Τρίτη 19 Ιουνίου 2018


18 Σεπτεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 5:57.
Εικόνα * Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
(Σχέδιο τῆς Λούκη Κνέχτμανς/Lucky Knechtmans
γιὰ τὸν τίτλο τοῦ περιοδικοῦ μου “Τρικυμία”).


Γάτα τσέπης,  1. 




Ξύπνησα ἀφοῦ εἶδα περίεργα, μεταξὺ ἐφιάλτη καὶ κατορθωμάτων, καθημερινῆς τετριμμένης πραγματικότητος, ὄνειρα. Ἔπρεπε, λέει, νὰ διαβῶ κάποιες δυσκολίες καὶ φυσικά (ἆντε νὰ δεῖς ὄνειρα, ἐσύ, μὲ φυσικὴ ροή, καὶ... στεῖλε μου καὶ χαιρετίσματα) τὰ κατάφερνα. Ὑπερρεαλιστικὰ ἐννοῶ... - ἀλλὰ ποῦ νιονιό, ἐσὺ, νὰ τὸ καταλάβεις! Πᾶντα ἔτσι ἤσουνα, ἕνα συνηθισμένο ἀνοιχτὸ στόμα μπροστά μου, δυὸ μάτια λαμπερὰ νὰ θαυμάζουν. Κι' ἀμέσως μετά, καθὼς γύρναγα νὰ πιῶ νερό, ἐσὺ κουνοῦσες τὸ κεφάλι μὲ σφιχτὰ προτεταμένα χείλη, σὰν φιλὶ ἀποτυχημένο, καὶ ἔλεγες:
- Ἔ, ρέ, τὴν ψώνισε αὐτός!...
Ἄν σ' ἄκουγα ἤ μᾶλλον ἄν σ' ἔβλεπα, θὰ ρωτοῦσα:
- Ἐγώ;
Ἄμ, δὲν σὲ πιάνω! Πίσω μου κάνεις ὅ,τι προσβλητικὸ γιὰ μένα - ἀλλὰ σὲ ξέρω ἀφοῦ, μπροστά μου, δὲν διστάζεις μὲ τὰ προσβλητικὰ γιὰ ἄλλους. Σὲ τί διαφέρω τάχα ἐγώ, ἕνας ἆλλος δὲν εἶμαι (γιὰ σένα); Βλάκας εἶμαι, ἀλλὰ τὸ καταλαβαίνω!
Ἄκου τώρα νὰ δεῖς: δὲν μ' ἐνδιαφέρει τί λὲς, πῶς μὲ βλέπεις καὶ τί σκέφτεσαι, ἐσύ, γιὰ μένα. Ὅ,τι παίρνω χαμπάρι, θὰ τὸ γράφω ἐδῶ νὰ σὲ κρίνουν οἱ ἆλλοι καὶ ὁ Θεὸς (ἄν διαβάζει ὁ Ὕψιστός μας Κλινοσοφιστεῖες, ἄν ἔχει κἅνα δράμι καλὸ γοῦστο καὶ Δαῦτος, - γιατὶ δὲν τὰ βλέπω καλὰ τὰ πράματα, δὲν τὰ βλέπω καθόλου καλά). Καὶ τέρμα.
Ἄκου τώρα, (ἄν θέλεις ν' ἀκούσεις): ἀποδείχτηκε πὼς εἶμαι γατάψυχος. Καὶ δὲν θ' ἀσχοληθῶ κἄν ψάχνοντας, μετρῶντας δηλαδὴ, πόσες φορὲς ὥς τώρα γλύτωσα ἀπὸ τὸ νὰ μὲ πᾶτε ἐσεῖς στὸ Κοιμητήριο. Καλὸ κι' αὐτό! Λὲς καὶ δὲν μὲ παίρνουν τὰ πόδια μου νὰ σᾶς πάω ἐγώ, ἐσᾶς. Μωρὲ καὶ μὲ πὶ ἔρχομαι, καὶ σούρνοντας θἄρθω νὰ σᾶς ρίξω χῶμα, ἔτσι ὡς ἀνταπόδοση, στὸ ρίξιμο, γιὰ τὴ λάσπη ποὺ προσπαθήσατε νὰ πετάξετε σὲ μένα ἐσεῖς.
Καὶ νὰ ξέρετε: τὸ χῶμα μου, θὰ πιάσει τόπο, γιατί θὰ σκεπάσει τὴν βρώμα σας. Ἐνῶ ἡ λάσπη σας κατρακύλησε χάμω ἀπὸ πάνω μου καὶ δὲν χρειάστηκε οὔτε κἄν ποτὲ νὰ λουστῶ γιὰ νὰ καθαρίσω. Οἱ γάτες αὐτοκαθαρίζονται.
Καὶ ὅταν, στὸ στομάχι τους, μαζευτοῦν κάμποσες τρίχες, κάτι σὰν τσιγαροτυλιγμένα, τὶς ξερνοῦν καὶ... πέρα βρέχει!
Μαζέψτε τὶς ἀκαθαρσίες μου, ποὺ δὲν εἶναι δικές μου καὶ ποὺ δὲν θὰ τὶς σκεπάσω ἐγώ. Ἔ, ὄχι κι' ὅσα καταπίνω, προχείρως, δικά μου. Ὄχι καὶ ἐμὰ τὰ ὑμέτερα.
Τὶς ἆλλες τίς ἀναλαμβάνω καὶ τὸ ξέρετε.
Μόνον οἱ γάτες ξέρουν ἀπὸ ἀκαθαρσίες καὶ ἀκαθαρσίες. Δικές τους καὶ δικές σας. Ποτὲ καμία γάτα δὲν κάνει τὴν πάπια σὲ τέτοια πράματα.
Τί λέγαμε; Ἄ, ναί: θὰ ζήσω κι' ἆλλο. Σιγὰ μὴν ξέρω καὶ πόσο - ἕν οἶδα: ὅτι πόσον ἀκόμη ἀκόμη βιώσω οὐκ οἶδα. Ἄν τὸ δῶ ποτὲ κι’ αὐτὸ στὸν ὕπνο μου, θὰ σᾶς τὸ γράψω μόλις ξυπνήσω, μὲ ἄψογη κλινοσοφιστικὴ τέχνη καὶ ἴσως, ἄν προλαβαίνω, γιατὶ μπορεῖ ὁ Χάρος ἔξω νὰ κορνάρει (καὶ μὲ τὸ δίκηο του: τόση δουλειὰ, τόσο ταμάχι καὶ... στὴ σύνταξη νὰ μὴ βγαίνει ποτὲ μὰ ποτέ!...), σατιρικὰ

- ἄχ! ἐκεῖνες οἱ ὁμοιοκαταληξίες
εἴμαστ' οἱ ποιητὲς ἐπιδειξίες,
μὰ σοῦ ἔχουμε κάποιες εὐελιξίες,
ποὺ τύφλα νἄχουν οἱ αἱμομιξίες!

- σατιρικὰ, λέω, γιὰ νὰ σκάει κι' ἐκεῖνος ὁ Σουρῆς - ἄν κι' ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, δὲν μοῦ φαίνεται νὰ τὸν τρομάζει ἡ παρουσία μου, δὲν μ’ ἔχει καὶ πολὺ σὲ λογοτεχνικὴ ὑπόληψη. Ἀλλὰ δὲν τὸν παρεξηγῶ, πεθαμένον ἄνθρωπο, - ἄσ' τον νὰ πάει στὸν Διάολο. Ὤχ! σιγὰ...
Μὲ σᾶς τoὺς ἐπὶ καὶ ὄχι τοὺς ὑπὸ Γῆς σκώληκες τὸ πρᾶγμα ἀλλάζει. Χμ!... Θὰ δεῖτε τὶ γάτα εἶμαι ἐγώ... Καὶ ποιός ξέρει ἄν δὲν τὸ εἴδατε κιόλας.
Τὸ νιάρ μου πάντως τὸ ἀναγνωρίζετε - μία ἀνατριχίλα, ἄνευ ἑτέρας παρομοίας, ὑπὸ μορφὴν μηνύματος στὸ Φόρουμ.γκρ.
[Συνεχίζει ὡς: γ ά τ α τσέπης, 2].
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τὰ παραπλεύρως γατιάσματα:


* Ζὼρζ Φεντὼ, "Γάτα στὴν τσέπη", 1888, θέατρο μπουλβὰρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου