Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

27 Δεκεμβρίου 2011,  καὶ ὥρα 2:00.
Κνημοσοφιστεῖες
... ἐν Κλινοσοφιστείαις

* * *
Γράφει .... Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

...........
.Τὸ τῶν γονάτων μου ἐγκώμιον.
...... καὶ εἶδα τὸν Ἑρμῆ καὶ μοὖρθε νὰ τὸν σφάξω.
~~~~
Μὴ μ' ἀναγκάζετε τώρα νὰ σᾶς πῶ, πὼς καὶ τὰ γόνατά μου εἶναι ὑπέροχα! Θὰ φανεῖ αὐταρέσκεια καὶ δὲν χρειάζεται - ἔχω τὸ γνῶθι ἐμαυτὸν. Εἴτε ὄρθιος, σὲ στάση προσοχῆς, μὲ ὅποιον φωτισμό, δωματίου ἤ ὑπαίθρου, εἴτε σὲ στάση ἀναπαύσεως, ἀκόμη καὶ σὲ διάσταση τῶν ποδῶν, δυὸ ἀστεράκια λάμπουνε, στὸ μέσον, ἀπὸ τὶς πατουσίτσες μου ὥς τὶς κλειδώσεις μου: τὰ γόνατά μου. Γι' αὐτὸ καὶ ποτέ μου δὲν γονατίζω, οὔτε γιὰ προσευχή, οὔτε κἄν γιὰ νὰ ζητήσω ἄς ποῦμε τὸ χέρι τῆς ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου - προτιμῶ νὰ τὴν πάρει ὁ Πάρις, ὁ ἄχαρις, ἀλλὰ δὲν γονατίζω!
Ἄχ! Ὅταν κάθομαι - γυμνός, αὐτὸ ἐξυπακούεται - σταυροπόδι, ἀπ' ὅπου καὶ νὰ τὰ δῶ, ἀφ' ὑψηλοῦ ἤ στὸν καθρέφτη, τὸ πρῶτο πρᾶγμα, ποὺ σκέφτομαι, καί, ἐν μέρει ἀπορῶ, εἶναι πῶς ἡ Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν, ἡ ἐν Ἀθήναις ἤ ἡ ἐν Παρισίοις, δὲν τὰ ζωγράφισε, μὲ λίγην προέκταση πρὸς τὶς γάμπες καὶ ὁλίγην προέκταση πρὸς τὰ μπούτια (γιὰ τὰ ὁποῖα ἐπιφυλάσσομαι νὰ γράψω Ὕμνον ὀρφικοῦ χαρακτῆρος ἄν ὄχι Πινδαρικοῦ) καὶ νὰ τὰ κάμει ἔμβλημά της καὶ σφραγίδα γιὰ τὰ διπλώματα ἀριστούχων.
Ἀλλά, καθεὶς ὅπως στρώνει κλινήρεται. Ἕνας κλινοχαρὴς ποτὲ δὲν τρέχει ξωπίσω ἀπὸ τὶς ἐφήμερες καὶ μάταιες δόξες τῶν ἄλλων. Ἀρκεῖται στὶς δικές του.
Ἄ, ναί, ἐδῶ θυμήθηκα πὼς κάποτε, μιὰ φορὰ κι' ἕναν καιρό, πάνω στὸ κρεβάτι γονάτιζα, ἔχοντας, μποστά μου, πᾶντα κάποια σπηλιὰ σκοτεινὴ καὶ μ' ἕναν ξαναμμένο φακὸ - ποὺ ὅμως δὲν φώτιζε, στὰ τυφλὰ πήγαινε... - εἰσχωροῦσα, ὄχι ὅλος, ὁ φακὸς μόνον. Κι' αὐτὸ ἀκόμη μοῦ ἀρκοῦσε. Ποτὲ δὲν ζήτησα κάτι πιὸ πολύ.
Σ' αὐτὰ τὰ ὑπέροχα γόνατα ἔχουν καθήσει τ’ ἀνηψάκια μου, τὰ παιδάκια μου..., κι' ἔχουν ἀκούσει παραμύθια, ὄχι ἀπὸ τὸ μυαλό μου βγαλμένα μὰ ἀπὸ τὴ μούρλια μου! Τέτοια καὶ τόση παλαβομάρα, ὅλον τὸν κόσμο νὰ ψάξεις, μόνον ἄν καθήσεις στὰ γόνατά μου θὰ τὴν βρεῖς.
Καί, τολμῶ νὰ πῶ: πάνω σ' αὐτὰ τὰ γόνατα, πῆραν ὅλοι τους χαρά, φαντασία καὶ λεύτερο νοῦ, ἐφάμιλλα μητρικοῦ γάλακτος.
Καὶ νὰ σκεφτεῖς ὅτι σπανίως συζητῶ μὲ τὰ γόνατά μου. Οὔτε κἄν ἕνα ποίημα δὲν γράφω στὰ γόνατα. Θἄλεγα: ὅτι δὲν τἄχω ποτέ μου προσέξει ἀλλά, ὅταν βλέπω κάτι ἆλλα γόνατα, κάποιες ἆλλες γάμπες, ἀστραγάλους, δάχτυλα, οὔουου!... ἀμάν, Παναγία μου! - πῶς μποροῦν;...
Ἡ ἐντελῶς προσωπικὴ χαρὰ μιᾶς ὁποιασδήποτε γάτας εἶναι ν' ἀναρριχηθεῖ στὰ γόνατά μου: ἀμέσως ἀρχίζουν τὰ χάδια, τὰ γαλλικὰ τραγούδια καὶ φυσικὰ μπόλικος Μάνος Χατζιδάκις. Ὅπου ἀλλοῦ καὶ νὰ πάει τὸ δύστυχο τὸ ζωντανό, μπουζούκια θ' ἀκούσει καὶ θ' ἀγριέψει. Καὶ τότε, μοῦ λύνονται τὰ γόνατα. Ἀδύνατον ν' ἀφήσω ἔτσι τὸ γατί, στὸ ἔλεος γκαρισμάτων...
Ὅμως λέω νὰ μὴν σᾶς μιλήσω ἆλλο γιὰ τὰ γόνατά μου, - ἄλλωστε τὸ κυριώτερο τὄπαμε: εἶναι ὑπέροχα! Καταντάει βαρετὸ καὶ ὕποπτο νὰ τὸ λέμε καὶ νὰ τὸ ξαναλέμε. Μπορεῖ ν' ἀρχίσετε καὶ ν' ἀμφιβάλλετε καὶ τότε, οὐαὶ κι' ἀλλοίμονό σας: θὰ φᾶτε γονατιὰ ποὺ θἆναι ὅλη δική σας.
Μιὰν ἄλλη φορά, θὰ μιλήσουμε, ἐκτενῶς, τὸ ὑπόσχομαι, καὶ γιὰ τὰ μπούτια μου, ποὺ ἔχουν τὴν τύχη, ἐξ οὐρανοῦ, ν' ἀποτελοῦν θεία συνέχεια στὰ γόνατά μου.
Στὸ κάτω κάτω, μὴν τὸ πάρουν κι' ἀπάνω τους, σκέτα γόνατα εἶναι, - δὲν θὰ κρεμαστοῦμε δὰ κι' ἀπ' αὐτά!
Πιὸ ψηλὰ ἔσονται τὰ περὶ πολλοῦ σπουδαῖα. Ἐκεῖνα εἶναι ποὺ δὲν ἔχω τὸ ταλέντο νὰ περιγράψω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου