Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

4 Ὀκτωβρίου 2012, καὶ ὥρα 1:55.
* Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

γ ά τ α τσέπης, 4.

Κι' ὁλοάξαφνα νιώθεις σὰν μαῦρο γατάκι ποὺ ὁ διάολος σὲ σπρώχνει νὰ μπεῖς στὴν ἐκκλησία - κι' ἀφοῦ τὸ ξέρεις: ἐκειμέσα δὲν χωρᾶς!
- Νιάου, θέλω νὰ πῶ κάτι κι' ἐγὼ στὸν Θεό, κακὸ εἶναι;
Νὰ μιλήσεις σὲ δεύτερο καὶ θεῖο πρόσωπο, ὁ μονόλογος σ' ἔχει ἐξαντλήσει, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ταχυδρομεῖο Προσευχῶν, μπορεῖς νὰ τὰ πεῖς καὶ χωρὶς γραμματόσημο, μ' ἕνα μόνον κεράκι, ποὺ κι' αὐτὸ δὲν ἐπιβάλλεται σ' ἄπορους... - ναί, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὰ γατάκια νἄχουν τέτοιες ἀξιώσεις!
- Θεέ μου, τί ἀπελπισία! Νὰ μὴν ξέρω τί νὰ σκαρφιστῶ νὰ μπῶ μέσα, ὅταν μάλιστα βλέπω στὸν οὐρανὸ ὅτι ὅπου νἆναι θὰ ξεσπάσει μπόρα. Φτωχὸ γατάκι εἶμαι, ὀρφανό, σὰν τὶς "δυὸ ὀρφανὲς"*, - κι' ἐγὼ τρίτο.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ μόχθου δὲν προλαβαίνουν νὰ προσευχηθοῦν ἀλλὰ τὰ ἐλεύθερα γατάκια δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μὴν προσεύχονται δι' ἑαυτὰ καὶ ἀλλήλους. Καὶ πᾶντα ἡ προσευχὴ κάνει καλό, μπωκοὺ ντὲ καλὸ - πές καὶ τ' ἀντίθετο σὰν μπορεῖς, - μπορεῖς;
- Νιάρρρ = ὄχι!
Μήπως ἄν κάνω ὑπομονὴ κι' ἀνέχομαι τὰ πᾶντα (ἄς ποῦμε χαστούκια τῆς μοίρας, κέρατα τῆς γυναίκας μου, προδοσία τῆς πατρίδας μου καὶ ἆλλα πολλὰ τέτοια... ποὺ δὲν τὰ πολυγαταλαβαίνω, νὰ! φιλῶ τὴν πατούσα μου ἄν λέω ψέμματα!) εἶναι κι' αὐτὸ μιὰ προσευχή;
Ὤχ! Τὶ θυμήθηκα. Ἐμεῖς τ' ἀλαφροπάτητα γατάκια μπορεῖ νὰ μποῦμε κάπου καὶ σὲ στιγμὲς ἀκατάλληλες καὶ νὰ τὰ δοῦμε ὅλα! Κι' ἀπ' τὴν τρομάρα μας νὰ τρέξουμε καὶ νὰ τὰ γκρεμίσουμε ὅλα! Εἴμαστε ἀπροσδοκήτως ἐπικίνδυνα πλάσματα. Δὲν ἀκουγόμαστε. Σὰν τὰ σιγανὰ ποταμάκια πού, οὐαὶ κι' ἀλλοίμονο ἄν τύχουν στὸ διάβα σου.
Θἄθελα νὰ ἤμουν πλᾶσμα μὴ καταραστέο - γιατὶ ὅλα τὰ γήινα κάποιο προπατορικὸ ἁμάρτημα μᾶς ἔχει στιγματήσει διὰ παντὸς καὶ γατὸς ἤ γατῶς (δὲν θυμᾶμαι πῶς γράφεται αὐτὸ τὸ τελευταῖο).
Ἄ, ἕνα περιστεράκι!... Aὐτὸ τὸ πάναγνο θεαγάπητο πουλάκι, ἄν τὸ τρώγαμε, ἡ πόλη θἆταν πεντακάθαρη. Καὶ ὅμως, σπάνια ἡ τύχη μὲ βοηθάει νὰ τσακώσω κανένα.
Οἱ πάναγνες κουτσουλιὲς ἔχουν εὐλογημένα φτερὰ καὶ τσοὺπ!... - ἆντε πιάσ' το τὸ πουλάκι ποὺ πέταξε.

Ἄχ, ἕνας Κλινὸ θέλει νὰ μὲ χαϊδέψει, θὰ τοῦ κάτσω.
- Μπονζοὺρ, λὲ σά!
- Μπονζοὺρ, μεσιὲ λὲ Κλινο
ζοφίστ.
- Μπορῶ νὰ σ' ἀγκαλιάσω;
- Ἀπόλαυσέ με, σερ
ί, στὴ διάθεσή σου - καὶ χωρὶς γρατσουνιὲς! Μπορῶ νὰ σὲ γλείφω;
- Καὶ τὸ ρωτᾶς;

Τέτοιες συναντήσεις, μάλιστα! Ἀληθινὰ ραντεβοὺ ἐρωτευμένων δὲν πιάνουν μπάζα. Tὸν κοιτάζεις, σὲ κοιτάζει στὰ μάτια, ποὺ εἶναι καὶ τ' ὡραιότερο τοπίο συναντήσεων.
Ἄχ, ὅλα τὰ μάτια ποὺ κοιτάζουν τ' ἀγαπημένο τους πλασματάκι, θἄπρεπε νὰ φωτογραφίζονται γιὰ Λευκώματα, ποὺ θὰ τὰ ξεφυλλίζεις στὰ γεράματα, ὁπόταν θὰ πικραίνεσαι λιγώτερο.
- Δὲς! Στὴν κόρη τοῦ ματιοῦ ἐκείνης ἤ ἐκείνου, ἐσύ! κάποτε, εὐτυχισμένος ἤ εὐτυχισμένη, γιὰ πντα... - ἔστω, ἀποτυπωμένο γιὰ πντα!
- Πῶ! πῶ!...
- Ὄχι, μ
ή! δὲν θέλω ἄλλα ραντεβού, ἀρκετὰ σταυρώθηκα.
- Καλ
έ, μὴν κάνεις ἔτσι! ἀναμνήσεις κοιτάζουμε, μέσ' ἀπ' τὴν πρώτη τους ἐμφάνιση. Δὲν σὲ σφάξαμε!...
Kαὶ ὅμως, σὲ ὅλους τοὺς ἔρωτες, ὁ ἀθῶος σφαγιάζεται. Ὁ πιὸ ἐρωτευμένος.
Οἱ γάτες δὲν τὰ καταλαβαίνουν αὐτά, δὲν αὐτοκτονοῦν ἀπ' ἀγάπη, τὰ μάτια τους μόνο βγάζουν καὶ χαίρονται.
- Σιγά, βρὲ Κλινό! Ἐσὺ στὸ τέλος θὰ μᾶς πεῖς, ἐμᾶς τὶς γάτες, καὶ ζῶα! Πιὸ κτήνη ἀπὸ σᾶς, ρώτα καὶ τὸν Θεό, δὲν ὑπάρχουν!...
- Αὐτὸ μπορεῖ
Ἐκεῖνος νὰ τὸ παραδέχεται. Κι' ἄλλωστε γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει μοῦτρα νὰ παρουσιαστεῖ, νὰ παραδεχτεῖ δημοσίως:
- Ἐγὼ, ὁ Πλάστης σας, ἐγώ, ἀλλοίμονό μου, σᾶς ἔπλασα ἔτσι. Πρωτάρης ἤμουν, λάθος ἔκανα, συγγνώμη, σᾶς ζητῶ ταπεινὰ συγγνώμη, σάμπως ξανάφτιαξα ποτέ μου Κόσμο; Μιὰ φορὰ τὴν παθαίνει κανεὶς, προσευχηθεῖτε γιὰ Ἐμένα, σ' Ἐμένα φυσικά - καὶ κάτι μπορεῖ νὰ γίνει, μὲ τὴν βοήθειά σας ἀσφαλῶς! Γιατί γι' αὐτὸ σᾶς ἔδωσα Λόγο καὶ Ὕπαρξη, κι' ὄχι γιὰ νὰ..., π' ὅλο αὐτὸ ἔχετε στὸν νοῦ σας, στὸ... - φτού! κακιὰ λέξη θἄλεγα.
- Μὲ τὴν ἄνεσή Σου, πὲς ὅ,τι θ
ές. Καὶ τὸν Ἔρωτα, μὲ τὰ κλινικὰ συμπτώματά του, Ἐσὺ μᾶς τὸν ἔδωσες - μονάχα ποὺ δὲν εἶχες ἰδέα περὶ ἔρωτος καὶ τώρα τραβᾶς κι' Ἐσὺ τὰ μαλλιά σου - κι' ἄς μὴν ἔχεις.
- Βλάσφημο γατ
ί, μὲ τὸν Κλινὸ κάνεις παρέα; Στὴν Κόλαση θὰ πᾶς.
Γατάκι, σύνελθε. Δὲν χρειάζεται νὰ πεθάνω γιὰ νὰ πέσω στὴν ψησταριά. Εἶμαι ἤδη στὴν κόλαση κι' ἐπιβιώνω μ' ὅλες τὶς φλόγες ποὺ καῖνε μέσα μου. Βρὲ χαζό, ἀφοῦ ἔχω ν' ἀγαπῶ ἐσένα, ἡ ζωή μου δὲν εἶναι ἄδεια, δὲν εἶναι κόλαση.
- Ἔτσι μοὔρχεται νὰ σὲ γλείψω, Κλινό μου, ἀπὸ πάνω ὥς κάτω.
- Ὅπου σοῦ πῶ ἐγὼ... - πουθενὰ ἀλλοῦ, νἄμαστε ἐξηγημένοι!


[Συνεχίζει ὡς: γάτα τσέπης, 5.]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
* Οἰ δύο ὀρφανὲς, πασίγνωστο καὶ στὴν Ἑλλάδα θεατρικό ἔργο τῶν Ἀντὸλφ ντ' Ἐνερὺ καὶ Eὐγενίου Κορμόν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου