Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Κατάφερα καὶ διέσωσα περίπου τὰ 4/5 τῶν κειμένων μου ἀπὸ τὸ Φόρουμ.γκρ ποὺ ἔκλεισε. Κάποια δὲν τὰ θεωρῶ ἄξια λόγου καὶ διαιώνισης νὰ τὰ ἀντιγράψω ἐδῶ. Αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ, ἔχω λόγους νὰ τὸ θεωρῶ πολύτιμο. Καὶ ἀκριβῶς βρίσκω τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ παραθέσω ἀμέσως μετὰ τὸ < Ἐγὼ εἶμαι ἔγγυος, ὄχι ἐσύ!...> ποὺ ἐκπέμπει ὅλο ἀγάπη. Ἡ κοινωνία δὲν εἶναι καθόλου τόσο ἀθώα. Συχνὰ εἶναι κακούργα καὶ ἐγκληματική. Αὐτὴ τὴν ἐκδοχὴ συζητῶ παρακάτω.Ὑπογραμμίζω: Τὰ πρόσωπα στὰ ὁποῖα ἀναφέρομαι εἶναι πραγματικά. Ἁπλῶς, δὲν λέω ὀνόματα.  
* * *
1 Ὀκτωβρίου 2010, καὶ ὥρα 1:31.
Μάννα κράζει τὸ παιδάκι
Δὲν θέλω νὰ χαρακτηρίσω τὸ κείμενό μου αὐτό φιλολογικά, δηλαδὴ νὰ πῶ ποῦ, σὲ ποιό εἶδος γραφῆς ἀνήκει! Οὔτε τὸ γράφω γιὰ νὰ φιγουράρει ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ .ονομά μου. Δικό μου εἶναι - ποὺ νὰ μὴν ἦταν!
~~~~
Μάννα κράζει τὸ παιδάκι, μάννα ὁ γυιός... Καὶ ἡ κόρη! - αὐτὴν ποῦ τὴν πᾶτε; Ἔ, καί; Δὲν πᾶ νὰ φωνάζουν; Σιγά!...Κάτι τρέχει στὰ γύφτικα σκέλια τῆς μάννας, κάποιας μάννας ἐδῶ, κάποιας ἄλλης ἐκεῖ. Τὸ ἔκανε, τὸ παράτησε στὴ μάννα της κι' ἐξαφανίστηκε γιὰ πᾶντα. Ὁ πατέρας πρόλαβε κι' ἐξαφανίστηκε πρῶτος - καλά, αὐτὸς τὄχει χόμπυ νὰ σπέρνει, ἄσ' τονε! Καὶ τὸ παιδὶ μεγάλωσε χωρὶς κἄν ὄνομα. Ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν θὰ γιατρευτεῖ ποτὲ καὶ ποὺ ἴσως ποτὲ δὲν θὰ γίνει μάννα ἤ καὶ ἴσως γίνει, ναί, ποιός τ' ἀποκλείει; Αὐτήν, ἄς τὴν ποῦμε Μπουμπού – τῆς ἀρέσει νὰ τὴν λένε ἔτσι.
Ὁ ἀβάσταχτος πόνος φτιάχνει καμιὰ φορὰ καὶ μάννα_Παναγιά!... Δὲν θἆναι ἄσχημα ν' ἁγιάζει καὶ κανεὶς ποῦ καὶ ποῦ.

Θεέ μου, ἔδωσες ἕνα ἔνστικτο ἄγριο κι' ἕνα μυαλὸ μαλθακὸ στοὺς ἀνθρώπους. Μόνο σ' αὐτούς. Μόνον αὐτοὶ μεριμνοῦν μὲ λύσσα γιὰ τὸ ἐν λόγῳ ἔνστικτο καὶ ἄει, μωρέ, στὸ καλὸ μὲ τὸ ὕστερα!... Σιγὰ μὴ σκεφτοῦμε τώρα αὐτό, τὸ ὕστερα! Ἔχουμε καιρό... Ἐπείγει τὸ σμίξιμο, ἡ ἀπογείωση! Ἡ φαγούρα στὸ τέτοιο μας.
Τὸ ἔγκλημα τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ γεννήματος, μόνον τὰ ζῶα δὲν διαπράττουν.
Κάποιες μᾶννες δὲν ἔχουν οὔτε κἄν τύψεις. Ἀνοίγουν ἕνα λάκκο, στὴ μνήμη τους, θάβουν μέσα τὸ παιδί , τὸ παιδὶ τὸ πῆρε ὁ Θεὸς! (λένε) καὶ...ἡ ζωὴ συνεχίζεται!

Μάννα κράζει τὸ παιδάκι, μάννα ὁ γυιός... Λόγια ποιητικά. Ἐκείνη, πέταξε τὸν γυιό της μιὰ χαρὰ στὸ βρεφοκομεῖο - ...κι' ἀπὸ δῶ πᾶνε κι' ἆλλες. Κι' ἐκεῖ, ὥς τὰ δεκαοχτώ του, ἔμαθε καλὰ νὰ προσφέρει ὑπηρεσίες ἠδονῆς, ἀπὸ τὰ πέντε του, στὸν διευθυντή. Βγῆκε πάνοπλος στὴν ζωὴ μὲ μιὰ τέχνη ἀπὸ κεῖνες ποὺ λές: μάθε τέχνη κι' ἄσ' τηνε καὶ σὰν πεινάσεις...
Τοῦ τὴν ἔμαθε καὶ ὁ φύλακας, τοῦ τὴν ἔμαθε καὶ ὁ παππάς.
Καὶ πείνασε πολλὲς φορές! ὥσπου νὰ μάθει κάποιαν ἄλλη δουλειά – ὥσπου νὰ γίνει νοσοκόμος.
Κι' εἶχε καημὸ νὰ βρεῖ τὴ μάννα του, τὸ ὀρφανό. Ἀλλὰ ὁ ἐπιμένων δὲν νικᾶ ὁπωσδήποτε. Μιὰ γριὰ βρῆκε πλέον, ἱκανὴ ὅμως νὰ τὸν πετάξει ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα της, δυναμικά, μὲ τὶς κλωτσιές:
- Φύγε! Δὲν θέλω πούστηδες στὸ σπίτι μου, ἐγώ!...

Μάννα κράζει τὸ παιδάκι, μάννα ὁ γυιός...Καὶ ἡ κόρη! - αὐτὴν ποῦ τὴν πᾶτε; Τὴν γέννησε, ἡ μάννα της - ποιός ἆλλος! - στὰ χωράφια, τὴ δήλωσε σὲ δυὸ ληξιαρχεῖα. Μὲ τὴ μιὰ δήλωση, τὴν ἔδωσε πρὸς υἱοθεσία - λειψή! Συγκεκριμένα: δὲν ὑπέγραψε σκοπίμως ποτὲ ὁ πατέρας, ὅλο ἔλειπε στὰ βουνὰ, νὰ βοσκήσει τὰ πρόβατα, "δὲν ἤξερε ἀπ' αὐτά".
Ἔτσι οἱ ἐκβιασμοὶ πήγαιναν κι' ἔρχονταν:
- Θὰ σοῦ πάρω τὸ παιδί, δός μου τόσα λεφτὰ!
Χτίσανε σπίτι, βάλανε κι’ ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο: σὲ ποιὰν οἰκογένεια ἀνήκει τὸ σπίτι καὶ πότε χτίστηκε (τὴν χρονιὰ ποῦ γεννήθηκε τὸ παιδί). Χτίσανε καὶ ἐκκλησιά, δική τους, νὰ λειτουργοῦν τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο, νὰ προσκυνοῦν, νὰ δέονται! Οἱ θεοσεβούμενοι γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ.
Μὲ τὴν ἄλλη δήλωση, ἔπραξε ἀλλοιῶς, ἡ μάννα: τὄστειλε, λέει, στὴ θειά του νὰ τὸ μεγαλώσει. Κι' ἔπαιρνε ἐπίδομα παιδιοῦ, νὰ...τὸ πάει στὴ θειά, στὴν Ἀθήνα! Κανεὶς δὲν τὄχε δεῖ στὸ χωριό. Ἀλλὰ τὸ εἶχε "ἀβάπτιστο", κατὰ πῶς φαινόταν!
Κι' ὅλο ρωτοῦσε ὁ παππάς:
- Τὶ θὰ γίνει, χριστιανή μου, μ' ἐκεῖνο τὸ παιδί; Δὲν θὰ τὸ βαφτίσουμε;
Κι' ἔπαιρνε τὴν ἀπάντηση:
- Μὴ σὲ νοιάζει, παππούλη, ξέρω ἐγώ!...
Ὥσπου, ἀναγκάστηκε νὰ πεῖ, στὸν ἀγαθὸ παππούλη, πὼς τὸ παιδὶ πέθανε.
Καί, στὸ ἆλλο ληξιαρχεῖο, δήλωσε θάνατο τοῦ “ἀβάπτιστου” παιδιοῦ.

Ἡ ἄλλη μάννα, ἡ θετή, ἤθελε παιδί.
Αλλὰ τὸ ἤθελα μόνον παιδὶ, ποτὲ μὴ μεγαλώσει. Παιδὶ ὀνειρευόταν - δὲν ἦταν μάννα ἀληθινή, νὰ τὸ θέλει, νὰ τὸ καμαρώνει καθὼς σὰν δέντρο θὰ ἁπλώνει τὰ κλαδιά του. Οἱ ρίζες του, δὲν ἤτανε στὴ μήτρα της. Δὲν τὄθελε πουλί, νὰ πετάξει. Μίσησε τὴν κόρη, γιατί ὅλο μεγάλωνε κι’ ἔπαυε νὰ εἶναι βρέφος στὴν ἀγκαλιά της. Ὅλο μεγάλωνε... - κι' ἐκείνη, δὲν σκόπευε ἄλλο νὰ ὑποχωρεῖ ματαίως!

Ἡ ἡμιτελὴς συμφωνία-υἱοθεσία λύθηκε στὰ 20 τοῦ κοριτσιοῦ. Τὴν πέταξε στὸν δρόμο. Ἄνετα! Ἄλλωστε, πρὶν λίγο, εἶχε ψηφιστεῖ Νόμος νὰ λύνονται οἱ υἱοθεσίες (Πασόκ).
Ἔψαξε ἡ κοπέλλα τὴν μάννα της. Ἀποκαλύφθηκαν, μὲ ἀπειλὴ ἔρευνας εἰσαγγελέα, οἱ δύο ληξιαρχικὲς πράξεις: δύο ληξιαρχικὲς πράξεις γεννήσεως, μία ποὺ δόθηκε γιὰ υἱοθεσία καὶ μία θανάτου, γιὰ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ παιδί, ποὺ ζοῦσε. - τὸ πρᾶγμα μπαλώθηκε γιὰ χάρη τῆς κοπέλλας. Βρέθηκε λύση: ἡ ὁλικὴ ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου τῆς "ἀβάπτιστης"!
Ὅλοι, συγγενεῖς, φίλοι, ἤξεραν καὶ κανεὶς "δὲν μιλοῦσε".
Ἀπόκτησε, ὡς ζωντανή, βέβαια, τὰ δικαιώματα καὶ τὸ πατρικό της ὄνομα, κανονικά. Ἀλλὰ τὴν διώξανε ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἦταν φτωχή, δὲν τοὺς ἔκανε γιὰ τὸ σόι τους. “Καὶ δὲν ἦταν ἄξια νὰ τὴν κρατοῦσε ἡ θετὴ μάννα”...
Προσφάτως, σὲ ἆλλο μήνυμά μου, εἶχα γράψει: Ἀνέκαθεν μὲ τρομάζουν ὅσοι δὲν ἔχουν δυστυχήσει.
Καὶ ἀφήνω μετέωρη αὐτὴν τὴ φράση. Εἶμαι βέβαιος πὼς θὰ πεῖτε: αὐτὴ εἶναι μία σπάνια ἐξαίρεση.
Σᾶς ἀρέσουν τὰ παραμύθια καὶ δὲν θέλετε νὰ δεῖτε τὴν πραγματικότητα. Ἴσως ἔχετε πάει καὶ στὸ
ἐκκλησάκι τῶν ἐγκληματιῶν γονιῶν καὶ νἄχετε παρακαλουθήσει κάποια λειτουργία του – τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο λειτουργεῖ, μὴν τὸ ξεχνᾶτε, νὰ τὸ βρεῖτε (ὑπάρχουν κι’ ἆλλα...παρόμοια ἀλλὰ δὲν θὰ σᾶς πῶ σὲ ποιό ἀναφέρομαι) καὶ νὰ πᾶτε. Χαίρομαι νὰ βλέπω καλοκάγαθους ἀνθρώπους ποῦ δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται.

Ὅσο γιὰ τοὺς γονεῖς, ἀληθινούς, θετούς, ὁμόφυλους, ἑτερόφυλους... Εἶναι νὰ μὴν σοῦ τύχει νὰ εἶναι τέρατα, θρῆσκοι ἤ ἄθρησκοι δὲν παίζει κανέναν ρόλο. Τὰ τέρατα φοροῦν ὅλες τὶς μᾶσκες. .


Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ Βιβλίο-Πρόγραμμα 2 (1999) τοῦ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ μου.

Παραστάσεις γιὰ μικρὰ παιδιά, σὲ Δημοτικὰ Θέατρα, θερινὰ Φεστιβάλ, Δημοτικὰ Σχολεῖα, Πολιτιστικοὺς Συλλόγους, Ἐργατικὰ Κέντρα καὶ προπαντὸς σὲ Παιδικοὺς Σταθμούς.
Χορηγὸς Προγράμματος: Λάμπης Μάττας.
~~~~
Ἱστορικὸ ἀριθμῶν: 1η παράσταση, 31 Αὐγούστου 1985.
Τελευταία παράσταση, 30 Ἰουνίου 2000.
Ἀριθμὸς παραστάσεων: 1355. Εἰσιτήρια, 16.148. Ἔργα: τρία ξένα, ἐννέα τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
Πρεμιέρες καὶ Ὀρφανοτροφεῖα, δωρε
άν. Ἀπὸ τὴν Κόρινθο ἕως τὴν Χαλκίδα, σὲ ὅλη τὴν Ἀττική.
~~~~
Ἔπαιξαν οἱ: Κωστὴς Δυριώτης, λίγες παραστάσεις. Νίκη Τσίλια, ἕνα ἔτος. Ζωὴ Λὸ Σκόκκο, Σπύρος Λὸ Σκόκκο, ὥσπου μὲ τἠν σειρά τους νὰ μποῦν στὸ Λύκειο.
Καὶ οἱ: Μιμὴ Γουλέτα, Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος.
~~~~
Τὸ ἔργο ποὺ ἀκολουθεῖ, μαζὺ μὲ τὸ δράμα "Ορφέας και Ευρυδίκη", σὲ ἑνιαία παράσταση, ἔκλεισαν τὸν κύκλο τῶν ἐργασιῶν.
~~~~
Ἐγὼ εἶμαι ἔγγυος, ὄχι ἐσύ!

(κωμωδία σὲ στίχους, τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο, γιὰ μικρὰ παιδιά).
Ἀφιερώνεται στὴν Ζωὴ, στὸν Νίκο καὶ...
στὸ τέλειο μωρό μας, τὸν Φίλιππο.
Προφανῶς ἀπαραίτητη σημείωση:
Ἡ φίλη μου ἡ
Μαργαρίτα Καλουμένου (διορθώτρια τῶν τριῶν πρώτων μεταφραστικῶν ἐργασιῶν μου - ἔτσι γνωριστήκαμε...), βλέποντας τὸ βιβλίο, ἀναφώνησε:
- Ἐπιτέλους, σοῦ βρῆκα ἕνα σφᾶλμα: τὸ ἔγγυος! Γράφεται ἔγκυος...
Να
ί, ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξηγήσω, πὼς παίζω μὲ τὶς λέξεις: ἔγγυος = φερέγγυος (ποιός ἀπὸ τοὺς δύο εἶναι φερέγγυος γιὰ νὰ μεγαλώσει τὸ παιδὶ, ἡ Λόλα ἤ ὁ Λώλης;) καὶ ἔγκυος, λόγῳ ἐγκυμοσύνης.
Ἐννοεῖται ὅτι στὸν προφορικὸ πρόλογο τῶν παραστάσεων, δινόταν ἡ ἐξήγηση στὰ παιδιὰ-θεατ
ές.

.......... Εικόνα

Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου:
Λόλα..........................Μιμὴ Γουλέτα,
Λώλης........................Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Σκηνικό, ἀφαιρετικό, τὸ καθημερινὸ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τους. Εἶναι ἕνα σχετικὰ νεαρὸ σὲ ἡλικία ἀντρόγυνο, σὲ παληά κάπως ἐποχή.
~~~~
Σκηνὴ α΄
ΛΟΛΑ: Ἄχ, πόσῳ μ' ἀρέσει νὰ κεντῶ.
Μὲ ὄνειρα τὴν ὥρα μου περνῶ.
Μία πάνω...μία κάτω καί, νά!, πάλι
κάτω, μία σταυροβελονιὰ μεγάλη. (Μπαίνει ο Λώλης).
Ματάκια μου, θά 'ρθεις λίγο κοντά μου;
Σοῦ 'φτιαξα καφεδάκι, ἄρχοντά μου.
Σοῦ ἔβγαλα καὶ μπισκοτάκια. (Πάει κοντά του).
Δές! Σ' ἀρέσουν τὰ πουλάκια;
Κοῖτα, τοῦτο 'δῶ πετάει,
τὸ ἆλλο, μωροῦλι, μπουσουλάει,
τὸ τρίτο τσιμπολογάει...
- μᾶλλον διαλέγει τί νὰ φάει.
Νὰ καὶ ἡ μάννα τῶν πουλιῶν,
- πρώτη ρουφήχτρα σταφυλιῶν.
Κι' αὐτὸ τὸ ἀμπελόφυλλο, γιὰ δές...,
- σοῦ ἀρέσει;
ΛΩΛΗΣ:.......Μ' ἔκαψε ὁ καφές.
ΛΟΛΑ: Πρόσεχε, γλυκούλη μου, τὸ κάθε τι ἀπότομα τὸ κάνεις!
ΛΩΛΗΣ: Μὲ σκότισες μὲ τὰ κεντήματά σου. Θὲς νὰ μέ τρελλάνεις;
ΛΟΛΑ: Ὁρίστε! Λεκέδες στὴν δαντέλλα... - Τὸ πιατάκι
εἶναι, κύριε, γιὰ ν' ἀκουμπᾶμε τὸ φλυτζανάκι.
Ποιός τὰ πλένει, σὲ παρακαλῶ;
Πῶ πῶ τὸ σεμὲν μου τὸ καλό!...
Τρέχω ἀμέσως...- τί νὰ κάνω; Θὰ-ν-τὸ πλύνω. (Βγαίνει).
ΛΩΛΗΣ: Πᾶντα μὲ γκρίνιες τὸν καφέ μου πίνω.
~~~~
Σκηνὴ β΄
ΛΟΛΑ (Μπαίνοντας): Ματάκια μου, ἀνοῖξαν τὰ ματάκια σου;
ΛΩΛΗΣ: Πρὶν λίγο, μοῦ 'βαλες τὶς φωνές...
ΛΟΛΑ: Ἆντε, καλέ...- πῶς τὰ παραλές!...
ΛΩΛΗΣ: Ἄ, μπᾶ! Κι' ἄν κλείσεις τὰ χειλάκια σου,
θὰ σ' τὰ γλυκοφιλήσω.
ΛΟΛΑ (ἆλλο ποὺ δὲν θέλει): Ἔλα - κι' ἄς λιποθυμήσω. (Φιλιόνται).
Λώλη μου, τί ὡραῖα ποὺ φιλᾶς!
ΛΩΛΗΣ: Τὸ κάνω γιὰ νὰ μὴ μιλᾶς.
ΛΟΛΑ (ποὺ συνεχῶς ἀνάβει): Ἔ, μὰ τώρα θὰ σοῦ θυμώσω. Ἄκου ἐκεῖ, νὰ μὴν μιλῶ!
Καὶ τὴν γλώσσα, τί τήν έχω; Ἄκου, λέει, νὰ μὴ μιλῶ!...
Ἔ, λοιπὸν, δὲν θὰ σωπάσω.
Καὶ θὰ λέω.
Τί θὰ λέω;
Ὅ,τι λέω,
- μὰ θὰ λέω,
ναί, θὰ λέω...
Ἄν δὲν λέω,
νά' σαι σίγουρος, θὰ σκάσω.
ΛΩΛΗΣ (τὸ διασκεδάζει): Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι ὅταν θυμώνεις!
Σὰν ἀγριεύεις, νὰ καμαρώνεις.
Ὤ, παρακαλῶ, μὴν μὲ στραβοκοιτᾶς.
ΛΟΛΑ: Φύγε γρήγορα, στὴν μάννα σου νὰ πᾶς!
ΛΩΛΗΣ: Μέ διώχνεις; Τώρα δὲν μέ θέλεις;
Εἶμαι χαζός; Εἶμαι τεμπέλης;
Δὲν σοῦ φέρνω ὥς καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα;
ΛΟΛΑ (ἔχει μαλακώσει, κοιτάζει τὸν καφέ): Τόν ἦπιες ὅλον; Δὲν μοῦ ἄφησες μιὰ στάλα;
ΛΩΛΗΣ: Μπᾶ! Τὸν δικό μου καφέ περίμενες νὰ πιεῖς;
Τί τσιγγούνα! Νά 'ψηνες δύο...
ΛΟΛΑ:...............................Μὴν τὸ ξαναπεῖς.
Θὰ σοῦ μαδήσω τὰ μουστάκια.
ΛΩΛΗΣ: Χά! Δὲν ἔχω! (Κάνει νὰ τήν ἀγκαλιάσει).
ΛΟΛΑ( ἐπιθετική):.................Κοῖτα νυχάκια!
ΛΩΛΗΣ: Πῶ πῶ!...Γιὰ δὲς, πῶς τσακωνόμαστε!
Στὸ βάθος, ξέρεις, ἀγαπιόμαστε.
Ἔλα, νὰ σέ σφίξω στὴν ἀγκαλιά μου.
ΛΟΛΑ: Μμμ!...Σιγά μὴν σοῦ δώσω τώρα καὶ τὴν καρδιά μου!
ΛΩΛΗΣ: Φτάνει! Μὴν εἶσαι κουτὴ. Θέλω, προτοῦ φύγω,
νὰ σέ φιλήσω στὰ μαλλάκια...Μόνο λίγο,
ὄχι πολύ. Τὸ ξέρω, μὲ σιχαίνεσαι!
ΛΟΛΑ: Εἶσαι χαζὸς - κι' ἀπὸ τὴν μύτη φαίνεσαι.
ΛΩΛΗΣ: Ἄς μὴν χαζομαλώνουμε... καὶ πάλι ἄς φιληθοῦμε.
ΛΟΛΑ: Ναί! - κι' ἀφοῦ χορτάσουμε φιλιὰ, ξανὰ νὰ τσακωθοῦμε!
Νὰ μοῦ λείπει - φεῦγα, βιάσου.
ΛΩΛΗΣ: Ὀχτώμιση!... Ἀντίο, γειά σου.
(ἀλλοιῶς): Γιατί πρέπει τάχα κάθε μέρα νὰ δουλεύω;
ΛΟΛΑ: Ἔλα μου ντέ! Μὰ...- κι' ἐγώ, γιατί νὰ μαγειρεύω;
Ἄχ, δὲν μοῦ εἶπες, σ' ἄρεσε τὸ κέντημά μου;
Τὸ ξεσήκωσα ἀπό 'να πού 'χει κι' ἡ μαμά μου.
Θέλω νὰ μοῦ δώσεις δυὸ χιλιάδες, γιὰ κλωστές,
ξέρεις, καὶ δαντέλλα...Κοίταξέ το - κι' ὄχι, πές,
δὲν εἶναι φίνο, ἐκλεκτό, χαριτωμένο;
Δύσκολο μόνο στὸ γατάκι τὸ σκασμένο!
ΛΩΛΗΣ (τῆς δίνει λεφτά): Ὅλο λεφτά, λεφτά... - παράτα με νὰ φύγω.
Ὁρίστε! Δύο δὲν εἶπες;
ΛΟΛΑ:....................Δές το καὶ λίγο!
ΛΩΛΗΣ: Εἴπαμε, ὡραῖο, χρυσοχέρα μου, εὖγε.
ΛΟΛΑ: Αὐτὸ περίμενα νὰ πεῖς...- και τώρα φεῦγε.
~~~~
Σκηνὴ γ΄
ΛΟΛΑ (μόνη): Ἔ, λοιπόν, βαριέμαι νὰ κεντήσω. Δὲν κεντῶ. (Πετάει τὸ κέντημα).
Δουλειές...δουλειές, οὔφ! Οὔτε μιὰ μέρα δὲν γλεντῶ.
(Νευριασμένη): Κι' ἄν ξεσκονίσω,
κι' ἄν σφουγγαρίσω
κι' ἄν συγυρίσω...
κι' εἴτε ψωνίσω
ἤ δὲν ψωνίσω...
ψάρια κι' ἄν θὰ τηγανίσω
ἤ κοτόπουλο μαδήσω...
ἤ καθήσω
καὶ κεντήσω,
τί θαρρεῖτε θὰ κερδίσω;
Κούραση, - καὶ θὰ ψοφήσω.
Θὰ μοῦ πεῖτε, τώρα ἐσεῖς, πῶς κι' ἔτσι, κι' ἄλλαξα γνώμη;
Θέλετε λογαριασμό; Τὴ...δουλίτσα σας - συγγνώμη,
ἀφοῦ δὲν ἀνακατεύομαι ἐγὼ ποτέ μου
στὰ δικά σας,
ἀπορῶ, γιατί δὲν κάθεστε - ὦ, θεέ μου!...-
στὰ αὐγά σας;
Ὁρίστε, τὸ κέντημα κλωτσάω μακρυά μου.
Πάω νὰ λούσω, νὰ χτενίσω τὰ μαλλιά μου.
~~~~
Σκηνὴ δ΄
ΛΩΛΗΣ (περπατῶντας στὸν δρόμο): Μέσα στοὺς δρόμους θὰ περπατῶ
ὅταν ἡ Λόλα δὲν εἶναι 'δῶ.
Λόλα, Λόλα, εἶσαι 'δῶ;
Λόλα, Λόλα, μὴν σέ δῶ. (Σοβαρεύεται):
Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε,
κι' οἱ δυό μας φταῖμε,
ποὺ ὅλο γκρινιάζουμε...
Ναί, δὲν μονιάζουμε.
Σὰν τὴν γάτα μὲ τὸν σκύλο.
Ἕνα γράμμα θὰ τῆς στείλω,
νὰ τῆς λέω: "Φεύγω καὶ σ' ἀφήνω,
δὲν σ' ἀντέχω
". - Μπᾶ, καὶ πῶς θὰ μείνω
μόνος κι' ἕρημος, στοὺς δρόμους;
Βαρειὰ ἡ μοναξιὰ στοὺς ὤμους! (Παύση):
Εἶπα ὄχι, - σπίτι πιὰ δὲν ξαναπάω!
Θά 'βρω δὰ γυναίκαν ἄλλη ν' ἀγαπάω.
Ναί, σωστὰ, γυναίκαν ἄλλη...
ἀλλὰ κι' ἄν...καὶ τότε, πάλι,
βρῶ μουρμούρα πιὸ μεγάλη;
Μοῦ πονάει τὸ κεφάλι.
Οὔφ, στὴν Λόλα, λέω, πάλι νὰ γυρίσω.
Κάν' την πάπια, Λώλη. Γρνα πίσω.
Θὰ τῆς δώσω κι' ἕνα λουλοῦδι,
νὰ τήν καλμάρω. "γγελοδι",
θὰ τῆς πῶ,"...κι' εἶσαι σήμερα στὶς ὀμορφιές σου!
 
Τσάκα καὶ τρεῖς χιλιάδες γιὰ τὶς κλωστές σου.
Γιὰ νὰ δῶ, καλὲ, τὸ κέντημά σου...
Σκάλες καλλίτερο ἀπ' τῆς μαμᾶς σου!
Ἄλλη καμιὰ δὲν ἔχει τὴν δική σου χάρη.
Θέλω νὰ μοῦ κεντήσεις κι' ἕνα μαξιλάρι...
".
Σᾶς ὁρκίζομαι, τέτοια λογάκια θὰ τῆς πῶ.
Κι' ἄν δὲν τὸ κάνω; χίλια κομμάτια νὰ κοπῶ!
~~~~~
Σκηνὴ ε΄
ΛΩΛΗΣ (μπαίνοντας εὐδιάθετος): Τόκ, τόκ, τόκ... σοῦ χτυπῶ τὴν πόρτα, τρέχα νὰ δεῖς.
ΛΟΛΑ: Ἦρθες; Μὴν ἀρχίζεις τὶς σᾶχλες, μὴ, νὰ χαρεῖς!...
ΛΩΛΗΣ: Αὐτὸ τὸ ἀνθουλάκι γιὰ σένα!
ΛΟΛΑ (σαστίζει, κολακεύεται): Κι' αὐτὸ τὸ γραμματάκι, γιὰ σένα!
ΛΩΛΗΣ (τὸ παίρνει, τὸ κοιτάζει): Ὁρῖστε; Γρᾶμμα; Μοῦ 'γραψες... ἐσύ;! Πρέπει νὰ τὸ διαβάσω;
ΛΟΛΑ (γελάει): Ἔμ, τὶ λέ;ς... Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὸ λουλοῦδι. - Μὴν τὸ ξεχάσω:
ἄρχισα νὰ πλέκω μωρουδιακά...
μὲ μανηκάκια, κουκούλα, γιακά...
ΛΩΛΗΣ (πολὺ σαστισμένος): Γρᾶμμα...μωρουδιακά...- δὲν σέ καταλαβαίνω! (Διαβάζει):
"Βαρέθηκα μονάχη στὸ σπίτι νὰ μένω.
Νὰ συγυρίζω, νὰ μαγειρεύω καὶ νὰ σὲ περιμένω,
μπαφιασμένη δὲ, τέλος, μὲ τὶς φωνές μου νὰ σὲ τρελλαίνω.
Ὅμως, ἐκεῖ ποὺ τὰ σκεφτόμουν
κι' ἔκλαιγα...
" (Λώλης, κατ' ἰδίαν): Τὸ ὑποψιαζόμουν. (Διαβάζει πάλι):
"...κάτι ἔλαμψε μὲς τὸ μυαλό μου,
- γιὰ τὸ καλό σου καὶ τὸ καλό μου -
κι' ἀντρούλη μου, τὸ βρῆκα τὶ μᾶς λείπει:
ἕνα μωρό! Μά, ξέχνα κάθε λύπη.
λλο... δὲν λέω, - νὰ ξέρεις, σ' ἀγαπῶ".
(Λώλης, στὸ κοινό): Καὶ τώρα, πέστε μου, τί νὰ τῆς πῶ; (Στην Λόλα):
Τὸ λὲς ἀλήθεια; Τὸ λές;...
ΛΟΛΑ: Θά' χουμε χαρὲς πολλές.
Νὰ δεῖς, θά 'ναι κι' ὀμορφοῦλι,
τετραπέρατο, γλυκοῦλι...
Θά 'χει τὰ μάτια τὰ δικά σου
καὶ τό 'νομα δὰ, τοῦ μπαμπᾶ σου!
Σὲ μένα θὰ μποιάζει γενικῶς,
ἴδιο στόμα,
ἴδιο σῶμα,
ἴδιον χαρακτήρα προπαντός!
Στὸν ἀστερισμό, θά 'ναι Λιοντάρι,
θά 'χει ὥροσκόπο τὸ Κριάρι.
Ἄχ, νὰ γεννηθεῖ Δευτέρα,
μιὰν ἡλιόλουστην ἡμέρα!...
Ὧρες δύο νὰ κοιμᾶται,
(Στὸ κοινό) - σεῖς, σιγὰ νὰ περπατᾶτε -
 
(Πάλι στὸν Λώλη) κι' ὅταν ὕστερα ξυπνάει
στὸ γιογιὸ νὰ κατουράει.
Μά, κι' ἐσύ, νὰ βοηθᾶς,
νὰ μὴν στέκεις καὶ κοιτᾶς!
Θὰ τὸ κάνεις;...
ΛΩΛΗΣ:..........Μπέιμπυ-λίνο νὰ μὴν τοῦ βάζουμε.
Καὶ μᾶλλον, μὴν σέ βυζαίνει, γάλα νὰ τοῦ βράζουμε.
ΛΟΛΑ: Τὶ λές, χριστιανέ μου; - μὴν τὸ ξαναπεῖς.
Θὰ βυζαίνει ὅσο θέλει. Τί λογῆς
παιδὶ θὰ βγεῖ
χωρὶς στοργή;
Θὰ τό 'χω διαρκῶς μαζύ μου
νὰ ρουφάει ἀπ' τὸ βυζί μου.
ΛΩΛΗΣ: Καλά - νὰ τ' ἀκούσω, φτάνει, "μπαμπὰ" νὰ μὲ λέει...
ΛΟΛΑ: Δύο χρόνια, πρὶν τὸ πεῖ, μερόνυχτα θὰ κλαίει.
ΛΩΛΗΣ (τοῦ τὴν ἔχει βαρέσει, χορεύει καὶ τραγουδάει): Πῶς μ' ἀρέσει, μ' ἀρέσει, μ' ἀρέσει,
νὰ μὲ λέει "μπαμπὰ" πῶς μ' ἀρέσει...
~~~~~
Σκηνὴ στ΄
(Τρεῖς μῆνες ἀργότερα, ἡ κοιλιὰ τῆς Λόλας "φαίνεται").
ΛΟΛΑ: Σὰ νά 'χω λιγάκι παχύνει, νά! κάπως ἐδῶ.
Κι' ἐδῶ. Πῶ πῶ πῶ!... Θ' ἀνεβῶ στὴ ζυγαριὰ νὰ δῶ. (Βγαίνει, ξανά 'ρχεται):
Πῆρα πέντε κιλὰ μέσα σὲ τρεῖς μῆνες.
Μοῦ πονᾶνε τὰ νεφρά... - κι' ἐδῶ, οἱ κνῆμες.
Θὰ καθήσω, δὲν μπορῶ. (Κάθεται, ὀνειροπολεῖ):
Πῶς νά 'ναι τάχα τὸ μωρό;
Νά 'χει, λέτε, μάτια γαλανὰ
ἤ μήπως μαῦρα ἤ καστανά;
Λέτε νά' ναι κοριτσάκι;
Τοῦ 'χω ἕνα φουστανάκι!...
Ἄν γεννήσω πάντως ἀγοράκι,
- Λόλα, πλέξε καὶ παντελονάκι!
Λὲς νά 'ναι γκρινιάρης, νὰ τσιρίζει;
Κεῖνο, τῆς Ἑλένης, - πῶς τὴν βρίζει!...
" - Εἶσαι κακιά, θέλω τώρα νὰ μοῦ πάρεις τραῖνο!"
Ἄν δὲν σκαμπάζει ἀπὸ λόγια; μωρὲ θὰ τὸ δέρνω.
Ποῦ 'ν' τὰ χρόνια τὰ δικά μας.
Τρέμαμε τόσο τὴ μαμά μας...
ΛΩΛΗΣ (ποὺ, μπαίνοντας, τὴν ἄκουσε): Σιγά, καλά, καὶ σέ πιστέψαμε!
ΛΟΛΑ: Ἐσύ, σιωπή.
ΛΩΛΗΣ: ...............Μπᾶ, ἀγριέψαμε;
ΛΟΛΑ: Ἄσε τὰ λόγια τὰ πολλά. Πεινάω.
Ψῆσε μου δυὸ μπριζολίτσες νὰ φάω.
ΛΩΛΗΣ (Θέλει νὰ τὸ ἀποφύγει): Δὲν ὑπάρχει σοῦ λέω στὸ ψυγεῖο καμία.
Τὸ πολύ φαΐ βλάπτει σοβαρῶς τὴν ὑγεία.
 
ΛΟΛΑ: (Μὲ νόημα): Μά, τί θὲς νὰ κάνω; Ἐμεῖς πεινᾶμε.
Φυσικὸ δὲν εἶναι, διπλὰ νὰ φᾶμε;
ΛΩΛΗΣ: Καλά, πάω στὴν κουζίνα νὰ δῶ.
ΛΟΛΑ: Κι' ὅ,τι βρεῖς, ἐσὺ ξέρεις, φέρ' το ἐδῶ.
~~~~
Σκηνὴ ζ΄
ΛΟΛΑ (μόνη, ψάχνει τὰ κρυμμένα φαγητά):
Γρήγορα τὰ σοκκολατάκια. (Βγάζει ἕνα κρυμμένο κουτί):
Ὄχι, αὐτὰ εἶναι συκωτάκια. (Κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Οὔφ, ὄχι τώρα ζελεδάκια! (Κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Ἄχου, θεέ μου, ντολμαδάκια! (Τρώει, κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Κεφτεδάκια,
ραπανάκια...(Τρώει, παραλίγο νὰ πνιγεῖ, κρύβει τὸ ἕνα, βγάζει ἆλλο):
Πῶς μ' ἀρέσουν οἱ λιχουδιές!
Σοῦ ἔχουν κάτι μυρωδιές!...(Ψάχνοντας):
Μπᾶ! Γατίσιες πικάντικες τροφές!
Στὴν ἀνάγκη, γιατί; - καλὲς κι' αὐτές.
Ἔ, ὄχι δά. Αὐτές, θὰ τὶς ἀφήσω.
Μὰ τί, παιδὶ ἤ γατὶ θὰ γεννήσω;
~~~~
Σκηνὴ η΄
(Τρεῖς μῆνες ἀργότερα).
ΛΩΛΗΣ (μόνος, ἐνῶ τῆς ἑτοιμάζει ἕνα πιάτο):
Σὲ τρεῖς μῆνες, ἐπιτέλους, θὰ γίνω πατέρας.
Τὰ βράδυα, θὰ μ' ἀφήνει νὰ κοιμᾶμαι, - τὸ τέρας;
Ἤ θὰ κλαίει μὲς τὰ μεσάνυχτα, ...στὶς τρεῖς, στὶς τέσσερις ἡ ὥρα;
- Κοίταξε, μπέμπη, κάνε νάνι, θὰ σοῦ τὴν κόψω ἐγὼ τὴν φόρα.
Ὁρ
στε μας! Μπᾶς καὶ γεννήθηκες ἐσὺ, γιὰ νὰ μᾶς φᾶς, ἐμᾶς;
Μάζεψ' τὰ μπέιμπυ-λίνο καὶ τὰ μπιμπερόν σου... κι' ἀλλοῦ νὰ πᾶς!
Ἤ σταματᾶς, ἀμέσως, τώρα, νὰ κλαῖς...
- "
Ὄχι", τολμᾶς βρὲ μπόμπιρα καὶ λές;...
Ἄει βρὲς
λλον πατέρα κι' ἄλλην μάννα.
Σὲ σπίτι βρίσκεσαι κι' ὄχι σ' ἀλάνα!

~~~~~
Σκηνὴ θ΄
ΛΟΛΑ (μπαίνει): Μονάχος σου μιλᾶς; Καὶ ποιόνε βρίζεις;
ΛΩΛΗΣ: Κοῖτα ξάπλωσε ἐσὺ καὶ μὴν γυρίζεις
πέρα-δῶθε σὰν τὴ σβούρα!
Ἄλλη κι' ἐτούτη ἡ σκοτούρα,
νὰ πρέπει νὰ τῆς λέω 'γὼ πρᾶγμα ποὺ ξέρει: νὰ μὴν κουράζεται.
ΛΟΛΑ (κατ' ἰδίαν): Πολὺ τὸν κάνω κέφι, ποὺ γιὰ μένα, τώρα, πῶς τόσῳ γνοιάζεται.
(Στὸν Λώλη): Σκῦψε νὰ δεῖς, καλέ, τὸ παλαβό σου πῶς κλωτσάει.
ΛΩΛΗΣ (πλησιάζοντας): Ἄκου, πές του νὰ κάτσει φρόνιμα, - νὰ μὴν τὶς φάει.
(Ἀφουγκράζεται).
ΛΟΛΑ: Τρελλάθηκες; Θὰ δείρεις τὸ παιδί μας προτοῦ γεννηθεῖ;
Σῶπα νὰ τ' ἀκούσεις. Σκῦψε στὴν κοιλιά μου, πρὶν κοιμηθεῖ.
ΛΩΛΗΣ: Σςςς...Ναί, κάτι...κάτι, σὰν νὰ μοῦ φαίνεται, βροντάει.
Τί διάολο τό 'πιασε κι' ἔτσι τὸν κόσμο χαλάει;
ΛΟΛΑ: Τὸ κακόμοιρο, τὸ παιδάκι μου, τὸ καημένο,
τόσους μῆνες στὴν κοιλιά μου τό 'χω φυλακισμένο.
Δὲν λὲς νά 'ναι γερό!...
Δός μου λίγο νερό.
ΛΩΛΗΣ: Δὲν θὰ φᾶς κανένα μεζεδάκι;
Σκέτο, βέβαια, χωρὶς οὐζάκι.
ΛΟΛΑ (κλείνει τὰ μάτια της νυσταγμένη, γνέφει "ὄχι", κοιμᾶται).
ΛΩΛΗΣ: Ὁρῖστε, μόνος πάλι!
(Δὲν ξέρει τί νὰ κάνει).
ΛΟΛΑ (στὸν ὕπνο της): Κρυώνω. Φέρ' τὸ σάλι.
ΛΩΛΗΣ (πρόθυμα τῆς τὸ ρίχνει στὶς πλάτες. Ἀμηχανία. Σὰν ἀπὸ ἔμπνευση, κάθεται δίπλα της καὶ τὴν νανουρίζει):
Νάνι, ἡ μαννούλα νάνι.
Τ' ἀγοράκι ποὺ θὰ κάνει
θὰ μᾶς φέρει τὴν χαρά μας,
θά 'βγουνε τὰ ὄνειρά μας,
περιμένω νὰ τοῦ πῶ
πὼς στ' ἀλήθεια τ' ἀγαπῶ.
(Σηκώνεται, κλείνει τὶς κουρτίνες, ἔρχεται πάλι κοντὰ ἐνῶ δὲν ἔχει διακόψει καθόλου τὸ νανούρισμα):
Νάνι, ἡ μαμά του νάνι,
τὸ μωράκι ποὺ θὰ κάνει,
νάνι
κάνει
στὴν κοιλιά της.
Νάνι, τώρα τὰ φιλιά της
θὰ τὰ δίνει στὸ μωρὸ
νά 'ν' ὡραῖο καὶ γερὸ.
Νάνι, νάνι, νάνι...
(Σκοτάδι).
~~~~
Σκηνὴ ι΄
ΛΟΛΑ (βαστάει συνεχῶς τὴν κοιλιά της, ἑτοιμόγεννη): Ἄααα!... Μαμάαα!... Τρέχα, Λώλη!
Λώλη μουουου!...Λωλάκο μουουου...
Μόνη μ' ἀφῆσαν ὅλοι!
Μάννα μουουου...Λωλάκο μουουου!...
Ἄχ!...Ὤωωωχ!....Ποιόνα νὰ φωνάξω;
Πρέπει νυχτικὸ ν' ἀλλάξω...
Σήμερα. Ὤωωχ! Ναί, τώρα!
Ἔφτασε, ναί, ἡ ὥρα.
Λώλη μου...Λωλάκο μου... Λωλούλη μου.
Βγαίνει... - Ὄχι, δὲν βγῆκε τὸ μωροῦλι μου.
 
Ποῦ νὰ πάω; Τί νὰ κάνω; Ποῦ νὰ καθήσω;
Δὲν μπορῶ... Παναγιά μου, δὲν θὰ ζήσω.
Γιατί, Λώλη μου, μόνη μου νὰ γεννήσω;
Νὰ τὸν πάρω στὴ δουλειά, νὰ τηλεφωνήσω...
Γιατί, γιατὶ νά 'ναι τόσῳ μεγάλο;
Ἡ κοιλιά μου δὲν τὸ ἀντέχει ἆλλο!...
(Πίσω ἀπὸ τὸν καναπὲ, νὰ μὴν φαίνεται).
Θὰ βγεῖ. Βγαίνει. Βγῆκε!
(Παύση μεγάλη. Ἀνακούφιση. Φαίνεται τὸ πρόσωπό της, σὰν νὰ τά 'χει χαμένα).
Στὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι μπῆκε!
(Ἀλλοιῶς, ἐνῶ ἔρχεται μπροστά).
(Τὸ καμαρώνει) Δεῖτε, τί ὡραῖο κοριτσάκι!
Ποιός τῆς τό 'φτιαξε τὸ κοτσιδάκι;
Φοράει φουστάνι, κᾶλτσες, παπούτσια, βρακάκι...
Δὲς ἐδῶ, τὶ ἀπαλό, ρόδινο μαγουλάκι,
τριανταφυλλένιο στοματάκι...
κι' οὔτε μιὰ τσίμπλα στὸ ματάκι!
Ἡ κόρη μου γεννήθηκε μὲ προίκα... - θὰ τρελλαθῶ!
Εἶμαι καὶ ἡ Πρώτη μάννα, - φτοῦ νὰ μὴν ἀβασκαθῶ.
Ἄχ, τὸ μωρό μου, νὰ τὸ φιλήσω,
νὰ: μὰτς, ἀπὸ μπρός, μοὺτς κι' ἀπὸ πίσω.
Κι' ἕνα φιλάκι στὰ μαγουλάκια του,
"μάααα!..." κι' ἆλλο ἕνα "μάααα!..." στὰ μαλλάκια του.
Δὲν χορταίνω νὰ τὸ φιλῶ, - "μάααα!...", μὴν μοῦ τὸ ματιάσω.
Γαλάζια χάντρα στὸν λαιμό, αὐτό, μὴν τὸ ξεχάσω,
νὰ τοῦ κρεμάσω.
~~~~~
Σκηνὴ ια΄
ΛΩΛΗΣ (μπαίνει λαχανιασμένος, πρὶν προλάβει ἡ Λόλα νὰ τελειώσει τὴν φράση της):
Γιὰ νὰ προφτάσω
νά 'ρθω γρήγορα, τσακίστηκα, σκοτώθηκα στὶς σκάλες.
(Κοντοστέκεται). Ποῦ 'ν' ἡ κοιλιά σου;...Τί ἔγινε; Τί ἔχεις στὶς ἀγκάλες;
ΛΟΛΑ: Δὲς ἐδῶ!
ΛΩΛΗΣ (σαστισμένος): Τί νὰ δῶ;
(Αλλοιώς): Μὴ μοῦ πεῖς!...(Ἔξαλλος): Γέννησες προτοῦ γυρίσω;
(Μὲ καρφωμένα τὰ μάτια στὸ μωρό, - τοῦ ἔχει ἔρθει ταμπλάς): Κι' εἶναι κορίτσι;
(Ἕτοιμος νὰ καταρρεύσει).
ΛΟΛΑ (πειραχτικά):...............................................................Θὲς νὰ τὸ ξυπνήσω,
νὰ τὸ στείλω πάλι πίσω
κι' ἕναν γυιὸ νὰ σοῦ γεννήσω;
(Λαϊκά): Ἔλα, ἄνθρωπέ μου, φίλησέ το.
Κράτα το λιγάκι, ντάντεψέ το.
(Τὸ μωρό ξυπνάει).
ΛΩΛΗΣ (τὸ χορεύει): Πῶ πῶ πῶ νὰ τὴν χαρῶ,
φουστανάκι μὲ φουρρώ.
 
Γιὰ νὰ δῶ, - θὰ περπατήσει;
(Ἀποτυχία).
Καὶ γλυκὰ θὰ μοῦ μιλήσει;
(Ἀποτυχία).
Κουπεπὲ καὶ κουπεπὲ
λὲ μωρὸ καὶ τὸ μπεμπέ!...
ΛΟΛΑ (φτιάχνεται λίγο): Πές μου, σ' ἀρέσει; (Τοὺς πλησιάζει): Τὸ ἀγαπᾶς;
ΛΩΛΗΣ: Τέτοιο μωρό;... Εἶναι νὰ ρωτᾶς;
(Ἀλλοιῶς): Λέγε, πῶς γέννησες, - πονοῦσες;
ΛΟΛΑ (κίνηση ἀπελπισίας, δείχνοντας): Ἀπ' τὴν κορφή...ὥς τὶς πατοῦσες.
Ὅμως τέλος καλὸ ὅλα καλά.
(Ὑπόδειξη): Ἔτσι κράταγέ το, πιὸ ἁπαλά.
Νά, ἔτσι. (Ἀλλοιῶς): Θέλω νὰ ξέρω - εἶσ' εὐτυχισμένος;
ΛΩΛΗΣ: Νά 'ταν ἀγόρι... - ἀλλά τί; Ποιός παντρεμένος
δὲν κάνει καὶ δεύτερο παιδί;...
ΛΟΛΑ: Κι' ἐγὼ θέλω...- κοῖτα μὴν σέ δεῖ
κανείς, ἔτσι μουτρωμένο!
Δὲν εἶναι γεροδεμένο;
Ἄχου-το, τί γλυκό κοριτσάκι!
(Ἀλλοιῶς) Θὰ φτιάξω τούρτα μὲ κερασάκι,
νὰ τὸ γιορτάσουμε. Κι' ἄν θὲς, αὔριο πρωὶ-πρωί,
πᾶμε στὸν παπα-Φώτη ποὺ τὰ παιδάκια εὐλογεῖ.
(Πάει στὴν κουζίνα).
ΛΩΛΗΣ: Πῶ πῶ! φίνο πλασματάκι...
μάγουλο βερυκοκάκι...
ντὰχ τιρντὶ νὰ τὸ χαρῶ,
πές μου κάτι, βρὲ μωρό!...
(Κάθεται) Ἔλα 'δῶ κι' ὡραῖα νὰ καθήσουμε,
πατέρας καὶ κόρη, νὰ τὰ συζητήσουμε.
(Γυρεύει τί νὰ πεῖ). Τὸν ἀγαπᾶς τὸν πατερούλη;
(Περιμένει ἀπάντηση, ὕστερα πονηρούτσικα). "Ναί", νὰ πεῖς, γλυκό μου μωροῦλι.
(Τὴν νουθετεῖ). "Ναί", νὰ μοῦ λές, γιατί χωρὶς ἐμένα,
ἡ μαμὰ ποτὲ δὲν θά 'κανε ἐσένα!
Μίλησέ μου, πἐς μου κάτι, θέλω τὴν φωνούλα σου ν' ἀκούσω.
ΛΟΛΑ (ἀπὸ μέσα): Ἔβαλα νὰ ζεσταθεῖ νερὸ... - νά 'ρθεις κι' ἐσύ, γιὰ νὰ τὴν λούσω.
ΛΩΛΗΣ: Ναί, ὡραῖα, τ' ἄκουσα, - μὰ...δὲν μιλάει!
(Σκέφτεται). Μήπως πρῶτα θά 'πρεπε κάτι νὰ φάει;
(Ὁ Λώλης ἐννοεῖ "γιὰ νὰ μιλήσει").
ΛΟΛΑ: Τρελλάθηκες; Θέλεις νὰ τὸ λούσω φαγωμένο;
Νὰ μᾶς πνιγεῖ;
ΛΩΛΗΣ: .........Μὲ συγχωρεῖς, εἶναι σαστισμένο
τὸ μυαλό μου.
(Κατ' ἰδίαν) Σὲ καλό μου!
Λέω πότε-πότε κάτι κοτσάνες...
ΛΟΛΑ (μπαίνει): Γιὰ μετὰ τὸ μπάνιο, νά, κάτι πάνες
 
νὰ τὴν ἀλλάξεις.
Καὶ νὰ κοιτάξεις
ποῦ ἄφησα τὸ τάλκ, - νὰ βάλεις ἁπαλὰ στὸν λαιμό της,
ἐδῶ, στὶς ἀμασχάλες, στὴν κοιλίτσα καὶ στὸν πωπό της.
(Τὸν φιλᾶ). Νά! σέ φιλῶ γιατί μὲ βοηθᾶς.
ΛΩΛΗΣ: Μπορῶ κι' ἀλλο ιῶς;
ΛΟΛΑ:.........................Αὐτὸ θὰ πεῖ "μπαμπάς"!
(Βγαίνει).
ΛΩΛΗΣ: Λοιπόν, τί λέγαμε; Δὲν θὰ μοῦ μιλήσεις;
Ἔστω, κλᾶψε λίγο, νὰ μ' εὐχαριστήσεις.
Ν' ἀκούσω τὴν φωνή σου...πές μου κάτι.
(Τινάζεται). Βρὲ τὴν ἄτιμη! Μοῦ 'κλεισε τὸ μάτι!...
Ἄχ, πονηρούλα, ὅλο νάζια καὶ καμώματα μοῦ κάνεις.
Μὰ... δὲν μιλᾶς. Μ' αὐτὸ τὸ πεῖσμα σου, ἐσὺ πᾶς νὰ μέ πεθάνεις.
(Τὴν καλοπιάνει). Τί σοῦ ζητῶ; Ἕνα λογάκι, ἕνα "ναί". (Τὴν τραντάζει). Κουφάθηκες;
ΛΟΛΑ (μπαίνει, τρελλαίνεται): Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καλέ, - τί κάνεις; Ζουρλάθηκες;
Εἶδες ποτὲ νεογέννητο νὰ μιλάει;
Μέχρι νὰ πεῖ "μαμά"...- οὔουου, πολλὰ ψωμιὰ θὰ φάει.
ΛΩΛΗΣ: Καί, τόσα ψωμιά, λοιπόν, ἡ γλώσσα της θὰ μοῦ στοιχίσει;
ΛΟΛΑ: Ἄκουσες ἐσὺ κανέναν πιὸ γρήγορα ν' ἀρχίσει;
Μὴν νοιάζεσαι,
μὴν βιάζεσαι
γιατὶ...μποὺρ μποὺρ μποὺρ, ὅταν δέκα-δέκα θὰ 'ν τὰ λέει,
ὅλο θὰ λὲς νὰ πάψει, θὰ τὴν δέρνεις καὶ θὰ κλαίει.
Σᾶς ξέρω, δὰ, ἐσᾶς, τοὺς ἆντρες, πόσο λαχταρᾶτε
ὅλα νὰ γίνονται μεμιᾶς...
ΛΩΛΗΣ:...................... Μαντάμ, μᾶς παρατᾶτε;
Πολὺ τὴν ἔξυπνη μᾶς κάνετε ἀπόψε, νομίζω.
(Θυμωμένος) Ποτέ της μὴ μιλήσει, πᾶρτε την, σᾶς τὴν χαρίζω.
(Γυρίζει τὴν πλάτη, ἀπομακρύνεται, στρέφει πίσω) Νὰ φύγετε. Δὲν θέλω νὰ σᾶς βλέπω, - καὶ τὶς δυό σας.
ΛΟΛΑ: Χά! Ἐσεῖς νὰ φύγετε, μεσιέ!... Πηγαίνετε στὸν θειό σας.
Εἶμαι νοικοκυρὰ στὸ σπίτι μου καὶ μάννα καὶ θὰ μείνω.
Μπορῶ νὰ τ' ἀναθρέψω μόνη μου. Τὴν πόρτα μου θὰ κλείνω
μ' ἆλλο κλειδὶ - νὰ μὴ μπορεῖς ἐδῶ νὰ ξαναμπεῖς.
(Ἀπόλυτη). Ἄμ, τοῦτο τ' ὀρφανό μωρό, δὲν θὰ τὸ ξαναδεῖς!
(Κάνει νὰ φύγει).
ΛΩΛΗΣ: Χά! Μαντάμ, σᾶς γελάσανε. Θὰ μείνω.
(Σπεύδει νὰ τῆς ἁρπάξει τὸ μωρὸ). Φέρ' το δῶ.
ΛΟΛΑ (τραβιέται, ἀμύνεται).............................Φύγε. Μὴ! Δὲν σοῦ τὸ δίνω.
ΛΩΛΗΣ: Ἄσ' το κάτω, μὴ σὲ βρεῖ κἅνας μπελάς.
(Τὸ τραβᾶνε ὁ καθένας πρὸς τὴν μεριά του).
ΛΟΛΑ: Θὰ τὸ σκίσεις... - μή!
ΛΩΛΗΣ:...........................Νὰ μάθεις νὰ μιλᾶς,
στὸ ἑξῆς, πιὸ εὐγενικὰ σὲ μένα!
 
ΛΟΛΑ: Τὸ παιδὶ γεννήθηκε ἀπὸ μένα.
Ἐγὼ τὸ εἶχα μέσα μου ἐν-νέ-α**** μῆ-νες****συνε-χῶς!
Χαμπάρι ἐσὺ δὲν ἔπαιρνες πῶς πείναγε!
ΛΩΛΗΣ:......................................Καὶ συνεπῶς
ἔτρωγε ἀπ' τὰ λεφτά μου. Τό 'χω*** πλη-ρώ-σει***!
Φέρ' το δῶ!
(Τελικὰ τῆς τὸ παίρνει).
ΛΟΛΑ: .......... Μοῦ τ' ἅρπαξε! Ποιός θὰ τὸ σώσει;
ΛΩΛΗΣ (Ἱκανοποιημένος): Τώρα... πάπαλα μᾶμπο! Τὸ παιδὶ τὸ παίρνω μαζύ μου.
Θὰ τὸ βάλω νὰ μαθαίνει τὴ δουλειὰ - στὸ μαγαζί μου.
(Πρὸς τὸ κοινό). Ἀπὸ τώρα κι' ἐμπρός: Κυρίες καὶ Κύριοι, νὰ συνηθίζετε
τυριὰ ἀπὸ τὸ κατάστημα "Λώλης καὶ Υἱὸς" νὰ ψωνίζετε.

ΛΟΛΑ: Χά χά χά...Διαφημίζεις γιὰ γυιὸ τὴν κόρη;
(Πονηρὰ). Στάσου πρῶτα νὰ σοῦ γεννήσω ἀγόρι!
ΛΩΛΗΣ (συνέρχεται): Πῶς εἶπες;...Ναί, εἶναι κορίτσι - τὸ ξέχασα.
(Χαλαρώνει. Τοῦ τὸ παίρνει, τῆς τὸ ἀφήνει τρυφερά). Ἀπὸ τὴν χαρά μου, τὰς φρένας μου ἔχασα.
Κοῖτα, μὲ τὶς φωνές μας, τὸ τρομάξαμε.
ΛΟΛΑ: Ἴιιιι!...Κατουρήθηκε καὶ δὲν τὸ ἀλλάξαμε.
(Κάνοντας, τραγουδῶντας εὐτυχισμένοι).
Τί μετάξια, τί δαντέλλες,
γιὰ τὶς ἔμορφες κοπέλλες.
ΛΩΛΗΣ: Πέτα τὸ καταβρεγμένο,
φόρεσέ της τὸ πλυμένο.
ΛΟΛΑ: Μιὰ κορούλα σὰν ἀστέρι,
τοῦ σπιτιοῦ τὸ περιστέρι.
ΛΩΛΗΣ: Ἀπ' τὰ λούλουδα τοῦ Μάη,
τὸ μελάκι τους θὰ φάει.
ΛΟΛΑ: Κράτα το καὶ νὰ σταθοῦμε
γιὰ νὰ φωτογραφηθοῦμε.
(Παίρνουν στάση μπροστὰ στὸν φακὸ, δηλαδὴ τὸ κοινό).
ΛΩΛΗΣ: Νά, ἐκεῖ, - δὲς τὸ πουλάκι!
(Πλατὺ χαμόγελο, φλάς, κλάμα μωροῦ).
ΛΟΛΑ: Καὶ τοῦ χρόνου, μ' ἀδερφάκι.

Αὐλαία. .......... ..........



Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

5 Δεκεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 9:50.
Ἀπὸ τὸ: Χρόνια πολλὰ, Κλινό (κι’ ἐσὺ Γεώργιε Σουρῆ).
 
λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστὶ τὸ ποίημά μου,
ποὺ θἄθελα νὰ τὄχε διαβάσει καὶ ἡ μαμά μου. 

Στὴν Λυράνθη,
στὴν Poeta
καὶ στὸν ΤΥΨΕΙΣ,
γιὰ νὰ ξέρουν πὼς τούς θυμᾶμαι.

Ὡς Κλινὸ (καὶ σὰν βέρος Νεογραικὸς προπαντὸς) ἀπαιτῶ
κεῖνοι ποὺ μ' ἀγαποῦν - τοῦτο μᾶλλον οὐκ ἔστιν ἀρκετό -
καὶ τὴν ζωή τους, λέει, δίνουν γιὰ μένα, νὰ τὸ κάνουν:
τώρα, νὰ πέσουνε μπροστά μου καὶ νὰ πεθάνουν.

Ἑλληνικὰ μιλῶ κι' εὔχομαι νὰ μὲ καταλαβαίνουν·
οἱ χριστιανοὶ, μάλιστα, ν' ἀρχίσουν νὰ μεταλαβαίνουν
τῶν ἀπαραιτήτων ἀχράντων τους μυστηρίων·
μὴν πᾶνε δὰ κι' ἄνευ συνοδείας θυμιατηρίων!

Ὅσ' εἶν' ἀλλόθρησκοι, πῶς νὰ ταφοῦν, ἄς μοῦ τὸ δηλώσουν·
ἐμμέτρους Ἐπιταφίους θὰ γράψω - ποὺ ἄλλοι θ' ἀναγνώσουν,
μὲ ταλέντο θρηνώδους μπίτ-κλεινοῦ Περικλέους
ἤ μοιρολόγας κι' ὁσίας Μαγδαληνῆς τοῦ ἐλέους.

Ὅσ' εἶν' ἄθρησκοι, τί νὰ τοὺς κάνω; Καλὰ νὰ τὰ πάθουν!
Μὲ ξερή ποίησή μου - κι' ἄνευ ὕμνων πρέπει - γιὰ νὰ μάθουν,
στὸν Ἀγύριστο νὰ πᾶνε, τὰ τομάρια! Φτού τους!
Πῶς, δίχως Πίστη, μ' ἀγαπᾶς σὲ καιροὺς σὰν τούτους;

Τελικῶς, μὴ σώσει ποτὲ πιὰ κανεὶς νὰ μ' ἀγαπήσει·
πολὺ κακῶς τὰ τέρατα νἄχουν κάποτ' εὐτυχήσει
ἀφοῦ δὲν τἄξιζαν ἔτσι κι' ἀλλοιῶς!...
.......................................... - Σιχαμένε!
Ἔτσι! Σὲ θέλω νὰ λυσσᾶς, ποθοπλανταγμένε.


Ὡς Κλινὸ (κι' ὡς ἀληθὴς Κλασικὸς προπαντὸς) νυστάζω,
μόλις πιάσω κἅνα βιβλίο τῆς ἐποχῆς... Δὲν διαβάζω
παρ' ὅσα μοῦ 'χ' ἡ ζωή μου φυλαγμένα! Βαριέμαι
σ' ἔρωτες, χάδια καὶ φιλιὰ νὰ τραβολογιέμαι.

Τελικὰ, ξέρω πὼς θὰ μ' ἀγαπήσουν, χωρὶς πονηριά,
μόλις πάψουν νὰ χτυποῦνε τὰ καταραμένα σφυριά,
μὴν κι' ἀνοίξει ξάφνου στὸν τάφο τὸ φέρετρό μου!
Κι' ἄν... κερδίσω τίτλο τοῦ λογοτέχνη-προδρόμου.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

15 Ἰουλίου 2014, καὶ ὥρα 3:41.


Re: Θέλω νὰ γυρίσω στὰ παληά...
~~
Θἄθελα νὰ βρῶ τὸ τετράδιό μου τῆς Α΄Γυμνασίου ὅπου ἔγραψα τὴν πρώτη μου.........................ἀριστουργηματική (μπὰμ, μπούμ) Ἔκθεση, ὅπου, παρὰ τὰ 1.000 ὀρθογραφικὰ λάθη μου,
Γιάννης Σιδέρης μοῦ ἔβαλε βαθμὸ 20΄ (μὲ τόνο) καὶ...μὲ πῆρε στὸν λαιμό του.
- Τί ταλέντο!... Φώναξε κατενθουσιασμένος καὶ ἦρθε καὶ μὲ ἀγκάλιασε καὶ μὲ φίλησε.
Θὰ σᾶς ἀφηγηθῶ τὴν ὑπόθεση(!) τῆς πρώτης μου ἔκθεσης λοιπόν,
ποὺ δὲν τὴν ἔκλεψα ἀπὸ κάπου ἤ ποὺ δὲν μοῦ τὴν ἔγραψε ἡ ἐξαδέλφη μου Ἑλένη, 5 χρόνια μεγαλύτερη, νὰ τὴν παρουσίαζα γιὰ δική μου! Ὥς τότε, μόνο προφορικὰ ἤμουν Μεγάλος Παραμυθάς. Δὲν ἤμουν ἄξιος οὔτε μιὰ σειρὰ νὰ γράψω κατεβασμένη ἀπὸ τὸ μυαλό μου. Πήγαινα γιὰ ζωγράφος ἄλλωστε καὶ μισοῦσα τὴν Ἔκθεση.
Ἀλλά, τὴν προηγούμενη φορά, ὁ καθηγητής μας ἐξευτέλισε ἕναν συμμαθητή μας, ποὺ διάβασε μιὰ ἔκθεση κατὰ γράμμα ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο "Πῶς θὰ πετύχετε στὸ Γυμνάσιο" (δίναμε εἰδικὲς ἐξετάσεις μετὰ τὸ Δημοτικό) καὶ τότε τὴν γλύτωσα ἐγώ, ποὺ εἶχα ἀντιγράψει τὴν ἴδια ἔκθεση ἀκριβῶς. Χτύπησε τὸ κουδοῦνι. Ἔτσι γλύτωσα, ἀφοῦ εἶχα κατουρηθεῖ, κυριολεκτικά, μόλις ἀντιλήφθηκα τὸ τί συνέβαινε.
Νὰ γιατὶ δίνω τόση ἀξία στὸ Γράψιμο, τὸ δικό του, τοῦ καθενός.

Θέμα: Νὰ φαντασθοῦμε ὅτι εἴμαστε μεγάλοι σὲ ἡλικία
καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποιαν ἀφορμὴ
θυμόμαστε, λέει, τὰ παιδικά μας χρόνια!

Ἔ, λοιπόν, ἤμουνα στάρ, λέει, τοῦ κινηματογράφου καὶ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τελείωναν τὰ γυρίσματα μιᾶς μουσικοχορευτικῆς ταινίας, ὅπου πρωταγωνιστοῦσα ἐγὼ καὶ μιὰ ἐξαίρετη νέα χορεύτρια ποὺ θὰ ἀναδεικνυόταν στὸ πλάι μου, χάρη στὴν καλωσύνη μου!
Μάλιστα, τότε, 1956, ἐπειδὴ στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπῆρχε τηλεόραση, ἔστειλε ἡ Τσινετσιτά συνεργεῖο νὰ μᾶς πάρει συνέντευξη καὶ νὰ κινηματογραφήσει, δείχνοντας ταυτοχρόνως καὶ τὸ χορευτικὸ φινάλε ποὺ ἔκλεινε μ' ἕνα φιλὶ καὶ "Τέλος", ποὺ θὰ τὸ ἔβλεπε ὅλη ἡ Εὐρώπη, πλὴν τῆς Ἑλλάδας,
ποὺ ἦταν ἀνάξια χώρα νὰ ἔχει τηλεόραση - καὶ τί νἄδειχνε δά; Λαϊκοῦρες;
Καὶ μόνον στὸ σπίτι μου, ποὺ ἤμασταν οἱ μοναδικοὶ ποὺ εἴχαμε ἀπ' εὐθείας τηλε-σύνδεση μὲ τὴν Ρώμη, θὰ τὸ βλέπανε ἡ γυναίκα μου μὲ τὸν γυιό μας.
Ἡ Ἔκθεση ἄρχιζε ὅταν πιά, ἀργὰ τὸ μεσημέρι, ἐπέστρεψα σπίτι μου, κατάκοπος, καὶ καθίσαμε νὰ φᾶμε.
Ὁ γυιός μου, ὁ Πίπης, 4 χρόνων, λύσσαξε νὰ μοῦ λέει πόσω τοῦ ἄρεσε ποὺ μὲ εἶδε στὴν ὀθόνη, τί ὡραία ποὺ ἦταν, ἐκείνη ἡ κυρία ποὺ χορεύαμε μαζύ... "Σκάσε, παιδάκι μου!", τοῦ ἔλεγα ἐγώ, "εἶμαι κουρασμένος, ζαλίζεται τὸ κεφάλι μου, τὰ λέμε τὸ βράδυ...". Τίποτα αὐτός.
- Μπαμπά, αὐτό, ...μπαμπὰ ἐκεῖνο...
Ἔ, νευρίασα κι' ἐγὼ καὶ τοῦ ἄστραψα μιὰ στὰ μοῦτρα "πάφ!..." - νὰ σκάσει ἐπιτέλους.
Καὶ δὲν ἔφαγα. Πῆγα καὶ κλειδώθηκα στὸ σαλόνι, βλασφημῶντας τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκανα παιδὶ νὰ μὲ βασανίζει ἔτσι. Ἄναψα τσιγάρο... ὥσπου ἄρχισα σιγὰ-σιγὰ νὰ ἠρεμῶ καὶ νὰ παραδέχομαι πὼς παρὰ ἤμουν αὐστηρὸς μὲ τὸ παιδί, ποὺ, τί ἔκανε στὸ κάτω-κάτω; Χαιρόταν μὲ τὶς δόξες μου καὶ καμάρωνε γιὰ τὸν πατέρα του!... Κι' ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου:
- Ἔλα, μωρέ, τώρα! Ἐγὼ ἤμουν καλλίτερος στὴν ἡλικία του; Ποὺ κορόιδευα ὅλες τὶς γρηὲς τῆς γειτωνιᾶς, ἐπειδὴ τρέμανε καὶ σέρνανε τὰ πόδια τους τὰ στραβά; Ποὺ, ὅπου ἔβλεπα σταμνάκι μὲ νερό, σὲ ἴσκιο νὰ δροσίζεται (σπάνιζαν τὰ ψυγεῖα πάγου τότε), τοὔδινα μιὰ κι' ἔπεφτε χάμω κι' ἔσπαγε; Ποὺ παντρευόμουνα κάθε ἀπόγευμα τὴν Μάρθα καὶ, ἐνῶ ἤμουν ὁ γαμπρὸς, ἔκανα καὶ τὸν παππά, γιατὶ τὰ λλα παιδιὰ ἦταν μικρὰ καὶ δὲν ξέρανε νὰ θεατρινίζουν; Ποὺ δὲν ἤθελα νὰ πάω σχολεῖο γιατὶ ἤμουν βέβαιος ὅτι ἤξερα πιὸ πολλὰ Γράμματα κι’ ἀπὸ τὴν Δασκάλα ποὺ μιλοῦσε πιὰ μὲ τὸ "σεῖς" καὶ μὲ τὸ "σᾶς", ἡ γεροντοκόρη, ποὺ ποιὸς βλάκας θὰ τὴν παντρευόταν ποτέ; Ποὺ δὲν τολμοῦσε νοικοκυρὰ νὰ βγάλει ἔξω τὸ μαγκάλι της νὰ τ' ἀνάψει καὶ τῆς τὸ ἀναποδογύριζα χοροπηδῶντας; Ὑπῆρχε διαβολιὰ ποὺ νὰ μὴν ἤμουν πρῶτος ἐκτελεστής της;
Κι' ἀναλογιζόμουν: - Ἔλα, μωρέ, τὸ κακόμοιρο τὸ παιδί, τί ἔκανε; Ἐγὼ ἤμουνα πιὸ διάολος - καὶ τὰ ξέχασα δηλαδή; Τώρα ποὺ μεγάλωσα, πάει νὰ πεῖ πὼς σοβαρεύτηκα κιόλας; Κι' ὅταν δὲν ἔτρωγα τὸ φαΐ μου καὶ τὸ πετοῦσα ὅπου εὕρισκα, ἀκόμα καὶ πίσω ἀπὸ τὸν καναπέ; Ποὺ ἤθελα, ἀπαιτοῦσα, μιὰ ζωγραφιὰ γιὰ κάθε μπουκιὰ ποὺ ὑποσχόμουν νὰ ἔτρωγα; Παιδί ἤμουνα ἐγὼ ἤ διάολος τρικέρατος; ....

Αὐτὰ ὅλα, χωρὶς ὑπερβολὴ ἤ παραποίηση, βρίσκονταν στὴν μοιραία ἐκείνη Ἔκθεση!
Μὲ ὑπερτίτλους ὁλόγυρα καὶ ζωγραφιές:
Ἕνα αἰσθηματικὸ, μοντέρνο, ἔξαλλο ἀριστουργηματάκι,
γιὰ μικροὺς καὶ μεγάλους,
ποὺ δὲν ὑπάρχει προηγούμενό του.
Ἄν δὲν τὸ διαβάσετε, ἐσεῖς χάνετε!


Τὴν ἀνάμνηση αὐτή,
τὴν ἀφιερώνω στὸν Χρῆστο Παπαλυμπέρη,
αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ πρῶτος μὲ...ἔμπασε στὰ μυστικὰ τοῦ διαδικτύου!



28 Ὀκτωβρίου 2011, καὶ ὥρα 7:18.
* Ὁ νέος Ἐθνικὸς θρῆνος,
πικρὸ ψωμὶ καὶ οἶνος.

~~~~
ἡ καταστροφὴ τῶν Φτωχῶν.
Στῶν Φτωχῶν τὴν καμπούρα, μὲ βάρη,
κωλοκάθησ' ἡ Μέρκελ νὰ γδάρει
τὰ Ψαχνά, ποὺ τοὺς μέναν' ἀκόμη,
μ' ἕνα Τέταρτο Ράιχ στὴν κώμη,
στὴν παρέλαση πρώτη μοστράρει
π' ἀντὶ τ' Ὄχι τὸ Ναὶ ἔχει πάρει.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~~~~

7 Ἰουνίου 2014, καὶ ὥρα 12:52. 
 
Re: Πατριωτισμός καὶ "προοδευτικότητα" - μποροῦν νὰ συνυπάρξουν;
Δὲν θέλει καὶ πολλὴ κλινοσοφία!...
~~
Καὶ βέβαια μποροῦν!
Βέβαια, ὅπως κατάντησε ἡ πατρίδα μου, ἡ Ἑλλάς, ἡ Ἀθήνα, τὸ ἱστορικὸ κέντρο δά(!), χίλιες φορὲς νὰ ἤμουν ἀρχαῖος Ἕλληνας (δηλαδὴ νὰ μὴ ζοῦσα τώρα, πρὸ ἀμνημονεύτων αἰώνων ἀνύπαρκτος νὰ ἤμουν πιά), ἀλλὰ δὲν πειράζει: ἔχω κάτι νὰ σιχαίνομαι, - καλὸ αὐτό!... - τὸ τώρα.
Πατρίδα εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκες.
Κοσμοπολιτισμὸς δὲν σημαίνει τίποτα: γυρνᾶς παντοῦ χωρὶς νὰ εἶσαι πουθενά κι' ἀπὸ πουθενά (τὄχεις ξεχάσει τὸ "κάπου" σου). Κοσμόταφος λέγεται αὐτό.
Μπορεῖς νὰ ἔχεις τὴν πατρίδα σου: γειτωνιά, χωριό, πόλη, νομό, κράτος... καὶ νὰ εἶσαι σὲ φιλικὲς σχέσεις (ἤ καὶ ἀδιάφορες κι' ὥς ἕνα σημεῖο ἐχθρικές) μὲ πατρίδες ἄλλων.
Οὔτε σὲ ξένο μέρος θἄθελα νὰ πεθάνω καὶ νὰ ταφῶ.
Ἡ καταγωγὴ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα: λατρεύω
* τὴν εὐφράδεια ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴν Σμύρνη τῆς μάννας μου,
* τὴν μουσικότητα ποὺ πλούσια μοῦ χάρισε ἡ Κέρκυρα τοῦ πατέρα μου,
* τὸ ἀττικὸ φῶς μέσα στὸ ὁποῖο γεννήθηκα, τὴν ἀττικὴ προφορά μου, τὴν ἐξ ἔρωτος γαλλικὴ φινέτσα μου, τὰ ἀλλεπάλληλα φλὲρτ μου μὲ τὸν Βέρντι καὶ τὸν Μπερλιόζ, ποὺ τοὺς προδίδω μὲ τὸν Χατζιδάκι, κι' ὅλοι χαιρόμαστε μὲ τὸ παραπάνω, ἔτσι.
Δύο γυναῖκες θὰ τὶς λάτρευα ὁπωσδήποτε: τὴν Μαρία Κάλλας καὶ τὴν Φλέρυ Νταντωνάκη.
Θἄθελα μιὰ νύχτα νὰ κοιμόμουν στὸν Παρθενώνα, νὰ μ' ἄφηναν νὰ φιλήσω στὸ στόμα τὴν Ἀφροδίτη τῆς Μήλου καὶ νὰ συγκρινόμουν μὲ τὸν Ἑρμῆ τοῦ Πραξιτέλη καὶ πάσῃ θυσίᾳ ...νὰ μὲ βγάζανε ὡραιότερον!
Ὁ Διόνυσος καὶ ἡ Ἀθηνᾶ νὰ μὲ τραβοῦσαν, μὲ πάθος, ὁ καθένας πρὸς τὸ μέρος του, καθὼς θὰ τοὺς τραγουδοῦσα ἀλὰ Ὕβ Μοντάν κάτι σὰν Ριγκολέτο ἤ Τσελίνι ἑλληνο-γαλλο-ἰταλικά!
Καὶ νὰ ἔπαιρνα Βραβεῖον Γλαύκας πρὶν μὲ ὁδηγοῦσαν στὸν Κεραμεικὸ ἀ ζαμαί.

Ἡ πρόοδος εἶναι προσωπικὴ ὑπόθεση. Κανένας ἆλλος δὲν θέλει νὰ προοδεύσεις, ἐσύ, παρὰ μόνον - κι' ἄν ὄντως τὸ θέλεις - ἐσύ.
Τάδε ἔφη  μεσιὲ Κλινοηδυεπής·
ὡραῖος, ὀλέθριος.


10 Ἰανουαρίου 2015, καὶ ὥρα 7:06.
Re: Ἀλήθειες γιὰ τὴν Αὐτοκτονία τῶν Ἐφήβων.
* * *
Κλινοσοφιστεῖες.
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~~
Δὲν πᾶτε στὸν διάολο ποὺ θ' ἀφήσω νὰ αὐτοκτονήσουν
γιὰ τὰ σιχαμένα μοῦτρα σας!...

-------------------------------------------------------"...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
Ὅσο θὰ ὑπάρχει ζωὴ καὶ φυσικὰ καὶ ἄνθρωποι, οἱ ἔφηβοι θὰ βρίσκονται μπροστὰ σὲ διλήμματα καὶ εὐαισθησίες ποὺ ἀναστατώνουν τὸ εἶναι τους.
Βέβαια, δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο εὐάλωτοι. Ὡστόσο, δὲν παύει νὰ ξανοίγεται μπροστά τους ἕνας κόσμος ποὺ κάθε ἆλλο παρὰ ἰδανικὸς καὶ εὔκολος εἶναι.
Ἡ φύση τοὺς καλεῖ ἀναποτρέπτως νὰ λάβουν πρωτοβουλίες καὶ τολμήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι προετοιμασμένοι ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τὸ περιβᾶλλον τους, ποὺ ὑποτίθεται ἔχει πείρα καὶ γνώση. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀποφεύγουν νὰ δοῦν κατάματα καὶ νὰ μιλήσουν καθαρὰ καὶ ξάστερα. Δὲν χρειάζεται πολλὴ φιλοσοφία, ἡ ζωή. Ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, συμπαράστασταση χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι - καὶ μάλιστα, σὲ κάθε ἡλικία, ὄχι μόνον στὴν ἐφηβική. Καὶ ὁ γέρος χρειάζεται συμπαρά-
σταση. Ἀλλὰ ποιός τὸν ὑπολογίζει!...
Γιὰ ὅλους, τὸ χρέος σταματᾶ: ὅταν μάθουν στὰ παιδιά τους τὴν στράτα, νὰ περνοῦν μὲ τὸ πράσινο καὶ ὄχι μὲ τὸ κόκκινο καὶ, ἄν εἶναι κορίτσια, μὴ χάσουν γρήγορα τὴν παρθενιά τους, ἐνῶ ἄν εἶναι ἀγόρια, νὰ "τὴν χάσουν" ὅσο γίνεται ἐπαξίως καὶ γρηγορώτερα! Ὕστερα, νὰ βροῦν μιὰ δουλειὰ ποὺ νὰ ἀποδίδει λεφτά καὶ νὰ παντρευτοῦν. Ἑλληνικὴ ἀσπρόμαυρη ταινία μὲ τὰ ὅλα της.
Ὅμως, ὁ νέος ἔχει ἀγωνίες καὶ εἶναι ἀρχάριος - εἶναι ἡ φύση του τέτοια.
Δὲν γνωρίζει τὸν ἐαυτό του, τὶς δυνάμεις του, τὶς ἀδυναμίες του (ποὺ πρέπει νὰ καμώνεται πὼς δὲν τὶς ἔχει), τὸ πῶς θὰ τὸν ὑποδεχτεῖ ἡ κοινωνία, καθὼς ἐπίσης δὲν γνωρίζει πόσο σαθρὴ εἶναι, πὼς δὲν διορθώνεται μὲ τίποτα. Ὁ νέος ἔχει ὄνειρα νὰ τὴν ἀναπλάσει καλλίτερη - καὶ ὅμως τοῦ τὴν ἔχουν παραστήσει καὶ τοῦ ἀπαιτοῦν νὰ τὴν θεωρεῖ σπουδαία κοινωνία καὶ σωστὴ καὶ ἅγια!
Ἀκόμα κι' ὅταν τοῦ μιλᾶνε γιὰ "ὑποκρισία τῆς κοινωνίας", δὲν ξέρει (κανεὶς) ποῦ ἀρχίζει, ποῦ τελειώνει (ἄμ, νὰ ποὺ...ποτὲ δὲν τελειώνει) αὐτὴ ἡ ὑποκρισία! Καί, μὲ τί, μὲ ποιὰν ἀλήθεια (ἀνυπόκριτη) θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντικατασταθεῖ, ἄν θὰ ἦταν, ποτέ, δυνατὸν αὐτό;
Ὁ ἔφηβος θέλει νὰ ἀξίζει, γεννήθηκε γιὰ νὰ ἀξίζει, ἀλλὰ ὅλα συνηγοροῦν στὸ νὰ τοῦ λένε ὅτι...δὲν ξέρει τί τοῦ γίνεται, ἄρα, τάχα μου, δὲν ἀξίζει (...ἀκόμα!), ἄν δὲν τοῦ τὸ ποῦν οἱ ἐπαΐοντες, οἱ ψεῦτες δηλαδή, λὲς καὶ γεννήθηκε κανεὶς ποὺ νὰ ξέρει ἤ νὰ ἔμαθε ποτέ, ὅσο κι' ἄν πάσχισε, ἄν ἀξίζει ὁ ἴδιος καὶ ἄν εἶναι σὲ θέση νὰ ξέρει τὸ πόσο καὶ τὸ ἄν ἀξίζουν οἱ ἄλλοι.
Συμβαίνει ὡστόσο νὰ φοριέται πολὺ αὐτὴ ἡ κακοήθεια.
Ποτὲ δὲν θὰ ἄφηνα ἕναν νέο νὰ πάθει κατάθλιψη καὶ νὰ πεθάνει, αὐτοβούλως ἤ μὲ παραίτηση ἤ ἀλλο ιῶς πῶς.
Θὰ στεκόμουν πλάι του. Καὶ μοῦ ἔχει συμβεῖ ἀμέτρητες φορές, ἀπὸ...τὰ ἐφηβικά μου κιόλας χρόνια, νὰ τὸ ἔχω κάνει.
Σᾶς θυμίζω καὶ αὐτό:
(...) Ὁ φιλόλογος Γεώργιος Παπανδρεόπουλος μὲ χαρακτήρισε "μεγἀλο ταλέντο" καὶ, συγκρίνοντάς με μὲ ἕναν-δυὸ ἀριστούχους, ἐκείνους τοὺς εἶπε "κνώδαλα" (ἀπὸ τότε ξέρω τὴν λέξη!).
Ὁ ἴδιος ὅμως φοβόταν καὶ τὴν ὑπερβολικὴ εὐαισθησία μου καὶ τὴν ἀριστοκρατικότητά μου. Κι' ἕνα ἀπόγευμα, (ἤμασταν 17 χρονῶ) στὴν Πνύκα, εἶπε σὲ κάτι συμμαθητές:
- Φοβᾶμαι πὼς αὐτὸ τὸ παιδὶ θαὐτοκτονήσει.
Φυσικά, μοῦ...τὸ κάρφωσαν αὐτοστιγμὶ καί, ἀναρθώνοντας τὸ ἀνάστημά μου, παρήγγειλα νὰ τοῦ ποῦν:
- Ὁ Λὸ Σκόκκο ποτὲ δὲν πεθαίνει.
Αὐτὸ χρειάστηκε νὰ τὸ πῶ ἀμέτρητες φορὲς στὸν ἑαυτό μου ὥς τώρα.
Ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι, καθ' ὅλα, ἔφηβος καί, φυσικά, συμπαθὼν τοὺς ἐφήβους.
Ἄς ἀποφύγουμε καὶ τὴν ἀναμενόμενη ὑπερ-προστυχιά σας: οὐδέποτε ὑπῆρξα τεκνατζής.
Σᾶς σιχαίνομαι ἀλλὰ πρέπει νὰ σᾶς ἀντιμετωπίζω ὅπως ἀξίζετε.
Ἡ ζωὴ εἶναι πολύτιμη, γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστά, καὶ ὅπως τοῦ λαχαίνει, ὅπως τὴν ζεῖ, ὅπως μπορεῖ.
Λίγη καλωσύνη χρειάζεται νὰ καλλιεργηθεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός.
Κάτι ποὺ πετυχαίνεται, κυρίως, μὲ τὸν Ἔρωτα. Κάθε ἔρωτα. Ἐννοῶ καὶ τὸν ἔρωτα-σκοπὸ ζωῆς ποὺ βάζει κανείς στὸν ἑαυτό του, ἄς ποῦμε: νὰ γίνει κάτι πιὸ ἰδανικό.
Πάντως, ἡ σεξουαλικὴ εἰλικρίνεια (ὄπως ἀκριβῶς τὸ λένε οἱ δύο λέξεις) τοῦ καθενὸς, εἶναι καὶ ἡ Σωτηρία του.
............................................................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

20 Σεπτεμβρίου 2008, καὶ ὥρα 9:18.
Μία ἀπὸ τὶς ἐντελῶς πρῶτες δημοσιεύσεις μου, ἡ 2η Κλινοσοφιστεία,
στὸ Φόρουμ.γκρ πλέον, μὲ ἔναρξη 12 Αὐγούστου 2008.
κλινοσοφιστεῖες
γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Πῶς πέρασα τὰ γενέθλιά μου.

-------------------------------------------------------------"...κα ξάπλωσα γυμνούλης μ τ χέρι κε. πότε θυμήθηκα:

* Ἔκθεσις τοῦ μαθητοῦ τῆς Δ΄τάξεως τοῦ 99ου Δημ. Σχολ. Ἀθηνῶν κτλ.
(ἡ πρώτη μὲ μελάνη, δηλαδὴ μὲ πέννα, κονδυλοφόρο, μελανοδοχεῖο, στυπόχαρτο - οὐδεὶς λεκ
ές, κοιτᾶξτε!).
* Ἐν Ἀθήναις τῇ 27ῃ Αὐγούστου 2008.

Χτές, ἀπὸ μόλις ξημέρωσε (πιὸ πρὶν κοιμόμουνα) ὥς τὰ μεσάνυχτα, εἶχα τὰ γενέθλιά μου.
Σὰν χθές, ὥρα τρεῖς καὶ τέταρτο τὸ ἀπομεσήμερο, στὸ Κυνόσαργες τοῦ Ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν, γεννήθηκα ἐγώ. Κι' αὐτὸ δὲν θὰ ἐπαναληφθεῖ. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἔτσι εἶμαι ἀνεπανάληπτος.
Ἡ μαμά μου λέει ὅτι βγῆκα ἀνάποδα, - μὲ τὰ πόδια - ἀλλὰ αὐτὸ τὸ "ἀνάποδα" δὲν τὸ παραδέχομαι, ὅσο κι' ἄν εἶναι ἀλήθεια, ὅσο κι' ἄν ὅλα μοῦ πᾶνε ἀνάποδα, γιατί σημασία ἔχει τὸ ὅτι "ἐξῆλθα" ἐπιτέλους!... - πόσοι εἶδαν τὸ πῶς;
Ὑποθέτω τὸ κεφάλι μου, μαζὺ μὲ τὸ μυαλό μου, τὸ ποορισμένο γιὰ κλασικὲς σπουδὲς καὶ ὑπὲρ μοντέρνες ἀταξίες, δὲν θέλανε νὰ ἐκτεθοῦν μιᾶς κι' ἔξω στὴν ἀνθρωπότητα, τὴν σκληρὴ ἀνθρωπότητά σας, καὶ τελικῶς ὅμως βγῆκαν, διότι ἡ μαμὰ δὲν θὰ τὸ ἄντεχε νὰ ἀποκεφαλισθῶ ἐντός της καὶ πρὶν τῆς ὥρας μου. Ἐννέα μῆνες στὴν κοιλιά της, ἔμαθα τὰ χούγια της ἀπ' ἔξω κι' ἀνακατωτά. Ἦταν καλὴ γυναίκα ἡ φουκαριάρα. Κι' αὐτὴν τὴν ἐξακριβωμένη διαπίστωση θὰ τῆς τὴν ἔλεγα εὐθὺς ἀμέσως ἀλλὰ, βλέπεις, μὲ πιάσανε τὰ κοινοπληκτικὰ κλάματα, κάτι σὰν: - Οά!... οὐά!... καὶ, ἑπόμενον ἦταν, ξέχασα τί ἤθελα νὰ τῆς πῶ.
Στοχασμός: μήπως, ἄν ἔβγαινα, ὄχι ἀνάποδα ἀλλὰ ἴσια, σωστά, κανονικά, νορμαλικά, ἀπὸ τὴν καλή, ἤτοι πρῶτα τὸ κεφάλι μετὰ τοῦ νοός, θὰ λειτουργοῦσα ἐπὶ τῷ...φυσιολογικὸν, λέγοντας:
"- Ὤ, τὶ ὡραῖος κόσμος, μαμά!...Θένκς, μερσὶ μπιὲν καὶ νἆσαι καλὰ ποὺ ἔτεκές με! ἀλλὰ...πότε θὰ ξεκουμπιστοῦν οἱ Γερμαναράδες;" (1944).

Ὡστόσο, βλέπετε, ἀλλοιῶς τἀ ἔφεραν οἱ Μοῖρες: Κλωθώ, Λάχεσις καὶ Ἄτροπος, ποὺ μὲ ἀποστόμωσαν λέγοντας ἐκεῖνες τὰ δικά τους, ἐνόσω ἐγώ, ἐκτυφλωθεὶς ἀπό τὸ ὁλοάξαφνο Ἀπολλώνιον φῶς τῆς Ἀττικῆς, ἔμεινα μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, σφάλισα τὰ μάτια καὶ... Νὰ γιατὶ δὲν εἶδα ποιὰ Μοίρα μὲ μοίρανε τί! Ἄκουσα μόνον τρεῖς φωνὲς:
Α΄φωνή: - Μάννα Σμυρνιὰ. Δοθήτω αὐτῷ τὸ γλωσσοκοπανίζειν. Γένοιτο.
Β΄φωνή: - Πατὴρ Κερκυραῖος. Δοθήτω αὐτῷ μελωδικὴ φωνὴ καὶ τρέλλα ὅλη δική του. Γένοιτο.
Γ΄φωνή: - Υἱὲ τῶν Ἀθηνῶν, εἴη ἡ Ἀθην προστάτις σου, ἄν καὶ πολὺ σοῦ πάει, φτωχὸς ὤν! Γένοιτο.

Μόλις εἶδαν τὸ ψαλλίδι τῆς μαμμῆς, ποὺ θὰ ἔκοβε τὸν ὀμφάλιο λῶρο, νὰ τοὺς πῆγε! καὶ τὸ 'βαλαν στὰ πόδια ἅπασαι αἱ τρεῖς. Μά, ποιός θὰ τὶς πείραζε αὐτὲς τὶς σκρόφες;
Ἡ μάννα μου κι' ἐγώ, ἐπονέσαμε κάπως, - τὸ θυμᾶμαι σὰν νά' ναι τώρα - ἀλλά πόνος ἦταν καὶ πάει!
Τὸ προσφυγικό σπιτάκι μας γέμισε γέλοια, χαρές, θεῖες, θείους, ξαδέρφια, κουδουνίστρες...Ὅλα γιὰ τὸ λὲ μωρὸ καὶ τὸν μπεμπέ. Ἄ, ὅταν λέμε μωρό, ἐννοοῦμε βρέφος, νεογέννητο - καὶ ὄχι ἀνόητος, ἔτσι; Νὰ λείπουν οἱ ἐξυπνάδες σας.

[Στὸ μεταξὺ, ὁ μπαμπὰς ὅμηρος στὴν Γερμανία - π' ἀνάθεμὰ την! Ξυπόλυτος, φορῶντας μιὰ προβιὰ κατάσαρκα κι' ἕνα σύρμα στὴν μέση, νὰ δένει, νὰ καλύπτεται ἡ ξεβρακωσίλα, ἐνῶ χιλιάδες ψεῖρες, ἐπί τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, ἐκινδύνευαν, ὑποψήφιες καὶ δαῦτες, ἐξ αἰτίας του, καθημερινῶς νὰ πᾶνε πρὸς σαπωνοποιΐαν. Ἔπιναν δὲ τὸν ἀγλέουρα εἰς αἷμα ἑλληνικόν.
Πετσὶ καὶ κόκκαλο ὁ σιὸρ κόντε Σπυριντιόνε].

Μὲ ζεστὸ νερὸ τοῦ μαγκαλιοῦ καὶ πράσινο σαποῦνι (δῶρο τῆς νονᾶς μου), δύο ὧρες μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ εἴσοδό μου, ὁπόταν ξύπνησα μὲ τὶς πρῶτες μου τσίμπλες, ἡ μάδερ μ΄ἔπλυνε γιατί εἶχα κάνει καὶ τὰ πρῶτα κακά.
- Πούφ! ἔκανε ἡ μαμὰ κι' ἀμέσως, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, μοῦ ἄρχισε κάτι σὰν μπιντὲ, ὰπὸ πάνω ἴσαμε κάτω. Χωρὶς ντούς. Μ' ἕνα κύπελλο, βρὲ παιδάκι μου! Ὅ,τι εἶχε ἡ γυναίκα σὲ καιροὺς Κατοχῆς. Ἔπειτα, ἀγαλλίασε κι' ἐμένα τὸ προσωπάκι μου, πεντακάθαρο, φωτεινό, μὲ κεῖνες τὶς λᾶγνες ματσοῦνες, ματσουνάρες, νὰ τόσες!
Κοντολογίς, ἀγάπησα τὸ λουτρό, προάγγελο τοῦ χαμὰμ καὶ τοῦ κλύσματος ἁπάντων τῶν ἀξιεράστων καὶ μὴ ἐξαιρετέων.
Ἡ μάννα μου εἶχε καλό, θεαματικὸ βυζί. Τὸ τί μπορεῖ νὰ περιεῖχε, τέλος γερμανικῆς λύσσας, μὲ τόση πείνα καὶ θανατικὸ ὁλόγυρα, ἐκεῖνο τὸ βυζί, παραμένει ἄγνωστον!
Νὰ γιατὶ λαχταρῶ νὰ στήσω, μὲ τὰ χεράκια μου, μπροστὰ στὴν Βουλή:
Μνημεῖον στὸ Ἄγνωστον Γάλα τῆς Κατοχῆς.
Τέλος πάντων, ἔζησα. Ὅσο γιὰ βυζί...Καὶ σκέτο, γιὰ πιπίλισμα, καλὸν καὶ θρεπτικόν. Ἀπὸ τότε ἀπέκτησα καὶ ἕν βίτσιον : μαστορουφήχτρας. Ὅσον διὰ γάλα..., - ἔ, γαλακτώδη ἐξάγουν καὶ ἆλλά τινα μέλη τοῦ σώματος, - τοῦτο πρὸς ἐνημέρωσίν σας.

Χτές, εἶχα ὅλη μέρα τὰ γενέθλιά μου. Χωρὶς τὴν μαμά μου, χωρὶς τὸν μπαμπά μου, χωρὶς τὴν ἀδελφή μου. Μὲ σιχάθηκαν, λέει, ὅταν μεγάλωσα καὶ πέθαναν - ...ποιός θὰ πεθάνει πρῶτος νὰ γλυτώσει ἀπὸ μένα. Ἄσπλαχνοι, ὅλοι τους, ἐξέλιπον (ἀόριστος β΄). Κι' ἔτσι γεροπαράξενος ποὺ κατήντησα (ἐπισημαίνεται ἐδῶ σαφὴς ἠθικὸς ξεπεσμός), ἔχω κατὰ νοῦν, ἐγώ, νὰ μὴν πεθάνω ποτέ, (ἄμ, δὲν μὲ ξέρετε ἐμένα!...τί πεῖσμα σοῦ τὄχω!...), γιὰ νὰ μὴν ξανασυναντηθουμε οἰκογενειακῶς καὶ ἀναγκασθῶ νὰ τοὺς τὰ ψάλω σμυρνέικα καὶ γιὰ νὰ μὴν δώσω ἔμπνευση καὶ ἀφορμὴ στὸν Παῦλο Μάτεση νὰ γράψει νέαν κωμωδίαν, μετὰ τὴν ὑπέροχη "Τελετή" του. Ἄσ' τους νὰ περιμένουν τοὺς "βαρβάρους" τους - κάποτε ἴσως πάω κοντά τους ἀλλὰ... γιὰ ἕνα τέτοιο σόι, ἀχάριστο, χέστηκα καὶ δὲν ἔχω σκοπό, αὐτὴ τὴν φορὰ, νὰ πλυθῶ.

Χτές, ὁλημερίς κι' ὁλονυχτὶς, εἶχα τὰ γενέθλιά μου. Ὅμως 64 κεράκια (πιὸ πολλὰ κι' ἀπὸ τοῦ Κ.Π.Καβάφη) κοστίζουν ἀκριβώτερα κι' ἀπό τὴν τούρτα. Ἀλλά, τούρτα χωρὶς κεράκια ἴσον γέρος μὲ μαῦρα μαλλιά, καὶ ὡς συμπέρασμα: λείπει ὁ σεβασμὸς τῶν λευκῶν πλοκάμων. Καὶ πῶς νὰ τὸ κρύψω, τὰ μακρυὰ μοντέρνα μαλλιά μου εἶναι κάτασπρα σὰν ἄσπρη πέτρα ξέξασπρη. Ἀναμένω σεβασμὸ στὸ ἀκουστικό μου.
Σημειωτέον ὅτι ὁ Χρόνος αὐτοπροσώπως (ἅμα θέλει ὁ ἄτιμος!...) μὲ σέβεται. Ἀπόδειξη ὅτι μοῦ ἄφησε ἀνέπαφα τὰ ὑπόλοιπα νειᾶτα μου (τὰ ὁρατά, σύμφωνοι). Ναί, θὰ μποροῦσα ἄνετα νὰ ἰσχυρισθῶ πὼς πάω Δ΄Δημοτικοῦ (πόσες φορὲς ἄρα θὰ πρέπει νὰ ἔμεινα στὴν κάθε τάξη, - οὔ!...) Νὰ καμαρώνω ὅτι αὺτὴ εἶναι ἡ πρώτη μου καλὴ ἔκθεση, ἐνῶ οἱ ἆλλες ἤτανε σαφῶς καλλίτερες καὶ ἄριστες! Πὼς οἱ δάσκαλοι, στὸ Γραφεῖο, διαφωνοῦν στὸ τί πρωτότυπον βραβεῖον δέον νὰ μοῦ προσφέρουν: ἕναν καινούργιον ἔρωτα; - συγγνώμη, ἕνα ρολόι ἤθελα νὰ πῶ ἤ μιὰν ὑποτροφία, - τουτέστιν νὰ μὲ σπιτώσει κάποια πλουσία εὐεργέτις ἤ κάποιος πλούσιος εὐεργέτης τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν; Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἀκόμη κάνω πολυποίκιλα ὀρθογραφικὰ λάθη ἀλλά...ἄς μὴν ἄλλαζαν κάθε λίγο καὶ λιγάκι οἱ ὑπεύθυνοι τὴν Γλώσσα - τί φταίω ἐγὼ; Νὰ ὀνειρεύομαι πὼς ἡ συμμαθήτριὰ μου ἡ Ἠρὼ Κασσέτα (ἤδη τρίτος ἔρως τῆς ζωῆς μου, μετὰ τὴν Μάρθα Μαυρομμάτη καὶ τὴν Φανὴ Κοκκίνη) θὰ πάψει νὰ μιλάει μὲ τὰ μεγάλα ἀγόρια τῆς Στ΄τάξεως καὶ θὰ ξανά' ρθει σὲ μένα, ποὺ ἔχω καἰ τόσες γερμανικές, ἀνάγλυφες, σπάνιες ζωγραφιές, γιὰ τὶς ὁποῖες λυσσάει ἡ Ἠλέκτρα Κουρούπη ποὺ ἀπαγγέλλει καὶ ὑπέροχα σὰν ἠθοποιός! Πὼς ἡ μαμά μου κι' ὁ μπαμπάς μου θὰ μὲ στείλουνε στὸν Γάλλο, ποὺ μὲ ξεχώρησε, νὰ μάθω γαλλικὰ (τελικά, κατέκτησα καὶ τὸ στὺλ παριζιέν - ὄχι τί!). Πὼς τὰ παιδιὰ θὰ πάψουν νὰ μὲ βρίζουν "θεατρίνο" (ἔγινα καὶ πάψανε)! Πὼς ὅλες οἱ ψηλὲς μεγάλες κοπέλλες θὰ μὲ χορεύουν τάνγκο ὥς τὰ βαθειὰ γεράματα! Πὼς ὁ μπαμπάς μου θὰ ρετουσάρει τὸ πρόσωπο τῆς Γκρέτας Γκάρμπο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πετύχω μὲ τὸ μολύβι μου! Πὼς τὸ πουλάκι μου θὰ παραμείνει τὸ μεγαλύτερο τῆς γειτονιᾶς, νὰ τὸ ποθοῦν οἱ μπιντέστριες καὶ οἱ κλυσματισμένοι! Πὼς δὲν θὰ πάρω, Παναγίτσα μου Ἐκθεσοκαλοβαθμούσα, μηδὲν σ' αὐτὴν τὴν Ἔκθεση. ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν πῆρα κι' ἄς ἔγραφα τρὶς χειρότερα κι' αὐστηρῶς ἀκατάλληλα διὰ Σχολεῖον!

Δόξα Σοι ὁ Θεὸς, μὲ ἀναμνήσεις πέρασα τὰ γενέθλιά μου. Ἦταν οἱ μόνες ποὺ τὸ θυμήθηκαν καὶ ἦρθαν. Μὲ τίμησαν. Ἦρθαν γιὰ μένα, ὄχι γιὰ τὴν τούρτα.
Μὲ τί λεφτὰ νὰ ἀγόραζα;
-----------------------------------------------------------------...μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
*
Χῶρος γιὰ βαθμολόγηση:....................(ὁλογράφως),----------(ἀριθμητικῶς).

16 Μαρτίου 2014, καὶ ὥρα 4:09.
Re: Λίγη ἀγάπη, μωρέ, γιὰ τὰ ζωάκια!... καὶ Φωτεινὴ Πιπιλῆ.
~~
Τοῦτο δὲν εἶναι Ποίημα!
- Ὠδή 'ναι, μωρέ, τοῦτο, τόδε τὸ λογοθαῦμα τὸ στυλογεγραμμένον;
Πάντως, μές τὰ χειρόγρφα εὑρέθη γατοφίλου,
κι' εἰς Φόρουμ διασώζεται, χάρις στὰ δαχτυλάκια μου
π' ἀριστουργήματα πληκτρολογοῦν,
αὐτὰ ποὺ γάτες πιάνουνε...αὐτὰ ποὺ καὶ μουντζώνουν
ὅσα δὲ βάζει ἀνθρώπου νοῦς ἀλλ' ὁλοτρίγυρα συμβαίνουν!
~~
Δημῶδες εἰπεῖν περὶ Γάτας ἀνυπάνδρου.

Μία γατούλ' ἀπόρησεν,
'θολώθη ὁ λογισμὸς τῆς γάτας:
" - Ὀκτὼ στὸ στῆθος μου μετρῶ,
ὀκτὼ βυζάκια πιάνω.
Τί τὄφελος νὰ τἄχω ἐγώ;
Κανέναν δὲν βυζάνω!...

- Δὲν εἶν' γιὰ μόστρα, γάτα μου,
Μιμίκα μου, καλή μου!
Μόν' εἶν' γιὰ τὰ γατιά σου.

- Μήτε γατάκια ἔχω ἐγώ
μήτε καὶ Μαῦρον Γάτο.
Οἱ βάρβαροι μ' ἀγόρασαν,
κλεισμένη μέσα μ' ἔχουν.

- Μὴν κλαῖς καὶ μὴν ὀδύρεσαι
κι' ἡ τύχη σου ἀλλάζει,
(τὄπε καὶ τ' Ὡροσκόπιο):
γκάστρωμα δὲν γλυτώνεις.

- Ἄν εἶναι πάλι νὰ βρεθῶ
μόνη μου μὲ τὸ μούλικο
κι' ἕρμη σὰν θὰ γεννήσω,
μ' ὀχτὼ διαβολο-νιάααρικα,
κι' ὁ φάδερ τους νὰ φύγει...,
κάλλιο νεκρὴ νὰ μ' εὕρουνε,
ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρει.

- Σκέψεις νου
άρ, γατούλα μου, κατάμαυρες μὴν κάνεις!
Δ
εῖξε, μὲ τὸ χαμόγελο,
τὴ μητρικὴ στοργή σου,
στέρξε καὶ στὰ νιογέννητα...

- Πῶς ἡ ἄμοιρη θὲ νὰ τὰ συντηρήσω;

- Σώπα, μὴν ἀπελπίζεσαι,
κονσέρβες στ' ἄστρα βλέπω,
φαγάκια στὴν πασιέντζα,
κι' ἡ Καφετζοὺ πλοῦτο στὸ φλυτζάνι σου
καὶ εὐτυχίαν βλέπει.
Κι' ἄν τὰ βυζιά σου, σήμερις, ἄν ἄχρηστα τὰ κρίνεις,
κεῖνα γάλα θὰ κατεβάζουνε, σὰν ἔρθουν τὰ νιαούλια!
Γάλα πολὺ θὰ βγάζουνε, στ' ὁρκίζομαι, Μιμίκα.
Πουρνὸ θὰ πίνουν τὰ γατιά,
γιόμα θὰ ξαναπίνουν,
ὥσπου νὰ μεγαλώσουνε,
γον
ιοὶ κι' αὐτὰ νὰ γίνουν!
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο,
16 Μαρτίου 1984. <----- Ἰδοὺ ποὺ τὸ πάθος μου γιὰ γάτες καὶ σάτιρα
 εἶναι παλαιότερον τοῦ φορουμικοῦ μου βίου (2008...).

11 Ὀκτωβρίου 2011, καὶ ὥρα 5:25.
- θὰ τὰ πῶ συγκεκαλυμμένα.
- καὶ δὲν τὰ λ
ές; Τὰ γαμημένα!...

Ἠθικὸν δίδαγμα πρὸς ὅποιους ἀπὸ σᾶς χρωστᾶτε:
- Οἱ Δανειστὲς καθορίζουν: ποιές, ποιούς θὰ γοὺ-ἄ-μᾶτε,
πόσο, κάθε πότε - κι' ἄν!... - θὰ ψοὺ-ὤ-λὸ-βαρᾶτε,
ὅσο καὶ σὰν ψάρια ἀπὸ κοὺ-αύλα σπαρταρᾶτε,

τὸ κόστος, μὲ τί φόρο, θὰ μοὺ-ἄ-λὰ-κίζεστε
κι' ἄν θὰ πρέπει, κάπως, μεταξύ σας, ν' ἀγγίζεστε,
εὐγνωμονώντας Τρόικες!
.............................. - Μὴν, βρὲ ζά, διαολίζεστε!
Παρντόν, μαντάμες, μὴ μοὺ-(καὶ)-νὸ-ξεφλουδίζεστε!

Ἀφοῦ ἐμεῖς, θὰ βροῦμε τρόπο, Γραικὲς καραβάνες,
τὸ σοὺ-ἔξ μας, ἔστω, παρανόμως, σὰν ἀλάνες,
νὰ μὴ μᾶς λείψει! νὰ γίνεστε δὰ καὶ σεῖς μάννες!

- Δὲν χρωστῶ, Σινιόρι, τρίχ' ἀπὸ τὸν ποὺ-οῦτσο μου!
Θέτε ξεροσφύρι νὰ πίνω τὸ καρτοῦτσο μου;
Μὴ μοῦ στρίψει καὶ σᾶς χύσω ὅλον τὸν Ἀνδροῦτσο μου!
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
( - Καλὲ, σονέτο βγῆκε!
- Κλινό μου, σοφὲ λύκε!...)

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

1 Νοεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 6:52. 
 
* Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

γ ά τ α τσέπης, 7.

Βρέ, βρὲ γατάκι, καλὰ ποὺ ἦρθες νὰ μοῦ κάνεις παρέα. Εἶδες; Γιὰ νὰ πίνει κανεὶς τὸν καφέ του γουλιὰ-γουλιὰ πῶς περνάει ἡ ὥρα καὶ τί ἀναπάντεχο μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ; Νά, ὁρίστε πού: γνωριστήκαμε οἱ δυό μας, - λίγο τὄχεις; Μιὰ κατάμαυρη γατούλα μὲ ἐλάχιστο ἄσπρο τρίχωμα στὸν λαιμό· καὶ μιὰ καταμαυρισμένη ὕπαρξη μὲ... μὲ λίγο φῶς στὸ μυαλό. Ἄχ, τόσο πιὰ ἔχω μόνον· καὶ μ' αὐτὸ θὰ πορεύομαι, θέλω δὲν θέλω. Τὰ λεφτά μου δὲν μοῦ φτάνουν οὔτε καφὲ νὰ πιῶ, φωστῆρες θ' ἀγοράσω; Καλὰ πού, μόλις δῶ γατοῦλες, κάτι παθαίνω ἀναψυκτικό, σὰν νὰ πετάω, μωρέ! Σὰν φέγι-βολὰν νιώθω ἀνσὰμπλ μὲ γατίτσες.
Πῶ πῶ, σὰν νὰ πέρασε καὶ ἡ ὥρα - κάποια μαγαζιὰ κλείνουν. Ἄμ, γι' αὐτὸ μοῦ πῆρες θᾶρρος καὶ ξεμύτισες. Καὶ πολὺ καλὰ ἔκανες· γιατὶ βρῆκα κι' ἐγὼ κάποιαν ν' ἀνταλλάξουμε δυὸ κουβέντες! Βρῆκες κι' ἐσὺ τὰ χάδια σου, τουλάχιστον γι' ἀπόψε... - δὲν πρέπει νἄχεις παράπονο, ἔ;
Λοιπόν, νὰ σοῦ πῶ: μ' ἀρέσει καὶ ἡ Αἰόλου καὶ ἡ Ἁγίου Μάρκου· εἶναι δυὸ δρὀμοι γεμάτοι φῶς καὶ χαρὰ ποὺ ξεκινοῦν, οὐσιαστικὰ, κάνοντας γωνία, ἀπὸ τὴν Εὐριπίδου, νὰ αὐτὴν ἐκεῖ! Τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι, κανεὶς μέχρι στιγμῆς δὲν θὰ σ' ἔχει πληροφορήσει ποῦ βρίσκεσαι, μὲς τὸ ἱστορικό κέντρο τῆς Ἀθήνας. Κᾶτσε νὰ σ' τὰ πῶ ἐγώ.

Ὅλος ὁ νοικοκυρεμένος κόσμος - οἱ γυναῖκες δηλαδὴ πιὸ πολύ - ἔρχεται ἐδῶ, - ξέρεις γιατὶ; Γιὰ νὰ βρεῖ λογιῶν-λογιῶν ἀξεσουάρ (πάντως γιὰ τὴν ὥρα δὲν εἶδα καμιὰν νὰ ψωνίζει κι' αὐτὸ δὲν μ' ἀρέσει). Ποὺ λές, μιὰ γατούλα ποὺ σέβεται τὴν ἐμφάνισή της, - ...ὤχ! γατούλα εἶπα; συγγνώμη· γυναίκα ἤθελα νὰ πῶ - θὰ ἔρθει ἐδῶ νὰ κάνει τὴν ἀξιοπρεπὴ βολτίτσα της, μόνη της ἤ μὲ κάποια φίλη ἤ καὶ μὲ συγγένισσά της, νὰ ψάξουν γιὰ κουμπιὰ, γιὰ τσᾶντες, γάντια, ζῶνες, ἐσᾶρπες, ἀγγράφες, πόρπες, ὀμπρέλες... ἔ, τί! δὲν τὰ ξέρεις αὐτά; Ὤ, καλά, δὲν πειράζει, ἄς μὴν τὰ ξέρεις. Θὰ σὲ πάρω μιὰ μέρα νὰ πᾶμε πιὸ κάτω, στὰ κρεοπωλεῖα!
Ἤ μᾶλλον θὰ σοῦ φέρω ἐδῶ κάτι ἀπὸ ἐκεῖ, ἔτσι; Κρίμα, μωρέ, νὰ μὴν ἔχω κάτι νὰ σὲ τρατάτω. Ἄ, γιὰ πές μου, στὴν Αἰόλου πᾶς; Καλά, ναί, αὐτὸ τὸ καταλαβαίνω· ἐκεῖ κάπως σοῦ τὴν σπᾶνε τὰ πολλὰ κεριὰ καὶ οἱ λαμπάδες... - ἄρα πηγαίνεις! Καὶ σίγουρα γνωρίζεις καὶ τὸν ἀγαπημένο μου γάτο, τὸν Αἴολο, π' ὅλο ξαπλώνει στὰ παγκάκια ὑπὸ τὴν σκιὰ τῶν δέντρων, πλάι στὴ στείρα κρήνη - ποὺ νὰ στερέψει ὁ Δῆμος Ἀθηναίων ἀπὸ πρεζόνια καὶ ἄλλα καλούδια. Πάντως κι' οἱ δύο δρόμοι ἔχουν τὴν χάρη τους, - μὴ μοῦ πεῖς, ἔ;
- Πῶ πῶ! Δές μιὰ κυρία, δὲς πόσο ὡραία εἶναι! Θἄθελες νἄτανε κυρά σου; Νἄμενες σπίτι της; Νὰ χωνόσουν καὶ στὸ κρεβάτι της τὸν χειμώνα; Ἔ; Μὴ μοῦ πεῖς!
Λὲς νὰ εἶναι ἀπὸ κεῖνες τὶς προκομμένες ποὺ ἀφήνουν τὴν δουλειά τους γιὰ νὰ παντρευτοῦν; Μπᾶ, σήμερα δὲν ὑπάρχουν δουλειὲς κι' οἱ γάμοι πέφτουν ἔξω!...
Πῶς τὴν κόβεις, ἐσύ, ἔτσι ποὺ προχωρεῖ ἀργά, ρομαντικὰ κι' ἀνέμελα; Μὴν κοιτᾶς τὰ μαλλιά της - μουσικὴ σκάλα θὰ εἶναι· ἀλλὰ κάτι ἆλλο θέλω νὰ μοῦ πεῖς: ἀπατᾶ ἤ ὄχι τὸν ἀγαπημένο της; Κι' ἄν ναί, νιώθει μιὰ στάλα τύψεις; Κι' ἄν ὄχι, τὸ μετανιώνει; Πῶς νὰ γινόταν νὰ τῆς κάναμε ἐπ' αὐτοῦ ἕνα τέστ ἁρπαχτό; Ἔι, μὲ γραντζούνισες, πρόσεχε!...
Ἄκου πῶς τὸ σκέφτομαι: αὐτὴ εἶναι νέα· μάλιστα δὲν χρειάζεται κἄν νὰ κρύβει ἀκόμα χρόνια , συμφωνεῖς; Κάθε νιὰρ θετικὸ κι' ἕνα μεζεδάκι θὰ σοῦ φέρω τὴν ἄλλη φορὰ ποὺ θἄρθω - συντομότατα, γιὰ χάρη σου, Κατιούσα μου, ἐσὺ γλυκειά!... Ἄν ὁ ἄντρας της εἶναι μεγάλος, αὐτὸς θὰ ξανανιώνει μαζύ της ἀλλ' αὐτὴ, κακὰ τὰ ψέμματα, θὰ γεράσει πρὶν τὴν ὥρα της. Γιὰ νὰ τὴν δοῦμε καλὰ στὸ πρόσωπο, - δές την καὶ σύ· θέλω νὰ διαπιστώσω, ἀπὸ τὸν ἀέρα της, τὴν ποιότητα τοῦ συζύγου της. Μμμ, λέγε! Φτού! Τώρα βρῆκε κι' αὐτὴ νὰ στρίψει στὴν γωνία; Πιὲς μιὰ γουλιὰ καφὲ γιατὶ νευρίασα. Νὰ πιεῖς - τὶ μὲ νοιάζει ποὺ δὲν θέλεις; Φοβᾶσαι μὴν πάθουν τὰ νεῦρα σου; Ἐγὼ, πῶς περιορίζομαι δηλαδὴ νὰ κρατῶ ἐσένα στὰ χέρια μου, ἐγώ, πῶς τὸ βλέπεις, δὲν ἔχω ψυχὴ γιὰ κάτι καλλίτερο; Τί γραντζουνᾶς, μωρὲ βρωμόγατο; Σὰν τὶς γυναῖκες εἶσαι κι' ἐσύ: ἀπὸ μακρυά, ὡραία· κι' ἀπὸ κοντά; Μαννούλα, σῶσε με!... Ὁρίστε, αἷμα! Στὸ χέρι ποὺ σὲ χάιδεψε, παληομαϊμού!... Φύγε, σκασίλα μου! Καὶ νὰ μὴ σὲ ξαναδῶ - ὥς αὔριο!

Παιδάκι μου, οἱ γυναῖκες καὶ οἱ γάτες δὲν θέλουν παρατήρηση καὶ ψυχανάληση, θέλουν χαρχάλεμα, τότε τὶς μαθαίνεις. (Στὸν ἴσκιο μου μιλάω!)
[Συνεχίζει ὡς γάτα τσέπης 8]
~~~~
- Κλινό, σ' ἀγαπάω, μὴ μὲ παρατᾶς....


- ...εἶμαι ἔγκυος, θ' αὐτοκτονήσω!
(Καταραμένε κερατ
ά!...)

29 Ὀκτωβρίου 2012, καὶ ὤρα 7:36.

Ναί,
.......... εὐχαριστῶ . .τοὺς συνωμότες αὐτῆς τῆς "σελίδας".

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
* Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

γ ά τ α τσέπης, 6.

Ἄχ, βρὲ παιδί μου, δὲν θέλει καὶ πολλὴ σκέψη τὸ πρᾶγμα! Ἡλιόλουστη μέρα, μὲ κάθε γάτα καὶ γατὶ στὸ τσεπάκι σου (ὅλες σ' ἀγαποῦν, κερατούκλη!) καὶ νὰ πᾶς νὰ κλειστεῖς ἐν μέσῳ ἁγίων, ὁσίων καὶ συγχωρεμένων; Κᾶτσε ἐδῶ, στὸ Orthio, νὰ πιεῖς τὸ καφεδάκι σου, ψηλὰ στὸ ἐσκαμπώ - κι' ἄλλωστε ἔχει τὴν χάρη της καὶ ἡ ὁδὸς Ἁγίου Μάρκου - ἔμ, παράλληλη τῆς Αἰόλου εἶναι, γεμάτη μαγαζιά, μὲ τὸ Βαφτιστικάδικο μπροστὰ στὰ μάτια σου: 25 κομμάτια, μπλὲ ἤ ρὸζ, μόνον 250 εὐρὼ! Θὰ μποροῦσες νὰ γίνεις μιὰ φορὰ κι' ἐσὺ νονὸς ἀλλὰ ποῦ!...Μόνο γάτες ξέρεις νὰ βαφτίζεις διαβάζοντας στὰ γαλλικὰ ὅποια σοῦ τύχει περικοπὴ τῶν Εὐαγγελίων!...
Πάντως, σοῦ πετυχαίνουν τὰ βαφτίσια σου, ἐσένα. Κάτι ὀνόματα, μὰ κάτι ὀνόματα!...
- Ἕναν ἑλληνικὸ γλυκό, κι' ἄν θέλετε νὰ βράσει λίγο πιὸ πολύ!...
Καὶ δός του νὰ περνᾶνε γυναῖκες - τὄξερες! μὴν πεῖς πὼς δὲν τὄξερες!... - μπροστά σου: ὁδὸς Ἀνικανοποιήτων θἄπρεπε νὰ λέγεται αὐτή. Γυναῖκες δὲν περνοῦν;
Οἱ μαγαζάτορες, θὰ ἦταν κάποτε κάμποσο ἔξυπνοι, γιατὶ μάζεψαν ὅλον τὸν γυναικόκοσμο ἐδῶ. Χρόνια, τίποτα δὲν ἄλλαξε. Πλὴν ἴσως λιγόστεψαν τὰ λεφτὰ καὶ οἱ ἀγορές. Πάντως γυναῖκες πᾶνε κι' ἔρχονται, οὔ! μὲ τὸ παραπάνω. Κᾶτσε τώρα νὰ τὶς λουστεῖς.
Βρέ, γιὰ θυμήσου, τότε ποὺ εἶπες νὰ νοικιάσεις ξέχωρο σπίτι κι' ἤρθατε ἐδῶ μὲ τὴ μάννα σου καὶ τὴν ἀγαπημένη σου ἐξαδέλφη, τὴν Ἑλένη (ἴδια ἡ Λολομπρίτζιντα ποὺ νὰ πάρει-νὰ πάρει...) Καὶ τί δὲν ψωνίσατε νὰ ὀμορφήνετε τὰ δωμάτιά σου!... Συνήθως μιὰ γυναίκα καὶ μόνο στὸ σπίτι ἀρκεῖ γιὰ νὰ εἶναι ὅλα ὄμορφα.
Ἀλλὰ κάτι μοῦ λέει πὼς: οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες δὲν τὸ πιστεύουνε αὐτό. Νὰ καὶ γιατὶ καταφεύγουν στὰ στολίδια πάνω τους καὶ γύρω τους. Ψέμματα πὼς οἱ γυναῖκες εἶναι γάτες. Ἕνας πραγματικὸς καλλιτέχνης αὐτὸ τὸ ξέρει, καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς γάτα. Ἀπὸ γυναῖκες; Ἔ, καλά!...
Λένε πὼς οἱ γυναῖκες εἶναι λουλούδια. Ἔ, καλά!... Τότε γιατὶ ἀρωματίζονται; Ποῦ εἶναι τὸ μοσχοβόλημά τους; Βρωμᾶμε ἰσαξίως, ἆντρες γυναῖκες!
Εἶναι, λέει, εὔθραυστες.Ἔ, καλά!... Κᾶτσε νὰ πιεῖς καφὲ στὴν Ἁγίου Μάρκου καὶ τὰ ξαναλέμε. Καὶ τί δὲν περνάει, μπροστά σου, ἀπὸ θηλυκὸ καταδρομικό! Τὶς κοιτᾶς καὶ ἀλοιθωρίζεις γιὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους καὶ συχνὰ εὔχεσαι ὁ καφὲς νἆταν τῆς πατηγοριᾶς, πικρός. Ποῦ εἶναι ἡ θειά σου ἡ Εἰρήνη, νὰ τῆς γυρίσεις τὸ φλυτζάνι νὰ σοῦ πεῖ: γυναίκα, βλέπει στὸν ὁρίζοντα, γιὰ σένα;
Ἐπιμένεις στὴν θειά σου τὴν Εἰρήνη γιατὶ ἦταν παμπόνηρη ἡ λωλο-Σμυρνιὰ κι' ἐσὺ ἀγρὸν ἠγόραζες! Σοῦ ἔπαιρνε λόγια χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις καὶ σοῦ τὰ σερβίριζε γιὰ πρωτάκουστα ἤ μᾶλλον πρωτοειπωμένα!
- Μὰ, πῶς τὰ βρίσκει!...
- Ἔ, καλά!...
- Νά τη, παιδί μου, λεπτή, ψηλή, μὲ γαλλικὴ φινέτσα!... Ἔχει καὶ λεφτά, μεγάλη προίκα!... Σ' ἀγαπάει καὶ τρελλαίνεται γιὰ τὴ Λωλοτεχνία (ἔτσι δὲν μοῦ τὴν εἶπες αὐτή;) Νὰ δεῖς ποὺ αὐτὴ θὰ λέει πιὸ πολλὲς λωλάδες ἀπὸ σένα καὶ θὰ τὰ ταιριάξετε!...
Τὴν θέλεις ἄγγελο (ν' ἀγαπήσει γιὰ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ μόνον ἐσένα), νὰ μὴν σὲ κερατώσει οὔτε μιὰ φορά (γιατὶ τότε θἆναι πουτάνα), οὔτε πολλὲς φορές! Καὶ δὲν ξέρω τί θἆναι τότε. Ἄ, τὸ βρῆκα: γκομενού! Μπᾶ, ὄχι, κάτι χειρότερο ἀλλὰ ποῦ θὰ μοῦ πάει, θὰ τὴν βρῶ τὴ λέξη καὶ...θὰ τὴν πῶ!
Τὸ κακὸ μ' αὐτὸν τὸν δρόμο καὶ μὲ τὰ τόσα πήγαιν'-ἔλα του εἶναι πὼς γάτα δὲν στεριώνει: ὥς τώρα καμιά!...Ἔχω ἀρχίσει νὰ νιώθω σὰν ἀγριόγατος ποὺ θέλει γάτα νὰ...γατέψει, ἐδῶ καὶ τώρα! Νὰ μοῦ δώσει τὸν λόγο της, αὐτὸν ποὺ δὲν θὰ κρατήσει. Κι' ἄς τὴν πιστέψω. Κάθε γυναίκα ἄλλωστε ταξειδεύει μὲ τὰ λόγια ἀπὸ καρδιὰ σὲ καρδιά, - δὲν θὰ εἶναι δὰ καὶ ἡ πρώτη: ἡδονὴ ἴσον σταύρωση, τὸ ξέρουμε, τὸ ξέρουμε! Σημασία ἔχει νὰ εἶναι ἡ Ἐκείνη. Γιὰ τὶς ἆλλες, ποιός νοιάζεται;
Ὄχι, ὄχι, δὲν θέλω καμιὰν ἀπολύτως ἠθικιά - νὰ μοῦ λείπει. Αὐτὴν τὴν χαρίζω στὸν Θεό, ποί, ὅσω νἆναι, θέλει κι' Αὐτός, ὡς Νυμφίος, τὶς Πιστές του Ἀρραβωνιαστικές! (Αὐτὸς κι' ἄν εἶναι γυναικάς, ἄλλου τύπου - Παναγία μου σῶσε!...) Ὅλες οἱ θεοῦσες μὲ τὴν προίκα στὸ χέρι - καὶ στὰ πόδια Του - παρακαλοῦν μὲ δάκρυα.
Μὲ παρακλήσεις, Τοῦ παραδίδονται χωρὶς ἴχνος ζήλειας γιὰ τὶς ἆλλες - ἄν καὶ ἡ παρθενιὰ δὲν ἔχει ὅρια καὶ μερικὲς εἶναι πιὸ παρθένες.
Ἀντιθέτως, ἐσὺ θέλεις:
- Μία, θεούλη μου, ποὺ νὰ μὴ μοῦ βγάλει τὰ μάτια!...
Ὕστερ' ἀπ' αὐτό, κατάλαβα καὶ ποιός εἶσαι - μὴν τὸ πεῖς, θὰ σ' τὸ πῶ ἐγώ! Εἶσαι ὁ γλυκο-Κλινούλης τῶν ἕξη ἀστέρων! Μπήχτη, ἔ μπήχτη, ἐσὺ εἶσαι - δὲ μὲ γελᾶς ἐμένα!

Πάντως, ἀπ' ὅσες πέρασαν, χοντροκῶλες, χαμηλοκῶλες ἤ καὶ ἄκωλες, μέχρι τώρα, καμιὰ δὲν γύρισε νὰ μὲ κοιτάξει. Κι' ἔχω πάρει τόσο γοητευτικὴ στάση!...Βρὲ, μήπως εἶναι κρυφοκοιτάζουσες, χαμηλοβλεποῦσες; Μήπως ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός βλέπουσιν καλλίτερον ὡς γαλαί, κοινῶς γάτες;
Ἀρχίζω νὰ ψέλνω σὲ στὺλ ὑβ-μοντανικοῦ νεαροῦ:
- Ἰδού ὁ Κλινούλης ἔρχομαι ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καί μακάρια ἡ δούλη, ἥν εὑρίσκω γρηγορούσα καὶ μὴ ῥαθυμούσα. (Et bien, voilà moi, le petit Clino, qui viens au milieu de la nuit en trouvant une esclave fidèle et prudente...)
Tί ἆλλο νὰ πῶ πιά; Μπάφιασα! Οὔτε μιὰ νὰ μὲ ξετρελλάνει. Ἐκτὸς ἄν περιμένουν ὑπόσχεση γάμου - δὲν σφάξανε οὔτε θὰ σφάξουνε! Βαφτίσια, μάλιστα! (μὴ φανταστοῦν στὸ μαγαζὶ πὼς τοὺς γρουσουζεύω κιόλας), ἀλλὰ γάμος; γιόκ! Νὰ πάρω γυναίκα καὶ νὰ φτιάξω πεθερά; Μπορεῖ αὐτὸ νὰ εἶναι τῆς μόδας ἀλλὰ ἐμένα δὲν μ' ἀρέσουν τὰ καπρίτσια τῶν ἀνθρώπων. Προτιμῶ τὰ ἀκατανίκητα τῆς ζωῆς, ποὺ κακὸ χρόνο νἄχουν καὶ δαῦτα!
Συχνὰ λένε ἀκόμα πὼς τὸ νὰ γεννηθεῖς γυναίκα εἶναι κατάρα ἀλλὰ μιὰ γυναίκα μπορεῖ ν' ἀλλάξει τὸν κόσμο. Καλλίτερο, χειρότερο τὸν κάνει; - δὲν ξέρω, λέω μόνον ὅσα ξέρω.
Πάντως, τόσην ὥρα ψάχνω μιὰν ὡραία, ποὺ θὰ ἔχει τὴν χάρη καὶ τύχη καὶ ἔμπνευση νὰ προσέξει ἐμένα καὶ κάτι νὰ πάθει... - κάτι σὰν διαβολοκαβαλίκευμα ὑποθέτω, δὲν ἐφάνη ἀκόμη. Ἅμα βρεθεῖ,
εὐθὺς θὰ τὴν κεράσω καφὲ ἤ κάτι δροσιστικὸ ποὺ νὰ πηγάζει ἀπὸ τὰ μάτια μου καθὼς θὰ φλέγονται τὰ χείλια της.
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα; Ὁ Θεὸς νοιάζεται γιὰ ὅλα τὰ περπατούμενα καὶ τὰ πετούμενά Του - ἀλλά, δὲ βαριέσαι!...Μποροῦμε καὶ μόνοι μας! Ἔλα τώρα, καλὰ σοῦ λέω, ἄσε. Μὴ βρεῖ τὸν μπελά Του καὶ ποῦν πὼς μᾶς τἄφτιαξε Ἐκεῖνος!...Τὸ ξέρουμε πὼς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ρουφιάνος σὲ ὅλον τὸν ντουνιὰ ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ Τοῦ τὸ λέμε καὶ νὰ τραυματίζεται. Ὀρφανὸς εἶναι, ...ποιὰ μάννα θὰ Τὸν παρηγορήσει; Γιὰ μιὰν ὑπόληψη κι' Αὐτὸς ἐπουρανεῖ.
Καί, ὦ τοῦ θαύματος τῶν θαυμάτων! Νὰ μία γάτα - en voilà une!
- Ψὶ ψὶ ψὶ ψὶ ψὶ!... Βαπτίζεται ἡ servante de Dieu Γατιούσα, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κλινό, - καὶ κανενὸς ἄλλου κερατᾶ! Ἀμέ, τί!...
Κρίμα νὰ μὴν ἔχω γατοκουφετάκια, νὰ φάει. Τὴν παίρνω στὰ πόδια μου. Eἶναι τόσο βολικιὰ ποὺ ὅ,τι θέλω τὴν κάνω ἄνευ αἰδοῦς. Κατ' εὐθείαν τὴν κοιλίτσα της χαϊδεύω. Μοῦ κάθεται, τὰ θέλει!...
Μία γατούλα ἐγκαταλείπεται στὰ χέρια μου! Τέτοια γυναίκα θἄθελα.
Ἴσως ξαναψάξω.
[Συνεχίζει ὡς γάτα τσέπης 7.]
~~~~~~~~~~~~~~~~

Μία γάτα (δὲν μπορεῖ, θὰ) μὲ παραμονεύει!... ...

Πρὸς τὸν σωτήρα τῆς Ἑλλάδος, τὸν ΤΥΨΕΙΣ.

  • 20 Ἀπριλίου 2012, καὶ ὥρα 11:00.
Re: θὰ μὲ ψηφίζατε; ΤΥΨΕΙΣ.
~~~~
νὰ πῶς ἡ Ἑλλὰς πρέπει νὰ σωθεῖ:
κόμμα ποὺ δὲν ἔχει ἐπανεκδοθεῖ.
 
Νὰ σὲ ψηφίσω νὰ μᾶς βγεῖς πολιτικός!
Νὰ κλαίγω, μ' ἔχεις δεῖ, κωμικοτραγικῶς;
Κάλλιο μὴ μὲ δεῖς ποτέ σου καὶ τρομάξεις·
θὰ χρειαστεῖς πολλῶν Ἑλλήνων ἀφαιμάξεις,
καθὼς θὰ σοῦ κοποῦν ἥπατα κι' αἵματα.
(Δύναμαι διδάξειν σε, νὰ λὲς ψέματα).

Καλά, καὶ ...μὲ ποιό κόμμα λὲς νὰ κατέβεις;
Πόσω ἄρχισες τὴν μάννα σου νὰ κλέβεις;
Ἐν Φόρουμ, τί καλὸ πᾶς νὰ μὲ διορίσεις;
Θὰ συμπεριλάβεις κι' ἄλλους; - Μὴν τολμήσεις!
Σκέψου μόνον πόσω ἀξίζω γιὰ συνδιασμό...
(Στοὺς φόρους, κάνεις καλὸ πολλαπλασιασμό;)

Γιὰ χάρη μου, μάθε κι' ἀπταίστως γαλλικά,
νὰ σοῦ κάνω τοὺρ ντὲ Φρὰνς στὰ σεξουαλικά.
Θὰ καταργήσεις ἅπασες τὶς θρησκεῖες
καὶ πρὸς Ἁγίους τάματα, δωροδοκίες;
Πόσες μίζες ἐτησίως μοῦ κατοχυρώνεις;
(Τὰ ὄργιά μου, τίνι τρόπῳ θὰ... κουκουλώνεις;)

Στὶς παρελάσεις, παρέχεις προστασία;
Πειράζει ποὺ δὲν θἄχω προϋπηρεσία;
Ποιά σύνορα μπορῶ κι' ἐγὼ νὰ γκρεμίσω;
Θἄχω λαισὲ-πασὲ Τούρκους νὰ γαμήσω;
Ἅπαντα ταῦτα - καὶ ἆλλα - δέον δεσμευθῆναι
(νὰ λάμψουν αἱ κλειναὶ-σοφαί ἡμῶν Ἀθῆναι).
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο
ἤ Κλινοσοφιστὴς.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

  • 21 Ἀπριλίου 2012, καὶ ὥρα 9:30.
Re: Σρί Λάνκα: Κότα γέννησε κοτόπουλο χωρὶς αὐγό!
~~~~
γεννήθηκε πουλὲ χωρὶς τσῶφλι,
σὲ ἀριστοκρατικὸ κατῶφλι.

Ἐξωτσώφλιο Κοτόπουλό μου,
καρπὲ γάμου καινοτόμου,
πόσο λυπᾶμαι ποὺ θὰ ζήσεις,
τῆς δυστυχίας δοθείσης,
τὴν κατακραυγὴ τῶν τιμίων
χριστιανῶν κοτοποιείων.

Μαῦρο 'σὺ θὰ τρῶς καλαμπόκι!
Ὅλα τ' ἀσπράδια καὶ  οἱ κρόκοι
θὰ σὲ μισοῦν, θὰ σὲ σνομπάρουν,
τὴν ζωή σου θὰ μπλοκάρουν...
Γεννήθηκες καταραμένο,
βρέφος ξεξωτσωφλιασμένο!

Ἀλλ' ἄς τὸ κλινοτσωφλίσουμε,
- κι’ ἄς μὴν θρηνολογήσουμε:
σ' ἔτεκεν ἐξωκοκκορικῶς
ἡ κλώσσα· νά, προφορικῶς!
Ἄνευ δηλαδὴ συνουσίας
καὶ τοῦ πετεινοῦ βλακείας.

Ἔ, καί; Τσίου τσίου δὲν κάνεις;
Τάχα κουτσουλιὲς δὲν φτιάνεις;
Νεράκι μὲ ράμφος δὲν πίνεις,
- τὸ βλέμμα στὸν Θεὸ δὲν τείνεις;
Πρῶτα τοὺς μᾶγκες θὰ ρεζιλέψω...
- κι' ἔλα 'δῶ νὰ σὲ χαϊδέψω!
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Καὶ τώρα, φανερώνω τὴν ψῆφο μου!
26 Ἀπριλίου 2012, καὶ ὥρα 17:30.


Ψηφίζω γιὰ τὸ  συμφέρον
πάντων τῶν τρελλοκαμπέρων.

 ~
Θὰ ψηφίσω ἐκεῖνο τὸ καλὸ κόμμα ποὺ θὰ μ' ἀναγκάσει,
νὰ ξαναρχίσω νὰ δουλεύω... μέχρι νὰ μὲ κατεβάσει
ἀποφρὰς
τις τετρὰς
μὲ σχοινιὰ σὲ προσωπικὸ τάφο, - δίχως ψαλμούς, ἐννοεῖται!
Μόλις τὸ μάθετε, ποιητὲς ἀθάνατοι, μὴ λυπηθεῖτε...
- προστάζω.
Σκευάζω
πουγκί, γιὰ χάρη σας, κατάμεστο κατάρες. Θὰ τὶς βρεῖτε
στ' ὁλότρυπιο βρακί μου, ποὺ ἐνδόξως καὶ πλήρως ἐμφορεῖται
ἀπ' εὐχὰς
καὶ χαρᾶς,
ποὺ λαθρομετανᾶστες θἄχετε γι' ἀφεντικά σας, τότε,
π' ἐσεῖς, σ' αὐτοὺς, θἄσαστε δοῦλοι κι' ἐκεῖνοι θἆναι πατριῶται
Ἑλλάδος·
κι' Ἰλιάδος
κι' Ὀδυσσείας γνῶστες, σ' ἀπαγγελίαν ἀπολύτως τουρκικήν·
θὰ νυμφεύεται ὁ Ἀχμὲτ τὴν Ἀϊσέ, κι' ὄχι ὁ Τάσος τὴν Κικήν.
Ψηφίζω;
...Νομίζω!

Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. 


 2 Μαΐου 2012,  καὶ ὥρα 17:30.
Ἐθνικοφιλελεύθερος γραψε: (...) υ.γ. ούτε από χιούμορ δεν σκαμπάζετε.
χιοῦμορ ἔχουμε - κι' ὀμνύω,
τὰ ἰμάτιά μου διαρρηγνύω.

Ἔ, ὄχι καὶ νὰ μᾶς λές: οὔτ' ἀπὸ χιοῦμορ δὲν σκαμπάζουμε!...
Τώρα π' ἀνοίξανε τὰ μυαλά μας; Κι' ἀπὸ ποῦ δὲν μπάζουμε
γνώσεις, ἰδέες, μούρλιες κι' ἆλλα τόσα νοητικῶς πρωτοφανὴ;
(Λόγια μίσους, λές· φθόνου· ποὺ τὰ λέν' τῆς εὐφυΐας ὀρφανοί).

Χιοῦμορ, κρυμμένο ἔχουμ' ὥς τὶς ἀποθῆκες τῆς κοιλιᾶς μας·
σκέψου: μᾶς περισσεύει, ποὺ μ' αὐτὸ...σέρνουμε τὰ σκυλιά μας!
Τἄχω χαμένα καὶ δὲν ξέρω τί σὲ πιάνει... κι' ὧρες-ὧρες
νά! χωρὶς ἀσφάλεια, σοῦ πέφτουνε τοῦ νοῦ κιλοβατῶρες.

Ὅσοι δὲν μᾶς πιστεύετε, μπορεῖτε νἄρθετε νὰ δεῖτε·
Ψᾶξτ' ἀπ' τὸν ἐγκέφαλο ὥς τὸν πωπό μας! Κι' ἄν δὲν ἐκπλαγεῖτε,
πᾶρτε τὰ ψευδώνυμά μας, ἀφεῖστε μας ξεβράκωτους...
Χωρὶς κἄν τάφο νὰ μᾶς θάψετε, ἐντελῶς ἀκαπάκωτους.

18 Ὀκτωβρίου 2012, καὶ ὥρα 2:23. 
 
Εικόνα * Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

Εικόνα     γά τ α τσέπης, 5.

Καὶ πραγματικὰ ἔνιωσα ἐλεύθερο γατάκι μὲ διάθεση νὰ προσευχηθῶ δι' ἐμὲ καὶ τὸν πλησίον, τοὺς πλησίους καλλίτερα, τοὺς πάντας ἔτι κάλλιον. Ἔκανα νὰ μπῶ στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς θανάτου ἀλλ' ἀμέσως τρόμαξα στὴ σκέψη πὼς ὅλοι οἱ ἅγιοι θὰ μὲ κοίταζαν σὰν ὑποψήφιο σὲ καλλιστεῖα ἀρετῆς. Ὅλοι οἱ νεκροί, ποὺ πέρασαν ἀπὸ ἔλεγχο, μὲ διορθωσοῦλες κι' αὐστηρὲς παρατηρήσεις ἀπὸ τοὺς πρυτάνεις τῆς ἐπὶ γῆς ὁσιότητος καὶ ἐπιφωτεστεφανώθηκαν, θὰ μὲ λοξοκοίταζαν, ἐντὸς τοῦ ναοῦ, πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες τοῦ Θεοῦ, (ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπαναπαυθεῖ εἰς τοὺς ἐδῶ ἐκπροσώπους Του) - μπροστά Του πάπιες, καθώς:
- Ἐκεῖνος κρίνει κι' ὁ Ἴδιος ἀποφασίζει.
Εἶμ' ἕνας νεκρὸς ποὺ ζεῖ ἀκόμα καὶ προτιμῶ τὸν καθαρὸ ἀέρα, ἔστω καὶ τῆς ὁδοῦ Αἰόλου (ὑπάρχουν καὶ χειρότερες καὶ βρωμερότερες, νά, ὅπως ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὴν πλατεία Βάθη...- οὔ, μὴν τὸ σκέφτομαι καὶ πρὸ παντὸς ἄς τὸ κρύβουμε). Ὑπὸ τὸν οὐρανό, στὸν καθαρὸν ἀέρα, ἐπὶ γῆς ἡ ἐξομολόγηση εἶναι πιὸ θεραπευτικὴ.
Ὄχι, βρὲ χαζὰ γατάκια, δὲν φοβᾶμαι τὸν θάνατο, - μὰ τὶ χαζομάρες πᾶτε καὶ σκέφτεστε κι' ἄς μὴν τὶς νιαουροψελλίζετε; Ὅλη ἡ ζωή μας δὲν εἶναι ἀναμονή μας θανάτου;
Πράξη καρδιᾶς δὲν εἶναι κι' αὐτός; Τί ποιός; Ὁ καλὸς ποιμήν, ὁ κυρ-Χάρος, χάνει ποτὲ κανένα πρόβατό του ἤ χρειάζεται ποτὲ μαντρί, σκυλὶ καὶ φόβο λύκου; Ὁ θάνατος ἔχει ὅ,τι θέλει χωρὶς νὰ κουνήσει κἄν τὸ δαχτυλάκι του. Ὅλα δικά του.
Ἐκεῖ, στὸν Πλάτανο, γονάτισα. Πῆρα δυὸ φῦλλα του φυλαχτὸ κι' ἔκλεισα λίγο τὰ μάτια. Διψοῦσα...
Δίπλα, ἔχει μιὰ κρήνη, ποὺ ὁ δῆμος Ἀθηναίων δὲν τὴν ἀφήνει νὰ τρέχει νὰ δροσίζει τοὺς περαστικοὺς. Ἄν διψᾶνε; Ἔ, νὰ πληρώσουν νὰ πιοῦν ἤ νὰ σκάσουν ἄνυδροι. Ὁ πλάτανος, ἔννοια σου, ποτίζεται ἀπὸ προαιώνια ὑπόγεια δάκρυα, σιγὰ μὴν περίμενε...ἄσε, μὴν πῶ τίποτα!
Ἐσύ, μεσιέ, μπορεῖς νὰ κλάψεις ἄνετα, μέχρι κορεσμοῦ. Κανεὶς δὲν θὰ δώσει σημασία (αὐτὴ εἶναι ἡ τρέχουσα ἀρετή, λὰ πιοὺ γκράντε σκασίλα τῶν ἀνθρώπων ντὲ λὰ Γκρέτσια) καὶ τὰ φῦλλα θὰ ἐκτιμήσουν τὴν προσπάθειά σου νὰ τὰ ποτίσεις δι' ὀφθαλμοκαταρρακτῶν, ἔστω κι' ἄν αὐτὰ, τὰ δάκρυα, δὲν φτάνουν οὔτε γιὰ "ζήτω!"... - μὴν ξεχνᾶς: ἡ πρόθεση μετράει.
Τὸ πολὺ-πολὺ κάποιος νὰ πεῖ:
- Ἄς πρόσεχε!...
Βέβαια, ἄν τὸν ἄκουγε κάποιος τρίτος, τί μουρμουρίζει, μπορεῖ καὶ νἄλεγε:
- Ἄχ, ὁ καθένας μὲ τὸ σταυρό του στὴν πλάτη!... Μεγάλο λόγο μὴ λές.
Πάντως καὶ οἱ δύο - καὶ οἱ τρεῖς, ἄν ὑπάρξουν τέσσερις - θὰ βιαστοῦν νὰ φύγουν, γιὰ ἕναν καὶ μόνον λόγο: ὅλοι βιάζονται καὶ δὲν προλαβαίνουν ν’ ἀσχοληθοῦν.

Ἄ, νά! Κάποιοι κοντοστέκονται κι' ἀποφασίζουν νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία, ν' ἀνάψουν τὸ κεράκι τους, νὰ φιλήσουν τὴν εἰκόνα ποὺ προτιμοῦν καὶ κάτι ἆλλα τέτοια ποὺ δὲν στοιχίζουν καὶ πολὺ - ὅσα προαιρεῖσαι, ἄς ποῦμε καὶ μισὸ εὐρώ: οἱ ἅγιοι ἀνέκαθεν ἐκτιμοῦσαν τοὺς ὀβολοὺς ποὺ δίδονται μὲ τὴν καρδιά.
Γιὰ νὰ μεσολαβήσουν ὑπὲρ ὑγείας, ἕνα κεράκι εἶναι ἔνσημο ἱκανό.
Ἡ κηδεία εἶναι ποὺ κοστίζει πολλὰ καὶ νὰ σοῦ πῶ γιατὶ: αὐτοὶ ποὺ σὲ κηδεύουν (ἀναγκαστικά) δὲν σ' ἀγαποῦσαν ντὲ καὶ καλά! Κι' ἄν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν τὸ ξέρουν (τὰ κουτσομπολιὰ μέχρι ἐκεῖ φτάνουν καὶ καθαγιάζονται βεβαίως βεβαίως) οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ ἄγγελοι, μὲ πρῶτον ἀπ' ὅλους τὸν Μιχαὴλ (Παναγία μου, τὶ αὐστηρὸς ποὺ εἶν' αὐτός! Ἀπὸ τὸ στόμα του δὲν ἀκοῦς τίποτ' ἆλλο παρά: "Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου!" καὶ μὴν ξεχνᾶμε πὼς, αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁδήγησε τοὺς πρωτοπλάστους ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατί αὐτοί, ἦταν ἱκανοὶ νὰ παραμείνουν ἀρμένικα ἐκεῖ ἤ ποιός ξέρει ἆλλο τί) καὶ φυσικὰ σοῦ λέει, παρὰ τὴν ὑπαξιωματικὴ ἀγιοσύνη του, μὲ μπόλικη τσουχτερότητα, γιατί πολὺ θᾶρρος τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός:
- Μπ, θέλεις διὰ τὸν τεθνεώτα σου διαμέρισμα ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως; Τὰ εἶχεν αὐτὰ κι' ἐν ζωῇ; Τὶ σόι ἀπαιτήσεις εἶν' αὐτές;
Ἄσε ποὺ μπορεῖ νὰ πεταχτεῖ καὶ κανένας Κλινοσοφιστής, νὰ πετάξει τὸ μακρύ του (κοντὸ δὲν ἔχει), ὁ ἀσεβέστατος:
- Ἔχει χαράτσια κι' ἐκεῖ ἰδιοκατοίκησης;
Ἀλλὰ μᾶλλον κάτι τέτοιο μοιάζει ἀπίθανο, διότι κι' αὐτὸς κάπου-κάπου ὅλο καὶ κάτι σέβεται - μὴν τὸν βλέπεις ἔτσι! Κάνει τὸν τολμηρὸ, δὲν εἶναι παρὰ μόνο στὰ γραφόμενά του!...

Ἀλλὰ ξεφύγαμε. Οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ ἄγγελοι , μὲ πρῶτον ἀπ' ὅλους τὸν Μιχαὴλ θὰ προσθέσουν:
- Θέλεις τὸν μακαρίτη σου καὶ...ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμὸς; Μπ! Τώρα σ' ἔπιασε ἡ πόνεση; Καὶ τόσα χρόνια γιατὶ τοὔβγαζες τὴν ψυχὴ κάθε λεπτό; Τέρας ἀνθρώπινο ποὺ λύσσαξες στὸ κατ' εἰκόναν καὶ ὁμοίωσιν τῶν τεράτων;
Ὤχ, γατάκι μου, δὲν θἄθελα μὲ τίποτα νὰ μὲ καλέσουν γιὰ μάρτυρα στὴν Θεία Δίκη. Μὲ ποιανοῦ τὸ μέρος νὰ πήγαινα ἄλλωστε;
Τοὺς ζωντανοὺς τοὺς ἀγαπάω - κι' ἄς μὴν τούς θέλω οὔτε ζωγραφιστούς.
Τοὺς ἀποθαμένους, τούς νοσταλγῶ. Ἀλλ' ἄν τούς εἶχα τώρα, ἐδῶ, μπροστά μου, καὶ τί δὲν θὰ τοὺς ἔσουρνα - συγγνώμη "ἔψελνα" ἤθελα νὰ πῶ, - ...εἶναι καθὼς πρεπέστερον ὑπὸ τὰς συνθῆκας μνημοσύνου. Ἄχ, γατάκι μου, γατούλη μου, Αἴολε, τί ἕωλος, τί ἄτολμος ποὺ εἶμαι, ἀνούσιος κι' ἀηδής!... Ἀντὶ νὰ σοῦ μιλῶ μὲ χάδια γιὰ φαγάκια, μεζέδες, γατοῦλες μὲ ρὸζ μυτοῦλες ποὺ κουνᾶνε τὴν οὐρά, βάλθηκα νὰ σἐ κλινοσοφοζαλίζω. Καὶ δὲν εἶπα ἕνα καὶ δυὸ μονάχα. Ἑκατὸν δυὸ παράτολμα ξεστόμισα. Γατάκι ἀγράμματο εἶσαι, μωρέ, ὀρφανὸ καὶ παραπεταμένο στοὺς πέντε δρόμους, τὶ νὰ μοῦ κάνεις; Καὶ ποὺ κάθησες καὶ μ' ἄκουσες, ὅ,τι καὶ νὰ κατάλαβες, ἐγὼ σ' εὐχαριστῶ, σ' ἀγαπῶ, σὲ φιλῶ στὴν κοιλίτσα. Βρέ! Τὸ βρῆκα: ἐδῶ πιὸ κεῖ εἶναι καὶ τὸ Λαϊκὸ Πανεπιστήμιο. Πάω ν' ἀκούσω μαθήματα. Γιατί, ὅποιος δὲν μαθαίνει πράματα, εἶναι σὰν νεκρὸς ποὺ τὸν ξεθάψανε. Καὶ βρωμάει, οὔουου!... τί νὰ σοῦ λέω!... σὰν θεόνεκρη ψοφόγατα! Ὅσο καὶ νὰ πλένεται, ὅπως καὶ νὰ ντύνεται, νὰ στολίζεται καὶ νὰ κερνάει γιὰ νὰ τὸν κολακεύουν, ἡ ἀμορφοσιὰ ξεπλένεται καὶ κατανικιέται μόνο μὲ τὸ λεύτερο πουλὶ τῆς μάθησης.
- Τὰ λέμε τουμόροου, καλό νιὰρ πὲρ στασέρα!
[Συνεχίζει ὡς: γάτα τσέπης, 6.]
~~~~~~~~~~~~~~~~
 
Μπροστὰ στὸν καθρέφτη:
- Ἔτσι μοὖρθε... .. νὰ τὸν γρατζουνίσω σήμερα! Τί galimatias* ἔλεγε κι' ἐγὼ καθόμουν καὶ κρυφάκουγα; (Λόγια ἄλλης γάτας κατὰ τύχην παραπλεύρως εὑρισκομένης).
~~
(*) Ἀρλοῦμπες.