Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Εἶχα μόνο σὲ ἀποκόμματα ἐφημερίδας, ἀπὸ τὴν "Βραδυνή", 1964, σὲ 4 συνέχειες, τὸ διήγημά μου <Ἄχ, μικρό μου μελαγχολικὸ φάντασμα!...>, ποὺ τὸ θεωρῶ τὸ καλλίτερό μου καὶ ὡς ἕνα εἶδος σουρρρεαλιστικῆς ψυχικῆς μου αὐτοβιογραφίας, μέχρι καὶ τώρα καὶ ὥσπου νὰ πεθάνω. Τρεῖς συμμαθητές μου ζωγράφισαν κάτι ἐμπνευσμένο ἀπ' αὐτό. Μοῦ ἔχει ἀπομείνει μόνον ὁ πίνακας, σὲ κᾶδρο, <ἡ Νεράιδα μὲ τὸ Φάντασμα, στὸ δάσος, τὴ νύχτα>, τοῦ Γιάννη Φωτιάδη, φίλου, ποὺ πέθανε ἀπὸ τὰ 40 μας. Τὰ ἀποκόμματα αὐτά, κάπου πρέπει νὰ βρίσκονται στὸ σπίτι, ἀλλὰ ποῦ; Ἐννέα βιβλιοθῆκες καὶ πέντε τεράστιες στίβες χαρτιὰ δὲν ψάχνονται εὔκολα. Τὸ εἶχα ἀντιγράψει, γιὰ νὰ τὸ διασώσω, πρὶν χρόνια, στὸ Φόρουμ.γκρ, τὸ ὁποῖο πέρυσι καταργήθηκε... κι' ἀπ' ὅπου, ὡς ἐκ θαύματος, διέσωσα μὲν χίλια-δυὸ ἆλλα κείμενά μου ἀλλὰ ὄχι καὶ αὐτό, μαζὺ μὲ ἆλλα. Ἕναν χρόνο μὲ ἀπασχολεῖ αὐτὸ τὸ ψάξιμο, ποὺ δὲν ἔχω καιρὸ καὶ κουράγιο νὰ τὸ κάνω. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, αὐτὸ ἔχω στὸν νοῦ μου. Πῶς παραμέλησα κάτι τόσο δικό μου, τῆς ψυχῆς μου; Ἀφοῦ ἤξερα πὼς ἡ καρδιά μου βρισκόταν ἀνέκαθεν σὲ συναισθηματικὴ ἐπικίνδυνη δοκιμασία, πῶς δὲν φαντάστηκα πὼς μιὰ μέρα καὶ θὰ λύγιζε καὶ δὲν θὰ εἶχα ὄχι μόνο τὴν δύναμη νὰ σκύβω ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπο νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖ; Ὅταν βγαίνω στὸν δρόμο, κανένας δὲν καταλαβαίνει ὅτι ὑποφέρω. Ἄνετος, σαχλαμαράκιας, μὲ ξεκούραστη ὄψη. Ἀναρωτιέμαι ἄν καὶ ὁ γάτος μου μὲ περνἀει γιὰ καλά!... Σιχαίνομαι νὰ μὲ λυποῦνται. Ἀλλὰ καὶ νἄθελα ποτὲ νὰ μὲ λυπηθοῦν, δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα καμιά: οἱ ἄνθρωποι, γύρω μου, προτιμοῦν νὰ βροῦν ἕνα στραβοπατηματάκι μου, ἄνευ ἀξίας καὶ ἀνάξιο ὑποψίας, γιὰ νὰ μὲ καταδικάσουν καὶ νὰ μοῦ πετάξουν τὴν περιφρόνησή τους, γιὰ πᾶντα. Ἔτσι ἀρχίζουν νὰ ὑπάρχουν. Συνηθισμένα τὰ βουνὰ στὰ χιόνια ὅμως. Ἄν κατορθώσω νὰ ξαναβρῶ τὸ <...μελαγχολικὸ φάντασμα!...>, ἔχω τὴν ἐντύπωση θὰ ζήσω ἆλλον ἕναν χρόνο, νὰ χαίρομαι καὶ νὰ γελῶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου