Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Ναί, ἴσως χρειάζεται νὰ τὸ πῶ: ὁ Τhémistocle (ποὺ πρόσθεσε καὶ τὴν ὀξεία, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησα, γιατί ἔτσι γράφεται στὰ γαλλικὰ τὸ ψευδώνυμό του), στὸ Φόρουμ.γκρ, στὶς 26.8.2010, ἡμέρα ποὺ εἶναι τὰ γενέθλιά μου, ἄνοιξε καινούργιο νῆμα μὲ τῖτλο <Χρόνια πολλά, ΚΛΙΝΟ (κι' ἐσύ, Γεώργιε Σουρῆ) >, ποὺ εἶχε τεράστια ἐπιτυχία καὶ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ γράψω ἀναρίθμητα σατιρικὰ ποιήματα. Λυπήθηκα ἀφάνταστα ποὺ ἔκλεισε τὸ Φόρουμ.γκρ πέρυσι τέτοιες μέρες ἀπρόοπτα καὶ ἀπροειδοποίητα καὶ χάθηκαν ἔτσι ἀμέτρητα γραφτά μου. Ἀπορῶ πῶς κατόρθωσα καὶ διέσωσα τὰ μισὰ καὶ κάτι παραπάνω. Γιατί, πέραν τοῦ ἄν θὰ μείνουν στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας ἤ ὄχι αὐτὰ ποὺ γράφω, εἶναι γεγονὸς ὅτι ἔχω καταναλώσει καὶ ἀμέτρητο χρόνο καὶ πολὺ ἀπὸ τὸ μετρημένο ἴσως μυαλό μου. Ἄς μὴν ἀναφερθῶ στὸν ψυχισμό τους. Καὶ ἕνα σκέτο <καλημέρα> νὰ γράψω κάπου, προσέχω πότε, πῶς, ποῦ, σὲ ποιόν θὰ τὸ πῶ. * <Αὐθόρμητο> μὲ τὴν ἔννοια "ἠλίθιο" δὲν ἔχω γράψει τίποτα. Καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ περάσουν, ἐφ' ὅσον ζῶ (ὄχι, θεέ μου, μή, πάρε με...), θὰ διορθώσω καὶ τὴν τελεία ἤ τὴν ἄνω τελεία ποὺ πληκτρολόγησα λάθος, ἄθελά μου. * Ἔχω μάθει νὰ σέβομαι τὰ Γράμματα ποὺ ἔχω μάθει, τόσα χρόνια στὰ διάφορα Σχολεῖα, τὶς μεταφράσεις ποὺ ἔχω κάνει γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, χρόνια καὶ χρόνια, σχεδὸν χωρὶς οὔτε μία μέρα σχόλης - ὅλον τὸν χρόνο - καὶ σχεδὸν ποτὲ λιγώτερο ἀπὸ 10 ὧρες ἐντατικῆς δουλειᾶς κάθε μέρα. Ὁ Μάκης Κάππος/Euthymios Kappos ξέρει πόση πικρὴν ἀλήθεια λέω. Ἦταν 1978, ὅταν, βλέποντας καὶ μόνο τὸν ὄγκο τῶν μεταφράσεών μου, ἀπὸ τὸ 1968, μοῦ εἶχε πεῖ: " - Κανονικά, ἐσὺ ἔπρεπε νὰ εἶχες πάρει κιόλας σύνταξη, μὲ τόση δουλειά". * Καὶ πραγματικά, εἶναι νὰ ἀπελπίζεσαι, ὅταν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ μιλᾶνε καὶ γιὰ "Κρυφὸ Σχολειὸ" ἀκόμα, γιατί τὸ λέει τὸ κόμμα τους, ὄχι γιατί καταλαβαίνουνε τί λένε, νὰ μὴ γράφουν οὔτε μία ὀρθογραφημένη λέξη. Νὰ παίρνεις ὅπλο καὶ νὰ τουφεκίζεσαι. * Ἡ μόρφωση εἶναι τὸ μόνο φῶς τῆς ἀνθρωπότητας. * Μὴν ἀρχίσω καὶ λέω τώρα καὶ γιὰ τὴν λύσσα τους νὰ παίρνουν διακρίσεις, ποὺ δὲν τὶς ἀξίζουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐνισχύσουν ἔτσι μόνον τὴν τσέπη τους καὶ τὰ γκομενιλήκια τους, τὰ ἀνομολόγητα. * Ἔχεις καὶ τὸν ἆλλον ἤ τὴν ἄλλη ποὺ δηλώνουν: ποιητής/ποιήτρια. Πιὸ αἰσχρὴ δήλωση δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ. Γιατί ἆλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ πεῖς <γράφω ποιήματα> κι' ἆλλο τὸ νὰ λές: <εἶμαι ποιητής, εἶμαι ποιήτρια>. Αὐτὸ γιὰ μένα ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ λὲς: <εἶμαι ψώνιο, ρῖξτε μου καρπαζιά>. Καὶ λίγο λέω.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Τρία σατιρικά.
~
Χαρὰ μεγάλη...
  20 Μαΐου 2016 καὶ ὥρα 15:12.

Χαρά, μὲ τοῦ γατούλη τὰ βαφτίσια!...
Χαρά, νὰ δεῖς!... - μοῦ φύγανε καὶ τσίσια!

Καὶ τὰ λάδι' ἄν θέλεις ξελαδιάζονται,
κι' ἆλλες προσευχὲς καλοδιαβάζονται,

εἰς περίπτωσιν ἀναβαπτίσως:
ἅγιον Μυστήριον, ἄνευ αἰτήσεως,
στὸ σπίτι τοῦ Κλινὸ μπορεῖ νὰ γίνει,
ἄν αὐτὸς ἀπαραίτητον τὸ κρίνει.

Κι' ἔτσι, ἀπὸ Βάκχος καὶ Γανυμήδης
καὶ Τριστάνος, ὁ κοινῶς Γαμουνίδης
ἐπαναβαπτίσθη, χάριτι θείᾳ,
κατ' οἶκον - κι' οὐδόλως ἐν ἐκκλησίᾳ -

ἡμέρες χρονιάρες καὶ σ' ἅγιες ὧρες,
ὀνόματι: Χουανίτο Τοῦρμπο-Φλόρες.
Τοῦ νεοφωτίστου κουφέτα νὰ φᾶτε.
- Σήμερον εἷς γάτος ἀναγεννᾶται

κι' εὐτυχῶς τυγχάνει νά 'ν' ὁ δικός μου!
Νιαουρίζουν οἱ καμπάνες τοῦ κόσμου.
Σήμερον εἶν' ἡ χαρά μου μεγάλη,
χαίροντ' Ἕλληνες μαζύ μου - καὶ Γάλλοι!

Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, ὁ γατοβαπτιστής,
τῶν μοντέρνων ἰδεῶν χρηματιστής.
-------------

Ἡ εἴδησις: ΓΑΠ: ...ἐπιμήκυνση περιόδου δημοσιονομικῆς...

12 Ἰουνίου 2012 καὶ ὥρα 9:30.

θὰ τὰ πῶ λίαν μεταφορικῶς,
νά, κάπως ἀττικῶς,
κι' un peu θεατρικῶς,
μὴ φανῶ πολὺ λαϊκός!


- Βρέ, τοῦτος-'δῶ, ξεύρετε ποῖος,
μίκρυνε, νά! Χάθηκ' ἕνας πόντος!
Σᾶς δίνω κι' ὅρκο Τετρακτύος:
ἔχω πλέον ἔλλειμμα προσόντος.

Τί μέλλει γενέσθαι - μοῦ λέτε;
Ἐπάνοδον μήκους, ποῦ θὲ νά 'βρω;
Διὰ τὸν καῦλον μου μὴν κλαῖτε...
- ὀδύρομαι ὁ ἴδιος, κι' ἐν Ἐπιδαύρῳ!

Τίς τραγωδός, μᾶλλον... θρηνωδός,
μετὰ πολλῶν διθυράμβων κι' ἰάμβων,
φούλ-ἱκανὸς γράφειν ἐπὶ ποδὸς
ραψωδίας παλαιῶν μου θριάμβων

θὰ μὲ συντρέξει; Κατάρα, - ὦ!
Ἀλλοί, δὶς ἀλλοί, καὶ τρὶς ἀλλοί μου!
Κάνετε μούμιαν τοῦ Φαραώ,
ἐμένα - μὰ ὄχι καὶ τὴν ψωλή μου!

Θὰ τὴν τραβῶ, κι' ἄς σκιστοῦν φλέβες·
ἀπαιτῶ τ' ὅλον πρότερον σχῆμα.
Πόσην ὀδύνην, πόσες χλεῦες...
ὅταν τὸ γαμεῖν δὲν πάει πρίμα!

Σχόλιο (13 Ἰουνίου ἰδίου ἔτους):
Λυράν: Δεν το σχολιάζω..
Εκτός του ότι είναι ακατάλληλο για "ανήλικες" σαν κι εμέ
ποτέ μου δεν κολάζω... Δεν γίνομαι η Αφορμή σου, άγιε Καημέ...

Ἀπάντηση (παραχρῆμα):
Θυμός.
Φτού! Τέτοια κακὴ στάση...
ἀντὶ νὰ στέκεις ἐν ἐκστάσει
μπρὸς τὸ ποίημά μου; τ' Ἁγιοῦ Κλινὸ τοῦ Λατρευτοῦ;
Λές, δὲν τὸ σχολιάζεις,
κι' οὔτε κἄν ἐκθειάζεις
τὶς ἀρετές του; Μήπως ἐλλείψει θυμιατοῦ
δὲν μοῦ καῖς λιβάνι;
Πέσε στὸ ντιβάνι
κι' ἔρχομαι νὰ μὲ προσκυνήσεις, ἁμαρτωλή!

Θἄρθω μὲ τ' ὅπλο μου - πρόσεξε! - χωρὶς στολὴ
κι' ἀλλοίμονό σου!
Κάνε τὸν σταυρό σου
γιατὶ σήμερα πεθαίνεις! Μὴν κάθεσαι, ξαπλώσου.

Ἀνάσκελα, πλαγίως, στὰ τέσσερα... Στερεώσου
κι' ὁρμάω
νὰ φάω
τ' ἀνίερο, βρωμερὸ κι' ὅλως ἄχρηστο τομάρι σου!
Ποῦ πᾶς, γελάδα, μόνη, χωρὶς τὸν γελαδάρη σου;

 

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Ἀπὸ τὸ Πρόγραμμα 

 
τοῦ Θεάτρου τοῦ Ὀνείρου.



Σημείωσις:
Ὅταν ὁ διάβολος δουλειὰ δὲν ἔχει, γράφει καὶ τὴν <Ὡραία μου Στρουμφίτα> (24.12.1985 – 6.1.1986). Νηστικὸς ὁ Καραγκιόζης ταΐζει κάθε μισὴ ὥρα τὴν οἰκογένειά του μὲ τὶς παρακάτω ἀτάκες, φρέσκες-φρέσκες, μόλις τὶς ξεφουρνίζει ἡ πέννα του ἀπὸ τὸ μυαλό του.
Πρώτη παράστασις, κινηματογράφος Ἀλεξάνδρα, στὸ Περιστέρι (2.2.’86). Περιμέναμε συμπόσιο,
μᾶς βρῆκε κροῦσμα μηνιγγίτιδος καὶ καταρρακτώδης βροχή. Ἀτέλειες θεαμάτων 41, εἰσιτήρια 27,
καθαρὸ κέρδος δρχ. 50 καὶ παρ’ ὀλίγον δύο ἐγκεφαλικά.
Οὐσιαστικά, πρῶτο μου θεατρικὸ ἔργο, προορισμένο νὰ παιχθῆ τὸ γρηγορώτερο. Γιὰ σιγουριά, τὸ
μυαλὸ κολλημένο στὴν <Ὡραία μου κυρία> τοῦ θεάτρου Μουσούρη (1958-9) καὶ στὴν ταινία. Ὑλικὸ ἔμψυχο, ἐμεῖς κι’ ἐμεῖς: ἡ Ζωή, ποὺ δὲν εἶχε τίποτα νὰ ζηλέψει ἀπὸ τὴν Ἀλίκη· ἡ Μιμή, σύζυγος τοῦ καθηγητοῦ· ὁ Σπύρος, ἕνα μαμόθρεφτο-κίνδυνος νὰ προδοθῆ τὸ “μυστικό-’Ελίζα”· ἡ Νίκη Τσίλια, ἀλητάκι θρίαμβος σὲ τσιφτετέλι-Καροζόνε· ἐγώ, γλωσσολόγος ἀλλὰ καὶ πατέρας τὴς Ἐλίζας. Τὸ “Στρουμφίτα” μόνο γιὰ...κράχτης. 

Θεωρῶ τὸ κείμενο δικό μου μὲ ἐπιδράσεις, λίγο ἁμαρτωλὸ σὲ παραχωρήσεις γιὰ ἐμπορικότητα (στὸν Δῆμο Μοσχάτου, 2.000 εἰσιτήρια σὲ μία παράσταση). Στὴν δεύτερη σαιζόν, ἔγινε “Μαμζὲλ Κλωτσοσκοῦφι” - τῖτλος συνεπὴς μὲ τὸ περιεχόμενο. Ἀφίσσα τῆς Λούκυ Κνέχτμανς, Ἄμστερνταμ.
Σύνολον παραστάσεων: 315.-


                                                      Μαμζὲλ Κλωτσοσκοῦφι.
Μουσικὴ κωμωδία
                               - γιὰ παιδιά; γιὰ μεγάλους;
βασισμένη στὸν <Πυγμαλίωνα>
τοῦ Τζώρτζ Μπέρναρντ Σῶ.

Τὰ πρόσωπα τοὺ ἔργου:

Ἐλίζα ἤ Κλωτσοσκοῦφι: ........................................... Ζωίτσα.
Ἀριστοτέλης Κορφιάτης: ......................................... Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Λάουρα Κορφιάτη: .................................................. Μιμὴ Γουλέτα.
Μητσάρας Γιάννουλας: ........................................... Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Καμπίρια (ἤ, τὸν β΄ ἕως ε΄ χρόνο Καμπίρης): ......... Νίκη Τσίλια
ἤ Σπύρος Λὸ Σκόκκο.
Πίπης: ...................................................................... Σπύρος Λὸ Σκόκκο.
Βασίλισσα ............................................................... Ἕνα κορίτσι  θεατής, βουβὸ πρόσωπο.

Κοστούμια, Μιμὴ Γουλέτα.
Μουσική, ἀπὸ τὴν <Ὡραία μου κυρία>, ἐπίσης τὸ τραγοῦδι “Ἀλακαλακούμπα”(Ρένα Βλαχοπούλου), μουσικὰ κομμάτια Μάνου Χατζιδάκι ἀπὸ τὴν <Ὁδὸ Ὀνείρων> καὶ τὸ <Καῖσαρ καὶ Κλεοπάτρα>, “Καραβὰν πετρόλ” τοῦ Ρενάτο Καροζόνε καὶ Βέρντι “ἡ πρόποσις” ἀπὸ τὴν <Τραβιάτα> (Ἄννα Μόφο).
Διάρκεια παραστάσεως: 2 ὧρες καὶ 15΄.


 
Πράξη Α΄.

[Νύχτα βροχερὴ ἔξω ἀπὸ τὸν Ἐθνικὸ Κῆπο. Ἡ Ἐλίζα, ντυμένη στὰ πλέον ἀξιοθρήνητα κουρέλια, ὀκτὼ χρονῶν, λαϊκούρα, ἀνθοπῶλις τοῦ δρόμου, τρέχει ἐδῶ κι’ ἐκεῖ νὰ προστατευθῆ ἀλλὰ καὶ νὰ πουλήσει· φωνάζει “- Πᾶρτε ἕνα λουλουδάκι, σᾶς παρακαλῶ...” καὶ ἆλλα παρόμοια.
Ἡ Λάουρα καὶ ὁ Ἀιστοτέλης γυρεύουν ταξί. Προφανῶς ἡ βροχὴ δὲν ἦταν καὶ τόσο ἀναμενόμενη – τὸ ντύσιμό τους, ἀταίριαχτη ὀμπρέλλα ποὺ κάποιος θὰ τοὺς τὴν ἔδωσε... Ἦχοι διάφοροι λεωφόρου. “- Πᾶτε Κηφισιά;”, “- Μά, ἕνα ταξὶ δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε;”, “- Νὰ πᾶς!”. “- Νὰ μοὔλειπε...”].

Λάουρα: Ξεπάγιασα, καημένε... Τί ξαφνικὴ νεροποντή, θεέ μου!

Ἀριστοτέλης: Πᾶψε τὴν γκρίνια σου...ὁρῖστε, τὸ χάσαμε! Δὲν φταίω ἐγὼ ποὺ τοὖρθε νὰ βρέξει...Ταξί, ταξί... Φτού, νὰ πάρει! Νὰ πάρει!...

Λάουρα: Μά, τί κάνεις, χριστιανέ μου; Δὲν μπορεῖς ν’ ἁπλώσεις τὸ χέρι σου - ἔτσι - τὴν ὥρα ποὺ πρέπει, νὰ σταματήσεις ἕνα ταξί;

Ἀριστοτέλης: Βᾶστα ἐσὺ τὴν ὀμπρέλλα..., νὰ μπορῶ!

Κλωτσοσκοῦφι: [Τοὺς ἔχει πάρει εἴδηση καὶ τοὺς χαζεύει, τοὺς κοροϊδεύει μόνη της καὶ μουρμουρίζει, χαίρεται ὅταν χάνουν τὸ ταξί, φυσάει τὴν μύτη της στὴν μία κάλτσα της, ποὺ τὴν κρύβει ὕστερα στὸν κόρφο της, ἐνῶ συγχρόνως]:

Λάουρα: Ἀποκλείεται. Μία κυρία ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἕναν κύριο δὲν κρατάει ποτέ της...- ἔ, ἄ στὸ καλό, πάλι τὸ χάσαμε.

Ἀριστοτέλης: Τί λές, νὰ πέσω ἀνάσκελα, μπροστὰ στὸ ἑπόμενο; Θὰ σταματήσει, ἔ, τί λὲς κι’ ἐσύ;

Λάουρα: Καὶ θὰ καθήσεις ὕστερα πλάι μου, λασπωμένος; Ἡ διαγωγή σου ἀπέναντι στὸ φουστάνι μου εἶναι σκάνδαλο τουνάιτ!

Ἀριστοτέλης: Πολλὰ νεῦρα, πολλὰ νεῦρα βλέπω ἀπόψε καὶ δὲν ξέρεις τί λές. Ὡραῖα – θέλεις νὰ πᾶμε μὲ τὰ πόδια;

Λάουρα: Ἕνα μόνον σοῦ λέω – ἄν ἤμουν ἄντρας ἐγώ, εἴκοσι ταξὶ...

Ἀριστοτέλης: Οὔουφ! Βάστηξε τὴν ὀμπρέλλα, ἔρχομαι ἀμέσως.

Λάουρα: [Σπαραξικάρδια]. Μ’ ἀφήνεις μόνη μὲς τὸν κατακλυσμό;

Ἀριστοτέλης: [Καθὼς τρέχει, σκοντάφτει πάνω στὸ Κλωτσοσκοῦφι καὶ στὰ πράγματά της. Πεσμένο ψάθινο καπέλλο μὲ σταφύλια, λουλούδια, πουλιὰ ἐπάνω. Καλάθι μὲ λουλούδια τσαλαπατημένα]. Παρντόν!

Κλωτσοσκοῦφι: Μωρέ, συμπεριφορὰ νὰ σοῦ πετύχει! Πέρασε σὰ νελέφαντας, τσαλαπάτησε τὰ λουλουδικά μου – παρὰ τρίχας νὰ μὲ ζουμποῦσε καὶ μένα κάτω σὰ σταφύλι καὶ λέει καὶ... - πῶς τὸ εἶπε αὐτό; Γκαρμπόν; Ζαμπόν...; Ἄχ, ζαμπόν! Ἔιιι, κύριος! Εἶπες τίποτα; [Ὁ Ἀριστοτέλης κάνει πίσω. Τοῦ τραβάει τὸ πανωφόρι]. Τί θὰ γίνει, ἔ; Θὰ πληρώσεις τώρα τὰ λούλουδα ποὺ μάρανες μὲ τὶς βοϊδοπατοῦσες σου; Νιάρ!

Ἀριστοτέλης: [Τὴν προσέχει γιὰ πρώτη φορά. Φρίκη]. Τί θέλεις, φουκαριάρα; [Σ’ ἕνα ὁδηγό]. Μήπως πηγαίνετε...; Σιγά, ἄνθρωπέ μου, μούσκεμα μ’ ἔκανες!
Κλωτσοσκοῦφι: Ὤρε, στραβομάρα, ὁ κύριος! Χὰ... χὰ... χά!... Μωρέ, καλὰ νὰ πάθεις καὶ σὺ καὶ τὸ παπιγιόνι σου, γαμπρούλιακα! Πῶ πῶ, μαννούλα μου, λᾶσπες ποὔφαγε στὴ μούρη! Ἴδιος μὲ τὰ λελούδια μου! [Ἔξαλλη]. Ἔιιι, τί θὰ γίνει, θὰ πλερώσεις ἤ νὰ σοῦ πατήσω καμιὰ μήνυξη στὸν Ἅγριο Πάγο; Νιάρ! (Τοῦ δείχνει τὰ νύχια της].

Ἀριστοτέλης: Αὐτὸ μᾶς ἔλειπε τώρα! Καὶ ποῦ νὰ βρῶ φραγκοδίφραγκα, μύξα τοῦ ἐλέους;

Κλωτσοσκοῦφι: Μπᾶ! Χῆνες κουβαλᾶς στὸ τσεπικό σου, μυταρόλο μου;

Ἀριστοτέλης: Πῶς; Πῶς τὄπες αὐτό;

Κλωτσοσκοῦφι: Δό μου διακόχσα φράγκα, κι’ ἆντε, στρίβε. Δὲ σὲ καταδώνω στὴν Ἀστενομία ἐγώ. Μοῦ τὴ δίνει ἡ Ἀστενομία, ξέρεις. Νιάρ.

Ἀριστοτέλης: Τί βροχὴ κι’ αὐτή... Δὲν μοῦ λές, ἐσύ· δὲν κρυώνεις;

Κλωτσοσκοῦφι: Μπᾶ! Μοὖσαι καὶ λυπησιάρης, ψυχούλα μου; Δὲ μοῦ λές, τί θὰ γίνει; Ἆντε, καπετάνιο, πλέρωσε, μπὰς καὶ βρῶ καὶ γὼ τίποτις νὰ καταχωνιάσω στὴ στομάχα μου. Πείναξα. Νηστικιάρα εἶμαι.

 Ἀριστοτέλης: Διακόσιες εἶπες; [Βγάζει, κοιτάζει τὸ πορτοφόλι του]. Χιλιάρικο.

Κλωτσοσκοῦφι: Δό μου δῶ τὴ χήνα νὰ σοῦ τὴ χαλάσω. Κρατῶ τὶς διακόσες μου ἐγώ, παίρνεις καὶ σὺ τ’ ἆλλα, βουτᾶς καὶ τὴ γυναικάρα σου μὲ μιὰ ταξάρα - μὴ σοῦ πάθει ντὲ καὶ καμιὰ βροχολεμονία – καὶ τὴν πᾶς στὰ τζάκια σας, γιατί ἀλλοιῶς...- ἀχά! Τὴ βλέπω νὰ φεύγει μὲ νεκροδόρα ἀπὸ δῶ πέρα.


Ἀριστοτέλης: [Ἀνοιχτὸ τὸ στόμα]. Πολὺ ἐνδιαφέρον κορίτσι-πίθηκος αὐτό! [Βγάζει σημειωματάριο καὶ στυλό]. Χῆνες, μοῦ τὴ δίνει, νηστικιάρα, βροχολεμ... μμμ, μεκροδμμμ. Ἐνδιαφέρουσες λέξεις! Ποῦ καὸ πὼς κι’ ἀπὸ ποιόν τὶς ἔμαθε; Ἑλληνικὰ πάντως!...

Κλωτσοσκοῦφι: Ὦ, σὲ παρακαλῶ, μπάρμπα, μὴ μὲ κερφώσεις στὴν Ἀστενομία!... Δὲν ἔκανα τίποτις κακὸ ἐγώ, λεφτὰ θέλω, λελούδια πουλάω, γιὰ νὰ ντὴν ντηλώσω καὶ...

Ἀριστοτέλης: [Γράφει]. Ντὴν ντηλώσω...

Κλωτσοσκοῦφι: Μά, τί γράφεις, χριστιανέ μου; Ὅλο γράφεις, γράφεις. Δὲ σοῦ ζήτηξα γράμματα ἐγώ, λεφτὰ σοῦ ζήτηξα. [Κλαίει ἐπεισοδιακά]. Ἄαααααα! Οὔουουου!...

Ἀριστοτέλης: [Προστατεύοντας τ’ αὐτιά του]. Ἔλα, πᾶψε, μικρὴ ἀνόητη. Ποιός σὲ πείραξε; Τί μὲ πέρασες;



Κλωτσοσκοῦφι: Δὲν εἶσαι μπᾶτσος, δηλαδής;

Ἀριστοτέλης: [Σημειώνει]. Μπᾶτσος! Τί πάει νὰ πεῖ αὐτὸ πάλι;



Κλωτσοσκοῦφι: Καρφωτής, ντέ!

Ἀριστοτέλης: [Ὁμοίως]. Καρφωτής. Καὶ...καρφωτής, τί θὰ πεῖ;



Κλωτσοσκοῦφι: Ἔ, μὰ τοῦ λόγου σου καπετάνιο μου, ἐσύ, ἐσὺ εἶσαι μπουμπούνας – γιὰ νὰ μὴν πῶ ἀγράμματος! Καρφωτὴς πᾶ-νὰ-πεῖ... πᾶ-νὰ-πεῖ... πᾶ-νὰ-πεῖ... καρφί, ντέ! Σουπιά, - πῶς τὸ λένε; Νά, στὰ γαλλικά: χαφιές – τὄπιασες τώρα; [Μὲ...προφορὰ γαλλική!...]. Χαφιές.


Ἀριστοτέλης: [Ὁμοίως]. Σουπιά, [μὲ...προφορά] χαφιές. Πολὺ ὡραῖα λόγια μοῦ λές, πιτσιρίκα μου.



Κλωτσοσκοῦφι: [Μὲ φρίκη, ὁρκίζεται]. Ἴιιι! Νὰ μὴ ξημερωθῶ, κυρ-Ἀποτέτοιε μου, νά, φιλῶ σταυρὸ σταυρωτό! Δὲ σοὖπα ὡραῖα λόγια ἐγώ! Αὐτὰ τὰ λένε οἱ γεροσαλιάρηδες, δὲν τὰ λένε καθωσπρέπει κοριτσάκια τοῦ δρόμου. Ἐγὼ εἶμαι ὀρφανὸ καὶ κλαίω τὴ μοίρα μου ποὺ μὲ μάρανε καὶ σὺ ὅλο γράφεις στὸ τεφτέρι σου τὰ λόγια μου! Βρωμιάρη! Θὲς νὰ μὲ μαρτυρήσεις στὴν Ἀστενομία!...



Ἀριστοτέλης: Χὰ χὰ χά! Ἐγώ;



Κλωτσοσκοῦφι: Ὄχι ἐγώ! Ὄχι, πές, εἶναι τίμια πράματα ἐτούτανες; Νὰ καταδώνεις στοὺς γκλομπιάρηδες ἕνα ὁλοάθωο κοριτσάκι ποὺ πουλάει ἀνθολούλουδα γιὰ νὰ πάρει ψωμὶ καὶ ζαμπόν; Ἀλήθεια, γιατί μὲ εἶπες ζαμπόν, ὅταν μὲ σουτάρησες;



Ἀριστοτέλης: Ὁρῖστε;

Κλωτσοσκοῦφι: Ναί, ναί, κάνε τὴν μπάπια πὼς δὲν καταλαβαίνεις! [Βλέποντας τὴν Λάουρα νὰ πλησιάζει]. Ὤχ! Νὰ καὶ ἡ κερά σου!... Πότισε - δές – ἡ γρηά σου ὥσαμε τὸν σκελετό της. Ἔ ρὲ τὴ ζωντοχήρα!...



Λάουρα: Ὦ, μὸν ντιέ, Ἀριστοτέλη, μιλᾶς μ’ ἕνα χαμίνι καὶ γὼ περιμένω μὲς τὴ βροχή;



Κλωτσοσκοῦφι: Μὲ τὸ δίκηο της ἔχει δίκηο ἡ μαντάμ! Δὲν φοβᾶσαι, κορδωνισμένε μουσιού, μπὰς καὶ σοῦ μπεῖ στὸ νερό; Πάρ’ της, ντέ, μιὰν ἀσθενομπόρα καὶ τρέχα την στὸ νοσοκοπτεῖο... Δὲν τὴν βλέπεις; Μονομπάντιασε τὸ πλευρό της. Ἄ! Θὰ τῆς κάνουν κάτι, μὰ κάτι βεντοῦζες σβουριχτές, - τσάφα, τσούφα - κι’ αὔριο θὰ σοὔρθει σεινάμενη, κουνάμενη, σιδερωμένη, τσιτωμένη καὶ λαμπίκος σὰν τὴν Βουγιουκλάκη! [Μουτζώνει ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά]. Νά, χαζο-Μπαρντώ, ποὺ τὸ πίστεψες κιόλας!...



Λάουρα: Τί αὐθάδεια!... Δὲν μοῦ λές, σύζυγέ μου, στὸν Ἐθνικὸ Ζαρντὲν θὰ τὴ βγάλουμε ἀπόψε; Δός της αὐτὰ τὰ ψιλὰ καὶ πᾶμε.



Κλωτσοσκοῦφι: Ἄ, εἶχες ψιλά, πουλάκι μου!



Ἀριστοτέλης: Ὁρῖστε, ἡ ἀποζημίωσίς σας, μπὲλ φλερίστ!



Κλωτσοσκοῦφι: Τὄπα, εἶσαι τσίφτης! [Μόνη της]. Κοῖτα δῶ δυὸ κατοστάρικα! Ὁ Περικλῆς. Κι’ αὐτὸς ἐδῶ, ὁ Καρακλῆς, μοῦ φαίνεται!... Ὁ κύριος τὰ πατάει, ἡ κυρά του τὰ πληρώνει. Εἴσαστε λεφτάδες, ἔ; Μπᾶς κι’ εἶσαι γιατρός, κυρ-Ἀριστοτέλη μου; Ἄμ, τ’ ἀκοῦμε καθημερνῶς καὶ καθεβραδυνῶς, πῶς σφάζουν οϊ γιατροὶ καὶ πῶς πλερώνονται – φακελλακωδῶς! Ἔιιι!... Γρᾶψ’ το κι’ αὐτό, γιατρόσοφέ μου, ὅπως σ’ τὸ λέω: φα-κελ-λα-κω-δῶς. Ἆντε γειά. [Πάει νὰ φύγει].

Ἀριστοτέλης: Μιὰ στιγμή, δεσποινίς μου.



Κλωτσοσκοῦφι: Ἔ, τί, τὸ μετάνιωσες;



Ἀριστοτέλης: Δὲν εἶμαι γιατρός, καθηγητὴς εἶμαι.



Κλωτσοσκοῦφι: Ἄλα της! Ὥστε καθηγητάκιας μοῦ εἶσαι, μυωπάκια μου! Ἄμ, ἔπρεπε, ἡ μαγκούφα, νὰ τὸ καταλάβω. Μόνο νὰ γράφεις ξέρεις, γιὰ νὰ βρεῖς ταξὶ στὴ μαντὰμ εἶσαι... νὰ μὴν τὸ πῶ!



Ἀριστοτέλης: Ἄν δὲν μὲ πιστεύεις, νά καὶ ἡ κάρτα μου.



Κλωτσοσκοῦφι: Λαχεῖο εἶναι;

Ἀριστοτέλης: Σοῦ εἶπα “κάρτα” - τὸ ὄνομά μου, Ἀριστοτέλης Κορφιάτης. Καὶ τὸ ἐπάγγελμά μου, Καθηγητὴς-Γλωσσολόγος – ἀκριβῶς ὅπως δὲν κατάλαβες. Καὶ ἡ διεύθυνσίς μου: Κηφισίας 100.



Λάουρα: Ναί, μὴν ξεχάσεις νἄρθεις νὰ πάρεις τὸ πτυχίο σου τῶν Γαλλικῶν καὶ τῆς Καλῆς Συμπεριφορᾶς. Σοῦ τἄχουμε φυλαγμένα.



Κλωτσοσκοῦφι: Μετὰ χαρᾶς. Λαμβάνω καὶ γὼ λοιπὸν τὴν τιμή, χωρὶς ἔκπτωση, νὰ σᾶς ἀναφέρω τὴν ἀφεντιά μου: Κλωτοσκοῦφι – τ’ἀληθινό μου Ἐλίζα.

Λάουρα: [Ξαφνικὴ συγκίνηση, ρίγος]. Ἐλίζα;



Κλωτσοσκοῦφι: [Συνεχίζει]. Ὀρφανὴ ἐξ μητέρος, ἀλλὰ ἔχω - δόξα τῷ Θεῷ καὶ τὴ μάννα Του – τὸν πατέρα μου, ἄσο κρασοκανάτα, γνωστὸς στοῦ Ψυρρῆ σὰν Μπαρμπαμεθυσοχαραμοφάης.


Λάουρα: [Διαφορετικὴ ἀπ’ ὅ,τι ὥς πρίν]. Ὦ, τὸ κακόμοιρο τὰ παιδί!...



Ἀλιστοτέλης: Λοιπόν, Λάουρα, σκέφτηκα κάτι. Αὐτὴ ἡ μικρὴ ἀλήτισσα...



Κλωτσοσκοῦφι: [Ἐπιθετική]. Ἀλήτισσας εἶσαι καὶ φαίνεσαι.

Ἀριστοτέλης: [Μὴ δίνοντας σημασία]. Αὐτὴ ἡ μικρὴ μεγάλη ντροπὴ τῆς κοινωνίας, θὰ μποροῦσε νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ πριγκήπισσα. Ξέρεις, ἕξη μῆνες μαθήματα – δέκα ὧρες τὴν ἡμέρα καὶ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη μ’ ἕνα βλέμμα ἄγρυπνο ἐπάνω της, ἀναλυτικῶς γραμματική, ἀριθμητική, πιάνο, χορό, γαλλικά, ὀρθοφωνία – προπαντὸς ὀρθοφωνία -, ποίηση ἀρχαία καὶ σύγχρονη ἑλληνική, καὶ πιπέρι, ἄφθονο μὲ τὸ κιλὸ πιπέρι κάθε ποὺ θὰ λέει στραβὲς κουβέντες...



Λάουρα: Ἀριστοτέλη, σύνελθε! Μεγαλοτολμία στὸν βρόντο. Κοίταξέ την πῶς φέρεται!...



Κλωτσοσκοῦφι: [Ἠχηρὸ φύσημα τῆς μύτης μὲ τὴν κάλτσα της].

Ἀριστοτέλης: Ἀκριβῶς. Ἀγάπη μου, αὐτὴν θέλω νὰ μεταμορφώσω μὲ τὸ μαγικὸ ραβδὶ τῆς μορφώσεως. Πές μου πῶς μιλᾶς καὶ πῶς φέρεσαι, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι κι’ ἀπὸ ποῦ κατάγεσαι.



Κλωτσοσκοῦφι: [Στραγγίζει τὴν κάλτσα της, σκουπίζει τὴ μύτη της, τὴν βάζει στὸν κόρφο της].

Λάουρα: Κοῖτα! Κοῖτα!... Ντροπή, κοριτσάκι μου, νὰ κάνεις τέτοια πράματα.



Κλωτσοσκοῦφι: Πάλι μαζύ μου τὰ βάλατε; 

 Ἀριστοτέλης: Ὅπως ξέρεις, ἄλλαξε τῆν μιλιὰ καὶ τοὺς τρόπους ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἀμέσως γίνεται ἆλλος ἄνθρωπος.

Λάουρα: [Διακριτικά]. Νὰ εἶναι ὅμως πρῶτα ἄνθρωπος – ἔτσι;

Ἀριστοτέλης: Μμμ, κάτι μοῦ λέει πὼς εἶναι!

Λάουρα: Ἀνθρωποειδές! 
 
Ἀριστοτέλης: Αὐτὴ ἡ μικρὴ μόρτισσα...

Κλωτσοσκοῦφι: Εἶσαι μόρτισσας, ἐσὺ καὶ ἡ γυναίκα σου καὶ τὸ σόι σας. Μπὰμ κάνετε.

Ἀριστοτέλης: [Αὐστηρά]. Σιωπή! [Στὴν Λάουρα]. Θὰ τὴν κάνω ἀνθοπώλιδα τῆς καλῆς κοινωνίας. Ὄχι ἐδῶ στὴν Ἑλλἀδα ποὺ ζέχνει νεοπλουτισμό, ἀλλὰ κάπου θὰ βροῦμε μιὰ κοινωνία καλή. Αὐτὴ ἐδῶ, μονον μὲ τοὺς τρόπους ποὺ θὰ τῆς μάθουμε, χωρὶς λεφτὰ δικά της, μπορεῖ νὰ γίνει...

Κλωτσοσκοῦφι: [Ἀρχίζει νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅσα ἀκούει].

Λάουρα: Ναί, μὰ ἔχεις ἐσὺ καιρὸ τώρα γιὰ τέτοια ἐκστρατεία;

Ἀριστοτέλης: Ἡ ἀλήθεια εἶναι...δουλειά, πανεπιστήμιο... Ἀλλά, πῶς νὰ σ’τὸ πῶ, νὰ μεταμορφώνω ἀνθρώπους...

Λάουρα: Σὲ ξέρω, δὲν χρειάζεται· τὸ διασκεδάζεις. Τοὺς μεταμορφώνεις ἀπὸ τὴν κορυφὴ ὥς τὰ νύχια καὶ τὸ γλεντᾶς νὰ βλέπεις τοὺς ψευτογαλαζοαίματους νὰ ὑποκλίνονται.

Ἀριστοτέλης: Ὦ, κοῖτα το, κοῖτα το τὸ κακόμοιρο, μᾶς ἀκούει καὶ χάζεψε!

Κλωτσοακοῦφι: Ἐγώ!... Εἶπε ὁ γάιδαρος...

Λάουρα: Ἔλα, μικρή μου, κλεῖσ’ το τὸ στοματάκι σου. Ἕνα πλᾶσμα ποὺ μιλάει καὶ φέρεται σὰν καὶ σένα, δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα, - θυμήσου πὼς εἶσαι ἕνα ἀνθρώπινον ὄν...

Κλωτσοσκοῦφι: Τί εἶμαι, λέει;

Λάουρα: ...προικισμένο μὲ τὸ θεῖο δῶρο τῆς ψυχῆς καὶ τῆς γλώσσας· καὶ πᾶψε νὰ λὲς καὶ νὰ κάνεις ἀνοησίες.

Κλωτσοσκοῦφι: [Κλαίει ἐπεισοδιακά]. Ἄαααααα!

Ἀριστοτέλης: Θὰ πάψεις; Ἄαααααα καὶ ἄαααα!

Κλωτσοσκοῦφι: [Τὸν μουτζώνει]. Νά!

Ἀριστοτέλης: Θέλεις νὰ σὲ βάλω πωλήτρια σ’ ἕνα μεγάλο γαλλικὸ κατάστημα;

Κλωτσοσκοῦφι: Τί; Τί εἶπες, καλέ;

Ἀριστοτέλης: Λέω, μικρὲ ἀξιοθρήνητε κουρελομπερντέ, πού, ὅταν σὲ βλέπει κανείς, εἶσαι νὰ κλαέι καὶ νὰ γελᾶ... λέω πώς, ἄν ἤθελα, θὰ σὲ μεταμόρφωνα σὲ νεράιδα-βασίλισσα – ἄν ἤθελα!

Κλωτσοσκοῦφι: [Πετάει ἀπὸ χαρά]. Τὸ λὲς ἀλήθεια αὐτό, γέρο;

Ἀριστοτέλης: Ἀσφαλῶς. Γιὰ μένα, εἶναι παιγχνίδι. Θὰ σοῦ μάθω πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα νὰ μιλᾶς σωστά.

Λάουρα: Ἔλα, ἐπιτέλους, ἔπιασα ταξί. Ἔλα, Τέλη, σταμάτησε.

Ἀριστοτέλης: [Διστάζει, τελικὰ φεύγει]. Θὰ ἔρθω νὰ σὲ βρῶ ἐδῶ.

[Ἡ Λάουρα καὶ ὁ Ἀριστοτέλης κάνουν σὲ παντομίμα πὼς ἀνεβαίνουν σὲ ταξί· τῆς ἀνοίγει, μπαίνουν, κλείνουν, λένε, στὸν ὑποτιθέμενο ὁδηγό, ποῦ πᾶνε: “- Κηφισίας 100, παρακαλῶ!”
Ἀγκαλιάζονται, βγάζουν ἕνα μακρόσυρτο βββββζζζζζ καὶ χάνονται].


[Μπαίνει ἡ Καμπίρια (ἤ ὁ Καμπίρης, ἀπὸ τὸ φθινόπωρο 1986). Ἀνθοπῶλις, κουρελοντυμένη, τελείως ἄξεστη φιγούρα. Σφυρίζει ἀντρίκια].

Κλωτσοσκοῦφι: Χά! Ἡ Καμπίρια!...

Καμπίρια: [Θυμώνει]. Σοῦ εἶπα νὰ μὴ μὲ λὲς Καμπούρια.

Κλωτσοσκοῦφι: Γρᾶψε λάθος. Εἶπα κι’ ἐγὼ μιὰ λέξη στραβή...

Καμπίρια: Ἐμένα λὲς στραβὴ ὄχι τὴ λέξη. [Μὲ ἐνδιαφέρον]. Τί ἔγινε; Πούλησες τίποτα;

Κλωτσοσκοῦφι: [Ψευτοαναστενάζει]. Ἔ, ναί, δὲν πούλησα ἀλλὰ τσέπωσα. [Τῆς δείχνει τὰ δυὸ κατοστάρικα].

Καμπίρια: [Κατάπληκτη]. Ἀμάν! Δυὸ κατοστάρικα! [Μὲ παράπονο]. Ἐγώ, ἡ γρουσούζα, τζίφος! [Ἕτοιμη νὰ κλάψει]. Καὶ νὰ θέλω, οἰνόπνευμα γιὰ τὴ μαμά, γιαουρτάκι ποὺ τῆς εἶπα, ἀσπιρίνες...[Λυγμός]. Μαννούλα μου!

Κλωτσοσκοῦφι: Ἔλα, πάρ’ τα.

Καμπίρια: Ἄ, ὄχι, δὲν κάνει.

Κλωτσοσκοῦφι: Πάρ’ τα τώρα ποὺ σοῦ λέω...

Καμπίρια: Καὶ σύ, τί θὰ φᾶς;

Κλωτσοσκοῦφι: Θὰ φάω. Ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς τί θὰ φᾶς.

Καμπίρια: Ἐσὺ τί θὰ φᾶς!

Κλωτσοσκοῦφι: Μὴ σὲ νοιάζει γιὰ μένα· θὰ φάω. Ἔλα, βοῦτα τα.

Καμπίρια: Ἀφοῦ ἐπιμένεις. [Τὰ βάζει στὴν τσέπη]. Θἄχεις, μωρὴ ἐσύ, ὕστερα νὰ φᾶς;

Κλωτσοσκοῦφι: Ἐγὼ θὰ πάω καὶ θὰ φάω Κηφισίας 100.

Καμπίρια: Ἀμάν! Αὐτὴ τρελλάθηκε! Θὰ πᾶς φυλακὴ γιὰ νὰ τρῶς τζάμπα;

Κλωτσοσκοῦφι: Εἶπα: Κηφισίας 100, ἀκοῦς ἤ δὲν ἀκοῦς Μωρὴ Καμπίρια, Κηφισίας 100 ἔχει... χῆνες νὰ δοῦν τὰ μάτια σου! Κι’ ἅμα φάω ἐγώ, θὰ φᾶς κι’ ἐσύ, θὰ χλαπακιάσεις.

Καμπίρια: Νὰ μοῦ λείπει! Ἄκου κεῖ, στὸ 100! Ἔκλεψες τίποτα; [Μὲ φρίκη]. Ἴιιι! Πάρ’ τα πἰσω τὰ κλεμμένα σου. [Τῆς τὰ πετάει]. Ἐγὼ τσεπώνω τίμια λεφτά. 

Κλωτσοσκοῦφι: [Τὰ μαζεύει, τῆς τὰ χώνει στὸν κόρφο. Ὀρθὰ-κοφτά]. Εἶναι λεφτὰ τοῦ ἱδρώτα μου... καὶ τῆς λάσπης· νὰ πῶς τἄκανες! Δὲς ἐδῶ. Μοῦ τσαλαπάτησαν τὰ λελούδια μου καὶ μοῦ τὰ πλέρωσαν.

Καμπίρια: Οἱ ἀναρχικοί;

Κλωτσοσκοῦφι: Οὔφ, ἆντε σπιτάκι σου. Τρέχα στὴ μαννούλα σου... Δός μου αὐτὰ ποὺ κρατᾶς, σοῦ τ’ ἀγοράζω.

Καμπίρια: [Σαστίζει, ὕστερα]. Πάω. [Φεύγει μὲ μιὰ κίνηση τσιφτετέλι. Ἐδῶ προστέθηκε τὸ “Καραβὰν πετρόλ” τοῦ Ρενάτο Καροζόνε, ὅπου ἡ μικρούλα Νίκη Τσίλια εἶχε θριαμβικὴ ἐπιτυχία.
- Στὸν Καμπίριο, καταργήθηκε ὁ χορός, γινόταν μιὰ μικρὴ κίνηση ἐνθουσιασμοῦ μόνο]. Σ’ εὐχαριστῶ, Κλωτσοσκουφίτσα μου. Σ’ εὐχαριστῶ.

----

Κλωτσοσκοῦφι: [Μόνη. Σκέφτεται λίγο, ὕστερα ξεχύνεται... στὴν πλατεία, ἀνάμεσα στοὺς θεατές, τρέχει, χοροπηδάει, σκορπάει τὰ λουλούδια της. Τραγουδάει. Μουσικὴ ἀπὸ τὴν “ Ὡραία μου Κυρία ”].

Ἕνα ὄνειρο ζηλευτό,
Κηφισίας ἑκατό...
Ἐκεῖ θὰ γίνω ἀνθοπῶλις μὲ ἀξία.
Λὰ λά, λὰ λὰ λὰ λὰ λὰ λά.
Μεσιέ... Μαντάμ,
κὲ βουλε-βού; Ντὲ φλέρ;
Λὰ λὰ λὰ λὰ λὰ λά.
Ρόδα, κρίνα, γαρύφαλλα.
λὰ λὰ λὰ λὰ λὰ λὰ λὰ λά.
Ἐγὼ θὰ γίνω ἀνθοπῶλις μὲ ἀξία.
Ἄξια - μὲ ἀξία.
Ἄξια – μὲ ἀξία.
[Στὴ σκηνὴ πάλι, πρὸς τὸ κοινό]. Κυρία μὲ τὰς καμελίας, βουαλά.
[Προσφέρει ἕνα φανταστικὸ λουλοῦδι σὲ μία φανταστικὴ κυρία, μὲ ὑπόκλιση].


Πράξη Β΄.

[Ἕνα δωμάτιο-γραφεῖο στὸ σπίτι τοῦ Ἀριστοτέλη, - ἁπλό, ἀριστοκρατικό].

Λάουρα: Βουαλά! [Τοῦ φέρνει καφέ]. Κουτὶ καὶγιὰ τοὺς δυό, μᾶς ἔρχεται αὐτὴ ἡ ἄδεια. Θὰ ξεκουραστοῦμε καὶ θὰ...

Ἀριστοτέλης: Μμμ! Ὡραῖος ὁ καφές! Ἀκριβῶς, καὶ θὰ βρεθοῦμε. Ἔχω μιὰ ἰδέα. 

  Λάουρα: [Κάθεται δίπλα του χαδιάρικα]. Κι’ ἐγώ, ἔχω δυὸ αὐτάκια νὰ τὴν ἀκούσω.

Ἀριστοτέλης: Νὰ κλείσω βιβλία, νὰ πετάξω μολύβια καὶ ν’ ἀνοίξω καρδιά...

Λάουρα: Μία καρδιά;

Ἀριστοτέλης: [Τῆς σκάει ἕνα φιλὶ στὰ μαλλιά]. Δυὸ καρδιὲς σ’ ἕνα παποῦτσι. Γιὰ ταξειδάκι μιλάω, ἀγάπη μου!

Λάουρα: Ἄχ, τὸ λὲς ἀλήθεια; Ἀψού!...

Ἀριστοτέλης: Ναί, Λαουρίτσα μου.

Λάουρα: Δὲν εἶμαι ἡ οὐρίτσα σου.

Ἀριστοτέλης: Ἀαααψού!

Λάουρα: Εἶδες; Τὴν ἁρπάξαμε γιὰ τὰ καλὰ προχθὲς μὲ τὴ βροχή.

Ἀριστοτέλης: Πᾶμε στὴ Βενετία;

Λάουρα: Ἄχ, ὄχι. Προτιμῶ Μαδρίτη. Ἐσπάνια, ταύρους καὶ “’Ολέ!...”.

Ἀριστοτέλης: Ν’ ἀνοίξουμε τὸν χάρτη. Καὶ μὲ τὰ μάτια κλειστά, δεῖξε ἐσὺ ἕνα σημεῖο.

Λάουρα: [Σηκώνεται νὰ φέρει τὸν χάρτη]. Εἶσαι γλυκὸς ὅσο καὶ τρελλούτσικος. Πάω. [Στέκεται]. Ἄχ, στὴν Χονολουλού!...

Ἀριστοτέλης: [Σηκώνεται]. Καὶ νὰ κρεμάσω λουλούδια στὸν λαιμὸ καὶ στὴν κοιλιά, - ἔτσι; Καὶ νὰ χορεύω; Παραπαπάμ...παραπαπόμ.

Λάουρα: [Μηχανικά, ἀνοίγει τὸ ραδιόφωνο, ἀκούγεται τὸ “Ἀλακαλακούμπα”].
Στὸ Ἄλακαλακούμπα,
τρελλαίνομαι γιὰ ρούμπα,
ἄ γιὰ γιὰ γιάι.
Ἐκεῖ νὰ ρθεῖς νὰ πᾶμε
κι’ ὡραῖα θὰ περνᾶμε...
[Παρασύρονται, χορεύουν. Ξαφνικά, παρατεταμένο χτύπημα κουδουνιοῦ τῆς πόρτας. Ἀκινησία. Σιωπή].

Λάουρα: Πάω νὰ δῶ.

Ἀριστοτέλης: [Κάθεται].

Κλωτσοσκοῦφι: [Μπαίνοντας, - ξωπίσω της ἡ Λάουρα σὰν χαζή]. Μπονζούρια σας!

Ἀριστοτέλης: [Πετάγεται]. Ἔ! Ὁ προχθεσινὸς μπελᾶς!

Κλωτσοσκοῦφι: Χελόυ, Τέλη, εἶπα μπονζούρια σας, δὲν...χαίρεστε;

Ἀριστοτέλης: Τί νὰ σὲ κάνω ἐσένα, κορίτσι μου; Ἐσὺ εἶσαι ἕνα...ζῶον – συγγνώμη, ξύλο ἀπελέκητο.

 Λάουρα: Ἀκριβῶς, Ἀριστοτέλη μου, εἶναι ξύλο ἀπελέκητο γιατί δὲν βρῆκε ἀκόμη πελεκητή. Τί, φταίει αὐτὴ ποὺ εἶναι κούτσουρο;

Ἀριστοτέλης: Γιατί, σάμπως φταίω ἐγώ;

Λάουρα: Σιγὰ μὴν φταίει τὸ κράτος!

Κλωτσοσκοῦφι: Καλέ, δὲν χαίρεστε δηλαδὴς ποὺ κουβαλήθηκα;

Λάουρα: Μὴν ξεχνᾶς ἄλλωστε πὼς προχθὲς σ’ ἐνθουσίαζε ἡ περίπτωσίς της... - ἔλεγες ἀπὸ πίθηκος στὴ ζούγκλα, ἀνθοπῶλις τοῦ Παρισιοῦ.

Ἀριστοτέλης: Ὤχ, δὲν βαρυέσαι τώρα! Καὶ ἡ Χονολουλού;

Λάουρα: Μμμμ, ἄν εἶναι γιὰ χατῆρι της... Μιᾶς καὶ μᾶς κουβαλήθηκε, καθὼς δήλωσε διὰ τοῦ στόματός της...

Κλωτσοσκοῦφι: [Ἐνοχλημένη]. Ἔ, τί θὰ γίνει τώρα; Δυὸ μέρες ἔφαγα γιὰ νἄρθω ὥσαμε δῶ. Κοιμήθηκα σὲ μιὰν οἰδομὴ καὶ στὸ νεκροταφεῖο καὶ δὲν τὄχω σκοπὸ νὰ μὲ διώξετε, κακομαθημένοι
πλούσιοι!

Λάουρα: [Σὰν νὰ τὴν ξορκίζει]. Στὸ νεκροταφεῖο; [Πέφτει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀριστοτέλη]. Μὴ λιποθυμήσω τώρα!

Ἀριστοτέλης: Ποῦ κοιμπήθηκες, λέει;

Κλωτσοσκοῦφι: Ρώτηξα καὶ οὔπανε πῶς νἄρθω ὥσαμε δῶ. Ἅμα φύγατε σεῖς μὲ τὸ ταξί, σᾶς πῆρα ἐγὼ ἀπὸ πίσω μὲ τὰ πόδια. Κι’ ὅσους ρώτηξα, ἆλλα μοῦ λέγανε... [Ἕτοιμη νὰ πέσει]. Ἄχ, πεινάω.
[Πέφτει].

Ἀριστοτέλης: [Τραντάζει τὴν Λάουρα]. Κοῖτα, πέφτει. Αὐτὴ λιποθύμησε στ’ ἀλήθεια!

Λάουρα: Τί; Πῶς; Λιποθύμησε; Ποῦ τὸ ξέρεις; [Πανικὸς καὶ στοὺς δύο].

Ἀριστοτέλης: Ἔλα νὰ τὴν σηκώσουμε. Βοήθησέ με. Νά, ἐκεῖ.

Λάουρα: Ὦ, τὸ κακόμοιρο τὸ παιδί! [Τὴν πᾶνε σὲ μιὰ πολυθρόνα]. Ἄχ, Ἀριστοτέλη, βρωμάει!

Ἀριστοτέλης: [Στὸ Κλωτσοσκοῦφι]. Ἔλα, βρὲ παιδάκι μου! Τί σοῦ φταῖμε ἐμεῖς νἄρθεις νὰ πεθάνεις στὸ σπίτι μας; [Προσπαθοῦν νὰ τὴν συνεφέρουν]. Ἐσύ, τὸ πιστεύεις; Λὲς νὰ περπατοῦσε δυὸ μέρες γιὰ νἄρθει δυὸ χιλιόμετρα;

Λάουρα: Μοῦ φαίνεται πὼς ἀλήθεια, ναί. Πάω νᾶ φέρω νερό... [Φεύγει].

Ἀριστοτέλης: Κι’ ἕναν καφέ... - βαρὺ γλυκό, μπᾶς καὶ συνέλθει. Πῶ πᾶ, ὁ σφυγμός της εἶναι ἀργός. Κλωτσοσκοῦφι! Κλωτσοσκουφάκι!Ἔι, Κλωτσοσκοῦφι δὲν εἶπε πὼς τὴν λένε;... Ἔι, ψίτ! Εἶσαι καλά;

Κλωτσοσκοῦφι: Ἄαααχ!

Ἀριστοτέλης: Ἔλα, σύνελθε. Πῶ πῶ, ζέχνει τὸ στόμα της! Λάουρα, φέρε καὶ κανένα γλυκάκι, ἀκοῦς; [Βοηθᾶ τὸ Κλωτσοσκοῦφι νὰ καθήσει καλλίτερα]. Ἔλα, σήκω λιγάκι. Νὰ δεῖς, ἡ κυρα-ζωντοχήρα, ποὔλεγες, σ’ ἀγαπάει... καὶ θὰ φᾶς γλυκὸ φράουλα μὲ σαντιγύ, ἀμέ!...

Κλωτσοσκοῦφι: Ἄχ!

Ἀριστοτέλης: Καὶ ὕστερα ὕστερα, ψωμὶ μὲ βούτυρο καὶ μερέντα ἤ ζαμπόν, ποὺ σ’ ἀρέσει, ἔλα!

Κλωτσοσκοῦφι: [Ξαφνικά]. Ζαμπόν!... [Καταρρέει πάλι]. Ἄααα.

Ἀριστοτέλης: Ναί, ναί, ζαμπόν. Εἶσαι καλλίτερα τώρα; 

 
Λάουρα: [Τρεχάτη]. Ζέστανα γρήγορα ἕνα γάλα... [Τὴν βοηθάει νὰ πιεῖ].

Κλωτσοσκοῦφι: [Πειθαρχικά, λαίμαργα, πίνει].

Λάουρα: Ἔτσι μπράβο! Πιές το ὅλο, κοριτσάκι μου. Πάω νὰ φέρω καὶ ψωμὶ μὲ μαρμελάδα... Ἔρχομαι ἀμέσως. Ἀριστοτέλη, τὸν νοῦ σου.

Ἀριστοτέλης: [Προσθέτει]. Καὶ... ζαμπόν.

Λάουρα: [Κοντοστέκεται]. Ἄχ! Πᾶψε ντέ. Τελείωσε. Τὄδωσα ὅλο στὴν Μπεμπίτσα.

Ἀριστοτέλης: [Ὀρύεται]. Τί! Τρία τέταρτα ζαμπὸν στὸ σκυλί!...

Λάουρα: Ἔ, μὰ τί ἤθελες νἄκανα; Θὰ μ’ ἔτρωγε. Ὤωωω! [Βγαίνει].

Κλωτσοσκοῦφι: Ἄχ! Φχαριστῶ κυρ-καθηγητή μου τῆς γλωσσοκοπανίας. [Σκουπίζει τὸ στόμα της μὲ τὸν βραχίωνα]. Τὸ γάλα ποὺ μοὔδωσες, ὁ Θεὸς νὰ σ’ τὸ δώσει σὲ ἀγελάδα.

Ἀριστοτέλης: [Μειδίαμα]. Ἔχετε τὴν καλωσύνη, δεσποινὶς...

Κλωτσοσκοῦφι: Πῶς μ’ εἶπες;

Ἀριστοτέλης: [Μὲ κάποιο ὕφος]. Ἐν πρώτοις, νὰ συνηθίσετε νὰ μιλᾶτε, δεσποινίς, στὸν πληθυντικό. Καθεῖστε.

Κλωτσοσκοῦφι: [Τὰ χάνει]. Τί σόι πράμα εἶναι πάλι τοῦτος ὁ μλυμμυ- ὁ πλυμμυριστικός; Ποὖν’ τος;

Ἀριστοτέλης: [Τὴν διορθώνει, μὲ συμπάθεια]. Εἶπα στὸν “πλη-θυν-τι-κό”. Δηλαδή, θὰ μιλᾶτε πᾶντα σὰν νὰ μιλᾶτε σὲ πολλούς – καὶ ὄχι σὲ ἕναν. Νά, θὰ λέτε, ἄς ποῦμε, σὲ κάποιον: “- Καλημέρα σας, κύριε Τάδε” καὶ ποτὲ δὲν θὰ τοῦ λέτε: “- Γειά σου, ρὲ Κῶτσο Καραμπουζουκλῆ, μὲ τὶς μουστάκες σου τὶς τσιγκελωτές!” Καταλάβατε;

Κλωτσοσκοῦφι: [Μετὰ ἀπὸ περισυλλογή]. Δηλαδής, νὰ λέω σ’ ἕναν ἐργάτη, ποὺ περνάει, στὴν Ὁμόνοια: “- Πᾶρτε, κύριε, λουλουδάκια” καὶ νὰ μὴν τοῦ λέω: “- Πάρε, καλέ, λελοῦδι στὴ λεγάμενή σου” - ἔ;

Ἀριστοτέλης: Θαυμάσια. Ἀκριβῶς αὐτό.

Κλωτσοσκοῦφι: [Χοροπηδάει ἀπὸ χαρά]. Εἴδατε; Ἐμεῖς, εἴμαστε σαΐνια, μὲ τὴ μιὰ καταλαβαίνουμε, μπαίνουμε στὸ... - ὄχι, στὰ κόλπα!

Ἀριστοτέλης: [Κάνει πὼς ἀπορεῖ]. Μπαίνετε; Καταλαβαίνετε; Ποιές τσαπερδόνες δηλαδή;

Κλωτσοσκοῦφι: [Τὸν σκουντάει, κλείνοντας τὸ μάτι]. Ἐμεῖς, καλέ, τὰ Κλωτσοσκουφάκια – ποιές ἆλλες;

Ἀριστοτέλης: [Τὸ διασκεδάζει]. Ἄ, ὄχι, λάθος. Ἐσεῖς, γιὰ σᾶς, θὰ λέτε πᾶντα: “- Κατάλαβα”, σκέτο, - χωρὶς “μπῆκα” καὶ “τσαπερδόνα”. Καταλάβατε;

Κλωτσοσκοῦφι: Ἄ, εἴσαστε ζαβολιάρηδες. Δηλαδής, ἐγὼ θὰ εἶμαι μία, ὅλη κι’ ὅλη, καὶ σεῖς πολλοί; Λέπρα ἔχω ἐγώ; 
 
Ἀριστοτέλης: [Μόνος του]. Ποὺ ἤδη θεραπεύεται. [Ἀλλοιῶς]. Καὶ τώρα, δεσποινὶς Κλωτσοσκοῦφι, νὰ μοῦ πεῖτε, γιατί ἤρθατε ἐδῶ καὶ μάλιστα μὲ τὰ πόδια...

Κλωτσοσκοῦφι: [Δίνει ἀναφορά]. Νά, ἤρθαμε – ὄχι, λάθος, ἦρθα, (ἀφοῦ εἶμαι μία ἐγώ), μὲ τὸ πόδι... [Ἕτοιμη νὰ κλάψει]. Καλά, ἀφοῦ ἔφερα καὶ τ’ ἆλλο μου πόδι, πᾶτε νὰ μὲ τρελλάνετε;

Λάουρα: [Μπαίνει χαρωπή, μ’ ἕναν δῖσκο γεμάτο φαγητά. Ἡ ἀκόλουθη σκηνὴ προκάλεσε σύγκρυο σὲ ὅλες τὶς παραστάσεις].

Κλωτσοσκοῦφι: [Γουρλώνει τὰ μάτια]. Ἀμάν! Πλημμυρίσαμε στὰ φαγιά!

Λάουρα: [Ἀποθέτοντας στὸ τραπέζι]. Γιὰ σᾶς, δεσποινίς!

Κλωτσοσκοῦφι: Ὅλες μαζὺ θὰ τὰ φᾶμε ἤ μόνη μου;

Λάουρα: Ἐσεῖς. Γιὰ σᾶς εἶναι.

Κλωτσοσκοῦφι: [Στέκει ἀναποφάσιστη].

Ἀριστοτέλης: Τέλος πάντων, γιὰ σένα. Φᾶ’ τα!

Κλωτσοσκοῦφι: [Δὲν περιμένει ἆλλο παράγγελμα, πέφτει μὲ τὰ μοῦτρα, τρώει σὰν λύκος.Ἀπόλυτος αὐτοσχεδιασμός. Κάποια στιγμή διακόπτει, τραγικὴ ἀπορία]. Ἀλήθεια, - τρώγω; [Παύση]. [Τὸ ἀντρόγυνο σκύβουν τὰ μάτια δακρυσμένοι]. Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ δώσει σὲ σοῦπερ-μᾶρκες!... [Ξανατρώει πιὸ ἀνθρωπινά].

Λάουρα: Πεινᾶτε κι’ ἆλλο, δεσποινίς;

Κλωτσοσκοῦφι: [Γλείφεται, κουνάει τὸ κεφάλι μὲ νόημα]. Δὲν ξέρω ἄν...ἐμεῖς, ὅλες, πεινᾶμε, ἀλλὰ ἐγὼ μόνη μου πεινάω ἀκόμα γιὰ...μισὸ πληθυντικὸ ἀπ’ ὅλα τοῦτα.

Λάουρα: Τί πληθυντικό, λέει;

Ἀριστοτέλης: Λοιπόν, Κλωτσοσκουφάκι, ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνω θὰ πρέπει νὰ ἤλθατε ἐδῶ γιὰ νὰ γίνετε πριγκήπισσα τῶν νεράιδων καὶ πρώτη ἀνθοπώλιδα.

Κλωτσοσκοῦφι: Δοντογλυφίδες ἔχετε; ...Ἄ, φτού! Καὶ σπῖρτο νἆναι μοῦ κάνει. Ὅμως δἐν ἔχω νὰ πλερώσω. Φτού!

Ἀριστοτέλης: [Τῆς δίνει ὀδοντογλυφίδα]. Λοιπόν, ἤλθατε γιὰ μαθήματα...

Κλωτσοσκοῦφι: Πές μου πρῶτα τὴν ταρίφα, κυρ-δάσκαλε. Δὲν πιστεύω νὰ θέλεις, νὰ θέλετε, ἕνα κᾶρρο μπικικίνια γιὰ νὰ μοῦ διορθώσεις λίγο τὴ γλώσσα ποὔμαθα τζᾶμπα στοὺς δρόμους.

Ἀριστοτέλης: Ἡ φοίτησίς σας θὰ εἶναι δωρεάν.

Κλωτσοσκοῦφι: Καλέ, ποιά φύτεψη; Λάχανο εἶμαι;

Ἀριστοτέλης: Ἡ φοίτησίς σας, εἶπα. Νὰ μάθετε ν’ ἀκοῦτε.

Κλωτσοσκοῦφι: Ἀκούω καὶ παρακούω μάλιστα!

Ἀριστοτέλης: Αὐτὸ λέω κι’ ἐγώ: παρακοῦτε!

Κλωτσοσκοῦφι: Ἔτσι γειά σας! Εὐχαριστῶ.

Ἀριστοτέλης: Λοιπόν, ἐνώπιον τῆς συζύγου μου, ὑπόσχομαι νὰ σᾶς ἐκπαιδεύσω, δεσποινίς - σςςς! Μὴν πεῖτε τίποτα πρὶν τελειώσω – καὶ νὰ σᾶς κάνω, μὲ τὸ μαγικὸ ραβδὶ τῆς μορφώσεως, τὸ πιὸ εὐγενικό, τὸ πιὸ εὐπρεπές, τὸ πιὸ καλοβαλμένο κορίτσι τοῦ κόσμου. Μόνο ποὺ πρέπει νὰ εἰδοποιήσουμε τοὺς γονεῖς σας, γιατί θὰ ψάχνουν βέβαια νὰ σᾶς βροῦν.

Κλωτσοσκοῦφι: Οὔ, πέτυχες λαχεῖο τώρα! Φτού! Δὲν ἔχω γονιούς, καλέ. Ἡ μάννα μου τὰ κακάρωσε μόλις μὲ γέννησε. Καὶ ὁ πατέρας μου, οὔου... αὐτὸς μεθάει κάθε βράδυ καὶ ξεμεθάει βράδυ παρὰ βράδυ. Μέχρι νὰ πάρει χαμπάρι ποὺ λείπω... Ἔρχεται, βουτάει τὸν παρά μου, - χά! Μὴ θαρρεῖτε πὼς τοῦ τὰ δίνω ὅλα, ξέρω ἐγώ!... - καὶ πάει καὶ ψωνίζει ρετσινοῦλες καὶ οὐζάκια ξεροσφύρια. Οὔφ! Τὰ βολεύω καλλίτερα μόνη μου! Πάντως, κλέφτρα δὲν εἶμαι.

Ἀριστοτέλης: Θαυμάσια. Τὸ παιδὶ δὲν ἔχει μάννα οὔτε πατέρα – πατέρας εἶν’ αὐτός;

Λάουρα: Τὸν παληάνθρωπο!

Ἀριστοτέλης: Ἄρα μποροῦμε νὰ τὴν ἀναλάβουμε ἐμεῖς.

Λάουρα: Καὶ δὲν θὰ τὸ δηλώσουμε στὴν Ἀστυνομία;

Ἀριστοτέλης: [Στὸ Κλωτσοσκοῦφι]. Δν λέμε γιὰ σένα. [Στὴν Λάουρα]. Δὲν χρειάζεται. Ἀπεναντίας, καλλίτερα νὰ μὴν ξέρει κανεὶς τίποτα. Σὲ ἕξη μῆνες θὰ τὴν παρουσιάσουμε στὸ Καζίνο τῆς Κέρκυρας, ἴσως... σὰν... σὰν πριγκήπισσα τῆς Σουηδίας.

Λάουρα: Ἔχει ἡ Σουηδία πριγκήπισσα;

Ἀριστοτέλης: [Ἀφηρημένος]. Νὰ ἀποκτήσει. [Στὸ Κλωτσοσκοῦφι]. Ἀκοῦστε, παιδί μου, σ’ ὅ,τι σᾶς λέω, νὰ λέτε “ναί” ἤ μᾶλλον νὰ λέτε “- Μάλιστα, κύριε!”.

Κλωτσοσκοῦφι: Μάλιστα, κύριε!

Ἀριστοτέλης: Ἔχουμε καὶ λέμε τώρα. Εἴσαστε ἕτοιμη γιὰ ἕνα ὡραῖο καὶ γερὸ μπάνιο;

Κλωτσοσκοῦφι: [Φρικιάζει]. Τίιιιι! [Τὸν μουτζώνει]. Ὅρσε, κύριε!

Λάουρα: Θεέ μου! Καυτὸ νερὸ καὶ ἄκουα φόρτε θὰ χρειαστοῦμε. [Πάει νὰ πιάσει τὸ Κλωτσοσκοῦφι. Μεγάλη ἀντίσταση, θέλει νὰ τὸ σκάσει, φωνές...]

Κλωτσοσκοῦφι: Βοήθεια! Μὲ λούζουνε οἱ φονιάδες!

Ἀριστοτέλης: Μπάνιο, εἴπαμε. Ἐδῶ καὶ τώρα!

Κλωτσοσκοῦφι: Μή! Σῶστε με!...

Λάουρα: [Σηκὠνει τὰ μανήκια, ἀποφασιστικά]. Μὲ συγχωρεῖτε, δεσποινίς, ἀλλὰ σκασμὸς καὶ πᾶμε. [Τὴν πάει σούρνοντας].

[Ὁ Ἀριστοτέλης μένει μόνος. Νευρικά, πάει κι’ ἔρχεται, ἀνάβει τσιγάρο, ἀνοίγει βιβλία... Γιὰ νὰ σκεπάσει τὶς φωνές, βάζει ἕναν δῖσκο: “Στάσου νὰ δεῖς, κ. Χίγκινς”. Συγχρόνως, ἀκοῦμε ἀπὸ μέσα ναρὰ νὰ τρέχουν καὶ φωνές: “ - Μή!... Ὄχι, ἀφεῖστε με!...Βοήθεια!...” “ - Λίγο νεράκι ἀκόμα, δεσπονίς... λίγο νεράκι... Ἐλᾶτε καὶ τὸ ποδαράκι... σηκῶστε το...” καὶ ἆλλα τέτοια. Ὁ Ἀριστοτέλης σκεπάζει τὰ αὐτιά του].

Λάουρα: [Ἀπὸ μέσα]. Παναγία μου! [Ἔρχεται πανικόβλητη]. Πέρασε τὸ σαποῦνι γιὰ τυρὶ καὶ τὸ δάγκωσε, τρέξε, τὸ κατάπιε. [Βγαίνει].

Ἀριστοτέλης: Νὰ πάρει ὁ διάολος τὰ τυριὰ καὶ τὰ σαπούνια! [Τρέχει κι’ αὐτὸς ξωπίσω της]

[Ἡ σκηνὴ μένει γιὰ λίγο ἄδεια]. 

 
Λάουρα: [Μπαίνοντας]. Ἄχ!

Ἀριστοτέλης: Εὐτυχῶς ποὺ προλάβαμε κι’ ἔκανε ἐμετό.

Λάουρα: Φαντάζεσαι νὰ πάθαινε δηλητηρίαση, νὰ τρέχαμε σ’ “τῶν Παίδων”... Νὰ μᾶς ρωτούσανε ποιανοῦ εἶναι τὸ παιδί; Δὲν ξέρουμε, θὰ λέγαμε. Πῶς! Ἕνα παιδὶ δηλητηριάστηκε στὸ σπίτι σας καὶ...

Ἀριστοτέλης: Νὰ πηγαίνεις γιὰ καλὸ καὶ νὰ βρίσκεσαι στὸν “Κορυδαλλό”.

Λάουρα: Εὐτυχῶς ποὺ λείπουν ἡ καμαριέρα κι’ ὁ βοηθός σου.

Ἀριστοτέλης: Δὲν λές, πιὸ καλὰ ἀκόμα, ποὺ λείπει κι’ ὁ κανακάρης μας στὴν νονά του!

Λάουρα: Ἔλα μου, ντέ! Θεούσα ξεθεούσα, ὁ θεὸς τὴν ἔβαλε μιὰ φορὰ καὶ μᾶς τὸν ζήτησε νὰ τὸν κρατήσει. Φαντάζεσαι τώρα νἄρχιζε ὁ Πίπης νὰ φωνάζει: “- Αὐτὴ εἶναι φτωχειά..., δὲν εἶναι πριγκήπισσα!...”. Πρέπει νὰ γονατίσουμε στὰ πόδια της, νὰ τὸν κρατήσει ὥς τὸ καλοκαῖρι. Ἄς τὸν πηγαίνει στὸ Νηπιαγωγεῖο τῆς Δροσιᾶς.

Ἀριστοτέλης: Καὶ νἆταν μόνον αὐτό; Πρέπει νὰ ποῦμε ἕνα σωρὸ ψέμματα στὸν κόσμο, ὅτι φεύγουμε ταξεῖδι...

Λάουρα: ...Ἐσπάνια!

Ἀριστοτέλης: Μωρέ, πές τους καὶ Κερατσίνι! Δηλαδή, ἐδῶ μέσα θὰ τὴν περάσουμε, κλειδωμένοι.
Λάουρα: Μεταμορφώνοντας τὸ ἄσκημο παπί σὲ κατάλευκο κῦκνο!

Ἀριστοτέλης: Ἀγάπη μου, θὰ μὲ βοηθήσεις ὅμως, - ἔτσι;

Λάουρα: Ἄκου τί λέει! Μ’ ἕναν ὅρο μόνο.

Ἀριστοτέλης: Ὅρο;

Λάουρα: Ναί. Θὰ καταγράψουμε στὸ μαγνητόφωνο ὅλην τὴν ἐξέλιξή της

Ἀριστοτέλης: Σὲ τί θὰ ὠφελήσει αὐτό;

Λάουρα: Κάνεις πὼς δὲν καταλαβαίνεις. Ὅλος αὐτὸς ὁ μόχθος σου, ὁ χειρότερος ἴσως τῆς ζωῆς σου, δὲν πρέπει νὰ πάει χαμένος. Θὰ καταθέσουμε τὴν ἐργασία σου στὴν Ἑλληνικὴ Ἀκαδημία καὶ στὴν Γαλλική.

Ἀριστοτέλης: Ἄ, ὄχι!...

Λάουρα: Καὶ ὅμως, ναί. Μὴν ξεχνᾶς ὅτι πολλοὶ τὸ χρῆμα ἐμίσησαν, τὴν δόξαν οὐδείς. Καὶ δὲν θέλω οὔτε ἐσὺ νὰ μισήσεις τὴν δόξα. Τὴν ἀξίζεις.

Ἀριστοτέλης: Στάσου πρῶτα, μὴ βιάζεσαι. Ἄκου “τὴν ἀξίζεις τὴν δόξα”... [Ξαφνικά, ἔντρομος]. Πήγαινε πρῶτα μέσα νὰ δεῖς τί κάνει ἡ πριγκήπισσα, μὴν ἔπεσε σὲ καμιὰ λεκάνη! [Ἡ Λάουρα σηκώνεται].

Κλωτσοσκοῦφι: [Ἀπὸ μέσα]. Ἔιιι, ἐλᾶτε δῶ.

Λάουρα: [Πάει. Ὕστερ’ ἀπὸ λίγο]. Μαντόνα Σάντα!... Φόρεσε τὰ μανήκια τῆς πυτζάμας σου στ πόδια της!...

Κλωτσοσκοῦφι: [Ὕστερ’ ἀπὸ λίγο μπαίνει, ἀγνώριστη]. Νά με κι’ ἐγώ! Πλυμένη, στεγνωμένη, ἀλλὰ ἀδίπλωτη καὶ ἀσιδέρωτη!

Ἀριστοτέλης: [Τὴν θαυμάζει]. Ἔννοια σας, δεσποινίς, καὶ θὰ σᾶς σιδερώσουμε γιὰ τὰ καλά!

Κλωτσοσκοῦφι: Ἀπὸ σᾶς, ὅλα νὰ τὰ περιμένω!

Λάουρα: Ἐλᾶτε, εἶστε τόσο ὄμορφη τώρα!...

Ἀριστοτέλης: Θὰ τηλεφωνήσουμε στὰ καλλίτερα καταστήματα νὰ μᾶς στείλουν τὰ φιγουρίνια τους.

Λάουρα: Γιὰ νὰ ντύνεστε σὰν πριγκήπισσα, Κλωτσοσκοῦφι μου!

Ἀριστοτέλης: Ὁ παππὰς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ράσο, ἀλλὰ καὶ τὸ ράσο κάνει τὸν παππά. Ποιό εἶναι τὸ πραγματικό σας ὄνομα;

Λάουρα: Ἐλίζα. Σὰν τὴν κορούλα μας ποὺ χάσαμε στὸ ναυάγιο.

Κλωτσοσκοῦφι: Ποιό ναυάγιο;

Ἀριστοτέλης: Ἔλα, Λάουρα, τώρα. Σὲ παρακαλῶ. Ἀκοῦστε, δεσποινίς: πριγκήπισσα Χριστίνα θὰ σᾶς λέμε τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ θὰ ἐμφανισθεῖτε στὴν ὑψηλὴ κοινωνία. Στὴν Σουηδία, ἀπ’ ὅσο ξέρω, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πριγκήπισσα Ἐλίζα.

Κλωτσοσκοῦφι: Καλά, ἐκεῖ... οὔτε Κλωτσοσκοῦφι δὲ θἄχουνε, οἱ ἀσπρουλιάρηδες!

Λάουρα: Ξέρετε ἀνάγνωση, πριγκήπισσα Χριστίνα;

Κλωτσοσκοῦφι: Ἄγνωστη, ἐγώ;... Ἐμένα, ὅλοι στὴν Ὁμόνοια μὲ ξέρουνε, ἀκόμα καὶ οἱ πάπιες τοῦ Ἐθνικοῦ Κήπου!

Ἀριστοτέλης: [Ἐπιβλητικός]. Πριγκήπισσα Χιστίνα! Δὲν ἔχετε ξανἄρθει ποτὲ στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ διακαής σας πόθος εἶναι ν’ ἀνεβεῖτε στὸν Παρθενώνα.

Κλωτσοσκοῦφι: Μπᾶ! Τρελλὸς τὸ παίζεις τώρα;

Ἀριστοτέλης: Ἐξοχοτάτη! Ἀπὸ τὸ παλάτι σας, στὴν Στοκχόλμη, δὲν φύγατε ποτέ – βᾶλτε το καλὰ στὸν νοῦ σας. Μόνον μία φορὰ ἐπισκεφθήκατε τὴν ἀρχαία Ὀλυμπία, ἐπειδὴ ὁ καθηγητής σας τῶν Ἑλληνικῶν σᾶς ζήτησε νὰ γράψετε ἐντυπώσεις γιὰ τὸν Ἑρμῆ τοῦ Πραξιτέλους καὶ νὰ τὸν συγκρίνετε μὲ τὸ κᾶλλος τῆς Ἀφροδίτης τῆς Μήλου. Πιάνο, ἅρπα, χορό, σολφέζ, γαλλικά, ἑλληνικά, φιλοσοφία, ἱστορία τῆς τέχνης καὶ τὰ λοιπὰ καὶ τὰ λοιπὰ τἀ διδαχτήκατε μέσα στὸ ἴδιο σας τὸ παλάτι ἀπὸ δόκτωρες φημισμένους. Ὅσο γιὰ ἱππασία, πολιτικὴ ἀγωγή, σκάκι, πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις..., τὰ διδαχτήκατε τόσο ἀπὸ τὸν ἐγγονὸ τοῦ Οὐίνστον Τσῶρτσιλ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν δισέγγονο καὶ μοναδικὸ κληρονόμο τοῦ Κὰρλ Μάρξ. Ἡ πολιτική σας τοποθέτησις, σκοπίμως, τὸν πρῶτο καιρό, θὰ εἶναι ὅ,τι ταιριάζει περισσότερο στὴν ἡλικία σας: Παγκόσμια Σοκολατοποιΐα. Δὲν σᾶς συμφέρει ἄλλη δήλωσις τὴν στιγμὴ ποὺ παίζεται σὲ κρατικὸ θέατρο τῆς Φρανκφούρτης τὸ πρῶτο σας θεατρικὸ ἔργο... Μὴν ξεχνᾶτε πὼς αὐτὴ τὴν στιγμὴ...

Λάουρα: [Διακόπτει]. Εἶστε ἀκόμα μπὶτ γιὰ μπὶτ ἀμόρφωτη!

[Αὐλαία, διάλειμμα].



Πράξη Γ΄.

[Ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἡ Λάουρα ψάχνουν στὸ μισοσκόταδο νὰ βροῦν τὴν Ἐλίζα, σ’ ὅλο τὸ σπίτι. Τέλος, τὴν βρίσκουν νὰ κοιμᾶται χάμω, σ’ ἕνα ἀπίθανο σημεῖο τοῦ σαλονιοῦ. Μουσικὴ Μάνου Χατζιδάκι: “Τὸ ντύσιμο τῆς Κλεοπάτρας”. Τὴν ταΐζουν, τὴν ντύνουν ἐπὶ σκηνῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης, μὲ διάφορους αὐτοσχεδιασμοὺς χαριτωμένους, προσπαθεῖ νὰ μὴ “δοῦν” οἱ θεατές. Ἡ Ἐλίζα νυστάζει καὶ τὸ ἐκδηλώνει. Ὅταν σχεδὸν εἶναι ἕτοιμη, ὁ Ἀριστοτέλης παίρνει ὕφος σοβαρό].

Ἀριστοτέλης: Ἀργεῖτε πολύ, δεσποινίς. Κι’ αὐτὸ θὰ τὸ σημειώσω, ἀναγκαστικά. Χρειάζεται πειθαρχία στρατιωτικὴ γιὰ νὰ φθάσουμε κάπου ψηλά – πόσες φορὲς τὄχουμε πεῖ αὐτό!... - ὅταν ἔχουμε φιλοδοξίες.

Λάουρα: Ἕτοιμη. Τὴν προσευχή μας πρῶτα.

[Οἱ τρεῖς τους μοιράζονται τὸ “Πάτερ ἡμῶν”: Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου... Ἐπὶ τῆς Γῆς, τὸν ἆρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον... Τὰ ἆλλα ψιθυριστά].

Κλωτσοσκοῦφι: Ἀμήν! - ἀλλὰ ἔχω κουραστεῖ, σᾶς λέω.

Ἀριστοτέλης: Ἐλᾶτε, Μεγαλειοτάτη! Στὶς ἐπαναλήψεις βρισκόμαστε, ὅλα τὰ ξέρετε πιὰ ἀπὸ καιρό.

Κλωτσοσκοῦφι: (Ὀρθοφωνημένα). Καλά, λοιπόν: ὁ βροχερὸς καιρός, τὶς βροχερὲς ἡμέρες, μὲ τὶς βροχὲς ποὺ πέφτουν βροχηδόν, ὅταν βρέχει κι’ ὅλο βρέχει, μετὰ τὴν ἀνομβρία, σὰν νὰ λέμε ἔλλειψη βροχῆς, βρέχονται τὰ σπίτια, βρέχονται οἱ δρόμοι, βρέχονται καὶ τὰ σπουργίτια, κι’ ὅλα βρέχονται στὴν Ἱσπανία καὶ τίποτα δὲν μένει ποὺ νὰ μὴν βρέχεται μὲς τὴν βροχὴ ποὺ πέφτει βροχή.

Ἀριστοτέλης: Ὡραιότατα! Καὶ τώρα, νὰ συγχρονιστεῖτε μὲ τὴν Ὤντρεϋ Χέπμπορν. Τὰ Ἑλληνικά σας νὰ καλύψουν πλήρως τὰ Ἀγγλικά της. Οὐδὲν λἀθος ἀκριβείας – ἔτσι;

Λάουρα: Ἀλλοίμονο δά!...

Κλωτσοσκοῦφι: [Μαζὺ μὲ τὸν δῖσκο ποὺ βάζει ὁ Ἀριστοτέλης]. Βρέχει τρελλὴ βροχὴ στὴν Ἱσπανία...

Ἀριστοτέλης: Πολὺ ὡραῖα, ξανά.

Κλωτσοσκοῦφι: Μανία τρελλῆς βροχῆς καταβρεγμένης.

Λάουρα: Ὡραιότατα!

Κλωτσοσκοῦφι: [Ἀλλὰ καὶ οἱ ἆλλοι μαζύ της, παρασυρόμενοι κατὰ στιγμές].
Κι’ ἄν πάθεις βρογχοπνευμονία...
τί καλά!... καλά!...
Μὲς τῆς βροχῆς τὴν τυραννία...
τί καλά!... καλά!...
Βροχὴ τρελλὴ κι’ ἄν πέφτει στὴ Μαδρίτη...
- Ὀλέ!... -
κι’ ἄν βοὐλιαξ’ ἡ Ἱσπανία, τί σὲ νοιάζει;
Ἔρχεται πρώτη κι’ ὄχι τρίτη,
στὰ Στρούμφ, στοὺς ταύρους καὶ στὴν γρίππη.
Τί καλά!... καλά!..

[Χορεύοντας, ἡ Λάουρα κάνει τὸν ταυρομάχο καὶ ὁ Ἀριστοτέλης τὸν ταῦρο].

Λάουρα: Ὡραῖα, θὰ συνεχίσουμε μόνες μας. Ἐσύ, μπορεῖς νὰ πηγαίνεις.

Ἀριστοτέλης: [Χαιρετάει εὐχαριστημένος, φεύγει].

[Καθὼς μένουν μόνες, ἀκούγεται ὅλο τὸ μουσικὸ κομμάτι “Ἄσκοτ γκαβότ”. Ἡ Λάουρα μὲ τὸ Κλωτσοσκοῦφι πότε παίζουν κρυφτό, πότε κάνουν χορευτικὰ βήματα. Διασκεδάζουν σὰν μάννα καὶ κόρη. Τὸ ὅλο κείμενο τῆς σκηνῆς ἀκούγεται ἀπὸ μαγνητόφωνο].

Κλωτσοσκοῦφι: ...ἐννέα φορὲς τὸ ἐννέα, ὀγδόντα ἕνα.
Ἐννέα φορὲς τὸ δέκα, ἐννενῆντα. Οὔφ!
Μία τὸ δέκα, δέκα,
δύο φορὲς τὸ δέκα, εἴκοσι...

Λάουρα: Πολὺ καλά, δεσποινίς, φθάνει.

Κλωτσοσκοῦφι: [Γαλλικὸ τραγοῦδι χριστουγεννιάτικο].
* Ἄντρ λὲ μπὲφ ἐ λ’ ἄν γκρί,
ντόρ, ντόρ, ντὸρ λὲ πετὶ φίς,
μίλ ἄνζ νιβέν,
μὶλ σεραφέν
ντόρμ τ’ ἀλαντοὺρ
ντὲ σὲ γκρὰν Ντιὲ ντ’ Ἀμούρ.

* Μιὰ πάπια μὰ ποιά πάπια, μιὰ παπιπια – ὤχ, λάθος!

* Νέοι συμμαθητάδες! Μάθετε τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἀρετή, δίχως νὰ περηφανεύεστε.

* Τότε ὁ Ἡρακλῆς ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς Ἀρετῆς καὶ χάρηκαν οἱ θεοὶ πολὺ γι’ αὐτό!

* Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη
Περπατῶντας ἡ Δόξα μονάχη,
Μελετᾷ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια
Καὶ ‘ς τὴν κόμη στεφάνι φορεῖ
Γεναμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
Ποῦ εἶχαν μείνει ‘ς τὴν ἔρημη γῆ.

* Καλός, καλή, καλό, καλωσύνη, καλωσυνάτος, καλωσυνάτη, καλωσυνάτο, καλλιτερεύω, καλά, καλλίτερα, κάλλιστα, καλούτσικα, κάλος!

Λάουρα: Ὄχι, δεποινίς, λάθος. Πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Κλωτσοσκοῦφι: * Τότε ὁ Αἴμων, ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Ἀντιγόνης, λέει πὼς ὅσο μυαλωμένος καὶ νὰ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι οἱ γνῶμες του εἶναι σωστές. Κι’ ὕστερα, ὁ Αἴμων πάλι, λέει στὸν βασιληὰ Κρέοντα πὼς πρέπει ν’ ἀκούει καὶ τὴν γνώμη τοῦ λαοῦ. Ἀλλοιῶς, νὰ κυβερνάει μία χώρα ἔρημη, χωρὶς ἀνθρώπους.

* Τότε, ὁ Χορὸς ὑμνεῖ τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπ’ ὅλα τ’ ἆλλα.

----

 Μητσάρας: Κοῖτα ἐδῶ τὴ φιριμίδα!
Κοῖτα μιὰ κόρη πούχω γώ!
Πῶς νὰ μὴν πίνω;
Πῶς νὰ μὴν πίνω
κι’ ἀπὸ χαρὰ νὰ μὴ μεθῶ;
Κοῖτα ἐδῶ τὴ φιριμίδα,
κοῖτα μιὰ κόρη ποὔχω γώ!
Πῶς νὰ μὴν πίνω;
Πλούσιος θὰ γίνω
καὶ μὲ οὐίσκια θὰ μεθῶ.
Λὰ λὰ λὰ λὰ...
Δὲν ξαναπίνω,
δὲν ξαναπίνω,
ἀπὸ κρασὶ ἑλληνικό.
Λὰ λὰ λὰ λὰ...
Φέρτε οὐίσκια καὶ σαμπάνιες,
βότκες, βερμούτια καὶ κονιάκ...
Μὲ τέτοια κόρη,
μὲ τέτοια κόρη,
θὰ τὸν γλεντήσω τὸν ντουνιά!...

Κάπου ἐδῶ, κατὰ πῶς λέει ὁ καπετὰν κυρ-ἀστυφύλακας, θἆναι τὸ σπίτι τοῦ καθηγητάκια. Ἄ, τὸν κλέφτη! Μοὔκλεψε τὴ θυγαδέρα. Θὰ μοῦ προκαταβάλει τρία κασόνια βότκα καὶ μία μπουκάλα τζὶν νὰ τὸ δοκιμάσω. Δικιά μου εἶναι ἡ θυγαδέρα. Ἐγὼ τὴν ἀνάστησα. Μπορεῖ νὰ χήρεψα πάνω στ’ ἄνθια τῆς νιότης μου ἀλλὰ ἄλλην γυναίκα - ἐξὸν τῆς μπουκάλας – δὲν ξαναπῆρα μὲ στεφάνι. Καὶ γιατί; Ἔχω μπέσα καὶ φιλότιμο ἐγώ! Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις εἶμαι μπαγάσας στὸ φιλότιμο. Ἀφοσιώθηκα, ποὺ λές, στὴ θυγαδέρα μου. Τῆς πῆρα πανέρι γιὰ τὰ λούλουδα, μίλησα καὶ σ’ ὅλα τὰ ριστορὰν τῆς Ὁμόνοιας νὰ τὴν ἀφήνουν νὰ μπαίνει στὰ ἴσα μέσα νὰ πουλάει λούλουδα στοὺς πελάτες. Καὶ τώρα δά, αὐτὸς ὁ μύξας ὁ δάσκαλος μοῦ παίζει θέατρα καὶ κουνήματα καὶ λέει στὶς φιριμίδες... - σάμπως ξέρω καὶ γὼ τί λέει; Νἄξερα γράμματα, δὲ θὰ μὲ περιγελούσανε οἱ ἐξυπνάκηδες. Ἄκου τί μοὔπανε γράφει: “Θἄρθει ἡ πριγκήπισσα μὲ...”, μὲ τὴν φωτογραφία τῆς θυγαδέρας μου! Μωρέ, νὰ μὴν ξέρω νὰ διαβάζω!... Ἔ, καί; Τί χρειάζονται τὰ γράμματα; Ἡ φωτογραφία μιλάει ἀμοναχή της. Ὁρῖστε! Αὐτὴ ἐδῶ εἶναι ἡ Ἐλίζα μου, σωστὴ Βουγιουκλάκη ἄβαφτη, γνωστὴ στοὺς πᾶντες σὰν Κλωτσοσκοῦφι. Τὸ κορῖτσι ποὖβρε ἡ γυναίκα μου... Σσσσούτ! Μὴν ἀκούει κανείς! Γιὰ νὰ δῶ. Πῶ πῶ! Ἐρημιὰ γιὰ...ἄδειασμα. Ἄ, θυγαδέρα μου, γιὰ πρώτη φορὰ θὰ σ’τὶς βρέξω π΄ ἀπαράτησες τὸν κηδεμόνα σου γιὰ νὰ μπεῖς σὲ πλουσιόσπιτα. Ἐγὼ κι’ ἡ μακαρίτισσα σὲ μαζέψαμε ἀπὸ τὸ σωσίβιο καὶ σ’ ἀναθρέψαμε, - ἀχάριστο θηλυκό! Νά, νά! Ἔχω καὶ τὸν σταυρὸ ποὺ βρήκαμε πάνω σου. Θὰ σ’ ἀστράψω μιὰ στὰ μοῦτρα! Κάνε πὼς δὲν ἔρχεσαι ἀμέσως μαζύ μου στὸ σπίτι. Ἅμα βρέχει - λέει - στάζει τὸ ταβάνι μας. Ἄκου, ἄκου, στάζει τὸ ταβάνι – λὲς καὶ μείναμε ποτὲ στὸ Δουργοῦτι! Οἱ γάτες φταῖνε. Ναί, οἱ γάτες! Νιὰρ καὶ νιάρ, στὰ κεραμίδια, τὰ ρημάξανε. Σάμπως ποὖναι κι’ οἱ δουλειές, νἄβρω λεφτά, νὰ τὰ ξαναφτιάξω;... Μά, ὄχι. Μιὰ θυγαδέρα, τίμια καὶ φτωχή, δὲν ἀπαρατάει ἔτσι τὸν πατέρα της... Δὲν τὸν ἀφήνει μπουκάλα, γιὰ νἄμπει ἐκείνη ἐσωτερικιὰ ὑπερεσία σὲ πλούσιους. Δούλα πριγκήπισσα! Φτοὺ μὴν πῶ καμιὰ βαρειὰ κουβέντα. Θὰ ξηγηθοῦμε στὴν ἀστυνομία μὲ τὸν παπιγιονάκια! Ἄς μοῦ δώσει πρῶτα τὰ οὐισκάκια μου, νὰ συνέλθω ἀπὸ τούτη τὴ λαχτάρα... Κόσμε ἀλήτη!... Ἡ κόρη μου στὴ φιριμίδα! Τόσο σπουδαία δούλα βγῆκε, μωρέ; Φτούου. Ἄ, νὰ καὶ τὸ 100. Τὸ ξέρουμε δὰ τ’ ἀναθεματισμένο τὸ νούμερο. Κάθε μέρα μὲ γυροφέρνει. Μὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι κανένας παληάνθρωπος. Μπεκρῆς εἶμαι. Τί κάνω; Γιὰ νὰ ξεχνῶ τὴ γυναίκα μου... Ὁρῖστε, δὲς βρακί! Ξέρω ἐγὼ ἀπὸ βελόνα; Κι’ ἕνα ζεστὸ φαΐ, μωρέ, ἕνα ζεστὸ φαΐ... Καὶ νἄπιανα τὰ χεράκια της...

----
 
Λάουρα: Ἀρκετά, μεγαλειοτάτη. Μπορεῖτε νὰ ξεκουρασθεῖτε.

Κλωτσοσκοῦφι: Εὐχαριστῶ, κυρία.

Λάουρα: Λίγες πρόβες τώρα πιὰ ὅταν γυρίσετε μὲ τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ Παρίσι τὴν Κυραική. Εἶμαι αἰσιόδοξη γιὰ τὸν θρίαμβό σας.

Κλωτσοσκοῦφι: Εἶστε πολὺ καλή, κυρία. Μιὰ καὶ θὰ πάω στὴν Γαλλία, λέω νὰ πεταχτῶ νὰ δῶ καὶ τὸν πρωθυπουργό τους – νὰ τελειώνω, ξέρετε, μ’ αὐτὰ τὰ τέτοια καὶ τὰ τοιαῦτα ποὺ παρομοιάζουν καὶ σὲ σαστίζουν. Προσχήματα γάρ! Ἀλλοιῶς, τίς βούλεται χαζολογεῖν!...
[Ἀκούγεται ἀπ’ ἔξω παρατεταμένη σφυρίχτρα].

Λάουρα: Δὲν εἴμαστε καλά! Τί ἦταν αὐτό; Πάω μιὰ στιγμὴ νὰ δῶ. Ἐσεῖς, ἐσεῖς σταθεῖτε ἐδῶ... καὶ ξέρετε, ὑπόκληση παγερὴ καὶ ἄχνα. Θὰ σᾶς γνέψω ἄν χρειαστεῖ τὸ “Χάου ντου γιοὺ ντού”. Ντ’ ἀκόρ; [Βγαίνει. Σὲ λίγο ἀκούγεται νὰ λέει]. Ὦ, θεέ μου! Σᾶς παρακαλῶ, δὲν δέχομαι ἐπισκέψεις ζητιάνων... - πῶς τολμήσατε; Ποῦ πᾶτε, κύριε; Θὰ καλέσω τὴν Ἀστυνομία, περᾶστε ἔξω!...

Μητσάρας: [Ζόρικα]. Ἄαααα! Κάνε στὴ μπάντα. [Μπαίνει]. Θυγαδέρα!

Κλωτσοσκοῦφι: [Συγκινημένη, ψελλίζει]. Πατέρα.

Λάουρα: [Σὲ ἔσχατη ἀναστάτωση]. Περᾶστε ἔξω, θὰ καλέσω βοήθεια.

Κλωτσοσκοῦφι: [Μόλις ποὺ τολμᾶ καὶ λέει]. Ὦ, σᾶς παρακαλῶ, ἀφῆστε τον.

Λάουρα: [Σαστισμένη]. Ποιός εἶστε, κύριε; Καὶ τί θέλετε;

Μητσάρας: Μητσάρας Γιάννουλας, κηδεμὼν τούτης δῶ. Ἦρθα νὰ πάρω τὸ τέκνο μου.

Κλωτσοσκοῦφι: (Ἀλλοιώτικη). Δὲν σᾶς γνωρίζω, κύριε. Μπορῶ ὡστόσο νὰ σᾶς προσλάβω ὡς ἀκόλουθόν μου, ἄν πλυθῆτε, ἄν ξυριστεῖτε κι’ ἄν μάθετε νὰ στέκεσθε καὶ νὰ ὁμιλεῖτε σὰν κύριος καθὼς πρέπει.

Μητσάρας: Τί εἶν’ αὐτά, Κλωτσοσκοῦφι; Μεγαλοπιάστηκες;

Λάουρα: Πῶς μιλᾶτε, κύριε, ἔτσι, στὴν μεγαλειοτάτη;

Μητσάρας: Χά! Ἄς γελάσω! Ἀκόμα δὲν μέθυσα νὰ μὴν γνωρίζω τὴν κόρη μου, αὐτὴν ποὺ τὴν βρῆκα πεταμένη στὴ θάλασσα, μέσα σ’ ἕνα σωσίβιο καὶ τὴν τάισα καὶ τὴν πότισα ἑφτὰ ὁλάκερα χρόνια γιὰ νὰ μοῦ παρασταίνει σήμερα τὴν βασίλισσα τῶν Ἀμπελοκήπων. Κάνε πέρα, κυρά μου, κι’ ἄμε σπιτάκι σου. Γιὰ νὰ σὲ δῶ. Τί καρνάβαλος εἶν’ ἐτοῦτος, ἔ; Μπᾶ, ὄχι!... Ὡραία εἶσαι. Γιὰ ἔλα πιὸ κοντά, μὴ φοβᾶσαι, δὲν σ’τὶς βρέχω. Δὲ μοῦ λές - τ’ ἀπαράτησες τὸ πανέρι μὲ τὰ λουλούδια;

Λάουρα: Θεέ μου, αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ θαλασσώσει!

Μητσάρας: Σὰ νεράιδα μοὔγινες!... Ἐγὼ τὄλεγα: αὐτὴ ἡ θυγαδέρα θὰ γίνει μεγάλη κυρά!...

Κλωτσοσκοῦφι: [Τὸν διορθώνει]. Θυγατέρα καὶ ὄχι θυγαδέρα. [Ἀλλοιῶς]. Μπορῶ νὰ σᾶς δώσω ὅσα χρήματα ζητήσετε, κύριε. Ἀρκεῖ νὰ φύγετε. Φύγετε τὸ συντομώτερον, σᾶς ἱκετεύω.

Μητσάρας: Μπᾶ! Καὶ θαρρεῖς μὲ τὰ λεφτὰ ἀγοράζεται καμιὰ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα;

Λάουρα: Μιὰ στιγμή, σᾶς παρακαλῶ. Ἡ μεγαλειοτάτη – θέλω νὰ πῶ ἡ Ἐλίζα, δὲν εἶναι παιδί σας ἀληθινό;

Μητσάρας: [Τὰ μασάει]. Πῶς! Δηλαδή, ναί, παιδί μου εἶναι. Πατέρας σου δὲν εἶμαι, ἔ; Λέγε.

Λάουρα: Ἐσᾶς ρώτησα. Ἐσεῖς ξέρετε. Εἴπατε γιὰ σωσίβιο. Εἴπατε: τὴν βρήκατε – ἔτσι δὲν εἴπατε;

Μητσάρας: Εἶπα ἐγώ;...
[Ὁ τρόπος ποὺ ρωτάει κάνει τὸ “κοινὸ” νὰ μὴν κρατηθεῖ καὶ ν’ ἀκουσθοῦν κάποια “ναί, τὸ εἶπες”].

Μητσάρας: [Μόνος]. Νὰ πάρει, νὰ πάρει. Δυὸ φορὲς μοῦ ξέφυγε σήμερα. [Στὴν Λάουρα]. Ἔ, ναί, τὸ κρασὶ εἶναι τίμιο πράμα καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὰ ψέματα, κυρά μου, σοῦ τ’ ὁρκίζομαι στὸν θεὸ τὸν Πλακιώτη, μεγάλ’ ἡ χάρη του! Θὰ τὰ πῶ ὅλα, ἄν ὁμολογήσει καὶ τὸ Κλωτσοσκοῦφι πὼς ἐγὼ εἶμαι ὁ πατέρας της.

Κλωτσοσκοῦφι: Εἶσαι ὁ πατέρας μου.

Μητσάρας: Εὖγε! Αὐτὴ εἶναι κόρη! Παιδιά μας, κυρά μου, καὶ γονεῖς μας εἶναι αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἀναγνωρίζουνε καὶ τοὺς ἀναγνωρίζουμε. Θεὸς σ’χωρέσ’τηνε, τὴν μακαρίτισσα τὴ μάννα σου, τὄλεγε:
- Ἡ Ἐλίζα μας θὰ γίνει σπουδαία κοπέλλα, ἄν ζήσω ἐγώ!” Τί νὰ γίνει ὅμως; Τὴν φυτέψαμε τὴν Πηνελοπάρα, ἀλλὰ ἡ Ἐλίζα, δές τηνε!... Ὀρφάνεψες, Κλωτσοσκοῦφι, τριάμισυ χρονῶ – τὸ θυμᾶσαι; Νά ἕνα στεφάνι λουλούδια! Τ’ ἄξιζε, γιατ’ ἤτανε προφήτισσα: “- Αὐτὸ τὸ κορῖτσι εἶναι ἀπὸ σόι ἀρχοντικό...”, ἔλεγε. [Συγκινημένος, πάει νὰ χαϊδέψει τὸ Κλωτσοσκοῦφι στὸ μάγουλο, δὲν τὸ κάνει, γιατί τὴν θαυμάζει]. Ὦ, νἄξερες, Κλωτσοσκουφάκι μου, τί μ’ ἔσπρωξε, ποιός μ’ ἔσπρωξε νὰ πίνω... Θυμᾶσαι, τότε ποὔσουνα μωράκι, τότε ποὖχες μιὰ πράσινη πιπίλα, θυμᾶσαι; Μεθοῦσα τότες; Ὦ, ναί, μεθοῦσα ἀπὸ τὴν χαρὰ ποὺ μὲ κατούραγες, γιατί, ἐπιτέλους, βρήκαμε ἕνα παιδὶ - ἐσένα - γιὰ δικό μας. Μὰ τὴν Παναγιά, στάλα δὲν ἔπινα. Κι’ ἅμα φώλιασε ὁ φόβος, Ἅη Γιώργη μου!..., πὼς μπορεῖ μέρα μὲ τὴ μέρα, ὥρα μὲ τὴν ὥρα, νἄρθει ἡ ἀληθινή σου μάννα νὰ σὲ πάρει... [Σωριάζεται].
Λάουρα: Κύριε! Κλέψατε ἕνα ξένο παιδί;

Μητσάρας: [Μὲ λυγμούς]. Ἄ, κυρά μου, τὄκρυψα γιὰ χάρη τῆς συχωρεμένης. Τἄθελε πολὺ τὰ παιδιά, μὰ ἦταν ἄρρωστη. Σακάτισσα, ξενοδουλεύτρα, ἀπὸ ὀχτὼ χρονῶ μπουγάδες σὲ σπίτια... Γιὰ νἆναι ὄμορφες οἱ κυράδες, πᾶντα ψάχνουν φτηνὲς δοῦλες. Ἀπόβαλε καὶ ξαν’ ἀπόβαλε. Νά, βρήκαμε πάνω σου κι’ αὐτὸν τὸν σταυρό. Σ’τὸν φυλάω νὰ μεγαλώσεις.

Λάουρα: [Τοῦ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὰ χέρια]. Θεέ μου!

Μητσάρας: Εἶδες σκάλισμα, κυρά;

Κλωτσοσκοῦφι: Κυρία, τί πάθατε; Σᾶς παρακαλῶ, κυρία, μιλεῖστε μου!

Μητσάρας: [Κατ’ ἰδίαν]. Πῶ πῶ μιὰ κόρη ποὔχω γώ!

Λάουρα: [Συνέρχεται]. Σᾶς παρακαλῶ, κύριε!

Μητσάρας: Στὶς διαταγές σας, μανδάμ!

Λάουρα: Ἔχετε μαζύ σας τὴν ταυτότητά σας, τὴν ἔχετε;

Μητσάρας: Ναί, πῶς! [Ψάχνεται]. Ὁρῖστε: Μητσάρας Γιάννουλας. Ἐκεῖ μὲ γράφουν Δημήτριο. 

 
Λάουρα: Θὰ τὴν κρατήσω ἐγὼ ὥσπου νὰ συμβουλευθῶ τὸν δικηγόρο μου. Περιμένετε. Πεῖτε τα ὅσο θέλετε μὲ τὴν κόρη σας. [Βγαίνει].

Μητσάρας: [Τρέχει ξωπίσω της]. Στὸν... δικηγόρο; [Δὲν παίρνει ἀπάντηση]. Πᾶνε ἕξη μῆνες ποὺ σὲ γυρεύω, Κλωτσοσκοῦφι. Ποιά εἶναι ἐτούτη ἡ κυρά;

Κλωτσοσκοῦφι: Πατέρα, σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους χρωστῶ μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Μ’ ἀγαπᾶνε σὰ νἆμαι παιδί τους.

Μητσάρας: Καὶ σὲ μένα, δὲν νιώθεις καμιὰν ὑποχρέωση;

Κλωτσοσκοῦφι: Μὲ... κράτησες μακρυὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, μὰ ἐγὼ δὲν θὰ πάψω ποτὲ νὰ σ’ ἀγαπῶ. Ὅμως, μὴ μ’ ἐμποδίσεις, μπαμπά, νὰ γίνω μεγάλη ἀνθοπῶλις σὲ μεγάλο κατάστημα. Θέλεις νὰ εἴμαστε αἰωνίως φτωχοί;

Μητσάρας: Τί παράξενα μάτια ἔκανες μόλις εἶπες “φτωχοί”!... Καὶ νὰ μὴν τὄλεγες, θὰ τἄκουγα, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ ὡραῖα ματάκια σου, μωρό μου! Γῦρνα σπίτι. Φτιᾶχνε μου κἅνα φαγητὸ ἐσὺ καὶ γὼ θὰ δουλεύω, θὰ σοῦ φτιάξω τὰ κεραμίδια. Ἀκοῦς, Κλωτσοσκοῦφι; Μέθυσα πρὶν ἔρθω νὰ σὲ βρῶ. Μέθυσα κι’ ἀπὸ κρασὶ κι’ ἀπὸ χαρά, σὰν εἶδα τὴ φωτογραφία σου... Εἶναι καθηγητάδες, αὐτοὶ ποὺ σὲ κρατᾶνε;

Λάουρα: [Μπαίνει κρατῶντας παληὲς ἐφημερίδες, δακρυσμένη ἀλλὰ ἀποφασιστική]. Κύριε Γιάννουλα, θέλω νὰ δεῖτε αὐτὲς τὶς παληὲς ἐφημερίδες. Εἶναι πρὶν ἑφτὰ καὶ ἕξη χρόνια. Ἐλᾶτε κοντά.

Μητσάρας: Οὔ κιτρινίλα!

Λάουρα: Ὁρῖστε. Ἕνα κοριτσάκι, μόλις ποὺ περπατοῦσε, ποὺ χάθηκε σὲ ναυάγιο... Ὁ σύζυγός μου κι’ ἐγὼ προσφέραμε τὸ σπίτι μας ὁλόκληρο σ’ ὅποιον μᾶς ἔφερνε ζωντανὸ ἤ νεκρὸ τὸ παιδί. Τότε, ἤμασταν φτωχοί, κύριε Γιάννουλα, εἴχαμε μόνον ἕνα σπιτάκι καὶ τὸ δίναμε γιὰ χάρη τοῦ... [Ξεσπάει]. Ἐλα ἐδῶ, Κλωτσοσκοῦφι. Αὐτὸ τὸ μωράκι, εἶσαι ἐσύ. Κι’ αὐτή, ἐγώ, χωρὶς ρυτίδες. [Ἀγκαλιάζονται σφιχτά]. Ὁ κ. Καθηγητής, καμάρι μου, εἶναι ὁ πατέρας σου!

Μητσάρας: [Ἐμβρόντητος]. Χριστὸς καὶ Παναγιά! [Στέκει παράμερα].

Λάουρα: Κλωτσοσκοῦφι μου! Δὲν μπορῶ νὰ κλάψω ἀπὸ χαρά! Δὲν μπορῶ... τόσα λόγια... τόση σιωπὴ ποὺ χρειάζομαι νὰ σὲ χορτάσω. Ἐλίζα μου! Ὦ, νὰ μὴν τὄχω νιώσει τόσον καιρό! [Παύση. Πάει μακρυά]. Ὅμως, Ἐλίζα, τί ἔχω πάθει; Τρέμω. Σὰν νὰ μὴν τὸ πιστεύω, σὰν... Εἶσαι τὸ παιδὶ ποὺ μεταμόρφωσε ὁ Κορφιάτης σὲ πριγκήπισσα. [Πάει κοντά της, τὴν ἀγγίζει στὰ μαλλιά, στὸ μάγουλο]. Εἶσαι ἡ ἰδέα μας, εἶσαι αὐτὸ ποὺ φτιάξαμε... Ἐλίζα, ἄν ζοῦσες συνέχεια μαζύ μας, ἄν δὲν χανόσουν..., ἄν δὲν βρισκόσουν στὴ βροχή, θὰ ἤσουν ἁπλῶς ἕνα εὐγενικὸ καὶ χαριτωμένο κοριτσάκι - μπορεῖ καὶ τ’ ἀνάποδο: πεισματάρα καὶ κακομαθημένη στὰ χάδια μας, ποὺ θὰ πήγαινες στὸ Δημοτικό, ἀλλὰ θἄσουν παιδὶ καὶ τίποτ’ ἆλλο. Σὲ κάναμε ἔργο τέχνης. [Πάει παράμερα]. Σὲ πήραμε ἀπὸ τὶς λᾶσπες καὶ σὲ βασανίσαμε. Δὲν σὲ εἴδαμε κἄν σὰν παιδί. Ἤσουν τὸ στοίχημα ποὺ θὰ μᾶς ἔφερνες δόξα καὶ λεφτά! Προπαντὸς ἐγώ, πρέπει νὰ ντρέπομαι, Ἐλίζα. [Κρύβει τὸ πρόσωπό της στὰ χέρια της].

Κλωτσοσκοῦφι: [Πέφτει στὴν ἀγκαλιά της]. Μαμά!

Μητσάρας: Θὰ ξεχάσεις τὴν παληά σου μάννα;

Κλωτσοσκοῦφι: Μαμά! [Ἐνῶ ἀγκαλιάζονται, στὸν Μητσάρα]. Ὄχι.

Μητσάρας: Ὦ, Κλωτσοσκοῦφι, μωρό μου. Εἶδες; Ποτὲ δὲν εἶχα μεθύσει τόσο πολὺ ποὺ... ποὺ νᾶ βροῦν τὴν εὐκαιρία νὰ μοῦ κλέψουν τὸν σταυρό σου. Σὰν τὰ μάτια μου τὸν φύλαγα, νὰ σοὔλεγα μιὰ μέρα τὴν ἀλήθεια.

Κλωτσοσκοῦφι: [Τοῦ ἁπλώνει τὸ χέρι καλῶντας τον νὰ πάει κοντά]. Μπαμπά μου! Μπαμπά μου!

Μητσάρας: [Ἀμήχανος, κλαίει-γελάει]. Χὸ χό! Ἔτσι ποὺ τὰ λές, βρὲ Ἐλιζάκι, στὸ τέλος-τέλος γοῦστο θἄχει νὰ περάσει κανεὶς τὴ μανδὰμ ἀπὸ δῶ γιὰ γυναίκα μου! [Ξέσπασμα γέλοιου καὶ ἀπὸ τοὺς τρεῖς, πρῶτα ἀπὸ τὴν Λάουρα].

Λάουρα: Λοιπόν, κύριε Γιάννουλα, νομίζω πὼς σᾶς εἶχα παρεξηγήσει, ἄν καὶ τὸ φταίξιμό σας εἶναι ἀσυγχώρητο. Εἶστε πολὺ καλὸς ἄνθρωπος. Πρέπει νὰ ξαναϊδωθοῦμε... [Τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἔξοδο]. Ὁρῖστε ἡ ταυτότης σας.

Μητσάρας: Ὦ, βέβαια, μετὰ χαρᾶς! Τώρα δὰ ποὺ γίναμε καὶ συμπέθεροι... Ἀλήθεια, κουβάρι γίναμε. Κλωτσοσκουφάκι, νὰ σὲ φιλήσω. Ἄ, μὲ τὸ συμπάθειο, μανδάμ, δὲ μοῦ δίνεις τίποτε ψιλά, νὰ πᾶ νὰ φέρω - αὔριο, ὄχι σήμερα πέστε τα – κρασιά, μεζέδες, νὰ τὸ γιορτάσουμε;... [Ψιθυριστὰ στὴν Λάουρα]. Ψιλὰ νὰ μπῶ στὸ τρόλεϋ.

Κλωτσοσκοῦφι: Μὴ σὲ νοιάζει γιὰ λεφτά, μπαμπά. Θ’ ἀνοίξουμε ἀνθοπωλεῖο. Ταμίας ἐσύ!

 
Λάουρα: [Μὲ ἔμπνευση]. Βεβαίως. Σὲ ἕξη μῆνες. Ἄν δέχεται, φυσικά, καὶ ὁ πατέρας σου - αὐτὸς ὄχι ὁ ἆλλος – θὰ μπορεῖ ἄνετα νὰ γίνει ἀνθοπώλης-φίρμα.

Μητσάρας: Σὲ ἕξη μῆνες;

Λάουρα: Ἔ, ναί. Τόσο χρειάστηκε καὶ ἡ κόρη μας. [Τονίζει ἀστεῖα τὸ “μας”]. Θὰ σᾶς λέμε τότε...ναί, Τζὶμ Τζών.

Κλωτσοσκοῦφι: Τζὶμ Τζών! Τζὶμ Τζών! Σὰν γουέστερν κινέζικο θἆναι.

Μητσάρας: Ἄν θέλω, λέει; Ναί, ναί, άσφαλῶς – καὶ τώρα, ἄν γίνεται.

Λάουρα: Ἔ, μὴ βιάζεστε. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ κάνετε τώρα εἶναι... μμμ! Ἐλᾶτε μαζύ μου.

Μητσάρας: [Ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια μὲ τὴν ὁποία τὸν ὁδηγεῖ]. Ὦ, μανδάμ! [Κάνει νὰ τῆς φιλήσει τὸ χέρι]. Νὰ ξέρατε τί μοῦ θυμίζετε... Ἡ Πηνελοπάρα μου ἤτανε μιὰ ἀρχοντονταρντάνα ὥσαμε κεῖ ἀπάνω, ἴδια αὐτοκρατόρισσα, νά, τόσο μὲ περνοῦσε κι’ ἤθελε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία νὰ παντρ... [Ἀλλοιῶς]. Ποῦ μὲ πᾶτε τώρα;

Λάουρα: Νὰ σᾶς δείξω ποὺ εἶναι τὸ μπάνιο.

Μητσάρας: Ἄ, μανδάμ, ὑδραυλικὸς εἶναι ὁ Μανώλης τῆς Λάμπαινας. Ἐγὼ θὰ σᾶς τὰ κάνω ὅλα συντριβάνι ἐδῶ μέσα...

Κλωτσοσκοῦφι: Μπαμπά, πρόσεχε! Ἔχουνε ἄγριους σκοποὺς οἱ Κορφιάτηδες. Θὰ σὲ λούσει ἡ μητέρα μου. Πρόσεχε!

Μητσάρας: Τί!... [Ἡ Λάουρα κυνηγάει τὸν Μητσάρα. Αὐτοσχεδιασμός]. Θὰ τρίξουνε τὰ κόκκαλα τῆς πεθαμένης... νὰ μὲ δεῖς ἐσὺ γυμνό... Φύγε! Θὰ τὰ κάνω λίμπα. [Ἡ Λάουρα ἔχει γίνει ἀπολύτως ἀπιβλητική]. Καλά, καλά, θὰ κάνω. Ἐσὺ νὰ μὴ βλέπεις.

[Ἡ Λάουρα καὶ τὸ Κλωτσοσκοῦφι κάθονται ἀγκαλιαστὲς καὶ περιμένουν. Σὲ λίγο ἀκούγονται νερά].

Λάουρα: Κύριε Τζὶμ Τζών, ἔχετε ξανακάνει μπάνιο; Ξέρετε;

Μητσάρας: [Ἀπὸ μέσα]. Μὴ σᾶς νοιάζει, μανδάμ. Ξέρω. Κατάλαβα. Ὦωωωω, κρύο!... Ἀμάν, κάηκα!... Ἄααα ὦωωω. [Τραγοῦδι].

Ὅσο καὶ νὰ πλυθῶ,
ὅσο καὶ νὰ πλυθῶ,
ἡ βρώμα δὲ θὰ βγεῖ...
Ἀφοῦ ἔχω νὰ πλυθῶ,
ἀφοῦ ἔχω πλυθῶ,
ἀπὸ μωρὸ παιδί!
Τρέχει τὸ κρύο τὸ νερό, κρυώνω,
κρυώνω καὶ παγώνω.
Ὅσο καὶ νὰ πλυθῶ,
ὅσο καὶ νὰ πλυθῶ,
θὰ πρέπει πάλι νὰ λουστῶ.

Λάουρα: [Σηκώνεται, φωνάζει πρὸς τὴν μεριά του]. Κύριε Τζὶμ Τζών! Ἀργεῖτε;

Μητσάρας: Ὄχι, μανδάμ! Στρίβω τὸ μουστάκι μου.

Λάουρα: Ἄ, καλά! Περιμένω τὸν σύζυγό μου καὶ πρέπει νὰ σᾶς γνωρίσει. Θὰ χαρεῖ πολύ.

Μητσάρας: Ἄ, μπᾶ! Παρομοίως, ποὺ λένε. Ἔ, ἄν δὲν ἔχω τελειώσει, πεῖτε στὸν πατέρα τῆς Ἐλίζας, ὅτι... ὁ πατέρας τῆς Κλωτσοσκουφίτσας μας ὅπου νἆναι φθάνει, πλυμμένος, χά!... καὶ παρφουμαρισμένος... σὰν τσέντλεμαν! Ἄχ, στὰ νειᾶτα μου, ξέρετε, ἤμουνα, ὄχι νὰ τὸ παινευτῶ, ἄσ’τα νὰ μῆν τὰ λέω... Χὰ χὰ χά! Τὰ λέω καλά;

Λάουρα: Τὰ λέτε τόσο καλά, ποὺ σᾶς εἶμαι εὐγνώμων. Πῶς σᾶς φαίνεται ἐκεῖ μέσα;

Μητσάρας: Ἄ, μανδάμ! Καὶ μόνο γιὰ νὰ βάζω ἀπὸ τοῦτες τὶς κολώνιες τοῦ κυρίου, ἀξίζει τὸν κόπο νὰ περνἀω τὴν ἡμέρα μου ἐδῶ μέσα. Μά, κοῖτα καλά, μανδὰμ Λάουρα: θέλω νὰ μὲ μορφώσει κι’ ἐμένα - ἔτσι; Καὶ σᾶς ὁρκίζομαι: δὲν θὰ ξαναπιῶ κρασί.

Λάουρα: Μπράβο. Προσέξτε ὅμως, γιατί οἱ...κολώνιες δὲν πίνονται.

Μητσάρας: Χὰ χά! Ἔχετε χιοῦμορ, τὸ ξέρετε; Ἀλλὰ γιατί δὲν βάζετε καμιὰ μουσικὴ τοῦ Γιόχαν Στράους, ὥσπου νὰ σιάξω τὶς φαβορίτες μου;

Λάουρα: [Πάει στὸ ἠλεκτρόφωνο]. Νὰ σᾶς βάλω καλλίτερα τὴν “Πρόποση” ἀπὸ τὴν “Τραβιάτα”; [Τὴν βάζει]. Εἶναι τόσο ὡραία!

Μητσάρας: Ὅπως ἀγαπᾶτε. Μόνο ποὺ τότε θὰ ἀργήσω ἀκόμα λίγο. Ἔ, νὰ βγῶ κι’ ἐγὼ ὡραῖος. Μπᾶς καὶ τῆς ἀρέσω κι’ ἐγὼ αὐτῆς... πῶς τὴν εἴπατε; Γραβάτα; Πότε γιορτάζει; 

--
 
[Σκοτάδι. Τὸ Κλωτσοσκοῦφι ἀποσύρεται κάπου - κέντρο μπροστὰ τῆς σκηνῆς - καὶ σκέφτεται. Σιγὰ-σιγά, ἁπλώνεται ἄπλετο φῶς. Ἕνα κορῖτσι ἀπὸ τοὺς θεατὲς ἔχει έπιλεγεῖ γιὰ Βασίλισσα: βουβὸ πρόσωπο, στέκεται μεγαλόπρεπα, σὰν πίνακας, καὶ ὑποδέχεται τὸ Κλωτσοσκοῦφι, σὲ ὀνειροπόληση].

Κλωτσοσκοῦφι: [Σὰν νὰ κάνει πρόβα τζενεράλε]. Ὅταν θὰ ἐπισκεφθῶ κάποια βασίλισσα, θὰ πρέπει νὰ ὑποκλιθῶ, ἔτσι. [Ἐκτελεῖ]. Καὶ νὰ περιμένω νὰ μοῦ κάνει νόημα ποὺ σημαίνει: “ - Ἐλᾶτε κοντά”. [Δείχνει πῶς]. Θὰ περπατήσω καμαρωτὴ καὶ σεμνή. [Ἐκτελῶντας]. Ἕνα, δύο, δυόμισυ βήματα.
Τότε, ἡ Μεγαλειότάτη θὰ μοῦ πεῖ:
- Δύο βηματάκια ἀκόμη, καλή μου!” ’Εγὼ θὰ ὑπακούσω. Θὰ μὲ κοιτάξει... “ - Εἶστε πραγματικὴ πριγκήπισσα”, θὰ μοῦ πεῖ. “...Δὲν σᾶς ἔχω ξαναδεῖ ἀλλά, ἀπὸ τοὺς τρόπους σας, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι σᾶς γέννησαν βασιλεῖς”.
Τότε, ἐγὼ δὲν θὰ βαστάξω, θὰ τῆς πῶ:
- Ἀνθοπῶλις εἶμαι, καλέ!” Καὶ ἡ ἀπάντησίς της:
- Εἶστε πολὺ χαριτωμένη, δὲν τὸ πιστεύω”.
- Μά, τί λέτε;” θὰ τῆς μπῶ ἐγώ. “...Γιατί δὲν ρωτᾶτε γιὰ μένα στὴν Ὁμόνοια τῶν Ἀθηνῶν;”
Ἡ βασίλισσα θὰ κοκκινήσει καὶ θὰ κάνει μερικά “ - Ὦ!...Ὦ!...”. Ἀλλὰ ἐγώ, τὸ βιολί μου:
- ...Ἔχω φάει βροχὲς στὴ μούρη ἐγώ...Ἔχω σκαλίσει σκουπιδοτενεκέδες γιὰ λίγο ζαμπὸν ἤ κἅνα κόκκαλο ἄγλειφτο...”.
Τότε, ἡ βασίλισσα, φυσικῷ τῷ λόγῳ, θὰ λιποθυμήσει. Σκασίλα μου! Θὰ τῆς πῶ καὶ τὸ τελευταῖο:
- Ἡ μόρφωσις. Ἡ μόρφωσις, χρυσή μου, εἶναι κορώνα κι’ ὄχι αὐτὴ ποὺ φορᾶς. Ἆντε γειά!”

* * *
[Στὴν πραγματικότητα πάλι].

Ἀριστοτέλης: [Μπαίνοντας]. Οὔφ! Οὔτε γερανὸς νἄμουνα! [Φωναχτά]. Λάουρα! Εἶδες τὰ πράγματα στὴν εἴσοδο; Ποῦ εἶναι ἡ μεγαλειοτάτη; Ὀκτακόσιες χιλιάδες χάλασα...

Λάουρα: [Ποὺ ἔχει ἔρθει τρέχοντας]. Χαλάλι της, ἀλλὰ ξοδιάστηκες ἄστοχα. Ἄ, δὲν σοῦ εἶπα: ὅπου νἆναι φθάνει κι’ ὁ Πίπης, εἰδοποίησα τὴν νονά του νὰ μᾶς τὸν στείλει.

Ἀριστοτέλης: Κακῶς! Τὴν ἔκανες πάλι τὴν κουταμάρα σου. Ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς πριγκήπισσας Χριστίνας...

Λάουρα: [Δὲν ξέρει πῶς ν’ ἀρχίσει νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια]. Ἔ, ὄχι καὶ μεταξύ μας νὰ τὴν λέμε πριγκήπισσα... μεγαλειοτάτη...

Ἀριστοτέλης: Ὡραῖα, ἄν δὲν σ’ ἀρέσει νὰ τὴν λέω ἔτσι, πὲς πὼς εἶναι παιδί μας.

Λάουρα: Ἀκριβῶς - εἶναι παιδί μας!

Ἀριστοτέλης: Στάσου, στάσου. Εἴπαμε κάτι, νὰ τὸ ἐννοοῦμε ὅπως τὸ εἴπαμε: “εἶναι σὰν παιδί μας” - τὸ “σὰν” σάν.

Λάουρα: Ἐγὼ εἶμαι πιὸ ἀριστοτελικὴ ἀπὸ σένα, τουλάχιστον τώρα: σὰν παιδὶ ποὺ εἶναι παιδί μας... εἴμαστε οἱ γονεῖς του!

Ἀριστοτέλης: Πεῖσμα, ἐσύ; Πεῖσμα ἤ μᾶλλον δίκηο ἐγώ!

Λάουρα: Ὤχ!... Ἄ, νά! Ἔφθασε ὁ Πίπης, θὰ σ’τὰ πεῖ καλλίτερα ἕνα παιδί. Τὰ παιδιὰ πᾶντα ξέρουν. [Βγαίνει καὶ πάει καὶ φέρνει τὸν Πίπη, ποὺ πρὶν λίγο εἶχε χτυπήσει τὸ κουδοῦνι].
Ἀριστοτέλης: Οὔφ! Ἔχεις διάθεση γι’ ἀστεῖα, βλέπω.

Λάουρα: [Ξαναμπαίνει ἀγκαλιαστὴ μὲ τὸν Πίπη]. Τρέχα φίλησε τὸν μπαμπά! [Ὁ Πίπης τὸ κάνει, ὁ Ἀριστοτέλης ἀνταποκρίνεται ἀμήχανα].

Πίπης: Ποῦ εἶναι τὸ Κλωτσοσκοῦφι;

Λάουρα: Μέσα, παιδί μου. Ἑτοιμάζει μιὰν ἔκπληξη στὸν πατέρα της.

Ἀριστοτέλης: [Ἔξαλλος]. Ποιός διάολος τὄκανε αὐτό;

Λάουρα: Νὰ σοῦ ἐξηγήσω...

Ἀριστοτέλης: Τί τὸν θέλει αὐτὸν τὸν μασκαρά; Γιατί δὲν τὸν ἀφήνει ἐκεῖ ποὺ μπεκρουλιάζει;

Λάουρα: Ἄ, ὄχι! Μὴν τὸν λὲς μασκαρά. Κι’ ἀφοῦ ξέρεις ὅτι δὲν μπεκρουλιάζει. Πῆγε σήμερα καὶ τῆς ἀγόρασε ἕνα σωρὸ πράματα καὶ ροῦχα.

Ἀριστοτέλης: Ποιός; Ὁ μεθύστακας; [Ξαφνικά, ἀλλοιῶς]. Ποιός εἶναι στὸ μπάνιο καὶ σφυρίζει;

Λάουρα: Ἄ, ὁ πατέρας της. Ὁ...μεθύστακας!

  Ἀριστοτέλης: Γυναίκα, χρειάζεσαι τρελλίατρο.

Λάουρα: Ναί, εἶμαι τρελλὴ ἀπὸ χαρά. Ἡ Ἐλίζα... Δὲς αὐτὸν τὸν σταυρό!

Ἀριστοτέλης: [Μένει μ’ άνοιχτὸ τὸ στόμα].

Λάουρα: Πᾶμε μέσα νὰ σοῦ ἐξηγήσω. [Τὸν πείθει καὶ βγαίνουν].

Κλωτσοσκοῦφι: Ὁ Πίπης δὲν εἶσαι;

Πίπης: [Τὴν κοιτάζει μὲ θαυμασμὸ καὶ ἀπορία]. Πότε σὲ ξέρασε ἡ φάλαινα, Κλωτσοσκοῦφι;

Κλωτσοσκοῦφι: Ποτέ. Γιατί ποτέ της δὲν μὲ κατάπιε. Δὲν θὰ φιληθοῦμε;

Πίπης: Ἄ, ναί!... [Ἀγκαλιάζονται, φιλιοῦνται]. Ἀδελφούλα μου!...

Κλωτσοσκοῦφι: Δὲ μοῦ λές, ...σὲ λιβάνια σὲ βούταγε ἡ νονά σου; Πφ!...

Λάουρα: [Ἀπὸ μέσα]. Μά, δὲν θὰ κάνουμε νούμερο τὸ παιδί μας! Ἡ μόρφωση ποὺ τῆς δώσαμε εἶναι δική της, δὲν εἶναι γιὰ ἐπίδειξη.

Ἀριστοτέλης: [Ἀπὸ μέσα]. Σοῦ εἶπα, μὴ φωνάζεις.

Πίπης: Οἱ συνηθισμένοι τους καβγάδες!... Σὲ λίγο θἄρθουν ἀγκαλιασμένοι. [Ἀλλοιῶς]. Παραμύθια ξέρεις;

Κλωτσοσκοῦφι: Οὔουου!... Ἔλα, κᾶτσε νὰ σοῦ πῶ... [Κάθονται]. Μιὰ φορὰ κι’ ἕναν καιρό, ἦταν ἕνα κοριτσάκι πολὺ μορφωμένο ἀλλὰ ἀγράμματο. Πολὺ μορφωμένο καὶ ἐντελῶς ἀγράμματο.

Πίπης: Καλά, τὸ κατάλαβα - κι’ ἐγὼ ἀγράμματος εἶμαι! Καὶ μετά;

Κλωτσοσκοῦφι: Εἶχε σπουδάσει στοὺς δρόμους τὸν ἀνθρώπινο πόνο, τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους καὶ τὸν ἀνθρώπινο μόχθο...

Πίπης: [Τὴν κόβει]. Τοὺς μοχθηρούς;

Κλωτσοσκοῦφι: [Ὑψώνει τὰ μάτια στὸ ταβάνι]. Μᾶλλον γιὰ στρουμφάκια πρέπει νὰ σοῦ πῶ!

Πίπης: Ἄχ, ναί. Πάω νὰ τὰ βάλω νὰ τ’ ἀκούσουμε. [Βάζει τὸν δῖσκο, χορεύουν μ’ ἐνθουσιασμό].

Λάουρα καὶ Ἀριστοτέλης: [Ἀγκαλιασμένοι, στὴν πόρτα, τοὺς παρακολουθοῦν].

Λάουρα: Κύριε Τζὶμ Τζών! Ἀργεῖτε;

Μητσάρας: [Ἀπὸ μέσα, ἀπελπισμένος]. Τί νὰ σᾶς πῶ; Ἐδῶ ἀσπρίσαν οἱ φαβορίτες μου ἀπὸ τὴν ἀγωνία μου ποὺ θὰ δῶ τὸν κύριο καθηγητή!...

Κλωτσοσκοῦφι: [Ἐνῶ χορεύουν]. Θὰ σοῦ φέρω τὴν Καμπίρια νὰ σοῦ μάθει τσιφτετέλι!...

Πίπης: Χὶ χὶ χί!... Εἶμαι ὁ Χαχανούλης. Χὶ χὶ χί... Ἄν εἶναι ἀγράμματη, φέρ’τηνε. Χὶ χὶ χί!...

Αὐλαία, τέλος.