Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Ὁ γυμνούλης τοῦ Θεοῦ.

Κλινοσοφιστεῖες.
γυμνούλης τοῦ Θεοῦ.

1η δημοσίευση, 2 Φεβρουαρίου 2008.
--------------------------".............καί ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Κι' ἐνῶ ὀνειρευόμουν ὄνειρα γλυκὰ, γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι νὰ μὴν φεύγει ἀπὸ κεῖ, ἔγινε μιὰ λάμψη καὶ εἶδα τὸν Θεό, μόνον, ἀσυνόδευτον, ἄνευ μουσικῆς τε καὶ ὕμνων ἀγγέλων, πιὸ γυμνὸ κι' ὰπὸ μένα. Ἕνας Νοῦς ἀπαλλαγμένος ὰπὸ σάρκα καὶ ὀστά, τὶ νὰ ἔκρυβε ἄλλωστε! Μὲ μιᾶς τράβηξα τὸ χέρι μου ἀπὸ κεῖ. Κάποιος μοῦ πέταξε ἕνα φῦλλο συκῆς ἀλλὰ σὲ μὴ ἀνατομικῶς μελετημένα ἐσώρουχα ποτὲ δὲν δίνω σημασία. Θέλω νὰ φουσκώνει ὅ,τι σκεπάζεται - μά, κυλόττα θὰ βάλω;
Γρήγορα σηκώθηκα ὄρθιος σὲ στάση εὐπρεπὴ, χωρὶς βέβαια τὴν παραμικρὴ δουλοπρέπεια. Δὲν εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Ἔκτακτος ἐπισκέπτης ἦταν, αὐτὸ ναί. Ὡστόσο τότε, ὄρθιος, κατάλαβα πόσο μικρὸς εἶμαι μπροστὰ Του. Ἀλλὰ κι' 'Εκεῖνος, παντοδύναμος ὤν, σμικρύνθηκε - ὅσο μποροῦσε, μὴ ζητᾶμε καὶ πολλὰ - ἀπὸ διακριτικότητα.
Διαπίστωση: ἀδύνατον νὰ Τοῦ φερθῶ, καὶ τότε ἀκόμη, σὰν ἴσος πρὸς Ἴσον. Ὑπερσυντελικῶς, ἤμουν ὁ φτωχούλης, ὁ γυμνούλης, ὁ ἀνταρτούλης τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε λιγάκι ἀμήχανος, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ εἶμαι μηδαμινὸς πλάι Του. Ἤ ἔτσι μοῦ φάνηκε. Ποτὲ δὲν ἤθελα τὸν Θεὸ στὸν οὐρανό, Τὸν ἤθελα δίπλα μου, γιὰ ἕναν λόγο: εἶμαι ἀδύναμος καὶ ὄχι διεστραμμένος.
Ἔνιωθα νὰ μὲ κοιτάζει χωρὶς μάτια στὰ μάτια. Ὕστερα νὰ πέφτει τὸ ἀνύπαρκτο βλέμμα Του ἐκεῖ (στὰ ἀκατανόμαστα) καὶ ξανὰ στὰ μάτια μου. Δὲν εἶπε λέξη, ἁπλούστατα γιατί ὁ Θεὸς ποτὲ
δὲν μιλάει σὲ κανέναν (οὔτε στὴν Ζὰν ντ' Ἄρκ κι' ἄς λέει αὐτή). Ὡστόσο ἐννόησα τί ἐννοοῦσε ὁ Ὕψιστος Νοῦς: Αὐτὸς μοῦ τὰ ἔδωσε ὅλα αὐτὰ (τρία εἶναι) καὶ πρέπει νὰ Τοῦ λέω εὐχαριστῶ ἀνὰ πάσαν στιγμήν. Ὥς ἕνα σημεῖο, ναί, νὰ Τὸν εὐχαριστῶ ἀλλὰ δὲν ξέρω πῶς θὰ ἤμουν καὶ χωρὶς αὐτὴν τὴν τριάδα... Μπορεῖ πιὸ εὐτυχισμένος. Ἄλλωστε, λένε, προτιμάει νὰ μὴν Τοῦ φᾶς τὸ μῆλο τοῦ Παραδείσου - κι' ἄν τὸ κάνεις, σὲ τιμωρεῖ. Ἄς μ' ἔφτιαχνε λοιπὸν ἐμένα χωρὶς αὐτὰ κι' ἄς μὴ φύτευε ποτὲ μηλιές. Ἕνα μῆλο τὴν ἡμέρα, τὸν Παράδεισο τὸν κάνει πέρα.
Ἐπίσης, δὲν ἔχω μόνον ἐγὼ ἀπ' αὐτό. Ὅλοι ἔχουνε. Τὸ σφᾶλμα Του εἶναι κατὰ συρροήν. Παρ' ὅλ' αὐτὰ κι' ἐνῶ προτιμᾶ τὸ μῆλο σῶο καὶ τὸν ἄνθρωπο ἀμαθὴ, Τὸν θεωροῦν ἀξιόπιστο, τόσο ἀξιόπιστο ποὺ δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ πιστέψεις σ' Αὐτόν. Ὁ Θεὸς εἶναι σκάνδαλο, λέει ὁ Μπωντλαὶρ (ὄχι ἐγώ), κερδοφόρο. Ἄχ, δὲν ξέρω!...
Ξέρω μόνον ὅτι ὅλοι οἱ ἄντρες ἔχουμε...καταλαβαίνετε! Ἆλλοι μικρό, ἆλλοι μεγάλο, κάποιοι ὡραῖο νὰ τὸ ρουφᾶς, ἆλλοι ἄσχημο (χάρισμά σου), ψεκαστήρα γιὰ μιὰ κι' ἔξω ἤ μὲ μπαταρία παρατετα-μένης διαρκείας, μιᾶς ἐπιούσιας χρήσεως ἤ διαρκῶς ἐπαναφορτιζόμενο...οὔ, ξέρω κι' ἐγὼ πόσων λογιῶν ὑπάρχουν;... Ἐδῶ δὲν ξέρω τόσο καλὰ-καλὰ τὶ γίνεται μὲ τὸν δικό μου! Κάθε λίγο καὶ λιγάκι βλέπω ἀλλαγές, μεταπτώσεις, αὐξομειώσεις, ἀδράνειες, δραστηριότητες, φούριες, ἀπάθειες, παλινδρομήσεις. Τελικὰ σημασία ἔχει πὼς ἔχω (ὅπως: ἔχεις, ἔχει, ἔχουμε, ἔχετε, ἔχουν). Ἴχ χάμπε ἄινεν σβὰντς, γιὰ νὰ ἐξασκῶ καὶ τὰ γερμανικά μου καὶ νὰ μὴν ὑποπέσω στὴν ἀπρέπεια νὰ πῶ "ψωλή" ἤ "ποῦτσος".
Στὸ μεταξὺ ὁ σβάντς μου ὅλο καὶ... μεγάλωνε. Θεὲ καὶ Κύριε! - μπροστὰ στὸν Θεό; Τότε παρατήρησα πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶχε οὔτε κὰν μιὰ σταλιὰ σβάντς. Ἦταν σκέτος Νοῦς - ἄ, γι' αὐτὸ δὲν μᾶς καταλαβαίνει, ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, πόσο ὑποφέρουμε ὅταν δὲν χαιρόμαστε διὰ μέσου τοῦ σβάντς!
- Πάντως γιὰ νὰ ἐρωτευθῶ νόες, πρέπει νὰ λέγονται Στρίντμπεργκ, Πιραντέλο, Πλάτων, Σοφοκλὴς...
Αὐτὸ τὸ εἶπα δυνατὰ κι' ἔγινε σκοτάδι. Ἡ λάμψη χάθηκε. Ὁ Λαμπίκης ξύπνησε μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Τί νὰ κάνω κι' ἐγώ; Ἔβαλα πάλι τὸ χέρι ἐκεῖ καὶ ἡσύχασα.
Υ.Γ. Στοὺς ὑπερήφανους γιὰ... ἀκριβῶς!
..........................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου