Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

20 Σεπτεμβρίου 2008, καὶ ὥρα 9:18.
Μία ἀπὸ τὶς ἐντελῶς πρῶτες δημοσιεύσεις μου, ἡ 2η Κλινοσοφιστεία,
στὸ Φόρουμ.γκρ πλέον, μὲ ἔναρξη 12 Αὐγούστου 2008.
κλινοσοφιστεῖες
γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Πῶς πέρασα τὰ γενέθλιά μου.

-------------------------------------------------------------"...κα ξάπλωσα γυμνούλης μ τ χέρι κε. πότε θυμήθηκα:

* Ἔκθεσις τοῦ μαθητοῦ τῆς Δ΄τάξεως τοῦ 99ου Δημ. Σχολ. Ἀθηνῶν κτλ.
(ἡ πρώτη μὲ μελάνη, δηλαδὴ μὲ πέννα, κονδυλοφόρο, μελανοδοχεῖο, στυπόχαρτο - οὐδεὶς λεκ
ές, κοιτᾶξτε!).
* Ἐν Ἀθήναις τῇ 27ῃ Αὐγούστου 2008.

Χτές, ἀπὸ μόλις ξημέρωσε (πιὸ πρὶν κοιμόμουνα) ὥς τὰ μεσάνυχτα, εἶχα τὰ γενέθλιά μου.
Σὰν χθές, ὥρα τρεῖς καὶ τέταρτο τὸ ἀπομεσήμερο, στὸ Κυνόσαργες τοῦ Ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν, γεννήθηκα ἐγώ. Κι' αὐτὸ δὲν θὰ ἐπαναληφθεῖ. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἔτσι εἶμαι ἀνεπανάληπτος.
Ἡ μαμά μου λέει ὅτι βγῆκα ἀνάποδα, - μὲ τὰ πόδια - ἀλλὰ αὐτὸ τὸ "ἀνάποδα" δὲν τὸ παραδέχομαι, ὅσο κι' ἄν εἶναι ἀλήθεια, ὅσο κι' ἄν ὅλα μοῦ πᾶνε ἀνάποδα, γιατί σημασία ἔχει τὸ ὅτι "ἐξῆλθα" ἐπιτέλους!... - πόσοι εἶδαν τὸ πῶς;
Ὑποθέτω τὸ κεφάλι μου, μαζὺ μὲ τὸ μυαλό μου, τὸ ποορισμένο γιὰ κλασικὲς σπουδὲς καὶ ὑπὲρ μοντέρνες ἀταξίες, δὲν θέλανε νὰ ἐκτεθοῦν μιᾶς κι' ἔξω στὴν ἀνθρωπότητα, τὴν σκληρὴ ἀνθρωπότητά σας, καὶ τελικῶς ὅμως βγῆκαν, διότι ἡ μαμὰ δὲν θὰ τὸ ἄντεχε νὰ ἀποκεφαλισθῶ ἐντός της καὶ πρὶν τῆς ὥρας μου. Ἐννέα μῆνες στὴν κοιλιά της, ἔμαθα τὰ χούγια της ἀπ' ἔξω κι' ἀνακατωτά. Ἦταν καλὴ γυναίκα ἡ φουκαριάρα. Κι' αὐτὴν τὴν ἐξακριβωμένη διαπίστωση θὰ τῆς τὴν ἔλεγα εὐθὺς ἀμέσως ἀλλὰ, βλέπεις, μὲ πιάσανε τὰ κοινοπληκτικὰ κλάματα, κάτι σὰν: - Οά!... οὐά!... καὶ, ἑπόμενον ἦταν, ξέχασα τί ἤθελα νὰ τῆς πῶ.
Στοχασμός: μήπως, ἄν ἔβγαινα, ὄχι ἀνάποδα ἀλλὰ ἴσια, σωστά, κανονικά, νορμαλικά, ἀπὸ τὴν καλή, ἤτοι πρῶτα τὸ κεφάλι μετὰ τοῦ νοός, θὰ λειτουργοῦσα ἐπὶ τῷ...φυσιολογικὸν, λέγοντας:
"- Ὤ, τὶ ὡραῖος κόσμος, μαμά!...Θένκς, μερσὶ μπιὲν καὶ νἆσαι καλὰ ποὺ ἔτεκές με! ἀλλὰ...πότε θὰ ξεκουμπιστοῦν οἱ Γερμαναράδες;" (1944).

Ὡστόσο, βλέπετε, ἀλλοιῶς τἀ ἔφεραν οἱ Μοῖρες: Κλωθώ, Λάχεσις καὶ Ἄτροπος, ποὺ μὲ ἀποστόμωσαν λέγοντας ἐκεῖνες τὰ δικά τους, ἐνόσω ἐγώ, ἐκτυφλωθεὶς ἀπό τὸ ὁλοάξαφνο Ἀπολλώνιον φῶς τῆς Ἀττικῆς, ἔμεινα μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, σφάλισα τὰ μάτια καὶ... Νὰ γιατὶ δὲν εἶδα ποιὰ Μοίρα μὲ μοίρανε τί! Ἄκουσα μόνον τρεῖς φωνὲς:
Α΄φωνή: - Μάννα Σμυρνιὰ. Δοθήτω αὐτῷ τὸ γλωσσοκοπανίζειν. Γένοιτο.
Β΄φωνή: - Πατὴρ Κερκυραῖος. Δοθήτω αὐτῷ μελωδικὴ φωνὴ καὶ τρέλλα ὅλη δική του. Γένοιτο.
Γ΄φωνή: - Υἱὲ τῶν Ἀθηνῶν, εἴη ἡ Ἀθην προστάτις σου, ἄν καὶ πολὺ σοῦ πάει, φτωχὸς ὤν! Γένοιτο.

Μόλις εἶδαν τὸ ψαλλίδι τῆς μαμμῆς, ποὺ θὰ ἔκοβε τὸν ὀμφάλιο λῶρο, νὰ τοὺς πῆγε! καὶ τὸ 'βαλαν στὰ πόδια ἅπασαι αἱ τρεῖς. Μά, ποιός θὰ τὶς πείραζε αὐτὲς τὶς σκρόφες;
Ἡ μάννα μου κι' ἐγώ, ἐπονέσαμε κάπως, - τὸ θυμᾶμαι σὰν νά' ναι τώρα - ἀλλά πόνος ἦταν καὶ πάει!
Τὸ προσφυγικό σπιτάκι μας γέμισε γέλοια, χαρές, θεῖες, θείους, ξαδέρφια, κουδουνίστρες...Ὅλα γιὰ τὸ λὲ μωρὸ καὶ τὸν μπεμπέ. Ἄ, ὅταν λέμε μωρό, ἐννοοῦμε βρέφος, νεογέννητο - καὶ ὄχι ἀνόητος, ἔτσι; Νὰ λείπουν οἱ ἐξυπνάδες σας.

[Στὸ μεταξὺ, ὁ μπαμπὰς ὅμηρος στὴν Γερμανία - π' ἀνάθεμὰ την! Ξυπόλυτος, φορῶντας μιὰ προβιὰ κατάσαρκα κι' ἕνα σύρμα στὴν μέση, νὰ δένει, νὰ καλύπτεται ἡ ξεβρακωσίλα, ἐνῶ χιλιάδες ψεῖρες, ἐπί τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, ἐκινδύνευαν, ὑποψήφιες καὶ δαῦτες, ἐξ αἰτίας του, καθημερινῶς νὰ πᾶνε πρὸς σαπωνοποιΐαν. Ἔπιναν δὲ τὸν ἀγλέουρα εἰς αἷμα ἑλληνικόν.
Πετσὶ καὶ κόκκαλο ὁ σιὸρ κόντε Σπυριντιόνε].

Μὲ ζεστὸ νερὸ τοῦ μαγκαλιοῦ καὶ πράσινο σαποῦνι (δῶρο τῆς νονᾶς μου), δύο ὧρες μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ εἴσοδό μου, ὁπόταν ξύπνησα μὲ τὶς πρῶτες μου τσίμπλες, ἡ μάδερ μ΄ἔπλυνε γιατί εἶχα κάνει καὶ τὰ πρῶτα κακά.
- Πούφ! ἔκανε ἡ μαμὰ κι' ἀμέσως, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, μοῦ ἄρχισε κάτι σὰν μπιντὲ, ὰπὸ πάνω ἴσαμε κάτω. Χωρὶς ντούς. Μ' ἕνα κύπελλο, βρὲ παιδάκι μου! Ὅ,τι εἶχε ἡ γυναίκα σὲ καιροὺς Κατοχῆς. Ἔπειτα, ἀγαλλίασε κι' ἐμένα τὸ προσωπάκι μου, πεντακάθαρο, φωτεινό, μὲ κεῖνες τὶς λᾶγνες ματσοῦνες, ματσουνάρες, νὰ τόσες!
Κοντολογίς, ἀγάπησα τὸ λουτρό, προάγγελο τοῦ χαμὰμ καὶ τοῦ κλύσματος ἁπάντων τῶν ἀξιεράστων καὶ μὴ ἐξαιρετέων.
Ἡ μάννα μου εἶχε καλό, θεαματικὸ βυζί. Τὸ τί μπορεῖ νὰ περιεῖχε, τέλος γερμανικῆς λύσσας, μὲ τόση πείνα καὶ θανατικὸ ὁλόγυρα, ἐκεῖνο τὸ βυζί, παραμένει ἄγνωστον!
Νὰ γιατὶ λαχταρῶ νὰ στήσω, μὲ τὰ χεράκια μου, μπροστὰ στὴν Βουλή:
Μνημεῖον στὸ Ἄγνωστον Γάλα τῆς Κατοχῆς.
Τέλος πάντων, ἔζησα. Ὅσο γιὰ βυζί...Καὶ σκέτο, γιὰ πιπίλισμα, καλὸν καὶ θρεπτικόν. Ἀπὸ τότε ἀπέκτησα καὶ ἕν βίτσιον : μαστορουφήχτρας. Ὅσον διὰ γάλα..., - ἔ, γαλακτώδη ἐξάγουν καὶ ἆλλά τινα μέλη τοῦ σώματος, - τοῦτο πρὸς ἐνημέρωσίν σας.

Χτές, εἶχα ὅλη μέρα τὰ γενέθλιά μου. Χωρὶς τὴν μαμά μου, χωρὶς τὸν μπαμπά μου, χωρὶς τὴν ἀδελφή μου. Μὲ σιχάθηκαν, λέει, ὅταν μεγάλωσα καὶ πέθαναν - ...ποιός θὰ πεθάνει πρῶτος νὰ γλυτώσει ἀπὸ μένα. Ἄσπλαχνοι, ὅλοι τους, ἐξέλιπον (ἀόριστος β΄). Κι' ἔτσι γεροπαράξενος ποὺ κατήντησα (ἐπισημαίνεται ἐδῶ σαφὴς ἠθικὸς ξεπεσμός), ἔχω κατὰ νοῦν, ἐγώ, νὰ μὴν πεθάνω ποτέ, (ἄμ, δὲν μὲ ξέρετε ἐμένα!...τί πεῖσμα σοῦ τὄχω!...), γιὰ νὰ μὴν ξανασυναντηθουμε οἰκογενειακῶς καὶ ἀναγκασθῶ νὰ τοὺς τὰ ψάλω σμυρνέικα καὶ γιὰ νὰ μὴν δώσω ἔμπνευση καὶ ἀφορμὴ στὸν Παῦλο Μάτεση νὰ γράψει νέαν κωμωδίαν, μετὰ τὴν ὑπέροχη "Τελετή" του. Ἄσ' τους νὰ περιμένουν τοὺς "βαρβάρους" τους - κάποτε ἴσως πάω κοντά τους ἀλλὰ... γιὰ ἕνα τέτοιο σόι, ἀχάριστο, χέστηκα καὶ δὲν ἔχω σκοπό, αὐτὴ τὴν φορὰ, νὰ πλυθῶ.

Χτές, ὁλημερίς κι' ὁλονυχτὶς, εἶχα τὰ γενέθλιά μου. Ὅμως 64 κεράκια (πιὸ πολλὰ κι' ἀπὸ τοῦ Κ.Π.Καβάφη) κοστίζουν ἀκριβώτερα κι' ἀπό τὴν τούρτα. Ἀλλά, τούρτα χωρὶς κεράκια ἴσον γέρος μὲ μαῦρα μαλλιά, καὶ ὡς συμπέρασμα: λείπει ὁ σεβασμὸς τῶν λευκῶν πλοκάμων. Καὶ πῶς νὰ τὸ κρύψω, τὰ μακρυὰ μοντέρνα μαλλιά μου εἶναι κάτασπρα σὰν ἄσπρη πέτρα ξέξασπρη. Ἀναμένω σεβασμὸ στὸ ἀκουστικό μου.
Σημειωτέον ὅτι ὁ Χρόνος αὐτοπροσώπως (ἅμα θέλει ὁ ἄτιμος!...) μὲ σέβεται. Ἀπόδειξη ὅτι μοῦ ἄφησε ἀνέπαφα τὰ ὑπόλοιπα νειᾶτα μου (τὰ ὁρατά, σύμφωνοι). Ναί, θὰ μποροῦσα ἄνετα νὰ ἰσχυρισθῶ πὼς πάω Δ΄Δημοτικοῦ (πόσες φορὲς ἄρα θὰ πρέπει νὰ ἔμεινα στὴν κάθε τάξη, - οὔ!...) Νὰ καμαρώνω ὅτι αὺτὴ εἶναι ἡ πρώτη μου καλὴ ἔκθεση, ἐνῶ οἱ ἆλλες ἤτανε σαφῶς καλλίτερες καὶ ἄριστες! Πὼς οἱ δάσκαλοι, στὸ Γραφεῖο, διαφωνοῦν στὸ τί πρωτότυπον βραβεῖον δέον νὰ μοῦ προσφέρουν: ἕναν καινούργιον ἔρωτα; - συγγνώμη, ἕνα ρολόι ἤθελα νὰ πῶ ἤ μιὰν ὑποτροφία, - τουτέστιν νὰ μὲ σπιτώσει κάποια πλουσία εὐεργέτις ἤ κάποιος πλούσιος εὐεργέτης τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν; Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἀκόμη κάνω πολυποίκιλα ὀρθογραφικὰ λάθη ἀλλά...ἄς μὴν ἄλλαζαν κάθε λίγο καὶ λιγάκι οἱ ὑπεύθυνοι τὴν Γλώσσα - τί φταίω ἐγὼ; Νὰ ὀνειρεύομαι πὼς ἡ συμμαθήτριὰ μου ἡ Ἠρὼ Κασσέτα (ἤδη τρίτος ἔρως τῆς ζωῆς μου, μετὰ τὴν Μάρθα Μαυρομμάτη καὶ τὴν Φανὴ Κοκκίνη) θὰ πάψει νὰ μιλάει μὲ τὰ μεγάλα ἀγόρια τῆς Στ΄τάξεως καὶ θὰ ξανά' ρθει σὲ μένα, ποὺ ἔχω καἰ τόσες γερμανικές, ἀνάγλυφες, σπάνιες ζωγραφιές, γιὰ τὶς ὁποῖες λυσσάει ἡ Ἠλέκτρα Κουρούπη ποὺ ἀπαγγέλλει καὶ ὑπέροχα σὰν ἠθοποιός! Πὼς ἡ μαμά μου κι' ὁ μπαμπάς μου θὰ μὲ στείλουνε στὸν Γάλλο, ποὺ μὲ ξεχώρησε, νὰ μάθω γαλλικὰ (τελικά, κατέκτησα καὶ τὸ στὺλ παριζιέν - ὄχι τί!). Πὼς τὰ παιδιὰ θὰ πάψουν νὰ μὲ βρίζουν "θεατρίνο" (ἔγινα καὶ πάψανε)! Πὼς ὅλες οἱ ψηλὲς μεγάλες κοπέλλες θὰ μὲ χορεύουν τάνγκο ὥς τὰ βαθειὰ γεράματα! Πὼς ὁ μπαμπάς μου θὰ ρετουσάρει τὸ πρόσωπο τῆς Γκρέτας Γκάρμπο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πετύχω μὲ τὸ μολύβι μου! Πὼς τὸ πουλάκι μου θὰ παραμείνει τὸ μεγαλύτερο τῆς γειτονιᾶς, νὰ τὸ ποθοῦν οἱ μπιντέστριες καὶ οἱ κλυσματισμένοι! Πὼς δὲν θὰ πάρω, Παναγίτσα μου Ἐκθεσοκαλοβαθμούσα, μηδὲν σ' αὐτὴν τὴν Ἔκθεση. ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν πῆρα κι' ἄς ἔγραφα τρὶς χειρότερα κι' αὐστηρῶς ἀκατάλληλα διὰ Σχολεῖον!

Δόξα Σοι ὁ Θεὸς, μὲ ἀναμνήσεις πέρασα τὰ γενέθλιά μου. Ἦταν οἱ μόνες ποὺ τὸ θυμήθηκαν καὶ ἦρθαν. Μὲ τίμησαν. Ἦρθαν γιὰ μένα, ὄχι γιὰ τὴν τούρτα.
Μὲ τί λεφτὰ νὰ ἀγόραζα;
-----------------------------------------------------------------...μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
*
Χῶρος γιὰ βαθμολόγηση:....................(ὁλογράφως),----------(ἀριθμητικῶς).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου