Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018



 Τίτλος:   Καθαρίστρια, βαράτε την.
~
Μία καθαρίστρια μὲ ἐνδεικτικὸ Ε΄ Ἑλληνικοῦ Δημοτικοῦ σὲ τί μπορεῖ νὰ διαφέρει ἀπὸ μία καθαρίστρια
μὲ ἀπολυτήριο Στ΄ Δημοτικοῦ;
Τὰ ἀγγλικά της δὲν θὰ εἶναι τέλεια; Θὰ εἶναι κομπλεξικὴ δίπλα στὶς μορφωμένες ἡμιαγράμματες, πού,
ἄν καὶ σπούδασαν καὶ φιλόλογες, ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν δουλειά, ἔ, ἄς πᾶνε καὶ καθαρίστριες, ἀφοῦ ἡ
δουλειὰ ποτὲ ντροπὴ δὲν εἶναι, κατὰ πῶς λέγατε καὶ στὸ συχωρεμένο τὸ Φόρουμ.γκρού, κι' ἐγώ, σὰν
τοξικὸς ἄνθρωπος, τὸ θυμᾶμαι καὶ θὰ σᾶς τὸ κοπανάω στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα;
Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν προσλάβουν καὶ μὲ τὸ κανονικὸ ἐνδεικτικὸ ποὺ ἔχει; Ἠταν ἀπαραίτητο τὸ
Ἀπολυτήριο; Τὸ ἐκτύπωσαν πάνω στὸν κουβὰ μὲ τὸν ὁποῖο σφουγγάριζε ἤ ἦταν κεντημένο στὰ ξεσκονόπανά της;
Ἡ ἀπόλυτη ἀμορφωσιὰ ποὺ κυριαρχεῖ σὲ Ὑπουργεῖα, Δημόσιες Ὑπηρεσίες καὶ ἀλλοῦ, κρύβει ἤ δὲν κρύβει πλαστογραφήσεις Πτυχίων, <ἄμεμπτες>  Εἰσαγωγικὲς Ἐξετάσεις, ρουσφετολογία, παληανθρωπιά;
Βρέ, ἐδῶ γεννηθήκαμε καὶ ἐπὶ τόπου γεράσαμε.
Χωρὶς ρουφιανιά, χωρὶς πουτανιά, χωρὶς πουστιά,
μέλλον δὲν κάμνεις,
παρὸν δὲν ἔχεις
κι' ἆντε νὰ δοῦμε ποῦ θὰ βρεθοῦν λεφτὰ νὰ σὲ θάψουμε, ἀφοῦ πᾶς γι' αὐτοκτονία.
Θὰ μοῦ πεῖς, γράφω λογοτεχνία.
Θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι ἔλεγε κι' ἡ Σμυρνιὰ μάννα μου ποὺ εἶχε στὸ τσεπάκι τὶς ἀπαντήσεις της, κυρίως μ' αὐτὲς
τὶς δύο λέξεις:
- Χέζω_σε!...
Τἄχουμε ζήσει στὸ πετσί μας ὅλα αὐτά. Ὑπάρχουν στὴν ἀνάλυση τοῦ αἵματός μας. Πιάσανε πουρί, σὰν
καημοὶ καὶ βάσανα, στὴν ἀορτή μας.
Βρέ, ἀφῆστε τὴ γυναίκα νὰ δουλέψει. Τὸ πολὺ-πολύ, κόψτε της 10 εὐρὼ τὸν μήνα ὡς μὴ ἀπολυτηριούχα.
Ὅπως κάποτε στὴν Ὀλυμπιακὴ Ἀεροπορία ἔπαιρναν 100 δρχ παραπάνω οἱ τελειόφοιτοι πανεπιστημίου.
Βρέ, ἡ γυναίκα δὲν βγῆκε πουτάνα. Τὶς βρωμιές σας νοικοκυρεύει κι' ἐξαφανίζει μὴν σᾶς πνίξουν.
Καθαρίστρια εἶναι. Δὲν βγῆκε ὑπουργίνα.
Καὶ ξέρω πολλὲς καθαρίστριες ποὺ γίνανε ἀνώτερες ὑπάλληλοι χάρη στὰ θέλγητρά τους, μέσ' ἀπ' τὰ μπούτια τους. 
Τώρα καὶ σ' αὐτήν,  προκόψατε νὰ κάνετε κάθαρσι!...
Δὲν ἀπευθύνομαι στὸν Σύριζα. Στοὺς Νεο-Ἕλληνες ἀπὸ τότε ποὺ καταλαβαίνω,  - ἄς ποῦμε τὸ 1950, ἕως
ἀκριβῶς τώρα. Ἴδιοι καὶ διαρκῶς χειρότεροι στὸ νὰ ξεκάνετε τοὺς φτωχούς.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

25 Νοεμβρίου 2018.
Κυριακή.

Σὰν σήμερα,
κάποτε,
γιόρταζε ἡ μάννα μου, ἡ Κατρὶν λὲ Σά, (Κατίνα Γάτα), ὅπως τὴν φώναζα. Δὲν ὑπῆρξε ἄτομο ποὺ ν' ἀγάπησα περισσότερο καὶ ποὺ νὰ θυσιάστηκα, ὅταν χρειάστηκε, μέχρι σχεδὸν ἀφανισμοῦ μου. Σμυρνιά, μὲ ὅλες τὶς χάρες τοῦ πολιτισμοῦ. Ἄκακη, νευρικὴ σὰν κι' ἐμένα, ὁμιλητικὴ νὰ χαίρεσαι νὰ τὴν ἀκοῦς, ὀρθογράφος, καλλιγράφος - καὶ τί καλὸ δὲν εἶχε καὶ (θὰ...τὸ πῶ) ποὺ δὲν τῆς τὸ πῆρα! Μέχρι καὶ βραβεῖο νοικοκυρᾶς πῆρε. Ἔδινε καὶ τὴν ψυχή της σὲ ὅ,τι ἔκανε. Μαγείρευε ὑπέροχα. Οἱ φουρνάρηδες τὴν παρακαλοῦσαν γονατιστοὶ νὰ τοὺς φτιάξει γλυκὰ τοῦ ταψιοῦ, ὅταν πηγαίναμε τὶς λαμαρίνες μας. Διάβαζε λογοτεχνία καὶ ἀκούγαμε Θέατρο στὸ Ραδιόφωνο ὥς τὶς τελευταῖες της τραγικὲς ἡμέρες. Ἦταν ἄτυχη. Μικρασιατικὴ καταστροφή. Κατοχή. Ὅμηρος ὁ πατέρας μου στὴν Γερμανία. Ὁ ἴδιος πέθανε πρὶν πάω στρατιώτης καὶ ἡ ἀδελφή μου παντρεύτηκε, μὲ προξενιό, ἕνα τέρας, ἕνα κτῆνος, ποὺ μᾶς κατέστρεψε ὅλους. Εἶμαι ὁ μόνος ποὺ ἀπέμεινα καὶ ζῶ πιὸ πολύ, πάω πρὸς τὰ βαθειὰ γεράματα. Τὰ σκέφτομαι καὶ σηκώνω διαρκῶς τὸ ἀνάστημά μου, μόνος μου - ἆντε, καὶ μὲ τὸν γάτο μου, ὅ,τι πιὸ ἀφοσιωμένο ἔχω. Ἄν - ποὺ δὲν τὸ πιστεύω - ὑπάρχει κάπου ἡ ψυχή της καὶ ἔρχεται σὲ συνεννόηση μὲ τὴν δική μου, ξέρει. Ξέρει πὼς ἔχουμε τὴν ἴδια ψυχή, μοιρασμένη στὰ δύο. Τὸ κομμάτι μου θρέφεται ἀπὸ τὸν ἴσκιο της.
Ἰάνης Λὸ Σκὀκκο. 

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Θέατρον τοῦ Ὀνείρου.

Παραστάσεις γιὰ νήπια.

Ἰάνη Λὸ Σκόκκο: Ὀρφέας καὶ Εὐρυδίκη.



Σπαράγματα καταβολῶν μυθοφροσύνης.

Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ Βιβλίο-Πρόγραμμα 2 (1999) τοῦ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ μου.

Δὲς καὶ τὸ τεῦχος Ἰουνίου 2018, ἐδῶ, στὶς Κλινοσοφιστεῖες καὶ ὄχι μόνον, ὅπου τὸ θεατρικό μου: “Ἐγὼ εἶμαι ἔγγυος, ὄχι ἐσύ”. Καὶ τὰ δύο μαζὺ παρουσιάστηκαν σὲ μία ἑνιαία παράσταση, γιὰ λίγες μόνον φορὲς τὸ 2000,
γιατί ἀκολούθως διέκοψα τὶς θεατρικὲς δραστηριότητές μου.

Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου:

Ὀρφέας... Ἰάνης Λὸ Σκόκκο,
Εὐρυδίκη... Μιμὴ Γουλέτα. 
 
Φωνὴ ἤ Ἠχὼ ἤ Ἀντήχησις,
Πράνυμφη – κοριτσάκι θεατής (βουβὸ πρόσωπο),
Ἅδης – ἀγοράκι θεατής (βουβὸ πρόσωπο).
Περσεφόνη – κοριτσάκι θεατής (βουβὸ πρόσωπο).


Σκηνικό:
Ἀνύπαρκτο, - ἀντικείμενα ὑποθετικά, ἐπειδὴ τὰ βλέπουν μόνον τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου.
Μία φλόγα, μία λύρα, ἕνα εἰλητάριον.

Μουσική:
Γνήσια ἀρχαία ἑλληνική, ὅπως ἀκούστηκε στὶς 26.1.97 καὶ 2.2.97 στὴν ἐκπομπὴ “Ἀπὸ
τὸν Ὅμηρο στὸ 2000 – Λόγος Ἑλληνικός”, τῆς Ερα 3, στὴν Φιλεκπαιδευτικὴ Ἑταιρεία,
ἀπὸ τὸ ὀκταμελὲς συγκρότημα αὐθεντικῶν ὀργάνων, μὲ κορυφαῖο τὸν Πέτρο Ταμπούρη.

Ἡ ἄρια “Ἔχασα τὴν Εὐρυδίκη” τοῦ Γκλούκ, μὲ τὴν Μαρία Κάλλας.

Εἰσήγησις:
Προηγεῖται προφορικὴ περίληψις τοῦ μύθου καὶ πραγματολογικὴ ἑρμηνεία λέξεων τοῦ κει-
μένου.
Ἐνδυμασίες:
Κατὰ προτίμηση, κλασικῆς περιόδου.
Αὐτοσχεδιασμός:
Ὅλη ἡ σκηνὴ τῆς ἄριας (Ὀρφέας).
~~
Τὸ κείμενο ὁλοκληρώθηκε τὴν 26η – 8 – 1998
καὶ ἀφιερώνεται στὴν Μάρα Θρασυβουλίδου,
γιὰ τὴν συμμετοχή της στὴν “Ἱστορία γραμμένη μὲ νότες”.

~~
Ὀρφέας:
Αὐτὸ τὸ φῶς τῆς μέρας, τὸ στέλνει
ὁ Θεός. Κι’ ὅ κόσμος ὅλος ψέλνει
ὕμνους. Τὸ κάθε τι Τὸν δοξάζει.
Ξυπνοῦν τὰ πουλιὰ μόλις χαράζει
κι’ ἀρχινοῦν - τ’ ἀκοῦς; - νὰ τιτιβίζουν.
Μαζύ, τὰ λούλουδα τώρ’ ἀνθίζουν.

Ἡ ψυχή μου βλέπει, μαγεύεται,
τραγούδια, χοροὺς ὀνειρεύεται.

Ὤ, θεοί! Δῶστε μου τῶν πουλιῶν τὴ χάρη,
νὰ τραγουδῶ, νὰ σᾶς ὑμνῶ. Παλληκάρι
νἆμαι πρῶτο στὴν μουσική,
ν’ ἀντιλαλῶ στὴν Ἀττική,
στὴν Θράκη..., σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Νὰ μ’ ἀκούσει ὥς κι’ ἡ Παλλάδα
Ἀθηνᾶ,
ἡ θεά!

Ναί, εἶν’ ἀλήθεια:
μέσ’ ἀπ’ τὰ στήθια
βγαίνουν καὶ λόγια καὶ μελωδία.
Μαγεύω καὶ πέτρες καὶ θηρία.
Ἀγαποῦνε, λένε, τὴν φωνή μου.
Καμάρι τους μ’ ἔχουν οἱ γονιοί μου.

Δές, ὁ γαλανός,
ψηλά, οὐρανός,
νά! Ξανοίγει.
Ἔχει φύγει
πιὰ ἡ νύχτα· κι’ ὥσπου νάρθει πάλι,

θὰ θαυμάζω τῆς φύσης τὰ κάλλη.

Εὐρυδίκη
Ὄμορφη μέρα, καλῶς ὅρισες.

Ὀρφέας:
Ὤ, θεέ, τί πλούτη μᾶς δώρισες!...
Κεῖ, κάποια παιδιὰ μὲ περιμένουν.

Εὐρυδίκη:
Τ' ἄνθη, πῶς ἀνοίγουν κι' ὀμορφαίνουν
ἀπὸ τὴν μιὰν αὐγὴ στὴν ἄλλη!... 

Ὀρφέας
Λοιπόν, ἄς τραγουδήσω πάλι.  
           Ὤ, γλυκά μου παιδιά, 
           συντροφιά μου γλυκειά, 
           ποὺ μαζύ σας λαλῶ
           κάθ'  ὡραῖο σκοπό. 
           Νἆστε, νἆστε κοντά μου, 
           σᾶς ζητᾶ ἡ καρδιά μου 
           καὶ 'γὼ θὰ τραγουδῶ
           τὸν πιὸ θεῖο σκοπό. 

Εὐρυδίκη
Ἀφροδίτη θεά, ποιός εἶν'  αὐτός; 
Μοιάζει ποιητής. Δείχνει ραψωδός. 

Ὀρφέας
Τὰ μάτια μου θόλωσαν -  ποιά νἆναι
κείν' ἡ κόρη; 

Δές, ἀγόρι, 
στὰ μαλλιά, ποιά λουλούδια τῆς πᾶνε; 
Τοῦτα τὰ κρίνα;
Τὰ ρόδα ἐκεῖνα; 
Τί στεφάνι μοῦ λέτε νὰ πλέξω
γι' αὐτήν; 

Εὐρυδίκη:  
Πῶς φοβᾶμαι!  Δὲν θ' ἀντέξω
πολλὴν ὥρα...ἄν ἔτσι κοιτάζει
βαθειά, μέσα στὰ μάτια... 

Ὀρφέας
                             Τὴν σκιάζει
κάτι σὲ μένα; Ἔ, καλλιθέα!
Μὴν τρομάζεις. Μὲ λένε Ὀρφέα. 
Γνωστὸς εἶμαι σὲ πλάτη καὶ μήκη,
κι' ἀγαπῶ τοὺς πᾶντες...

Εὐρυδίκη
                                 Εὐρυδίκη, 
γονεῖς καὶ φίλοι μὲ φωνάζουνε. 

Ὀρφέας
Ἄχ!  Τὰ χείλη σου μέλι στάζουνε. 

ΗΧΩ:
Κι' αὐτὰ ποὺ λένε καὶ κεῖνα ποὺ δὲν εἴπανε·
τὰ λόγια π' ἀκούγω, τὰ λόγια ποὺ λείπανε 
ἀπὸ τὰ χείλια τους καὶ δὲν ξέραν' νὰ τὰ ποῦν, 
ἐγὼ τὰ ξέρω... μὰ ἐκεῖνοι ψάχνουν νὰ τὰ βροῦν. 
                Εἶμαι  τῶν πραγμάτων ἡ Ἠχώ. 
                Ὅ,τι  κι' ἄν πεῖς
                 ἤ δὲν τὸ πεῖς, 
                 τραγοῦδι τὸ κάνω κι' ἀντηχῶ. 

                Εἶμαι τῶν πραγμάτων ἡ Ἠχώ. 
                Μελωδία εἶμαι κι' ἀντηχῶ 
                ὅ,τι κι' ἄν πεῖς 
                ἤ  δὲν τὸ πεῖς.
                Δές τους πῶς ἀγαπιοῦνται!  
                Καὶ μπροστά μας φιλιοῦνται.  

Ὀρφέας
Μ' αὐτὴν τὴν λύρα, τὴν ὀμορφιά σου
θὰ τραγουδήσω. Κι' ἀπ'    τὰ φιλιά σου, 
στὶς χορδὲς σὰν ἀκουμπήσουν,
κρινολούλουδα θ' ἀνθίσουν. 

Εὐρυδίκη
Ὤ, καλέ μου Ὀρφέα, 
εἶναι τόσο ὡραῖα
νὰ ζεῖ κανεὶς μαζύ σου. 

Ὀρφέας
Νυφούλα τρέχα ντύσου. 

Εὐρυδίκη
Λευκὰ  κρινάκια μπήγω στὰ μαλλιά μου, 
- δὲν φεύγω, νὰ μὴν εἶσαι μακρυά μου. 

Ὀρφέας:
Πρὶν τρελλαθῶ, στάσου νὰ παντρευτοῦμε. 
Ἔπειτα, κι' οἱ δυὸ νὰ προσευχηθοῦμε
στοὺς θεούς.

Εὐρυδίκη
Μά, σ' αὐτούς 
πρῶτα πρέπει νὰ τὸ ποῦμε. 
Εὐτυχία πῶς θὰ δοῦμε
ἄν δὲν ἐρθοῦν καλεσμένοι, 
οἱ θεοὶ οἱ τιμημένοι; 

Ὀρφέας
Μάρτυρες τοῦτα τὰ παιδάκια - κι'  αὐτὸ μᾶς φτάνει.

Εὐρυδίκη:
 Λόγια, γιὰ τοὺς θεοὺς ἄπρεπα, μὴ λές, δὲν κάνει.
Φοβᾶμαι μὴν κἅνα κακὸ μᾶς βρεῖ.
Νὰ ντυθῶ στὸ δέντρο, ἐκεῖ, στὴν δρῦ. 
Μὴν κοιτᾶς!

Ὀρφέας
Μ' ἀγαπᾶς; 

Εὐρυδίκη
Ὀρφέα, εἶσαι ἡ ζωή μου - πῶς νὰ μὴν  σ' ἀγαπῶ; 

Ὀρφέας:
Δὲν βρίσκω λόγια...ψάχνω στὴ λύρα ἤχους  νὰ πῶ
τί νιώθω γιὰ σένα στὴν καρδιά. 
Ἀπ' τὰ παιδάκια, διάλεξε μιὰ
παράνυφη, τὸ πέπλο νὰ κρατάει. 

Εὐρυδίκη
Τί ποιητής!  Καὶ πόσο μ' ἀγαπάει!...

Μαννούλα μου! Θεοί, προφτᾶστε...
Ὤχ!

Ὀρφέας:
     Εύρυδίκη!

Εύρυδίκη:
                     Ὤ! Ξεχᾶστε
γάμους καὶ χορούς, τραγούδια... ὤ, δυστυχία!

Ὀρφέας
Εύρυδίκη!

Εὐρυδίκη
                Καμιά, Ὀρφέα, μελωδία
δὲν μὲ σώζει πιά... Φίδι μὲ δάγκωσε. Ἄχ!
Ἕναν γιατρό.

Ὀρφέας:
                     Συμφορά μας!

Εὐρυδίκη:
                                            Πονάω. Ἄχ!

Ὀρφέας:
Μή, Εὐρυδίκη μου!  Μίλησέ μου, κοίταξέ με!  

Εὐρυδίκη:
Τὸ δηλητήριο... Ἄχ, Ὀρφέα, ξέχασέ με. 
Φεύγω. Στὸν Κάτω Κόσμο...

Ὀρφέας:
                                              Ὄχι! Εὐρυδίκη μου, μὴν πᾶς.
Ἀλλοίμονο!  Κοιμήθηκες. Δὲν μὲ βλέπεις κι' ἄς μὲ κοιτᾶς. 
Τί νὰ κάνω; 
Δὲν προφτάνω, 
ἕνα φάρμακο...ἕναν γιατρό... Δὲν ἀνασαίνει.
Χλώμιασε. Θεοί, γιατί 'ναι τόσο παγωμένη; 
Ἡ λύρα μου. Ποῦ τὴν ἄφησα; Νὰ τῆς τραγουδήσω. 
Ὤ, Εὐρυδίκη... σ' ἀγαπῶ... μονάχος πῶς νὰ ζήσω; 
       Ὄμορφη κοπέλλα, ξῦπνα. Σὲ ζητᾶνε
       τὰ παιδιά, δακρύσαν... - ἀφοὺ σ' ἀγαπᾶνε...
       Δὲς τὸν οὐρανό - συννέφιασε γιὰ σένα. 
       Καὶ τὰ λουλούδια, δές, κιόλας μαραμένα
       γέρνουν πρὸς τὴν γῆ γεμάτα θλίψη. 
       Τὰ πουλιὰ χαθῆκαν·  κι' ἔχει κρύψει 
       τὸ ποτάμι τὸ νερό του, 
       δὲν κυλάει.  Σὸν ξερό του 
       τόπο, μακρυά μου, 
       σὲ πῆρε,  γλυκειά μου, 
       ὁ Ἅδης.
                     Ὅμως, ὄχι, θὰ κατέβω
       στὸν Κάτω Κόσμο καὶ δὲν θ' ἀνέβω
       παρὰ φέρνοντας στὸ φῶς καὶ 'σένα, πίσω. 
       Τὴ  λύρα κρούοντας, θὰ τοὺς τραγουδήσω
       τὸν   καημό μου·  σίγουρα τὴν ἀνθρωπιά τους,
       πρῶτος  ἐγὼ θὰ τὴν κεντρίσω.
       Πῶς τὴν  Ἀγάπη μου θὰ ὑμνήσω!

ΗΧΩ:
Παίρνει τὴν μεγάλη φοβερὴν ἀπόφαση: μὲ τὴν λύρα του
τὸν ποταμὸν Ἀχέροντα διαβαίνει. Πρόσταξε ἡ μοίρα του
στὸ σκοτάδι τοῦ Κάτω Κόσμου νὰ περάσει, 
μελωδίες μὲ δάκρυα νὰ τοὺς κεράσει,
- τὸ βασιληὰ τοῦ Ἅδη καὶ τὴν νασίλισσα Περσεφόνη. 
Τί παγωνιά!...
Ξερὰ κλωνιὰ
στὰ δέντρα ἐκεῖ... Κι' ἄγριος ὁ Κέρβερος τὸν βλέπει, θυμώνει
ἀλλά, ἀκούγοντας τὴν μουσικὴ τοῦ Ὀρφέα,
τὴν οὐρὰ κουνάει καὶ τοῦ κάνει παρέα 
πάρα πέρα νὰ πάει.
Θλιβερὰ τραγουδάει.
Δές, τ' ἀγρίμια τὸν ἀκοῦν, ἡσυχάζουν· 
μὲ χαρά,  τὸν ξένο ποὺ ἦρθε, κοιτάζουν. 
                                        -  Ποιός νά 'ν' αὐτός;  
                                        -  Ποιός νά 'ν' αὐτός;
                                        - Ἡ φωνή του μᾶς ἔχει μαγέψει. 
                                        - Ἦρθε τὴν Εὐρυδίκη νὰ κλέψει.  
                                        - Ντροπή!Μά, πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ γίνει;  
                                        - Ἄν δὲν τὴν πάρει πίσω, κι' αὐτὸς ἐδῶ θὰ μείνει!

Ὀρφέας
Ἅδη σκληρέ! Καὶ δέ, βασίλισσα μεγάλη, σᾶς προσκυνῶ. 
Φίδι φαρμακερό, 
μὲ σάλιο δολερό, 
σᾶς ἔφερε μιὰ νυφούλα... ταξεῖδι πικρό, παντοτεινό
μακριὰ  ἀπὸ μένα ποὺ τὴν ἀγαπάω. 
Δῶστε την πίσω. Σεμνὰ παρακαλάω. 
Μὴν εἶναι μαύρη ἡ καρδιά σας.
Θέλω νὰ ζήσει, γιατί πρέπει. Μακριά σας
τῆς ἀξίζει
ν' ἀνθίζει
ἡ τόση ὀμορφιὰ κι' ἡ τόση καλωσύνη  της. 
Τὴ θέλει ὅλ' ἡ Γῆ, ὁ Ἥλιος κι' ἡ Σελήνη της. 
Γιὰ τὴν Εὐρυδίκη σᾶς μιλῶ καὶ κλαίω. 
Ἦταν καλή. Καὶ 'γώ,  τέλος, τί σᾶς φταίω,
μόνος, χωρὶς νὰ παντρευτῶ, ἐκείνην νὰ θυμᾶμαι, 
χωρὶς παιδιά, χωρὶς στοργή, στοὺς δρόμους νὰ κοιμᾶμαι;  

[Διαβάζει ἀπὸ εἰλητάριο  ποὺ τοῦ παρέδωσε ὁ Ἅδης]: 
                  ...Γιὰ ὅσα εἶπες, σὲ καταλαβαίνουμε. 
                  Πρώτη φορὰ τοὺς Νόμους παραβαίνουμε
                  καὶ σοῦ ἐπιτρέπουμε στὴ Γῆ νὰ γυρίσεις
                  μὲ τὴν Εὐρυδίκη σου, φτάνει μὴ θελήσεις
                  νὰ δεῖς τὸ πρόσωπό της πρὶν στὸν ἥλιο βγεῖτε κι' οἱ δυό σας. 
                  Ἄν ξεχαστεῖς
                  καὶ στοχαστεῖς 
                  λίγο νὰ τὴν ἀντικρύσεις,
                  αἰώνια πικρὰ θὰ ζήσεις, 
                  δίχως αὐτὴν ποὺ ἀγαπᾶς. Σκέψου, σ' τὸ λέμε γιὰ καλό σας.
                  Τὴ διαταγή μας νὰ θυμᾶσαι. 
                  Φεῦγα. Κι' εὐτυχισμένος νἆσαι. 

Σᾶς εὐγνωμονῶ. Εὐρυδίκη, πᾶμε ἀγαπημένη μου.   

Εὐρυδίκη: 
Ὀρφέα! Ὤ, χάλασαν τὰ μαλλιά μου - ποὖναι τὸ χτένι μου; 

Ὀρφέας: 
Ἀκολούθησέ με, στὸν ἥλιο νὰ βγοῦμε... 
κι' ὕστερα χτενίζεσαι, μόλις θὰ δοῦμε 
τὸ λιόφωτο μικρό μας ποταμάκι...

Εὐρυδίκη: 
Μὴν τρέχεις. Γιατί βιάζεσαι; Λιγάκι
κοίταξέ με. Πῶς εἶμαι; Σὰν ἄρρωστη νιώθω. 

Ὀρφέας: 
Πρῶτα νὰ φθάσουμε... Δὲν ἔχω ἆλλον πόθο, 
τότε θὰ σὲ κοιτάζω, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Μόνον ἐσένα
θἄχω στὸ πλάι μου. 

Εὐρυδίκη: 
                                Καλέ μου Ὀρφέα, γιατί 'ναι  κουρασμένα
τὰ μάτια  μου καὶ τίποτα δὲν βλέπω; Μόνο σ' ἀκούω. 

Ὀρφέας: 
Κράτα 'σὺ καλὰ τὸ χέρι μου... Τὰ πόδια κάτω κρούω
νὰ καταλαβαίνεις
πρὸς τὰ ποῦ πηγαίνεις. 

Εὐρυδίκη: 
 Γιατί τοῦτα τὰ τρελλὰ καμώματα μοῦ κάνεις; 
Ποὖναι  τὸ φῶς τῆς μέρας;

Ὀρφέας: 
                                           Τί στὸ μυαλό σου βάνεις; 
Ἀκόμα λίγο κι' ὅλα πιὰ θὰ τὰ ξέρεις
Θἆσαι ζωντανὴ καὶ δὲν θὰ ὑποφέρεις. 

Εὐρυδίκη: 
Ἀλλοίμονο! Τί λόγια λές; Μ' ἔχεις γιὰ πεθαμένη; 
Φέρε μου φῶς. Δὲν βλέπω. 

Ὀρφέας: 
                                          Ἀπ' τοὺς θεούς, εὐλογημένη 
νἆσαι, - μὴν μοῦ ζητᾶς, μὴ θὲς νὰ σὲ κοιτάξω.

Εὐρυδίκη: 
Δὲν μ' ἀγαπᾶς. 

Ὀρφέας: 
                        Θεοί!... Π[βς τόλμησα νὰ τάξω 
τάμα τόσο σκληρὸ  στὸν  Ἅδη καὶ στὴν Περσεφόνη; 

Εὐρυδίκη: 
Ἄν δὲν γυρίσεις νὰ μὲ δεῖς, φύγε κι' ἄσε με μόνη.

Ὀρφέας: 
Ὄχι!

Εὐρυδίκη: 
        Ναί!

Ὀρφέας: 
               Γιατί μὲ  ἀναγκάζεις 
τὸν ὅρκο μου νὰ παραβῶ;  

Εὐρυδίκη: 
                                         Βάζεις
τοὺς ὅρκους σ' ἄλλους πιὸ ψηλὰ 
καὶ τοὺς δικούς μας χαμηλὰ
ἀφήνεις; 
Μοῦ δίνεις
δηλητήριο ἀφοῦ ἀλλοῦ κοιτᾶς. 

Ὀρφέας: 
Ψέματα. Ὄχι!  Πίσω πάλι μὴν πᾶς. 
Μή,  Εὐρυδίκη. Μή! Ἔλα πίσω.

Εὐρυδίκη: 
Ὀρφέα, θαρρῶ...θὰ ξεψυχήσω. 

[Ἄρια <Ἔχασα τὴν Εὐρυδίκη> τοῦ Γκλούκ, Μαρία Κάλλας.  Αὐτοσχεδιασμὸς τοῦ Ὀρφέα]. 

Ὀρφέας: 
Μόνος. Κι' αἰώνια θὰ κλαίω. 
Πόσο τὴν ἀγαπῶ, θὰ λέω.
Θὰ κυλοῦν τὰ δάκρυα στὴν λύρα...
Τὴν ἔχασα μόλις τὴν πῆρα
ἀπ' τὰ χέρια τοῦ φριχτοῦ τοῦ Ἅδη. 
Οὔτ' ἕνα φιλί, οὔτ' ἕνα χάδι. 
                             Ἄχ, ἄν ἤμουν σὰν καὶ σᾶς, παιδί, 
                             θὰ σκαρφάλωνα σ' ἕνα κλαδί...
                             θὰ  ἔπαιζα... καὶ θὰ γελοῦσα.
                              Ἐγώ, ἡ λύρα μου κι' ἡ Μούσα. 

[Αὐλαία].  
 
 
 
                

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Διασωθέντα τοῦ ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗ, 15 ανουαρίου 2013, καὶ ὥρα 2:08.
Φτού! Ἔ, ὄχι, τέτοια κακή μέρα, σήμερα!... Τί ἔφταιξα;..


 Ἄς (κακο)(σ)χολιάσουμε.
Καθημερινῶς,
τὰ τρία μου (σχόλια) καὶ ἕνα παραπάνω, χάρισμα.

 

Μία εἴδηση συγκλονιστική:
Γέννησε πρόωρα γιὰ νὰ προλάβει ὁ ἑτοιμοθάνατος ἄντρας της νὰ δεῖ τὴν κόρη τους γιὰ 45 λεπτά!
Ὅλα τ'
λλα λόγια εἶναι περιττά.
================================
Θέμα: “Ἡ κυβέρνηση “κήρυξε” τὸν πόλεμο κατ τῆς ἀνεργίας”
Μοῦ ἀρέσουν ἐξαιρετικὰ οἱ σαχλαμάρες καὶ δὲν θὰ ζοῦσα, ἀπὸ καιρό, χωρὶς αὐτές,
ἀλλὰ χθὲς εἶδα πάλι τὸν " Ἐχθρὸ τοῦ λαοῦ " τοῦ Ἴψεν
καὶ τώρα ποὺ ἡ κυβέρνηση κήρυξε τὸν πόλεμο κατὰ τῆς ἀνεργίας,
τὴν βλέπω σκοτωμένη ἤ ὅπου νἆναι νὰ σκοτώνεται
καὶ πρέπει νὰ τῆς ἑτοιμάσω κλινοταφικὴ δημηγορία.
Καλὴ κοπέλλα ἡ Ἀνεργία, - καὶ ποιός δὲν τὴν πήδηξε μὲ ὄφελός του!
================================
Re: Προσωρινς δουλεις χωρς ἰδιαίτερα προσόντα
Ἔ, ναί, προσωρινὲς πιά,
γιατί, μετὰ τὸ 1981 ἰδίως (δὲν ἀθωώνεται οὐδέποτε τὸ γαλάζιο πρὶν τοῦ '81),
πήξαμε, πνιγήκαμε στὶς μόνιμες δουλειὲς χωρὶς ἰδιαίτερα - μὴν πῶ: χωρὶς κἄν - προσόντα.
================================
Re: ΑΛΒΑΝΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥΣ
Οἱ Ἀλβανοὶ τὄχουν δίπορτο - μὲ 25 εὐρὼ ταξειδεύουν Ἑλλάδα-Ἀλβανία ὅποιαν ὥρα θέλουν.
Εἷσαι 61 ἐτῶν καὶ κάνεις ἀφελέστατες ἐρωτήσεις, σὰν παιδάκι 6 χρόνων καὶ ἑνὸς μηνὸς (μὴν πάει χαμένο καὶ τὸ 1).

Ὅσο γιὰ τοὺς Ἀσιᾶτες, ἄν δὲν τοὺς κάνει ἡ Ἑλλάδα τὰ ἀεροπορικὰ ἔξοδα
καὶ δὲν τοὺς δώσει καὶ 1000 εὐρὼ μπόνους(!) γιὰ νὰ φύγουν (καὶ...νὰ ξανάρθουν),
ἐδῶ θὰ μείνουν, θὰ κατσικωθοῦν. Κι' ἐμεῖς, τί θὰ κάνουμε; Θὰ ἀκολουθήσουμε τὸν τρόπο ζωῆς τους, μὲς τὴν μιζέρια ποὺ ἀναπτύσσεται σὲ θλιβερὴ ἐπιβίωση: ἀκριβῶς γι' αὐτὸ τοὺς ἄφησαν νὰ εἰσέλθουν.
Σπανίως θὰ βρεῖς Ἀσιάτη νὰ φεύγει. Μὴν ὀνειρεύεσαι ὄρθιος τόσο πολύ.

Καὶ πολὺ καλὰ πιὸ πάνω λέει ὁ HitmanBM:
Εγώ θα 'λεγα να ανησυχούμε πολύ περισσότερο για το αν οι Έλληνες που θα την κοπανήσουν, ακόμα και για την Αλβανία, πρόκειται να είναι περισσότεροι απ' όσους θα παραμείνουν εδώ.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

4 Ἰουλίου 2012, καὶ ὥρα 4:01.

...

Ἐδῶ Διάπλασις.

(Αὐτὸς ἦταν, κάποτε, ὁ τίτλος ραδιοφωνικῆς ἐκπομπῆς, μὲ τούς:
Νέστορα Μάτσα - Κώστα Ἀσημακόπουλο,
δυὸ ὑπέροχες φωνὲς.
Καὶ σκέφτηκα νὰ ἀναδημοσιεύσω μερικὲς ἀπὸ τὶς τότε συνεργασίες μου στὴν "Διάπλασιν τῶν Παίδων", μὲ τὸ ψευδώνυμο Μικρὸς Λογοτέχνης.
Νὰ θυμίσω πὼς ὅλα τὰ κείμενα τῶν ψευδωνυμομάχων δημοσιεύονταν ὕστερα ἀπὸ ἔγκριση καὶ κριτικὴ τῆς Διαπλάσεως (Νέστορας Μάτσας). (Κείμενα, ἐδῶ, 3ο καὶ 4ο).
* Θὰ συνεχίσω ν' ἀντιγράφω συνεργασίες μου ἀπὸ τὸν τόμο τῆς Διαπλάσεως τοῦ 1958. Ὄχι γιατί τάχα εἶναι καλὲς. Βρισκόμαστε στὰ ἐντελῶς πρῶτα δημοσιεύματά μου, ἐντελῶς ἀρχάριος, στὰ 14 μου χρόνια. Τὸ πρόβλημα ἦταν ἐξαιρετικὰ βαρύ. Μέχρι πρὶν λίγον καιρὸ δὲν μποροῦσα νὰ γράψω... οὔτε δυὸ ἀράδες μόνος μου κάποιαν Ἔκθεση!
Ὅσες ἦταν νὰ γραφοῦν στὸ σπίτι, μοῦ τὶς ἔγραφε ἡ ἐξαδέλφη μου Ἑλένη! Ἕξη χρόνια μεγαλύτερη, καλὴ μαθήτρια ἀλλὰ χωρὶς ἴχνος ταλέντου στὸ γράψιμο. Ἀπὸ μένα ὅμως χίλιες φορὲς προτιμώτερη!!
Ὅσες Ἐκθέσεις γράφονταν μέσα στὴν τάξη, ἔ... τότε δὲν ἔγραφα τίποτα! Παρέδιδα λευκὴ κόλλα χαρτ
ί! Μέχρι πρὶν λίγο, ἤμουν μόνον ζωγράφος, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ πατέρα μου, ποὺ ἐπιδινόταν
στὸ γυναικεῖο γυμνὸ καὶ ἰδανικ
ό! Βέβαια, ἐγὼ ζωγράφιζα Παναγίες, λουλούδια... καὶ μπαίνανε ὅλα στὸ Γραφεῖο τῶν δασκάλων, στοὺς τοίχους.
Στὴν Ἔκθεση ἤμουν στοῦρνος,
- πόσο πιὸ ἁπλὰ νὰ τὸ πῶ;
Τί συνέβαινε;
Τώρα πιὰ κι' ἀπὸ καιρὸ ξέρω τί.
* Τὸ γράψιμο μοῦ θύμιζε θέατρο. Ὅ,τι πιὸ "καταραμένο" στὸν κύκλο μας. Τὸ πρῶτο παρατσοῦκλι ποὺ μοῦ κολλήσανε, στὰ 4 μου, "θεατρίνος" κι' ἔχω φάει θρυλικὸ ξύλο, ἀμέτρητα σβουριχτὰ χαστούκια, εἰρωνεῖες καὶ προσβολὲς γιὰ τὸ ὅτι ὑποκρινόμουν πρόσωπα καὶ καταστάσεις στοὺς δρόμους καὶ παντοῦ, διανθίζοντάς τα μὲ ἔξαλλα χορευτικά, κυρίως μᾶμπο καὶ τᾶνγκο!
* Ἀνακάλυψα τὴν "Διάπλασι" ἀναζητῶντας τὸ "Ἑλληνόπουλο, ὁ Θησαυρὸς τῶν Παιδιῶν", ποὺ πρώτη μου φορὰ θὰ ὁμολογήσω τώρα, μοῦ φαινόταν καλλίτερο. Εἶχε κάτι τόμους ἡ Μάρθα, ἀπὸ τὸν πατέρα της ποὺ ἦταν βιβλιοδέτης - μοῦ ἔδενε ἀργότερα καὶ τοὺς τόμους τῆς Διαπλάσεως. Ἐκεῖ μὲ εἶχε γοητεύσει ὅσο τίποτα ἡ "Τρικυμία" τοῦ Σαίξπηρ, σὲ μυθιστορηματικὴ διασκευὴ Μανώλη Σκουλούδη.

Ὅμως, δὲν γινόταν ἀλλοιῶς. Ἔπρεπε νὰ ἀρέσω στὴν Διάπλασι - τὸ Ἑλληνόπουλο δὲν ἔβγαινε πιά.

* Πῶς νὰ ἀρέσεις ὅμως γράφοντας - ὕστερα ἀπὸ μιὰ ζωὴ ἀνάξιος στὸ γράψιμο - καὶ μάλιστα γράφοντας "παιδιάστικα", ὅταν ἔφτασες ἐδῶ μὲ ἰταλικὲς ταινίες καὶ ραδιοφωνικὸ θέατρο ποὺ συνάρπαζαν...προχωρημένα μυαλά;
* Ναὶ ἀλλὰ πῶς συνέβη καὶ ὁ Γιάννης Σιδέρης εἶχε πεῖ, πρὶν ἀνακαλύψω τὴν Διάπλασι, πὼς ἀνακάλυψε σὲ μένα ἕνα τεράστιο(!) λογοτεχνικὸ ταλέντο;!
Ὤχ! Πρέπει νὰ πῶ κι' ἄλλην ἱστορία:
~~~~~Στὴν Α΄τάξη Γυμνασίου εἶχα ἀντιγράψει ἀπὸ τὸ βιβλίο "Πῶς θὰ πετύχετε στὸ Γυμνάσιο" μίαν Ἔκθεση μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σγμα καὶ σήκωνα τὸ χέρι μου νὰ τὴν διαβάσω σίγουρος πὼς θἄπαιρνα ἄριστα. Ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμὴ ὁ Σιδέρης σήκωσε τὸν διπλανό μου.
- Ὕστερα ἐσ
ύ, παιδί μου! μοῦ εἶπε.
Αὐτὸ ἤτανε! Ὁ Σιδέρης, ὁ πιὸ γλυκὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔχω γνωρίσει, μόνο ποὺ δὲν πλάκωσε στὸ ξύλο τὸν συμμαθητή μας:
- Μὲ πέρασες
γιὰ τόσο ἠλίθιο, νὰ μὴν ξέρω ἀπὸ ποῦ ἔκλεψες τὴν Ἔκθεση αὐτή; κτλ.
Ἦταν
ἡ ἴδια ἡ δική μου!!!
- Σήκω ἐσ
ύ, παιδί μου, μοῦ εἶπε.
Ἀλλὰ τότε χτύπησε τὸ κουδο
νι! Στὸ μεταξύ, δὲν γλύτωσα: κατουρήθηκα ἐπάνω μου. Ὅλη ἡ τάξη ἔσκασε στὰ γέλοια. Ὁ Σιδέρης μοῦ εἶπε:
- Καλ
ά, ἐσὺ τὴν ἄλλη φορὰ...
Καὶ ἀναστήθηκα μέσα ἀπὸ τὰ κάτουρά μου.
- Μὴ φύγετε. Ἡ ἑπόμενη Ἔκθεση θὰ εἶναι ἡ ἑξῆς: θὰ φανταστεῖτε πὼς εἶστε μεγάλοι στὴν λικία καὶ κάποιαν στιγμὴ θυμόσαστε τὰ παιδικά σας χρόνια... κτλ.
Αὐτὸ ἦταν! Κλείστηκα στὸ σαλόνι τῆς θείας μου (ἦταν πιὸ μεγάλο τὸ σπίτι τους) καὶ ἔγραψα τὴν πρώτη..."ἀριστουργηματική μου" Ἔκθεση γιὰ νὰ ἀρέσω στὸν Σιδέρη. Ἄμ, ποὺ δὲν ἦταν καθόλου παιδική, οὔτε μαθητικὴ, οὔτε κατάλληλη γιὰ ἀνηλίκους! ἀλλὰ... ἕνας Νίκος Τσιφόρος - ποὺ...ΔΕΝ τὸν "συμπαθοῦσα"! ... - θἄλεγες ὅτι βγῆκε ἀπὸ μέσα μου καὶ αὐτὸ ἦταν;
Ὅταν στὸ ἑπόμενο μάθημα διάβασα τὶς “ἀναμνήσεις” τῶν παιδικῶν μου χρόνων, μόνο ποὺ σεισμὸς δὲν ἔγινε. Χίλιες καὶ μία ἀνορθογραφίες καὶ ἕνα μοναδικὸ ταλέντο βρῆκε σὲ μένα ὁ μέγιστος ἐκεῖνος Διδάσκαλός μας. Ὁ μέγιστος πλατωνικός μου ἔρωτας.
* Ἄντε τώρα νὰ πιεστεῖς νὰ γράφεις παιδικὰ, παιδιάστικα, παιδοπρεπῶς, σὰν καλὸ παιδί.
Δὲν τὰ κατάφερα ποτὲ νὰ εἶμαι “καλὸ παιδί”. Ὅμως στὴν Διάπλασι τῶν Παίδων ὀφείλω πολλά. Γι' αὐτὴν ζοῦσα κι' αὐτὴν ἀνάπνεα χρόνια.

Μὲ τιθάσευσε στὴν ὀρθογραφία, στὸ καθαρὸ γράψιμο, στὸ νὰ χορτάσω τὸ ὄνομά μου δημοσιευμένο καὶ ν' ἀποκτήσω καὶ τοὺς πρώτους μου θαυμαστές!
Ἦταν πολύτιμα τὰ καταναγκαστικὰ ἐκεῖνα χρόνια στὴν Παιδικότητα.
Καὶ μᾶλλον μ' ἔμαθαν νὰ εἶμαι κοντὰ στὰ παιδιά.
* * *
Τὸ Ροδοπέταλο.
Τεῦχος 18, 18 Ὀκτωβρίου, τόμος 1958 Β΄.
Τὸ "Ροδοπέταλο" ἦταν μία Διαπλασοπούλα ποὺ μόλις εἶχε πεθάνει.


Ἀνοίγοντας τὸ " Ἄλμπουμ", σταμάτησα σὲ μιὰ σελίδα ποὺ ἦταν ζωγραφισμένο ἕνα τριαντάφυλλο. Ἀπὸ κάτω ὑπῆρχαν ἴχνη ἀπὸ κάποιο πραγματικὸ φῦλλο.
Στὸ ἴδιο μέρος ὑπῆρχε κι' ἕνας λεκές.
Δάκρυσα, καθὼς ἀντίκρυσα αὐτὴ τὴ σελίδα καὶ στὸ μυαλό μου πέρασε ἡ τρυφερὴ ἐκείνη ἱστορία τοῦ ΡΟΔΟΠΕΤΑΛΟΥ:
"Εἶχα βγεῖ πρωὶ στὴν αὐλὴ, γιὰ νὰ ποτίσω. Καθὼς πότιζα, τὸ βλέμμα μου ἔπεσε στὴν τριανταφυλλιά. Ἄφησα τὸ λάστιχο κι' ἔτρεξα κοντά της. Ἔσκυψα καὶ μύρισα τὸ μικρὸ τριανταφυλλάκι.
"Κάτι μ' ἔκανε νὰ τ' ἀγαπήσω καὶ κάθε μέρα τὸ πότιζα μὲ ἰδιαίτερη χαρά. Πῶς στόλιζε τὸν καταπράσινό μου κῆπο τὸ μικρὸ ἐκεῖνο τριανταφυλλάκι! Ἦταν τὸ βασιλόπουλο κι' οἱ πρασινάδες οἱ αὐλικοί του. Σκορποῦσε τὴν εὐωδιά του σὰν τὸ αἰώνιο χαμόγελο τοῦ ἀγγέλου!...
"Μιὰ μέρα, ὅμως, τὸ εἶδα μὲ πεσμένα τὰ φῦλλα. Ἡ καρδιά μου ρίγησε, καθὼς τὸ εἶδα σ' ἐκείνη τὴν κατάσταση. Ἔσκυψα καὶ πῆρα ἕνα πέταλό του, τὸ μεγαλύτερο καὶ τ' ὀμορφότερο. Τὸ χάιδεψα στὴ φούχτα μου γιὰ πολλὴ ὥρα. Ὕστερα κοίταξα καὶ τ' ἀδελφάκια του. Ἦταν ὅλα μαραμένα.
" Ἕνα δάκρυ κύλησε στὸ μάγουλό μου. Τὸ ὡραῖο ἐκεῖνο τριαντάφυλλο εἶχε πεθάνει; Πότε κιόλας; Γιατί ἡ μοίρα θέλησε νὰ μοῦ τὸ πάρη; Τί τῆς ἔφταιξα; Ὅλα ὅμως τὰ παράπονά μου ἦταν χαμένα. Μὲ ἀργὸ βῆμα πῆγα στὸ δωμάτιό μου. Ἄνοιξα τὸ " Ἄλμπουμ" καὶ τὸ ἔβαλα κάτω ἀπὸ τὸ τριαντάφυλλο ποὺ εἶχα ζωγραφίσει μόνος μου.
"Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀνοίγω, θυμᾶμαι τὴν ἱστορία τοῦ Ρόδου, ποὺ δὲ θὰ τὴν ξεχάσω ποτέ".
Μικρὸς Λογοτέχνης.
* * *

Θέλω κι' ἐγώ...
Τεῦχος 26, 20 Νοεμβρίου, τόμος 1958 Β΄

Θέλω κι' ἐγὼ νἄχω φτερὰ, σὰν τὰ μικρὰ πουλάκια! Θέλω νὰ μὲ μάθουν νὰ πετῶ!
Νὰ τρέχω ὅπου κι' αὐτά! Νὰ κάνουμε τὶς ἴδιες τρέλλες. Νὰ γνωρίσω κόσμο, νὰ χαροποιήσω ὅλον τὸν κόσμο μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή μου!
Νὰ πετῶ ἀπὸ κλαρὶ σὲ κλαρί, καὶ ἡ φωνή μου νὰ γίνεται ὅλο καὶ γλυκύτερη. Νὰ μαγεύω καὶ νὰ σκορπίζω χαρὰ στοὺς δυστυχισμένους, νὰ δίνω θᾶρρος στὰ ἡρωικὰ βασιλόπουλα, ποὺ ψάχνουν γιὰ τὴ μαγεμένη βασιλοπούλα.
Ἄχ! Πῶς θἄθελα νὰ πετοῦσα κι' ἐγὼ σὰν τὰ πουλιὰ, - γιατί ὅμως δὲν ἔχω κι' ἐγὼ φτερὰ; Μήπως κι' ἐγὼ δὲν ἔχω ψυχὴ σὰν αὐτὰ τὰ ἄκακα πουλάκια; Μήπως δὲν νοιάστηκε ὁ Θεὸς καὶ γιὰ μένα; Ὅμως γιατί; Λένε πὼς ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλες. Ἴσως νὰ μὴν πρέπη νὰ εἶμαι κι' ἐγὼ πουλί. Ἴσως αὐτὰ ποὺ τὰ νομίζω εὐτυχισμένα νὰ εἶναι δυστυχισμένα.
Ἄχ, τρελλὴ σκέψη! Δὲ θέλω νὰ γίνω πουλί. Θέλω μόνο νὰ θαυμάζω τὰ πουλιὰ καὶ νὰ μοιράζομαι μ' αὐτὰ μόνο τὴν εὐτυχία.
Μικρὸς Λογοτέχνης.

28 Ἰουνίου 2012, καὶ ὥρα 6:28.

Πολὺ ἀγαπητέ,
κ. Νέστορα Μάτσα,
ἄνοιξα ἕναν τόμο τῆς Διαπλάσεως τῶν Παίδων,
ὅπως ἔτυχε νὰ ἀνασύρω κάποιον ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη μου, ἔτος 1958, τόμος Β΄,
βρῆκα μιὰ κριτική σου, κατὰ τύχη... ὄχι πολὺ κολακευτικὴ γιὰ μένα, αὐτὴν στὸ τεῦχος 8, 26 Ἰουλίου:
" Ἔκανα ἀρκετὲς διορθώσεις στὴ συνεργασία σου, ΜΙΚΡΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, γιὰ νὰ τὴ δημοσιεύσω καὶ νὰ μὴν...παραπονιέσαι. Προσπάθησε ὅμως ἀκόμη!"
(Ἀφοροῦσε τὰ " Ἄγρια καὶ τὰ ἥμερα τῆς Διαπλάσεως").

Ἄφησέ με νὰ βρῶ ἄλλη μιά, τὴν πρώτη ποὺ θὰ τύχει, -----> 30 Αὐγούστου, ἴδιος τόμος, τεῦχος 13.
" Ἀγαπητέ μου, ΜΙΚΡΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ἐγκρίνω τὸ " Ἔφυγες". Τὰ πρῶτα "θεατρικὰ ἔργα" γράφτηκαν στὴν Ἰαπωνία, ὅπου ὑπῆρχε παλαιότατη θεατρικὴ παράδοση. Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σου λόγια".
(Θὰ ἀντιγράψω τὸ κείμενο ποὺ μοῦ ἐνέκρινες παρακάτω).

Πρὶν λίγα χρόνια, καθόσουν στὴν πρώτη σειρὰ καὶ παρακολουθούσαμε μιὰν θεατρικὴ παράσταση.
Στὸ διάλειμμα, ἦρθα κοντά σου, καὶ σχεδὸν γονατιστά, σοῦ συστήθηκα:
- Εἶμαι ὁ Μικρὸς Λογοτέχνης!...
Εἶχα μιὰ διάθεση νὰ σοῦ φιλήσω τὸ χέρι, τὸ κατάλαβες καὶ...μὲ μάλωσες!
- Ἔχετε γράψει τόσα χρόνια, τόσες κριτικὲς, τόσες καθοδηγήσεις γιὰ μένα... Ὅταν τὸ 1958 γνώρισα τὴν Διάπλαση, ζοῦσα πιὰ μόνον γιὰ τὴν Διάπλαση, ζοῦσα μόνον γιὰ νὰ γράφω, νὰ στέλνω σὲ σᾶς κάθε ἑβδομάδα κι' ἕνα κείμενό μου. Ἔγινα ὁ χειρότερος μαθητὴς ἀπὸ σχεδὸν πρῶτος ποὺ ἤμουν.
Μόνον ἡ Λογοτεχνία μὲ ἔνοιαζε. Ὁ Γιάννης Σιδέρης ἦταν ὁ "χειροπιαστὸς" δάσκαλός μου, ἐσεῖς ὁ "ἀόρατος" (κανεὶς δὲν μᾶς ἔλεγε, ἐμᾶς τῶν Διαπλασόπουλων, ποι
ός ἔγραφε τὶς κριτικὲς καὶ ποιός ἐνέκρινε τὰ κείμενά μας γιὰ τὴν Σελίδα Συνεργασίας Ἀναγνωστῶν).
Ἤσασταν τὸ ἰδανικό μου, αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ κατακτήσω γράφοντας.
Ἰδιαίτερα αὐστηρὸς μαζύ μου - ὅλο ἀκατάλληλα γιὰ νέους βρίσκατε τὰ κείμενά μου... - ἀλλὰ καὶ στοργικ
ός, λέγατε πώς: ἔχω σαφὲς δραματικὸ ταλέντο στὸ γράψιμο - καὶ δημοσιεύατε μὲ ἐνθουσιασμὸ ὅ,τι σᾶς ἔστελνα ποὺ νὰ ἦταν "κατάλληλο" καὶ καλό!
Χρόνια καὶ χρόνια, ὥς καὶ μετὰ τὸ Στρατιωτικὸ, ἀπὸ τὰ 14 μου, ἤθελα τὴν ἔγκρισή σας. Μοῦ ἄρεσε ποὺ ἦταν "ἀνώνυμη" ἀκόμα κι' ὅταν σᾶς "ἀποκαλύψαμε", μάθαμε
δηλαδὴ ποιός ἤσασταν!
Δὲν εἶναι εὔκολο - καὶ γιατί νὰ ἦταν; - νὰ ξεχάσεις τὰ ἐφηβικά σου χρόνια. Καὶ τοὺς Διδασκάλους σου [ροπαντός.

Πρὶν λίγο, ἔμαθα ὅτι πέθανες, στὰ 82 σου χρόνια. Ἀπὸ καιρὸ πιὰ δὲν μιλῶ σὲ κανέναν στὸν πληθυντικό.
Νέστορα Μάτσα: Ὁ μετανάστης (1965), ==== http://www.youtube.com/watch?v=F2823WHkXAs
Καὶ μὲ τί δὲν ἔχεις ἀσχοληθεῖ.

Καὶ ἆλλα βιβλία, ἀμέτρητα. Καὶ ταινίες, καὶ ντοκυμανταίρ. Μὲ τὴν ὑπέροχη φωνή σου. Σὲ θυμᾶμαι καὶ στὴν Ραδιοφωνικὴ ἐκπομπὴ: Ἐδῶ Διάπλασις!...
Ὅλη ἡ μαγεία σὲ φωνὴ (μαζὺ καὶ ὁ συνεργάτης σου Κώστας Ἀσημακόπουλος) καὶ περιεχόμενο. Τότε δὲν ὑπῆρχε κασετόφωνο, - τί κρίμα!...
Δὲν θ' ἀναφερθῶ στὸ βιογραφικό σου, ἀφοῦ εἶναι τόσο εὔκολο νὰ τὸ βρεῖ κανείς.
Ὄχι, δὲν θὰ πῶ πὼς τάχα "μοῦ στοίχισε ὁ χαμός σου" κι' ὅλα αὐτὰ τὰ γελοῖα ποὺ ἀκούγονται στὶς κηδεῖες. Ἦρθε ἡ ὥρα σου. Ἀφοῦ σὲ μιὰν ὁλόκληρη ζωὴ ἔκανες τὸ ἰδανικὸ καθῆκον σου.
Ἡ κηδεία σου θὰ γίνει τὸ Σάββατο 30 Ἰουνίου, στὶς 11 τὸ πρωί, ἀπὸ τὸ Νεκροταφεῖο τῆς Καισαριανῆς.
Ἡ οἰκογένειά σου παρακαλεῖ ἀντὶ στεφάνων νὰ δοθοῦν τὰ χρήματα στὰ παιδικὰ χωριὰ S.O.S.
Θὰ προσπαθήσω νὰ ἔρθω κι' ἐγώ. Θὰ εἶμαι στὴν ἄκρη. Μπορεῖ καὶ νὰ σέ δῶ, γιὰ τελευταία φορά.
Ὥσπου νὰ πεθάνω ὅμως θὰ σ' ἔχω στὴν καρδιά μου, μετὰ τὸν Γιάννη Σιδέρη.
Εἶστε οἱ δυό μου ἅγιοι. Ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ σταυροκοπηθῶ μπροστά σας. Νὰ βελτιώσω τὸ γράψιμό μου, αὐτὸ σᾶς ὑπόσχομαι. Κι’ αὐτὴ τὴν εὐλογία σας θέλω.
Μὲ τὴν ἀνάμνησή σου,
μένω πιστὸς,
Μικρὸς Λογοτέχνης,
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο,
Κλινοσοφιστὴς.
~~~~

~~
~~~~
Ἐδῶ Διάπλασις.
(Αὐτὸς, ἦταν, κάποτε, ὁ τίτλος ραδιοφωνικῆς ἐκπομπῆς, μὲ τούς:
Νέστορα Μάτσα - Κώστα Ἀσημακόπουλο,
δυὸ ὑπέροχες φωνές.
Καί, σκέφτηκα νὰ ἀναδημοσιεύσω μερικὲς ἀπὸ τὶς τότε συνεργασίες μου στὴν "Διάπλασιν τῶν Παίδων", μὲ τὸ ψευδώνυμο Μικρὸς Λογοτέχνης.
Νὰ θυμίσω πὼς ὅλα τὰ κείμενα τῶν ψευδωνυμομάχων δημοσιεύονταν ὕστερα ἀπὸ ἔγκριση καὶ κριτικὴ τῆς Διαπλάσεως (Νέστορας Μάτσας). (Κείμενο, ἐδῶ, 2ο).

Ἔφυγες ζητντας.
Τὸ θυμᾶμαι πολὺ καλὰ κεῖνο τὸ πρωινὸ ποὺ μὲ πλησίασες ἄφοβα σ' ἐκείνη τὴ συνοικία τῆς Καλλιθέας. Μοῦ ἔδωσες τὴν εὐκαιρία νὰ σὲ πιάσω, μὴ καταλαβαίνοντας πὼς αὐτὸ ποὺ ἔκανα δὲν ἦταν δίκαιο.
Ἤσουν γιὰ μένα τὸ πιὸ χαριτωμένο σπουργιτάκι στὸν κόσμο. Ἤμουν εὐτυχισμένος ποὺ σὲ κρατοῦσα στὴ φούχτα μου, χωρὶς καθόλου νὰ ζητᾶς νὰ μοῦ φύγης... Γιὰ νὰ εἶσαι ἀσφαλισμένο, σ' ἔβαλα στὸ κλουβὶ μὲ τὴν καρδερίνα. Ἐκείνη σὲ τσιμποῦσε ἄγρια κι' ἐσὺ προσπαθοῦσες νὰ γλυτώσης ἀπ' τὴ μανία της. Σ' ἄφησα ἐλεύθερο καὶ μισοπεθαμένο στὸ δωμάτιό μου. Σοῦ ἔριχνα κεχρὶ καὶ ἐσ
ύ, μὲ κωμικὰ πηδήματα, τσιμποῦσες τὴ μοναδική σου τροφή. Παίξαμε ὧρες πολλὲς μαζύ, ἀλλὰ φαίνεται πὼς μὲ βαρέθηκες καὶ μοῦ τό 'σκασες.
Προσπάθησα νὰ σὲ πιάσω, ἀλλὰ ὅλος ὁ κόπος μάταιος. Δὲν ἤσουν πιὰ τὸ ἀγαθὸ σπουργιτάκι, ποὺ ἀφήνει νὰ τὸ πιάσουν ἐλεύθερα οἱ ἄνθρωποι.
Ἔφυγες ζητ
ντας, ναί, ζητντας αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀφαίρεσα, τὴ μητρικὴ στοργή, μιὰν ἄλλη ζεστασιά, τὴν ἐλευθερία σου.
Ἀλλὰ πῶς νὰ τὴ βρῆς; Τώρα ἦταν ἀργὰ καὶ ἤσουν πολὺ μικρὸ γιὰ τέτοιες περιπέτειες. Τὰ μάτια μου βούρκωσαν, γιατ
ί κατάλαβα τὸ σφᾶλμα μου.
Ψάχνω νὰ σὲ βρῶ νὰ σοῦ ζητήσω συγγνώμη ἀλλὰ
δὲν εἶσαι πουθενά.
Ἀγαπητά μου πουλάκια, ποὺ πετᾶτε ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί, ἄν δῆτε κανένα σπουργιτάκι, ζητῆστε του νὰ σᾶς πῆ τὴν ἱστορία του καὶ ἄν μοιάζη μ' αὐτὴ ποὺ σᾶς λέω, πῆτε του χίλια συγγνώμη ἀπὸ τὸν...
Μικρὸ Λογοτέχνη.
30.8.1958


.......... .......... .......... .......... .......... .......... .......... .......... .......... .......... .......... ..........



18 Ἰουλίου 2012, καὶ ὥρα 12:09. 
 
Θέμα: Ἐσύ γιατί γράφεις;

Ἐρώτηση-θέμα ἀπὸ τὸν Βάιο Μεταξογιέννη, στὶς 29 Ἰουνίου 2012.
Στὴν "
Ποιητικὴ Γωνιά".
~~~~
Ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Ἰάνη Λὸ Σκόκκο, πρὶν λίγο.
~~

Ξεκίνησα ἀνακαλύπτοντας τὸ θέατρο, πρὶν τὰ πέντε μου χρόνια, ἐκ τοῦ μηδενός. Μετὰ ζωγράφιζα, μὲ τὴν συμπαράσταση τοῦ πατέρα μου.
Πήγαινα γιὰ ζωγράφος.Ὕστερα ἦρθε τὸ γράψιμο, στὰ 13 μου (πιὸ πρὶν δὲν ἤμουν σὲ θέση οὔτε τὸ τηλέφωνό μου νὰ...γράψω κάπου, μαζὺ μ' ἕνα σημείωμα, ἐννοεῖται, τοῦ τύπου: "περιμένω νὰ μὲ πάρεις ὅποτε μπορεῖς, εὐχαριστῶ"). Τὸ θέατρο καὶ τὸ γράψιμο εἶναι τὰ δύο συστατικὰ τοῦ αἵματός μου. Ἄστραψέ μου μιὰν σβουριχτὴ κι' ἀνάποδη σφαλιάρα καὶ θὰ δῶ ἕνα παλκοσένικο μὲ στυλό, χαρτιά, βιβλία, ρόλους, - ἐκεῖ ποὺ...ἆλλοι βλέπουν ἄστρα!
Ἤμουν πρώτη τάξη Δημοτικοῦ ὅταν, σὲ μιὰ λαχειοφόρο ἀγορά, πρὶν τὰ Χριστούγεννα, τοῦ Σχολείου, κέρδισα ἕνα μελανοδοχεῖο μ' ἕναν κονδυλοφόρο!... Ἡ διευθύντριά μας δεσποινὶς Οὐρανία μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ εἶπε:
- Ἄμ, νά το. Εἶναι ὁλοφάνερο, τὸ Λοσκοκκάκι θὰ γίνει ἄνθρωπος τῶν Γραμμάτων...
Τὸ γράψιμο εἶναι μαγικὸ πρᾶγμα. Μοῦ ἔχει δώσει ἄπειρες χαρὲς (κι' ἄς ἔχω φτύσει αἷμα γιὰ νὰ γράψω κάτι ποὺ νὰ στέκει).
Ὑπῆρξε καὶ ὅπλο μου, γοητείας. Ὅλοι οἱ ἔρωτές μου ξεκίνησαν μὲ τὸ "τί ὡραῖα ποὺ γράφεις, θεέ μου!"...
Τὸ "θεὸς" περίττευε ἀλλὰ τὸ κατάπινα κι' αὐτὸ - γιὰ χάρη τοῦ ἔρωτα.
Τὰ τελευταῖα δύο περίπου χρόνια μοῦ συμβαίνει κάτι ποὺ δὲν τὸ φανταζόμουν ποτέ: μπορῶ καὶ χωρὶς μολύβι καὶ χαρτὶ (σὰν νὰ λέμε καὶ χωρὶς νερὸ κι' ἀνάσα) ἀλλὰ... Θέλετε κι' "ἀλλά";
Σᾶς τὸ "πετῶ κατάμουτρα" σὰν γάντι ἱππότου ἕτοιμου γιὰ μονομαχία:
- Ἔχω τὸ διαδίκτυο καὶ τὰ πλῆκτρα τοῦ Ὑπολογιστῆ (τὰ στυλό μου γίνανε συλλεκτικά).
Ὅσο ζῶ, θὰ γράφω.
Γιατί; Δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὸ γνωστὸ "γιὰ τὸν πωπό μου τὸν πλατύ", γιατί ἁπλούστατα δὲν εἶναι πλατύς, ὅσο κι' ἄν κάθομαι γιὰ νὰ γράφω. Ποτὲ δὲ δὲν γράφω στὸ γόνατο. Ἀναζητῶ τὸ τέλειο καὶ τὰ γόνατά μου τρέμουν ἐκείνη τὴν ὥρα.
Πιστεύω κι' ὁ ἴδιος πὼς γράφω καλά; Ἄν δὲν πιστεύω κάτι, ποὺ ἔγραψα ὡς καλό, δὲν τὸ ἐμφανίζω.
Γιατί δὲν εἶμαι...διάσημος; Ἀνήκω σ' ἐκείνους πού, μετὰ τὸν θάνατόν τους, τοὺς διαβάζουν μὲ καθαρότερο μάτι. Ἄν δὲν εἶσαι κομματάκι ἐρωτευμένος μαζύ μου, δὲν τολμᾶς νὰ πεῖς πὼς σ' ἀρέσει τὸ γράψιμό μου. Φοβᾶσαι μὴν ἐκτεθεῖς. Ὁ Λὸ Σκόκκο εἶναι μοῦτρο, ἀθῶο, τέρας ἁγνὸ καὶ
veritable. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ σημαίνει: γνήσιο.
Τώρα, γιατί γράφω;
Διότι ἕνα λευκὸ χαρτὶ δὲν λέει τίποτα. Καὶ ἤ πρέπει κάτι νὰ τὸ κάνεις νὰ λέει ἤ νὰ τὸ σκίσεις ἤ νὰ τὸ κάψεις ἤ νὰ τυλίξεις ψάρια μ' αὐτὸ ἤ νὰ σκουπίσεις τὸν πωπό σου. Πᾶντα ἔχει ἀξία, δὲν λέω, τὸ χαρτί.
Ἄν γράψεις καὶ κάτι έπάνω του ποὺ ν' ἀξίζει τὸν κόπο, ζεῖ καὶ μετὰ ἀπὸ σένα.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

2 Ἰουνίου 2012, καὶ ὥρα 8:26.
Κλινοσοφιστεῖες.
~~~~
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

* γερο-κλινοσοφιστής, τέως ἐρωτοσπουδαστής.
* Πντα κι' ἕνα βιβλίο θὰ παρηγορεῖ
ὅποιον τίποτ'
λλο δὲν μπορεῖ.

.............................................................."...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Ὤ, τώρα ποὺ γέρασα, τόσες εὐκαιρίες
ἔχω κι' ἐγὼ νὰ προσχωρήσω στοὺς παρίες,
ἀρχηγὸς ἤ κι' ἔσχατό τους ταπεινὸ μέλος,
μ' ἔμβλημα: "Στὸν τάφο μας, παιδιά, τὅνα σκέλος!"

Ὤ, τώρα ποὺ γέρασα, πολὺ σὲξ γυρεύω·
δὲν βρίσκω, δὲν μοῦ κάθονται καὶ ρέβω·
σὰν τὸ κεράκι καίγομαι, δακρύζω, λυώνω
καὶ μόνο τὸ ποδάρι μου πιὸ μέσα χώνω.

Ὤ, τώρα ποὺ γέρασα, κακομοίρης, ξούρας,
θυμᾶμαι - κι' ἀναπολῶ - χρόνια πούτσας ντούρας.
Τί νἄγινε; Ποῦ τὴν ἔχασα; - δὲν τήν βρίσκω!
Πρὸς δόξαν της, σὰν τὴν βρῶ, θὰ σκάψω ταφίσκο,

ἆλλον, πολυστόλιστον, δίπλα στὸν δικό μου,
ὅπου μετὰ χαρᾶς... πέφτω καὶ μὲ τὰ δυό μου!
Ἐνθάδε κεῖται τὸ πάλαι ποτὲ ζωντανός·
κι' Ἐνθᾶδε κεῖται τέως ψῶλός τις τραγανός.
................................................................................. μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.


 Ἀθήνα, 16 Νοεμβρίου 2018.


Ἔχουνε περάσει πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε, τὸ 1987. Τὰ "Ζαβολάκια" (ἡ διεύθυνσις) εἶδε κάπου τὴν παράστασή μας <Μαμζὲλ Κλωτσοσκοῦφι> https://i.imgur.com/awYEdsk.jpg καὶ μοῦ ζήτησε νὰ τὴν πάω ἔτσι ὅπως εἶναι, χωρὶς σκηνικά, "τὸ κείμενο καὶ ἡ ἠθοποιΐα σας ἀρκοῦν καὶ περισσεύουν" (μοῦ εἶχε πεῖ ὁ κος Κωνσταντινίδης, ποὺ οὔτε κἄν τὸν γνώριζα πρίν). Ἐμεῖς, ἀπορούσαμε: "...τί θὰ μποροῦσαν νὰ καταλαβαίνουν νήπια ἀπὸ ἕνα ἔργο ποὺ γράφτηκε γιὰ παιδιὰ τουλάχιστον 11 μὲ 12 χρονῶ καὶ πείρα θεατῶν θεάτρου;" Πήγαμε μὲ πρωτοφανὲς τράκ, παίξαμε καὶ μείναμε ἄναυδοι στὸ τέλος ἐμεῖς. Ἔκτοτε ξέρουμε πὼς τὰ μικρὰ παιδιὰ εἶναι σπουδαῖοι θεατές, ἄν ἐσὺ θέλεις νὰ τὰ ἐκτιμᾶς καὶ νὰ τ' ἀντιμετωπίζεις ὡς τέτοια. Χωρὶς καμία ἀλλοίωση στὸ ἔργο καὶ στὴν παράσταση, συνεχίσαμε ὥς τὶς 315 παραστάσεις καὶ ὄχι μόνον. Ἀνέβηκαν ὕστερα κι' ἆλλα ἔργα γιὰ μικρὰ παιδιά. Συμπληρώσαμε ἐν συνόλῳ 16 χρόνια δραστηριοτήτων, ὥσπου ἀποφάσισα νὰ τὶς διακόψω. Πᾶντα θυμόμασταν τὰ "Ζαβολάκια" ποὺ μᾶς ἄνοιξαν μιὰ προοπτική. Δὲν θἄθελα νὰ χαθῶ ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ νὰ μὴν ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου δημοσίως πρὸς τὸν διευθυντὴ τοῦ Παιδικοῦ Σταθμοῦ ποὺ ὑπῆρξε ὁρόσημο γιὰ μᾶς, δηλαδὴ τὴν Μιμὴ Γουλέτα, τὴν Ζωή, τὸν Σπύρο (τὰ παιδιά μας, ἠθοποιούς τότε, μὲ σπουδαῖο ταλέντο, - ἀλλοιῶς: οὔτε κἄν θὰ τοὺς ἄφηνα ν' ἀνέβουν στὴν σκηνή, οὔτε ταξιθέτες δὲν θὰ τοὺς ἐπέτρεπα νὰ εἶναι), κι' ἐμένα. Καὶ χαίρομαι ποὺ διαβάζω ἐδῶ ὅτι οἱ γονεῖς εἶναι ἐνθουσιασμένοι. Μὲ τιμή, μὲ εὐχὲς σὲ ὅλα τὰ παιδάκια νὰ ἔχουν λαμπρὸ μέλλον καὶ δασκάλους σὰν τῶν "Ζαβολακιῶν",
σᾶς χαιρετῶ.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, ὁ <Θεατράς> σας.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

9 Ἰουλίου 2012, καὶ ὥρα 4:08.
Κλινοσοφιστεῖες.
~
- οὐ μοιχεύσεις ἵνα μὴ σὲ φονεύσω...
- οὐ μὲ φονεύσεις!...
- οὐ σὺ μοιχεύσεις!...
- Καλ
ά, βόηθα μόνον μὴ τὰ μπερδεύσω.

Ἄν δὲν μοιχεύσει ὁ ἕνας, ἄν δὲν μοιχεύσει ὁ ἆλλος,
τί χρειάζεται, παῖδες, στὸ παντελόνι ὁ καβάλος;
Μαζὺ μ' ὅ,τι σκεπάζει, μεμιᾶς τὰ καταργοῦμε,
ζοῦμε χωρὶς γλύκα κι' ἁπλῶς ἄς... σεμνολογοῦμε.

Ἄ, ξέχασα: καταργοῦμε καὶ τὸ κατούρημα...
- μᾶς ἀπομένει γι' ἀπόλαυση τὸ χασμούρημα.
Καθόλου κακὸ συνήθειο νὰ σκυλοβαριέσαι,
παρὰ σὲ πειρασμοὺς νὰ μπαίνεις πῶς... νὰ πηδιέσαι!

Μὴ μοιχεύετε γιὰ νὰ μὴ ποτὲ μοιχευτεῖτε,
πᾶψτε νὰ χαμουρεύεσθε. Νοερῶς ἀπιστεῖτε.
Διακονεῖτε τὴν ἁγιότητα τῆς στερήσεως,
ξορκῖστε ποίησιν ἀκατονομάστου στύσεως.

Νὰ ψάλλετε τὸ ψαλμόν:
" Ποῦτσε ἡμῶν
ὁ ἐν τῇ περισκελὶς..."

μία σελὶς
ὅλος κι' ὅλος εἶναι κι' εὐκολομάθητος,
Σατανάδων διώκτης, σωτὴρ ἀλάθητος.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~~
Τὸ εἶχα ἀπαγγείλει μερικὲς φορὲς σὲ φιλικὲς συγκεντρώσεις μὲ σεμνὴν κατάνυξιν...


Ποῦτσε ἡμῶν,
ὁ ἐν τῆ περισκελίς,
ξεμπλεχθήτω τὸ τρίχωμά σου,
ἐλθέτω ὁ ὀργασμός σου,
συγκαρατηθήτω τὸ ὄσπερμά σου,
ὡς ἐν τῷ πρωκτῷ καὶ ἐν τοῖς μουνοῖς,
δός ἡμῖν σήμερον
τὴν γλύκαν ἡμῶν τὴν ἐπιούσιον,
ὡς καὶ ἡμεῖς καυλώσωμεν
καὶ “ἄχ!...” κραυγάσωμεν
καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς μαρασμόν,
ἀλλὰ χύσαι ἡμᾶς περὶ πολλοῦ.