Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Ἀκατάλληλον διὰ τοὺς

 μὴ καταλλήλως μυηθέντας.

 Μερσί.

Οὕνα καύλα ποὺ πῆγε χαμένη
ἐνόσῳ ἦτο ἄρτι ἀρχομένη.
~
Μὲς τὸ κρύο περπατῶντας, πρίν, στὴν ὁδὸ Φυλῆς,
ἔχοντας πλήρως ξεχάσει τὴν ὕπαρξη ψωλῆς,
μὲ τὰ ψώνια στὰ χέρια, πηγαίνοντας στὸ σπίτι,
κατακόκκινα τὰ μάτια καὶ νὰ στάζ' ἡ μύτη,
- ...τί βλέπω, ξάφνου, ὁλόμπροστά μου, καὶ τὰ χάνω;
Πεῖτε μου, εἴς τι σεξοθέαμα παρατυγχάνω;
Νεαρὰ ὕπαρξις διαβαίνουσα καλοφτιαγμένη
διασταυροῦται μετ' ἐμοῦ, -...κι' ἀνορθοῦται ἡ πεσμένη!...
Καὶ τί δὲν φοροῦσε!...
Γιὰ σὲξ πῶς καλοῦσε!...
Ἕνα μπουφὰν περιτέχνως μπρὸς-βυζοπροβᾶλλον,
μπλουζάκι, μισοκούμπωτο, ἐπ' αὐτοῦ συμβᾶλλον·
τζήν, νά: τόση δά φουστίτσα, μουνοσυρριζάτη·
πίσω, κωλοτρυπιδοστέγαστρο. Καὶ τριζάτη,
νὰ μοῦ 'ρχεται, κατ' ἐπάνω μου, νὰ μὲ πλακώσει!
Ἔνιωσα ζάλη, ταραχή· νὰ μὲ τσιμπουκώσει
πόσῳ θἄθελα κείνη τὴ στιγμή!...
Πολλαπλασιάσθηκάν μου οἱ σφυγμοί.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ - δὲν τὸ περίμενα... - συνῆλθα!
Εἶς ὁδηγὸς κορνάριζε. Γελῶντας, ἀπῆλθα.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου