Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ Βιβλίο-Πρόγραμμα 2 (1999) τοῦ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ μου.

Παραστάσεις γιὰ μικρὰ παιδιά, σὲ Δημοτικὰ Θέατρα, θερινὰ Φεστιβάλ, Δημοτικὰ Σχολεῖα, Πολιτιστικοὺς Συλλόγους, Ἐργατικὰ Κέντρα καὶ προπαντὸς σὲ Παιδικοὺς Σταθμούς.
Χορηγὸς Προγράμματος: Λάμπης Μάττας.
~~~~
Ἱστορικὸ ἀριθμῶν: 1η παράσταση, 31 Αὐγούστου 1985.
Τελευταία παράσταση, 30 Ἰουνίου 2000.
Ἀριθμὸς παραστάσεων: 1355. Εἰσιτήρια, 16.148. Ἔργα: τρία ξένα, ἐννέα τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
Πρεμιέρες καὶ Ὀρφανοτροφεῖα, δωρε
άν. Ἀπὸ τὴν Κόρινθο ἕως τὴν Χαλκίδα, σὲ ὅλη τὴν Ἀττική.
~~~~
Ἔπαιξαν οἱ: Κωστὴς Δυριώτης, λίγες παραστάσεις. Νίκη Τσίλια, ἕνα ἔτος. Ζωὴ Λὸ Σκόκκο, Σπύρος Λὸ Σκόκκο, ὥσπου μὲ τἠν σειρά τους νὰ μποῦν στὸ Λύκειο.
Καὶ οἱ: Μιμὴ Γουλέτα, Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος.
~~~~
Τὸ ἔργο ποὺ ἀκολουθεῖ, μαζὺ μὲ τὸ δράμα "Ορφέας και Ευρυδίκη", σὲ ἑνιαία παράσταση, ἔκλεισαν τὸν κύκλο τῶν ἐργασιῶν.
~~~~
Ἐγὼ εἶμαι ἔγγυος, ὄχι ἐσύ!

(κωμωδία σὲ στίχους, τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο, γιὰ μικρὰ παιδιά).
Ἀφιερώνεται στὴν Ζωὴ, στὸν Νίκο καὶ...
στὸ τέλειο μωρό μας, τὸν Φίλιππο.
Προφανῶς ἀπαραίτητη σημείωση:
Ἡ φίλη μου ἡ
Μαργαρίτα Καλουμένου (διορθώτρια τῶν τριῶν πρώτων μεταφραστικῶν ἐργασιῶν μου - ἔτσι γνωριστήκαμε...), βλέποντας τὸ βιβλίο, ἀναφώνησε:
- Ἐπιτέλους, σοῦ βρῆκα ἕνα σφᾶλμα: τὸ ἔγγυος! Γράφεται ἔγκυος...
Να
ί, ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξηγήσω, πὼς παίζω μὲ τὶς λέξεις: ἔγγυος = φερέγγυος (ποιός ἀπὸ τοὺς δύο εἶναι φερέγγυος γιὰ νὰ μεγαλώσει τὸ παιδὶ, ἡ Λόλα ἤ ὁ Λώλης;) καὶ ἔγκυος, λόγῳ ἐγκυμοσύνης.
Ἐννοεῖται ὅτι στὸν προφορικὸ πρόλογο τῶν παραστάσεων, δινόταν ἡ ἐξήγηση στὰ παιδιὰ-θεατ
ές.

.......... Εικόνα

Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου:
Λόλα..........................Μιμὴ Γουλέτα,
Λώλης........................Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Σκηνικό, ἀφαιρετικό, τὸ καθημερινὸ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τους. Εἶναι ἕνα σχετικὰ νεαρὸ σὲ ἡλικία ἀντρόγυνο, σὲ παληά κάπως ἐποχή.
~~~~
Σκηνὴ α΄
ΛΟΛΑ: Ἄχ, πόσῳ μ' ἀρέσει νὰ κεντῶ.
Μὲ ὄνειρα τὴν ὥρα μου περνῶ.
Μία πάνω...μία κάτω καί, νά!, πάλι
κάτω, μία σταυροβελονιὰ μεγάλη. (Μπαίνει ο Λώλης).
Ματάκια μου, θά 'ρθεις λίγο κοντά μου;
Σοῦ 'φτιαξα καφεδάκι, ἄρχοντά μου.
Σοῦ ἔβγαλα καὶ μπισκοτάκια. (Πάει κοντά του).
Δές! Σ' ἀρέσουν τὰ πουλάκια;
Κοῖτα, τοῦτο 'δῶ πετάει,
τὸ ἆλλο, μωροῦλι, μπουσουλάει,
τὸ τρίτο τσιμπολογάει...
- μᾶλλον διαλέγει τί νὰ φάει.
Νὰ καὶ ἡ μάννα τῶν πουλιῶν,
- πρώτη ρουφήχτρα σταφυλιῶν.
Κι' αὐτὸ τὸ ἀμπελόφυλλο, γιὰ δές...,
- σοῦ ἀρέσει;
ΛΩΛΗΣ:.......Μ' ἔκαψε ὁ καφές.
ΛΟΛΑ: Πρόσεχε, γλυκούλη μου, τὸ κάθε τι ἀπότομα τὸ κάνεις!
ΛΩΛΗΣ: Μὲ σκότισες μὲ τὰ κεντήματά σου. Θὲς νὰ μέ τρελλάνεις;
ΛΟΛΑ: Ὁρίστε! Λεκέδες στὴν δαντέλλα... - Τὸ πιατάκι
εἶναι, κύριε, γιὰ ν' ἀκουμπᾶμε τὸ φλυτζανάκι.
Ποιός τὰ πλένει, σὲ παρακαλῶ;
Πῶ πῶ τὸ σεμὲν μου τὸ καλό!...
Τρέχω ἀμέσως...- τί νὰ κάνω; Θὰ-ν-τὸ πλύνω. (Βγαίνει).
ΛΩΛΗΣ: Πᾶντα μὲ γκρίνιες τὸν καφέ μου πίνω.
~~~~
Σκηνὴ β΄
ΛΟΛΑ (Μπαίνοντας): Ματάκια μου, ἀνοῖξαν τὰ ματάκια σου;
ΛΩΛΗΣ: Πρὶν λίγο, μοῦ 'βαλες τὶς φωνές...
ΛΟΛΑ: Ἆντε, καλέ...- πῶς τὰ παραλές!...
ΛΩΛΗΣ: Ἄ, μπᾶ! Κι' ἄν κλείσεις τὰ χειλάκια σου,
θὰ σ' τὰ γλυκοφιλήσω.
ΛΟΛΑ (ἆλλο ποὺ δὲν θέλει): Ἔλα - κι' ἄς λιποθυμήσω. (Φιλιόνται).
Λώλη μου, τί ὡραῖα ποὺ φιλᾶς!
ΛΩΛΗΣ: Τὸ κάνω γιὰ νὰ μὴ μιλᾶς.
ΛΟΛΑ (ποὺ συνεχῶς ἀνάβει): Ἔ, μὰ τώρα θὰ σοῦ θυμώσω. Ἄκου ἐκεῖ, νὰ μὴν μιλῶ!
Καὶ τὴν γλώσσα, τί τήν έχω; Ἄκου, λέει, νὰ μὴ μιλῶ!...
Ἔ, λοιπὸν, δὲν θὰ σωπάσω.
Καὶ θὰ λέω.
Τί θὰ λέω;
Ὅ,τι λέω,
- μὰ θὰ λέω,
ναί, θὰ λέω...
Ἄν δὲν λέω,
νά' σαι σίγουρος, θὰ σκάσω.
ΛΩΛΗΣ (τὸ διασκεδάζει): Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι ὅταν θυμώνεις!
Σὰν ἀγριεύεις, νὰ καμαρώνεις.
Ὤ, παρακαλῶ, μὴν μὲ στραβοκοιτᾶς.
ΛΟΛΑ: Φύγε γρήγορα, στὴν μάννα σου νὰ πᾶς!
ΛΩΛΗΣ: Μέ διώχνεις; Τώρα δὲν μέ θέλεις;
Εἶμαι χαζός; Εἶμαι τεμπέλης;
Δὲν σοῦ φέρνω ὥς καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα;
ΛΟΛΑ (ἔχει μαλακώσει, κοιτάζει τὸν καφέ): Τόν ἦπιες ὅλον; Δὲν μοῦ ἄφησες μιὰ στάλα;
ΛΩΛΗΣ: Μπᾶ! Τὸν δικό μου καφέ περίμενες νὰ πιεῖς;
Τί τσιγγούνα! Νά 'ψηνες δύο...
ΛΟΛΑ:...............................Μὴν τὸ ξαναπεῖς.
Θὰ σοῦ μαδήσω τὰ μουστάκια.
ΛΩΛΗΣ: Χά! Δὲν ἔχω! (Κάνει νὰ τήν ἀγκαλιάσει).
ΛΟΛΑ( ἐπιθετική):.................Κοῖτα νυχάκια!
ΛΩΛΗΣ: Πῶ πῶ!...Γιὰ δὲς, πῶς τσακωνόμαστε!
Στὸ βάθος, ξέρεις, ἀγαπιόμαστε.
Ἔλα, νὰ σέ σφίξω στὴν ἀγκαλιά μου.
ΛΟΛΑ: Μμμ!...Σιγά μὴν σοῦ δώσω τώρα καὶ τὴν καρδιά μου!
ΛΩΛΗΣ: Φτάνει! Μὴν εἶσαι κουτὴ. Θέλω, προτοῦ φύγω,
νὰ σέ φιλήσω στὰ μαλλάκια...Μόνο λίγο,
ὄχι πολύ. Τὸ ξέρω, μὲ σιχαίνεσαι!
ΛΟΛΑ: Εἶσαι χαζὸς - κι' ἀπὸ τὴν μύτη φαίνεσαι.
ΛΩΛΗΣ: Ἄς μὴν χαζομαλώνουμε... καὶ πάλι ἄς φιληθοῦμε.
ΛΟΛΑ: Ναί! - κι' ἀφοῦ χορτάσουμε φιλιὰ, ξανὰ νὰ τσακωθοῦμε!
Νὰ μοῦ λείπει - φεῦγα, βιάσου.
ΛΩΛΗΣ: Ὀχτώμιση!... Ἀντίο, γειά σου.
(ἀλλοιῶς): Γιατί πρέπει τάχα κάθε μέρα νὰ δουλεύω;
ΛΟΛΑ: Ἔλα μου ντέ! Μὰ...- κι' ἐγώ, γιατί νὰ μαγειρεύω;
Ἄχ, δὲν μοῦ εἶπες, σ' ἄρεσε τὸ κέντημά μου;
Τὸ ξεσήκωσα ἀπό 'να πού 'χει κι' ἡ μαμά μου.
Θέλω νὰ μοῦ δώσεις δυὸ χιλιάδες, γιὰ κλωστές,
ξέρεις, καὶ δαντέλλα...Κοίταξέ το - κι' ὄχι, πές,
δὲν εἶναι φίνο, ἐκλεκτό, χαριτωμένο;
Δύσκολο μόνο στὸ γατάκι τὸ σκασμένο!
ΛΩΛΗΣ (τῆς δίνει λεφτά): Ὅλο λεφτά, λεφτά... - παράτα με νὰ φύγω.
Ὁρίστε! Δύο δὲν εἶπες;
ΛΟΛΑ:....................Δές το καὶ λίγο!
ΛΩΛΗΣ: Εἴπαμε, ὡραῖο, χρυσοχέρα μου, εὖγε.
ΛΟΛΑ: Αὐτὸ περίμενα νὰ πεῖς...- και τώρα φεῦγε.
~~~~
Σκηνὴ γ΄
ΛΟΛΑ (μόνη): Ἔ, λοιπόν, βαριέμαι νὰ κεντήσω. Δὲν κεντῶ. (Πετάει τὸ κέντημα).
Δουλειές...δουλειές, οὔφ! Οὔτε μιὰ μέρα δὲν γλεντῶ.
(Νευριασμένη): Κι' ἄν ξεσκονίσω,
κι' ἄν σφουγγαρίσω
κι' ἄν συγυρίσω...
κι' εἴτε ψωνίσω
ἤ δὲν ψωνίσω...
ψάρια κι' ἄν θὰ τηγανίσω
ἤ κοτόπουλο μαδήσω...
ἤ καθήσω
καὶ κεντήσω,
τί θαρρεῖτε θὰ κερδίσω;
Κούραση, - καὶ θὰ ψοφήσω.
Θὰ μοῦ πεῖτε, τώρα ἐσεῖς, πῶς κι' ἔτσι, κι' ἄλλαξα γνώμη;
Θέλετε λογαριασμό; Τὴ...δουλίτσα σας - συγγνώμη,
ἀφοῦ δὲν ἀνακατεύομαι ἐγὼ ποτέ μου
στὰ δικά σας,
ἀπορῶ, γιατί δὲν κάθεστε - ὦ, θεέ μου!...-
στὰ αὐγά σας;
Ὁρίστε, τὸ κέντημα κλωτσάω μακρυά μου.
Πάω νὰ λούσω, νὰ χτενίσω τὰ μαλλιά μου.
~~~~
Σκηνὴ δ΄
ΛΩΛΗΣ (περπατῶντας στὸν δρόμο): Μέσα στοὺς δρόμους θὰ περπατῶ
ὅταν ἡ Λόλα δὲν εἶναι 'δῶ.
Λόλα, Λόλα, εἶσαι 'δῶ;
Λόλα, Λόλα, μὴν σέ δῶ. (Σοβαρεύεται):
Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε,
κι' οἱ δυό μας φταῖμε,
ποὺ ὅλο γκρινιάζουμε...
Ναί, δὲν μονιάζουμε.
Σὰν τὴν γάτα μὲ τὸν σκύλο.
Ἕνα γράμμα θὰ τῆς στείλω,
νὰ τῆς λέω: "Φεύγω καὶ σ' ἀφήνω,
δὲν σ' ἀντέχω
". - Μπᾶ, καὶ πῶς θὰ μείνω
μόνος κι' ἕρημος, στοὺς δρόμους;
Βαρειὰ ἡ μοναξιὰ στοὺς ὤμους! (Παύση):
Εἶπα ὄχι, - σπίτι πιὰ δὲν ξαναπάω!
Θά 'βρω δὰ γυναίκαν ἄλλη ν' ἀγαπάω.
Ναί, σωστὰ, γυναίκαν ἄλλη...
ἀλλὰ κι' ἄν...καὶ τότε, πάλι,
βρῶ μουρμούρα πιὸ μεγάλη;
Μοῦ πονάει τὸ κεφάλι.
Οὔφ, στὴν Λόλα, λέω, πάλι νὰ γυρίσω.
Κάν' την πάπια, Λώλη. Γρνα πίσω.
Θὰ τῆς δώσω κι' ἕνα λουλοῦδι,
νὰ τήν καλμάρω. "γγελοδι",
θὰ τῆς πῶ,"...κι' εἶσαι σήμερα στὶς ὀμορφιές σου!
 
Τσάκα καὶ τρεῖς χιλιάδες γιὰ τὶς κλωστές σου.
Γιὰ νὰ δῶ, καλὲ, τὸ κέντημά σου...
Σκάλες καλλίτερο ἀπ' τῆς μαμᾶς σου!
Ἄλλη καμιὰ δὲν ἔχει τὴν δική σου χάρη.
Θέλω νὰ μοῦ κεντήσεις κι' ἕνα μαξιλάρι...
".
Σᾶς ὁρκίζομαι, τέτοια λογάκια θὰ τῆς πῶ.
Κι' ἄν δὲν τὸ κάνω; χίλια κομμάτια νὰ κοπῶ!
~~~~~
Σκηνὴ ε΄
ΛΩΛΗΣ (μπαίνοντας εὐδιάθετος): Τόκ, τόκ, τόκ... σοῦ χτυπῶ τὴν πόρτα, τρέχα νὰ δεῖς.
ΛΟΛΑ: Ἦρθες; Μὴν ἀρχίζεις τὶς σᾶχλες, μὴ, νὰ χαρεῖς!...
ΛΩΛΗΣ: Αὐτὸ τὸ ἀνθουλάκι γιὰ σένα!
ΛΟΛΑ (σαστίζει, κολακεύεται): Κι' αὐτὸ τὸ γραμματάκι, γιὰ σένα!
ΛΩΛΗΣ (τὸ παίρνει, τὸ κοιτάζει): Ὁρῖστε; Γρᾶμμα; Μοῦ 'γραψες... ἐσύ;! Πρέπει νὰ τὸ διαβάσω;
ΛΟΛΑ (γελάει): Ἔμ, τὶ λέ;ς... Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὸ λουλοῦδι. - Μὴν τὸ ξεχάσω:
ἄρχισα νὰ πλέκω μωρουδιακά...
μὲ μανηκάκια, κουκούλα, γιακά...
ΛΩΛΗΣ (πολὺ σαστισμένος): Γρᾶμμα...μωρουδιακά...- δὲν σέ καταλαβαίνω! (Διαβάζει):
"Βαρέθηκα μονάχη στὸ σπίτι νὰ μένω.
Νὰ συγυρίζω, νὰ μαγειρεύω καὶ νὰ σὲ περιμένω,
μπαφιασμένη δὲ, τέλος, μὲ τὶς φωνές μου νὰ σὲ τρελλαίνω.
Ὅμως, ἐκεῖ ποὺ τὰ σκεφτόμουν
κι' ἔκλαιγα...
" (Λώλης, κατ' ἰδίαν): Τὸ ὑποψιαζόμουν. (Διαβάζει πάλι):
"...κάτι ἔλαμψε μὲς τὸ μυαλό μου,
- γιὰ τὸ καλό σου καὶ τὸ καλό μου -
κι' ἀντρούλη μου, τὸ βρῆκα τὶ μᾶς λείπει:
ἕνα μωρό! Μά, ξέχνα κάθε λύπη.
λλο... δὲν λέω, - νὰ ξέρεις, σ' ἀγαπῶ".
(Λώλης, στὸ κοινό): Καὶ τώρα, πέστε μου, τί νὰ τῆς πῶ; (Στην Λόλα):
Τὸ λὲς ἀλήθεια; Τὸ λές;...
ΛΟΛΑ: Θά' χουμε χαρὲς πολλές.
Νὰ δεῖς, θά 'ναι κι' ὀμορφοῦλι,
τετραπέρατο, γλυκοῦλι...
Θά 'χει τὰ μάτια τὰ δικά σου
καὶ τό 'νομα δὰ, τοῦ μπαμπᾶ σου!
Σὲ μένα θὰ μποιάζει γενικῶς,
ἴδιο στόμα,
ἴδιο σῶμα,
ἴδιον χαρακτήρα προπαντός!
Στὸν ἀστερισμό, θά 'ναι Λιοντάρι,
θά 'χει ὥροσκόπο τὸ Κριάρι.
Ἄχ, νὰ γεννηθεῖ Δευτέρα,
μιὰν ἡλιόλουστην ἡμέρα!...
Ὧρες δύο νὰ κοιμᾶται,
(Στὸ κοινό) - σεῖς, σιγὰ νὰ περπατᾶτε -
 
(Πάλι στὸν Λώλη) κι' ὅταν ὕστερα ξυπνάει
στὸ γιογιὸ νὰ κατουράει.
Μά, κι' ἐσύ, νὰ βοηθᾶς,
νὰ μὴν στέκεις καὶ κοιτᾶς!
Θὰ τὸ κάνεις;...
ΛΩΛΗΣ:..........Μπέιμπυ-λίνο νὰ μὴν τοῦ βάζουμε.
Καὶ μᾶλλον, μὴν σέ βυζαίνει, γάλα νὰ τοῦ βράζουμε.
ΛΟΛΑ: Τὶ λές, χριστιανέ μου; - μὴν τὸ ξαναπεῖς.
Θὰ βυζαίνει ὅσο θέλει. Τί λογῆς
παιδὶ θὰ βγεῖ
χωρὶς στοργή;
Θὰ τό 'χω διαρκῶς μαζύ μου
νὰ ρουφάει ἀπ' τὸ βυζί μου.
ΛΩΛΗΣ: Καλά - νὰ τ' ἀκούσω, φτάνει, "μπαμπὰ" νὰ μὲ λέει...
ΛΟΛΑ: Δύο χρόνια, πρὶν τὸ πεῖ, μερόνυχτα θὰ κλαίει.
ΛΩΛΗΣ (τοῦ τὴν ἔχει βαρέσει, χορεύει καὶ τραγουδάει): Πῶς μ' ἀρέσει, μ' ἀρέσει, μ' ἀρέσει,
νὰ μὲ λέει "μπαμπὰ" πῶς μ' ἀρέσει...
~~~~~
Σκηνὴ στ΄
(Τρεῖς μῆνες ἀργότερα, ἡ κοιλιὰ τῆς Λόλας "φαίνεται").
ΛΟΛΑ: Σὰ νά 'χω λιγάκι παχύνει, νά! κάπως ἐδῶ.
Κι' ἐδῶ. Πῶ πῶ πῶ!... Θ' ἀνεβῶ στὴ ζυγαριὰ νὰ δῶ. (Βγαίνει, ξανά 'ρχεται):
Πῆρα πέντε κιλὰ μέσα σὲ τρεῖς μῆνες.
Μοῦ πονᾶνε τὰ νεφρά... - κι' ἐδῶ, οἱ κνῆμες.
Θὰ καθήσω, δὲν μπορῶ. (Κάθεται, ὀνειροπολεῖ):
Πῶς νά 'ναι τάχα τὸ μωρό;
Νά 'χει, λέτε, μάτια γαλανὰ
ἤ μήπως μαῦρα ἤ καστανά;
Λέτε νά' ναι κοριτσάκι;
Τοῦ 'χω ἕνα φουστανάκι!...
Ἄν γεννήσω πάντως ἀγοράκι,
- Λόλα, πλέξε καὶ παντελονάκι!
Λὲς νά 'ναι γκρινιάρης, νὰ τσιρίζει;
Κεῖνο, τῆς Ἑλένης, - πῶς τὴν βρίζει!...
" - Εἶσαι κακιά, θέλω τώρα νὰ μοῦ πάρεις τραῖνο!"
Ἄν δὲν σκαμπάζει ἀπὸ λόγια; μωρὲ θὰ τὸ δέρνω.
Ποῦ 'ν' τὰ χρόνια τὰ δικά μας.
Τρέμαμε τόσο τὴ μαμά μας...
ΛΩΛΗΣ (ποὺ, μπαίνοντας, τὴν ἄκουσε): Σιγά, καλά, καὶ σέ πιστέψαμε!
ΛΟΛΑ: Ἐσύ, σιωπή.
ΛΩΛΗΣ: ...............Μπᾶ, ἀγριέψαμε;
ΛΟΛΑ: Ἄσε τὰ λόγια τὰ πολλά. Πεινάω.
Ψῆσε μου δυὸ μπριζολίτσες νὰ φάω.
ΛΩΛΗΣ (Θέλει νὰ τὸ ἀποφύγει): Δὲν ὑπάρχει σοῦ λέω στὸ ψυγεῖο καμία.
Τὸ πολύ φαΐ βλάπτει σοβαρῶς τὴν ὑγεία.
 
ΛΟΛΑ: (Μὲ νόημα): Μά, τί θὲς νὰ κάνω; Ἐμεῖς πεινᾶμε.
Φυσικὸ δὲν εἶναι, διπλὰ νὰ φᾶμε;
ΛΩΛΗΣ: Καλά, πάω στὴν κουζίνα νὰ δῶ.
ΛΟΛΑ: Κι' ὅ,τι βρεῖς, ἐσὺ ξέρεις, φέρ' το ἐδῶ.
~~~~
Σκηνὴ ζ΄
ΛΟΛΑ (μόνη, ψάχνει τὰ κρυμμένα φαγητά):
Γρήγορα τὰ σοκκολατάκια. (Βγάζει ἕνα κρυμμένο κουτί):
Ὄχι, αὐτὰ εἶναι συκωτάκια. (Κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Οὔφ, ὄχι τώρα ζελεδάκια! (Κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Ἄχου, θεέ μου, ντολμαδάκια! (Τρώει, κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Κεφτεδάκια,
ραπανάκια...(Τρώει, παραλίγο νὰ πνιγεῖ, κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Πῶς μ' ἀρέσουν οἱ λιχουδιές!
Σοῦ ἔχουν κάτι μυρωδιές!...(Ψάχνοντας):
Μπᾶ! Γατίσιες πικάντικες τροφές!
Στὴν ἀνάγκη, γιατί; - καλὲς κι' αὐτές.
Ἔ, ὄχι δά. Αὐτές, θὰ τὶς ἀφήσω.
Μὰ τί, παιδὶ ἤ γατὶ θὰ γεννήσω;
~~~~
Σκηνὴ η΄
(Τρεῖς μῆνες ἀργότερα).
ΛΩΛΗΣ (μόνος, ἐνῶ τῆς ἑτοιμάζει ἕνα πιάτο):
Σὲ τρεῖς μῆνες, ἐπιτέλους, θὰ γίνω πατέρας.
Τὰ βράδυα, θὰ μ' ἀφήνει νὰ κοιμᾶμαι, - τὸ τέρας;
Ἤ θὰ κλαίει μὲς τὰ μεσάνυχτα, ...στὶς τρεῖς, στὶς τέσσερις ἡ ὥρα;
- Κοίταξε, μπέμπη, κάνε νάνι, θὰ σοῦ τὴν κόψω ἐγὼ τὴν φόρα.
Ὁρ
στε μας! Μπᾶς καὶ γεννήθηκες ἐσὺ, γιὰ νὰ μᾶς φᾶς, ἐμᾶς;
Μάζεψ' τὰ μπέιμπυ-λίνο καὶ τὰ μπιμπερόν σου... κι' ἀλλοῦ νὰ πᾶς!
Ἤ σταματᾶς, ἀμέσως, τώρα, νὰ κλαῖς...
- "
Ὄχι", τολμᾶς βρὲ μπόμπιρα καὶ λές;...
Ἄει βρὲς
λλον πατέρα κι' ἄλλην μάννα.
Σὲ σπίτι βρίσκεσαι κι' ὄχι σ' ἀλάνα!

~~~~~
Σκηνὴ θ΄
ΛΟΛΑ (μπαίνει): Μονάχος σου μιλᾶς; Καὶ ποιόνε βρίζεις;
ΛΩΛΗΣ: Κοῖτα ξάπλωσε ἐσὺ καὶ μὴν γυρίζεις
πέρα-δῶθε σὰν τὴ σβούρα!
Ἄλλη κι' ἐτούτη ἡ σκοτούρα,
νὰ πρέπει νὰ τῆς λέω 'γὼ πρᾶγμα ποὺ ξέρει: νὰ μὴν κουράζεται.
ΛΟΛΑ (κατ' ἰδίαν): Πολὺ τὸν κάνω κέφι, ποὺ γιὰ μένα, τώρα, πῶς τόσῳ γνοιάζεται.
(Στὸν Λώλη): Σκῦψε νὰ δεῖς, καλέ, τὸ παλαβό σου πῶς κλωτσάει.
ΛΩΛΗΣ (πλησιάζοντας): Ἄκου, πές του νὰ κάτσει φρόνιμα, - νὰ μὴν τὶς φάει.
(Ἀφουγκράζεται).
ΛΟΛΑ: Τρελλάθηκες; Θὰ δείρεις τὸ παιδί μας προτοῦ γεννηθεῖ;
Σῶπα νὰ τ' ἀκούσεις. Σκῦψε στὴν κοιλιά μου, πρὶν κοιμηθεῖ.
ΛΩΛΗΣ: Σςςς...Ναί, κάτι...κάτι, σὰν νὰ μοῦ φαίνεται, βροντάει.
Τί διάολο τό 'πιασε κι' ἔτσι τὸν κόσμο χαλάει;
ΛΟΛΑ: Τὸ κακόμοιρο, τὸ παιδάκι μου, τὸ καημένο,
τόσους μῆνες στὴν κοιλιά μου τό 'χω φυλακισμένο.
Δὲν λὲς νά 'ναι γερό!...
Δός μου λίγο νερό.
ΛΩΛΗΣ: Δὲν θὰ φᾶς κανένα μεζεδάκι;
Σκέτο, βέβαια, χωρὶς οὐζάκι.
ΛΟΛΑ (κλείνει τὰ μάτια της νυσταγμένη, γνέφει "ὄχι", κοιμᾶται).
ΛΩΛΗΣ: Ὁρῖστε, μόνος πάλι!
(Δὲν ξέρει τί νὰ κάνει).
ΛΟΛΑ (στὸν ὕπνο της): Κρυώνω. Φέρ' τὸ σάλι.
ΛΩΛΗΣ (πρόθυμα τῆς τὸ ρίχνει στὶς πλάτες. Ἀμηχανία. Σὰν ἀπὸ ἔμπνευση, κάθεται δίπλα της καὶ τὴν νανουρίζει):
Νάνι, ἡ μαννούλα νάνι.
Τ' ἀγοράκι ποὺ θὰ κάνει
θὰ μᾶς φέρει τὴν χαρά μας,
θά 'βγουνε τὰ ὄνειρά μας,
περιμένω νὰ τοῦ πῶ
πὼς στ' ἀλήθεια τ' ἀγαπῶ.
(Σηκώνεται, κλείνει τὶς κουρτίνες, ἔρχεται πάλι κοντὰ ἐνῶ δὲν ἔχει διακόψει καθόλου τὸ νανούρισμα):
Νάνι, ἡ μαμά του νάνι,
τὸ μωράκι ποὺ θὰ κάνει,
νάνι
κάνει
στὴν κοιλιά της.
Νάνι, τώρα τὰ φιλιά της
θὰ τὰ δίνει στὸ μωρὸ
νά 'ν' ὡραῖο καὶ γερὸ.
Νάνι, νάνι, νάνι...
(Σκοτάδι).
~~~~
Σκηνὴ ι΄
ΛΟΛΑ (βαστάει συνεχῶς τὴν κοιλιά της, ἑτοιμόγεννη): Ἄααα!... Μαμάαα!... Τρέχα, Λώλη!
Λώλη μουουου!...Λωλάκο μουουου...
Μόνη μ' ἀφῆσαν ὅλοι!
Μάννα μουουου...Λωλάκο μουουου!...
Ἄχ!...Ὤωωωχ!....Ποιόνα νὰ φωνάξω;
Πρέπει νυχτικὸ ν' ἀλλάξω...
Σήμερα. Ὤωωχ! Ναί, τώρα!
Ἔφτασε, ναί, ἡ ὥρα.
Λώλη μου...Λωλάκο μου... Λωλούλη μου.
Βγαίνει... - Ὄχι, δὲν βγῆκε τὸ μωροῦλι μου.
 
Ποῦ νὰ πάω; Τί νὰ κάνω; Ποῦ νὰ καθήσω;
Δὲν μπορῶ... Παναγιά μου, δὲν θὰ ζήσω.
Γιατί, Λώλη μου, μόνη μου νὰ γεννήσω;
Νὰ τὸν πάρω στὴ δουλειά, νὰ τηλεφωνήσω...
Γιατί, γιατὶ νά 'ναι τόσῳ μεγάλο;
Ἡ κοιλιά μου δὲν τὸ ἀντέχει ἆλλο!...
(Πίσω ἀπὸ τὸν καναπὲ, νὰ μὴν φαίνεται).
Θὰ βγεῖ. Βγαίνει. Βγῆκε!
(Παύση μεγάλη. Ἀνακούφιση. Φαίνεται τὸ πρόσωπό της, σὰν νὰ τά 'χει χαμένα).
Στὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι μπῆκε!
(Ἀλλοιῶς, ἐνῶ ἔρχεται μπροστά).
(Τὸ καμαρώνει) Δεῖτε, τί ὡραῖο κοριτσάκι!
Ποιός τῆς τό 'φτιαξε τὸ κοτσιδάκι;
Φοράει φουστάνι, κᾶλτσες, παπούτσια, βρακάκι...
Δὲς ἐδῶ, τὶ ἀπαλό, ρόδινο μαγουλάκι,
τριανταφυλλένιο στοματάκι...
κι' οὔτε μιὰ τσίμπλα στὸ ματάκι!
Ἡ κόρη μου γεννήθηκε μὲ προίκα... - θὰ τρελλαθῶ!
Εἶμαι καὶ ἡ Πρώτη μάννα, - φτοῦ νὰ μὴν ἀβασκαθῶ.
Ἄχ, τὸ μωρό μου, νὰ τὸ φιλήσω,
νὰ: μὰτς, ἀπὸ μπρός, μοὺτς κι' ἀπὸ πίσω.
Κι' ἕνα φιλάκι στὰ μαγουλάκια του,
"μάααα!..." κι' ἆλλο ἕνα "μάααα!..." στὰ μαλλάκια του.
Δὲν χορταίνω νὰ τὸ φιλῶ, - "μάααα!...", μὴν μοῦ τὸ ματιάσω.
Γαλάζια χάντρα στὸν λαιμό, αὐτό, μὴν τὸ ξεχάσω,
νὰ τοῦ κρεμάσω.
~~~~~
Σκηνὴ ια΄
ΛΩΛΗΣ (μπαίνει λαχανιασμένος, πρὶν προλάβει ἡ Λόλα νὰ τελειώσει τὴν φράση της):
Γιὰ νὰ προφτάσω
νά 'ρθω γρήγορα, τσακίστηκα, σκοτώθηκα στὶς σκάλες.
(Κοντοστέκεται). Ποῦ 'ν' ἡ κοιλιά σου;...Τί ἔγινε; Τί ἔχεις στὶς ἀγκάλες;
ΛΟΛΑ: Δὲς ἐδῶ!
ΛΩΛΗΣ (σαστισμένος): Τί νὰ δῶ;
(Αλλοιώς): Μὴ μοῦ πεῖς!...(Ἔξαλλος): Γέννησες προτοῦ γυρίσω;
(Μὲ καρφωμένα τὰ μάτια στὸ μωρό, - τοῦ ἔχει ἔρθει ταμπλάς): Κι' εἶναι κορίτσι;
(Ἕτοιμος νὰ καταρρεύσει).
ΛΟΛΑ (πειραχτικά):...............................................................Θὲς νὰ τὸ ξυπνήσω,
νὰ τὸ στείλω πάλι πίσω
κι' ἕναν γυιὸ νὰ σοῦ γεννήσω;
(Λαϊκά): Ἔλα, ἄνθρωπέ μου, φίλησέ το.
Κράτα το λιγάκι, ντάντεψέ το.
(Τὸ μωρό ξυπνάει).
ΛΩΛΗΣ (τὸ χορεύει): Πῶ πῶ πῶ νὰ τὴν χαρῶ,
φουστανάκι μὲ φουρρώ.
 
Γιὰ νὰ δῶ, - θὰ περπατήσει;
(Ἀποτυχία).
Καὶ γλυκὰ θὰ μοῦ μιλήσει;
(Ἀποτυχία).
Κουπεπὲ καὶ κουπεπὲ
λὲ μωρὸ καὶ τὸ μπεμπέ!...
ΛΟΛΑ (φτιάχνεται λίγο): Πές μου, σ' ἀρέσει; (Τοὺς πλησιάζει): Τὸ ἀγαπᾶς;
ΛΩΛΗΣ: Τέτοιο μωρό;... Εἶναι νὰ ρωτᾶς;
(Ἀλλοιῶς): Λέγε, πῶς γέννησες, - πονοῦσες;
ΛΟΛΑ (κίνηση ἀπελπισίας, δείχνοντας): Ἀπ' τὴν κορφή...ὥς τὶς πατοῦσες.
Ὅμως τέλος καλὸ ὅλα καλά.
(Ὑπόδειξη): Ἔτσι κράταγέ το, πιὸ ἁπαλά.
Νά, ἔτσι. (Ἀλλοιῶς): Θέλω νὰ ξέρω - εἶσ' εὐτυχισμένος;
ΛΩΛΗΣ: Νά 'ταν ἀγόρι... - ἀλλά τί; Ποιός παντρεμένος
δὲν κάνει καὶ δεύτερο παιδί;...
ΛΟΛΑ: Κι' ἐγὼ θέλω...- κοῖτα μὴν σέ δεῖ
κανείς, ἔτσι μουτρωμένο!
Δὲν εἶναι γεροδεμένο;
Ἄχου-το, τί γλυκό κοριτσάκι!
(Ἀλλοιῶς) Θὰ φτιάξω τούρτα μὲ κερασάκι,
νὰ τὸ γιορτάσουμε. Κι' ἄν θὲς, αὔριο πρωὶ-πρωί,
πᾶμε στὸν παπα-Φώτη ποὺ τὰ παιδάκια εὐλογεῖ.
(Πάει στὴν κουζίνα).
ΛΩΛΗΣ: Πῶ πῶ! φίνο πλασματάκι...
μάγουλο βερυκοκάκι...
ντὰχ τιρντὶ νὰ τὸ χαρῶ,
πές μου κάτι, βρὲ μωρό!...
(Κάθεται) Ἔλα 'δῶ κι' ὡραῖα νὰ καθήσουμε,
πατέρας καὶ κόρη, νὰ τὰ συζητήσουμε.
(Γυρεύει τί νὰ πεῖ). Τὸν ἀγαπᾶς τὸν πατερούλη;
(Περιμένει ἀπάντηση, ὕστερα πονηρούτσικα). "Ναί", νὰ πεῖς, γλυκό μου μωροῦλι.
(Τὴν νουθετεῖ). "Ναί", νὰ μοῦ λές, γιατί χωρὶς ἐμένα,
ἡ μαμὰ ποτὲ δὲν θά 'κανε ἐσένα!
Μίλησέ μου, πἐς μου κάτι, θέλω τὴν φωνούλα σου ν' ἀκούσω.
ΛΟΛΑ (ἀπὸ μέσα): Ἔβαλα νὰ ζεσταθεῖ νερὸ... - νά 'ρθεις κι' ἐσύ, γιὰ νὰ τὴν λούσω.
ΛΩΛΗΣ: Ναί, ὡραῖα, τ' ἄκουσα, - μὰ...δὲν μιλάει!
(Σκέφτεται). Μήπως πρῶτα θά 'πρεπε κάτι νὰ φάει;
(Ὁ Λώλης ἐννοεῖ "γιὰ νὰ μιλήσει").
ΛΟΛΑ: Τρελλάθηκες; Θέλεις νὰ τὸ λούσω φαγωμένο;
Νὰ μᾶς πνιγεῖ;
ΛΩΛΗΣ: .........Μὲ συγχωρεῖς, εἶναι σαστισμένο
τὸ μυαλό μου.
(Κατ' ἰδίαν) Σὲ καλό μου!
Λέω πότε-πότε κάτι κοτσάνες...
ΛΟΛΑ (μπαίνει): Γιὰ μετὰ τὸ μπάνιο, νά, κάτι πάνες
 
νὰ τὴν ἀλλάξεις.
Καὶ νὰ κοιτάξεις
ποῦ ἄφησα τὸ τάλκ, - νὰ βάλεις ἁπαλὰ στὸν λαιμό της,
ἐδῶ, στὶς ἀμασχάλες, στὴν κοιλίτσα καὶ στὸν πωπό της.
(Τὸν φιλᾶ). Νά! σέ φιλῶ γιατί μὲ βοηθᾶς.
ΛΩΛΗΣ: Μπορῶ κι' ἀλλο ιῶς;
ΛΟΛΑ:.........................Αὐτὸ θὰ πεῖ "μπαμπάς"!
(Βγαίνει).
ΛΩΛΗΣ: Λοιπόν, τί λέγαμε; Δὲν θὰ μοῦ μιλήσεις;
Ἔστω, κλᾶψε λίγο, νὰ μ' εὐχαριστήσεις.
Ν' ἀκούσω τὴν φωνή σου...πές μου κάτι.
(Τινάζεται). Βρὲ τὴν ἄτιμη! Μοῦ 'κλεισε τὸ μάτι!...
Ἄχ, πονηρούλα, ὅλο νάζια καὶ καμώματα μοῦ κάνεις.
Μὰ... δὲν μιλᾶς. Μ' αὐτὸ τὸ πεῖσμα σου, ἐσὺ πᾶς νὰ μέ πεθάνεις.
(Τὴν καλοπιάνει). Τί σοῦ ζητῶ; Ἕνα λογάκι, ἕνα "ναί". (Τὴν τραντάζει). Κουφάθηκες;
ΛΟΛΑ (μπαίνει, τρελλαίνεται): Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καλέ, - τί κάνεις; Ζουρλάθηκες;
Εἶδες ποτὲ νεογέννητο νὰ μιλάει;
Μέχρι νὰ πεῖ "μαμά"...- οὔουου, πολλὰ ψωμιὰ θὰ φάει.
ΛΩΛΗΣ: Καί, τόσα ψωμιά, λοιπόν, ἡ γλώσσα της θὰ μοῦ στοιχίσει;
ΛΟΛΑ: Ἄκουσες ἐσὺ κανέναν πιὸ γρήγορα ν' ἀρχίσει;
Μὴν νοιάζεσαι,
μὴν βιάζεσαι
γιατὶ...μποὺρ μποὺρ μποὺρ, ὅταν δέκα-δέκα θὰ 'ν τὰ λέει,
ὅλο θὰ λὲς νὰ πάψει, θὰ τὴν δέρνεις καὶ θὰ κλαίει.
Σᾶς ξέρω, δὰ, ἐσᾶς, τοὺς ἆντρες, πόσο λαχταρᾶτε
ὅλα νὰ γίνονται μεμιᾶς...
ΛΩΛΗΣ:...................... Μαντάμ, μᾶς παρατᾶτε;
Πολὺ τὴν ἔξυπνη μᾶς κάνετε ἀπόψε, νομίζω.
(Θυμωμένος) Ποτέ της μὴ μιλήσει, πᾶρτε την, σᾶς τὴν χαρίζω.
(Γυρίζει τὴν πλάτη, ἀπομακρύνεται, στρέφει πίσω) Νὰ φύγετε. Δὲν θέλω νὰ σᾶς βλέπω, - καὶ τὶς δυό σας.
ΛΟΛΑ: Χά! Ἐσεῖς νὰ φύγετε, μεσιέ!... Πηγαίνετε στὸν θειό σας.
Εἶμαι νοικοκυρὰ στὸ σπίτι μου καὶ μάννα καὶ θὰ μείνω.
Μπορῶ νὰ τ' ἀναθρέψω μόνη μου. Τὴν πόρτα μου θὰ κλείνω
μ' ἆλλο κλειδὶ - νὰ μὴ μπορεῖς ἐδῶ νὰ ξαναμπεῖς.
(Ἀπόλυτη). Ἄμ, τοῦτο τ' ὀρφανό μωρό, δὲν θὰ τὸ ξαναδεῖς!
(Κάνει νὰ φύγει).
ΛΩΛΗΣ: Χά! Μαντάμ, σᾶς γελάσανε. Θὰ μείνω.
(Σπεύδει νὰ τῆς ἁρπάξει τὸ μωρὸ). Φέρ' το δῶ.
ΛΟΛΑ (τραβιέται, ἀμύνεται).............................Φύγε. Μὴ! Δὲν σοῦ τὸ δίνω.
ΛΩΛΗΣ: Ἄσ' το κάτω, μὴ σὲ βρεῖ κἅνας μπελάς.
(Τὸ τραβᾶνε ὁ καθένας πρὸς τὴν μεριά του).
ΛΟΛΑ: Θὰ τὸ σκίσεις... - μή!
ΛΩΛΗΣ:...........................Νὰ μάθεις νὰ μιλᾶς,
στὸ ἑξῆς, πιὸ εὐγενικὰ σὲ μένα!
 
ΛΟΛΑ: Τὸ παιδὶ γεννήθηκε ἀπὸ μένα.
Ἐγὼ τὸ εἶχα μέσα μου ἐν-νέ-α**** μῆ-νες****συνε-χῶς!
Χαμπάρι ἐσὺ δὲν ἔπαιρνες πῶς πείναγε!
ΛΩΛΗΣ:......................................Καὶ συνεπῶς
ἔτρωγε ἀπ' τὰ λεφτά μου. Τό 'χω*** πλη-ρώ-σει***!
Φέρ' το δῶ!
(Τελικὰ τῆς τὸ παίρνει).
ΛΟΛΑ: .......... Μοῦ τ' ἅρπαξε! Ποιός θὰ τὸ σώσει;
ΛΩΛΗΣ (Ἱκανοποιημένος): Τώρα... πάπαλα μᾶμπο! Τὸ παιδὶ τὸ παίρνω μαζύ μου.
Θὰ τὸ βάλω νὰ μαθαίνει τὴ δουλειὰ - στὸ μαγαζί μου.
(Πρὸς τὸ κοινό). Ἀπὸ τώρα κι' ἐμπρός: Κυρίες καὶ Κύριοι, νὰ συνηθίζετε
τυριὰ ἀπὸ τὸ κατάστημα "Λώλης καὶ Υἱὸς" νὰ ψωνίζετε.

ΛΟΛΑ: Χά χά χά...Διαφημίζεις γιὰ γυιὸ τὴν κόρη;
(Πονηρὰ). Στάσου πρῶτα νὰ σοῦ γεννήσω ἀγόρι!
ΛΩΛΗΣ (συνέρχεται): Πῶς εἶπες;...Ναί, εἶναι κορίτσι - τὸ ξέχασα.
(Χαλαρώνει. Τοῦ τὸ παίρνει, τῆς τὸ ἀφήνει τρυφερά). Ἀπὸ τὴν χαρά μου, τὰς φρένας μου ἔχασα.
Κοῖτα, μὲ τὶς φωνές μας, τὸ τρομάξαμε.
ΛΟΛΑ: Ἴιιιι!...Κατουρήθηκε καὶ δὲν τὸ ἀλλάξαμε.
(Κάνοντας, τραγουδῶντας εὐτυχισμένοι).
Τί μετάξια, τί δαντέλλες,
γιὰ τὶς ἔμορφες κοπέλλες.
ΛΩΛΗΣ: Πέτα τὸ καταβρεγμένο,
φόρεσέ της τὸ πλυμένο.
ΛΟΛΑ: Μιὰ κορούλα σὰν ἀστέρι,
τοῦ σπιτιοῦ τὸ περιστέρι.
ΛΩΛΗΣ: Ἀπ' τὰ λούλουδα τοῦ Μάη,
τὸ μελάκι τους θὰ φάει.
ΛΟΛΑ: Κράτα το καὶ νὰ σταθοῦμε
γιὰ νὰ φωτογραφηθοῦμε.
(Παίρνουν στάση μπροστὰ στὸν φακὸ, δηλαδὴ τὸ κοινό).
ΛΩΛΗΣ: Νά, ἐκεῖ, - δὲς τὸ πουλάκι!
(Πλατὺ χαμόγελο, φλάς, κλάμα μωροῦ).
ΛΟΛΑ: Καὶ τοῦ χρόνου, μ' ἀδερφάκι.

Αὐλαία. .......... ..........



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου