Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

13 Ἰουνίου 2010, καὶ ὥρα 12:35.
Sophie, de Michel Vaucaire. Εικόνα Cora Vaucaire chante.
* * *

Lorsque Sophie dansait / tout le bal s' arrêtait / séduit, émerveillé, / pour mieux la regarder / tourbilloner, légère...
Lorsque Sophie chantait / tout le bal se taisait, / car sa voix, tout d' un coup, / semblait dire un secret / à chacun d' entre nous!
Un peu plus qu' une soeur, / beaucoup plus qu' une amie, / elle avait tous les coeurs, / car bien mieux que jolie / elle avait du mystère...
Lorsque Sophie rêvait / le bal s' illuminait / et nous aurions suivi / jusqu' au bout de la nuit / Sophie et ses folies!

Quand elle est arrivée ici / un beau jour dans ce coin désert, / nous avons aussitôt compris / que le Printemps succédait à l' Hiver...
Lorsque Sophie aima / tout le monde trembla / et ne put s' empêcher / de haïr l' étranger / qui allait nous la prendre...
Lorsque Sophie pleura / la colère gronda, / on voulut la venger, / courir la consoler / et surtout la garder...
Mais on savait très bien / qu' on n' y pouvait plus rien / car même dans ses pleurs / son coeur était ailleurs, / trop loin pour nous entendre...
Lorsque Sophie partit / nous n' avons plus rien dit / car chacun comprenait / que nos vingt ans venaient / de partir à jamais!

Musique: Charles Dumont.
* * *
Κλινοσοφιστεῖες.
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Ὁ ἄγνωστος, ποὺ μᾶς κλέβει τὴν Sophie.

-------------------------------------------------------" ...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Ὅμως, χθὲς βράδυ, τὸ χέρι ἔτρεξε μὲ ἀγωνία στὴν καρδιά. Τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ πὼς μποροῦσε νὰ κλείσει τὴν ἔξοδο μὲ μιὰ μόνο παλάμη... Μὴ φύγουν οἱ παληὲς ἀγάπες. Ἀλλὰ ἀέρας δὲν ὑπῆρχε κἄν πιὰ ἐκεῖ μέσα! Πῶς θὰ γινόταν κάτι, κάποιος νὰ φωλιὰζει ἐκεῖ; Ἤδη ἡ καρδιὰ δὲν χτυποῦσε. Τὸ χέρι παραιτήθηκε ἤ ἁπλώθηκε στὸν ὁρίζοντα ἑνὸς καλὰ κλεισμένου δωματίου νὰ μὴν ἀκούγεται ἀπ' ἔξω τίποτα, νὰ μὴν μπαίνει μέσα ἄλλη θλίψη! Ἕνα τσιγάρο ἄχνιζε ἀπελπισία. Βοήθεια!

Ἡ Σοφὶ ἦρθε κάποτε στὸν χορὸ φέρνοντας τὰ εἴκοσί της χρόνια γιὰ νὰ μᾶς μαγέψει μὲ χάρη. Ἕνα ἀερικὸ ἦταν, ποὺ πέρασε κι' ἄφησε μιὰ νότα μουσικὴ γεμάτη πόνο ἐκεῖ ποὺ νόμιζες πὼς ἦταν χάδι. Ὀνειροπολοῦσες ἐσύ, χόρευε ἐκείνη στοὺς παλμούς σου, μπροστὰ σὲ κάτι μάτια ἔκθαμβα, νά, τόσα μεγάλα καὶ λαμπερὰ - τὰ δικά σου!
Αὐτὰ ποὺ τώρα κλείνουν σὰν ὀμπρέλλες ποὺ ἀρνοῦνται νὰ σοῦ προστατέψουν τὰ μάγουλα ἀπὸ τὴν βροχὴ. Τὰ μάτια κλείνουν γιὰ νὰ μὴ δοῦν τὴν ἀπουσία, τὰ δάκρυα σὲ λούκια χαλασμένα λαμπρύνουν ρυτίδες. Ξαναπιάνεις τὴν καρδιὰ σφιχτά, μὲ τὰ δυό σου χέρια. Γιατί ἔφυγαν οἱ ἀγάπες; Ποῦ πᾶνε οἱ ἀγάπες ὅταν χαθοῦν; Γιατί αὐτὰ τὰ σωθικὰ τὶς γυρεύουν πίσω πάλι;
Δὲν θέλεις ἆλλες ἀγάπες, θέλεις ἐκεῖνες, τὶς ἴδιες, ποὺ τὶς ἔμαθες, ποὺ τὶς ἀδίκησες δίνοντάς τους περισσότερη ἀγάπη. Ἔπρεπε νὰ ξέρεις τὰ μέτρα τους, νὰ τοὺς φορέσεις χάδια καὶ φιλιὰ ἀσορτὶ μὲ τὴν προσφορά τους, μὲ τὶς δυνατότητάς τους νὰ σ' ἀγαπήσουν. Μά, σ' ἀγαποῦσαν τρελλὰ! Ἔ, λοιπόν, ποῦ εἶχες τὴ δική σου λογική; Μέτρον ἄριστον, λές, ἀλλὰ μέτρον ξεπερνᾶς πρῶτος ἐσὺ ἀσυλλόγιστα καὶ ἀφειδῶς. Κλαῖγε. Μὲ τὸ κλάμα ἔρχονται εἰκόνες, φαντάσματα. Κάτι εἶναι κι' αὐτό.
Ψᾶξε νὰ βρεῖς τὴν Σοφὶ ποὖχες καιρὸ νὰ τὴν ἀκούσεις. Ἡ Σοφὶ ἀγάπησε ἆλλον. Κι' ἐδῶ νὰ τὴν φέρεις, ἡ καρδιὰ της θἆναι πολὺ μακρυά, ἀλλοῦ, σὲ ἆλλον. Θὰ φέρεις τ' αὐτιά της, νὰ σ' ἀκούει ποὺ θὰ λὲς λόγια - ἀλλὰ καλλίτερα νὰ τὰ γράψεις. Δὲν θ' ἀκούει κἄν τοὺς χτύπους τῆς πληγῆς σου - ἀλλὰ αὐτοὺς δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς γράψεις.
Ἄκου τους μόνος σου. Ὅσο ζεῖς. Εἶναι μιὰ συναυλία δική σου, στὸ ὡδεῖο τοῦ στήθους σου, μὲ τὴν φωνὴ ποὺ ξεπερνᾶ τῆς Γαλλίδας τραγουδίστριας π' ἀγαπᾶς, μὲ τὴν φωνὴ τῆς βοήθειας ποὺ ζητᾶς, νὰ ζήσεις ἀκόμη, ὥς τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἴδιες οἱ ἀγάπες σου, ἄν τὶς καλέσεις, νομίζεις, ποιητικά, θἄρθουν, ὅλες μαζὺ νὰ σοῦ κλείσουν ἁπαλὰ-ἁπαλὰ τὰ μάτια. Γιὰ πᾶντα.

Τὴν Σοφὶ σοῦ τὴν ἔκλεψε ὁ Χρόνος. Σοῦ ἔφερε τὸν Χειμώνα κι' ἔδωσε τὴν Ἄνοιξη ἀλλοῦ. Ἡ Ἄνοιξη εἶναι ἀλλοῦ. Δὲν θὰ σοῦ ἔρθει ἐσένα ποτὲ ξανά.
Εἶναι ὡραῖος καὶ ὁ χειμώνας, ὁ μοναδικός κι’ ἀνεπανάληπτος, ὁ δικὸς σου. Μπορεῖς νὰ χουχουλιάζεις πᾶντα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ, τὰ μάτια στὸ ἄπειρο, τὸ φιλὶ στὸ μετέωρο, τὸ καρδιοχτύπι μὲ τὴν ἀπρόσμενη - καλά, τὸ πιστεύεις; - λήξη , τὰ δάκρυα ὕστατο χειροκρότημα, μὲ τὴν αὐλαία φωτεινά, σὰν τοῦ Οἰδίποδα, γιατί κι' ἐσὺ στ' ἀλήθεια πόνεσες, ἤσουν ἀθῶος ὅποιον κι' ἄν σκότωσες, εἶσαι ἅγιος γιατὶ σὲ πρόδωσαν καὶ εἶπες πὼς, γιὰ τὴν Ἀγάπη, ἀξίζει κανεὶς νὰ πεθάνει περήφανος. Στὸν Σταυρό.
Ἡ Σοφὶ εἶναι πᾶντα ἐδῶ. Ἕνας στρόβιλος. Χορεύει καὶ θαμπώνει - ἄλλους, ὄχι ἐσένα.
Ἡ πράξη τετέλεσται, μὲ πολλὲς σκηνὲς μονολόγου, μὲ ψευδαίσθηση δράσεως. Ὅ,τι πιὸ συνηθισμένο κι' ὅ,τι πιὸ ἁπανταχοῦ παρὸν. Τὸ κενό.
.........................................................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου