Παρασκευή 10 Απριλίου 2020




 Γι' αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν τώρα, παγκοσμίως καὶ στὴν Ἑλλάδα. 
(Κορωνοϊὸς κτλ).
 ~

Εὐτυχῶς (ἀπὸ μιὰν ἄποψη), ποτὲ δὲν ἔχω ψευδαισθήσεις. Τόσο σὲ ἀτομικὸ ἐπίπεδο ὅσο καὶ σὲ ὁμαδικό, ζῶ, σὲ ὅλη μου τὴν ζωή, ἀπὸ τριῶ χρονῶ ποὺ καταλάβαινα, σὲ μιὰ φρίκη, σ' ἕνα περιβᾶλλον τόσο ψεύτικο καὶ δολοφονικό, πού, ἄν τύχαινε καὶ διορθωνόταν ποτὲ ὁ κόσμος (μὴν περιμένετε τέτοια διαστροφή του) πρὸς τὸ καλλίτερο, τότε θὰ εἶχα ἀπορίες. Τὸ ὅτι ξεχνιέμαι κι' ἐγὼ καμιὰ φορὰ καὶ ἀνακουφίζομαι σὲ ψευδεπίγραφα "καλὰ ἀποτελέσματα" κοινωνικῶν καταστάσεων, δὲν πάει νὰ πεῖ πὼς τὰ πράγματα πῆγαν καλά. Μπορεῖ τὸ ἐπίπεδο ζωῆς νὰ βελτιώνεται (π.χ. πρὶν 65 χρόνια τόσα, δὲν εἴχαμε νερὸ στὸ σπίτι μας, μπανιέρα, θερμοσίφωνα, οὔτε κἄν ἡλεκτρικό ρεῦμα..), οἱ ἀπειλὲς νὰ σκοτωθοῦμε εἶναι πολλάκις χειρότερες καὶ... - τί θέλετε νὰ πῶ, τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια; Δὲν βλέπετε μὲ πόση ἄνεση γίνεται ἡ προδοσία, ἡ εἰσβολή, τὸ κάθε ἄδικο (ποὺ ἐμεῖς τὸ νομίζουμε ἄδικο, οἱ θύτες ὅμως τὄχουν γιὰ προοδευτικὸ δικαίωμά τους). Ἡ Προδοσία ἐνισχύεται μ' ἕνα ταυτόχρονο μήνυμα προτροπῆς στὸ τηλέφωνο ὅλων ὅσων θὰ συμμετάσχουν στὴν πραγματοποίησή της. Οἱ πολιτικοί, ἄν καὶ ἀγράμματοι, ὅπως τοὺς χαρακτηρίζουμε, ἐπειδὴ δὲν ξέρουν ὀρθογραφία, ξέρουν ὅμως τὴν τέχνη νὰ φέρνουν τὰ πάνω κάτω σὲ ὅσα συμφέρουν αὐτοὺς τοὺς ἰδίους καὶ τὴν τάξη τους, σὲ βάρος αὐτῶν, τῶν λαῶν, ποὺ διαρκῶς τοὺς κολακεύουν ὅτι τάχα μάχονται γιὰ τὴν βελτίωση τῆς ζωῆς τους καὶ ὅτι καταπολεμοῦν σκοτεινὲς δυνάμεις, τὶς ὁποῖες κατασκευάζουν ὅπως οἱ σεναριογράφοι σειρῶν τῆς τηλεόρασης καὶ ποὺ ὁ λαουτζίκος τὶς παίρνει στὰ σοβαρά. Κατόρθωσαν καὶ ἐξοβέλισαν τὶς ἐθνικὲς παρελάσεις (σκατὰ τὶς κάνανε - ποιός νὰ τὶς νοσταλγήσει, ἔστω, ποτέ;). Πετυχαίνουν νὰ χτυπήσουν στὴν καρδιὰ τοῦ πνεύματος τῆς θρησκείας στὴν ὁποία πιστεύουν, τάχα μου, γιὰ τὸ καλὸ ὅλων: τὴν ὑγεία (πιὸ ὑποθηκευμένο πρᾶγμα ἀπ' αὐτήν, δὲν ὑπάρχει κι' οὔτε θὰ ὑπάρξει πιά). Ἐλευθερία ἤ Θάνατος, λέγανε κάποτε. Ὑποταγὴ ἤ Θάνατος, λέμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ στὶς θρησκεῖες στηρίζονται οἱ πολεμοχαρεῖς, ἀνεκατέψανε τοὺς θρησκευόμενους. Μ' ἕνα μηνυματάκι στὸ κινητό, θ' ἀνάψουν γιὰ τὰ καλὰ τὰ αἵματα καὶ...ὅποιος ζήσει (λέμε ἐμεῖς), ἐνῶ τὄχουν σίγουρο (λένε αὐτοί - ὄχι, δὲν τὸ μαρτυροῦν) ποιός πρέπει νὰ ζήσει. Δὲν μοῦ χρειάζεται νὰ ζήσω ὕστερα ἀπὸ μιὰ χτηνωδία ποὺ δὲν γεννήθηκα μ' αὐτήν, οὔτε γι' αὐτὴν καὶ ποὺ κάποια τέρατα μὲ θεωροῦν πιόνι τους, στὰ παιγχνίδια τους. Χαίρονται ποὺ νικοῦν καὶ θριαμβεύει τὸ βίτσιο τους, κάθε ποὺ σκοτωνόμαστε ὅσο γίνεται πιὸ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, μεμιᾶς. Θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ..............Καλὸ Πᾶσχα; Ἀρνάκια, Κατσικάκια, καλὸ Πᾶσχα βρέ! Εὐλογημένα σκατὰ νὰ γίνετε. Σὲ καλή, ξεσχωριστὴ μεριὰ τοῦ καμπινὲ νὰ βρεθεῖτε! Ἆντε, νὰ σᾶς χαρῶ!... [Τί θυμήθηκα τώρα!... Θὰ τὸ πῶ. Ἡ θεία μου Εἰρήνη, ποὺ μικρὸς τὴν λάτρευα, ἀφοῦ ἦταν τόσο ἀπολαυστικὴ στοὺς τρόπους της, ὅλο εὐγένεια καὶ χάρη, ὥσπου τὴν σιχάθηκα, μὲ ἀπόλυτο δίκηο μου, τὴν λέγαμε - μὲ τὴν μάννα μου - "σαλαϊδή" (προφανῶς σμυρνέικη ἔκφραση), δηλαδὴ ποὺ λέει χοντρὲς χαζομάρες, στὴν κηδεία τοῦ πατέρα μου, στὸ Μπραχάμι, καθήσαμε κάποια στιγμὴ στὸ Καφενεῖο. Μακρυὰ εἴδαμε μιὰ πορεία ἀρκετῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀπὸ πρώτη ματιὰ δὲν καταλάβαινες περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Ὥσπου, κάποιος, ἀναπηδῶντας μᾶς ἐξήγησε: - Μωρὸ παιδάκι εἶναι ποὺ πέθανε, νά, τὸ κρατάει αὐτὸς ἐκεῖ μπροστά. Καὶ ἡ σαλαϊδὴ θεία μου, ἀφοῦ βεβαιώθηκε, πρόσθεσε: - Ἄ, τὸ καημένο, νὰ τὸ χαρῶ!...]. Ἔπρεπε νὰ ζεῖ (120 χρονῶ θἄτανε) ἡ σαλαϊδὴ θεία μου Εἰρήνη, νὰ μᾶς λυποχαιρόταν τώρα, ἔτσι ὅπως μᾶς ὁδεύουν στὸν τάφο μας. Ὅσο νἆναι, πρὶν τὴν κηδεία μας, ὅλοι ἀξίζουμε ἕνα χαμογελαστὸ δάκρυ. Ἐξὸν ἀπ' αύτούς, ξέρετε ποιούς, ὅπως καὶ τὸν γαμπρό μου, ποὺ ψόφησε, καλὰ νὰ πάθει.
~
Εικόνα Θέατρο τοῦ Ὀνείρου.
~
Ἑστιατόριον γιὰ πεινασμένους.

Κωμωδία σὲ 1 πράξη,
τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
* * * Παίχτηκε στὶς 22.12.1989,
στὸ 47ο Δημοτικὸ Σχολεῖο (πλατεία Θεάτρου),
Ἀθηνῶν.

~ Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου καὶ οἱ μαθητὲς ποὺ τὰ ἑρμήνευσαν:

Κος Ἀπένταρος .............................................Κώστας Δούκας, Ε΄ τάξις,
Κα Ἀπενταρία................................................Πόπη Δοβλέτη, Ε΄ τάξις,
Ἀδεκαρία.......................................................Ζωὴ Λὸ Σκόκκο, Ε΄ τάξις,
Γκαρσόνι.......................................................Σπύρος Λὸ Σκόκκο, Α΄τάξις.
Σκηνοθεσία: Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
*
Τὸ ἔργο γράφτηκε στὶς 7 Μαρτίου 1987.
Ἀφιερώνεται στοὺς δύο, τότε μαθητές, σήμερα λαμπροὺς νέους:
τὴν κα Πόπη Δοβλέτη
καὶ
τὸν κ. Κώστα Δούκα.

---------------------------------------------------------------------------------------
(Ἐποχὴ λίγο πρὶν ἀπὸ σύγχρονη, ὅταν ἀκόμη οἱ μαθήτριες φοροῦσαν ποδιά. Σκηνικό, ἔξω ἀπὸ μία ταβέρνα, κάπως
ἀπόμερη, στὴν Πλάκα. Ἀπομεσήμερο. Ἄνοιξις).


Γκαρσόνι: (Μπαινοβγαίνει, μαζεύοντας πιάτα καὶ ξεσκονίζοντας. Τραγουδάει καὶ σφυρίζει τὸν ἴδιο ρυθμό).
- Τὸ γκαρσόνι ἐδῶ μέσα
εἶμαι μόνον ἐγώ...
μόνον ἐγώ...μόνον ἐγώ!
Στὅνα χέρι πέντε πιάτα
φέρνω πᾶντα ἐγώ,
στ' ἆλλο τὸν λογαριασμό. (Μπαίνει. Τραπέζια ἄδεια)

Ἀπένταρος: (Ἐμφανίζεται ἐρχόμενος, κοντοστέκεται, κατ' ἰδίαν) - Ἄχ, Παναγιά μου, τί πείνα ἔχω σήμερα!
Μὲ πονεῖ ἡ κοιλιά μου. Ζωὴ κι' αύτή, ὅλο νὰ πεινᾶς!...Τί ἤθελα καὶ γεννήθηκα; Πάει μιὰ βδομάδα
ποὺ πλήρωσα τὴν ἐφορία καὶ δὲν ἔχω βάλει μπουκιὰ στὸ στοματάκι μου. Ἔγινα μπουκιὰ ἐγὼ ὁ ἴδιος
στὴ μασέλα τῆς Δ.Ο.Υ., π' ἀνάθεμά την! Καί, τουλάχιστον, νὰ χόρταινε, ἡ ἄτιμη!... Νὰ δοῦμε, θὰ
μοῦ ἐπιστρέψει τ' ἀποφάγια της; Ὅλο καταβροχθίζει καὶ πᾶντα γεμάτα τὰ θέλει τὰ πιάτα της, στὶς
προσταγές της. Κι' ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει λεφτά, καλλίτερα νὰ πέφτει στὴ θάλασσα νὰ... Μπᾶ!
Τί βλέπει κανείς!...Ἑστιατόριον ἡ "καλὴ ὄρεξις"!... Μωρέ, ὄρεξη ἔχουμε, λεφτὰ δὲν ἔχουμε. Ὡρὲ
μαννούλα μου καὶ νὰ μποροῦσα νἄτρωγα κάτι τις!... Διάβολε, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ φάω, γιατί ἀλλοιῶς... Ἔχει κι' ἀλλοιῶς; Θὰ πεθάνω. Πῶς νὰ γινόταν, λέει, νὰ φάω μέν, νὰ μὴν πληρώσω δέ. Ἀπόφαση θέλει τὸ πρᾶγμα. Ἄς καθήσω σ' αὐτὸ τὸ τραπέζι...Ὅταν πεινάει κανείς, ὅλο καὶ κατεβάζει ἰδέες τὸ κεφάλι του. Ἔτσι, θὰ κάνω τὴν ἀρχή, ποὺ εἶναι τὸ ἥμισυ τοῦ παντός. Γκαρσόν!

Γκαρσόνι: (Ἀπὸ μέσα). - Ἀμέσωωωως! Ἔφτασε.

Κα Ἀπενταρία: (Ἐμφανίζεται ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Παραμιλάει). - Τί τραβάω, ἡ κακομοίρα!... 'Ηθοποιός,
σοῦ λέει ὕστερα! Δὲν σὲ πληρώνουν, δὲν σοῦ κολλοῦν τὰ ἔνσημα, χάνεις καὶ τὸ ἐπίδομα. Ἆντε μετὰ
νὰ βρεῖς νὰ φᾶς!... Ξεκίνησα, ἡ κυρία, μὲ τὸ ταλέντο μου καὶ μὲ τὸ φιλότιμό μου καὶ βγῆκα θεατρίνα, νομίζοντας ὅτι θὰ τρώγω κιόλας! Ἄχ! Ἆλλοι ξέρουν νὰ τρῶνε καὶ ν' ἁρπάζουν. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ταλέντο, οἱ γλεῖφτες. Μωρέ!... Ἐπιγραφὴ ποὺ σοῦ τὴν ἔχει: Ἑστιατόριον ἡ "καλὴ ὄρεξις"!... Καὶ μὲ τὴν καλλίστην ἀνεργία τῶν ἠθοποιῶν, τί γίνεται, παρακαλῶ; Μέλλει γενέσθαι κάτι τι; Ἔ, τώρα, μὴν κρυβόμαστε κι' ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας - ἑπτὰ μέρες, ἆντε ἕξη , ἔχω νὰ φάω. Ἄ, μὴ μοῦ λέτε γιὰ σιλουέτες! Ἐδῶ φέξαν τὰ ὀστᾶ μου!... Μά, νὰ εἶμαι τελείως ἀπένταρη; Καὶ πεινάωωω! Τί νὰ κάνω,
Διόνυσε, θεὲ τοῦ Θεάτρου; Μμμμ, λέω νὰ καθήσω κάπου κοντὰ σὲ κεῖνον τὸν κύριο κι' ἴσως, μιὰ φορὰ κι' ἐγώ, καταφέρω νὰ μοῦ πληρώσει τὸν λογαριασμό. Εὐτυχῶς, ἔχω δυὸ εἰσιτήρια, ἀπὸ τὸ περυσινὸ ἔργο, δὲν πειράζει, - δὲν μοῦ φαίνεται ἄλλωστε θεατρόφιλος. Θὰ τοῦ τὰ χαρίσω, τί θὰ κάνει, θὰ μὲ ταΐσει. Μοιάζει τζέντλεμαν, τρὲ κὸμ ἰλ φώ. Ἀλλὰ ἔχω ἕνα τράκ!...Ἐλπίζω νὰ μὴ χάσω οὔτε τὰ λόγια μου οὔτε... - γιὰ νὰ δῶ..., ἄ, ὡραῖα, τἄχω καὶ ἀτσαλάκωτα! Εὐτυχῶς. (Προσποιεῖται τὴν ἀναποφάσιστη). 
 Ἀπένταρος: - Αὐτὴν κάπου τὴν ξέρω...νὰ δεῖς τὴν ξέρω...ξέρω ὅμως ποῦ τὴν ξέρω; Βρέ, βρέ, βρέ, θεατρίνα εἶναι! Ἔμ, μὲ τέτοια χάρη!...Ἔτσι καὶ καθήσει αὐτὴ ἐδῶ, ὅλο τὸ μαγαζὶ θὰ τῆς κάνουν τεμενάδες. Θὰ προσπαθήσω νὰ βρεθῶ στὸ τραπέζι της. Πρῶτα θὰ τῆς πιάσω κουβέντα ἀπὸ δῶ, θὰ τῆς πῶ ὅτι τὴν θαυμάζω πρὸ ἀμνημονεύτων...- ὄχι,  λάθος, ἀπὸ πρόπερσι ἤ κάτι τέτοιο, ποὺ ντεμπουτάρισε. Μπὰς καὶ μὲ καλέσει στὸ τραπέζι της. Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως, θὰ καθήσει ἤ ἁπλῶς περαστικὴ εἶναι; Ἄ, τυχερὸς εἶμαι,  κάθησε - τί γᾶμπες! Λέω ν' ἀρχίσω ζητῶντας της ἕνα αὐτόγραφο, τάχα γιὰ τὸν ἀνηψιό  μου. Φυσικά, πρὶν ἀπ' ὅλα τὸ χειροφίλημα. Μετά, πὼς τὴν ἔχω δεῖ σ' ὅλα τὰ ἔργα καὶ  πὼς τὴν φαντάζομαι "Κυρία μὲ τὰς καμελίας". Ἤ καὶ... "Ἀντιγόνη"- γιατί ὄχι; Ὀκτὼ καὶ δέκα φορὲς ἔχω, λέει, συνηθίσει νὰ τὴν βλέπω. Ἔπειτα, ἀφοῦ φᾶμε κι' ἀφοῦ πιοῦμε, κι' ἄν συμβεῖ κανένα στραβὸ καὶ μοῦ ζητήσει ἐμένα τὸ γκαρσόνι νὰ πληρ-... Ἄααα! Τί τὰ σκέφτομαι αὐτά; Θὰ εἶναι πλέον ἀργά, τότε. Σάμπως θὰ μπορεῖ νὰ μοῦ βγάλει  τὸ φαΐ ἀπὸ τὸ στομάχι; Ὄχι, βέβαια!

Κα Ἀπενταρία: - Πολὺ μὲ κοιτάζει. Ἴσως νὰ εἶναι καὶ θαυμαστής μου. Τόσο τὸ καλλίτερο! Γιὰ τοὺς ἠθοποιούς, ἆλλοι...οὔ!... δίνουν βίλες ὁλόκληρες - τί εἶναι ἕνα πιάτο φαΐ;

Ἀπένταρος: - Τὸ κακὸ εἶναι πὼς...δὲν θυμᾶμαι τὄνομά της. Στὴ Λαμπέτη ἔπαιζε; Ὤ, τί σημασία ἔχει; Μὲ τὸ σᾶς καὶ μὲ τὸ σεῖς, τὸ κάθε τι μπαλώνεται. (Σηκώνεται, πάει). Τὰ σέβη μου, μαντάμ. Εἶμαι θαυμαστής σας ἀπὸ τὴν πρώτη σας παράσταση.

Κα Ἀπενταρία: - Εὐχαριστῶ! (Ἀπὸ μέσα της). Θὰ δεῖτε λοιπὸν κι' αὐτὴν ποὺ κάνω πρόβες τώρα γιὰ σᾶς!

Ἀπένταρος: - Καὶ μάλιστα, τώρα μὲ τὴν ἄδειά μου... (Ἀπὸ μέσα του). - Χρεοκόπησα κι' εἶμαι ἄνεργος, τέλος πάντων. (Δυνατά). - Τώρα λέω νὰ ἔρχομαι ἄς ποῦμε κάθε βράδυ...

Κα Ἀπενταρία: - Ἀχά! Στὸ θέατρο; Θὰ σιχαθεῖτε στὸ τέλος τὴν παράσταση καὶ...

Ἀπένταρος: - Λάθος, μέγα λάθος σας, συγγνώμη ποὺ τὸ λέω. Μά, θὰ λυπηθῶ χίλιες δραχμὲς εἰσιτήριο καὶ δὲν ξέρω πόσα γιὰ δυὸ λουλουδάκια; Ἀστεῖο ποσόν. Τὰ μάτια σας ἀξίζουν περιβόλια!

Κα Ἀπενταρία: (Κατ' ἰδίαν). - Φιρὶ φιρὶ τὸ πάει γιὰ τὶς προσκλήσεις. (Δυνατά) - Ὤ, σᾶς παρακαλῶ, μὴ στέκεσθε! (Ἐκεῖνος κάθεται). - Τὸ τραπέζι σας εἶναι ἄδειο... Ἄ, θὰ σᾶς ἔλεγα: ὄχι τόσο ταχτικά, ἡ πρωταγωνίστρια, ξέρετε, ἐμᾶς τὶς ἆλλες, ...ἄν μποροῦσε, ...νά: θἄκανε ὅλους τοὺς ρόλους ἀντρικούς. Ἔ, μὴ βρεθῶ ξαφνικὰ καὶ ἄνεργη. Ξορκισμένος - φτού! - νἆναι ἐκεῖνος ὁ ΟΑΕΔ!...

Ἀπένταρος: - Ἀδύνατον! Καὶ ἀπίστευτον! Ἄνεργη ἐσεῖς; [

Κα Ἀπενταρία: - Ὁ φθόνος καὶ τὸ θέατρο, ἄ, καλά! Δὲν λέμε κάτι πιὸ πεζό; Γκαρσόνι δὲν ὑπάρχει ἐδῶ; Γιὰ μάσες δὲν εἶστε κι' ἐσεῖς;

Ἀπένταρος: - Ὤ, τί χαριτωμένα ποὺ τὰ λέτε! Δὲν χορταίνω νὰ σᾶς ἀκούω. Ἔ, Γκαρσόν!

Κα Ἀπενταρία: - Κι' ὕστερα λένε πὼς δὲν ἔχουνε δουλειά... Κάθησα γιατί μ' ἄρεσαν τὰ τραγουδάκια τοῦ Ἀττίκ... Ἄχ, τὸ στομάχι, ποὺ λέτε, δὲν εἶναι κἄν ἀστεία ὑπόθεση, εἶναι ὅ,τι  πιὸ ἀντιθεατρικὸ καὶ θεατροδιωκτικό. Ὄχι βέβαια καὶ νὰ πηγαίνεις στὸ θέατρο γιὰ νὰ χωνέψεις - ἄι, ἀηδία μοὔρχεται! Τὸ στομάχι, λίγη ἀνθρωπολογία τώρα, ἔτσι; Εἶναι ἕνα ἀχόρταγο  σκουλῆκι, δὲν ξέρω κι' ἐγὼ πόσα μέτρα μακρύ, ποὺ διαρκῶς γουργουράει...γουργουράει... καὶ καμιὰ φορὰ σὲ στρίβει, ὤωωωχ! Πόνος ἦταν αὐτὸς ἤ κανένας ρόλος Μπρέχτ;

Ἀπένταρος: (Χειροκροτεῖ). - Εἴσαστε ταλέντο! Εἴσαστε Κοτοπούλη!... Εἴσαστε... ἡ τύχη μου σήμερα!


Κα Ἀπενταρία: - Ἡ τύχη σας, εἴπατε; Ναί, κερδίσατε δύο προσκλήσεις, - πᾶρτε τις, ἰδού!

Ἀπένταρος: - Ὄχι, προτιμῶ νὰ... Τὸ βρῆκα! Θὰ εἴμαστε ἡ οὐρανοκατέβατη Ἐργατικὴ Ἑ-
στία γιὰ τὸν πρῶτο τυχόντα ποὺ θὰ περάσει ἀπὸ δῶ - καὶ θὰ τοῦ τίς δώσουμε!

Κα Ἀπενταρία: (Μορφασμὸς πὼς βαριέται τοὺς δικούς του θεατρινισμούς). - Ἐμᾶς, ποιός μᾶς νοιά-
ζεται; Οὔτε κἄν ἡ ἄμεσος δρᾶσις, τὸ γκαρσόνι.

Ἀπένταρος: (Κατ' ἰδίαν). - Ἄς μὴν τὸν καλέσω ἐγώ. (Παύση, ἀμηχανία καὶ τῶν δύο).

Κα Ἀπενταρία: - Γκαρσόν! Σ' ἴλ βοὺ πλαί!

Γκαρσόνι: (Ἀπὸ μέσα). - Ἀμέσωωωως! (Ἀλλοιῶς). - Βρωμόψαρα, λέπια ποὔχατε...

Ἀπένταρος καὶ κα Ἀπενταρία: (Συνεχίζουν νὰ μιλοῦν χωρὶς ν' ἀκοῦμε ἐμεῖς).

Δὶς Ἀδεκαρία: (Ξεπροβάλλει στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου. Ποδιά, σάκκα σχολική, κοτσιδάκια, κατακόκκινο
πρησμένο πρόσωπο ἀπὸ τὸ κλάμα)
. - Μά, τί στὸ καλό, στὴν ἐποχή μας, νὰ βάζουνε τιμωρία τὰ
παιδιὰ ἐπειδὴ δὲν ξέρανε μιὰ μέρα μάθημα; Καί, τί τιμωρία, θεέ μου, πανταχοῦ ἀπόντα, ὅταν δὲν πρέπει. Νηστεία, δύο μέρες. Καὶ τί βασανιστήρια!... Νὰ τηλεφωνάει ἡ μαμὰ σ' ὅλους τοὺς γνωστοὺς καὶ στὰ τυροπιττάδικα, νὰ τοὺς πεῖ, πώς, ὅποιος μοῦ δώσει καὶ φάω, θὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν κύριο Διευθυντὴν τῆς Ἐφορίας, τὸν πατέρα μου!... Ἔ, μὰ κι' ἐγώ, καλὰ ἔκανα καὶ τὄσκασα ἀπὸ τὸ καταραμένο τὸ σπίτι τοῦ μπαμπᾶ καὶ τῆς μαμᾶς. Ὅταν ὅμως πεινᾶς, ὅπως ἐγώ; Πῶ πῶ πῶ! Ποτέ μου δὲν τὸ ξανάπαθα αὐτό. Ζαλίζομαι. Τὰ βλέπω ὅλα διπλὰ καὶ σὰ νὰ γυρίζουνε... Καὶ τοῦτο δῶ, τί εἶναι τώρα; Εἶναι ἑστιατόριο ἤ ἑστιατόριο τῆς φαντασίας μου; Ἄκου "...ἡ "καλὴ ὄρεξις"! Ἡ Μεγάλη ληγούρα θἄπρεπε νὰ τὸ λένε. Νὰ  μπῶ μέσα νὰ τοὺς ζητήσω λίγο ψωμάκι;... Γιὰ στάσου! Ἕνας κύριος καὶ μιὰ κυρία...- καὶ φαίνονται καλοὶ ἄνθρωποι. Ἄς κάνω τὴν κουρασμένη, κι' ἄς πάω νὰ καθήσω, τυχαῖα τάχα, - ἔ, δὲν θὰ τοὺς χαλάσω καὶ τὸ ραντεβού!... - ἐκεῖ κοντὰ. Ὅλο καὶ κάποια σοκολάτα θὰ βρεθεῖ. Ἤ, ποιός ξέρει, μπορεῖ νὰ μὲ καλέσουν στὸ τραπέζι τους. Ἄδειο εἶναι ἀκόμα! Μμμμ..., θἄχουν παραγγείλει τίποτα τῆς ὥρας, κοκορέτσι, μπριζόλες, ψἀρια τηγανητά, ἐξοχικὸ... Θὰ
εἶναι πολὺ λογικό, μὲ τέτοιες νταλωτικὲς μυρωδιές, νὰ μὴ θέλουν νὰ μὰ δοῦν νὰ λιποθυμῶ. Κι' εἶμαι μικρὴ γιὰ νἄμουν ἔγκυος! Ἄ, στὸ καλό, πάω.

Κα Ἀπενταρία: - Τί νόστιμη κοπελλίτσα!... Πῶς σὲ λένε, μπεμπέκα μου; Ἔλα κοντά.

Δὶς Ἀδεκαρία: - Καλλίτερα νὰ μὴ μὲ λέγανε!

Κα Ἀπενταρία: - Γιατί, κοριτσάκι μου, κλαῖς; Ἔλα δῶ, κοντά μας, μὴ φοβᾶσαι, δὲν γίναμε
ἀκόμη ἀνθρωποφάγοι. Δὲν κάνει νὰ κλαῖς, χρυσοῦλι μου! Εἶσαι τόσο χαριτωμένο δεσποινιδοῦλι!...

Ἀπένταρος: - Σᾶς μάλλωσε κανείς, δεσποινίς;

Δὶς Ἀδεκαρία: - Ἡ μαμά μου κι' ὁ μπαμπάς μου. Μ' ἔχουνε νηστική, γιατί πῆγα πάτος στὰ
Ἀρχαῖα, στὴν Ἱστορία, στὰ Μαθηματικὰ καὶ κάτι ἆλλα ψωρομαθηματάκια. Καὶ δὲν θὰ φάω
μέχρι αὔριο τίποτα - μόνο νερό!... Κι' ἐγώ, τὄσκασα ἀπὸ τὸ σιχαμένο τους, νὰ πάω νὰ μὲ πατήσει τὸ τραῖνο, ἀλλὰ κι' αὐτὸ θὰ περάσει στὶς 18:47΄. Κι' ὥς τότε, ὅλο θὰ πεινάω.

Ἀπένταρος καὶ κα Ἀπενταρία: - Θὰ σοῦ κάνουμε ἐμεῖς τὸ τραπέζι, θέλεις;

Κα Ἀπενταρία: - Εἶδες; Λύθηκε τὸ πρόβλημα μεμιᾶς. Πὲς πὼς ἔφαγες κιόλας. Ζήτημα δευτερολέπτων εἶναι...

Ἀπένταρος: - Καὶ γκαρσονιοῦ!

Δὶς Ἀδεκαρία: (Κατ' ἰδίαν). - Εἶμαι καὶ πολὺ καταφερτζού!

Κα Ἀπενταρία: - Τί ἀπάνθρωπο, νὰ τιμωροῦν μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἕνα παιδὶ...ποὺ ἀσφαλῶς
πάει σὲ δημόσιο - ποιός νὰ τὸ διδάξει τῆς προκοπῆς;... Τέτοια δραματικὴ σκηνή, μὴ σώσω
καὶ παίξω ποτέ μου: τὴν πεινασμένη μαθλητρια!...Ἄ, νά τὸ γκαρσόνι μας!

Ἀπένταρος: - Ἐσὺ εἶσαι τὸ γκαρσόν;

Γκαρσόνι: (Στὶς γυναῖκες). - Καλημέρα σας. (Στὸν Ἀπένταρο). - Γιατί, δὲν σᾶς γεμίζω τὸ μάτι;

Ἀπένταρος: - Πῶς!... Τί κάνει κανεὶς γιὰ νὰ φάει!...

Κα Ἀπενταρία: - Πόσω χρονῶν εἶσαι, ἀγοράκι μου;

Γκαρσόνι: - Κοντεύω ἕξη ἀλλὰ λέω ἑφτὰ σὲ κάτι κυρίους σὰν...

Ἀπένταρος: - Καὶ ξέρεις νὰ σρβίρεις ἐσύ;

Γκαρσόνι: - Μὴ μοῦ κολλάει ὁ κύριος, γιατί θὰ τοῦ φέρω μισὴ μερίδα, μὲ χτεσινὸ φαγητό, ἄ!

Κα Ἀπενταρία: - Γιὰ νὰ δοῦμε τὸν κατάλογο.

(Πέφτουν καὶ οἱ τρεῖς μὲ τὰ μοῦτρα νὰ τὸν δοῦν ἀλλὰ γρήγορα φροντίζουν τὴν ἀξιοπρέπειά τους).

Ἀπένταρος: - Ἐγώ, ποὺ διατίθεμαι νὰ σοῦ δώσω διπλὸ πουρμπουάρ;

Κα Ἀπενταρία: - Ἄ, ὅλα κι' ὅλα! Διατίθεμαι τὰ πᾶντα νὰ τὰ πληρώσω ἐγώ!...(Κατ' ἰδίαν). - Ἴιιι!
Τρελλάθηκα; Τὸ ἑστιατόριο εἶναι ἀληθινὸ κι' ὄχι σκηνογραφία!...

Ἀπένταρος: (Κατ' ἰδίαν). - Εὐτυχῶς, τὴν εἶπε τὴν μεγάλη κουβέντα. (Δυνατά). - Μά, τί λέτε τώρα,
- κι' ἐγώ, τί θὰ πληρώσω;...Ἐκτὸς κι' ἄν ἔχετε καιρὸ καὶ θέλετε νὰ..., νὰ μᾶς πετάξω μὲ τ' ἁμάξι
μου ὥς τὸν Μαραθώνα. Γιὰ καφέ, παγωτό, γιὰ ὅ,τι θέλετε τέλος πάντων, ἀγναντεύοντας τὸν Τῦμβο τῶν Προμαχούντων. Ἄ, θἆναι θαῦμα!


 Κα Ἀπενταρία: - Ἐγὼ λέω ν' ἀποφασίσουμε νὰ φᾶμε καμιὰ φορά, μιᾶς καὶ τὸ κοριτσάκι μπορεῖ...νὰ βάλει πάλι τὰ κλάματα.

Ἀπένταρος: - Σημειῶστε σ' αὐτὸ τὸ μπλοκάκι τί θὰ πάρετε, γιατί ὁ μικρὸς μπορεῖ νὰ τὰ ξεχάσει καὶ...

Γκαρσόνι: (Μὲ νόημα, θιγμένος). - Μὴν ἀνησυχεῖ ὁ κύριος, θυμᾶμαι καὶ ξέρω ποιός πρέπει νὰ πληρώσει!

Κα Ἀπενταρία: - Λέγε, μπεμπίτσα μου, τί λαχταράει ἡ καρδούλα σου. Ἐγώ, ἔτσι λίγο, μιὰ μπριζολίτσα, μία σαλάτα τομάτα, ἕνα κρασάκι - ρετσίνα, ἔ; - καὶ...καὶ βλέπουμε.

Δὶς Ἀδεκαρία: - Ἐγώ, ἄν δὲν σᾶς πειράζει, θέλω τομάτες γεμιστές, κεφτεδάκια, πουρέ, λουκάνικα, πορτοκαλάδα, καρποῦζι - ἄν ἔχετε... - ἤ παγωτό... Ἄ! Καὶ κομπόστα.

Ἀπένταρος: - Ἐγὼ θέλω νὰ δῶ ποιός θὰ πληρ-... Συγγνώμη, ἐννοοῦσα λαγὸ στιφάδο, κρασάκι ἤ μπύρα, ὅ,τι ἀρέσει στὸ παλληκάρι μας!

Γκαρσόνι: (Φεύγοντας). - Ἀμέσως, ἔφτασε!

Κα Ἀπενταρία: - Ἄχ!... (Παύση). - Πολὺ ὡραία γειτωνιὰ ἐδῶ! Μοῦ θυμίζει σκηνικὸ τοῦ Ἐθνικοῦ!

Ἀπένταρος: - Μόνο νἄλλειπε ἡ ἄκρη κείνου τοῦ κτηρίου... Εἶναι ἡ Ἐφορία, ξέρετε... Μπαίνουν ἀπὸ τὴν ἄλλη... (Ἀνάβει τσιγάρο). - Ἀλλὰ σημασία ἔχει πῶς βγαίνουν!...

Δὶς Ἀδεκαρία: - Δὲν ξέρω πῶς νὰ σᾶς τὸ ξεπληρώσω, ποὺ μὲ ταΐζετε σήμερα!... Ἄν εἶχα δικά μου λεφτά, ὅπως ἐσεῖς, θὰ ἀγόραζα δύο γαρδένιες στὴν κυρία καὶ ποῦρα γιὰ τὸν κύριο.Ἐρωτευμένοι εἴσαστε;

Γκαρσόνι: (Ἀτσίδας, φέρνει ὅλα τὰ πιάτα, σερβίρει). - Ἕτοιμος! Τῆς κυρίας, τῆς δεσποινίδος, τοῦ
...μεσιέ!

Ὅλοι μαζύ: (χειροκροτῶντας). - Ζήτω τὸ γκαρσόν μας!

Ἀπένταρος: - Ἐμπρός, τί καθόμαστε; Ἐπίθεση μὲ τὶς τρίαινες! Νὰ προλάβουμε καὶ τὸ ἡλιοβασίλεμα ἐν Μαραθῶνι.

Δὶς Ἀδεκαρία: - Ἐγώ, δὲν θὰ μπορέσω...

Κα Ἀπενταρία: - Σῶπα, καλέ, ποὺ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ φᾶς!
(Πέφτουν καὶ οἱ τρεῖς μὲ τὰ μοῦτρα - αὐτοσχεδιασμοὶ κάθε λογῆς).

Γκαρσόνι: (Στέκει μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ θαυμάζει). - Ὅταν πᾶτε ὕστερα στὸ βουνό, νὰ πεῖτε καὶ
στοὺς ἄλλους λύκους ὅτι τὸ μαγαζί μας εἶναι ἐγγυημένο! (Φεύγει. Ὁ Ἀπένταρος καὶ ἡ κα Ἀπενταρία
μένουν μὲ τὸ πηροῦνι μετέωρο κι' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Ἡ Δὶς Ἀδεκαρία τρώει ἀνενόχλητη).


Ἀπένταρος: - Ἄχ! Ὑπέροχο ἦταν!
(Ἀκούγεται μουσικὴ ἀπὸ μέσα. Τὸ <Ἄλα, ἄνοιξε κι' ἄλλη μπουκάλα>. Ὁ Ἀπένταρος μερακλώνει, ἡ Κα Ἀπεντα-
ρία ἕτοιμη νὰ σηκωθεῖ γιὰ χορό, ἡ Δὶς Ἀδεκαρία γλείφει τὸ παγωτό)


Δὶς Ἀδεκαρία: - Οὔφ! Ἔσκασα!... Ὅ,τι ἀξίζει, τὸ παγωτό!...

Ἀπένταρος: - Ἄξιζε τὸν κόπο. Δὲν ἔχω τὰ γυαλιά μου νὰ δῶ τὸ χαρτάκι.

Κα Ἀπενταρία: - Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ μὴν παρεξηγηθοῦμε γιὰ τὸ ἀσήμαντο χαρτάκι ἐτοῦτο. Πληρώνει ὁ ἕνας κι' ὕστερα...τὰ βρίσκουμε, ὄχι ,προστὰ στὸ γκαρσόνι.

Ἀπένταρος: - Σωστά. (Ψάχνει τὶς τσέπες του). - Ὤχ! Ξέχασα στ' αὐτοκίνητο τὸ πορτοφόλι μου! Κι' εἶναι ἕνα χιλιόμετρο μακρυά...Καὶ πῶς ἔχω βαρύνει!...

Κα Ἀπενταρία: - Κι' ἐγὼ τὸ ἴδιο. Πρέπει νὰ ζυγιστῶ.

Δὶς Ἀδεκαρία: - Δηλαδή, αὐτὸ ἤτανε; Δὲν ἔχει ἆλλο;

Κα Ἀπενταρία: - Τς τς τς! Δὲν βλέπεις ποὺ ὁ κύριος ξέχασε τὸ πορτοφόλι του; Ἐλπίζω νὰ μὴν τὸ χάσατε, κύριε...κύριε...

Ἀπένταρος: - Ἀπένταρος.

Κα Ἀπενταρία: - Τί σύμπτωσις! Περιττὸ νὰ σᾶς πῶ πὼς ἔτσι μὲ λένε κι' ἐμένα. Μὲ ξέρετε...ἀλήθεια, μὲ εἴχατε στὸ...;

Ἀπένταρος: - Τώρα νὰ σᾶς δῶ, θέλω. Πόσο χειραφετημένη εἶστε, ὥστε ν' ἀναλάβετε σεῖς τὸν λογαριασμό, ὥσπου νὰ τακτοποιηθεῖ τὸ θέμα τοῦ πορτοφολιοῦ μου.

Κα Ἀπενταρία: - Ἐγώ θἄλεγα, νά, καλὰ θὰ ἦταν, γιὰ νὰ χωμέψετε, πεταχτεῖτε ὥς τ' αὐτοκίνητο...
- ἄλλωστε, θὰ φύγουμε ἀπὸ δῶ.


 Ἀπένταρος: (κατ' ἰδίαν). - Καλὴ ἰδέα γιὰ νὰ τὸ σκάσω. (Σηκώνεται). - Πάω κι' ἔρχομαι. Μπορεῖτε, στὸ μεταξύ, νὰ παραγγείλετε ὅ,τι...ὅ,τι κι' ἆλλο σᾶς ἀρέσει. (Ἕτοιμος νὰ τὸ σκάσει).

Γκαρσόνι: (Ἐρχόμενος). - Ἔι, κύριος! Θέλω νὰ κλείσω ταμεῖο. Συγγνώμη.

(Φωνὴ τοῦ πατέρα ἀπὸ μέσα): - Πιπίνο, τελείωνε. Θέλω νὰ ξαπλώσω δύο ὡρῖτσες...

Ἀπένταρος: - Μιὰ στιγμή... - ὤ, ἔχει λεφτὰ ἡ κυρία.

Κα Ἀπενταρία: - Ἄ, ὄχι, τέτοιο τὰκτ εἶναι πρωτάκουστο! Τοὐλάχιστον τὴν πρώτη φορὰ...- ἔ, ὄχι καὶ ρεφενέ!... Ἄντρας εἶστε, φερθεῖτε σὰν κύριος!

Δὶς Ἀδεκαρία: (κατ' ἰδίαν). - Μπαροῦτι μυρίζει! (Δυνατά). - Τί συμβαίνει;

Κα Ἀπενταρία: - Ἄ, κορούλα μου, εἶναι ὡραῖο καὶ σωστὸ πρᾶγμα νὰ πληρώνει κανεὶς...αὐτὸ ποὺ ἔφαγε. Ὅταν μεγαλώσεις λιγάκι ἀκόμα καὶ μὲ φτάσεις στὴν ἡλικία, νὰ σοῦ  ἀρέσει τάκα τάκα νὰ ξοφλᾶς ὅ,τι χρωστᾶς. Ἀλλὰ ποτὲ ὅταν συνοδεύεσαι ἀπὸ ἕναν κύριο.  Μοιάζει λίγο ντεμοντέ, ἀλλὰ δὲν θ' ἀλλάξουμε ἐμεῖς τώρα τοὺς καλοὺς τρόπους.

Γκαρσόνι: - Νὰ δοῦμε ὥς ποῦ θὰ φτάσει ἡ ὑπομονή μου! Πάω νᾶ φωνάξω τὸν πατέρα μου.

Ἀπένταρος: - Ναί, νὰ βγεῖ ἐκεῖνος... Σὲ σένα δὲν ἐμπιστευόμαστε χρηματικὰ ποσά. (Τὸ Γκαρσόνι μπαίνει στὸ μαγαζί). - Συγγνώμη, κυρία μου, ἀλλὰ πιὸ πρὶν δὲν καταλάβατε. Δὲν ὀνομάζομαι Ἀπένταρος, - εἶμαι, τὸ ξαναλέω: εἶμαι ἀπένταρος! Ἐσεῖς βγάζετε τόσα λεφτά!...

Κα Ἀπενταρία: - Χά! Ἄς γελάσω! Δὲν φτάνει ποὺ μὲ φέρατε σὲ ρεστωρὰν ὀγδόης κατηγορίας μὲ θέα τὴν Ἐφορία!...

Ἀπένταρος: - Ἐγώ, φεύγω. Ξεκομμένη! Ὅ,τι ἤτανε νὰ φάω, τὄφαγα. Καὶ σεῖς, ὅ,τι εἶναι νὰ πληρώσετε, πληρῶστε το! Θυμᾶμαι πολῦ καλὰ ποὺ προσφερθήκατε νὰ...

Δὶς Ἀδεκαρία: - Ναί! Αὐτὸ τὸ θυμᾶμαι κι' ἐγώ...- τὸ εἴπατε, κυρία!

Κα Ἀπενταρία: - Σκασμός, ἐσύ, λαίμαργη!... Λάμια!... Ἀγράμματη!... Ἄν διάβαζες Πλάτωνα, δὲν θὰ μιλοῦσες ἔτσι! Ξεκουμπίσου!...(Ἔξαλλη, σηκώνεται). Νὰ ξεκουμπιστῶ κι' ἐγώ, ...νὰ μὴ σᾶς βλέπω.

Ἀπένταρος: - Δὲν θὰ τὸ κουνήσετε, ἄν δὲν πληρώσετε ὥς καὶ ψυχικὴ ὀδύνη σ' αὐτὸ τὸ νήπιο ποὺ σκίστηκε γιὰ νὰ σᾶς φέρει ὥς καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα ποὺ καταβροχθίσατε.

Κα Ἀπενταρία: - Τὸ ἀγοράκι αὐτό, κύριε, εἶναι ἤδη ἄντρας μὲ τὰ ὅλα του, ἄξιο νὰ βγάζει μόνο του τὸ ψωμί του. Δουλεύει, κύριε!...Ἐργάζεται, κύριε!... Ἐνῶ ἐσεῖς, εἶστε ἀναξιοπρεπής. Καὶ ἀχαΐρευτος καὶ τρακαδόρος! Φτού!...

Δὶς Ἀδεκαρία: - Ἔτσι ἀκριβῶς βρίζει ἡ μαμὰ τὸν μπαμπά, - κι' ἐκεῖνος, τῆς τὰ φέρνει τὴν ἴδια μέρα!

Γκαρσόνι: (Ἔχει ἐπιστρέψει, βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ πεῖ:) - Ὁ πατέρας μου λέει, τελειώνετε, μὴ σᾶς πάρει ὁ Διάολος!

Κα Ἀπενταρία: - Ἀπαίσιο παιδί! Πὲς τοῦ πατέρα σου νὰ σὲ γράψει σὲ κανένα σχολεῖο, μπὰς καὶ ξεστραβωθεῖς! Καί, πές του, δὲν πληρώνω, νά! Νὰ σοῦ πῶ καὶ γιατί; Γιατί εἶμαι ἀπένταρη. Ναί, ναί, ναί, θὰ τὸ φωνάζω πιὰ κι' ἔξω ἀπὸ τὸ Σωματεῖο! Εἶμαι ἀπένταρη καὶ ἠθοποιός, - τὸ ἴδιο κάνει. Μιὰ μπουκιὰ ἔφαγα καὶ ξυνὴ μοῦ τὴ βγάλατε. (Στρέφει νὰ φύγει, δὲν ἔχει κουράγιο).

Ἀπένταρος: - Συγγνώμη, πῶς εἴπατε; Εἴσαστε...;

Κα Ἀπενταρία: (Κλαίει). - Δὲμ ν' ἀρέσει ποὺ τὸ λέω,,,

Ἀπένταρος: (Τὴν ἀγκαλιάζει προστατευτικά, στοργικά). - Συγχωρέστε με, παραφέρθηκα. Εἶμαι κι' ἐγὼ σὰν ἐσᾶς...δυστυχισμένος, ἄτυχος. Φαλίρισε τὸ μαγαζί μου. Μικρομεσαῖος, καταλαβαίνετε... Ἐλᾶτε, καθεῖστε. Μὴν κλαῖτε. (Τὴν καθίζει. Ἐκεῖνος μένει ὄρθιος). - Ποτὲ δὲν ἀφήνω μιὰ κυρία ἐκτεθιμένη. Πῶς τὄπαθα, δὲν ξέρω.

Κα Ἀπενταρία: (Κλαίει). - Ἀφῆστε με.

Ἀπένταρος: - Μὰ τί... νομίζατε πὼς θὰ φύγω; Κάπου θὰ βρῶ νὰ δανειστῶ. Ἔχω φίλους. Μὴν  κλαῖτε, θὰ κλάψω κι' ἐγώ...

Δὶς Ἀδεκαρία: (πετάγεται). - Θεέ μου, τί βλέπω; Ἡ μαμὰ μὲ τὸν μπαμπὰ καὶ βλέπουν κατὰ δῶ! Κρῦψτε τὰ πιάτα!

Κα Ἀπενταρία: - Δὲν ἔπρεπε, κοριτσάκι κου, νὰ φύγεις ἀπὸ τὸ σπίτι σου...

Ἀπένταρος: - Μπᾶ! Αὐτὸς ἐκεῖ στὸ παράθυρο πρέπει νὰ εἶναι τὸ κουμάσι ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἐφορίας!... (Γνέψιμο καὶ χειρονομία πρὸς τὰ κεῖ): - Θὰ σὲ σκίσω!

Δὶς Ἀδεκαρία: - Ὁ πατέρας μου εἶναι, σκίσ' τονε!

Ἀπένταρος: - Ὁ...ὁ ἀξιότιμος κος Ἀδεκαρίας εἶναι ὁ πατέρας σου;

Δὶς Ἀδεκαρία: - Ὤ, μὴν κλαῖτε πιά, κυρία. Θὰ τοὺς φωνάξω νὰ πληρώσουν αὐτοί. Μὴν ἀνησυχεῖτε, πᾶντα τσεπωμένος εἶναι.

Ἀπένταρος καὶ Κα Ἀπενταρία: (Μαζύ). - Δηλαδή, θὰ πληρώσει ἡ Ἐφορία;

Δὶς Ἀδεκαρία: (Χοροπηδῶντας φωνάζει). - Μαμά, μπαμπά, ἐδῶ!...

Καὶ οἱ τρεῖς μαζύ: - Μαμά, μπαμπά...

Γκαρσόνι: - Ἔχουμε καὶ λέμε: ἄτομα πέντε, λογαριασμὸς διπλάσιος, ἀλλὰ ἀπόδειξις θεωρημέ-
νη. Ἆντε πάλι μέσα!...


Α ὐ λ α ί α.
------------------
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
0 .

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Εἶπα νὰ ἀπαντήσω ἀλλὰ συγκρατήθηκα. Εἶδα ὕστερα τὸ σχετικὸ μήνυμά σου καὶ ἐπανέρχομαι, δριμύτατος. * Τηλεόραση ἑλληνική. Μοῦ τυχαίνει, κατὰ καιρούς, νὰ μὲ ρωτᾶνε τί δουλειὰ κάνω. Ἡ ἀπάντησή μου: <- Καμιά. Ἐσεῖς, τί λέτε νὰ ἔκανα;...> Ἀπαντήσεις συνηθέστερες: χορευτής, ζωγράφος, καθηγητής, ἠθοποιός... Ὅταν λέω: < -...καὶ ἠθοποιός...>, μοῦ λένε: - ...ἀλήθεια; Σὲ ποιό σήριαλ παίζετε, γιατί σὰν κάπου νὰ σᾶς ἔχω δεῖ... ἄχ, τί καλά!... * Παρένθεση: στὴν α΄τάξη τῆς Σχολῆς, εἴχαμε μάθημα καὶ μὲ τὸν Δημήτρη Ποντίκα, σκηνοθέτη (δές: " Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν)) καὶ εἶχα πεῖ, ἐν ὥρᾳ μαθήματος, ὅτι δὲν μ' ἐνδιαφέρει ἡ τηλεόραση ἀλλὰ μόνον τὸ θέατρο. Μία ὥρα προσπαθοῦσε νὰ μὲ πείσει ὅτι δὲν εἶχα δίκηο...* Τελικά, ἔχω κάνει λίγη τηλεόραση, ξεκινῶντας ἀπὸ ἕναν ρόλο σὲ δύο ἐπεισόδια, ποὺ ἔγραψε ἀποκλειστικῶς γιὰ μένα ὁ Σωτήρης Πατατζῆς καὶ ζήτησε νὰ τὸν παίξω ἐγὼ καὶ μόνο. Στὸ δεύτερο ἐπεισόδιο, δὲν ὑπῆρχα! Στὴν συνέχεια, διεκόπη τὸ σήριαλ τελείως. <- Μία ἐξυπηρέτηση ζήτησα ὅλη κι' ὅλη στὴν ζωή μου!>, τοὺς εἶχε πεῖ ὁ κ. Πατατζῆς. * Βρὲ παιδιά, δὲν ἤμουν ἄσκημος, ἴσα-ἴσα, φωτογένεια, ἀριστοκρατικότητα, ἀλλὰ...Ἁπλῶς, ὥς αὐτὴ τὴν στιγμὴ ποὺ γράφω αὐτά, ἀπὸ τὸ 1976 ποὺ ἔβγαλα τὴν Σχολή, δὲν <πῆγα> οὔτε μὲ γυναίκα οὔτε μὲ ἄντρα συναδέλφους ἤ ὅ,τι ἆλλο ἀπὸ τὸ κύκλωμα. Ριξίματά τους, εἶχα τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἆλλο. * Ἄλλη μία περίπτωση (ἀπὸ τὶς ἄπειρες). Εἶχα γνωριστεῖ μὲ γνωστὸ τότε σκηνοθέτη (ἔχει πεθάνει) καὶ μὲ κάλεσε σπίτι του. Μιλήσαμε γιὰ χίλια-δυὸ ἐπὶ δύο ὧρες, ὥσπου θὰ πήγαινε στὸ θέατρο... Τοῦ εἶπα: < - Ἀλήθεια, δὲν μοῦ εἶπες, πῶς σοῦ φάνηκα;...>. Ἡ ἀπάντηση: " - Καλός εἶσαι, ἀλλὰ δὲν μοὔδειξες οὐτε τὸν ποῦτσο σου οὔτε τὸν κῶλο σου. Δὲν θὰ σἐ πάρω ποτέ". * Τέλος, μόνον ὁ Γιῶργος Μούτσιος ἦταν ἐντάξει, ἀλλὰ στὸ ἆλλο ἔργο τοῦ ἔστειλα ἆλλον ἠθοποιό, γιατί εἶχαν παρατραβήξει τὰ μαρτύριά μου μὲ τὴν ἀρρώστεια τῆς μάννας μου - τρία χρόνια καί, ἐκτὸς θεάτρου. * Ὑπάρχουν κάποιες δουλῖτσες μου (<Πές το ψέματα>, <Οἱ γυναῖκες τῆς ζωῆς της> κ.ἄ.) ἀλλά... Σὲ φωνάζουν μία φορά, χωρὶς νὰ ξέρεις τί προηγήθηκε καὶ τί ἕπεται στὴν ὑπόθεση, δὲν κάνεις καμία πρόβα, δὲν σὲ προσέχει σχεδὸν καθόλου αὐτὸς ποὺ τραβάει τὴν ταινία γιατί τὸν νοιάζουν οἱ πρωταγωνιστές. * Ὄχι, ψώνιο δὲν ὑπῆρξα ποτέ. * Ὅπου κι' ὅποτε ἤμουν στὸ θέατρο, μονάχα ἐνθουσιασμοὺς ἔχω άκούσει ἀπὸ θεατές καὶ 8 στὶς 10 φορὲς οἱ συνάδελφοι θέλανε νὰ μοῦ βγάλουν τὰ μάτια καὶ ὄχι μόνον. Ἄσε ποὺ ἔψαχναν νὰ μοῦ βροῦν σεξουαλικὰ παραπατήματα. * Ὁ μόνος ἠθοποιὸς ποὺ ἔχω ζηλέψει ἦταν ὁ Δημήτρης Χόρν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶχε τὸν πατέρα του, τὴν νονά του..., μιὰν ἐποχὴ πιὸ συγκρατημένη. Δὲν βγῆκα στὸ θέατρο γιὰ ἀρσενικὴ πουτάνα.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Βρεῖτε, ἄν μπορεῖτε, μιὰν ἄκρη,
ἐσεῖς, τῆς Λογικῆς οἱ ἄκροι.


Καθημερνῶς πρωὶ καὶ βράδυ
ἔρχονται τοῦ κόσμου τὰ στερνά,
Εἰδήσεις δείχνει τὸ ρημάδι
κι' ὁ Χάρος διαρκῶς μᾶς ξεπερνᾶ.

Παρ' ὅλα ταῦτα, ἐμεῖς ζοῦμε,
κηδεῖες δὲν ἀκοῦμε πουθενά,
προσέχουμε μὴν παραβοῦμε
τὸν Νόμο ποὺ ὑποταγὴ γεννᾶ.

Τὴ Γῆ μας γράπωσε ἕνα τέρας,
ἄγνωστος ἰός μέχρι καὶ χτές.
Κυρίαρχος τῆς ἀτμοσφαίρας,
- Πᾶσχα δὲν γουστάρει καὶ γιορτές.

Δὲν ξέρουμε δ' ὥς πότε καραντίνα
θὰ ζοῦμε!...- καὶ νὰ θέλουμε χαρτί
γιὰ κεῖ π' ὅταν τραβᾶμε τὴν κουρτίνα
ὁ πισινός μας πάει νὰ σκουπιστεῖ.

Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

(Εἶπα: ἀναμνησοῦλες!... - ἐσεῖς ἀμέσως νὰ τὶς πεῖτε: τσοῦλες!):
~
(12 Ἰουλίου 2012, καὶ ὥρα 8:00).
 
ὑπάλληλοι τῆς Βουλῆς,
μισθοδοσίας παχουλῆς.
Τῆς Βουλῆς οἱ ὑπάλληλοι,
τῶν ὁσίων μας παράλληλοι,
(ἀλλ' ὄχι ἁγίων ἐφάμιλλοι)
γιὰ δόξαν ἀπαράμιλλη,
σκέτη, δὲν τούς ἔχω μόνον.
Ἔργον κι' αὐτοὶ σηψιγόνον,
μέγα κι' ἐν πολλοῖς σπουδαῖον
προσθέτουνε στὸ πρακτέον.
Γλείφουν, καρφώνουν, χασμῶνται,
μεταξύ τους ἀγαπιόνται.
Διὰ τὸ καλὸν τῆς πατρίδος
μπαίνουν ὑπὸ τῆς αἰγίδος
ὑψίστου μισθολογίου.
Σφᾶλμα τοῦ πληκτρολογίου
ἄν δὲν μπορῶ ν' ἀναφέρω
τὸ πόθεν τοῦτο τεκμαίρω.
Δὲν κατανοῶ τί σᾶς πιάνει
καὶ στὴν πόρτα τους ζητιάνοι
δὲν πᾶτε. Θἄχατε λύσει,
μ' ὅποιον κι' ἄν μᾶς κυβερνήσει,
τὰ τοῦ βίου προβλήματά σας,
- φᾶτε τώρα τὰ σκατά σας!
Οὕς φθονεῖτε, ζηλεύετε...
τοὺς ὄρχεις τους πορδεύετε.
 
(14 Ἰουλίου 2012, καὶ ὥρα 8:13).
 
Κλινούριος Ὕμνος.
(Λέγω πρὶν τὸν συνεχίσω
τὴν ΛΥΡΑΝΘΗ νὰ ρωτήσω).
 
Ὥς πότε, βρὲ γομάρια, ζήτουλες γιὰ δανεικά,
ξεχνῶντας τὴν δραχμούλα, νὰ ζοῦμε τραγικά;
Νὰ κλείνουν τὰ 'ργοστάσια, νὰ πέφτουν τὰ ρολά,
ἕρμαια τῶν κομμάτων, παντὸς πορτοφολᾶ;
Νὰ χάνουμε κι' ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς
κι' οἱ φίλοι νὰ σοῦ λένε: - Γιατί αὐτοκτονεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ μὲ δυὸ Μνημόνια, Λαγκὰρντ ζοχαδιακή.
Τί σ' ὠφελεῖ νὰ χέζεις, καὶ πάλι νὰ πεινᾶς,
σκορδαλιὰ σκατῶν στὸ γουδί σου νὰ κοπανᾶς;
Νουδιάρης, Πασικλάνος, Δημάρτυς κι' ἄν σταθεῖς,
κάλλιο, βρὲ, νὰ ζοῦσες διὰ παντὸς σεισμοπαθής.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
 Κώστας Ρηγόπουλος - Κάκια Ἀναλυτῆ.
 
 
Εἶχα μόλις προσθέσει ἕνα σχόλιο, μακροσκελές, καὶ χάθηκε! Ἄς τὸ ἐπαναλάβω. * Χάρηκα πολὺ ποὺ τὸ εἶδα, μὲ ὅλη τὴν συνείδησή μου γι' αὐτὸ ποὺ λέω. Κάποτε, πρὶν βγῶ ἠθοποιός, καὶ λίγο ἀργότερα, πήγαινα 5 καὶ 6 φορὲς σὲ κάθε παράστασή τους. Μὲ τὸν Ρηγόπουλο εἶχα ἀνταλλάξει μόνον δύο-τρεῖς χαιρετισμούς. Μὲ κάποια συγγενικά τους πρόσωπα, ποὺ δούλευαν κι' αὐτοὶ στὸ θέατρό τους, λέγαμε πολλά, καὶ πᾶντα, μόλις μ' ἔβλεπαν, μοῦ ἑτοίμαζαν τὸ σημείωμα... μὲ τὴν θέση μου! Στὸ διάλειμμα, ἐπισκεπτόμουν ἀπαραιτήτως τὴν Κάκια (γι' αὐτὴν πήγαινα πιὸ πολύ) στὸ καμαρίνι της. Μοῦ πρόσφερνε καρέκλα καὶ τὰ λέγαμε. Καὶ οἱ δυό τους ἦταν ξεκάθαροι ἄνθρωποι, ὅπως τοὺς εἴδαμε καὶ σ' αὐτὴν τὴν ἐκπομπή. Ἔντιμοι. Ἡ Κάκια, τὄπαμε, ἦταν ἡ ἀδυναμία μου. Μ' ἄρεσε καὶ ἡ φωνή της ἰδιαίτερα - καὶ ἡ κομψότητά της στὴν σκηνή. Ποτὲ δὲν κάνανε μπαλαφάρες ὅπως ἆλλοι, πολλοὶ Ἕλληνες ἠθοποιοί. Εἴχανε, τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ἐκπροσωπήσει τὸ γαλλικὸ μπουλβὰρ στὴν Ἁθήνα.
Τώρα, πιὸ πάνω, σὲ κάποιες στιγμὲς ἀπὸ ἔργα, μοῦ θύμισε λίγο τήν, ἄλλη ἀγαπημένη μου, Τιτίκα Νικηφοράκη, - σὰν στόφα ἠθοποιοῦ. Τὸ 1977, ἡ Κάκια, στοὺς Δελφούς, ἦρθε στὰ παρασκήνια νὰ μὲ βρεῖ, νὰ μοῦ πεῖ πολλὰ σπουδαῖα καὶ στὸ τέλος μοῦ ζήτησε νὰ τὴν συνοδέψω, ἀγκαζέ, (καμάρι μου), ὥς τὴν ταβέρνα ὅπου θὰ πήγαινε ὅλος ὁ θίασος... Δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ 1979, μοῦ τηλεφώνησε, ἀρχίζοντας ἔτσι: < - Γιάννη, εἶμαι κατσίκα... Σοῦ ζητῶ συγγνώμη γιὰ...> (ἄσε, μὴν συνεχίσω, δὲν ἔφταιγε ἐκείνη, τὸ ξέρω). Καὶ μοῦ πρότεινε νὰ ἔκανα μίαν ἀντικατάσταση στὸ θέατρό τους. Ὅμως, εἶχα τὴν μητέρα μου βαρειὰ ἄρρωστη, στὰ τελευταῖα της..., δὲν δούλευα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι πλέον. Ὅμως, μάθαινα ἀπὸ φίλο, νέα τους. Πᾶντα τίμιοι στὴ δουλειά τους. Παληότερα εἶχα μεταφράσει τὴν <Μάντισσα> τοῦ Ἀντρὲ Ρουσέν εἰδικὰ γιὰ τὴν Κάκια (εἶχε δεῖ τὸ ἔργο στὸ Παρίσι) καὶ τὸ <Ἤ ἕνας ἤ κανένας> τοῦ Λουίτζι Πιραντέλλο, ἔχοντας στὸν νοῦ μου πᾶντα τὴν χροιὰ τῆς φωνῆς τῆς Κάκιας γιὰ τὸν ρόλο τῆς Μελίνας. Καὶ τὰ δύο ἔργα δὲν παίχτηκαν ποτὲ στὴν Ἑλλάδα. Λυπᾶμαι ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά. Ἄν ζοῦσαν, τώρα ποὺ μεγάλωσα καὶ δὲν εἶμαι πλέον ντροπαλός, ὅπως τότε, κάποτε, θἄθελα νὰ ἤμασταν φίλοι καὶ... μὲ ἀπαίτηση(!...) νὰ τῆς ἔλεγα: < - Τί θὰ γίνει, θἄρθεις ἐσὺ γιὰ καφὲ ἤ... νὰ σοῦ κουβαληθῶ ἐγώ; Μέχρι τὰ τὸν σερβίρεις, ἔφτασα!...> Ἡ ἐκπομὴ ἀποτυπώνει τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὴν καλλιτεχνικὴ ἀξία τους. Χαίρομαι ποὺ ὐπαρχει καὶ τὴν εἶδα μονοροῦφι (σὰν...καφέ).

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Κλινοσοφιστεῖες.
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.


 
Νὰ πῶ: ἆνδρες καὶ ἆνδρες;
Ποιός φταίει γι' αὐτό;



.................................................καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀηδιάζω ὅποτε ἀκούω (ἄθελά μου) καὶ βλέπω (ἄθελά μου) Ἕλληνες - καὶ μόνον Ἕλληνες - ἠθοποιοὺς νὰ εὐτελίζουν, γελοιοποιοῦν τὶς "ἀδερφές". Ὑποδύονται, λένε, τὸν

ὁμοφυλόφιλο. Δὲν θέλω νὰ ξεράσω εὐκοιλιότητα.
Αὐτὸ ποὺ "ὑποδύονται" (ἄν εἶναι σὲ θέση νὰ ὑποδυθοῦν κάτι) εἶναι τὸ ντεμοντὲ δηλητήριο ποὺ ἀμολάει ἡ "ἠθικὴ τάξη" σὲ ὅσους δὲν ὑποκρίνονται ὅτι ἀκολουθοῦν τὰ προστάγματα τῶν "κανόνων ἠθικοῦ ἐρωτικοῦ βίοι". Αὐτοὶ οἱ ἀτάλαντοι ἐπὶ σκηνῆς, ταλαντοῦχοι τῶν παρασκηνίων", ἠθοποιοὶ (στὸ τέλος θὰ τὴν ξεράσω τὴν διάρροια, δὲν τὴν γλυτώνω...) ἐξασκοῦν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἠθικοῦ αὐτουργοῦ στὶς ἁπάσης φύσεως οἰκογενειακὲς δυστυχίες, τραγωδίες ἀναφορικὰ μὲ τὰ γοῦστα...
Εἶναι οἱ κουκουλοφόροι στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἠθικοῦ νόμου.
* Ὁμοφυλόφιλος θὰ πεῖ, σκέτα, ὁμοφυλόφιλος. Ἡ λέξη μιλάει μόνη της. Πρόσθετη ἑρμηνεία
σημαίνει πλατειασμός.
Ἐκ τοῦ μακρόθεν, παρακολουθῶ θαμῶνες κάποιων μπάρ. Στὸ Γκάζι. Ὅλοι ὁμοφυλόφιλοι. Μιὰ χαρὰ ἄνθρωποι.
Καὶ δὲν ἔχω οὔτε κἄν ἕναν φίλο ἐκεῖ νὰ ὑποστηρίξω. Καὶ...τὸ καρφί μου: ἄνθρωποι, ποὺ ὑποτίθεται "μάχονται" στὸ πλευρὸ τῶν "διαφορετικῶν", πιστεύουν ὅτι οἱ ὁμοφυλόφιλοι δὲν εἶναι  ἆνδρες (καὶ μετὰ βρίζω τοὺς "ἠθοποιούς"...!)
Ὅταν κάποτε, ἐνώπιος ἐνωπίοις, (σὲ ὁμοφυλόφιλο κοινὸ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν), εἶπα ἁπλὰ  καὶ μόνον:
«Εἶμαι ἄνδρας, δὲν χρειάζεται νὰ τὸ λέεω καὶ νὰ τὸ τονίζω», ἔλαβα τὴν ἑξῆς ἀπάντηση "ἡγετικοῦ τους ἀτόμου": «Προσέξτε, αὐτὸ ποὺ λέτε σᾶς ἐκθέτει». Τὸ εἶπε καὶ δεύτερη φορά.

Οὐδέποτε ἀμφέβαλα ὅτι εἶμαι αὐθεντικός, ἄρα τολμῶ καὶ ἐκτίθεμαι.

.................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.

--------
Πρώτη δημοσίευση, ἐφημερίδα Ἀνωχύρωτη Πόλη, τεῦχος 14, 16 Ἰουνίου 2007.