Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020


Ἡ εἴδησις:
ἰατρὸς ἔκανε διαγνώσεις πιπιλίζοντας θηλὲς γυναικῶν ἀσθενῶν...
~~
Ἐμεῖς, ἄξιοι δὲν εἴμεθα διὰ διαγνώσεις.
Δωρεὰν προσφέρουμε μπουτιῶν διακλαδώσεις.
Ν' ἀνοίξουμε καὶ μεῖς Πιπιλερί,
μία, μόνη ἀλλὰ φαρμακερή.
Καὶ ὅ,τι λαχταρᾶμε, γλείφοντάς το,
γούστῳ ἕκαστος ἑκάστῳ,
ν' ἀναστηθοῦμε, γιατί μᾶς πρέπει,
κατὰ ἰώσεων σαλέπι.

Δὲν ξέρω ἐσεῖς μὲ τἰ γλειφιτζούρια,
κι' ἄν, μὲ κλεισμένα παντζούρια,
θὰ τὸ ρίξετε στὸ γλέντι - πάντως
πρόκειται περὶ συμβᾶντος!
Ξέρω, δὲν θὰ τὴν φορολογἠσουν!
Σεμνά, θἄρθουν ν' ἀσελγήσουν
ὅλα τὰ κόμματα... κι' ἡ Τρόικα!
Ἄς φερθοῦμε καουμπόυκα
καὶ σ' αὐτὰ τὰ δύστυχα τομάρια,
μπὰς καὶ πάρουνε σφουγγάρια
νὰ σβήσουν τῆς Ἑλλάδος τὰ χρέη.
Μουνιὰ φέρτε, κώλους, πέη...
Φέρτε ρῶγες, φέρτε σοῦφρες, ψᾶξτε...
- κι' ὅ,τι βρεῖτε κι' ὅ,τι ἁρπᾶξτε!
Πῶ πῶ πῶ, καλέ, μὲ τέτοιο κρύο,
ποιός δὲ θἄθελ' ἕνα τρίο;
Στασέρα, ἰλ νόστρο φορουμμόντο
σ' ὅλα κάνει σεξοσκόντο.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

(Τὸ εἶχα ἀφιερώσει στὸν Δημήτρη Ἰωάννου,
ὅπως καὶ ὅλα τὰ ποιήματά μου,
ὅσα ἔγραψα πρὶν πεθάνει).
~
Ὡς διὰ μαγείας.

Θὰ βυθίσω στὸ μυαλό μου
ἕνα μαχαῖρι,
ὡς διὰ μαγείας,
μόνο μαθαίνοντας στὰ ἄταχτά μου μέλη
μία σεξουαλικὴ προσευχή.

Μὲ ἄδεια κυκλοφορίας
ζωντανοῦ πτώματος,
θὰ συχνάζω συναρπάζων
καὶ μὲ στεγνὸ τὸ λαρῦγγι
τοῦ διψασμένου
γιὰ δὲν ξέρω τί πρᾶγμα
πόθου μου,
στὴν ἐκκλησιὰ τῆς πλάνης,
ἀπλανής.

Θὰ κρύψω στοὺς στίχους μου
τὸ μαχαῖρι,
ματωμένο πλέον ἤ καὶ μὲ μυαλό,
ὡς διὰ μαγείας,
μόνο συγγράφοντας, γιὰ τὶς καλὲς καρδιές,
μία συμφωνικὴ κατάρα.

Ἀθήνα 1972. 

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

~
Κλινοσοφιστεῖες
~
Εικόνα - Μ' ἀγαπᾶς;

- Χέζω_σε!...


Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~
-----------------------------------------καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

(Θὰ τὸ ξεχνοῦσα ποτέ;) Τὴν εἰκόνα μου πολυτονική (καθὼς ἡ φύση καὶ ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική), τὴν πολυτονισμένη (μισῶ τὴν μονοτονία) ζωγραφιά μου μοῦ ζητοῦν, τὰν ἤ (ἐμένα) ἐπὶ τᾶς, ἀπόκρυφοί τινες (θαρρῶ ὁμοφυλόφιλοι, ἀλλά, ἄν δὲν δῶ, οὐκ ὄμνυμι στὰ ἀπολεσθέντα τοῦ πατρός μου ὀστά) ἀναγνῶστες - λὲς νὰ διαβάζουν; - τῶν Κλινοσοφιστειῶν μου, πού, κάθιδρως, ἐμπνέομαι, ἐκ βαθέων τε καὶ ρηχῶν, γιὰ χάρη φιλτάτης ἐφημερίδος, τῆς «Ἀχαλινώτου Πόλεως» ἡμῶν. Ἀμήν.

Δίλημμα: τί νὰ μὴν...πῶ; Τί ν' ἀποσιωπήσω; Ἡ περιαυτολογία σαφῶς, δικαίως, ἀναμφιβόλως ἀπαιτεῖ τόμους πολυσέλιδους. Ἄν ποτὲ «τὰ βρῶ» μὲ τὶς «κυριακάτικες ἐφημερίδες»... Πρὸς τὸ παρὸν καὶ δυστυχῶς ἐν τάχει, δηλόω-δηλῶ:
α΄ τὰ σοβαρά: διαζευγμένος, θεωροῦμαι ἔντιμος πατέρας ἐντίμων ἐνηλίκων (2)·
β΄ τὰ...«δὲν σηκώνω ἀντίρρηση»: μένω στὸ Ἡρώδειον 2, (περιβαλλόμενος ἀπὸ τὸ ἆντρο ἀλλοδαπῶν καὶ κακογουστιᾶς). Ἐντελῶς ἀξιοκρέββατος (ἀρχαϊστί: κρεβατάμπλ). Τὰ χέρια μου τὰ ζήλεψαν τρεῖς χάριτες (Κάλλας, Πιάφ, Μητρόπουλος) ἀλλὰ δὲν τοὺς τἄδωσα, οὔτε εἰς χειραψίαν. Τὸ γλυπτὸ σωματάκι μου, μοσχοϊδρωμένο στὸ χρωμομισοσκόταδο μὲ πολλοὺς ἀντικαθρέφτες - μὲ τὴν προσθήκη ὀλίγης μυωπικῆς προδιαθέσεως ἐκ μέρους σας βεβαίως - θυμίζει Μιχαὴλ Μπαρίσνικωφ (στὸ γυμνό του), σὲ Ἰβὰν Τρομερό (ἡμίγυμνο), ἀσυζητητὶ ρόιγιαλ μπαλὲ ἤ μπολσόι ὁπωσδήποτε, ἄν καί, ὡς ἀπωθημένο μου, ἀνερυθτιάστως καὶ ἀβιάστως, ὁμολογῶ μόνον ὅτι θὰ ἤθελα νὰ μὲ λέγανε
Ζάν. «- Ὦ, Ζάν! Σ' ἔ σὶ μπόν!...ναί, ναί, οὐί, πετὶ Ζάν, Ζάν, Ζανό, ἀγάπη μου! ὦ!...ὦ!...», ὥσπου νὰ ἐκραγοῦν ἁπαξάπαντες οἱ ὀργασμοὶ (τουλάχιστον οἱ δικοί μου). Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἀναδύομαι ἀπροβλέπτως πανέξυπνος, πνευματώδης, κάτι σὰν Ὄσκαρ Οὐάιλδ, σὰν Λουίτζι Πιραντέλλο..., θὰ σᾶς γελάσω σὰν τί, (φτάνει νὰ μὴν πεῖτε Τσιφόρος!), καθ' ἥν στιγμὴν ἐπιδιασυνουσιαζόμεθα, ἐσεῖς μεθ' ἑμοῦ, (ὑπεραντιλαμβάνεσθε). Ναί, λέω κάτι ἀνήκουστα «κουφά», ἄξια παγκοσμίου στερεοφωνικῆς ἀναμεταδόσεως (Γ΄ Πρόγραμμα). Ἔλα μου ὅμως ποὺ δὲν πιάνω τὴν πέννα (ἄμ, τ' ἀφήνω τὸ ἆλλο;...), νὰ τὰ καταγράψω - κι' ὕστερα τὰ ξεχνάω! Ὁπότε, ἐλλείψει ἁπτῶν, ἠχητικῶν καὶ ὀπτικῶν ἀποδείξεων τῆς ὑπερισχύος μου, τόσον ὁ Διόνυσος ὅσον καὶ ἡ Ἀφροδίτη, ποὺ ἐρωτοβάλλονται μαζύ μου (ἡ Ἀθηνᾶ εἶπε θὰ μοῦ χαρίσει τὴν γλαύκα της μόνον), θέλουν νὰ μοῦ βγάλουν - καί, ἐν εὐθέτῳ σὺν ἀνυποψιάστῳ χρόνῳ, μοῦ βγάζουν - θεϊκῇ ἀδείᾳ - ἀμφότερα τὰ μάτια, διότι, λέει, παρὰ-εἶμαι σκηνικῶς ἄνετος, αὐθεντικός, ὀρίτζιναλ (κουλτουροελληνιστί), ἄλλως εἰπεῖν: ἀνυπόφορος, κλασικῆς παιδείας πόλος ἕλξεως θαυμασμοῦ μετὰ χειροκροτημάτων. Ὕβρις. Νέμεσις.

Μὲ χαίρονται καί, ἐπειδὴ μὲ χαίρονται, μὲ ἐκδικοῦνται. Ἄς μὲ διαψεύσιυν (πρώτη ἀλήθεια).

Ἄν χρεωνόμουν ἔστω καὶ ἕνα εὐρὼ τὴν λέξη, σίγουρα θὰ σᾶς ἐμπιστευόμουν ὀλιγώτερα περὶ τοῦ θείου ἀνοσιουργήματος τῆς μαμᾶς μου, ἥτις, ὀλίγον πρὶν τὸ σκάσει στὰ ἀγκάλας τοὺ Χάρου (ὁ μόνος ψωλαρὰς οὐρανοῦ καὶ γῆς,  ὀρατῶν τε καὶ ἀοράτων) , μὲ ὅρκισεν ὡς συνήθως: «- Γυιέ μου, ὅποιος σὲ τσιγκλάει, νὰ τοῦ λές: - Χέζω σε! » Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἐννόησα, δὲν ὑπάκουσα, ἐρωτεύτηκα κάμποσες φορὲς καὶ...ἰδοὺ τὰ χάλοα μου (δὲν μοῦ πᾶνε;): μικρολογοτεχνῶ*, ὁμοετεροφυλοφιλολογῶ, στόμα δὲν κλείνω, γραφίδα δὲν παρατάω.
Λέω χωρὶς νὰ ξελέω (δεύτερη ἀλήθεια). Τραγικὴ φιγούρα (τρίτη ἀλήθεια), ἄνευ καθάρσεως (ὁ Σοφοκλὴς - ὅπως καὶ ὁ ταχυδρόμος τοῦ Χατζιδάκι - πέθανε).

Ἐσεῖς - ἐπανέρχομαι στὰ οἰκονομικά - μετρεῖστε τὰ λόγια μου, δηλαδὴ ἐσεῖς, ὅσοι δὲν μετρᾶτε τὰ δικά σας, καὶ τὸν λογαριασμὸν ὁλόκληρον...στὴν Κλώκα. (Ψίτ, Μαριανέλλα**, λὲ μὸ ντ' ἀμούρ, ὡς ἀκαταλόγιστα, παραγράφονται).

Υ.Γ. Περὶ φωνῆς, ἐσίγησα. Πᾶρτε χωρὶς ἀπόκρυψη νὰ σᾶς διαβάσω Σολωμὸ καὶ Καβάφη. Μπόνους: τραγοῦδι τοῦ Ὕβ Μοντάν, σὲ στὺλ Χατζιδάκι. Ὅ,τι ἀκριβῶς θέλω ν' ἀκουστεῖ στὴν κηδεία μου.

------------------------------------------------------------------------------------ μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.

Υ.Γ. Στὸν Γιῶργο Χρονᾶ.
--------
(*) Πρῶτο μου παληὸ ψευδώνυμο στὴν "Διάπλασι τῶν Παίδων": Μικρὸς Λογοτέχνης.
(**) Ἐκδότρια τῆς "Ἀνοχύρωτης Πόλης".
~~~~~~
1η δημοσίευση στὴν «Ἀνοχύρωτη Πόλη», τεῦχος 16, στὶς 16 Ἰουλίου 2007.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

~
Κλινοσοφιστεῖες
~
Εικόνα <------ Ὁ ἀποξυόμενος.

Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Πέντε ἔρωτες, δέκα κανόνες καὶ ἆλλα παρόμοια!...
~
----------------------------------------------------------καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Ἐν ἀρχῇ ἦταν ὁ μπαμπάς μου καὶ ἡ μαμά μου. Ἐν μιᾷ ριξιᾷ, συνελλήφθην ἐγώ. Ἐγεννήθην σχεδὸν μετακατοχικός,
26 Αὐγούστου 1944.
Καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἐσιχάθη. Συνάμα ὅμως μοῦ έπέτρεψε (μὲ πρόσταξε διὰ τὴν ἀκρίβειαν) νὰ σιχαθῶ καὶ ἐγὼ κάτι - ὅ,τι ἐγούσταρα - γιὰ νὰ ξέρω ἐνσυνειδήτως, ἔτσι, τί θὰ πεῖ «βδελύσσομαι» καὶ νὰ ἀναλογισθῶ, διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου, τὴν δίκαιην ἀπέχθεια τοῦ Παναγάθου γιὰ μένα τὸν ἐξελιχθέντα σὲ ὑπὲρ-ἁμαρτωλό, ποὺ ἐπέζησα τῶν κατοχικῶν φυματιώσεων ἀπὸ διαβολοκὴν τύχη.
Ἄκου νὰ σιχαθῶ ὅ,τι γουστάρω! Ἀλλά...στὸν Ὕψιστον: ὑπακοή. Ἐγώ, ποὺ δὲν σκύβω τὸ κεφάλι.
Προθεσμία νὰ ἀποφασίσω: 30 δεύτερα, ὥσπου νὰ μπήξω τὸ πρῶτο μου κλάμα. Οὔτε κεραυνὸς τοῦ Δία δὲν θὰ προλάβαινε. Γιατί, μπορεῖ στὴν σκέψη νὰ εἶμαι σαΐνι (καὶ λίγο λέω), ἀλλά, ἐν προκειμένῳ, δοκιμάστηκα σφόδρα. Τοὐλάχιστον νὰ μοῦ παραχωροῦσε 45 δεύτερα...Τί νὰ πρωτοσιχαθῶ στὴν σιχαμερὴν Ἀθήνα, ποὺ μᾶς κληροδότησε μὲν ὁ Πε-
ρικλὴς, τὴν ἀλλοίωσε δὲ ὁ Παῦλος, τέλος τὴν ἀπαυτώσανε οἱ νεο-Ἕλληνες; Μπρὸς γκρεμὸς (σκυλάδικα) καὶ πίσω ρέμα (ἀλλοδαπάδικα). Πόλις ἐσχάτης ὑποστάθμης. Προσέτρεξεν ἀρωγὸς τὸ ἅγιον πνεῦμα τῆς αὐτοσυντήρησης καὶ τὸ ἔριξα στὸ ἄ-μπὲ-μπὰ-μπλόμ. Καὶ «βγῆκε» ἡ ὁδὸς Ἁγίου Κωνσταντίνου τὴν Κυριακή (ὅ,τι ἀπ' ὅ,τι σιχαίνομαι πιὸ πολύ).
Ντάν, πάνω στὰ 30 δεύτερα, σὰν καμπάνα σᾶς λέω!... Ξεφούρνισα τὴν ἀπόφασή μου καὶ κέρδισα.
Ὁ Θεὸς ἔμεινε μετέωρος, μεταξὺ ἱκανοποιήσεως (ποὺ Τὸν ὑπάκουσα) καὶ δυσαρεσκείας. Δὲν ἤθελε δὰ ἀνάμιξην ἁγίων πρωὶ-πρωὶ μὲ τὴν δροσούλαν - τότε ποὺ ἐγείρεται καὶ τὸ κλινοσοφιστεῖν. Σάστισε, τοῦ ἔπεσε τὸ τσιγάρο καὶ τὸ πάτησα.
Ποιό ὑπῆρξε τὸ σκεπτικόν μου; Πρὶν σᾶς τὸ ἐκθέσω, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι δὲν ἦταν ἕτοιμη προφητικὴ ἀπάντηση, ὅπως δὲν ἦταν λίγα καὶ τὰ κιλὰ ἱδρῶτος τῆς ἀγωνίας μου. Ἀλλά, νά: ἔδειξα πάλι ἀντάξιος τοῦ «καθ' ὁμοίωσιν», ποὺ πᾶ νὰ πεῖ: ταχεία σκέψις ἀποτελεσματική ἔστω καὶ ὀλεθρία.
Ἄχ! Ἐπὶ τῆς ἐν λόγῳ ὁδοῦ, ἔχει στηθεῖ τὸ Ἐθνικὸν Θέατρον, ὅπου, μὲ θεῖον ρίγος, πρωτο-εἶδα τὴν Κατίνα Παξινοῦ ὡς Μπερνάρντα Ἄλμπα καὶ ἔπαθα. Ἐκεῖ ἔνιωσα χιλιάδες ἠθοποιονειροφαντασίες. Ἐκεῖ πρωτοπάτησα σανίδι...Ἐκεῖ ἔξω, μέχρις ἐσχάτως, ἐπὶ χρόνια, ἔδινα τὰ ραντεβού μου μὲ τὸ κομπλεξικὸ φίδι, ποὺ νόμιζα πὼς μ' ἀγαποῦσε, ὥσπου ἔλαβα
τρανὴν μαρτυρίαν κέρατος. Πιὸ τρανὴ δὲν γινόταν. Ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένην.
Βέβαια, τώρα ποὺ ἡ ὁδὸς ἁλώθηκε ἀπὸ τὴν μιζέρια τῶν ἀλλοδαπῶν πρεζεμπόρων (καὶ Ἑλλήνων πελατῶν τους), κλεφτῶν, φτωχομπινέδων, ποὺ μὲ δέκα, εἴκοσι, τὸ πολὺ τριᾶντα ἀλληλοξεφτυλίζεται κανεὶς δεόντως, δὲν δίνω, γιατί δὲν
ἔχω νὰ δώσω ραντεβού, μπροστὰ στὸ Ἐθνικὸ κατάντημα.
Ὡστόσο, ἡ ὁδὸς τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου (κάπου ἐκεῖ μάλιστα κατοικῶ) ἔχει κι' ἕνα καλό: τὴν κατηφορίζεις καί, ὕστερα  ἀπὸ λίγα εὐχάριστα ζὶγκ-ζάγκ, φάνεις στὸ Γκάζι, ἑκατέρωθεν τοῦ Σιδηροδρόμου. Πᾶντα δάκρυζα μ[ε τὰ τραῖνα ποὺ  φεύγαν'...

 Ὡραιότατη περιοχὴ γιὰ κέρατο, πλὴν ὅμως μὲ πολλὰ κι' ἄχαρα ξενικὰ ὀνόματα στὰ μαγαζιά της. Ποῦ ὁ Ψυρρὴς μὲ τοὺς σοφοὺς ὀνοματοθέτες!...Γιὰ παράδειγμα, ἐκεῖνο τὸ «Μεθυστάνες» - τί πιὸ ἔξυπνο, τί πιὸ σικάτο, τί πιὸ μεθυστικὰ γοητευτικό. Ἀλλὰ στὸ Γκάζι δὲν ἔχει κουλτουριάρηδες καὶ μοῦ ἀρέσει καὶ γι' αὐτό.
Ἐκεῖ, λοιπόν, μὲ ἔστειλε γιὰ τιμωρία μου ὁ Θεός. Στὸ Γκάζι. Ἄσε ποὺ θὰ πήγαινα καὶ μόνος μου, γυρεύοντας. Ἤ στὸ «Φοὺ» ἤ στὸ «Μπίγκ». Φοὺ θὰ πεῖ τρελλός, ἀλλὰ τέτοιο δίπλωμα δὲν ἔχω. Μπὶγκ θὰ πεῖ εὐμεγέθης, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι τὸ ἀρσενικὸ ἀντίστοιχο τῆς Ἕλλης Λαμπέτη, πὲς ὁ Δημήτρης Χόρν. Φανταστεῖτε! Τείνω νὰ παραδεχτῶ πόσο δίκηο εἶχε ὁ Ζὰν-Πὼλ Σάρτρ στὸ «Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» (βρέ, τί θυμᾶμαι τώρα!...) λέγοντας: ἡ κόλαση εἶναι οἱ ἆλλοι.
Ποῦ κολλάω ἐγὼ στὴν Ἁγίου Κωνσταντίνου; Ποῦ κολλάω ἐγὼ στὸ Γκάζι;
Νὰ ἐρωτοτροπεῖ κανεὶς ἤ νὰ μὴν ἐρωτοτροπεῖ; Ἰδοὺ ὁ σύγχρονος Ἅμλετ.
Ἡ Παρθένος (26 Αὐγούστου, ἄρα καὶ λίγο Λεονταράκι) ἔλεγε: Ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τὸ δυσάρεστο παρεθόν. Ὅλοι σᾶς θεωροῦν ὡραιοψώλη, - τί ἆλλο θέλετε; Αἰσιοδοξία...
Στὸ μεταξύ, ἀλλαξοπίστησα. Τώρα πιὰ πιστεύω εἰς ἕναν Ἔρωτα, κυρίαρχον, παντοκράτορα οὐρανοῦ (ἀμφιβάλλω) καὶ γῆς...Αὐτὸ μάλιστα. Ὁ ἔρωτας εἶναι ποιητικὰ πεζὸς καὶ σὰν Μεγαλέξανδρος κατακτητής. Ἀνέκαθεν τὸ ἤξερα.
Ἀλλαξοπίστησα ἐν μιᾷ νυκτί. Μπορεῖ καὶ ντάλα μεσημέρι, στὴν παραλία, θεόγυμνος. Εἶχα καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ  διακριθῶ μὲ φωτοστέφανο, ἀλλὰ ἄσε. Ἐν πρώτοις, ἐκεῖ ψηλὰ στὸν Ὑμηττό, ὑπάρχει πᾶντα τὸ μυστικό μου, χιλιοτραγουδισμένο. Ἔχει σχέση ἀντιστρόφως ἀνάλογη μὲ τὸ ζώδιό μου. Ἀλλά, ἄκρα τοῦ σκότους σιωπὴ γιὰ τὸ τί ἐννοῶ...
Βέβαια, στὸ νέο, στὸ καινοὐργιο μου θρήσκευμα, θρησκευματάκι μου, καὶ ποῦ νὰ σὲ κρεμάσω, μπῆκα μ' ἕνα ἐλάττωμα, ὅπως καὶ ἡ Κῦπρος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Ἐνδεχομένως, οὔτε ἡ Κῦπρος οὔτε κι' ἐγὼ φταίγαμε γιὰ τὴν προδοσία ἑλληνικῆς κοπῆς καὶ προελεύσως. Μπῆκα λυσσόδηκτος. Δαγκωμένος ἀπὸ κακὸ σκυλί, τὸν πέμπτο μου ἔρωτα, ἀναζητῶντας  τὸν ἕκτο ἔρωτα τῆς ζωῆς μου, ποὺ ἀκόμα σὰν βλάκας τὸν περιμένω, τὸν βλάκα. Νά γιατί δὲν βρίσκω ἄκρη, δὲν βρίσκω
προκοπή.
Ἐπιπροσθέτως, ὁ νέος μου θεός, ὁ Ἔρως, τηρεῖ στάση μούγκας. Δὲν μοῦ ἐξηγεῖ «γιατί»; Νὰ μοῦ πεῖ ἁπλά: ἐπειδή...διότι...parce que...(ἐτοῦτο εἶναι φραντσέζικο, δίκην στὺλ παριζιέν).
Ἕνας Ἀθηναῖος σὲ ἀπόγνωση. Ἀλλαξοπιστήσας. Μὴν πάει ὁ νοῦς σας ἄκαιρα σὲ ἆλλες ἀλλαξιές. Ἀρνήθηκα πάσαν ἐγκράτειαν καὶ ἔπαθα ἀκράτειαν δακρύων. Τὰ δάκρυά μου εἶναι καυτά, προφητεία παληά. Μυήθηκα ἐμβριθῶς στὸ θρησκευματάκι μου, ὁρκίζομαι σ' αὐτὰ ποὺ βαστάω, ὅταν ξαπλώνω.


 Τηρῶ μάλιστα καὶ τὶς Δέκα Ἐντολές. Λίγο μπερδεύω τὴν σειρά τους ἀλλὰ... - νὰ τίς πῶ;
* Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἀλλά, γιὰ νὰ γίνεις μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς, τίμα περισσότερο τὸ Ἀγαπημένο Πρόσωπο.
* Οὐ φονεύσεις τὰ ὄνειρα τοῦ Ἀγαπημένου Προσώπου λέγοντας: «Αὐτὰ ποὺ ὀνειρεύεσαι τώρα τέλειωσαν πιά».
* Οὐ μοιχεύσεις (οὐ κερατώσεις) εἰς χρόνους ἀθεραπεύτων ἰῶν.
* Οὐ κλέψεις τὰ χρόνια Ἐκείνου ποὺ σὲ ἀγάπησε. Ποῦ θὰ τὰ ξαναβρεῖ μετὰ τὸν χωρισμό;
* Οὐ ψευδομαρτυρήσεις μαρτυρίαν ψευδὴ ἀπὸ τηλεφώνου, ὅτι τάχα μόλις τώρα ξύπνησες καὶ δὲν προλαβαίνεις τὸ ραντεβού, ὅταν ὁ ἆλλος περιμένει ἐξ αἰτίας σου ἐκεῖ - κι' ἀφοῦ μάλιστα πῆγες, εἶδες καὶ ἀπῆλθες καὶ ἐκεῖνος σὲ μπάνισε, κούνια ποὺ σὲ κούναγε!... Ἡ πράξη σου εἶναι χειροτέρα τοῦ τετάρτου ἔρωτος ποὺ διαβεβαίωνε ὅτι τὰ λεφτὰ ἦταν στὴν Τράπεζα, ἐνῶ τὰ εἶχε σηκώσει δύο χρόνια πρίν - κι' ἄς μὴν ἦταν ἠθικῶς δικά του! Ὅλοι στὴν πλάτη τοῦ καμπούρη.
* Μὴ λὲς ψέματα ὅτι ἀγαπᾶς κάποιον, ἀφοῦ κάποτε αὐτὸς θὰ τὸ καταλάβει. Οὐδεὶς αἰωνίως κορόιδο.
* Μὴν φαντασθεῖς ὅτι εἶσαι ὡραῖος, ὅτι μόνον τὸ σόι σου ἀξίζει. Τὸ σόι σου εἶναι πανομοιότυπο ὅλων τῶν ἄλλων: κοπριὰ ἀπὸ κόπρανα, στὴν γλώσσα τῶν ἱερῶν μας κειμένων.
* Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἔρως, ὁ Κύριός σου, ποὺ σ' ἔφερα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὴν δουλόπρεπη, στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἀξιώθηκες τὸν Παρθενώνα. Μὴν ἔχεις ἆλλον Ἔρωτα πλὴν Ἐμοῦ.
* Μὴν ἐπιθυμήσεις τὴν ἀπονέκρωση τοῦ πλησίον σου, ἐπειδὴ δὲν ἔχεις, ἐσύ, κοινωνικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες. Κακορίζικο Δεξιὸ πλᾶσμα!
* Νὰ θυμᾶσαι τὴν ἡμέρα ποὺ γνώρισες τὸ Ἀγαπημένο Πρόσωπο καὶ ἄλλαξε ἡ κοινοπληκτικὴ ζωή σου - κι' αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ τὴν τιμᾶς μὲ τὰ Ἐρωτίδια. Νὰ ἀσχολεῖσαι μὲ τοὺς οἰκείους σου, ἀλλά, τὴν ὥρα τοῦ πάθους, νὰ κλείνεις στὴ θεία σου τὸ τηλέφωνο εἴκοσι πέντε λεπτὰ νωρίτερα, μιᾶς καὶ κακῶς τὸ σήκωσες, κι' ἀφοῦ τὸ Ἀγαπημένο Πρόσωπο ἔμεινε ρέστο.

Ἀμάν, ὀξυγόνο, πεθαίνω. Καρυωτάκη συνέχισε:
Τώρα μακραίνουνε
πῦργοι, παλάτια.
Κλαῖνε μου οἱ θύμησες,
κλαῖνε τὰ μάτια.

Τώρα θανάσιμη
νύχτα μὲ ζώνει.
Μέσα μου ὀγκώνονται
οἱ ἄφραστοι πόνοι.

Μ' εἶδαν, προσπέρασαν
ὅσοι ἀγαπάω.
Μόνος ἀπόμεινα
κι' ἔρημος πάω.


Ὅσο τὰ ἔλεγε ὁ ποιητής, ἐγὼ ἑτοίμαζα τὶς χοές. Γιὰ τοὺς νεκροὺς ἔρωτες. Δῶστε μου ἕνα φιλὶ νὰ σᾶς πῶ τί ἀκριβῶς κάνω.
Εὐχαριστῶ. Τὰ μυστικά μου εἶναι κοινά, δὲν κατάγομαι ἀπὸ τὴν κοντέσσα Βαλέραινα ἐγώ.
Ὡς σύγχρονος ἀρχαῖος Ἕλληνας λοιπόν, ξεπροβάλλω γυμνούλης στὰ κατ' ἄστυ Διονύσια, μὲ λίγα γιασεμιὰ ἐκεῖ ποὺ κοιτᾶτε. Στὸ βέλτιστο φόντο τοῦ ἀρώματος. Στὸ πὶκ-ἄπ Κάλλας, Νταντωνάκη, Μπερλιόζ, Βέρντι, Χατζιδάκις. Καὶ κάνω θυσία, σπονδὴ στὸν ἀέρα, νὰ τ' ἀκούει ὁ Αἴολος, ποὺ μοῦ πῆρε τοὺς πέντε ἔρωτές μου. Σκορπάω μέλι, κρασί, νερό, ὅλα Ἀττικῆς.
Νὰ ξεδιψάσουν, νὰ γλυκαθοῦν, νὰ μεθύσουν οἱ χαμένοι ἔρωτες. Μήπως κι' ἀναστηθοῦν ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, τὰ ἀγαπημένα.
Ἄξιζαν τόσο τὴν ἀγάπη μου, ὥστε δικαίως τώρα νὰ ἄξιζαν τὸ μίσος μου. Ἄν δὲν μισήσεις, δὲν συγχωρνᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι ὁ Γανυμήδης ποὺ κερνάει ἀμβροσία τοὺς θεούς. Εἶμαι ἕνας σύγχρονος ἁπλὸς ἀρχαῖος Ἕλληνας, πού, μὲ τὸ νέκταρ τῶν ματιῶν μου, θέλω νὰ δροσίσω μιὰ καρδιά. Ζωντανή. Γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε πλήρως:
εἶμαι ἀρχαῖος Ἕλληνας σημερινός.

Υ.Γ. Στὴν Μαριανέλλα (μία ξέρω καὶ δὲν τὴν ἀλλάζω).
.......................................................................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.
~
1η δημοσίευση στὴν «Ἀνοχύρωτη Πόλη», τεῦχος 19, 25 Σεπτεμβρίου 2007.
Στὸ σηνερινὸ κείμενο ὑπάρχουν βελτιώσεις.







Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

~
Κλινοσοφιστεῖες
~
Εικόνα Μετάφρασις καὶ Ἀντρὲ Ζίντ.
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
.......................................................καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
~
1968. Ἀντρὲ Ζίντ: " Ὁ Ἀνηθικολόγος". Ἡ πρώτη μου μετάφραση. Τρεῖς ἄνθρωποι ὑπῆρξαν οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ
ποὺ ἔγινα - παρὰ τὴν θέλησή μου - ἐραστὴς τοῦ μεταγλωττίζειν: Βάσια Ζαριφοπούλου, Εὐτυχία Μαράτου, Νί-
κος Παλιούρας. Κι' ἆλλοι τρεῖς, ποὺ παρακινοῦσαν τοὺς τρεῖς ποὺ μ' ἔσπρωχναν: Εὐανθία Ταμβάκη (δικηγόρος),
Κυριακὴ Μαμώνη (φιλόλογος, λάτρης τοῦ Βιζυηνοῦ), Γιάννης Κιουχτσόγλου (δικηγόρος, ἄφταστος μεταφραστής).
Στὸ σημεῖο αὐτὸ κάνω τὴν ἀπαραίτητη, νομίζω, προσθήκη-παρένθεση αὐτή: τὸν Φεβρουάριο 1968 ἔμεινα χωρὶς
δουλειά, μὲ διώξανε ἐπειδὴ εἶχα σχετικῶς μακρυὰ μαλλιὰ καὶ δὲν κουρευόμουν, οὔτε ἀνεχόμουν ταπεινώσεις. Εἶ-
χα δὲ ἀγοράσει ἕνα βιβλίο μὲ δόσεις καὶ πῆγα νὰ τὸ ἐξοφλήσω, νὰ μὴν χρωστάω. Ὁ ἐκδότης Παλιούρας, μόλις μὲ
εἶδε, σὰν νὰ ἠλεκτρίστηκε. Μὲ ξεψάχνισε νὰ δεῖ ἄν ὄντως ἤμουν ἄνθρωπος τῶν Γραμμάτων, ὅπως ἔμοιαζα. Καὶ
ἐπέμενε νὰ δοκιμάσω τὴν Μετάφραση. Μ' ἔσκασε. Μοῦ ἔδωσε καὶ τὸν "Ἀνηθικολόγο" νὰ δοκίμαζα τὶς δυνατότη-
τές μου σὲ μία-δύο σελίδες καὶ νὰ τοῦ τὶς πήγαινα.
Τὸ ἀπόγευμα, στὸ Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο, ἡ ἐξαιρετικὴ φίλη καὶ συμμαθήτριά μου Εὐτυχία Μαράτου μοῦ ἔφερε ἕνα
δῶρο: τὸν..."Ἀνηθικολόγο"!...
Γιὰ τὸ βράδυ, ἡ Βάσια, μοῦ εἶχε κλείσει ραντεβοὺ μὲ τὴν φίλη τῆς κας Μαμώνη, τὴν κα Ταμβάκη, ποὺ θὰ μὲ σύ-
σταινε κάπου σ' ἐκδοτικὸ οἶκο (γιὰ διορθωτή), ἡ ὁποία μὲ πῆγε στὸν συνάδελφό της τὸν κο Κιουχτσόγλου, ὁ ὁποῖος
ἀμέσως μὲ πῆρε γιὰ νὰ πᾶμε στὸν ἐκδότη ποὺ ἤξερε.
Καὶ βρεθήκαμε πάλι... στὶς ἐκδόσεις τοῦ Νίκου Παλιούρα.
Μέσα στὴν ἴδια μέρα, σύμπτωση, τρεῖς φορὲς "Ἀνηθικολόγος".


Καὶ στὸ μυθιστόρημα αὐτὸ εἶδα πὼς ὁ ἴδιος ὁ Ζίντ, νέος, ἀποκάλυψε τὴν ὁμοφυλοφιλία του καὶ τὴν καλλιέργησε.
Μιλοῦσα τόσο ἐνθουσιωδῶς ποὺ σύντομα δημιουργήθηκε κάτι σὰν...ἀκαδημία, μὲ ἐμένα Πλάτωνα (!) καὶ τοὺς φί-
λους μου νὰ ξενυχτᾶμε στὰ καφενεῖα ἤ στὴν Πνύκα, γιὰ νὰ τοὺς πῶ ὅ,τι νεώτερο γιὰ τὸν γᾶλλο συγγραφέα. Κι'
ἐγώ, μὲ Ζὶντ ξυπνοῦσα, μὲ Ζὶντ κοιμόμουνα καὶ Ζὶντ ἀνάσαινα, ἐπὶ μῆνες.

Μὴν πεῖτε πὼς δὲν εἶχα κάτι...καινούργιο νὰ σᾶς πῶ καὶ μοῦ λείπουν τὰ θέματα, οἱ ἐμπνεύσεις καὶ ἡ καύλα. Γιὰ
χάρη σας ἀναπολῶ. Νά λίγα ἀποσπάσματα:
* « Εἶναι ἀτέλειωτη ἡ ἀνθρώπινη ὀκνηρία. Εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς νωθρότητας ἐνάντια στοὺς πιὸ λεπτοὺς νόμους. Κά-
ποτε τὴν ὀνομάζουνε σωφροσύνη. Ἐμποδίζει ὅ,τι εἶναι νὰ 'ρθεῖ, νὰ 'ρθεῖ γρήγορα.
» ...Λίγοι ἄνθρωποι ἀγαποῦν ἀληθινὰ τὴν ζωὴ καὶ ἀπόδειξη εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀλλαγῆς. Ὅ,τι θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε
λιγώτερο, αὐτὸ εἶναι μιὰ φωληὰ καὶ μέσα ἡ σκέψη μας...
» Ὅμως, τὸ πρῶτο πρόβλημα εἶναι ἡ ἠθική. Ὁ ἄνθρωπος κρύβει μέσα του πιὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, για-
τί αὐτόν - καὶ ὄχι αὐτούς - ἔπλασε ὁ Θεὸς καθ' ὁμοίωσίν Του. Ὁ ἕνας ἔχει πιὸ μεγάλη σημασία ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
» Μάλιστα, μία καὶ μόνη εἶναι ἡ ἀπάντηση σ' ὁποιαδήποτε ἐρωτήματα. Καὶ νά ἡ ἀπάντηση: ὁ Ἄνθρωπος». [Ἔτσι
ἔλυσε ὁ Οἰδίπους τὸ αἴνιγμα τῆς Σφιγγός]. « Καὶ τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, γιὰ τὸν καθένα μας εἶναι: τὸ Ἐγώ».

Ὁ Ζὶντ (ποὺ μεγάλωσε σὲ αὐστηρὰ χριστιανικὸ περιβᾶλλον) εἶχε ἀκόμα ἠθικὰ καὶ σεξουαλικὰ προβλήματα. Νά τί
διάβαζε (κάποτε, ἀπὸ τὸν Ντοστογιέφσκυ): « Λοιπόν, ἄν θά 'μαι ἀπρόσωπος, θὰ γίνω εὐτυχισμένος; Ἡ σωτηρία βρί-
σκεται στὴν ἀφάνιση;...»
* * *
Ὁ Ζὶντ ἄρεσε πᾶντα στοὺς νέους, τὸν ἔβλεπαν σὰν φῶς.
« Κάθε μεγάλος ἄνδρας εἶναι ἐπιδραστικός. Μάλιστα, πολλὲς φορὲς ἡ ἐπίδραση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πιὸ σημαντικὴ
ἀπὸ τὸ ἔργο του. Ἡ ἐπίδραση δὲν δημιουργεῖ τίποτα. Ξυπνάει. Ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, ἔλεγε ὁ Νῖτσε, δὲν ἔχει μο-
νάχα τὸ δικό του πνεῦμα, μὰ καὶ τὸ πνεῦμα ὅλων τῶν φίλων του».

Καὶ τότε καὶ τώρα καὶ πᾶντα ὑπάρχει ὑποκρισία. Ναί, στὸ αὐστηρὰ ἠθικὸ περιβᾶλλον (τοῦ Ζίντ), ὑπῆρχαν αὐστηρὰ
ἠθικοὶ συγγενεῖς, πού, ὅμως, τοῦ "κάνανε" νεύματα καὶ χειρονομίες μὲ παράξενα νοήματα, πού, σὰν μεγάλωσε, ὁ Ζὶντ
κατάλαβε ὅτι τοῦ ἐρωτοτροπούσανε! Νά γιατί δὲν πιστεύει στοὺς ἠθικολόγους. Ἡ ἠθκὴ θέλει νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν
φύση καὶ στὸ ἔνστικτό μας, γιατί οἱ νόμοι τῆς κοινωνίας ἔχουνε χρεοκοπήσει.

Ὁ Ζὶντ δὲν πιστεύει πιὰ στὴν ἁμαρτία. Ὄχι. Καὶ βέβαια, ἡ γῆ μας δὲν εἶναι καταραμένη. Θά 'θελε πολλὲς φορὲς νὰ
φωνάξει: δόξα νά 'χει τὸ ἀνθρώπινο κορμί! Καὶ ξέρει πὼς ποτέ πιὰ δὲν θὰ μετανιώσει ποὺ ζεῖ τὴν φύση του. Ἀστα-
μάτητα τὴν γεύεται. Λυρικὰ τὴν αἰσθάνεται. Θέλει νὰ ἐμπιστευθεῖ σ' ὅλον τὸν κόσμο τὸ μυστικὸ τῆς ζωῆς του...
~~~~
Υ.Γ. 1: Θεωρῶ τὸν Ἀντρὲ Ζὶντ πρόδρομο τῆς "Ἀνοχύρωτης Πόλης" χωρὶς νὰ τὸ ξέρει.
Υ.Γ. 2: Παντοτινὴ εὐγνωμοσύνη αἰσθάνομαι πρὸς τοὺς βιβλιοθηκαρίους τοῦ Γαλλικοῦ Ἰνστιτούτου Ἀθηνῶν, ἀπὸ τὸ
1968 μέχρι σήμερα.
Υ.Γ. 3: Ὁ Ἀντρὲ Ζὶντ μοῦ χάρισε, τὸ 1994, μίαν ὑποτροφία γιὰ τὴν Ἄρλ.
Ἕνας φιολέλλην γαλλόφιλος εἶμαι, ἐρωτευμένος μὲ δύο γλῶσσες - καὶ μ' ἀνταπόκριση ἐκ μέρους τους, παρακαλῶ!

...............................................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.

1η δημοσίευση στὴν "Ἀνοχύρωτη Πόλη", 16 Ὀκτωφρίου 2007.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

ἀπὸ ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ,  7  Νοεμβρίου  2015, ὥρα 11:15 π.μ.
Νὰ ἤμουν τώρα ἀρχαῖος Ἕλληνας...- καὶ τί στὸν κόσμο!
~~
Cavaliere ἔγραψε: Χαζοί είναι, να θέλουν τούς φτωχούς μορφωμένους; Όσο πιο ζώα μας έχουν, τόσο πιο καλά μας κοροϊδεύουν. Ρε, η Γνώση είναι δύναμη, και οι φτωχοί πρέπει να είναι ζώα, για να τους έχεις να σου φέρνουν Χρήμα.
--------
Ἔ, καλὰ τώρα κι' ἐσύ!... Στὴν Ἑλλάδα μὴν ξεχνᾶς τί πέραση ἔχει ἡ Μίμησις Μορφωμένου.
«Ἔστιν οὖν νεο-ἑλληνικὴ ἐκπαίδευσις μορφασμὸς μορφώσεως σπουδαίας καὶ τελείας, καραγκιοζηλικίου ἄνευ προηγουμένου ἐχούσης,
γλυκολόγῳ γλειψίματι,
χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις*, δρώντων καὶ διὰ παπαγαλίας, δι' ἀσπλαχνίας καὶ ἀπτοήτως περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων μαθημάτων ἀκαθαρσίαν
».
~~~~
(*) Τὸ μόνον ἀναλλοίωτον.
Καὶ ὡς ἀρχαῖον, χρήζει ἑρμηνείας: τὰ στοιχεία αὐτὰ δὲν εἶναι τυχαῖα κι' ἀνομοιόμορφα διασκορπισμένα, ἀλλὰ ἀκολουθοῦν συγκεκριμένη ἀλληλουχία.
. Ἅμ κι' ἡ πουστιά, ἔχει τὴν τέχνη της καὶ τὰ μυστικά της, τί νόμιζες;

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

 2020


* Ξεφύλλιζα ἕνα παληὸ περιοδικὸ ποὺ ἔχω ἀρκετὰ τεύχη του καὶ μὲ τὸ ὁποῖο εἶχα, τὰ χρόνια ἐκεῖνα, συνεργαστεῖ...

Εικόνα

- ...Τὸ ἔτος 1973 ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους τὰ «Λαρισαϊκὰ Γράμματα», ἀπὸ τὴν «Λογοτεχνικὴ Ὁμάδα Λαρίσης» (Λ.Ο.Λ.).
Περιοδικὸ τὸ ὁποῖο αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «Περιοδικὴ ἔκδοση Λόγου καὶΤέχνης». Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1971 μιὰ συντροφιὰ πνευ-
ματικῶν ἀνθρώπων τῆς Λάρισας συνέστησε σωματεῖο μὲ τὴν ἐπωνυμία «Λογοτεχνικὴ Ὁμάδα Λαρίσης». Σκοπὸς τῆς Λ.Ο.Λ.
ἦταν νὰ βοηθήσει μὲ τὶς δραστηριότητές της τὴν πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἀνάπτυξη τόσο σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, ὅσο καὶ παν-
θεσσαλικῶς. Τὴν ἀρχικὴ ὁμάδα ἀποτέλεσαν ἕξη ἄτομα: ἡ Λίνα Καράμπα, ὁ δάσκαλος Γιῶργος Ζημιανίτης, ὁ Νίκος Κύρκος,
Ἠλίας Κατσάνος (Τίνος Ἀλασάκης), ὁ Στέλιος Ντόμαλης καὶ ὁ Κώστας Κωτούλας, - ἡ «Ὁμάδα τῶν Ἕξη» ὅπως τὴν ἀπο-
καλοῦσαν. Ἀργότερα προστέθηκαν ἡ Βέτα Περβανίδου, ἡ Ἐλισάβετ Γιασεμίδου καὶ ἡ Ἕλενα Γκουντάρα- Σωτηράκη, μαθή-
τρια Λυκείου τότε. Ὅλοι τους ἦταν ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στὸν πεζὸ καὶ τὸν ποιητικὸ λόγο.
Ὅλα τὰ χρόνια τῆς παρουσίας τῆς Λ.Ο.Λ. στὴν πνευματικὴ κίνηση τῆς Λάρισας, πρόεδρος ἦταν ὁ Νίκος Κύρκος καὶ Γενικὸς
Γραμματέας ὁ Γιῶργος Ζημιανίτης.
~~~~~
Ἀπ' ὅλους αὐτοὺς δὲν γνώριζα οὔτε ἕναν προσωπικῶς.
Οὔτε θυμᾶμαι πῶς ἔμαθα τὴν ὕπαρξη τοῦ περιοδικοῦ - μᾶλλον θὰ μοῦ κουβέντιασε κάποιος γνωστός μου.
Ἔστειλα καὶ μοῦ δημοσίευσαν μερικὰ ποιήματα, τὸ διήγημα <Ἕνας Ντόριαν μιλάει στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰάνη> καὶ τὸ κείμενο
ποὺ θὰ παραθέσω πιὸ κάτω.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη περνοῦσα πολὺ ἄσχημα, μεταφράζοντας βιβλία ἐπὶ τουλάχιστον 14 ὧρες ἡμερησίως, μὴ ἀργιῶν ἐξαιρουμέ-
νων, γιὰ νὰ βγάζω τὸ ψωμί μου καὶ τῆς μητέρας μου. Οὔτε κἄν συνδρομὴ στὸ περιοδικὸ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω.
Αἰσθάνομαι μία παράξενη συμπάθεια, ὄχι ἁπλῶς εὐγνωμοσύνη, γι' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὴν συνδιάζω μὲ τὸ ὅτι στὴν
ἐποχή μας δὲν ὑπάρχει δικαιολογία   νὰ μὴν ψάξεις,  νὰ μὴν πεῖς, ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ μόνο, σ' αὐτοὺς ποὺ θέλεις...
Καὶ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῶν ἡμερῶν:
Καλὴ χρονιὰ
σὲ ὅλους σας.

Ἰάνης Λὸ Σκόκκο,
μεταφραστὴς - ἠθοποιός,
λογοτέχνης.


* *
Περιοδικὸ "Λαρισαϊκὰ Γράμματα", τεῦχος Ἰανουαρίου-Φεβρουαρίου 1975.
Θέματα τέχνης.

Εικόνα

Μία λάμψη γυμνῆς ἀλήθειας

Ζὼρζ Ριμπεμὸν-Ντεσαίνιη / Georges Ribemont-Dessaignes.

τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

Εἶναι ἀλήθεια, οἱ ποιητὲς μᾶς ἐνθουσιάζουν. Ὄχι σπάνια, τὰ λατρεμένα τοῦτα μηδενικά, ποὺ τὄχουν "βίτσιο" τους νὰ φωνάζουν
τὸ σπαραχτικό τους "ὄχι"στὰ πλήθη κι' ὕστερα νὰ φεύγουν τόσο μακρυά τους (κι' ὅλο κοντά τους), οἱ ποιητὲς μᾶς ἐπιβάλλονται
μ' ἕναν ἀσύλληπτο δικό τους τρόπο καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ μᾶς μηδενίζουν... Ἄν θυμηθοῦμε κάποιον στίχο τοῦ Ζὼρζ Ριμπεμὸν-Ντε-
σαίνιη, οἱ ποιητὲς θέλουν καὶ πρέπει νὰ εἶναι καὶ εἶναι "οἱ κηπουροὶ τῆς καρδιᾶς μας": καὶ ὅταν μᾶς συγκινοῦν καὶ ὅταν μᾶς στρέ-
φουν τὸ βλέμμα μέσα μας, ὅπου θὰ δοῦμε ν' ἀνθίζουνε λαμπρὰ στολίδια κι' ἀνίκητες ἀσκήμιες.
Ὅμως δὲν κακιώνουμε ποτὲ μ' αὐτούς, γιατί - τὸ ξέρουμε - κοντά τους ὁ πόνος γίνεται τραγοῦδι, ἡ χαρὰ τρικλίζει στὸ καθρέπτι-
σμα τῆς συνείδησης, ὁ σπαραγμὸς νικιέται ἀπὸ τὸν ἔρωτα, ὁ θάνατος ἁσπάζεται τὸ κλάμα...Μᾶς χωρίζουνε, μ' ἆλλα λόγια, τόσες
ψευδαισθήσεις γιὰ χάρη μιᾶς ἄλλης ψευδαίσθησης: τὴν ζωή.
Ἀλλὰ καὶ κάποτε, ἴσως συστηματικά, στριγγλίζουν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς πλάνης. Κι' ἀλήθεια, ἐνῶ ἐμεῖς αὐτοκτονοῦμε
δημιουργῶντας π.χ. ἤθη καὶ ἔθιμα, οἱ ποιητές, ἀντιθέτως, ἀνασταίνονται καὶ μᾶς ἀνασταίνουν διαλέγοντας - σὲ ἔνδειξη ἀγάπης
καὶ διαμαρτυρίας - ἀπ' τὰ ὑλικὰ τῆς λανθάνουσας ζωῆς μας ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ τὸ ὕφος τους (καὶ μόνον) καὶ μᾶς συνοδεύουνἀρνητικὰ-
θαρρετά: ἀσυμβίβαστα.
Ἀλήθεια, ἡ αἰσθητικὴ γιὰ τὸν καλλιτέχνη εἶναι ὅ,τι καὶ μιὰ καλὴ πράξη γιὰ ἕναν ἆλλον.
Καὶ ὁ Ζὼρζ Ριμπεμὸν-Ντεσαίνιη (γεννήθκε τὸ 1844) εἶναι ἰδανικὸς ἐπαναστάτης ἀρτίστας. Μαζὺ μὲ τοὺς Τριστὰν Τζαρὰ καὶ
Φρανσὶς Πικαμπιά
, ἀντιπροσωπεύει τὸν γαλλικὸ ντανταϊσμό - σχολὴ ποὺ ὅπως ξέρουμε πρωτοφάνηκε στὴν Ζυρίχη τὸ 1916. Εἶ-
ναι γεννημένοι-κυριευμένοι ἀπὸ τὸ "τίποτα καὶ ὅλα", χάρη τῆς ἰδιόρρυθμης καὶ τόσο γνήσιας τεχνοκρατίας τους.
Ὁ Ζὼρζ Ριμπαμὸν-Ντεσαίνιη ὑπῆρξε:
* Ζ ω γ ρ ά φ ο ς. Τελειώνοντας σπουδὲς στὴν Ἀκαντεμὶ Ζυλιάν, παρακολουθεῖ μαθήματα στὴν Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν, ποὺ τὸν
γοητεύει , καὶ ἔχοντας πᾶντα τὴν προστασία τῶν δικῶν του, ποὺ τὸν καμαρώνουν. Δέχεται ἔξυπνα τὴν ἐπίδραση τοῦ ἰμπρεσιονι-
σμοῦ, τῶν Ναμπί, τῶν Κινέζων καὶ τῶν Γιαπωνέζων καὶ ἐκθέτει στὸ Σαλόνι τῶν Ἀνεξαρτήτων. Ὡστόσο, τὸ 1913, παύει νὰ τὸν ἐν-
διαφέρει ἡ ζωγραφικὴ καὶ χάνονται οἱ περισσότεροι πίνακές του.
Ἀρχίζει τότε νὰ δέχεται τὴν ἐπίδραση τοῦ ντανταϊσμοῦ καὶ τὸ λέει: " Ἡ νέα αὐτὴ τεχνοτροπία ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν τέχνη καὶ κάνει
τέχνη
". Πῶς; "...Φτύνει στὸν ἀέρα κι' αὐτὸ ποὺ πέφτει στὰ μάτια σας εἶναι Τέχνη καὶ σᾶς ραντίζει τὰ βλέφαρα". Καὶ νά πῶς ἐξη-
γεῖ στὸ βιβλίο του "Κιόλας κάποτε" τὴ σπουδαιότητα τῆς τέχνης τῶν ντανταϊστῶν: οἱ συχνὲς ἀλλαγὲς στὶς καλλιτεχνικὲς συλλή-
ψεις φέρανε μέσα στὸν κόσμο μιὰ παθητικὴ ἀνάγκη ἀ λ λ α γ ῆ ς, ποὺ εἶχε καὶ τὸ ἑξῆς ἀπρόοπτο ἤ ἐνδεχόμενο: οἱ ρίζες τῆς παρα-
δοσιακῆς τέχνης (εἴτε πρόκειται γιὰ λογοτεχνία εἴτε γιὰ ζωγραφικὴ ἤ μουσικὴ κτλ) φάνηκαν ἄρρωστες καὶ οἱ δεσμοί, τὰ πιστεύω,
ὅλα ρημαγμένα. Ἔτσι, ὁ νταντὰ κέρδισε ἔδαφος μὲ τὸ νὰ κρύβει μέσα του ἄρνηση καὶ ἐλευθερία κάθε ἆλλο ἀπὸ ἀστεῖες: ὑπῆρξε
λυτρωτής.

* Μ ο υ σ ι κ ό ς. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ξέρουμε, εἶναι πὼς, στὴν μουσική, ὁ Ντεσαίνιη, ἀπέτυχε. Ἀλλὰ, σὰν...

* Θ ε α τ ρ ι κ ὸ ς σ υ γ γ ρ α φ έ ας. Ἐδῶ, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, θριάμβευσε. " Ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Κίνας" κρίθηκε σὰν ἀποκο-
ρύφωμα τῆς ντανταϊστικῆς δραματουργίας. Ἀνέβηκε ἀπὸ τὸν Ὠτὰν-Λαρὰ τὸ 1921 γιὰ νὰ κερδίσει θριαμβευτικὰ χειροκροτήματα
- φαινόμενο ποὺ ἀποδείχνει ὅτι τὰ παράλογα λόγια τοῦ Ριμπεμὸν-Ντσαίνιη ἦταν ἀληθινά. Ἄλλωστε, τὸ παράλογο θέατρό του γέν-
νησε τὸν Ἀλμπὲρ Καμὺ καὶ τὸν Εὐγένιο Ἰονέσκο.
Ἀνάλογη ἐπιτυχία εἶχαν καὶ τ' ἆλλα ἔργα του: τὸ "Βουβὸ καναρίνι", ὁ "Δήμιος τοῦ Περοῦ", ποὺ εἶναι, μαζὺ μὲ τὸν "Αὐτοκράτωρα",
ἡ ἴδια ἡ καρδιὰ τῆς τέχνης του.

* Μ υ θ ι σ τ ο ρ ι ο γ ρ ά φ ο ς. Στὴν "Στρουθοκάμηλο μὲ τὰ κλειστὰ μάτια" μπερδεύει τὸν ἔρωτα μὲ τὸν πόλεμο, τὸ κακόφημο
σπίτι, τὴν ἐπανάσταση, τὴν πολιτικὴ καὶ θριαμβεύει καὶ πάλι. Μὰ ἰδιαίερα ἀρέσει ἡ " Ἀριάν". Ποιά εἶναι ἡ Ἀριάν; Ὅλος ὁ κόσμος
ρωτᾶ νὰ μάθει...Ἔ, λοιπόν, " μιὰ μέρα ἡ ἀλήθεια τσίτσιδη βγῆκε ἀπὸ τὴν ἄβυσσό της καὶ..." τὰ ἔβαλε μὲ ὅλον τὸν κόσμο: μὲ τὴν
ἐκκλησία, μὲ τὸ θέατρο, μὲ τὸ σχολεῖο (...οἱ Γᾶλλοι δὲν ἔχουν...καθαρεύουσα ὡστόσο!...), μὲ τὴν..., μὲ τὸ... Μέσα σὲ μιὰ μέρα, ἡ
Ἀριὰν ἔσχισε ὅ,τι γραφτὸ καὶ ἄγραφο... Τελικά, ὅπως "τῆς ταίριαζε", ἡ τσίτσιδη ἀλήθεια ἔπεσε θύμα ἑνὸς οὐρακοτάγκου! Μαντέψ-
τε ποιός μπορεῖ νὰ εἶναι!...

Μὲ τὴν "Κλάρα" ὁ Ντσαίνιη ξαναγίνεται παιδί.
* Π ο ι η τ ή ς. Μᾶς χάρισε μία θαυμάσια συλλογή, τοὺς " Ἴσκιους" (1942) , ὅπου ὁ ποιητὴς παίζει πανέξυπνα μὲ τὶς λέξεις καὶ
τοὺς ἤχους, γιὰ νὰ κρύψει τὶς τεράστιες διαστάσεις τῆς ἀλήθειας ποὺ φαρμακώθηκε.

0 .
Κλινογατοηδυεπέστερος ἀπὸ πάσης ἄλλης προτέρας ἐποχῆς.
* Ἠθοποιοί εἴμαστε, ὅ,τι πιό ἀέρινο, φίλε!

0 .