Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Μάρω Κοντοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς λίγες τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου ποὺ μοῦ ἀρέσει, πολύ. Βρεθήκαμε μαζὺ στοὺς <Ἱππῆς>, τὸ 1982. Τὴν ἐκτιμοῦσα καὶ μὲ ἐκτιμοῦσε, - ὅμως συνέβη κάτι ἀπροσδόκητο: πῆγα, στὴν πρεμιέρα, στὸ καμαρίνι της, νὰ τῆς εὐχηθῶ καλὴν ἐπιτυχία. Τὴν ἴδια στιγμὴ εἶχαν πάει κι' ἆλλοι, γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, καὶ ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν γιὰ νὰ μὴ μ' ἀκούσει (κατὰ κανόνα, οἱ μικροὶ συνάδελφοι δὲν μὲ χώνευαν). Ἡ Μάρω, στὶς πρόβες, εἶχε ἐκφραστεῖ πολλὲς φορὲς ἐπαινῶντας με φανερὰ καὶ φωναχτά. Ἐπέμενα λοιπόν νὰ τῆς εὐχηθῶ, ἀλλὰ φαίνεται ἤ πὼς δὲν μ' ἄκουγε ἤ πὼς τῆς ἄρεσαν οἱ κολακεῖες καὶ κάπως εἶχε μεθύσει ἀπ' αὐτές!!!.... Θύμωσα τότε καὶ δὲν τῆς ξαναμίλησα. Ἡ Μάρω ὕστερα  ὡστόσο ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ νὰ μοῦ τραβήξει τὴν προσοχή, ἔτρεχε ξωπίσω μου, μοῦ μιλοῦσε ἐπίμονα, δὲν τῆς ἔδινα σημασία, σὰν νὰ μὴν τὴν ἔβλεπα, σὰν νὰ μὴν τὴν ἄκουγα, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε, ὄχι μόνο μιὰ μέρα, ὄχι μόνο δυό, ἀλλὰ πᾶντα. Δὲν ἔχουμε ξαναβρεθεῖ. Χρόνια ἀργότερα, πῆγε ἡ γυναίκα μου σὲ μιὰ παράστασή της καὶ τῆς ἔδωσε ἕνα γράμμα μου, ποὺ τῆς ἐξηγοῦσα αὐτὰ ποὺ λέω καὶ τώρα. Ὁ σκηνοθέτης (Μ.Μ.) ἐκείνης τῆς παράστασης ἦταν ἕνα διεστραμμένο τέρας (ἔχει πεθάνει), ποὺ τὄχα ξεχέσει, γι' αὐτὸ καὶ δὲν πῆγα κι' ἐγὼ στὴν παράσταση. Ὅμως, πιστεύω πώς, ἡ Μάρω κι' ἐγώ, ἐκτιμᾶμε πᾶντα ὁ ἕνας τὸν ἆλλο, χωρὶς ὑστεροβουλίες. Καὶ μάλιστα, τώρα ποὺ δὲν ἔχω καμιὰ θεατρικὴ ἐπιθυμία, τῆς στέλνω τὴν ἀγάπη μου. Κι' ἄλλη φορά, νὰ ξέρει ποιοί τὴν ἀγαποῦν καὶ ποιοί τὴν γλείφουν.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Κάθε τόσο μοῦ στέλνουν ἕνα μήνυμα τέτοιο:
Ξεχωρίστε από το πλήθος.
Αν προβάλλετε δημόσια το σήμα κορυφαίου θαυμαστή σας, θα ξεχωρίζετε στη Σελίδα....
==
Καὶ ποιός σᾶς εἶπε ὅτι θαυμάζω κάτι ἤ κάποιον, ἐγώ, ὁ κακορίζικος;
Καὶ μάλιστα ὅτι εἶμαι καὶ κορυφαῖος θαυμαστής ὁποιουδήποτε;
Ὁ θαυμασμὸς εἶναι παιδὶ τῆς ἄγνοιας.
Δὲν θέλω οὔτε νὰ μὲ θαυμάζουν. Προτιμῶ νὰ μὲ καταλαβαίνουν, νὰ μὲ σέβονται, νὰ μὲ τιμοῦν.
Ἄς μὲ θαυμάζουν, ἄν θέλουν, ὅταν θἄχω πεθάνει.

Ἄν κατὰ τύχη ἀπὸ τώρα κάποιος μὲ θαυμάζει, θέλω νὰ ξέρω ποιός εἶναι, γιὰ νὰ προστατέψω ἀπ' αὐτὸν τὴν εἰκόνα μου ποὺ θ' ἀφήσω θνήσκοντας.
Θαυμασμός, λέξη ποὺ ἀρχίζει ὅπως τὸ θαῦμα. Καὶ καταλήγει ὅπως ὁ μαρασμός.
Ἔχω τὴν δύναμη νὰ μὴν θαυμάζω τίποτα.
Ὅσο γνωρίζω τοὺς ἀνθρώπους, τόσο πιὸ πολὺ θαυμάζω τὰ σκυλάκια καὶ τὰ γατάκια.
Στὴν ἡλικία μου θἆταν ὀλέθριο νὰ μὴν ἤξερα πιὰ τὴν ἀπαξία τῶν πάντων.
Μόνον ἕνας σοφὸς δικαιοῦται νὰ θαυμάζει.
Ἕνας ἄθλιος βρίσκει πᾶντα ἕναν ἆλλον πιὸ ἄθλιο ποὺ τὸν θαυμάζει - νὰ ἡ θαυμαστὴ ἀλήθεια!
Προτιμώτερο αὐτό: νὰ θαυμάζεις τὸ παρελθόν, τὸ πεθαμένο· νὰ μετανιώνεις γιὰ τὸ παρόν· νὰ τρέμεις γιὰ τὸ μέλλον.
Συμπέρασμα:
ὁ κάθε φουκαρὰς ἀρέσκεται σ' αὐτὰ ποὺ λέει καὶ ποὺ κάνει καὶ κοιτάζει πίσω του νὰ δεῖ ἄν τὸν θαυμάζουν.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Διασωθέν!...
~ 2 Ίουνίου 2012, καὶ ὥρα 6:15.
* Ἀφιερωμένο στὴν Λυράνθη / Ԉ¥®ÂИØĦ
~~~~
συνταγὴ κρεβατιοῦ τῆς ὥρας.
~~

Ἀφοῦ κοντά μου σὲ ξαναβρίσκω,
με χαρά μου, πίστεψέ με, θνήσκω.
Ὤ, μὴ θαρρεῖς πὼς μόνος τελευτῶ...
Μ' ἕνα θερμό σου χάδι λατρευτό,
ἁπαλά, θὰ γλιστρήσω στὸν Ἅδη.
Ἡ καρδιὰ πάει μὲ δάκρυα... Τὸ λάδι
χαλνᾶ τὴ γεύση της. Δοκίμασε!...
Τριμμένη λίγη ψυχὴ π' ὡρίμασε
θὰ ρίξω στὸ τέλος, ἀπὸ πάνω,
νὰ μὴν πικρίζει· καὶ νὰ γλυκάνω
τὴν ἀνία ποὺ συνήθως ἀχνίζει
σὰν ἀλλοῦ τὸ πάθος ἀτενίζει
κι' εἶναι, πές, βαρὺ γιὰ τὸ στομάχι.
Μὴ γίνει κι' ὁ ἔρωτας ταμάχι!...
Γιὰ λίγο στὴ χύτρα ἀκόμα βράζει
κάθε τί π' ὁ νοῦς μου κατεβάζει.
Ἀπόψε θέλω νὰ γλεντίσουμε,
κουταλιὲς παλμῶν νὰ μετρήσουμε
καὶ τὰ φιλιά μας μ' ἕνα ποτήρι...
- ἆσπρο πάτο γιὰ τὴν ἴδια γύρη.
Ἡδονῆς σαλάτα ἐκ Φαντασίας,
- ὤ, καὶ τὸ πορτατὶφ ὀπτασίας
συμβάλλει, δές, στὴν ἐπιτυχία
(μ' ὅ,τι φτιάχνω κι' ἁμαξοστοιχία)
ἑνός, ἐπὶ κλίνης, δείπνου γλυκοῦ,
ἐλλείψει ψεύτικου μυρωδικοῦ.
Ἄ, ναί, καὶ ψέματα νὰ πεῖς, ἄν θές,
πὼς μ' ἀγαπᾶς, ἐγὼ, σὰν ἀληθὲς
θὰ τὸ πάρω· ὅμως πές το πάλι...
- ἄχ! μὲ τῆς φωνῆς σου τὴ σκανδάλη.
Ὤ, μαντάμ! Le lit est déjà servi.*
Στὴν ὥρα του! Χά! Καὶ πῶς νὰ ὑπερβεῖ
χρόνο τόσο προμελετημένο;
Ξάπλωσε μ' ὅλη τὴν ἄνεσή σου.
Μὲ βιταμίνες, κάθε πληγή σου
στὴν ἀγκαλιά μου θὰ ἐξαφανιστεῖ.
Δὲν σοῦ ζήτησα, μή! γονατιστή,
μετανιωμένη! Μὴν παρακαλᾶς,
καλεσμένη μου, "συγγνώμη" νὰ φᾶς!
Ἐσώψυχο μενοὺ μαγείρεψα,
κι' ὅμως ἐκδίκηση δὲν γύρεψα.
Ἐγώ; Παρντόν, δὲν μπορῶ νὰ φάω.
Πέθανα· καὶ πιὰ δὲν σ' ἀγαπάω.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~~~~
* Τὸ κρεβάτι σερβιρίστηκε/ εἶναι ἕτοιμο.
~~~~
Σημείωση:
Τὴν ἰδέα πῆρα ἀπὸ παληὸ ποίημα παρατημένο, ποὺ βρέθηκε πάλι μπροστά μου:
Μενού.
~~
Νὰ σοῦ σερβίρω τὴν καρδιά μου
ψιλοκομμένη;
Νὰ ρίξω πάνω τὰ δάκρυά μου,
ψυχὴ τριμμένη,
νὰ νοστιμήσει;
Σ' τὴν ἔχω ψήσει
μὲ συνταγὴ φίνας ἐμπνεύσεως
καί, δές, αἷμα, τί ἀρίστης γεύσεως!
Μ' ἀρέσει ἡ φιλοξενία
μὰ πρὶν ἐπέλθει κι' ἡ ἀνία
πᾶντα κάτι ὁ νοῦς μου κατεβάζει.
Ἄλλωστε γι' αὐτὸ κι' ἡ χύτρα βράζει
στῆς ἡδονῆς
τὴν πυρωστιά,
ὁλημερίς.
Δὲν εἶν' ψευτιά.
Ἐσώψυχο μενού, κι' ἔλα, κᾶτσε νὰ τὴν τυλώσεις.
Λογαριασμὸ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πληρώσεις.
Ὤ, μὴ νοιάζεσαι... - κι' ἐγὼ δὲν θὰ φάω.
Φαγώθηκα πιὰ καὶ δὲν σ' ἀγαπάω.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019


 Ἄν ζοῦσε ὁ Γιάννης Σιδέρης 
(ἱστορικὸς τοῦ νεο-"ελληνικοῦ θεάτρου),
θὰ ἔκλεινε τὸ Θεατρικὸ Μουσεῖο;
--
 
Ο Γιάννης Σιδέρης (1898 - 1975) ὑπῆρξε ἕλληνας ἱστορικὸς τοῦ νεοελληνικοῦ θεάτρου.

Τὸ 1938 ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλία ἵδρυσης τοῦ Θεατρικοῦ Μουσείου καὶ ἦταν ὁ πρώτος ἔφορός του ἀπὸ τὸ 1938 ἕως τὸν θάνατό του τὸ 1975. Διατέλεσε γιὰ χρόνια καθηγητὴς στὴν Μέση Ἐκπαίδευση ἀλλὰ καὶ σὲ δραματικὲς σχολές.

Ὁ Γιάννης Σιδέρης ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν συγκέντρωση ἐκθεσιακοῦ ὑλικοῦ, καθὼς καὶ στὴν καταγραφὴ τῆς ἱστορίας τοῦ νεοελληνικοῦ θεάτρου.

---

Ὁ Γιάννης Σιδέρης ἦταν ὁ δεύτερος πατέρας μου. Τὸν εἶχα καθηγητὴ ἑνάμισυ χρόνο, Α΄καὶ Β΄ Γυμνασίου, ὕστερα πῆρε σύνταξη. Ἀπὸ κεῖ ποὺ δὲν ἤμουν σὲ θέση νὰ γράψω οὔτε δυὸ γραμμὲς
Ἔκθεση, <ἐκεῖνος μὲ ἀνακάλυψε, εἶπε πὼς εἶμαι ταλέντο, μοῦ ἔβαζε βαθμὸ 20 μὲ τόνο κι' ἔλεγε: " - Οἱ καλλίτεροί μου μαθητές: ἡ Βουγιουκλάκη στὴν Δραματικὴ καὶ ὁ Λὸ Σκόκκο στὸ Γυμνάσιο">. * Μοῦ πρότεινε νὰ πηγαίνω σπίτι του νὰ μοῦ δίνει βιβλία νὰ διαβάζω. Πήγαινα κάθε Πέμπτη, ὥρα 5 τὸ ἀπόγευμα, χειμώνα-καλοκαῖρι, ἐπὶ 5,5 χρόνια. Δὲν ἔλειψα οὔτε μία φορά. Ζητοῦσα πᾶντα ἕναν Ξενόπουλο καὶ ἕναν Σαίξπηρ. Κι' ἐκεῖνος μοῦ πρόσθετε κι' ἕνα βιβλίο γιὰ τὸ Νεο-Ἑλληνικὸ Θέατρο. Μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὸ Θεατρικὸ Μουσεῖο μὲ τέτοιο πάθος, ποὺ πήγαινα στὸ σπίτι μου καὶ μετέφερα στὴν μάννα μου τὰ λεγόμενά του μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σῖγμα. Ὅλη μέρα μιλοῦσα γιὰ τὸν Σιδέρη, ὅπου καὶ νὰ βρισκόμουν. Μοῦ εἶχε γίνει ἔμμονο πάθος ἡ ὕπαρξή του. Πλατωνικὸς ἔρωτας. * Ὅταν πέθανε, τὸν εἶδα στὸν ὕπνο μου, τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε. <Ἦταν, λέει, ἔξω ἀπὸ τὸ Ἡρώδειο, ἐγὼ στὸ ἀντικρυνὸ πεζοδρόμιο, γελοῦσε πολὺ δυνατὰ καὶ μοῦ ἔλεγε: " - Μικρέ μου, νὰ μεταφράζεις ἀρχαίους, ὄχι Γάλλους. Κι' ἄν μπορεῖς, γιὰ τὸ Θέατρο">. Ξύπνησα καὶ ταράχτηκα καὶ κατάλαβα πὼς εἶχε πεθάνει. * Ἀκόμα περνάω ἀπὸ τὸ σπίτι του, ποὺ διατηρεῖ τὴν πρόσοψη, ἐνῶ ἀπὸ μέσα ὑπάρχει, χρόνια τώρα, ἆλλο οἰκοδόμημα, καινούργιο, ἀτελείωτο καὶ φυσικὰ ἀκατοίκητο. Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ ἴδιος θ' ἀνοίξει ἐκεῖνο τὸ ἴδιο τὸ παράθυρο, θὰ μὲ δεῖ καὶ θὰ μοῦ πεῖ: " - Ἔρχομαι νὰ σοῦ ἀνοίξω" ἤ " - Δὲν σοῦ ἄνοιξε ἀκόμη ἡ ἀδελφή μου"; Ἤμουν ἐξαιρετικὰ ντροπαλός, τότε. Τὸν ρωτοῦσα γιὰ τὸ Θεατρικὸ Μουσεῖο καὶ μοῦ ἔλεγε. * Εἶμαι βέβαιος, πώς, ἄν ζοῦσε σήμερα, τὸ θεατρικὸ μουσεῖο θὰ ἦταν τὸ κάτι ἄλλο. Ἀλλά, ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε, δὲν ἔχω καὶ πολλὴ ἐκτίμηση στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους, γενικώτερα. Τοὺς παραγνώρισα. Ἡ γνώμη μου δὲ γιὰ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ ἔχει κλονισθεῖ πολλὲς φορές, σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν μ' ἐνδιαφέρει πιά. Ἄν μποροῦσα θὰ τὸ καταργοῦσα. Μόνον τὸ Μουσεῖο τῆς Ἀκροπόλεως θαυμάζω καὶ καμαρώνω. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ δουλεύανε στὸ Θεατρικὸ Μουσεῖο μοῦ ἔκαναν τότε καλὴ ἐντύπωση. Καὶ ὁπωσδήποτε κάθε φταίξιμο δὲν ἀφορᾶ αὐτούς, τοὺς ὑπαλλήλους. * Ἀλλὰ τὸ θέμα μας εἶναι ὁ Γιάννης Σιδέρης, ὁ ἄνθρωπος, πού, μετὰ τὴν μάννα μου, χρονικά, μὲ ἔπεισε νὰ εἶμαι τίμιος καὶ ἐργατικός. Εἶχα αὐτὴν τὴν ἐξαίσια τύχη νὰ συνδεθῶ μαζύ του, δάσκαλος καὶ μαθητής.