Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Κλινοσοφιστεῖες.

 Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, 19 Αὐγούστου  2008, ὥρα 3:21.  
Τὸ   καὶ   τό.
-------------------------------------------"....καί ξάπλωσα γυμνούλης μέ τό χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Λαμπίκη, ἔλα ἐδῶ. Βγάλε τὸ σλιπάκι σου καὶ κᾶτσε. Θὰ ἔπρεπε νὰ ντρέπεσαι καὶ νὰ κοκκινίζεις. Μπᾶ, πότε κοκκίνησες κιόλας; Ἐξόχως εὔθικτος μοῦ φαίνεσαι, εὖγε. Δὲν σοῦ πάει αὐτὸ τὸ ἅλικο. Μμμ, μᾶλλον νὰ πρασίνιζες. Ναί, νὰ πρασίνιζες - κάτι πιὸ συνεπὲς μὲ τὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες σου. Τὰ ἔμαθα ὅλα.
Πάλι τὸ φυσικό σου χρῶμα ἔχεις; Καλά, θὰ σὲ κάνω ἐγὼ νὰ χρωματιστεῖς δεόντως. Κοκκινίζουν οἱ τυπικὰ ἔνοχοι, ὅταν ἡ ἐνοχὴ ἐπανορθώνεται. Ἐσύ, καταδικάζεσαι σὲ ἰσόβια πρασινίλα, ἀλλιῶς νὰ μὴν μὲ λένε Κλινοσοφιστή.
Πρόσεχέ με. Ἕνα πουλάκι πράσινο - παπαγάλος ἤτανε; θὰ σὲ γελάσω... - μὲ βρῆκε μόνον μου (καὶ λέγοντας μόνον μου, πάει νὰ πεῖ δὲν φαινόταν ἄλλος κανεὶς ἐκεῖ γύρω) καὶ μοῦ τὰ μαρτύρησε ὅλα. Μὲ τρεῖς μονοσύλλαβες λέξεις: " - Τὸ καὶ τό!"
-Τὶ μοῦ λές! ἔκανα καὶ σὰν νὰ ἄνοιξε ἡ γῆς νὰ μὲ καταπιεῖ. Δὲν πίστευα τ' αὐτιά μου. Καὶ ξεκίνησα εὐθὺς ἀμέσως γιὰ τοὺς Δελφοὺς, ὄχι γιά νά παίξω σὲ ἀρχαῖο δρᾶμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ "ξυπνήσω" τὴν Πυθία, ζητώντας ἔκτακτην ἀκρόαση ἀπὸ τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα (πρὸς τέρψιν συνάμα καὶ τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ ποὺ τοῦ τὸ χρωστάω χρόνια). Ὁ Ἀπόλλων, μὲ πολλὴ χάρη καὶ εὐγένεια, μοῦ πρότεινε "νὰ τὸ κάνουμε" στὸν ἤλιο, στὶς κερκίδες τοῦ θεάτρου καὶ στὴν Πάροδο. Μὲ καταλαβαίνεις; Ὁ Ἀπόλλων, ἕνας ὀλύμπιος, μὲ μένα, ἕναν θνητὸ καὶ σ' αὐτὴν τὴν ἡλικία.
Τί φιλιά ἦταν ἐκεῖνα στὴν ἀγκαλιά του...- ξέχασα ὡς καὶ τὸν παληὸ μου ἐραστὴ, τὸν Ἑρμῆ - ἂς μ' ἐλεήσει ὁ Τρισμέγιστος, ἥμαρτον.
Τελικά, ἡ Πυθία μὲ δέχτηκε ἀγουροξυπνημένη χάρη σὲ κεῖνο τὸ σμίξιμο μὲ τὸν Φοῖβο.
- Πές μου, τί συμβαίνει μὲ τὸν Λαμπίκη; ἔκανα προσπαθῶντας νὰ κρύψω τοὺς ἐρεθισμούς μου (ὅσο νά 'ναι γυναίκα εἶναι καὶ ντρεπόμουν ἔτσι ὁλοτσίτσιδος στὸν ναό).
Ἡ Πυθία πέταξε ὅ,τι φοροῦσε καὶ χώθηκε ὁλόγυμνη σὲ καπνοὺς καὶ μυρωδικά. Μιὰ ἐληὰ λαχταριστὴ πλάι στὴν ἥβη της μὲ σάστισε - ποιάν νὰ πιπιλοῦσα;
- Τὸ καὶ τό! εἶπε ἡ μάντις μὲ φωνὴ Ἀλέκας Κατσέλη καὶ ἴδια Κασσάνδρα, ἐνῶ μὲ τὸ βλέμμα της μοῦ ἔδειχνε τὴν ἔξοδο.
Δυὸ μαρτυρίες ἀρκοῦν.
Τὶ ἔχεις νά πεῖς, Λαμπίκη, γιὰ τὸ "τὸ καὶ τό";
Δὲν λὲς τίποτα. Ὥστε γι' αὐτὸ ἔφευγες κάθε ἔξῃ μῆνες στὶς ἑφτὰ τὸ πρωὶ καὶ γύριζες στὶς ἐννέα χωρὶς νὰ λὲς ποῦ πᾶς. Πηγαίνατε μὲ τὸν γκόμενό σου γιὰ ἐξέταση αἵματος. Κι' ἔκλεινες ἐσὺ τὰ ῥαντεβοὺ - θὰ ἐπανέλθω σ' αὐτό. Ὀρροθετικοὶ. Πρὶν κὰν κατασκευάσουν στὰ ἐργαστήρια τὸν ἰό, πρὶν κὰν τὸν διεισδύσουν στὸν πρῶτο Ἀφρικανό, ἐσὺ πρόλαβες κι' ἀπέκτησες τὴν μάστιγα. Τὸν μετέδωσες καὶ στὸν ἐραστή σου. Καὶ ἡ μάννα σου δὲν ξέρει τίποτα. Κι' οὔτε θὰ θέλεις νὰ τῆς τὸ πῶ ἐγὼ ποὺ μὲ ἀκούει, ποὺ μὲ πιστεύει.
Ἀπομουγκάθηκες! Πῆρες ὡστόσο κάποιαν ἀπόχρωση χλοερή, ἀκούγοντας τὴν λέξῃ "μάννα". Ἔννοια σου καὶ σκουροπράσινο κυπαρίσσι θὰ σὲ κάνω ἐγὼ πρὶν πᾶς στὰ κυπαρίσσια ἢ στὰ Ἠλύσια Πεδία, κατὰ πῶς νομίζεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Μόνον ἔτσι θὰ συγχωρεθεῖ τὸ σφᾶλμα σου κι' ὄχι τρέχοντας στὸν παππὰ τῆς ἐνορίας σου, νὰ σοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν, νὰ κοινωνήσεις καὶ φτοὺ κι' ἀπ' τὴν ἀρχή.
Νὰ μὴν μοῦ πεῖς τίποτα, τόσον καιρό, ἐμένα, τοῦ δασκάλου σου, τοῦ πλάστη καὶ δημιουργοῦ σου, ποὺ ἔβαλα κάτω τόσον κόπο, τὴν φαντασία μου, τὴν πεῖρα μου, τὴν τεχνική μου, γιὰ νὰ φτιάξω ἐσένα, νὰ σοῦ δώσω πρόσωπο, ἀπὸ τὸ τίποτα ποὺ ἤσουνα; Ἐσύ, ποτὲ δὲν ἤθελες νὰ γίνεις κάτι, κάποιος. Ἔχεις συνυφανθεῖ μὲ τὸ χριστιανικὸ μηδέν, ἀλλὰ τὶς βρωμιὲς σου τὶς ἔκανες, ἀρκεῖ νὰ μὴν τὸ μάθαινε ἡ μάννα σου. Λὲς καὶ μιὰ μάννα δὲν βλέπει, δὲν ξέρει - γιὰ στραβὴ τὴν ἔχεις; Φέρθηκες σὰν ἄραβας ποὺ κουκουλώνεται μὲ τὴν κελεμπία, ἀφοδεύει μὲς τὸν δρόμο, τὸ σκάει κι' οὔτε γάτα οὔτε ζημιά. Πολὺ καλά, λοιπόν. Τὸ παράπτωμά σου εἶναι ἀριστοφανικὴ τραγωδία. Ἡ Ὕβρις ἐξετελέσθη. Ἡ Νέμεσις ἔχει ἡμερομηνία. Ἐγὼ, δὲν μπορῶ, τό 'χω ὡς ἀρχὴ, παρὰ νὰ βρεθῶ ἀπέναντί σου, στὸ πλευρὸ τῆς Νεμέσεως.
Εἶσαι βοηθός μου, σ' εὐχαριστῶ γι' αὐτό. Μὲ βοηθᾶς ἀφάνταστα, ὄχι γιατὶ τὸ θέλεις ἀλλὰ γιατὶ τὸ χρειάζομαι ἐγώ. Εἶσαι ἐργαλεῖο μου. Ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε τὸ ὄνομά σου νὰ λέω. Βάλ' το στὸν νοῦ σου: ὅποιος ἔχει τὴν γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, νικάει. Ἔχω τὰ κότσια νὰ σὲ κάνω καταπράσινο. Σὰν νὰ βρίσκεσαι μεσάνυχτα σὲ γραφεῖο κηδειῶν. Μπορῶ νὰ γράψω μιὰ κλινοσοφιστεία κι' ὕστερα νὰ βάλω πλώρη γιὰ ἄλλη, ὅπου ἐσὺ θὰ εἶσαι ἴσως Μεγαλέξανδρος ἢ θεός. Τώρα εἶσαι ὀρροθετικός, γιατί αὐτὴν τὴν ἰδέα εἶχα νὰ γράψω.
Οὔφ, μιλάω μόνον ἐγώ, ὡς συνήθως, γιατί, ἂν ἀφήσω λίγο στὸ μυαλό μου κάποιο κενό, μπορεῖ καὶ νὰ σκοτώσω ἄνθρωπο, ὅπως λέει κι' ὁ Πιραντέλο κάπου. Κι' ἔχασα τὸν εἰρμό μου... Ἄ, ναί, ἡ Ὕβρις. Μάλιστα, παράτησες τὸν "φίλο" σου. Κι' ἐνῶ πηγαίνατε πᾶντα οἱ δυὸ σας μαζὺ γιὰ τὴν ἐξέταση, τὴν τελευταία φορὰ πῆγες μόνος, ἔφτασες ἐκεῖ καὶ τὸ ἔσκασες. Γιατὶ τὸ ῥαντεβοὺ τὸ εἶχε κλείσει ἐκεῖνος. Κι' ὄχι ἐσύ. Δὲν ἤθελες ποτὲ τίποτα δικό του, μόνον τὴν "ἔνοχη" πράξη. Κι' ἐπειδὴ θάρρεψες πὼς δὲν σὲ εἶδε ( ἀφοῦ σ' ἀγαποῦσε, δὲν θὰ σ' ἔβλεπε;), τηλεφώνησες εἴκοσι λεπτὰ ἀργότερα νὰ πεῖς, μὲ γλυκειά φωνὴ καὶ κυριλάτα - τὸ ἀτού σου:
- Τώρα ξύπνησα, δέν προλαβαίνω... Κλεῖσέ μου μιὰν ἄλλη ἡμερομηνία.
Τὸ παίζεις χρῶμα νορμάλ, ἀλλὰ θὰ πρασινίσεις. Μ' ἔναν σμπάρο δυὸ τρυγόνια: χώριζες ἔτσι διὰ παντὸς ἀκόμη καὶ στὰ ῥαντεβοὺ τῆς ἀγωνίας, γελοιοποιοῦσες καὶ τὸν ἆλλο βάζοντας τον ν' ἀλλάξει ὁ ἴδιος τὶς ἡμερομηνίες σας.
Μά, ἐσεῖς, λέγατε νὰ γερνούσατε καὶ νὰ πεθαίνατε μαζύ. Κι' ἐκεῖνος κάποτε σοῦ πρότεινε νὰ ἑνώσετε τὶς ὑγιεῖς φλέβες σας στὸν Παρθενώνα. Σοῦ φάνηκε γελοῖο. Τώρα ἔχετε τὸ ἴδιο θανατηφόρο αἷμα, γίνατε ἀδέλφια.
Τί σοῦ ἔκανε τὸ δύστυχο ἐκεῖνο ἀνθρωπάκι ποὺ σ' ἀγαποῦσε καὶ τὸν ἀγαποῦσες; Ὁρίστε, κατακόκκινος ἔγινες ἀπὸ θυμό. Κι' ὅταν λέω δύστυχο ἀνθρωπάκι, θυμήσου τί τραγωδία ζοῦσε στὸ σπίτι του, ἐνῶ εἶχε τόση ἀξία ὁ ἴδιος... Ἔπαψες νὰ τὸν ἀγαπᾶς; Μὲ γειὰ σου, μὲ χαρά σου, ἀλλὰ ἐσύ, καθημερινῶς, τὸν ξεφτύλιζες κι' ἐκεῖνος καθημερινῶς, στὸ τέλος, σὲ συγχωροῦσε - τὸ μέγιστο λάθος του. Ὅταν ἡ Πυθία μοῦ εἶπε "τὸ καὶ τό", εὐθὺς ἀμέσως κατάλαβα πὼς τὸ δεύτερο "τὸ" ἴσον προδομένη ἀγάπη ἢ ψεύτικη ἀγάπη. Πάντα διφορούμενοι οἱ χρησμοί. Τὸ "κα" εἶναι ἡ μάννα σου. Εὔκολα τὸ καταλαβαίνεις: σ' ἕνα ζευγάρι "τὸ", δὲν χωράει κανένα "καί". Ἂν ἡ μάννα σου σοῦ πεῖ κᾶτσε, ἐσὺ θὰ καθήσεις. Ἂν σοῦ πεῖ μπές, βγές,..., ἐσὺ θὰ μπεῖς, θὰ βγεῖς, .... Ἂν σοῦ πεῖ νὰ...., ἐσὺ θά.... Ἂν σοῦ πεῖ ὅμως νὰ μὴν πᾶς μὲ ἆντρες, ἐσὺ θὰ πᾶς.
Βουνὸ μοῦ φάνηκε τὸ πρῶτο "τὸ". Ἐντελῶς ἀκατανόητο. Κάλεσα γλωσσολόγους καὶ τὸν θεατρολόγο κ. Γεωργουσόπουλο, τοὺς παράστησα θεατρικῶς πῶς τὸ εἶπε τὸ "τὸ" ἡ μάντις κι' ἀπὸ κεῖνο τὸ πῶς - πόσο σπουδαῖο εἶναι τὸ πῶς, δέκα μέρες θὰ χαιρόμουν νὰ τ' ἀναλύω - δόθηκε μεμιᾶς ἡ ἐξήγηση - τὴν δουλειὰ τους οἱ ἄνθρωποι, ἀλλοίμονο. Τὸ πρῶτο "τὸ" εἶναι ἐκεῖνος, τὸν γνωρίζω, τελευταῖα πίνουμε κρασάκι μαζύ. Λέω νὰ τὸν καλέσω ὕστερα. Γιὰ ὄλες αὐτὲς τὶς ὑπηρεσίες δὲν ἔδωσα οὔτε κἄν ἕναν ὀβολὸ κι' ἄξιζαν πλείστας μνᾶς. Γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος, μέγα καταφύγιο στὴν ζωή μου ἡ μάθηση. Καὶ στὰ γεράματα μόνο μὲ σοφοὺς ἀνθρώπους χαίρεσαι τὴν ζωή. Καλέ, ἐσὺ εἶσαι ἄσπρος σὰν τὸ πανί. Πράσινος εἴπαμε. Εὕρηκα! Μεῖνε γυμνὸς, ἔτσι, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι. Πάω νὰ φέρω πράσινο προβολέα.
Αὐτὸ ἤτανε.
Παίρνω τὸν πρώην σου: - Ἀλλό, σ' ἔ μουά. ( Ἔλα, ἐγὼ). Βιὲν βουὰρ ἕν βὲρ βὲρ.( Ἔλα νὰ δεῖς ἕνα πράσινο σκουλῆκι). Ἀ-μπιεν-τὸ(Τὰ λέμε).
Ἐλπίζω ἅμα σὲ δεῖ νὰ χαμογελάσει.
---------------------------------------------------------------------- .....μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου