Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Κλινοσοφιστεῖες.

γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Κάπου, κάπως, πᾶντα ὁ ἔρωτας.

[3η δημοσίευση, ἀπὸ 1η σὲ «Ἀνοχύρωτη Πόλη», τεῦχος 26, 3 Ἰανουαρίου 2008].

..............................................καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Φιλαρμονικῆς καὶ Φιλελλήνων 2. Καλῶς τὸ ἐννοήσατε: γωνία εἶναι. Μὲ φιλία στὴν ἁρμονία. Λέξη ἑλληνικὴ καὶ παγκόσμια.
Φιλία γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἄλλη μία ἀποκλειστικότης.
Καὶ μὲ ποιά φόρτιση ἑνώνονται οἱ δύο δρόμοι, αὐτὲς οἱ δύο ὁδοί! Στὴν Κέρκυρα, μωρὲ κουζουλέ...! Μὲ τὶς 18 φιλαρμονικές
της.
Στὸν τέταρτο ὄροφο, ἐκεῖ ποὺ θἄπρεπε νὰ κοιτάξει ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, νὰ εἴχαμε τὴν τοπικὴ «Στέλλα Βιολάντη», Ἐν-
νοῶ, θεὸς σ'χωρέστην, τὴν Θεοδώρα Μωραΐτη. Ὄχι, δὲν εἶταν ἐκεῖ τὸ σπίτι της. Ἐκεῖ ἔμενε ὁ ἔρωτάς της.
Στὸν τέταρτο ὄροφο, ἄνοιγε τὰ παράθυρά της ἡ κοντέσσα Κωστάντζα καὶ χαιρετοῦσε τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ποὺ τὸν ἔβλεπε
πᾶντα προφίλ. Θὰ μποροῦσε νὰ ἔδενε σκοινὶ ἀπὸ τὸ παράθυρό της ὥς τὸ καμπαναριό, ν' ἁπλώνει τὰ ροῦχα της. Θὰ τῆς τὴν
ἔκανε τὴ χάρη ὁ Ἅγιος, θρήσκα ἀληθινὴ ἤτανε.
Ὡστόσο, ἕνας ἔρωτας ἤ σατανὰς μπῆκε στὴ μέση καὶ μ' ἕνα σκουριασμένο ψαλίδι ἔκοψε δεσμοὺς μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς.
Ὁ γυιός της, ὁ νεαρὸς Σπυρίδων, τόλμησε καὶ ἐρωτεύτηκε τὴν πρώτη του ἐξαδέλφη - τὴν Θεοδώρα. Δἒν ἤξερε ποιάν ἐρωτεύ-
τηκε ἀλλὰ πάντως ἐκείνην. Ἀλλὰ κι' αὐτή, κοῖτα ποιόν βρῆκε κι' ἀγάπησε! Αὐτὸν ποὺ δὲν ἤξερε ποιός ἦταν.
Ἡ σινιόρα Μωραΐτη καὶ ὁ νεαρὸς κόμης Λὸ Σκόκκο...τοὺς πῆρε καὶ τοὺς σήκωσε. Αὐτὴ φταίει! Ὄχι, αὐτὸς φταίει! Λάθος, αὐ-
τή! Οἱ κοπέλλες τοὺ 1925 ποὺ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ Κανόνι στὴν Σπιανάδα, πατρός τε καὶ μητρὸς συνοδευόντων, βλέπουν μό-
νον κάτω, μὴ σκοντάψουν καὶ στρέφουν μόνον πρὸς τὴν καμπάνα ποὺ χτυπᾶ, νὰ κάνουν τὸν σταυρό τους. Τὰ ἀγόρια ἀπαγο-
ρεύονται διὰ ξεμαλλιάσματος. Σιὸρ Βιολάντης τοὺς χρειάζεται.
Ποῦ τὴν βρῆκε; Ποῦ, πῶς, πότε τὰ κατάφερε καὶ τὸν βρῆκε κτλ. κτλ., νὰ σᾶς τὰ ποῦν οἱ κουτσομπόλες, ὄχι ἐγώ. Δὲν εἰδικεύ-
ομαι ἐγὼ νὰ ἐξευτελίζω τοὺς ἔρωτες γιὰ χατῆρι τῆς προστυχιᾶς σας. Εὐτυχῶς, ἡ Θεοδώρα δὲν ἔγινε «φαρμακωμένη»
τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ. Τὴν εὐχαριστῶ ποὺ πρωτοφίλησε τὸν πατέρα μου. Οἰκογενειακοὶ ἐχθροὶ οἱ γονεῖς. Κοντὸς ψαλμός,
τὴν γαμήσανε κι' οἱ δυό τους τὴ ζωή τους. Ἐκείνη ἔμεινε ἀνύπαντρη. Τὴν γνώρισα τὸ 1965, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πίπη. Ἐκεῖ-
νος, σὰν εἶδε τὰ τὰ μαχαίρια, φοβήθηκε προφητικὰ τὸν «Ματωμένο Γάμο» τοῦ Λόρκα, ποὺ ἐστερεῖτο φυσικὰ καὶ τῆς μουσικῆς
τοῦ Χατζιδάκι (νά, πάλι, ἡ ἁρμονία...), ἄφησε σύξυλο τὸν δάσκαλό του ζωγράφο, ποὺ τὸν ἀνέλαβε ἀπὀ ἑπτὰ χρονῶν, καί,
περιφρονῶντας Ποντικονῆσι, Ἀχίλλειον καὶ δὲν ξέρω κι' ἄν πρόλαβε νὰ ἀνάψει κανένα κερὶ στὸν Ἅγιο (ἐγώ, γιὰ ἄπιστο τὸν
εἶχα), μἀννα νὰ τοῦ φωνάζει ἀπὸ τὸ παράθυρο: «- Πίπη!... Πίπη, ποῦ πᾶς;... » καί, Μαντόνα Σάντα! Μπῆκε στὸ καράβι πὲρ
ἀντάρε ἴν Ἀτένε. Γιὰ πᾶντα, σέτσα ριτόρνο.

2007. Θεέ μου, ὕστερ' ἀπὸ τόσους ἔρωτες, ἀκόμα ζῶ! Χωρὶς ἔρωτα. Καί, Σεπτέμβρη μήνα, ἀνιχνεύω τὰ φαντάσματα.
Φιλαρμονικῆς καὶ Φιλελλήνων 2, γωνία δηλαδή. Ἀνεβαίνω στὸν τέταρτο ὄροφο. Στὴν πόρτα διαβάζω: Εὐάγγελος Δερπέγκολ-
λα
. Βγαίνει μιὰ κυρία κάπως μεγάλη. Ἡ πόρτα ἐλάχιστα ἀνοιχτή. Ὁ παππούς, ὁ Τζιοβάννο-Μαρία, ἴσως κοιμᾶται...ἴσως
τραγουδάει Φίγκαρο στὸν ὗπνο του.
- .... Ὁρῖστε, τί θέλετε;
Θὰ ἦταν ἀνόητο νὰ μὴν ἔχασκε τὸ στόμα της, ὅταν μὲ ἄκουσε νὰ λέω:
- Ἦρθα, κυρία μου, νὰ κλάψω. Ἐδῶ γεννήθηκε ὁ πατέρας μου. Καὶ ἐρωτεύτηκε. Ἀφῆστε με νὰ κοιτάξω λίγο μέσα καὶ νὰ κλά-
ψω. Σᾶς εὐχαριστῶ. Μὴ φοβᾶστε, δὲν εἶμαι κακός. Ἐπικίνδυνο εἶναι τὸ νὰ μὴν κλαῖς.
Καὶ σωριάστηκα.

Υ.Γ. Κανένας ἔρωτας δὲν παθαίνει πρὶν ἀπὸ μᾶς.

..................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ἡ νέα αὐτὴ δημοσίευσις,
ἀφιερώνεται στὸν Κερκυραῖο συγγραφέα Δημήτρη Κονιδάρη,
μὲ πολλὴ ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἔργο ποῦ προσφέρει
καὶ στὸ Μουσεῖο Σολωμοῦ.

* * *
Εικόνα * Οἱ θεῖοι Μωραΐτες (ἀδέλφια). Καθιστὴ ἡ Θεοδώρα.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ,  8   Ὁκτωβρίου 2008, ὥρα 8:50 π.μ.

Ἀπὸ μιὰν  ἄποψη, πρέπει νὰ... πρέπει νὰ τὸ ἀντιγράψω, τὸ  πρῶτο ποιηματάκι μου,  ποὺ...σκάρωσα στὸ Δημοτικό, ἀφοῦ πρῶτα ἀνακάλυψα ὅτι ὑπάρχει... λογοτεχνία!
[Πιὸ πρίν, ζωγράφιζα καὶ ἔφτιαχνα χειροτεχνήματα μὲ κόντρα-πλακέ, πρᾶγμα ποὺ ἐνθουσίαζε τὸν πατέρα μου, μὲ παρακινοῦσε νὰ δημιουργῶ, καὶ τελικῶς ὅλα  στόλιζαν τοὺς τοίχους τῶν γραφείων τῶν δασκάλων μας. Μοῦ εἶχε ἀπομείνει μία ἐλαιογραφία μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἰησοῦ βρέφος, ἀλλὰ κι' αὐτὴ "χάθηκε" ὑπόπτως ἀπὸ τὸ τέρας τὸν γαμπρό μου, ποὺ ψόφησε πρὶν 23 χρόνια]. 

Καὶ τί περίεργη σύμπτωση ἀντιθέσεων. Τὸ πρῶτο μυθιστόρημα ποὺ   μὲ συγκλόνησε (εἶχα διαβάσει ὥς τότε ἀμέτρητα ἆλλα  στὴν "Θησαυρό") ἦταν ἡ "Τρικυμία" τοῦ Σαίξπηρ (σὲ διασκευὴ γιὰ παιδιά, θ τοῦ σπουδαίου λογοτέχνη  Μανώλη Σκουλούδη, στο περιοδικό "Ελληνόπουλο") καὶ  τὸ πρῶτο ποίημα ποὺ μ' ἔκανε νὰ νιώσω ὅτι...κάτι τρέχει ἐδῶ,  ποιητικό,  ἦταν ἡ "Γαλήνη" τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ. Μοιραῖες συναντήσεις.
***
Τὸ ὄνειρο τοῦ ποιητῆ.

Γιὰ τὸ Θεό μιά προσευχή:
- Μὲ τὰ δικά μου χέρια,
θέλω νὰ φέρω,
'δῶ στὴ γῆ,
τοῦ οὐρανοῦ τ' ἀστέρια.

***
Ἦταν τὸ πρῶτο δημοασίευμά μου ἀργότερα στὴν <Διάπλασι τῶν Παίδων>
μὲ τὸ ψευδώνυμο Μικρὸς Λογοτέχνης
ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ,  24 Σεπτεμβρίου   2008,  ὥρα 7:42 π.μ.

* Πάλι γιὰ τὴν δασκάλα μου, 
 
τὴν
Βέρα Ζαβιτσιάνου.
Πόσο δίκηο εἶχε πᾶντα...καὶ πόση συνεννόηση βρίσκαμε αὐτοστιγμεί.
1973 - 1974. Στὴν Σχολή, μετὰ ἀπὸ τὸν Μαλβόλιο ("Δωδέκατη Νύχτα"), ἡ Β.Ζ. μοῦ εἶπε νὰ μεταφράσω τὸ "Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν" ( Σὰρτρ), γιὰ νὰ μᾶς τὸν διδάξει. Ἐγὼ Ζοζὲφ Γκαρσέν. Θρίαμβος κι' ὰπὸ τοὺς τρεῖς μαθητὲς-ἠθοποιούς. Καὶ ὁ Γιῶργος Μπέλλος, μὲ περίσσια φροντίδα μὲ ἀνέλαβε καὶ ὡς Γιὰν ("Δεσποινὶς Τζούλια", Στρίντμπεργκ) καὶ ὡς Τσέχωφ (" Ἡ γειτωνιὰ τοῦ Τσέχωφ", τοῦ Νότη Πεγιάλη). Τότε ἐρωτεύτηκα τὸν Στρίντμπεργκ καὶ τὴν Ζαβιτσιάνου.
Ἀναζητώντας τὰ πᾶντα γιὰ τὸν Στρίντμπεργκ, βρῆκα, λίγα χρόνια ἀργότερα, τοὺς "Πιστωτές". Σὲ τρεῖς μέρες ἡ μετάφραση ἦταν ἕτοιμη. Χωρὶς νὰ χρειασθεῖ οὔτε μία διόρθωση, οὔτε κἄν δεύτερη ματιά, θεωρήθηκε τέλεια (ἐκδόσεις Μαρῆ 1978, μὲ δύο ὅμως...τυπογραφικά λάθη!). Διάβασα τὸ χειρόγραφο στὸν φίλο μου Δημήτρη Ἰωάννου, - τοῦ ἦρθε κεραυνός. Ἕνας ρόλος γιὰ κεῖνον (μεταφράζοντας ἄκουγα τὴν φωνή του) κι' ἕνας ρόλος γιὰ μένα (...τὴν φωνή μου). Ζήτησε, ὁ Δημήτρης, ἀμέσως ἀπὸ τὸν Ρηγόπουλο καὶ τὴν Ἀναλυτῆ (ἄλλη ἔξοχη θεατρίνα καὶ ἄνθρωπος ἁγνός, φίλη ἀποδεδειγμένη) τὸ θέατρό τους καὶ τοῦ τὸ ὑποσχέθηκαν γιὰ Δευτέρα-Τρίτη. Ἦταν ἡ πρώτη μας λαχτάρα νὰ παίζαμε μαζύ. Ἔλειπε ἡ γυναί-κα ποὺ θὰ ἔπαιζε τὴν Θέκλα.
Θεέ μου, πόσο ἔτρεμα πηγαίνοντας στὸ σπίτι τῆς Βέρας (στὸ Παγκράτι) νὰ τῆς προτείνω... Ἐκείνην ἤθελα, γιατὶ γιὰ τὴν φωνή της μετέφραζα. Ναί, παίζοντας κι' ἀκούγοντας τοὺς ρόλους, ἔτσι ἔγραφα. Ἡ φωνή της, ὁ ἀέρας της, ἡ εὔθραυστη δύναμή της θὰ ταίριαζαν μὲ τὴν εὔθραυστη ἀδυναμία μου ὡς νεαρὸς σύζυγός της καὶ τὴν κατακτηθείσα ἀτσάλινη δύναμη τοῦ Δημήτρη (Γουσταῦος), πρώην συζύγου της, ποὺ λυτρώθηκε ἀπ' αὐτὴν καὶ ἤθελε νὰ λυτρώσει καὶ ἐμένα (Ἀδόλφος) ἤ νὰ μὲ καταστρέψει καὶ, τελικά, πέτυχε αὺτὸ ἀκριβῶς τὸ τελευταῖο, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν σατανικὴ Βέρα (Θέκλα). Τί ἀριστούργημα, ἰσάξιο τῶν ἀρχαίων τραγωδιῶν!
Διάβασα τὴν μετάφραση στὴν Βέρα.
Ἄργησα ὧρες νὰ τῆς πῶ τὴν πρόταση. Ἤξερα πὼς θὰ τὴν ἔλεγα σὲ μιὰ καταξιωμένη, ἐγώ, τὸ τίποτα. Καὶ τότε ἐκείνη μοῦ ἔκανε ἕνα σπουδαῖο μάθημα προσγειώσεως (διακριτικά, χωρὶς νὰ τὸ πλασάρει):
- Ἄκουσε, Ἰάνη. Στὸ ἐπάγγελμά μας ὑπάρχουν κάποιοι κανόνες πού, ἄν εἶσαι σωστός, δὲν τοὺς παραβαίνεις ποτέ. Ἐγώ,  εἶμαι μιὰ παληὰ ἀναγνωρισμένη ἀπαγγελματίας.
Ἐσύ,  τελείωσες μόλις πέρυσι τὴν Σχολή. Σὲ θεωρῶ ἄξιο γιὰ νὰ παίξεις δίπλα μου, ἀλλά δὲν σὲ ξέρει κἄν ἡ ἀγορά. Θὰ ἀρχίσουν τὰ κουτσομπολιά. Θὰ ποῦν πὼς εἶσαι ἀγαπητικός μου καὶ ἆλλα τέτοια. Νὰ θέλεις νὰ λένε γιὰ σένα μόνο τὸ τί δουλειὰ κάνεις, πῶς τὴν κάνεις, ἄν τὴν πετυχαίνεις. Καὶ ποτὲ ὅτι σὲ σπρώξανε, γιατί τότε θὰ σὲ μισήσω. Μπορῶ μόνον νὰ σὲ διδάξω, ἐδῶ, ἰδιωτικά, νὰ ἔρχεσαι στὸ σπίτι. Σὲ θεωρῶ παιδί μου.
Καὶ προσγειώθηκα.
Ποτὲ δὲν πρόδωσα τοὺς δάσκαλούς μου Γιῶργο Μπέλλο, Στέλιο Παπαδάκη, Γρηγόρη Βαφιᾶ καὶ Βέρα Ζαβιτσιάνου.
ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ,  20 Σεπτεμβρίου 2008, ὥρα 4:49π.μ.

Νύχτα ἀργά, πρωὶ νωρίς, 20.09.2008,
ξύπνησα, ἄνοιξα τὸν φίλο μου, τὸ Φόρουμ...Ἔχω πολλὴ  δουλειὰ ἐδῶ νὰ κάνω. Δύο κλινοσοφιστεῖες ἕτοιμες, ἕνα θεατρικὸ ποὺ τὸ ὑποσχέθηκα στοὺς καινούργιους γονεῖς Χρῆστο καὶ Ἰωάννα, γιὰ τὴν Σοφία τους, [αὐτὸ  δηλαδὴ μὲ τὸ ὁποῖο ἔκλεισαν οἱ παραστάσεις τοῦ "Θεάτρου τοῦ 
Ὀνείρου" (2000):  < Ἐγὼ εἶμαι ἔγγυος, ὄχι ἐσύ!..>,  ὕστερα ἀπὸ 16 χρόνια], δὲν ξέρω τί ἆλλο, γιατί διαβάζω ἀρκετὰ θέματα καὶ θέλω νὰ ἀπαντῶ, ὅπως ἔχω ξεχωρίσει καὶ κάποια ἄτομα καὶ θέλω νὰ τὰ προσέξω, νὰ λέω καὶ καμιὰ... σαχλαμάρα,  ποὺ εἶναι τὸ καλλίτερο φάρμακο στὴν δυστυχία...
Νύχτα αργά, πρωὶ νωρίς, μοῦ θυμίζει ἕνα παληὸ ἐρωτικό μου ποίημα, σχεδὸν τραγικό.
Εἶναι 4:33.
Νωρὶς δὲν εἶναι γιὰ νὰ περιμένω τὸν ἥλιο;
Κάπου ἡ Κατίνα Παξινοῦ  ἔλεγε πὼς πρέπει νὰ γεμίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ ἥλιο, κι'  αὐτὸν τὸν ἥλιο νὰ τὸν χαρίζουμε καὶ  στοὺς ἄλλους.
Αὐτὸ θέλω.
Καὶ τώρα ποὺ θυμήθηκα τὴν Κατίνα Παξινοῦ, πάω νὰ τὴν ὀνειρευτῶ  Μπερνάρντα Ἄλμπα (ὅπως τὴν πρωτοεῖδα νεαρούλης καὶ ἠλεκτρίστηκα) ἤ  κα Ἄλβινγκ (ἴδια ἡ μάννα μου ὅταν ἐγὼ τρόμαζα μπροστὰ στὴν ζωὴ τῶν ἐνηλίκων) ἤ  Γηραιὰ Κυρία ἤ  Μάννα Κουράγιο  ἤ  λαίδη Μάκμπεθ ἤ  Ἥρα (καὶ τὸ παγῶνι)...
Πάω στὸ κρεββάτι μου νὰ τὴν ὀνειρευτῶ.
Τὸ κρεββάτι δὲν εἶναι μόνο γιὰ  τὶς ἡδονὲς ποὺ  φαντάζεστε. Ὑπάρχουν κι' οἱ ὀνειροπολήσεις τῶν μαγικῶν πραγμάτων.
Οἱ  ἀξίες.
Πᾶντα ζοῦσα στὴν Ὁδὸ τῶν Ὀνείρων.
ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ, 18  Σεπτεμβρίου  2008, ὥρα  6:36 π.μ.
 (Γιὰ τὶς Κλινοσοφιστεῖες μου γενικῶς):

Σ' αὐτὴν τὴν "Σελίδα" ἔχω στηρίξει φιλοδοξίες. Ὁ Χρόνος, ἡ δουλειά μου, ἡ Τύχη θὰ δείξουν.
* Ὅλα τὰ κείμενά μου,
ἐξαιρουμένων ὅμως καὶ...πολλῶν(!),
περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὴν κλίνη [κρεββάτι] μὲ ἔρωτα ἤ μὲ θάνατο.
* Ὁμολογῶ, διαθέτω τρυφερὸ δηλητήριο, ρόδινο σφάχτη, ἐνδιαφέρουσα ἀδιαφορία γιὰ τὶς ὀλέθριες συνέπειες αὐτῶν, ὅταν σκέφτομαι πὼς οἱ ἄνθρωποι πρέπει
νὰ τιμωρηθοῦν κάποτε!
* Ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ ἐντεταλμένος Τιμωρός. Ἀλλὰ μοῦ ἀρέσει νὰ ὑπηρετῶ αὺτὸν ποὺ θὰ τιμωρήσει: τὴν Συνείδηση.
* Ὅσοι καὶ ὅσες μὲ ἀγάπησαν μὲ πάθος, πῆραν ἐκεῖνο ποὺ ἤθελαν ἀπὸ μένα καὶ προσπάθησαν νὰ μοῦ βγάλουν τὰ μάτια φεύγοντας. Ἐν μέρει τὰ κατάφεραν!
* Ὡστόσο, τίποτα δὲν μοῦ λείπει. Ἀναρωτιέμαι: τί πῆραν; Ἀφοῦ ἔγινα ἔτσι πιὸ σοφός;

* Ἀσφαλῶς καὶ νιώθω τύψεις πού, γράφοντας κλινοσοφιστεῖες, ὑπονοῶ ὑπαρκτὰ πρόσωπα καὶ καταστάσεις. Γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι 
κάποιος πρέπει νὰ ἔχει
τύψεις. 
Ἐλπίζω νὰ τὶς ἔχω μὲ ταλέντο.
* Δὲν εἶμαι πιὸ κακὸς ἤ πιὸ καλὸς ἀπὸ κανέναν. Ὅλοι εἴμαστε ἐξίσου κακοί. Κάποιοι ὅμως εἴμαστε ταγμένοι γιὰ πιὸ δυνατοί. Καὶ ζητᾶμε λύτρωση. Αὐτό.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Ἐρώτηση: 
Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔκανα, ἄν κέρδιζα τὸ λαχεῖο, εἶναι...


Ἔ, μὰ τὄχω ξαναπεῖ. Στὸ μεταξύ, 1ον, σπίτι δικό μου πλέον ἔχω. Ἀπ' αὐτὸ ξένοιασα. Μὲ τοὺς κόπους μου, θέλω νὰ πῶ ἄνευ λαχείου. 2ον, ἀρχίζουμε καὶ λέμε συνεπῶς: θὰ ἔβαζα ἀρκετὰ λεφτὰ στὴν ἄκρη γιὰ...τ' ἀπογεράματά μου. Κι' αὐτὸ τὄχω κατορθώσει. 3ον, ἕνα μεγάλο μέρος χρημάτων θὰ τὰ ἔδινα στὸν Σπύρο καὶ στὴν Ζωή, νὰ τὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἀλλὰ σκέψου πόσα λεφτὰ θέλω νὰ κερδίσω ἀφοῦ... δὲν τελείωσα ἀκόμη! Ἐπίσης, λοιπόν, 4ον, θὰ νοίκιαζα ἕνα θέατρο (ἄς ποῦμε τὸ "Μουσούρη"), μήπως καὶ προλάβω νὰ παίξω ἕναν-δυὸ ρόλους ὀνειρεμένους (<Βασιληὰ Λὴρ> λόγου χάρη...), μὲ πληρωμένα τὰ ἔξοδα γιὰ δύο χρόνια προκαταβολικῶς. 5ον, τὸ τελευταῖο μερίδιο, καθόλου εὐκαταφρόνμητο, θὰ τὸ διαφύλαττα γιὰ τοὺς μισθοὺς τῶν ἠθοποιῶν - τοὺς καλλίτερους θἄπαιρνα - δηλαδὴ γιὰ ὅποτε ἡ δουλειὰ δὲν πήγαινε πολὺ καλὰ ἤ εἴχαμε σχόλη, ἀργίες, πρόβες...
Τὸ εἶπα. Ἀπομένει νὰ κερδίσω.
Τὸ πόσο καλὸς ἐργοδότης θὰ ἤμουν ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀπ' ὅταν ἤμουν, ὅταν, χωρὶς δεκάρα τσακιστή, κυριολεκτικῶς νηστικοί, πρωτοκάναμε θέατρο - περιοδεῦον - κι' ἐγὼ πλήρωνα ἀκόμη καὶ κᾶρτες συγκοινωνίας καὶ ὅ,τι ἔπαιρναν οἱ ἆλλοι ἀπὸ τὸ Καφενεῖο. Δὲν ἔφαγα δὲ οὔτε μισὸ μισθό, ἐπὶ 16 χρόνια. Ἔμαθα δὲ στὰ παιδιά μου νὰ δουλεύουν καὶ νὰ πληρώνονται, χωρὶς νὰ κάνουν ὑποχωρήσεις. Βέβαια, τοὺς ἔβγαζα τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι τέλειοι καὶ πειθαρχικοὶ στὸ παίξιμό τους. Δὲν γίνανε στὸ τέλος ἠθοποιοί, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτα. Καὶ ταλέντο ἔχουνε καὶ τί τοὺς γίνεται ξέρουν, ὅταν βλέπουν θέατρο.
Θέατρο-μπορντέλο δὲν ξέρω τί θὰ πεῖ, οὔτε ἀπ' ἔξω δὲν περνάω.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

 Ἐπανασύνδεση Μὲ Φόρουμ.κομ.γκρ
 --------------------

 ἀπό ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ » Χθές, 19:46
1)   Πάνας έγραψε:
08 Μάιος 2018, 12:08
Τι έγινε με τον Κλινό;

Δεν πιστεύω να έβγαλαν τα απωθημένα του πρώην συντονισμού επάνω του.
2) Αίολος έγραψε:
08 Μάιος 2018, 23:09
Έβαλε όρο στην ομάδα συντονισμού ότι αν δει ποστ με αγγλικό ερωτηματικό θα το διαγράφει χωρίς προειδοποίηση και δεν το δέχτηκαν οι υπόλοιποι. Τσακώθηκαν κιόλας και λόγω του επεισοδίου αποχώρησε.
3)  Πάνας έγραψε:
08 Μάιος 2018, 23:38
Όχι πες ποιος φταίει... τον έκαναν: Συντονιστή Ορθού Λόγου Εικόνα
====
* Ὅλα ὅσα ἀναφέρονται πιὸ πάνω εἶναι ἀπὸ ἀνακριβῆ
ἕως κακοήθειες.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο,
Κλινοσοφιστής.
====
* * *
Ἕνας φίλος ἦρθε...
προχθές,
ἀπ' τὰ παληά!...
Ἐγώ, βρὲ σεῖς!
Κράτησα τὸ τελευταῖο (ἐλπίζω) αὐτὸ μήνυμα, ἀπὸ τὴν Σελίδα 14, ὅπου σχολιάζεται ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ ἀποχώρησή μου, πρὶν μῆνες καὶ γιὰ μῆνες.
Θυμᾶμαι καλά, εἶχα δώσει τὴν σαφέστατη ἐξήγησή μου, ἀλλά, οὔτε ἕνας δὲν τὴν κατάλαβε.
Δὲν πειράζει. Δίκηο εἶχα ἀλλά...
Συνέπεσε ὅμως καὶ τὸ νὰ μὴν μπορῶ, ξαφνικά, νὰ....συνδεθῶ (!), μ' ἕναν κωδικὸ ποὺ καὶ ποῦ δὲν τὸν χρησιμοποιῶ, τὸν ἴδιο, 25 χρόνια τώρα.

Ἀναγκάστηκα νὰ δηλώσω πὼς "ξέχασα τὸν κωδικό μου" καὶ μοῦ ἔδωσαν ἆλλον,
ἀλλά,
ὅσες φορὲς κι' ἄν δοκίμασα, <μὲ τὸν ἆλλον αὐτὸν κωδικό>, ἀπέτυχα νὰ συνδεθῶ.
Μὲ τὸν καιρό, ἔμαθα ὅτι ὁ the Rebel κρατοῦσε ζωντανὴ τὴν παρουσία μου ἐδῶ, ἀντιγράφοντας μηνύματά μου ἀπὸ ἀλλοῦ. Εἶναι πολὺ φίλος μου,
σπάνιο πράμα γιὰ μένα νὰ ἔχω τόσο πιστὸ φίλο, κι' ἄς μὴν γνωριζόμαστε ἀπὸ κοντά. Αὐτὸ μὲ συγκίνησε καὶ εἶπα προχθὲς νὰ ξανακάνω μιὰ δο-
κιμή,
ποὺ............................................πάλι ἀπέτυχε. Δήλωσα, πάλι, πὼς ξέχασα τὸν κωδικό μου καὶ μοῦ δώσανε ἆλλον.
Καἰ, ὦ, τοῦ θαύματος, τὸ Φόρουμ.κομ, γκρ ἄ ν ο ι ξ ε !


Φαίνεται ὅτι τόσα χρόνια - ἀπὸ τὸ 2008, κάθε μέρα, τρεῖς μὲ τέσσερις φορές, ποὺ ἔμπαινα, στὸ παληὸ Φόρουμ.γκρ - ἤμουν ἀρχάριος, τοῦ Νη-
πιαγωγείου ὡς πρὸς τὰ διαδικτυακά!...
Ἕνα μ' ἐνδιαφέρει.
Ἐπειδὴ δὲν μπαίνω ἐδῶ γιὰ νὰ κοροϊδέψω κανέναν οὔτε καὶ τὸν ἑαυτό μου,
θὰ ἤθελα, ὅταν ποτὲ κλείσει κι' αὐτὸ τὸ Φόρουμ,

νὰ μείνει καταχωρημένο καὶ ὁρατὸ γιὰ ὅλους,
ἔστω κι' ἄν δὲν θὰ ἐξελίσσεται πιά
.
Πολλοὶ ἔχουμε καταβάλει μόχθο, τουλάχιστον. Καὶ εἶναι κρίμα νὰ πάει χαμένος.

Ἄ, νὰ σᾶς καθησυχάσω καὶ γιὰ τὸν Χουανίτο Τοῦρμπο-Φλόρες. Εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος γάτος τῆς Ἑλλάδος. Ἔχει ἐμένα. Τί καλλίτερο νὰ ἤθελε;

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Ἀπὸ τὴν ἐφημερίδαΦιλολογικὴ Βραδυνή”,
δημοσιευμένο σὲ 4 συνέχειες, 13 Ἀπριλίου, 20 Ἀπριλίου, 27 Ἀπριλίου καὶ 11 Μαΐου 1964.
~~

Ἄχ, μικρό μου μελαγχολικὸ φάντασμα!...
Δραματικὴ εἰρωνεία 

τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.  

~~

Παρακαλῶ, κλεῖστε τὰ ὄμορφά σας μάτια καὶ δεῖτε πὼς ζοῦμε σὲ μιὰ χώρα φαντασμάτων... Τί; Κατηγορᾶτε τὰ φαινόμενα;
Θὰ φωνάξω ἀμέσως τὰ φαντάσματα γιὰ νὰ πεισθῆτε:
- Ἔ, Μάξ...Φονσάλ, Μπριζιτίνα, Τρέπλεβ, ὅπου κι’ ἄν γαργαλιέστε, παιδιά μου, παρατεῖστε τα κι’ ἐλᾶτε. Γρήγορα.

Τὰ φαντάσματα δὲν λογαριάζουν τὸν ἀνταγωνισμὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γιατ’ εἶναι σίγουρα πὼς ὑπερέχουν. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε κι’ εἶναι μάταιο νὰ κιτρινίζει τὸ προσωπάκι σας. Μάταιο τελείως. Ἔ, πλησιᾶστε τώρα ὅπου σᾶς κατρακυλῶ. Ἔτσι. Χαίρομαι νὰ μοῦ δείχνετε ἐμπιστοσύνη (καὶ τὸ ἐκτιμῶ πᾶντα!) Πλησιᾶστε... Τώρα βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν πῦργο “ἡ Χαρά”. Εἶναι μόλις ἕνας αἰώνας ποὺ ἔπαψαν νὰ τὸν βρωμίζουν μὲ τὰ ἔλα-νἄρθω τους οἱ μεγάλοι κόμητες ποὺ τὸν καμάρωναν. Καὶ τὸ καλὸ εἶναι, ποὺ τὰ φαντάσματα κάτω ποτέ τους δὲν πατοῦν, ἔτσι ποὺ ἡ καθαρίστρια νἆναι ἀχρείαστη.

Καὶ νά,  στὴν αὐλὴ τῆς "Χαρᾶς", τὰ φαντάσματα γαργαλιοῦνται καὶ γελοῦν!... Ὤ! Μὴν τοὺς θυμώσετε ποὺ προτήτερα δὲν ἦρθαν.
- Χὰ χὰ χά!...
- Χὶ  χὶ χί!... Ἐγὼ θέλω νὰ τραγουδήσεις ξανά, Φονσάλ. Γιὰ μένα μόνο, Φονσάλ...
- Σὶ σί, σινιορίτα Φονσάλ.
Ἡ τελευταία ψιλὴ φωνούλα εἶναι χαρισμένη στὴν Κίνσες-Βῆ, ποὺ ὁπωσδήποτε ἐπιδείχνει γλωσομάθεια... Εἶναι Ἀγγλίδα, πολὺ νόστιμη, πολὺ στρουμπουλή.
- Ναί, ναί..., φωνάζουν ὅλα τὰ φαντάσματα. Ἀκοῦτε;
Καὶ ἡ Φονσάλ - νά τη!...- ξανθειά, λεπτὴ καὶ ἀεράτη, τραγουδᾶ γιὰ τὸν ἀρραβωνιαστικό της, ὅλο γλύκα, ὅλο χαρά, μὲ μιὰ παληὰ κιθαρίτσα.

" Δὲν εἶμαι φάντασμα τρελλό·
δές, ὅταν παίζουμε οἱ δυό,
μὲ γαργαλᾶ; Τὸν γαργαλῶ!
Δές, τί καλά!... Ἄχ, τί καλό!
Λὰ λὰ λὰ... λὰ λὰ λό!..."

Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγοῦδι τῆς γιαγιᾶς της  ποὺ τὄβγαλε γιὰ τὸν δικό της ἀρραβωνιαστικό. Μὰ καὶ σ' ὅλα τὰ φαντάσματα ἀρέσει.  Εἶναι τόσο γλυκὸ τραγουδάκι...

* * *
Μά, θἄθελα νὰ σᾶς δείξω κι' ἕνα ἆλλο,  μικρὸ φάντασμα. Τὸ βλέπετε; Νά, ἐκεῖ, κοντὰ στὸν χοντρο-Μὰξ  καὶ τὴν Μπριζιτίνα. Εἶναι ὁ Τρέπλεβ, ποὺ γράφει τόσο ὡραῖα ποιήματα... Δέστε, τὸν ἔχουν ἐπὶ ἑξῆντα ὁλόκληρα δευτερόλεπτα καὶ τὸν ξομολογοῦν... Δέστε, τὸ μικρὸ φάντασμα εἶναι λυπημένο! Ὄχι,  δὲν ἔχει κρεμύδια στὰ μάτια του, κλαίει ἀληθινά. Ἀκοῦστε τί λέει:
- Ντρέπομαι! Ντρέπομαι πολὺ γιὰ μένα κι' εἶμαι δυστυχισμένο...
- Δυστυχισμένο;! ἀποροῦν τὰ φαντάσματα. Χὰ...χὰ...χά!...
Ἀλλὰ ὁ Τρέπλεβ εἶναι συνεπὴς μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν παρασύρεται.
- Ναί, πιστέψτε με... Ὅ,τι θλελετε πέστε μου, ὅσο θέλετε βασανῖστε με, δὲν θὰ γίνω, δὲν μπορῶ νὰ γίνω ἄ... ἄνθρωπος!
- Ἄν - θρω - πος; ἀποροῦν πάλι τὰ φαντάσματα.   Κ' ὲ_σ' κὲ σ'-έ, μὸν-ἀμούρ; Χὸ...χὸ...χό...
Ἀλλά, πιστέψτε με ἐμένα ποὺ τοὺς ξέρω, ὅσο ὁ Τρέπλεβ τοὺς βλέπει νὰ γαργαλιοῦνται καὶ νὰ γελοῦν, δὲν θυμώνει, λυπᾶται...ἀλλὰ καὶ τὸ ξέρει, πὼς πᾶντα αὐτὸς φταίει. Εἶναι δειλός, κάνει ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα καὶ - φυσικά - πληρώνει σκληρὰ τὶς συνέπειες. Τί πιὸ λογικὰ φυσικό;  Γιατί -  νά, τί εἶναι ἔγκλημα: ἡ  θρησκεία τῶν φαντασμάτων ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κάτι ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸ προσέξει ὁ Τρέπλεβ ποτέ... Νά ἡ ἀλήθεια. Πῶς; Τὴν ξέρατε; Ὤ, μὰ τότε εἴσαστε μορφωμένοι!
- Χὰ...χὰ  χά...
- Χὶ...χὶ...χί... Ἄκουσες Μάξ; "...ἄνθρωπος!!"
- Χὸ...χὸ...χό...Σίγουρα, παιδιά, ὁ Τρέπλεβ χάζεψε!
Μὲ σκέρτσο σκουντᾶ τότε ἡ Μπριζιτίνα τὸν τουρίστα Ὕκι-Λά.
- Ἄ, στὸ καλό σου... Χαζεύουν, μωρέ,  τὰ φαντάσματα;
- Ὄ...Ὄχι, φυσικά!   συμπληρώνει ὁ χοντρο-Μάξ. Κι'  ὅπως βλέπετε, κρατάει τὴν κοιλιά του ποὺ θὰ σκάσει ἀπὸ τὰ γέλοια.
- Ἄς πιοῦμε λίγο κρασί, προτείνει ὅ Ὕκι-Λά. Κι' ἄς εὐχηθοῦμε στὸν Τρέπλεβ νὰ γίνει καλὰ καὶ φάντασμα στὰ σωστά του!
Κι' ἀρχίζουν πάλι τὰ χαρχαλέματα καὶ τὰ ξεφωνητά.
- Ἄχ, Θεὲ τῶν Φαντασμάτων, σωστὴ Ἀνάσταση γέλοιου, σήμερα!...
- Μά,  ἀφοῦ ὁ Τρέπλεβ εἶναι σωστὸ "νούμερο", βρὲ παιδιά!
Καὶ  δέστε, ὁ Τρέπλεβ παίρνει ἀπόχρωση λεμονιοῦ. Σκαρφαλώνει γρήγορα ἡ Ντροπὴ καὶ τοῦ κατεβάζει τὰ μάτια χαμηλά...Πῶς στ' ἀλήθεια ἔχει ξεπέσει ἔτσι, αὐτός, ὁ Τρέπλεβ, τὸ πιὸ χαριτωμένο φάντασμα τῆς "Χαρᾶς"!... Εἶχε ἔρθει τόσο διαφορετικός. Μπορεῖ ὅμως - ἰσχυρίζεται - νὰ μᾶς βεβαιώσει, ἐσᾶς, ἐμένα, ὅποιον νἆναι, πὼς ἐδῶ, κοντά του, μέσα του ἴσως, ὑπάρχει ὁ Θ ε ό ς!  Ναί, αὐτὸς ποὺ γυρεύει, αὐτὸς ποὺ γιὰ χάρη του ντροπιάζεται τόσο καρτερικὰ καὶ μὲ πρόοδο στὴν   ἐπιμέλεια...
Πόσα χρώματα - στὰ ψέμματα βέβαια - ἀλλάζει ἀπ' τὴν ντροπὴ τὸ πρόσωπό του. Σίγουρα θὰ τὸν φωνάζουν καὶ χρωματιστὸ σὲ λίγο...
Καὶ ὁ Τρέπλεβ δάκρυσε. Τί δύσκολο νὰ ἐπιβληθεῖ σ' ἕνα τόσο ἀνούσιο κι' ἄσχετο πλῆθος... Ὁ πόνος μέσα του κάνει βόλτες εἰρωνικὲς καὶ ὅμως, κάτι τοῦ ψιθυρίζει στ' αὐτὶ  πὼς θὰ τὸν πιστέψουν.
- Δὲν εἶμαι τρελλό, οὔτε ἀγαθιάρικο! γκρίνιαξε.
Κι' ἀφοῦ τοὺς βλέπει ὅλους ἕνα γύρο, λέει μὲ πεῖσμα πρὶν χαθεῖ:
- Εἶδα σήμερα τὸν Θεό!
... ... ... ... ...

Ὅσοι ἀπὸ σᾶς συστηθήκατε ποτὲ μὲ τὸν Πόνο, καταλαβαίνετε - σίγουρα - πόσο δυστυχισμένο φάντασμα-παιδὶ εἶναι ὁ Τρέπλεβ. Γιατί κανένα ἀπ' αὐτὰ τὰ ξωτικὰ δὲν ἀποφάσισε ποτὲ νὰ δείξει ἀνθρωπινὰ αἰσθήματα. Ὅλα τους - νέα λόξα - διαβάζουν καινούργιες  ἐκθέσεις ψυχολόγων - λέει - ποὺ ἀηδιάζουν τὰ δάκρυα, τὴν ἀγάπη, τὴν ἀνθρωπιά...Γιατί τὸ ἠθικὸ φάντασμα ξέρει - καλὰ - πὼς σκοπός του εἶναι νὰ γελᾶ, νὰ γελᾶ σαρκαστικά,  παράξενα, στριγγλιάρικα... Εἶναι ἁμάρτημα, ἔγκλημα τὸ συναίσθημα! 
Καὶ δέστε, αὐτός, ὁ Τρέπλεβ ἔχει πᾶντα αὐτὲς τὶς δικές του στιγμὲς ποὺ θυμώνουν τοὺς φίλους του. Γιὰ τιμωρία, πέντε βραδυὲς τώρα,  δὲν τὸν παίρνουν μαζύ τους στὶς νυχτερινὲς ἐκδρομές.  Κι' ὅπως ἄκουσα,  μιὰ κάποια ἀπομόνωση ἤ καὶ θάνατος τὸν περιμένει, ὕστερ' ἀπὸ μία ὁμαδικὴ γελοιοποίηση...
- Μά, ἔλεγε ἡ Μπριζιτίνα, φαντασθῆτε ἕνα φάντασμα θρασύ, ἀνόητο, σιχαμένο καὶ σαλιάρικο, ὅπως ὁ Τρέπλεβ, νὰ μιλᾶ γιὰ...τὸν Θεό! Ἔ, ξεπερνάει τὰ σύνορα...
Βέβαια καὶ τὰ φαντάσματα ἔχουν κάποιον Θεό. Συναντιόνται μαζύ του ἑτοιμοθάνατα.

                                  * * * 
 Μόνος τώρα ὁ Τρέπλεβ στὴ σοφίτα τῆς "Χαρᾶς" ἀφήνει νὰ κυλοῦν τὰ δάκρυά του, γιατί ἔχει μέσα του καρδιά. Ἔχει καρδιὰ καὶ γι' αὐτὸ πιστεύει σ' Αὐτόν, τὸν ἆλλο Θεό, τὸν πιὸ ἄπιαστο καὶ πιὸ...συμμαζεμένο ἀπὸ τὸν δικό τους.
Τοῦ Τρέπλεβ ὁ Θεὸς εἶναι σεμνός. Τὸν εἶδε πρὶν λίγα βράδυα στὴν κάμαρα τοῦ μικροῦ πρίγκηπα τῆς πόλης. Εἶχε πάει - θυμᾶται - νὰ τρομάξει τὸν ὗπνο του καὶ βρῆκε δυὸ μάτια κόκκινα νὰ τὸν παρακαλοῦν, μέσ' ἀπὸ δάκρυα, σὰν νἄλεγαν: " - Μή... μή..."  Κάποιος ἆλλος εἶπε πὼς ὁ πρίγκηπας θὰ πέθαινε ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Τότε, ὁ Τρέπλεβ ἔφυγε μετανιωμένος, γιὰ νὰ συναντήσει, λίγο πιὸ κάτω,  τὸν Θεό! Τὸν εὐγνωμονοῦσε τότε ὁ Θεὸςκαὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Τρέπλεβ χτυποῦσε ὅπως καὶ τώρα, ντάκα...ντούκ... Δὲν πρόλαβε νὰ τὸν δεῖ καλά. Ὤ!  γιὰ τὰ παληά, πόσο μετάνιωνε τώρα!...


Ξάφνου, νά ἐκεῖ - δέστε -  μιὰ ὄμορφη νεράιδα!
-Ὤ! κάνει ὁ Τρέπλεβ.
Τί ὄμορφα ποὺ ἔχει τὰ μαλλιά της... Εἶναι χρυσά, ὁλόχρυσα, φτάνουν στὴ γῆ καὶ τὰ μάτια της λάμπουν, διαμάντια ἀληθινά.  Ὦ, φτωχέ μου Τρέπλεβ, μοιάζεις τόσο χαμένος...
- Εἶμαι βασίλισσα!  εἶπε ἡ νεράιδα. Τὄνομά μου εἶναι Ἶλσε κι' ἔχω πολλὰ παλάτια, πολλὰ χρυσαφικὰ καὶ ὑπηρέτες... Ὅλοι μοῦ εἶναι πιστοί! Μὰ ἐγὼ ἦρθ' ἀπόψε κοντά σου, θαρρῶ μὲ χρειάζεσαι, Τρέπλεβ.
Τρέπλεβ; Ἤξερε τὄνομά του;
- Τὸ πρωί, λέει μὲ τόση χάρη στὶς κινήσεις της ἡ βασίλισσα, πρὶν κοιμηθῶ, στέκομαι στὸ παράθυρό μου κι' ἀγναντεύω τὸν ἥλιο... Νομίζω - τότε - πὼς σὲ βλέπω, Τρέπλεβ, νὰ τρέχεις νὰ κρρυφτεῖς...
- Δὲν εἶμ' ἐγώ!
 Ἡ νεράιδα πλησίασε. Ἄπειρες δονήσεις σκορπᾶ γύρω τὸ λευκό της κορμὶ κι' ἔχει ἄνθη στὰ μαλλιά της, ποὺ μαγεύουν τὸ μικρὸ φάντασμα...
- Ὦ, εἶναι κακὸ νὰ λὲς ψέμματα, Τρέπλεβ. Πόσο μᾶλλον στὸν ἑαυτό σου.
Ἐκεῖνος, τότε, ντράπηκε στὰ σοβαρὰ κι' ἄφησε χάμω νὰ πέσουν τὰ μάτια του. Ἀλλὰ ἡ νεράιδα εἶναι καλή. Μὲ μικρὰ ρυθμικὰ βήματα ἦρθε κοντά του κι' ἅπλωσε τὸ λεπτό της χεράκι στὰ μαῦρα του, ἀνύπαρκτα, μαλλιά. Μόλις τότε καὶ τόλμησε ἡ ματιά του νὰ γυρέψει τὴ δική της μέσ' ἀπὸ μιὰ καθάρια γωνίτσα.
- Εἶσαι ἀνεξάντλητα ἀθῶος, φίλε μου! Δὲν φταῖς ἐσὺ ποὺ μέχρι τώρα τρόμαζες τὸν ὗπνο τόσων παιδιῶν μὲ τοὺς χορούς σου στὰ σκοτάδια... Δὲν φταῖς καθόλου, χρυσό μου παιδί.
Νιώθει τώρα αὐτὸς μιὰ ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὴν ὡραία βασίλισσα. Δὲν ἔχει πιὰ πρόθεση νὰ κρυφτεῖ... Θἄταν' τόσο κουτό,  ἀφοῦ, ὅπως φαίνεται, ἡ νεράιδα ἐνδιαφερόταν γι' αὐτὸν ἀπὸ παληά. Λυπόταν, σίγουρα, γιὰ τὶς σκανταλιές του.
- Καὶ ὅμως! λέει ταπεινά. Ἤμουνα πᾶντα κακός!
- Ὄχι, μικρό μου φάντασμα, ποτὲ δὲν εἶναι κακὸς ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει τὸ καλό. Κι' ἐσύ, γεννήθηκες μέσα σὲ τόσους κακούς... Τουλάχιστον, ἔτσι μοιάζουν. Γιατί, οὔτε κι' αὐτοὶ εἶναι κακοί, ἀφοῦ, τί κάνουν, γελᾶνε...
- Μά, παραπονεῖται ὁ ἆλλος, μ' αὐτά τους τὰ γέλοια τρομάζουν τοὺς ἀνθρώπους... Πές μου, ποῦ πάει ἡ ζωὴ ὅταν μονάχα γελᾶς;
- Ὁ καθένας ἔχει δικές του ἀπόψεις. Γιατί νὰ μᾶς φοβίζει ἕνα ἀθῶο, ξέγνοιαστο γέλοιο;
... ... ... ... ...
- Δὲν σᾶς καταλαβαίνω.
Ἐκείνη τότε πῆρε τὸ μικρὸ φάντασμα μαζύ της, νά τοι, κατέβηκαν στὸ δάσος.  Ἄφησε τὸν Τρέπλεβ νὰ πιαστεῖ ἀπ' τὸ νυφικό της καὶ νὰ φιλᾶ τὰ μακρυά της ὄμορφα μαλλιά, ὅπως προχωροῦνε...
- Οἱ φίλοι σου, εἶναι ἡ Ἶλσε ποὺ μιλᾶ, δὲν εἶναι καθόλου κακοί. Ὦ, τὄχουν ὅλα δὰ τὰ φαντάσματα  νὰ γελοῦν..., νὰ χορεύουν... τὶς νῦχτες στὰ μεγάλα σαλόνια..., νὰ παίζουν μὲ τὸ πιάνο τῆς πριγκήπισσας... Κι' εἶναι φυσικὸ νὰ τρομάζουν τὸν κόσμο. Ὅμως, δὲν τὸ νιώθουν αὐτό, Τρέπλεβ, πίστεψέ με...
- Ἐγὼ ὅμως τὸ νιώθω, βασίλισσα Ἶλσε.
Ἡ νεράιδα χαμογέλασε:
- Ἐδῶ ποὺ εἴμαστε μόνοι, ἐσὺ εἶσαι "ἄνθρωπος" σχεδόν!
- Ἄνθρωπος;
-Τί ἔκπληξη, ἔ; Ναί, Τρέπλεβ, εἶσαι σχεδὸν "ἄνθρωπος"! Κι'  αὐτὸ ἴσα-ἴσα δὲν συγχωροῦν σὲ σένα τὰ φαντάσματα.  Γιατί ἐσὺ ἔχεις αἰσθήματα... Γιατί ἐσὺ τὸ δείχνεις πὼς ἔχεις αἰσθήματα καὶ νιώθεις πὼς ὑπάρχει ἕνας ἆλλος, σουλουπωμένος Θεός.
Τὸ μικρὸ παιδὶ ξαφνιάζεται:
- Τὸν εἴδατε,  ἐσεῖς, τὸν Θεό;
Ἀναστενάζει ἡ νεράιδα βαθειά:
- Ἄχ, ναί. Γιατί... Πῶς νὰ σ' τὸ πῶ, γιατί...κι' ἐγὼ παραβαίνω τοὺς νόμους, Τρέπλεβ. Ἔχω κι' ἐγὼ κάτι ἀνθρώπινα καπρίτσια!
Ὦ!  Δέστε, τρελλὴ χαρὰ γεμίζει τὸ μικρὸ φάντασμα... Εἶδε, ἐκείνη, στ' ἀλήθεια τὸν Θεό; Ἄχ, ἦταν κι' αὐτή, σὰν αὐτόν, ἴσως διωγμένη. Ἀλλά, πῶς, ποῦ τὸν εἶδε; Ἄχ, Θεέ μου, πῶς χτυπάει ἡ καρδούλα του νὰ μάθει...
- Βασίλισσα Ἶλσε! φωνάζει. Βασίλισσα Ἶλσε...
Μά, ἐκείνη ἄρχισε νὰ τρέχει μακρυά του...Τρέχει κάπου νὰ κρυφτεῖ. Γιατί; Ποῦ εἶναι; Ποῦ πάει; Χάθηκε!... Ἔμεινε τώρα τ' ἄρωμά της στὶς αἰσθήσεις του...Πόσο γρήγορα χάθηκε... Πόσο γρήγορα φάνηκε ψηλὰ ὁ ἥλιος...

*  *  *

<Τὰ φαντάσματα δίνουν σήμερα χορὸ  στὸ σαλόνι τῆς "Χαρᾶς". Τὰ φῶτα θὰ παραμείνουν σβηστὰ ὥς τὸ πρωί...>.  Ὁ τελάλης ἔκανε τὴν ἀνακοίνωση. Καὶ δὲν τὄπε ψέμματα.
Ἀπὸ νωρίς, ἀκοῦμε τὰ ξέφρενα οὐρλιαχτά τους, τὶς στριγγλιὲς  καὶ τ' ἀλλόκοτα τραγούδια τους. Χὰ...χά... Κάποιος φαίνεται μὲ γερή, σιδέρινη φωνή... Τί φωνασκίες καὶ χαρούμενο  κακό!
- Μπριζιτίνα... Μπριζιτίνα, ποῦ εἶσαι;
Εἶναι ὁ χοντρο-Μάξ,  σίγουρα πάλι μεθυσμένος, εὐτυχισμένος. Ἀλλὰ κι' ἡ Μπριζιτίνα  γεύτηκε μπόλικο κρασί, - δὲν πῆγε πίσω. Ἄρχισε ἀπὸ ὥρα νὰ ξεφουρνίζει ὅ,τι μυστικὸ καταχώνιαζε στὸ μυαλό της στὴν Κίνσες-Βῆ καὶ στὸν Ὕκι-Λὰ γιὰ τοὺς ἄλλους... Πρὰπ πρὰπ, τρέχει ἡ γλώσσα της. Ποῦ ν' ἀπαντήσει στοῦ Μὰξ τὸ κάλεσμα!...
- Μπριζιτίνα...
- Ποὖσαι, χοντρο-Μάξ;
Τ' ἆλλα φαντάσματα κατάβαλαν ἀμέσως τὰ γέλοια τους, γιατί ξέρουν πόσο συγχύζεται ὁ Μάξ. Τῆς τὄπε  τόσες φορές, μὴν τὸν φωνάζει ἔτσι, αὐτή,   - τὸν ντροπιάζει!... Κι' ἡ Φονσὰλ συνόδεψε τὰ γέλλοια τους  στὸ πιάνο: τὶν... τὰν...τίν... 
- Μπριζιτίνα, θέλεις ξύλο! Ἔ..., ἔλα, ἀμέσως, κοντά μου! ἀπάγγειλε ἐναλλὰξ μὲ τὸν λόξυγκά του ὁ Μάξ.
Κι' ἡ Μπριζιτίνα, σωστὸ φάντασμα, νά τη τώρα ποὺ τὸν τσιγκλάει:
- Ὦ, καημένε!  Οἱ σαλαϊδοὶ μόνον  παρεξηγοῦνται.  Ἀστεῖα σ' τὄπα!
- Ὅ...ὅλο ἀστεῖα ξερνάει τὸ στόμα σου!
- Ἔ, τώρα, πὼβρ Μάξ... Ἀκούω, Μάξ.  Σ' ἀκούω μ' ὅλη μου τὴν τρυφερότητα. Μίλησέ μου, Μάξ, καλέ μου.
- Θὰ σ'τὸ πῶ ἰδ...ἰδιαίτερα!
- Οὔ, καλέ μου Μάξ, τί χρειάζεται; Ἔτσι κι' ἀλλοιῶς θὰ τὸ διαδώσω τὴν ἴδια στιγμή, ἐγώ.
- Ἔ, τότε δὲν σ'τὸ λέω!
Ἀκοῦστε τί γέλοια γαργαλιστά! (Καὶ μὲ τὸ δίκηο τους...).
- Ἄ, σ' ἔπιασα!  Εἶναι πρόταση γάμου, ἔ;
Φτιάχνουν τὰ φαντάσματα σιωπὴ καὶ περιμένουν. Ἡσυχία...
- Ἡ σιωπή σου τρέχει  μαζὺ μὲ τὴν δειλία σου, Μάξ. Σὲ πρόδωσε...
-Χὰ...χὰ...χά...
 Ἀκοῦστε τί γέλοια γαργαλιστά! (Καὶ μὲ τὸ δίκηο τους...).
Καὶ πάλι δὲν μίλησε ὁ Μάξ.
Μπαίνει στὴ μέση ἡ Φονσάλ, κουνιστὴ-λυγιστή, παίρνει τὸ χέρι τῆς Μπριζιτίνας (μαζὺ κι' αὐτήν) καὶ τὸ κουρνιάζει σ' ἐκεῖνο τὸ πελώριο τοῦ χοντρο-Μάξ.
- Σᾶς ἀρραβωνιάζω!..
- Σὶλ βοὺ πλαί..., σὶλ βοὺ πλαί! Ἄς συνοδέψουμε, φίλοι μου, τὸν Μὰξ καὶ τὴν Μπριζιτίνα στὴν κρεμάλα τους μὲ ἔξαλλα ξεφωνητά...
Ἀκούγονται τὰ σχετικά.
- Παρακαλῶ...Παρακαλῶ... Ἄς δώσουμε τώρα καὶ συγχώριο στὸν μικρὸ Τρέπλεβ, εἶναι συμπλήρωμα τῆς χαρᾶς μας.
Ἀκούγονται ψίθυροι.
- Ὅλοι πρέπει νὰ χαροῦν.
Ἀκούγονται οἱ ψίθυροι τῆς συγκατάβασης.
- Θὰ τὸν σχωρέσουμε;
- Ὁ Τρέπλεβ ἐλεύθερος... Ζήτωωω!...
- Πλήζ... Πλήζ...Οὔτε γι' ἀστεῖο μὴν ἀνάψει κανείς μας τὰ φῶτα. Τὰ μάτια μας πονᾶνε.
- Ναί,  ναί, ἐσένα, χοντρο-Μάξ, σοῦ... κρύβει λαχεῖα τὸ σκοτάδι!
- Χὰ...χὰ...χά...
* * *

Εἶναι κρίμα καὶ πόνος νὰ μὴν ἔρθει ἡ νεράιδα, οὔτε ἐκείνη τὴ βραδυά, γιὰ τὸν Τρέπλεβ... Ἆσπρος, ἄφαγος, δὲν σκέφτεται παρὰ ἐκείνη, τὶς στιγμὲς τὶς ὄμορφες μαζύ της, τὶς ἰδέες της... Μακρυά της, δὲν μπορεῖ τίποτα πιὰ  νὰ τὸν συγκινήσει.
Ἦταν τόσο ἄσχημο νὰ διώξει τὴ Φονσὰλ ποὖρθε ν' ἀκούσει τὰ τραγούδια του... Οὔτε ἡ Κίνσες-Βῆ θὰ τὸν συγχώρεσε ἀκόμη, ἀφοῦ τῆς ἔσκισε τὸ πορτραῖτο ποὺ τοῦ ζωγράφισε... Μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἶλσε, ἔγινε τέρας, ὁ Τρέπλεβ. Δὲν ὑπάρχει πιὰ μπροστά του λευκό... Τὸ ἀέρινό του φουστάνι τσαλάκωσε, σκίστηκε, ὅσο περνοῦσε στ' ἀγκάθια τῆς  ἐλπίδας πὼς θἄρθει...
Τώρα, οἱ φωνὲς  καὶ τὰ γέλοια, π' ἀκούει ἀπὸ μακρυά, ἐκδικοῦνται τὸν Τρέπλεβ. Κι' ἄς τοῦ χάρισαν τὴ ζωή. Δὲν τὸ θέλει πιὰ ποὺ ζεῖ. Ὄχι,  ἄς μὴ ζεῖ... Σκέψου!  Σήμερα, ἦταν ἡ μέρα τῆς καταδίωξής του.  Κιόλας, θὰ τὸν εἶχαν κρεμάσει ἀπ' τὸ μάνταλο τοῦ πιὸ ψηλοῦ παράθυρου τῆς "Χαρᾶς", ἔτσι, χωρὶς λύπη γι' αὐτόν, ἔρημο, νὰ τυραννιέται ἀπ' τοῦ Ἀγέρα τὴ σκληράδα καὶ τὴν ἀπονιά.
Κι' αὐτὸ ὅμως τὸ προτιμᾶ σὰν τοῦ χαρίζουν μιὰ ζωὴ χωρὶς  Ἶλσε  καὶ Θεό.

Ἀλλά, δέστε, ξάφνου τώρα, ἔρχεται μιὰ λάμψη! Ἕνα φῶς... Χρυσάφια, ἀρώματα... Ἡ Ἶλσε! Τρελλός, χυμᾶ στὴν ἀγκαλιά της, τὴν κρατᾶ γερά, τὴν φιλᾶ...
-Τρέπλεβ,  παιδί μου!
- Βασίλισσα, σὲ περιμένω τόσες βραδυὲς νὰ κοιμηθοῦμε...
- Ἄ, τούτη τὴ νύχτα, Τρέπλεβ, θὰ σοῦ δείξω τὸν Θεό... Ἔλα, κᾶτσε κοντά μου, νὰ σοῦ μιλήσω. Ἔτσι μπράβο. Ξέρεις, τί σοῦ λείπει, ἐσένα, φάντασμά μου μικρό; Ἡ Ἀγάπη.  Ναί, ἡ Ἀγάπη!
- Ναί, Ἶλσε, ἡ Ἀγάπη. Μ' ἀγαποῦν...μὲ συγχώρησαν... Κι' ὅμως, μοῦ λείπει ἡ Ἀγάπη! Ποῦ μὲ πᾶς;
-Ἐγώ; Πουθενά!
- Μά, θαρρῶ, κάπου πετᾶμε, βασίλισσα.
- Ὦ! Θέλω νὰ πάψεις νὰ μὲ λὲς  ἔτσι. Λέγε, ἄν θέλεις, τὄνομά μου. Ἤ πιὸ χαριτωμένα: Ἀγάπη μου, νὰ λές.
- Ὡραῖα... Ἄ... Ἀγάπη μου! Τὄπα καλά;
- Χὰ...χὰ...χά! Χαριτωμένε μου, γλυκέ μου, Τρέπλεβ!
- Μὲ κολακεύεις, Ἀγάπη μου!
- Ὄχι, Ἀγάπη μου...
- Μὴ λὲς ψέμματα, Ἀγάπη μου! Λοιπόν, κάπου πετᾶμε, Ἀγάπη μου.
-Ὄχι, κάνεις λάθος. Εἴμαστε πᾶντα στὴ σοφίτα σου. Νά, δές, ἐκεῖ, ἀνάβει ἡ φωτιά,...πιὸ κεῖ, εἶναι ἡ παληά σου ἡ σκούπα, ... ἡ πόρτα, πιὸ κεῖ, εἶναι κλειστή, τὸ ταβάνι σου ὑγρὸ ἀπὸ τὴ βροχή... Ἀλλά, ἐμεῖς, ἔχεις δίκηο, πετᾶμε, εἴμαστε τρελλὰ πουλιὰ καὶ πετᾶμε.
- Ποῦ πᾶμε;
- Γύρω-γύρω στὴν ψυχή μας.
- Ψυχή;!
  - Ναί, Ψυχή! Ἡ Ψυχὴ εἶναι ἡ πιὸ περίεργη γυναίκα στὸν κόσμο, Τρέπλεβ. Εἶναι κάποτε, ὅταν  γεννιέται, ἕνα ὄμορφο λουλοῦδι κι' ἔχει μιὰ πολὺ λεπτὴ μυρωδιὰ ποὺ μαγεύει, Τρέπλεβ. Δές, αὐτὸ τὸ ἀνθάκι, στὰ στήθεια μου,  εἶναι ἡ δική μου Ψυχή...
Ἀσυναίσθητα τότε τὸ φάντασμα γύρεψε τὴ δική του. Τὴν κοιτᾶ τώρα βουβά, γεμάτος ἀπὸ ἔκδηλη ἀπορία.
- Χά, χά! Ἔχεις Ψυχή! εἶπε ἐκείνη τονίζοντας τὸ "ἔχεις".  Αὐτὴ σὲ κάνει νὰ γυρεύεις τὸν Θεό, Τρέπλεβ.
Ἔκσταση πλημμύρισε τὴ ματιά του. Μιλᾶ τόσο γλυκὰ ἐκεῖνα τὰ παράξενα πράγματα κι' ἔχει τόση ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια της ἡ βασίλισσα. Κι' ὅμως,  σ' αὐτὸ, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πιστέψει.
- Ὄχι, ψέμματα! λέει. Μόνος μου, ἐγώ, γυρεύω τὸν Θεό.
" Εἶναι τόσο εὐτυχισμένο ποὺ εἶναι ἀθῶο! ", σκέφτεται τώρα ἐκείνη. " Ἴσως βέβαια ὄχι ἀπόλυτα μὰ ὁπωσδήποτε πολὺ εὐτυχισμένο. Ἀπ' ὅ,τι μπορῶ τουλάχιστον νὰ κρίνω. Καὶ ὅμως, εἶναι καθῆκον μου νὰ τοῦ δείξω τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει συναίσθημα μέσα του, πλούσιο, καθαρό...- θἄλεγα,  μέσα του, κρύβεται ὁ Παράδεισος.  Δὲν θὰ χάσει τὴν ἁγνότητά του, σὰν  μάθει! Πρέπει νὰ μάθει!..."
Ἡ ἀγκαλιά της ἄνοιξε πλούσια γι' αὐτόν. Ἤξερε καλὰ πιὰ νὰ χαρίσει καὶ σ'  αὐτὸν τὰ χάδια της, τὰ ἁγνὰ τώρα χάδια! Καὶ πῆρε τὰ δικά του, τόσο τρυφερά, τόσο ἀνάτριχα ἁπαλά...
" Θὰ σταθεῖ μάννα γι' αὐτόν", ἀποφάσισε.
- Δὲν ἔχω μητέρα!  παραπονέθηκε τὸ φάντασμα.
" Θὰ σταθεῖ πραγματικὴ δασκάλα τῆς ψυχῆς του ", ὅρκισε τὸν ἑαυτό της.
- Πόσο... πόσο θἄθλα νἄχω κι' ἐγὼ μιὰ δασκάλα σὰν τὴν πριγκήπισσα! Χρειάζομαι τόσο νὰ μοῦ λέει κάποιος τραγούδια...
Ἐκείνη, πιά, πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Τοῦ χάιδεψε τὸ πρόσωπο καὶ εἶπε:
- Χθές, Τρέπλεβ, χωρὶς νὰ μὲ δεῖς, ἤμουνα ἐδῶ, κοντά σου. Σ' ἄκουγα ποὺ τραγουδοῦσες. Τί ὄμορφα λόγια!  Πές το ξανὰ τὸ τραγοῦδι σου...
Πέφτει θλιμμένα ἡ ματιά του στὶς φλόγες, στὸ τζάκι. Κάτι τέτοιο, ὅπως οἱ φλόγες οἱ κόκκινες μέσα του φουντώνει καὶ φέρνει ξέχειλο στὴ φωνή του ἕνα τραγοῦδι:

Χά!... Ἡ ζωή μας ποτές,
μὰ ποτές, 
δὲν εἶναι ἄδεια...
Πόσα δάκρυα
- ἄχ, τί δάκρυα! - 
τὴ χτίζουν τὴ ζωή μας,
τὴ ζωή μας...

Σταματᾶ, γυρεύει τὰ χείλη της,  ὕστερ' ἀρχίζει ξανά:

Ποιός πόνος 
- ἄχ, τί πόνος!  -
μᾶς φέρνει τὴ χαρά,
τὴ χαρά; 

Καὶ ὑψώνει τὴ φωνή, μιὰ πληγωμένη ἀνθρώπινη διαμαρτυρία:

Ποιός... Ποιός σᾶς τὄπε, 
ποιός τὄπε ποτέ, 
τὶς μέρες ἐτοῦτες
δὲν ὑπάρχει Ἀγάπη
- Ἀγάπη - 
στὰ στήθεια;... 
... ... ... ... ...

Ἔμειναν κι' οἱ δυὸ ἐκεῖ,  σιωπηλοί, πονεμένοι, μὲ δάκρυα στὰ μάτια.
Τώρα ἔρχεται στὸ νοῦ τους  ἡ παληά, ἡ ξεχασμένη τους Ἱστορία. Ἐκείνη τἄξερε καλὰ  τοῦ Πόνου της τὰ χρόνια, τὸ κατρακύλισμα τῆς ἄγνοιας, τὴ φρίκη τοῦ βούρκου ὅπου τὴν ἔρριξαν... "Βασίλισσα... Σκέψου καὶ φτύσε μιὰ βασίλισσα τῆς Νύχτας...", λέει μονάχη της.  " Ὄχι, ὅ,τι κι' ἄν γίνει, δὲν θὰ μάθει ὁ Τρέπλεβ τίποτα. Θὰ τὸν ἀφήσει πᾶντα νὰ πιστεύει πὼς τἄχει προίκα της τὰ χρυσάφια..., τὰ παλάτια της... Θὰ κοιτάξει νὰ σώσει αὐτόν. Μόνο αὐτόν, γιὰ τὴν Ἀγάπη του. Ἔστω, μόνο γιὰ τὴν ἐξάγνισή της...".

* * *
Καὶ ὁ Τρέπλεβ θυμήθηκε.
" Μιὰ παληὰ ἱστορία ἄθλιας ζωῆς... Ὁ Πόνος φρόντιζε γιὰ κείνη τὴ ζωή. Πῶς τἆχε ξεχάσει...
Θυμᾶται τὴ Φτώχεια, τὴ Μιζέρια μιᾶς γειτωνιᾶς..., τὰ ξεχασμένα στοὺς δρόμους παιδιά..., τὶς ρημαγμένες παρᾶγκες..., τοὺς ἄκεφους ἆντρες νὰ σέρνουν πίσω τους  τὶς γυναῖκες,  πικραμένες, μάρτυρες τῆς ἐρωτικῆς  ἄρνησης...
Πόση φρίκη φέρνει ἐκεῖνο τὸ κομμάτι τῆς ζωῆς... Πῖκρες, καημοὶ καὶ φροντίδες, ὅλα, θἄλεγες,  ἑνωμένα σ' ἕναν ἐφιαλτικὸ στρόβιλο ἐπίθεσης σατανικῆς!...

...Πόσα δάκρυα
- ἄχ, τί δάκρυα! -
τὴ χτίζουν τὴ Ζωή μας,
 τὴ Ζωή μας!

Κάποιο βράδυ ἦρθ'  ἕνας γέρος ἀπ' τὸ σπίτι του νὰ πάρει μιὰ Ζωή... Ὁ Τρέπλεβ καθόταν πλάι σὲ κείνη τὴ Ζωὴ καὶ πονοῦσε σὰν τὴν χαιρέταγε. Λέγαν πὼς ἦταν ψυχὴ - ναί, Ψυχή - ἡ φλόγα ποὺ πάλευε νὰ βγεῖ ἀπ' τοὺς σπασμοὺς τοῦ προσώπου... Θυμᾶται - φρικιάζει μὲ κείνους  τοὺς σπασμοὺς τοῦ προσώπου... Ἦταν διαστροφὴ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ ὅμως σὰν νὰ χαιρόταν ἀπὸ μιὰν ἄγνωστη αἰτία, ποὺ ἔφευγε.
- Στὸ καλό... στὸ καλό! φώναξε, τότε, στὴν Ψυχὴ ποὺ λυτρώθηκε. Στὸ καλό, πατέρα!...
Κι' εἶδε - ναί - τότε τὸν Θεό, νὰ πετᾶ γύρ' ἀπ' τὸ κρεββάτι τοῦ νεκροῦ.
Τὀν εἶδε!  Μέσ' ἀπ' τὸν Πόνο καὶ τὰ δάκρυα, μπόρεσε νὰ Τὸν δεῖ.
- Πατέρα μου! φώναξε, στρίγγλισε τότε...
Τίποτα, χάος..."

* * *

- Ἶλσε...Ἀγάπη μου, Ἶλσε. Ὅταν πεθάνει ἕνας πατέρας, πᾶνε στὸν διάολο ὅλοι ὅσοι ἄφησε πίσω του. Ἀκοῦς; Στὸ διάολο...
- Ναί, Τρέπλεβ. Κάτι λέει αὐτὸ καὶ σὲ μένα... Ἕνας δεύτερος πατέρας μ' ἔσπρωξε κι' ἐμένα στὰ πλούτη...στὰ παλάτια... Χά, δὲν εἶναι ὡραῖο, Τρέπλεβ; Δὲν εἶναι ὡραῖο νὰ βουλιάζεις;
- Ἶλσε!  Μιλᾶς παράξενα, Ἀγάπη μου...
- Ναί... Ἔχεις δίκηο, ξέχασέ τα.
- Κάποτε βρέθηκα στοὺς δρόμους, μόνος, Ἶλσε. Ἀκοῦς; Μόνος!  Ἡ μοναξιὰ εἶναι ἡ πιὸ ἰδανικὴ κόλαση... Βασιληὰς τῆς κόλασης εἶναι ἡ Ζωή, Ἶλσε.  Ναί,  αὐτή. Ἤμουνα τότε δυνατός! Τώρα, δές, εἶναι ἀδύναμα τὰ χέρια μου... Ἤμουνα σκληρὸς τότε καὶ γιὰ τὴν πείνα καὶ γιὰ τὴν ξενητειά. Κέφι μου τὄχα νὰ παίζω μὲ τὸν θάνατο. Τὸν νικοῦσα πᾶντα, τὸν ξευτέλιζα μὲ σαρκασμούς, φριχτοὺς σαρκασμούς, Ἶλσε.  Κι' ὅταν φοβήθηκα τὴ δική του νίκη, ἄρχισα νὰ γελῶ... νὰ γελῶ... νὰ  στριγγλίζω.

* * *

Τὰ φαντάσματα χαίρονται  τὸ πιὸ ὄμορφο γλέντι. Σ' ὅλα τους λείπει - λένε - τὸ συναίσθημα κι' εἶναι βιαστικὸς ὁ χρόνος, τρέχει,  χάνεται.  Ἄς χορέψουν, ἄς στριγγλίσουν τὰ φαντάσματα. Γιατί νὰ λυποῦνται; Χά!... Ὁ χοντρο-Μὰξ ἔχει τὶς πιὸ ἔξαλλες στιγμές του. Ἡ Φονσὰλ στὴν ἀγκαλιὰ κάποιου Μπερνάρ, ἡ Κίνσες-Βῆ μοναδικὴ στὸν χορό, ἀκόμα κι' ὅταν παραπατᾶ μεθυσμένη  μὲς τὰ μπρᾶτσα   τοῦ Ὕκι-Λά.  Γέλοια, φωνές,  γαργαλητά!
Ἔδωσ' ἡ Τύχη  τῆς Μπριζιτίνας νὰ παντρευτεῖ καὶ τέταρτον ἄντρα! Καί, σκέψου, στὰ σαρᾶντα της χρόνια!...Ἄ, ὥς τὴν ἄλλη βδομάδα, θὰ κλαίει καὶ τὸ παιδί τους. Θὰ σβήσει τὸ κλάμα του τόσα γέλοια;
- Χὰ...χὰ...χά!
- Χὶ...χἰ...χί!  Νὰ ζήσετε.
- Νὰ εὐτυχίσετε.
Καὶ πάλι γαργαλιοῦνται καὶ γελοῦν, ξέφρενα, ἔξαλλα.
- Νά ὁ Τρέπλεβ!...
-Ἔρχεται ὁ Τρέπλεβ!...
Θἄλειπε ποτὲ ὁ νοσταλγὸς μιᾶς συντροφιᾶς, ἔστω καὶ ἀσκημης, ἄν ὁ Πόνος  δὲν τὸν εἶχε, κι' ἄλλοτε, στείλει ἐκεῖ;
- Λάμπει τοῦ Τρέπλεβ ἡ χαρά! Δέστε τον!
- Ναί, ἔχει πολὺ κέφι!  λέει μιὰ ὄμορφη  βασίλισσα στὸ πλευρό του. Ἦρθε μαζύ σας γιὰ νὰ γελάσει, ναί, ἀκράτητα, σὰν παλαβὸς κι' αὐτός!
Σκύβει ὁ Τρέπλεβ στὸ αὐτὶ τῆς Ἶλσε, νὰ πεῖ:
- Ἶλσε, δὲν θέλω νὰ μάθουν πὼς δὲν εἶμαι πιὰ φάντασμα!
Κι' ὕστερα χύθηκε μὲς τὸ πλῆθος  γελῶντας,  στριγγλίζοντας. Σὰν καὶ τὰ φαντάσματα.







Ἔμ, τόσα ἆλλα ἔχω πεῖ καὶ δὲν θὰ πῶ αὐτό;
Ἔβαλα μπρὸς νὰ ξεκαθαρίσω ἕνα χαρτομάνι (ἀλληλογραφίες, ἀποδείξεις, ἐφοριακά, τί νὰ τὰ ἀπαριθμῶ τώρα;...), γεμάτο τὸ σπίτι μου ἀπὸ τέτοια (καὶ βιβλία βέβαια καὶ δίσκους, - μὴν τὰ ξεχνᾶμε κι' αὐτά!...), καὶ.... τί βρῆκα;
Τὶς 4 συνέχειες ἀπὸ τὴν Φιλολογικὴ Βραδυνὴ τοῦ 1964, μὲ τὸ διήγημά μου:
 <Ἄχ, μικρό μου μελαγχολικὸ φάντασμα!...>,
ποὺ τὸ γύρευα μῆνες, ἀπὸ πέρυσι καί..., ποὺ ἔκλεισε τὸ Φόρουμ.γκρ, ὅπου τὸ εἶχα ἀντιγράψει. Εἶχα ἀπελπιστεῖ. Μὲ τὴν ἐφημερίδα δὲν εὕρισκα ἄκρη, νὰ τὸ ἔψαχνα ἐκεῖ. 
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ἔχω ἀδυναμία σ' αὐτὸ τὸ διήγημα, γραμμένο λίγους μῆνες πρὶν πάω στρατιώτης (1964 πᾶντα) καὶ πού, ξανά, ὁ Μπάμπης Δ. Κλάρας μοῦ τὸ δημοσίευσε εὐθὺς μόλις τὸ ἔλαβε, παρὰ τὸ ὅ,τι εἶχαν σειρὰ δεκάδες ἆλλα ἐγκεκριμένα.
 Καὶ τὸ διήγημα ἄρεσε στοὺς συμμαθητές μου, τρεῖς μάλιστα ζωγράφισαν πίνακες, ἐμπνευσμένους ἀπ' αὐτό. Ὑπάρχει πᾶντα σὲ κᾶδρο μόνον ὁ ἕνας, τοῦ Γιάννη Φωτιάδη, ποὺ δὲν ζεῖ τουλάχιστον 30 χρόνια τώρα... [Τὰ ἆλλα δύο ἐξαφανίστηκαν, ὅταν ἤμουν στρατιώτης, ἀπὸ τὸν γαμπρό μου...]. Ἤμασταν πολὺ φίλοι καὶ συνήθως μὲ...πρόγκιζε γιὰ τὴν πολλὴ εὐαισθησία μου κι' ἔλεγε - κι' αὐτός, ὅπως κι' ὁ φιλόλογός μας, ὁ  Γεώργιος Παπανδρεόπουλος - ὅτι δὲν θὰ ζοῦσα πολύ, ὅτι σίγουρα θ' αὐτοκτονοῦσα κάποτε..., σύντομα (τότε)!...
Τὸ διήγημα ἐκπροσωποῦσε ἐμένα (χωρὶς αὐτοκτονίες καὶ τὰ τοιαῦτα). Γιὰ τὸ ἴδιο διήγημα, μὲ φώναξαν καὶ ἀπὸ τὸ περιοδικὸ "Ἐπιθεώρηση Τέχνης", νὰ μιλούσαμε καὶ νὰ συνεργαζόμασταν ἴσως... Θυμᾶμαι, ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, κοντὰ στοῦ Μακρυγιάννη, οἱ φίλοι μὲ καλοτύχιζαν καὶ μ' ἔσπρωχναν ἐνθουσιωδῶς νὰ πάω στὸ περιοδικό, νὰ κάνω τὴν τύχη μου. Καὶ πῆγα. Ἀλλά, πρὶν δῶ τὸν ἁρμόδιο, ἔφυγα, τὄσκασα. 
 Ποτὲ καὶ μὲ τίποτα δὲν ἔχω συμβιβαστεῖ, σὲ ὅλη μου τὴν ζωή, ἴσαμε τώρα ποὺ δαχτυλογραφῶ αὐτὲς τὶς λέξεις. Εἶναι τραγικὸ νὰ εἶσαι αὐθεντικός, ἀλλὰ... 
Λίαν συντόμως θ' ἀρχίσω πάλι νὰ τὸ ἀντιγράφω στὶς <Κλινοσοφιστεῖες καὶ ὄχι μόνον>. Φυσικά, θὰ ἀκολουθήσουν καὶ τὸ <Ἕνας Ντόριαν μιλάει στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰάνη>, 1965, ἄλλη λογοτεχνικὴ ἀδυναμία μου, κι' ὁ Ἀπόστολος Κουλαλόγλου (ὁ Ντόριαν) δὲν ζεῖ ἀπὸ 9 χρόνια τώρα, καὶ <Τὸ ποδήλατο> (ποὺ τὸ βάφτισα...Ἀνατὸλ Φράνς), καὶ τὸ <Θεατρίνος σὰν ἕνα δάκρυ>, ποὺ εἶναι τολμηρὸ ὅσο τίποτα... 
 Κοῖτα κάτι πράματα: τόση ἐξομολόγηση μὲ ἀφορμὴ ποὺ ξαναβρῆκα τὸ "μελαγχολικὸ φάντασμα", - σκέψου χαρὰ ποὺ πῆρα!...
9.12.2019, ὥρα 4:10 (τώρα).
 Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Δὲν πειράζει ποὺ τἄχω ξαναπεῖ.
Ὥσπου νὰ τελευτήσω, μακάρι νὰ εἶμαι σὲ θέση
νὰ τὸ λέω
καὶ νὰ τὸ κάνω:
νὰ μιλῶ σὰν Ἄνθρωπος.
~
Σήμερα, Παγκόσμια, λέει, Ἡμέρα τῆς Γυναίκας.
~
Γκούχου!... γκούχου!...
~
Ἡ ὡραιότερη, γιὰ μένα, γυναίκα εἶναι ἡ Γλώσσα.
Καὶ μάλιστα: ἡ Ἑλληνική.
Μὲ ὅλα τὰ κάλλη της: Διάλεκτοι, ἐπίσημη Γλώσσα, λέξεις, ἁπλὲς ἤ σύνθετες συντακτικὲς δομές, πεζογραφία, ποίηση, ρητορική, συνομιλία, ὀρθοφωνία, ἐκφράσεις, φωνές, σιωπές, σημασίες, ὑπονοήσεις, εἰρωνεῖες, συναισθηματικὲς σημασίες, μουσικὲς στίξεις, .
ὀξεῖες, βαρεῖες, περισπωμένες,
ψιλές, δασεῖες,
ὑπογεγραμμένες,
κλίσεις, πτώσεις, ἐγκλίσεις,
φωνὲς ἐνεργητική, μέση, παθητική.
Προτάσεις κύριες, δευτερεύουσες, ἀποφαντικές, κριτικές, ὁριστικές, προστακτικές, ὑποτακτικές, ἐρωτηματικές, χρονικές, ὑποθετικές, συμπερασματικές, ἐπιφωνηματικές, ἐπαυξημένες... Πόσες νὰ πῶ; Ὅλες μ' ἀρέσουν. Χωρὶς αὐτὲς θὰ ἤμουν ἕνα σκέτο ζῶον. Ἄ, ἐννοεῖται ὅλες τους ὀρθογραφημένες ἤ σωστὰ εἰπωμένες, μὲ χάρη, στὴν ὥρα τους, στὴν θέση τους, στὴν ἀρχοντιά τους ἤ στὴν λαϊκότητά τους.
Ὅλη ἡ πατρίδα μου θέλω νὰ βρίσκεται στὴν γλώσσα μου. Νὰ εἶναι κύρια ταυτότητά μου.
Τὴν θέλω, τὴν ἐρωμένη μου Γλώσσα,
γιὰ διαπροσωπικὴ ἐπικοινωνία,
καὶ γιὰ κοινωνικὴ χρησιμότητα.
Προφορικότητα, διαλογικότητα.
Ἐνδομύχως, γιὰ Καλλιτεχνική μου Ἔκφραση.
Γιὰ νὰ μὴν σᾶς κουράζω,
ἐπιθυμία μου τρέχουσα:
νὰ βρῶ κατάρες
ξεχωριστὲς γιὰ κάθε διακόρρευση καὶ τῆς παραμικρῆς λεπτομερείας καὶ χάρης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

 Κλινοσοφιστεῖες.
 
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.


Καμία ἀποδόμηση τοῦ φυσιολογικοῦ...
~
..................................καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ... 

Μερικὰ πράγματα θὰ συναντηθοῦν στὴν ζωὴ τοῦ καθενός μας, ὁπότε μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ κατανοήσει τὸν ἆλλον, νὰ μὴν ἐκπλαγεῖ καὶ νὰ μὴν τὸν πολεμήσει τουλάχιστον, ἐπειδὴ δὲν ἀνήκουμε ὅλοι στὴν ἴδια σεξουαλικὴ περίπτωση. 
[Βέβαια, οἱ ἐγκληματικὲς διαστροφὲς εἶναι πᾶντα κατακριτέες: βιασμός, παιδεραστία...]
Τὰ παιδιά, πολὺ γρήγορα, ἄς ποῦμε στὰ πέντε τους χρόνια, ἀντιλαμβάνονται τὸν δικό τους χαρακτήρα. Θὰ πρέπει λοιπὸν τὰ (μὲ προδιαθέσεις) ἑτεροφυλόφιλα νὰ γίνονται ἐχθροὶ καὶ πολέμιοι μὲ τὰ ὁμοφυλόφιλα (στὶς προδιαθέσεις τους) καὶ νὰ ἐπέρχονται οἱ σκοτωμοί, τὰ περιγελάσματα, οἱ ἐξευτελισμοὶ ἀπὸ τοὺς μὲν εἰς βάρος τῶν δέ; Ὄχι. Φτάνει πιά.
 * Τὰ παιδιά, ἐν ὀλίγοις, ποὺ σήμερα τουλάχιστον, στὴν τηλεόραση καὶ τί <ποικιλίες> δὲν βλέπουν καὶ ὅλο ρωτοῦν ἤ θέλουν νὰ ρωτήσουν καὶ κάποιος πρέπει ὑπέυθυνα καὶ σοβαρὰ νὰ τοὺς ἀπαντήσει, σωστὸ εἶναι νὰ διδάσκονται, ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία τους, τὸ τί συμβαίνει στὴν φύση καὶ κατὰ συνέπεια στὴν κοινωνία. Ἡ ἐνημέρωση εἶναι φάρμακο σωτηρίας γιὰ ὅλους καὶ πᾶντα. Κανεὶς δὲν κινδυνεύει στὰ σεξουαλικὰ ζητήματα ἐπειδὴ ἔμαθε ἐγκαίρως. Τώρα ἀκριβῶς μοῦ περνάει ἀπὸ τὸ μυαλὸ μία σκέψη, ἄς τὴν πῶ, ἀπευθυνόμενος σὲ Συλλόγους Γονέων καὶ αὐτοὶ ἄς τὸ ἀξιώσουν ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας: ἡ διδασκαλία αὐτή, ἄς γίνεται, συγχρόνως, μὲ μορφὴ διαλόγου, ἀπὸ τρεῖς τὸ λιγώτερο <διδασκάλους>, ὥστε ὁ λόγος τους νὰ ἀλληλο-ἐλέγχεται καλλίτερα καὶ ἐπιστημονικώτερα. * Καὶ μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι, στὸ ὥς τώρα παρελθόν, πολλοὶ δάσκαλοι, καὶ παππάδες, καὶ θεῖοι, καὶ οὶκογενειακοὶ ἔμπιστοι, ἀπολύτως "ἠθικοί", ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν κἄν, στὶς συζητήσεις, τέτοιους ὑπαινιγμούς, κι' οὔτε δίνουν ὑποψίες στοὺς ὑπολοίπους ἐμᾶς, ἔχουν πολλάκις προσελκύσει ἀγοράκια, παράμερα, ἀπὸ περίπου 9 χρονῶ καὶ τοὺς ἔπιασαν τὸν πωπό. Ἀμέτρητοι δυστυχεῖς ἔχουν τέτοιες ἀναμνήσεις.
 * Μὴν ἀναφερθῶ πάλι σὲ πατεράδες ποὺ ξεπαρθενεύουν τὶς κόρες τους. Καὶ θείους, περὶ τὰ αὐτά. 
* ΔΕΝ ἀποδομεῖται τίποτε φυσιολογικὸ ἐπειδὴ ἐνεμερώνονται οἱ μαθητές, - ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔχουν κάτι "διαφορετικὸ" στὴ φύση τους, τὸ ὁποῖο δὲν θ' ἀλλάξει μὲ καμιὰ κατήχηση ἤ τιμωρία, θὰ βροῦν εὐκολώτερα λύση στὰ μελλοντικὰ προβλήματά τους.
 * ΔΕΝ συμφωνῶ μὲ τοὺς ὁρισμούς: Γονέας 1 καὶ Γονέας 2. 
Μπαμπὰς καὶ Μαμά, μάλιστα. 
 Στὶς περιπτώσεις υἱοθεσίας ἀπὸ ὁμοφυλόφιλα ἄτομα, προτείνω τὸ Θεῖος καὶ Θεῖος ἤ Θεία καὶ Θεία, τί πιὸ ὡραῖο σὰν λέξη καὶ νόημα.
 * Καὶ φυσικά, στὶς υἱοθεσίες κάθε λογῆς, τὸ παιδὶ νᾶ μαθαίνει, τὸ πολὺ στὰ 5 του χρόνια, ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς θετοὺς γονεῖς του, τὴν ἀλήθεια - πρὶν τὴν σφυρίξουν ὕπουλα καὶ πρόστυχα οἱ πέριξ.
 * Καὶ μιὰ ἐπιπλέον ἀλήθεια, πρὸς υἱοθετημένους: οἱ πραγματικοὶ γονεῖς σας δὲν ἀξίζουν τίποτα γιὰ σᾶς, μὴν τοὺς ἀναζητήσετε ποτέ. Κτήνη εἶναι. Σᾶς πούλησαν. Ἐσεῖς ἀξίζετε γι' αὐτὸ ποὺ εἶστε, ἀπὸ τὴν ἀνατροφὴ ποὺ λάβατε καὶ ἀπὸ τὴν κουμαντάρετε ἀπὸ ἕνα σημεῖο κι' ἔπειτα. Σὲ Ὅλα τὰ Παιδιὰ τοῦ Κόσμου, εὔχομαι Ὅ,τι Καλλίτερο, μὲ Γνώση καὶ Συμμόρφωση. 

.....................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.
~

Προχθὲς πῆγα στὸ Περιστέρι ἀναζητῶντας μιὰ παληὰ φίλη γειτώνισσα, τὴν Φιλιώ. Ἡ Φιλιὼ μᾶς ἀγαποῦσε πολύ, ἀλλὰ κι' ἐμεῖς τὴν ἀγαπούσαμε στ' ἀληθινά. Τὸ 1983, ὅταν παντρεύτηκα, στὸ Δημαρχεῖο, ἦταν................ἡ μόνη καλεσμένη μας, γιατί, ὀλίγον καλοπροαίρετη κουτσομπολίτσα, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη θὰ ἀποκαθίστατο τὸ ὄνομα καὶ... ἡ τιμὴ τῆς γυναίκας μου, ποὺ συζούσαμε ἀπὸ τὸ 1979. Τὸ γεγονὸς διαδόθηκε ἐπιτυχῶς.
Ἡ Φιλιὼ παρακολουθοῦσε σχεδὸν ὅλες μας τὶς πρόβες, στὸ σπίτι μας, γιὰ τὸ "Μαμζὲλ Κλωτσοσκοῦφι" (1985) καὶ προσέχαμε τὶς ἀντιδράσεις της, χωρὶς νὰ τὴν ὑποχρεώνουμε νὰ μᾶς τὶς πεῖ. Μὲ λίγα λόγια, μᾶς ἦταν πολύτιμη. Εἴχαμε κι' ἐμεῖς κάποιαν, ὅπως ὁ Μολιέρος τὴν ὑπηρέτριά του. Χωρὶς νὰ ξέρει ἀπὸ θέατρο, ἦταν πολὺ πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τοὺς εἰδήμονες.
Προχθὲς λοιπόν, ἔμαθα ἀπὸ τὸν ἄντρα της, πὼς ἡ Φιλιὼ πέθανε πρὶν 5 χρόνια, ἀπὸ ὑπερβολικὸ πάχος, στὰ 60 της χρόνια.
Μοῦ ἦρθε ταμπλάς!...
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ συμπαθοῦσα ἔχουν χαθεῖ.
[Γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβοδίκαιοι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θέλανε νὰ μοῦ βγάλουν τὰ μάτια, ψόφησαν ὅλοι. Δόξα τῷ ἀγνώστῳ θεῷ!...].
Κλείνω τὰ μάτια καὶ θυμᾶμαι τὴν Φιλιώ. Πονάω.
~

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Σὰν αὔριο, γιόρταζε κάποτε ἡ μάννα μου. Χρυσάνθεμα σ' ὅλο τὸ σπίτι, ἀπὸ τὶς γλᾶστρες μας, καὶ γλυκά, ποὺ τἄφτιαχνε ἡ ἴδια, Σμυρνιὰ θαυματουργή, Ἑλληνίδα 100% καὶ ἡρωικῶς τίμια. * Τὸ θυμήθηκα αὐτὸ πολλὲς φορὲς χθὲς καὶ σήμερα μὲ μιὰν ἐπίγνωση: ὅτι τελευταῖα, ἔχω ξεχάσει, στὶς ἡμερομηνίες τῶν ἑορτῶν, τοὺς δικούς μου ἀνθρώπους ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά. Ἡ <Κατρὶν λὲ Σά> [= Κατερίνα Γάτα], ὅπως τὴν ἔλεγα, ὥς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1980, ποὺ ἔφυγε, εἶναι στὴν μνήμη μου, στὴν καρδιά μου...Κανεὶς δὲν ξέρει πραγματικὰ τί θυσίες ἔκανα γιὰ κείνην τὰ 4 τελευταῖα της χρόνια, ἀπ' ὅταν, μόλις, βγῆκα στὸ θέατρο. Κάποιοι ἠθοποιοὶ θυμοῦνται... Ἕνας καημός μου εἶναι ποὺ δὲν γνώρισαν ἡ Ζωὴ καὶ ὁ Σπύρος αὐτὴν τὴν γιαγιά. Δυστυχῶς, ἡ οἰκογένειά μας πῆγε, ἄθελά της, κατὰ Διαβόλου. Μᾶλλον ἐγὼ ἔχω ἀρχίσει, στὰ γεράματά μου, νὰ θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου πιὰ τυχερό. Ὅλο τὰ θυμᾶμαι καὶ πονάω...
24.11.2019.




Βέρα Μίμογλου ,,,να κρατας μονον τις Ομορφες και τις γλυκες αναμνησεις απο τη μανουλα σου και να μην πονας πια ,,,ειχε Ολη σου την Αγαπη ,,,,εσυ φυλαχτο να εχεις την Ευχη της και εκεινη καλη Αναπαυση ,,,,ολοψυχα !
~

Ναί. ἀλλὰ δὲν ξεχνιοῦνται οἱ συμφορές της... Ἕνδεκα χρονῶ, ἦρθε πρόσφυγας ἀπὸ τὴν Σμύρνη. Μικρασιατικὴ καταστροφή, οὔτε νὰ τὴν ἀκούσω δὲν θέλω. * Γέννησε ἐμένα, μὲ τὸν πατέρα μου ὅμηρο στὴν Γερμανία. Κατοχή, ἀπ' ὅπου τίποτα δὲν ἀποκόμισε ἡ Ἑλλάδα: πάλι δούλα ἔγινε στὶς μέρες μας, μαδιέται καὶ παραδίνει τὰ ὑπάρχοντά της. * Στὰ ἐφηβικά μου χρόνια, ὅταν ἄρχισα γιὰ τὰ καλὰ νὰ σιχαίνομαι τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους καὶ τὴν [παληανθρωπιά τους, καθὼς μὲ τρομοκρατοῦσε τὸ μέλλον, ἡ μάννα μου μοῦ παραστεκόταν μὲ μιὰ φωνὴ ὁλόιδια τῆς Κατίνας Παξινοῦ στοὺς <Βρυκίλακες> τοῦ Ἴψεν, μοῦ ἔδινε θᾶρρος καὶ γινόταν παράδειγμά μου σὲ ὅλα τὰ δύσκολα. * Μᾶς πέταξε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μας, ποὺ ἐκείνη ξενοδουλεύοντας τὄχτισε, ἐνόσω ἤμουν στρατιώτης, ὁ γαμπρός μου, τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου του μὲ τὴν ἀδελφή μου. Ζήσαμε φριχτὰ χρόνια μαζύ τους καὶ ὕστερα χώρια. Τὴν χτυποῦσε καὶ μοῦ τὴν φέρνανε σηκωτή οἱ γείτωνες, ὅταν πήγαινε κρυφά νὰ δεῖ τὴν κόρη της. Ἕλληνας χειρότερος κι' ἀπὸ ὁρκισμένος Τοῦρκος. * Ὕστερα, ἡ μαννούλα μου ἔπαθε ἄνοια, ὅταν βγῆκα στὸ θέατρο. Τὴν ἔπαιρνα μαζύ μου καὶ στὶς περιοδεῖες, Μακεδονία, Θράκη, <-------- ἐκεῖ ὅπου παίζεται σήμερα ἡ βρωμερότερη ἀγοραπωλησία τοῦ ἑλληνισμοῦ... * Ἤθελε ἐμένα, γιατί μόνον ἐγὼ δὲν τὴν πρόδωσα. Εἶδα νὰ τὴν δένουν χεροπόδαρα στὸ κρεβάτι της, ποὺ χτυπιόταν καὶ σφάδαζε: <- Γιάννη!...Γιάννη!...Μὴ φεύγεις...>. Μὲ τὶς μορφίνες, πέθανε, ἀφοῦ ἡρέμησε καὶ μοὔδωσε τὴν εὐχή της. * Δὲν τὴν εἶδα νὰ ξεψυχάει... Ἤξερα πὼς ἐκείνη τὴν Παρασκευή, ὥρα 3 μετὰ τὰ μεσάνυχτα, θὰ πέθαινε στὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων Ἅγιος Γεώργιος, στὴν Κυψέλη. Τὸ εἶχα δεῖ στὸν ὗπνο μου πέντε μέρες νωρίτερα. Μὲ τὴν Μιμή, ξαγρυπνούσαμε καὶ περιμέναμε... Τρεῖς καὶ τέταρτο, μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι...στὶς 3 ἡ ὥρα... Λίγο ἀργότερα, ἀπὸ τὸ γραφεῖο Κηδειῶν, ὅ ἄνθρωπος, θέλοντας νὰ τὴν μεταφέρει, μ][ε τὸ ἀσανσὲρ ποὺ μόλις χωροῦσε 2 ἄτομα, τὴν ἔδεσε κόμπο μὲ τὸ σεντόνι της, τὴν ἔχωσε μέσα, ἔκανε τὸν σταυρό του, μοῦ ζήτησε συγγνώμη, πάτησε ἀπάνω της καὶ τὴν κατέβασε. Ὁ ἴδιος φρόντισε - παρὰ τὸ ὅτι τοῦ εἶπα πὼς αὐτὰ δὲν μ' ἐνδιαφέρουν - νὰ τῆς γίνει πολυτελὴς λειτουργία, μὲ στολίδια καὶ λαμπάδες. Ἤτανε γείτωνας καὶ ἤξερε τὰ βάσανά μας. Ἐγὼ δὲν εἶχα οὔτε 500 δρχ. πλέον πουθενά, στὸ σπίτι, στὴν τσέπη μου, στὴν Τράπεζα... Καὶ τὸν τάφο, ἔτσι τὸν ἄφησα, μὲ μόνο τὄνομά της. * Ὕστερα ἄρχισαν ἆλλες τραγωδίες. * Τώρα, ζῶ τὴν μόνη καλλίτερη ἐποχή μου. Γιὰ πρώτη φορά. Καὶ ἐντελῶς μόνος.



Βέρα Μίμογλου  καμμια φορα ειναι καλυτερη αυτη η ηρεμη και συνειδητη μοναξια ,,,,με την Αγαπη της για φυλαχτο οπως σου ειπα ,,,,ξερεις αυτο ειναι κατι πολυ σημαντικο ,,,κατι που πολλες πλουσιες ,νοικουρες και καλοβαλμενες κυριες ,δεν μπορεσαννα το προσφερουν ποτε στα παιδια τους κι ας τους παρειχαν τα αγαθα του Αβρααμ και του Ισαακ μαζι ! η Αγαπη της βασανισμενης σου μανας ομως ; ειναι κατι εσυ μεσα σε τοσα βασανα το κουβαλας σαν μυρωμενο ανθος στην ψυχη σου ,,,ρωτα κι αλλους που κουβαλαμε καρβουνα ,,,,να ζησεις πολλα και καλα ακομα χρονια ''γκρινιαρη μου φιλε'',,,,να με καμαρωσεις και μενα στην αποφοιτηση μου απο το προτυπο νηπιαγωγειο ,,,χαχαχα φιλια Καλημερα !
 
 
 
Πάντως, ἡ μάννα μου, μὲ Ε΄ τάξη Δημοτικοῦ (11 χρονῶ ἦρθε ἀπὸ τὴν Σμύρνη), δὲν ἔκανε <οὔτε ἕνα> ὀρθογραφικὸ λάθος, ἔχω τουλάχιστον 120 γράμματά της ἀπ' ὅταν ἤμουν στρατιώτης (τῆς ἔγραφα κάθε μέρα, ἀκόμη καὶ 2 ἤ 3 φορές) καὶ ἤξερε καὶ μὲ διάβαζε τουλάχιστον σὲ ὁλόκληρο τὸ Δημοτικό. Τὰ καλοκαίρια κάναμε καθημερινὸ τρίωρο μάθημα. Σήμερα, εἰλικρινὰ τὸ λέω, οἱ γονεῖς μὲ Λύκειο, δὲν ξέρουν οὔτε τὰ παιδιά τους, μετὰ τὴν Β΄ Δημοτικοῦ, νὰ παρακολουθήσουν. Ἔχω ἰδίαν πείραν, σὲ δεκάδες σπίτια ἔχω κάνει δάσκαλος. Καὶ ὅλοι οἱ μαθητές μου, μηδενὸς ἐξαιρουμένου: <ἔμαθαν>. * Ναί, τὴν εὐχἠ τῆς μάννας μου, τὴν νιώθω μέσα μου. Ἴσως σηκωθῶ καὶ πάω σὲ4 καμιὰν ἐκκλησία ν' ἀνάψω ἕνα κεράκι. Ἐνδεχομένως...- ποῦ ξέρεις; Μπορεῖ νὰ δῶ κάτι καλλίτερο στὴν ζωή μου, γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ποῦ δὲν τὸ πιστεύω. Κατάρα τὴν δέρνει αὐτὴ τὴν χώρα.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

 
θρησκεῖες τέλος!
- μὲ τ' Ἅγιο Βέλος.
Θεέ μου, γλύτωσέ με, δὲν θέλω θρησκεῖες!
Πῶς ἐπιτρέπεις, Κύριε, τόσες βλακεῖες;
Κατέβα, ξανασταυρώσου, κάνε κάτι...
Δεῖξε τους ποιὸς εἶσαι... - καὶ μπές τους στὸ μάτι.
Ξεστράβωσέ τους, πὲς πῶς θὲς τὴν Ἀγάπη!
Σ' ἄπιστους καὶ πιστούς, στεῖλ' Ἅγιον ἀράπη·
κι' αὐτός, καθὼς πρέπει, νὰ τοὺς συνετίσει...
μὲ τὴν πανάγια τῆς σύνεσής Σου στύση!


====
 
 
Στοὺς τόμους 1947 τῆς Διαπλάσεως τῶν Παίδων (ἐφημερίδα Κυριακάτικη Δημοκρατία) ἀνακάλυψα μίαν διαπλασοπούλα μὲ τὸ ψευδώνυμο: Μικρὴ Λογοτέχνις. Δέκα χρόνια ἀργότερα, τέλος 1957, ἀφοῦ μ' ἔβαλε σὲ μπελάδες ὁ καθηγητής μου Γιάννης Σιδέρης, ἀνακαλύπτοντας, σὲ μένα, ἕνα ταλέντο, κι' ἀφοῦ ἀναζητῶντας τὸ <Ἑλληνόπουλο-Ὁ θησαυρὸς τῶν Παιδιῶν>, βρῆκα τὴν <Διάπλασι τῶν Παίδων>, ποὺ οὔτε κἄν τὴν γνώριζα, κι' ἀμέσως πῆρα τὸ ψευδώνυμο: Μικρὸς Λογοτέχνης, (χρόνια τὸ...τιμοῦσα, ὑποθέτω),
τώρα θέλω, ἔτσι ἀπὸ γεροντικὸ πεῖσμα, νὰ φλερτάρω ἐκείνη τὴν Μικρὴ Λογοτέχνιδα. Ποῦ, πῶς, πότε θὰ μποροῦσα νὰ τὴν δῶ; Ποιὸς θὰ μᾶς "τὰ κανονίσει"; Ἕνα φιλὶ τὄχω ἕτοιμο νὰ τῆς τὸ δώσω.
Περιμένω.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

~  
 Ἆλλο Ὁλλανδία καὶ ἆλλο Ἑλλάδα. Ἐδῶ, τοὺς θέλουμε, τοὺς παραθέλουμε καὶ τοὺς ὑπερπαραθέλουμε. Ἀλήθεια, βγαίνεις στοὺς δρόμους, νὰ δεῖς, ὅτι εἶναι ἀπείρως περισσότεροι ἀπὸ μᾶς καὶ κυκλοφοροῦν πανευτυχεῖς; Ἐδῶ, ποὺ λές, κανεὶς καὶ καμιὰ δὲν θ' αὐτοκτονήσει. Ἔχει ἔρθει τὸ (καὶ σεξουαλικὸ) ὄνειρό τους στὰ πόδια τους, δῖπλα τους. Τοὺς θέλουν καὶ τοὺς παραθέλουν καὶ τοὺς ὑπερπαραθέλουν. Ἐμᾶς δὲν θέλουν.
~
Ἀκούω κάτι νούμερα: 10.000 ἐδῶ, 6.000 ἐκεῖ... Τοὺς ὑπολογίζω (ποῦ νὰ ξέρω ἄλλωστε; - ἀλλὰ δὲν τρώγω καὶ κουτόχορτο...) Δυόμισυ ἑκατομμύρια στὴν ἑλληνικὴ ....ἀκράτεια. Μόνο στὴν περιοχή μας, Ὁμόνοια, Βικτώρια, Ἅγιος Παντελεήμων, πλατεία Ἀττικῆς, Κάτω Πατήσια..., εἶναι πλέον τῶν 500.000. Καὶ οὔτε 50.000 Ἕλληνες. Σήμερα, ἕνας, στὴν πολυκατοικία μας, μοῦ ἀγρίεψε νὰ μὲ φάει ποὺ τοῦ εἶπα ὅτι τὸ ἀσανσὲρ εἶναι γιὰ 2 μόνον ἄτομα (τὸ ἔχω γράψει ἐγὼ ὁ ἴδιος μὲ κόκκινο μαρκαδόρο μέσα κι' ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες μὲ μεγάλα γράμματα ἐδῶ καὶ 4 χρόνια). Ἕνας Ἕλληνας(!) μοῦ σύστησε νὰ μὴν μιλάω, γιατί δὲν θὰ βρῶ τὸ δίκηο μου! Ἡ διαχείριση εἶναι ἀπούσα. Μὴν σοῦ Πῶ ὅτι εἶμαι ἴσως καὶ ὁ μόνος ποὺ πληρώνω, ἀμέσως, χωρὶς οὔτε λεπτὸ καθυστέρηση. Ἀλλὰ καὶ βοήθεια νὰ βγεῖς νὰ φωνάξεις, κανεὶς δὲν θἄρθει. Ἡ Ἀστυνομία μας (120 μέτρα ἀπὸ δῶ;) περὶ νὲς-καφὲ τυρβάζει στὸ πεζοδρόμιό της. Κάποτε τοὺς κάλεσα καὶ εἶπαν ὅτι δὲν εἶχαν περιπολικό. Μᾶς ἔχουν γιὰ ξεπάστρεμα.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ἀλεξάνδρα Λαδικοῦ: Ἐξέγερση λαθρομεταναστῶν στὴν Κόρινθο κτλ.
~
    Γιὰ νὰ μὴν ἀνοίγω ἆλλο μήνυμα. Πρὶν λίγο, στὸ τρόλλεϋ, βρεθήκαμε τρεῖς Ἕλληνες, συνταξιοῦχοι, ἀνάμεσα σὲ 32 ἀλλοδαπούς. Ἄς ποῦμε γίναμε φίλοι. Πάντως καλοπροαίρετα μιλήσαμε ἀναμεταξύ μας. Μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἑνας εἶπε: - Μὴ μιλᾶς, δὲς πόσοι εἶναι αὐτοί, θὰ μᾶς πλακώσουν στὸ ξύλο. Ἐγώ: - Ὥς τώρα, ἔχω δείρει, δὲν μ' ἔχουν δείρει. Δὲν φοβᾶμαι κανέναν. Ὁ τρίτος: - Ἐγὼ ἔχω περάσει δυὸ νῦχτες στὸ Τμῆμα, ἐπειδή, περνῶντας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, ἔκανα τὸν σταυρό μου! Ἐγώ: - Καλὰ νὰ πάθετε, τὰ θέλει ὁ κῶλος σας. Ὁ πρῶτος: - Ξαναπές το αὐτό, ἔτσι εἶναι. Ἐγώ: - Ἐρντογὰν θέλει ὁ κῶλος σας. Ἄλλη μιὰ φορά: - Ψηφῖστε Ἐρντογάν, ὅ,τι λαχταρᾶ ὁ κῶλος σας, Ἕλληνες τοῦ κώλου!...

  • Αλεξάνδρα Λαδικού
    Αλεξάνδρα Λαδικού ΑΣ ΤΗΝ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥ....ΜΕΡΙΚΟΙ...ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΟΥ Γ Ε Λ Α Ν Ε....Η...ΧΑΧΑΝΙΖΟΥΝ ΒΛΑΚΩΔΩΣ..
  • Ἰάνης Λὸ Σκόκκο
    Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ὄχι, πρόσεξε πόση συμμετοχὴ ἔχεις!... Φοβοῦνται, κατάλαβέ το. Ἀλλὰ τὸ ξύλο θὰ τὸ φᾶνε. Καὶ ὅλες τὶς συνέπειες.Τοὺς βλέπω ὅλους στὸν δρόμο: τρέμει τὸ φυλλοκᾶρδι τους. Χρόνια τὸ λέω - γραπτῶς, ἐδῶ μέσα - πὼς οἱ παππάδες π.χ. (Ἅγιος Κωνσταντίνος Ὁμονοίας, ὅπου ἔμενα πρῶτα, - Ἅγιος Παντελεήμων, ὅπου θὰ μένω ἰσοβίως) φοβοῦνται νὰ χτυπήσουν τὶς καμπάνες Μεγάλη Παρακευή, - ἔχω ἐπέμβει ὅλες τὶς φορὲς ἀπὸ πρὶν 5 χρόνια - καὶ στὴν Ἀνάσταση. Τοὺς πάτησα τὶς φωνὲς μέσα στὴν ἐκκλησία: <- Φοβᾶστε νὰ χτυπήσετε τὶς καμπάνες, μὴν ἐνοχλήσετε τοὺς ἀλλοδαπούς;...>. Στὶς κορυφαῖες στιγμὲς τῆς χριστιανοσύνης, στὴν ὁποία λένε ὅτι πιστεύουν καὶ ὅτι μυοῦν τὰ πλήθη! Προσωπικῶς, ἔχω γίνει ἄθρησκος, ἀπὸ πολλὰ χρόνια πρίν, ἀλλὰ ζῶ ἀνάμεσα σὲ Ἕλληνες (παρακάμπτω τὸ πρῶτο συνθετικὸ ποὺ τοὺς χάρισα: Ἀλλοδαπ'-) καὶ ὑποτάσσομαι στὴν γενικὴ θέληση, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ θρησκεία δὲν εἶναι μπορντέλο (τουλάχιστον δὲν τὴν βλέπω ἔτσι ἐγώ), δὲν ἀστειεύομαι μαζύ της, νὰ τὰ λέω μία ἔτσι μία ἀλλοιῶς. Καὶ ἀπαιτῶ νὰ ξέρω σὲ ποιάν χώρα ζῶ. Σιχαίνομαι ὅ,τι βλέπω γύρω μου. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχω καταργήσει τὰ πᾶντα, δὲν πάω πουθενά, καὶ πρῶτ' ἀπ' ὅλα δὲν πάω στὸ θέατρο, γιὰ δύο λόγους: δὲν ἀνέχομαι τὶς χοντροκομμένες παραστάσεις τους, δὲν θέλω νὰ νομίζουν ὅτι λαχταράω νὰ παίξω καὶ ὅτι πάω νὰ τοὺς γλείψω, πράμα ποὺ δὲν τὄκανα ποτέ. Σιχαίνομαι τουλάχιστον τοὺς μισοὺς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου. Κάνω, λοιπόν, βόλτες, μὲ τὴν ἡσυχία μου, τὸ πάσο μου, καὶ βλέπω, παρατηρῶ. Ὅλα ἔχουν παραδοθεῖ στοὺς ἀλλοδαπούς, κυρίως ἐξ Ἀσίας - ὅ,τι πιὸ ἀπεχθές. Ἀκούω τὶς φωνές τους καὶ λέω διαρκῶς, χιλιάδες φορὲς τὴν ἡμέρα: < - Ὤχ, θεέ μου!...Ὤχ, θεέ μου!...>. Καὶ ἐπειδὴ δὲν γνωριζόμαστε, σοῦ λέω: παρὰ τὰ 75 μου χρόνια, δὲν ἔχω τίποτα γεροντικὸ ἐπάνω μου, οὔτε παιδαρέλι δὲν ἔχει τὸ παράστημά μου (ἴδιος ὁ συγχωρεμένος θεῖος μου Μιχάλης Μωραΐτης, Κέρκυρα, κι' ὁ θεῖος μου Νίκος, ἀδελφὸς τοῦ πατέρα μου, πατέρας τῆς Costanza Lagreca). Ἐπίσης ἔχω νὰ φάω καὶ δὲν χρειάζομαι ὑποστήριξη. Ἀπὸ κανέναν. Ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει καὶ κανεὶς πρόθυμος νὰ νοιαστεῖ γιὰ μένα . Στηρίζομαι στοὺς γιατροὺς καὶ στὶς νοσοκόμους ποὺ μὲ συμπαθοῦν αὐθορμήτως. Ἄ, μὴν ξεχάσω καὶ τὴν λατρευτικὴ σχέση μας μὲ ὅπου Φαρμακοποιός, παιδιὰ καὶ γάτες.  Καὶ τὸ μυαλό μου δουλεύει καλλίτερα κι' ἀπὸ ὅσο στὰ 20 μου χρόνια. Καὶ ὅμως, ὅταν βλέπω Ἕλληνες (Ἀλλοδαπ'-), γίνομαι μπαροῦτι: χωρὶς κινητό, δὲν μποροῦν νὰ περπατήσουν, δὲν εἶναι σὲ θέση ν' ἀνέβουν στὸ λεωφορεῖο ἤ νὰ κατέβουν, δὲν μποροῦν νὰ ἐρωτευτοῦν, οὔτε νὰ τραβήξουν τὸ καζανάκι... Τί ἆλλο θέλεις νὰ σοῦ πῶ, γιὰ νὰ καταλάβεις, ὅτι οἱ Ἀλλοδαπ'-Ἕλληνες εἶναι ἕνας ἀποχαυνωμένος λαός, ποὺ μόνο νὰ τρώει, νὰ κάνει κακὰ καὶ νὰ κοιμᾶται ξέρει. Οἱ εἰσβολεῖς γι' αὐτοὺς εἶναι μιὰ κάποια λύση. Τὄχω γράψει κι' αὐτὸ ἀμέτρητες φορές: ἀκόμα φτηνότερα ἐργασιακὰ χέρια, ἀδήλωτα ἐνοίκια, φτηνότατο σέξ (μεταξὺ ἀντρῶν - οἱ γυναῖκες τους εἶναι ὅλες τους παρθένες-Μαρίες...). Εἶδες πόσο λιανὰ σ'τὰ κάνω; Κατάλαβες τίποτα; Ἀλεξάνδρα, εἴμαστε ἐλάχιστοι ἐμεῖς ποὺ δὲν μᾶς πῆρε ἀπὸ κάτω ἡ Κατάσταση Προδοσίας.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Ἕνας δρόμος ἀπ' ὅπου περνάω (γιὰ νὰ πάω στὸ Καφενεῖο) κάθε μέρα, εἶναι ἡ ὁδὸς Ἀχαρνῶν. Ὁ μόνος Ἕλληνας ἤ καμιὰ φορὰ κι' ἕνας δεύτερος ἤ ἕνας τρίτος καὶ τέρμα. Ἑλληνικὰ δὲν μιλάει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάδες ἄλλους ποὺ κυκλοφοροῦν μὰ τὰ κινητά τους καὶ τ' ἀκουστικά τους καὶ τὰ 4-5 κουτσούβελά τους, οἱ παντρεμένοι. Καὶ φυσικά, ἀμέτρητοι ἀλλοδαποὶ νεαροί, γκόμενοι τοῦ κερατᾶ, ἀλλὰ καὶ ταυτοχρόνως στρατεύσιμοι ὑπὲρ τῆς θρησκείας τους, 18 -35 χρονῶ. Ποιός νὰ μιλήσει στὴν Ἀλλοδαπ'-Ἑλλάδα; Ἄσε πού, σεξουαλικῶς, τοὺς χρησιμοποιοῦν καὶ μὲ 1,40 εὐρώ, οἱ..........................Ἕλληνες. Δὲν μιλῶ γιὰ γυναῖκες - αὐτὲς περιφρουροῦνται ὅσι τίποτα ἆλλο. Ἕλληνες, ἆντρες, ὄχι δηλωμένοι γκαίη, ἀνυποψίαστοι, μὲ άλλοδαπούς, πού, ἄν ἦταν στὴν χώρα τους, θὰ τοὺς κρεμοῦσαν ἀνάποδα στὴν πλατεία. Ὄχι, δὲν θέλω αὐτὸ νὰ γίνει ποτὲ ἐδῶ ἤ ἀλλοῦ, - οὔτε κατὰ διάνοιαν. Ἀλλά, νὰ μὴν κρυβόμαστε καὶ τόσο πίσω ἀπὸ τὸ ρημάδι τὸ δάχτυλό μας. Οἱ πολιτικοὶ τοὺς θέλουν γιὰ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ καὶ γιατί, γιὰ ἄλλους λόγους, τοὺς θέλει καὶ ὀ..........................ἑλληνικὸς λαός τους: ἐργοδότες, σπιτονοικοκύρηδες καὶ σεξουαλικῶς πεινασμένοι κι' ἀναζητοῦντες. Φυσικά, μὴν ξεχνᾶμε καὶ τὰ ναρκωτικά - πολὺ χρῆμα! Καὶ νἄτανε μόνον ἡ ὁδὸς Ἀχαρνῶν. Τὸ ξαναλέω, γιατί οἱ ὑποκριτὲς..........................Ἕλληνες εἶναι ἀναρίθμητοι καὶ θὰ ψάξπυν νὰ βροῦν προσχήματα δικαιολογίας. Συμπέρασμα: καλὰ νὰ πάθετε. Τί φταῖμε ὅμως καὶ μερικοὶ ἆλλοι ποὺ δὲν γουστάρουμε δουλεμπόρους καὶ δούλους καὶ τὴν ἐξορία μας μέσα στὸν τόπο μας;

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

(Ἀντίγραφον - σταράτα λόγια καὶ σ' ὅποιον ἀρέσουν):
~
Εἴδησις:
Η Ουγγαρία δίνει σπίτι στις οικογένειες που θα κάνουν 3 παιδιά.
==
* Ἔ, ἐμεῖς θἄχουμε πᾶντα τοὺς λαθρομετανᾶστες μὲ τὰ 5 τουλάχιστον, σὲ κάθε οἰκογένεια, παιδιά, ποὺ τύφλα νἄχουν τὰ Ἑλληνόπουλα!...
Ἀντίδρασις:
ΕΓΩ ΜΙΛΑΩ ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΝΑ ΞΑΝΑΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΟΠΑΙΔΙΑ.ΤΩΡΑ ΠΗΓΕ ΑΛΛΟΥ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ.ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΔΕΝ ΤΟ ΕΘΙΞΑ ΚΑΘΟΛΟΥ...ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΓΙΑΤΙ ΕΣΤΙΑΣΤΗΚΑΝ ΕΚΕΙ ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ.
~
* * Ἑστιάστηκαν ἐκεῖ οἱ ἀντιδράσεις γιατί ἐμεῖς, οἱ Ἕλληνες (!), ἔχουμε πάψει νὰ κάνουμε παιδιὰ γιὰ λόγους μοντερνισμοῦ καὶ γιατί κοστίζουν. Οἱ ἀλλοδαποὶ κάνουν, ἔτσι κι' ἀλλοιῶς, ἐκ πεποιθήσεως, πολλὰ παιδιά, - ...δὲν χρειάζεται οὔτε νὰ τὸ σκεφτοῦν οὔτε νὰ τὸ ἀποφασίσουν. Καὶ ἡ Ἀλλοδαπ'-Ἑλλάδα τοὺς θέλει (τολμάει νὰ κάνει καὶ διαφορετικά;), τοὺς παρέχει ἐπιδόματα, σπίτια, ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη καὶ φυσικὰ θὰ τοὺς χρησιμοποιήσει σὰν φτηνὰ ἐργατικὰ χέρια καὶ σὰν μέλλοντες Ἕλληνες(!) - σιγὰ μὴν τοὺς νοιάζει ἡ πραγματικὴ ἑλληνικότητα, ἡ ἤδη ξεχασμένη <-------καὶ "ξεχεσμένη" νὰ τὴν πεῖς, γλώσσα ποὺ σφάλλει, ἀλήθεια λέει. Ὅποιος δὲν βλέπει ποῦ πάει τὸ πράμα ἤ χαζὸς εἶναι ἤ τὸν χαζὸ παριστάνει. Καὶ δὲν θὰ πῶ μὲ τίποτα πρόσφυγες τοὺς εἰσβολεῖς, ποὺ μᾶς στέλνει, καθ' ὁμολογίαν του, ὁ Τοῦρκος. Οἱ καθωσπρεπισμοὶ δὲν εἶναι τοῦ εἴδους μου, ἄν δὲν εἶναι ἐπακόλουθα Λογικῆς ἐξέλιξης τιμίων ἐνεργειῶν.

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

«Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες» Διδώ Σωτηρίου – Οι πρόσφυγες).
Ελλάδα.
==
* Ἡ ἴδια χοντρὴ μαλακία. Τὸ 1922 εἴχαμε καταστροφή, ὁλότελα δική μας, καὶ φύγαμε ἀπὸ τὴν προαιώνια Ἑλλάδα, γιὰ τὴν πατρίδα μας, αὐτὴν ἐδῶ τὴν χώρα. Ἀνταλλαγὴ πληθυσμῶν ἔγινε. Ἀλλοίμονο ἄν δὲν μᾶς ἤθελε καὶ ἡ μάννα πατρίδα. Δὲν εἴχαμε ποῦ ἀλλοῦ νὰ πᾶμε καὶ δὲν φορτωθήκαμε σὲ ξένες χῶρες. Αὐτὰ ποὺ λέτε, ξεμασκαρεύουν τοὺς ντόπιους χωριάταρους, τοὺς τότε καὶ τοὺς τώρα, δηλαδὴ ἐσᾶς. Ὅλοι μαζύ, ὅμως, ἐγχώριοι καὶ πρόσφυγες, χάσαμε ἕναν, τὸν ἴδιο πόλεμο. Δὲν ἤρθαμε ἄγνωστοι, ἀπὸ τὸ ἄγνωστο, σκίζοντας τὰ χαρτιά μας καὶ τὰ φουσκωτὰ ποὺ μᾶς μετέφεραν, γιὰ νὰ παραπλανήσουμε καὶ νὰ θρονιαστοῦμε σὲ ξένη γῆ, νὰ παίρνουμε ἐπιδόματα καὶ νὰ ἐπιβάλουμε ἆλλα ἤθη κι' ἔθιμα. Ὅποιος παραλληλίζει τὰ μὲν μὲ τὰ δέ εἶναι προδότης, τὸ λιγώτερο. Κι' ἄν δὲν τοῦ ἀρέσει, νὰ φύγει ἀπὸ δῶ. Στὰ τσακίδια.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Μάνη: «Την είχα σαν παιδί μου» λέει ο ιερέας που κατηγορείται για κακοποίηση 12χρονης.
~
vallon:
Το πιο τραγικό είναι ότι η μητέρα προσπαθούσε να πείσει το παιδί να μην μιλήσει.
===
* Δὲν εἶναι πρωτοφανές.
Ὑπάρχουν τὰ λεφτὰ στὴ μέση.
===
* * Κάποτε εἶχε συμβεῖ κάτι παρόμοιο σὲ φιλικὸ περιβᾶλλον μας. Πατέρας βίαζε τὴν κόρη του, ἀπὸ 9 ἕως 12 χρονῶ.
Ἠθικός, κατὰ τὰ ἆλλα, πατέρας, ποὺ ἐμένα μοῦ ἔλεγε νὰ μὴν ἔχω φαβορίτες, ἀλλὰ νὰ κουρεύομαι σὰν τὸ παιδὶ τοῦ λαοῦ, τὸν Νίκο Ξανθόπουλο (βρῆκε κιόλας... σὲ ποιόν νἄμοιαζα!...)
Μόλις μαθεύτηκε, ἦρθε στὴν μάννα μου νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ νὰ ζητήσει συμπαράσταση.
- Θὰ σὲ κάψω, παληάνθρωπε! τοῦ εἶπε. Θὰ σὲ θάψω μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια.
Ἤμουν μπροστά.
Ἡ μάννα μου πῆγε μάρτυρας κατηγορίας στὸ Ἀγρίνιο.
Ὁ πατέρας ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν καὶ τόσο ἄντρας, φυλακίστηκε γιὰ 7 χρόνια.
Ἡ οἰκογένειά του μετακόμισε καὶ ἐμεῖς εἴχαμε στενὴ καὶ καθημερινὴ ἐπαφὴ μαζύ τους. Ἡ μάννα τοῦ κοριτσιοῦ ἔρεβε κάθε στιγμὴ ποὺ περνοῦσε. Στὰ 7 χρόνια καὶ λίγες μέρες, πέθανε, μὴ ἀντέχοντας στὴ σκέψη ὅτι αὐτὸς θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ θὰ τοὺς εὕρισκε κάπου. Στὴν κηδεία, ἡ μάννα μου πρώτη, δῖπλα στὴν νεκρή, νὰ κλαίει τὴν φίλη της. Ξάφνου, φάνηκε αὐτός, ἀπὸ τὸ πουθενά!... Θρεμμένος, ὡραῖος, ἄνετος!...Μόλις τὸν πῆρε χαμπάρι ἡ μάννα μου, πετάχτηκε ὄρθια καὶ μὲ τὶς κλωτσιὲς τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, βρίζοντάς τον.
- Ἔ, κυρὰ Κατίνα, συμβαίνουν αὐτά!... τῆς εἶπε.
- Ἔξω παληάνθρωπε, μὴ σοῦ βγάλω τὰ μάτια!...
Οἱ παρευρισκόμενοι θίχτηκαν!
- Ἔ, ὄχι καὶ τέτοια συμπεριφορὰ μέσα στὸν ναό!..., εἶπαν.
Ἴσως ἤμουν ὁ μόνος ποὺ τῆς εἶπα:
- Μπράβο, μαμά, ὅρμα του!...
Τῆς ἔχω μοιάσει ἀπόλυτα.
Ὅταν πέθανε, ἀπαγόρευσα στὸν γαμπρό μου (ἆλλο τέρας ἐκεῖνος - ψόφιος τώρα κι' αὐτός...) νὰ πατήσει. Ἤθελε νἄρθει, νὰ κουτσομπολέψει, νὰ κακολογήσει, ὅπως συνήθως!... Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν ἀστειευόμουν, (κατὰ κάποιον τρόπο, πολλοὶ, ἀκόμη, μὲ ἔχουν γιὰ μαμόθρεφτο κι' ἆλλοι ξέρουν τὸ τσαγανό μου), μπῆκε στ' αὐτοκίνητό του νὰ φύγει καί, στὴν λύσσα του ἐπάνω, τράκαρε καὶ τὄκανε μαντάρα. Ἆλλος ἠθικὸς Ἕλληνας. Τέρας. Κι' ἄς ἔχει πεθάνει πρὶν εἴκοσι χρόνια. Κτῆνος θὰ τὸν λέω. Αὐτὸς μᾶς κατέστρεψε καὶ πέθανε τὴν μάννα μου, σκατὰ στὸν τάφο του.
Βρῆκα αὐτὰ τὰ πρόσθετα γιὰ τὸ μονόπρακτό μου γιὰ παιδιά:
 Ἑστιατόριο γιὰ πεινασμένους. 
 
~
Μιμή: - Ἀρριβεντέρτσι, πείνα!
Θὰ φάω, θὰ φάω καλά!...
Μὲ χρυσὰ πηρούνια καὶ κουτάλια,
νὰ μὴν εἶμαι πιὰ σ' αὐτὰ τὰ χάλια,
νὰ μὴν εἶμαι πιὰ σ' αὐτὰ  τὰ χάλια,
νηστικιά!...

Ἰάνης: - Ἀρριβεντέρτσι, πείνα!
Ἐμπρός, ἐμπρός, παιδιά.
Φάτε κρέας, φάτε καὶ σαλάτα.
Σὰν λύκος πεινάω...

Μιμή: - Ἆντε, φά'τα.
ἄ, μὰ πιά!...

Ζωή: - Ἀρριβεντέρτσι, πείνα!
Ὁρμάω,  βουτάω, - ἀμάν!...
Κάτι νοστιμιὲς ποὺ σὲ μουρλαίνουν,
τ' ἀντεράκι σου λαδοχορταίνουν,
ὅσοι τρῶν' δὲν ἀρρωσταίνουν...

Ὅλοι: - Δόξα Σοί!...

Σπύρος: - Ἆντε, φάτε!...
Τί κοιτᾶτε; 

Μιμή: - Εἶμαι φάντασμα μιᾶς θεατρίνας,
πρώτη σὲ ρόλους τῆς πείνας
 κι' ἔχω ποὺ ψάχνω καιρὸ
μιὰ δουλίτσα νὰ βρῶ.

Εἶμαι πάρα πολὺ πικραμένη
κι' ἀπ' τοὺς θιάσους διωγμένη,
τὸ Σωματεῖο θὰ πεῖ:
" - Ἆστε την νηστική!...
Τί μᾶς νοιάζει κι' αὐτή,
στὸ κόμμα μας ἄν δὲν γραφτεῖ;...
Τί μᾶς νοιάζει κι' αὐτή,
στὸ κόμμα μας ἄν δὲν γραφτεῖ;".


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Ἀπὸ τὰ διασωθέντα μου.
~
Τίτλος: Καθαρίστρια, βαράτε την.
~

Μία καθαρίστρια μὲ ἐνδεικτικὸ Ε΄ Ἑλληνικοῦ Δημοτικοῦ σὲ τί μπορεῖ νὰ διαφέρει ἀπὸ μία καθαρίστρια
μὲ ἀπολυτήριο Στ΄ Δημοτικοῦ;
Τὰ ἀγγλικά της δὲν θὰ εἶναι τέλεια; Θὰ εἶναι κομπλεξικὴ δίπλα στὶς μορφωμένες ἡμιαγράμματες, πού, ἄν καὶ σπούδασαν καὶ φιλόλογες, ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν δουλειά, ἔ, ἄς πᾶνε καὶ καθαρίστριες, ἀφοῦ ἡ δουλειὰ ποτὲ ντροπὴ δὲν εἶναι, κατὰ πῶς λέγατε καὶ στὸ συχωρεμένο τὸ Φόρουμ.γκρού, κι' ἐγώ, σὰν τοξικὸς ἄνθρωπος, τὸ θυμᾶμαι καὶ θὰ σᾶς τὸ κοπανάω στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα;

Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν προσλάβουν καὶ μὲ τὸ κανονικὸ ἐνδεικτικὸ ποὺ ἔχει; Ἠταν ἀπαραίτητο τὸ
Ἀπολυτήριο; Τὸ ἐκτύπωσαν πάνω στὸν κουβὰ μὲ τὸν ὁποῖο σφουγγάριζε ἤ ἦταν κεντημένο στὰ ξεσκονόπανά της;
Ἡ ἀπόλυτη ἀμορφωσιὰ ποὺ κυριαρχεῖ σὲ Ὑπουργεῖα, Δημόσιες Ὑπηρεσίες καὶ ἀλλοῦ, κρύβει ἤ δὲν κρύβει πλαστογραφήσεις Πτυχίων, <ἄμεμπτες> Εἰσαγωγικὲς Ἐξετάσεις, ρουσφετολογία, παληανθρωπιά;

Βρέ, ἐδῶ γεννηθήκαμε καὶ ἐπὶ τόπου γεράσαμε.
Χωρὶς ρουφιανιά, χωρὶς πουτανιά, χωρὶς πουστιά,
μέλλον δὲν κάμνεις,
παρὸν δὲν ἔχεις
κι' ἆντε νὰ δοῦμε ποῦ θὰ βρεθοῦν λεφτὰ νὰ σὲ θάψουμε, ἀφοῦ πᾶς γι' αὐτοκτονία.
Θὰ μοῦ πεῖς, γράφω λογοτεχνία.
Θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι ἔλεγε κι' ἡ Σμυρνιὰ μάννα μου ποὺ εἶχε στὸ τσεπάκι τὶς ἀπαντήσεις της, κυρίως μ' αὐτὲς τὶς δύο λέξεις:
- Χέζω_σε!...
Τἄχουμε ζήσει στὸ πετσί μας ὅλα αὐτά. Ὑπάρχουν στὴν ἀνάλυση τοῦ αἵματός μας. Πιάσανε πουρί, σὰν καημοὶ καὶ βάσανα, στὴν ἀορτή μας.

Βρέ, ἀφῆστε τὴ γυναίκα νὰ δουλέψει. Τὸ πολὺ-πολύ, κόψτε της 10 εὐρὼ τὸν μήνα ὡς μὴ ἀπολυτηριούχα.
Ὅπως κάποτε στὴν Ὀλυμπιακὴ Ἀεροπορία ἔπαιρναν 100 δρχ παραπάνω οἱ τελειόφοιτοι πανεπιστημίου.
Βρέ, ἡ γυναίκα δὲν βγῆκε πουτάνα. Τὶς βρωμιές σας νοικοκυρεύει κι' ἐξαφανίζει, μὴν σᾶς πνίξουν.
Καθαρίστρια εἶναι. Δὲν βγῆκε ὑπουργίνα.
Καὶ ξέρω πολλὲς καθαρίστριες ποὺ γίνανε ἀνώτερες ὑπάλληλοι χάρη στὰ θέλγητρά τους, μέσ' ἀπ' τὰ μπούτια τους.
Τώρα καὶ σ' αὐτήν, προκόψατε νὰ κάνετε κάθαρσι!...
Δὲν ἀπευθύνομαι στὸν Σύριζα. Στοὺς Νεο-Ἕλληνες ἀπὸ τότε ποὺ καταλαβαίνω, - ἄς ποῦμε τὸ 1950, ἕως ἀκριβῶς τώρα. Ἴδιοι καὶ διαρκῶς χειρότεροι στὸ νὰ ξεκάνετε τοὺς φτωχούς.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Ἀπὸ τὰ διασωθέντα μου.
ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ , 16 Ἰουλίου 2017, ὥρα 2:44 μ.μ.

Θέμα: Πρόταση γιὰ κατάργηση τῆς Θρησκειολογίας ...
====
Κλινοσοφιστεῖες - ἔμφραγμα.
~~
ἤ μετριόφρων... ἤ ταλαντοῦχος·
δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ τὸ ἀποφασίσεις ἐσύ,
- σ' ἔχει διαλέξει ἡ μοίρα σου!
* Ἀφιερωμένο στὸν καινούργιο φίλο μας Luigi.
~

Βέβαια, ὁ oldjedi, ποὺ ἄνοιξε τὸ θέμα, ὁ ἴδιος καὶ ὀφείλει νὰ ἀπαντᾶ, στὶς ἀντιλογίες προπαντός, ἀλλὰ ἄς μὴν
...τὸ παρακάνει. Πολλοὶ δὲν ἀξίζουν ἀπόκρισης. Ἔχουν κακία σὲ κάθε ἐμφάνισή τους.

Ἐν πρώτοις, ἔχει δίκηο, oldjedi ἔγραψε:
Κανεις λαθος ...
Η Θρησκειολογια βασιζεται στην ΠΙΣΤΗ ...που ειναι κατι το απροσδιοριστο ...
Η Πολιτικη βασιζεται στην αναλυση των δεδομενων και την ΓΝΩΣΗ καποιων βασικων αρχων ...Στην πολιτικη,
το να εχεις λαθος αποψεις, αποδεικνυεται ευκολα απο τα γεγονοτα ...και δεν υπαρχουν απροσδιοριστα πραγματα ...

Ἄν ἔβαζε τόνους, θὰ τοῦ ἔλεγα "εὖγε". Μὲ τέτοια πράματα θυμώνω ἀλλὰ...ἆντε, καμιὰ φορὰ πάω πάσο!
Πάντως, ἀπευθυνόμενος στὸν ἴδιο, λέω: ὄχι, νὰ μὴν καταργηθεῖ τίποτα, καμιὰ στήλη, οὔτε ἡ Θρησκειολογία.
Ὅποιος θέλει μπαίνει, ὅποιος ὄχι, δὲν μπαίνει.
Νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ τὴν ἁμαρτία μου:
πᾶντα ρίχνω μιὰ ματιὰ στὴν Θρησκειολογία, ἔτσι, μὲ πικρὴ διάθεση νὰ χαμογελάσω μὲ τὶς χαζομάρες ποὺ διαβάζεις ἐκεῖ, ἔνθεν κι' ἔνθεν. Κάθε φανατισμὸς εἶναι χαζομάρα. Καί, ὅταν μπαίνω, δὲς τί σύμπτωσις: ἀπὸ δῶ τὸ πάω, ἀπὸ κεῖ τὸ φέρνω, ὅλο ΓΑΤΟλογία κάνω!... Μὴ μὲ παρεξηγεῖτε. Περνάω μεγάλο βάσανο στὴν ζωή μου
- ὄχι πὼς παλαιότερα, ὅταν δὲν τὸ περνοῦσα, ἤμουν ὑποΓΑΤέστερος, ὄχι, τέτοιο ψέμα δὲν θὰ τὸ πῶ.
Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι πήγαινα νὰ δημιουργήσω καὶ κλινογατοσοφισμό - καὶ μοῦ διαγράψανε ὁλόκληρο νῆμα, κατ' ἀπαίτησιν θρησκοληπτῶν, φαντάζομαι! Λὲς καὶ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ ἐπανέλθω σ' ἄλλη στήλη, μ' ἆλλον τίτλο!...
Ὑπάρχουν πολλοὶ ΦΑΝΑΤΙΚΟΙ (αὐτὸ σημαίνει ἔλλειψη δύναμης τῆς φαντασίας καὶ συνοδεύεται μὲ δουλοπρέπεια σὲ κάτι ὑποτίθεται κερδοφόρο ἤ ἐλπιδοφόρο, πεῖσμα, καί τινα ἀκόμη βλαψίματα τῆς φύσεως) στὸν κόσμο - καὶ τοῦ Φόρουμ.γκρ.
Οἱ θρησκεῖες καὶ τὰ κόμματα ἔχουν ρίζες βαθειὲς μέσα στὰ σύνολα ἀτόμων καὶ σὲ κάθε ἄτομο ξεχωριστά. Ρίζες Ὑγείας ἀλλὰ καὶ ΑΡΡΩΣΤΕΙΑΣ, - "ἀρρωστημένα μυαλὰ" ποὺ λέμε. Βέβαια, οὔτε ἕνας στὰ διακόσια ἑκατομμύρια δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἀρρώστεια, τὸ σφᾶλμα του. Ὅλοι θεωροῦν ἑαυτοὺς ἔξυπνους, πιὸ ἔξυπνους ἀπὸ τὸν κάθε ἕναν μέσα στὰ διακόσια καὶ βάλε ἑκατομμύρια. Μὴν κοιτᾶς ποὺ συχνάκις μιλοῦνε/γράφουνε σεμνῶς, χαμηλοτόνως, μὲ μετριοφροσύνη ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἔλλειψη ταλέντου καὶ αὐτοπεποιθήσεως. Μὴν τοὺς τὸ πεῖς ὅμως, θὰ
φουρκιστοῦν καὶ τότε ἀλλοίμονό σου, ἄ!
Ἄς μὴν κάνω κατάχρηση τῆς εὐκαιρίας.
Ἄς κλείσω λέγοντας πὼς ἡ κακοήθεια εἶναι τὸ πρῶτο συστατικὸ στὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὸ νὰ μποροῦν ψευδωνύμως νὰ γίνονται ὄχεντρες, εἶναι σὰν νὰ χαίρονται σὲ σεξουαλικὰ ὄργια παρασκευασμένα ἐντελῶς δωρεάν, τιμητικῶς πρὸς τὸ ἄτομό τους - φαντάζονται, σκέψου!...
Καλά, μὴν τὸ πάρεις, ἀναγνώστη μου καὶ ἀναγνώστριά μου, προσωπικῶς. Μόνον ἀνικανοποίητοι παθιάζονται. Ἄ, ΚΑΙ προσβάλλονται.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Ἀπὸ τὰ διασωθέντα μου,
ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ, 11 Μαΐου 2014, ὥρα 7:50 π.μ.
Θέμα: ΣΥΡΙΖΑ+ΝΔ=LOVE/ ἆλλα λόγια ν' ἀγαπιόμαστε.
oliveoil ἔγραψε: Σάβ. 10 Μάιος, 2014,  ὥρα 10:19 π.μ.
O κ. Γλέζος είπε: «Όσο για την πρόταση που μας ήρθε, δείχνει ότι η ΝΔ αποδέχεται ότι έχει χάσει την δύναμή της γι αυτό και ζητά συγκυβέρνηση.
Δηλαδή να συγκυβερνήσει το ναδίρ με το ζενίθ» και πρόσθεσε: «Θα εγκαταλείψει η κυβέρνηση την πολιτική του δανεισμού; Θα σταματήσει να αρπάζει από τον λαό για να σώσει τις τράπεζες; Αν το κάνει αυτό, δεν πιστεύω συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ να έχουμε αντίρρηση».

~~

Ἐγκαταλεῖψτε τὰ δικά σας δηλαδή, κι' ἐλᾶτε μὲ τὰ δικά μας!...

Γιὰ μένα, ὅ,τι πιὸ βιοπαράλληλο, τώρα ποὺ ἀντιγράφω τὴν μετάφρασή μου τοῦ πιραντελλικοῦ: "Ἤ ἕνας ἤ κανένας",
(δράμα σὲ 3 πράξεις - ἀντιθέτως ἡ πολιτικὴ εἶναι φαρσοτραγωδία σ' ἀναρίθμητες διαπράξεις ἐγκλημάτων).
Γιὰ τὸν Τίτο φταίει ὁ Καρλίνο...,
γιὰ τὸν Καρλίνο φταίει ὁ Τίτο.
Μὲ τί ἐπιχειρήματα ρίχνει τὰ βάρη ὁ ἕνας τους στὸν ἄλλο, ἐνῶ, ἆλλο τόσο, πῶς δικαιολογεῖ τὶς πράξεις του ὁ καθένας!...
Ἐν προκειμένῳ, οἱ πράξεις ἦταν παρόμοιες: συνουσιάζονταν ἐναλλὰξ μὲ τὴν κυβέρνηση, συγγνώμη: μὲ τὴν Μελίνα ἤθελα νὰ πῶ!

Ἐξ αἰτίας τους πεθαίνει ἡ ἀθώα Μελίνα, κοινὴ ἐρωμένη τους (ἐξουσία, ἄν θέλετε, - στὴν περίπτωσή μας, τοὐτέστιν ἕνα τέρας).
Τοὺς ἀφήνει τὸ παιδί της, ἀγνώστου πατρός: τοῦ Τίτο ἤ τοῦ Καρλίνο;
Κανενός.
Δικό της (τῆς ἐξουσίας, ποὺ πᾶντα πεθαίνει ἔτσι, καὶ φορτώνει, ἀλλοιῶς, τὶς καταστροφὲς στοὺς ἑπομένους)
Τὸ παιδί της, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, εἶναι ὁ λαός.
Ἀλλὰ ἐνῶ τὸ βρέφος δὲν φταίει, ὁ λαός εἶναι συνένοχος ὀλκῆς καὶ μὴν παραμυθιαζόμαστε.
Ἡ πολιτικὴ δὲν εἶναι θέατρο, εἶναι σφαγεῖο.
Ἀπὸ τὸ θέατρο φεύγεις καμιὰ φορὰ μὲ κάθαρσι. Ἡ πολιτικὴ σὲ βαπτίζει ἐσαεὶ στὴν ὕβρι.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, Κλινοσοφιστής.