκρὰν Μεσιέ!
- Πὰ ντὲ κουά, σὲρ - ὄχι sir ἀλλὰ cher - Κλινό!...
- Ἄ, δὲν Σὲ ρώτησα, Θεούλη!...
- Λέγε, εἶμαι ὅλος αὐτιά.
- Πειράζει ποὺ γράφω στὸ Φόρουμ; Εἶμαι ἀποτυχημένος τῆς Τέχνης; Εἶμαι ἁμαρτωλός;
- Ἄ, μοῦ βάζεις δύσκολα.
- Ἔχω ἀγωνία, κάποιοι μὲ βρίζουν...Λένε πὼς δὲν τὰ κατάφερα ἀλλοῦ καὶ τελικῶς τὴν ψώνισα. Μήπως νὰ προσχωρήσω στὸ Ἅγιον Ὄρος;
- Μ' αὐτὸ τὸ ψευδώνυμο; Ἀδελφὸς Κλινοσοφίστιος, frère Clinossophistius; Καί, τί νὰ κάνεις ἐκεῖ; Νὰ γράφεις ΚλινοΣουρικοὺς Ὕμνους; Καί, μιᾶς καὶ τὄφερε ἡ κουβέντα, θὰ σὲ ρωτήσω κι' ἐγὼ κάτι: σὲ ποιὸν πιστεύεις πιὸ πολύ, στὸν Σουρῆ ἤ σὲ Ἐμένα;
- Ἐσύ, Θεέ μου, εἶσαι μπὶτ ἀνίκανος νὰ πεῖς ψέματα. Στὴν Ρητορικὴ πῆρες μηδὲν, μόνον στὴν Ποίηση τοῦ Κόσμου ἀρίστευσες...
- Δὲν ξέρεις τί λές. Ἐγὼ εἶμαι Λόγος. Αὐτὸ ἀρκεῖ.
- Δὲν μὲ κατάλαβες, Θεὲ καὶ νὰ Σ' τὸ ἐξηγήσω. Δὲν εἶσαι Ψευδολόγος.
- Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέρει, μὴν ὁρκίζεσαι!
- Ἄ, ὅλα κι' ὅλα! Μὲ συγχωρεῖ ἡ Χάρη Σου, ἀλλὰ γιὰ τὸν Γεώργιο Σουρῆ, ὁρκίζομαι, ἔλεγε τὴν Ἀλήθεια.
- Τὶ σὲ κάνει νὰ τὸ λὲς αὐτό;
- Δές, στὴν Ἑλλάδα ζοῦσε - τόση παληανθρωπιά, οὔτε Ἐσὺ δὲν θὰ τὴν ἄντεχες. Τώρα Σοὔχω δέσει τὴ γλώσσα.
- Ἆντε, καλέ. Δὲν πέθανα ἐγὼ κι’ οὔτε πρόκειται... - ἐσεῖς πεθαίνετε καὶ καλὰ νὰ πάθετε.
- Χαίρεσαι; Ντροπή Σου!
- Κλινό, βγάζεις γλώσσα, ἀλλὰ σὲ συγχωρῶ. Σηκώνεις ἀνάστημα ἀλλὰ σὲ προτιμῶ ἔτσι. Σ' ἔφτιαξα ἄνθρωπο, δὲν σὲ προόριζα γιὰ σκουλῆκι...Τἄθελα καὶ τἄπαθα!
- Ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ δὲν τοὺς ἔπλασες;
- Νὰ σοῦ πῶ: φαίνεται πὼς κάποια στιγμὴ τὸ πῆρα ἐπάνω μου, πὼς πλάθω ἀνθρώπους, πὼς ἔγινα μάστορης καὶ πὼς θἄπρεπε νὰ προσλάβω μετανᾶστες τοῦ Οὐρανοῦ γιὰ βοηθούς. Καὶ τὴν πάτησα. Αὐτοὶ ποὺ βλέπεις γύρω σου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πλάσματα Θεοῦ.
- Καὶ...μὴ μοῦ πεῖς πώς, βάζοντας ἄλλους νὰ πλάθουν ἀνθρώπους, Ἐσὺ τὄριξες στὶς γυναῖκες καὶ στὰ γλέντια;
- Καλά, γιὰ τὸν Δία Μὲ πέρασες;
- Γιατί, ὁ Ζεὺς δὲν ἦταν θεός;
- Ναί, συνάδελφος, δὲν λέω... ἀλλὰ...
- Καλά, κατάλαβα, συνάδελφος ἴσον γιὰ θάψιμο!
- Μόνος του θάφτηκε!
- Ἔ, ἔ, ἔ! Σὲ τὰ μᾶς;
- Τρὲ σὲρ - cher, μὴν ξεχνιόμαστε - ὅταν διαβάζεις ἱστορίες καὶ Ἱστορία, καλλιεργεῖς τὶς ἐπίγειες γνώσεις καὶ τὴν φαντασία σου. Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη. Ἐγὼ, εἶμαι Ἀγάπη. Δὲν χρειάζομαι οὔτε γνώσεις οὔτε ἱστορίες καὶ Ἱστορία, - γκέκε;
- Μ' ἔριξες πάλι!
- Δὲν ξέρω ἀπὸ κλινοσοσφιστεῖες ἐγώ. Ὅ ἐλέχθη, ἐλέγχθη.
- Καλά, καλά, μὴν ἀγριεύεις! (Τί σοῦ εἶναι, μωρέ, αὐτὸς ὁ Θεός... Μὲ τίποτα δὲν τρώγεται).
..................................................................................... μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
................................. " ...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
Κάποτε, νόμιζα πὼς ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα ξεχωριστή. Πολλὲς Κυριακὲς δὲν εἶχα οὔτε νὰ φάω. Ἐσύ, τὸ ξέρεις, Θεέ μου!
Κάποτε, νόμιζα πὼς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἅγιο, ἤθελα μάλιστα καὶ νὰ τὸ ἐπισκεφτῶ. Καλὰ ποὺ δὲν πῆγα - ἀρκετὲς ἁμαρτίες ἔχω!
Κάποτε νόμιζα πὼς ὁ πρωθυπουργὸς εἶναι κάτι ξεχωριστό - κι' αὐτὸ δὲν ἔπαψα νὰ τὸ νομίζω: μοιάζουμε, ὅλοι ἐμεῖς, γιὰ πρωθυπουργοί;
Οἱ καλόγεροι ἔχουν μιὰ δόση τρέλλας, πὼς εἶναι πρωθυπουργοί. Ἡ διαφορὰ εἶναι ἐλάχιστη. Δὲν ψηφίζουν Νόμους. Τοὺς διαδίδουν καὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐπιβάλλουν, κάμποσες φορὲς τὸ πετυχαίνουν, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν μία κι' ἔξω. Γανιάζει τὸ στόμα τους.
Στοὺς οὐρανούς, κράτος καὶ κράτη δὲν ὑφίστανται - αὐτὸ τὸ ξέρουν;
Μὲ ἑλικόπτερο δὲν ἔχω ταξειδέψει ποτέ, οὔτε γκρεμοτσακίστηκα στὴν θάλασσα - ἀλλὰ δὲν ζηλεύω, καλὰ εἶμαι κι' ἔτσι.
Τί θὰ πεῖ Ἀθεόφοβος; Ποτέ μου δὲν φοβήθηκα τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Τὰ πάω μιὰ χαρὰ μαζύ Του κι' Ἐκεῖνος μοῦ κλείνει συχνὰ τὸ ματάκι:
- Μὴ φοβᾶσαι, Κλινό, n' aie pas peur mon cher Clino, ἄνθρωπος, ποὺ πεθαίνει κάθε μέρα, δὲν ἁμαρτάνει, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα.
Ἔμ, ἆλλο πρᾶγμα νὰ προσπαθεῖς νὰ ζήσεις καὶ νἄχεις τὴν ψυχὴ ὅλο μπροστὰ στὰ μάτια σου κι' ἆλλο τὸ νὰ ζεῖς καὶ νἄχεις τὴν ψυχή σου πουλημένη στὸν Διάβολο καὶ νὰ μὴν τὴν βλέπεις πιά.
- Θεέ μου, θὰ μ' ἀφήσεις ποτὲ χωρὶς λεφτά;
- Τὶ λές, βρὲ χαζοκλινούλικο; Ἔχεις παράπονα; Πᾶντα δὲν ἀφαιρῶ κάτι ἀπὸ τοὺς ἔχοντες καὶ σ' τὸ δίνω ἐσένα; Κι' αὐτομάτως ἔχων γίνεσαι κι' ἐσύ;
- Νὰ κοιμᾶμαι ἥσυχος, λοιπόν;
- Νὰ κοιμᾶσαι σὰν βασιληάς, ὅπως ἀξίζεις...
- Καὶ μὲ τὸ χέρι... ἐκεῖ;
- Γιατί ὄχι;
- Μερσί, Γκρὰν Μεσιέ!
- Πὰ ντὲ κουά, σὲρ - ὄχι sir ἀλλὰ cher - Κλινό!...
- Ἄ, δὲν Σὲ ρώτησα, Θεούλη!...
- Λέγε, εἶμαι ὅλος αὐτιά.
- Πειράζει ποὺ γράφω στὸ Φόρουμ; Εἶμαι ἀποτυχημένος τῆς Τέχνης; Εἶμαι ἁμαρτωλός;
- Ἄ, μοῦ βάζεις δύσκολα.
- Ἔχω ἀγωνία, κάποιοι μὲ βρίζουν...Λένε πὼς δὲν τὰ κατάφερα ἀλλοῦ καὶ τελικῶς τὴν ψώνισα. Μήπως νὰ προσχωρήσω στὸ Ἅγιον Ὄρος;
- Μ' αὐτὸ τὸ ψευδώνυμο; Ἀδελφὸς Κλινοσοφίστιος, frère Clinossophistius; Καί, τί νὰ κάνεις ἐκεῖ; Νὰ γράφεις ΚλινοΣουρικοὺς Ὕμνους; Καί, μιᾶς καὶ τὄφερε ἡ κουβέντα, θὰ σὲ ρωτήσω κι' ἐγὼ κάτι: σὲ ποιὸν πιστεύεις πιὸ πολύ, στὸν Σουρῆ ἤ σὲ Ἐμένα;
- Ἐσύ, Θεέ μου, εἶσαι μπὶτ ἀνίκανος νὰ πεῖς ψέματα. Στὴν Ρητορικὴ πῆρες μηδὲν, μόνον στὴν Ποίηση τοῦ Κόσμου ἀρίστευσες...
- Δὲν ξέρεις τί λές. Ἐγὼ εἶμαι Λόγος. Αὐτὸ ἀρκεῖ.
- Δὲν μὲ κατάλαβες, Θεὲ καὶ νὰ Σ' τὸ ἐξηγήσω. Δὲν εἶσαι Ψευδολόγος.
- Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέρει, μὴν ὁρκίζεσαι!
- Ἄ, ὅλα κι' ὅλα! Μὲ συγχωρεῖ ἡ Χάρη Σου, ἀλλὰ γιὰ τὸν Γεώργιο Σουρῆ, ὁρκίζομαι, ἔλεγε τὴν Ἀλήθεια.
- Τὶ σὲ κάνει νὰ τὸ λὲς αὐτό;
- Δές, στὴν Ἑλλάδα ζοῦσε - τόση παληανθρωπιά, οὔτε Ἐσὺ δὲν θὰ τὴν ἄντεχες. Τώρα Σοὔχω δέσει τὴ γλώσσα.
- Ἆντε, καλέ. Δὲν πέθανα ἐγὼ κι’ οὔτε πρόκειται... - ἐσεῖς πεθαίνετε καὶ καλὰ νὰ πάθετε.
- Χαίρεσαι; Ντροπή Σου!
- Κλινό, βγάζεις γλώσσα, ἀλλὰ σὲ συγχωρῶ. Σηκώνεις ἀνάστημα ἀλλὰ σὲ προτιμῶ ἔτσι. Σ' ἔφτιαξα ἄνθρωπο, δὲν σὲ προόριζα γιὰ σκουλῆκι...Τἄθελα καὶ τἄπαθα!
- Ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ δὲν τοὺς ἔπλασες;
- Νὰ σοῦ πῶ: φαίνεται πὼς κάποια στιγμὴ τὸ πῆρα ἐπάνω μου, πὼς πλάθω ἀνθρώπους, πὼς ἔγινα μάστορης καὶ πὼς θἄπρεπε νὰ προσλάβω μετανᾶστες τοῦ Οὐρανοῦ γιὰ βοηθούς. Καὶ τὴν πάτησα. Αὐτοὶ ποὺ βλέπεις γύρω σου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πλάσματα Θεοῦ.
- Καὶ...μὴ μοῦ πεῖς πώς, βάζοντας ἄλλους νὰ πλάθουν ἀνθρώπους, Ἐσὺ τὄριξες στὶς γυναῖκες καὶ στὰ γλέντια;
- Καλά, γιὰ τὸν Δία Μὲ πέρασες;
- Γιατί, ὁ Ζεὺς δὲν ἦταν θεός;
- Ναί, συνάδελφος, δὲν λέω... ἀλλὰ...
- Καλά, κατάλαβα, συνάδελφος ἴσον γιὰ θάψιμο!
- Μόνος του θάφτηκε!
- Ἔ, ἔ, ἔ! Σὲ τὰ μᾶς;
- Τρὲ σὲρ - cher, μὴν ξεχνιόμαστε - ὅταν διαβάζεις ἱστορίες καὶ Ἱστορία, καλλιεργεῖς τὶς ἐπίγειες γνώσεις καὶ τὴν φαντασία σου. Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη. Ἐγὼ, εἶμαι Ἀγάπη. Δὲν χρειάζομαι οὔτε γνώσεις οὔτε ἱστορίες καὶ Ἱστορία, - γκέκε;
- Μ' ἔριξες πάλι!
- Δὲν ξέρω ἀπὸ κλινοσοσφιστεῖες ἐγώ. Ὅ ἐλέχθη, ἐλέγχθη.
- Καλά, καλά, μὴν ἀγριεύεις! (Τί σοῦ εἶναι, μωρέ, αὐτὸς ὁ Θεός... Μὲ τίποτα δὲν τρώγεται).
..................................................................................... μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου