Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

18 Ὀκτωβρίου 2012, καὶ ὥρα 2:23. 
 
Εικόνα * Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

Εικόνα     γά τ α τσέπης, 5.

Καὶ πραγματικὰ ἔνιωσα ἐλεύθερο γατάκι μὲ διάθεση νὰ προσευχηθῶ δι' ἐμὲ καὶ τὸν πλησίον, τοὺς πλησίους καλλίτερα, τοὺς πάντας ἔτι κάλλιον. Ἔκανα νὰ μπῶ στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς θανάτου ἀλλ' ἀμέσως τρόμαξα στὴ σκέψη πὼς ὅλοι οἱ ἅγιοι θὰ μὲ κοίταζαν σὰν ὑποψήφιο σὲ καλλιστεῖα ἀρετῆς. Ὅλοι οἱ νεκροί, ποὺ πέρασαν ἀπὸ ἔλεγχο, μὲ διορθωσοῦλες κι' αὐστηρὲς παρατηρήσεις ἀπὸ τοὺς πρυτάνεις τῆς ἐπὶ γῆς ὁσιότητος καὶ ἐπιφωτεστεφανώθηκαν, θὰ μὲ λοξοκοίταζαν, ἐντὸς τοῦ ναοῦ, πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες τοῦ Θεοῦ, (ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπαναπαυθεῖ εἰς τοὺς ἐδῶ ἐκπροσώπους Του) - μπροστά Του πάπιες, καθώς:
- Ἐκεῖνος κρίνει κι' ὁ Ἴδιος ἀποφασίζει.
Εἶμ' ἕνας νεκρὸς ποὺ ζεῖ ἀκόμα καὶ προτιμῶ τὸν καθαρὸ ἀέρα, ἔστω καὶ τῆς ὁδοῦ Αἰόλου (ὑπάρχουν καὶ χειρότερες καὶ βρωμερότερες, νά, ὅπως ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὴν πλατεία Βάθη...- οὔ, μὴν τὸ σκέφτομαι καὶ πρὸ παντὸς ἄς τὸ κρύβουμε). Ὑπὸ τὸν οὐρανό, στὸν καθαρὸν ἀέρα, ἐπὶ γῆς ἡ ἐξομολόγηση εἶναι πιὸ θεραπευτικὴ.
Ὄχι, βρὲ χαζὰ γατάκια, δὲν φοβᾶμαι τὸν θάνατο, - μὰ τὶ χαζομάρες πᾶτε καὶ σκέφτεστε κι' ἄς μὴν τὶς νιαουροψελλίζετε; Ὅλη ἡ ζωή μας δὲν εἶναι ἀναμονή μας θανάτου;
Πράξη καρδιᾶς δὲν εἶναι κι' αὐτός; Τί ποιός; Ὁ καλὸς ποιμήν, ὁ κυρ-Χάρος, χάνει ποτὲ κανένα πρόβατό του ἤ χρειάζεται ποτὲ μαντρί, σκυλὶ καὶ φόβο λύκου; Ὁ θάνατος ἔχει ὅ,τι θέλει χωρὶς νὰ κουνήσει κἄν τὸ δαχτυλάκι του. Ὅλα δικά του.
Ἐκεῖ, στὸν Πλάτανο, γονάτισα. Πῆρα δυὸ φῦλλα του φυλαχτὸ κι' ἔκλεισα λίγο τὰ μάτια. Διψοῦσα...
Δίπλα, ἔχει μιὰ κρήνη, ποὺ ὁ δῆμος Ἀθηναίων δὲν τὴν ἀφήνει νὰ τρέχει νὰ δροσίζει τοὺς περαστικοὺς. Ἄν διψᾶνε; Ἔ, νὰ πληρώσουν νὰ πιοῦν ἤ νὰ σκάσουν ἄνυδροι. Ὁ πλάτανος, ἔννοια σου, ποτίζεται ἀπὸ προαιώνια ὑπόγεια δάκρυα, σιγὰ μὴν περίμενε...ἄσε, μὴν πῶ τίποτα!
Ἐσύ, μεσιέ, μπορεῖς νὰ κλάψεις ἄνετα, μέχρι κορεσμοῦ. Κανεὶς δὲν θὰ δώσει σημασία (αὐτὴ εἶναι ἡ τρέχουσα ἀρετή, λὰ πιοὺ γκράντε σκασίλα τῶν ἀνθρώπων ντὲ λὰ Γκρέτσια) καὶ τὰ φῦλλα θὰ ἐκτιμήσουν τὴν προσπάθειά σου νὰ τὰ ποτίσεις δι' ὀφθαλμοκαταρρακτῶν, ἔστω κι' ἄν αὐτὰ, τὰ δάκρυα, δὲν φτάνουν οὔτε γιὰ "ζήτω!"... - μὴν ξεχνᾶς: ἡ πρόθεση μετράει.
Τὸ πολὺ-πολὺ κάποιος νὰ πεῖ:
- Ἄς πρόσεχε!...
Βέβαια, ἄν τὸν ἄκουγε κάποιος τρίτος, τί μουρμουρίζει, μπορεῖ καὶ νἄλεγε:
- Ἄχ, ὁ καθένας μὲ τὸ σταυρό του στὴν πλάτη!... Μεγάλο λόγο μὴ λές.
Πάντως καὶ οἱ δύο - καὶ οἱ τρεῖς, ἄν ὑπάρξουν τέσσερις - θὰ βιαστοῦν νὰ φύγουν, γιὰ ἕναν καὶ μόνον λόγο: ὅλοι βιάζονται καὶ δὲν προλαβαίνουν ν’ ἀσχοληθοῦν.

Ἄ, νά! Κάποιοι κοντοστέκονται κι' ἀποφασίζουν νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία, ν' ἀνάψουν τὸ κεράκι τους, νὰ φιλήσουν τὴν εἰκόνα ποὺ προτιμοῦν καὶ κάτι ἆλλα τέτοια ποὺ δὲν στοιχίζουν καὶ πολὺ - ὅσα προαιρεῖσαι, ἄς ποῦμε καὶ μισὸ εὐρώ: οἱ ἅγιοι ἀνέκαθεν ἐκτιμοῦσαν τοὺς ὀβολοὺς ποὺ δίδονται μὲ τὴν καρδιά.
Γιὰ νὰ μεσολαβήσουν ὑπὲρ ὑγείας, ἕνα κεράκι εἶναι ἔνσημο ἱκανό.
Ἡ κηδεία εἶναι ποὺ κοστίζει πολλὰ καὶ νὰ σοῦ πῶ γιατὶ: αὐτοὶ ποὺ σὲ κηδεύουν (ἀναγκαστικά) δὲν σ' ἀγαποῦσαν ντὲ καὶ καλά! Κι' ἄν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν τὸ ξέρουν (τὰ κουτσομπολιὰ μέχρι ἐκεῖ φτάνουν καὶ καθαγιάζονται βεβαίως βεβαίως) οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ ἄγγελοι, μὲ πρῶτον ἀπ' ὅλους τὸν Μιχαὴλ (Παναγία μου, τὶ αὐστηρὸς ποὺ εἶν' αὐτός! Ἀπὸ τὸ στόμα του δὲν ἀκοῦς τίποτ' ἆλλο παρά: "Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου!" καὶ μὴν ξεχνᾶμε πὼς, αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁδήγησε τοὺς πρωτοπλάστους ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατί αὐτοί, ἦταν ἱκανοὶ νὰ παραμείνουν ἀρμένικα ἐκεῖ ἤ ποιός ξέρει ἆλλο τί) καὶ φυσικὰ σοῦ λέει, παρὰ τὴν ὑπαξιωματικὴ ἀγιοσύνη του, μὲ μπόλικη τσουχτερότητα, γιατί πολὺ θᾶρρος τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός:
- Μπ, θέλεις διὰ τὸν τεθνεώτα σου διαμέρισμα ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως; Τὰ εἶχεν αὐτὰ κι' ἐν ζωῇ; Τὶ σόι ἀπαιτήσεις εἶν' αὐτές;
Ἄσε ποὺ μπορεῖ νὰ πεταχτεῖ καὶ κανένας Κλινοσοφιστής, νὰ πετάξει τὸ μακρύ του (κοντὸ δὲν ἔχει), ὁ ἀσεβέστατος:
- Ἔχει χαράτσια κι' ἐκεῖ ἰδιοκατοίκησης;
Ἀλλὰ μᾶλλον κάτι τέτοιο μοιάζει ἀπίθανο, διότι κι' αὐτὸς κάπου-κάπου ὅλο καὶ κάτι σέβεται - μὴν τὸν βλέπεις ἔτσι! Κάνει τὸν τολμηρὸ, δὲν εἶναι παρὰ μόνο στὰ γραφόμενά του!...

Ἀλλὰ ξεφύγαμε. Οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ ἄγγελοι , μὲ πρῶτον ἀπ' ὅλους τὸν Μιχαὴλ θὰ προσθέσουν:
- Θέλεις τὸν μακαρίτη σου καὶ...ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμὸς; Μπ! Τώρα σ' ἔπιασε ἡ πόνεση; Καὶ τόσα χρόνια γιατὶ τοὔβγαζες τὴν ψυχὴ κάθε λεπτό; Τέρας ἀνθρώπινο ποὺ λύσσαξες στὸ κατ' εἰκόναν καὶ ὁμοίωσιν τῶν τεράτων;
Ὤχ, γατάκι μου, δὲν θἄθελα μὲ τίποτα νὰ μὲ καλέσουν γιὰ μάρτυρα στὴν Θεία Δίκη. Μὲ ποιανοῦ τὸ μέρος νὰ πήγαινα ἄλλωστε;
Τοὺς ζωντανοὺς τοὺς ἀγαπάω - κι' ἄς μὴν τούς θέλω οὔτε ζωγραφιστούς.
Τοὺς ἀποθαμένους, τούς νοσταλγῶ. Ἀλλ' ἄν τούς εἶχα τώρα, ἐδῶ, μπροστά μου, καὶ τί δὲν θὰ τοὺς ἔσουρνα - συγγνώμη "ἔψελνα" ἤθελα νὰ πῶ, - ...εἶναι καθὼς πρεπέστερον ὑπὸ τὰς συνθῆκας μνημοσύνου. Ἄχ, γατάκι μου, γατούλη μου, Αἴολε, τί ἕωλος, τί ἄτολμος ποὺ εἶμαι, ἀνούσιος κι' ἀηδής!... Ἀντὶ νὰ σοῦ μιλῶ μὲ χάδια γιὰ φαγάκια, μεζέδες, γατοῦλες μὲ ρὸζ μυτοῦλες ποὺ κουνᾶνε τὴν οὐρά, βάλθηκα νὰ σἐ κλινοσοφοζαλίζω. Καὶ δὲν εἶπα ἕνα καὶ δυὸ μονάχα. Ἑκατὸν δυὸ παράτολμα ξεστόμισα. Γατάκι ἀγράμματο εἶσαι, μωρέ, ὀρφανὸ καὶ παραπεταμένο στοὺς πέντε δρόμους, τὶ νὰ μοῦ κάνεις; Καὶ ποὺ κάθησες καὶ μ' ἄκουσες, ὅ,τι καὶ νὰ κατάλαβες, ἐγὼ σ' εὐχαριστῶ, σ' ἀγαπῶ, σὲ φιλῶ στὴν κοιλίτσα. Βρέ! Τὸ βρῆκα: ἐδῶ πιὸ κεῖ εἶναι καὶ τὸ Λαϊκὸ Πανεπιστήμιο. Πάω ν' ἀκούσω μαθήματα. Γιατί, ὅποιος δὲν μαθαίνει πράματα, εἶναι σὰν νεκρὸς ποὺ τὸν ξεθάψανε. Καὶ βρωμάει, οὔουου!... τί νὰ σοῦ λέω!... σὰν θεόνεκρη ψοφόγατα! Ὅσο καὶ νὰ πλένεται, ὅπως καὶ νὰ ντύνεται, νὰ στολίζεται καὶ νὰ κερνάει γιὰ νὰ τὸν κολακεύουν, ἡ ἀμορφοσιὰ ξεπλένεται καὶ κατανικιέται μόνο μὲ τὸ λεύτερο πουλὶ τῆς μάθησης.
- Τὰ λέμε τουμόροου, καλό νιὰρ πὲρ στασέρα!
[Συνεχίζει ὡς: γάτα τσέπης, 6.]
~~~~~~~~~~~~~~~~
 
Μπροστὰ στὸν καθρέφτη:
- Ἔτσι μοὖρθε... .. νὰ τὸν γρατζουνίσω σήμερα! Τί galimatias* ἔλεγε κι' ἐγὼ καθόμουν καὶ κρυφάκουγα; (Λόγια ἄλλης γάτας κατὰ τύχην παραπλεύρως εὑρισκομένης).
~~
(*) Ἀρλοῦμπες.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου