(16 Σεπτεμβρίου 2010, καὶ ὥρα 9:54).
Περὶ τῆς ἐξυπνάδος μου λόγος βλακώδης.
(Στὸν φίλο μου Thémistocle).
* * *
Λυπᾶμαι, κι' ἔξυπνος δὲν εἶμαι
- κυκλοφοροῦν, ὡστόσο, φῆμαι,
τὰς ὁποίας, μεταξύ μας, αὐτοπροσώπως διαδίδω·
(τάχα τὸ λένε ἆλλοι) καὶ νοῦν, σὲ μέ, μεγάλον ἀποδίδω.
Βλάκας, δὲν μ' ἀρέσει - κι' ἄς εἶμαι!
Πανεξύπνως αὗται αἱ ρίμαι,
πού, γιὰ σᾶς, συνθέτω, μαρτυροῦν καὶ λέγουν πὼς τ' ἀληθὲς
μοιάζει, σὰν φτυστόν, σιαμαῖον ἀδερφάκι, μὲ τὸ ψευδές.
Ἄς ποῦμε ντὲ πὼς βλάξ δὲν εἶμαι!
Ἔ, δὲν ἐχάθησαν αἱ μνῆμαι
τῶν συμβιωσάντων μετ' ἐμοῦ μισὸν αἰώνα καὶ κάτι!...
Κάθ' ἐξυπνάδα μου, καὶ μιὰ βλακεία ποὔβγαζε μάτι
ἦταν - τί νὰ τὰ λέμε! Εἶμαι
σαφής. Κι' ὅταν ποτὲ θὰ κεῖμαι
εἰς τόπον χλοερὸν, γράψετε, πάνω, καλλιγραφικῶς:
Πέθανεν, τελικά - πανέξυπνος ὤν ἀλλὰ... - βλακωδῶς.
---------------
---------------
(13 Σεπτεμβρίου 2010, καὶ ὥρα 11:58).
Τάδε ἔφη Thémistocle:
Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος,
θα ήθελα να έχω τη χαρά και την τιμή, να ανοίξω και το νήμα των 100 γεννεθλίων σου !!!
* * *
Μόλις πατήσω τὰ ἑκατό.
Μόλις θὰ κλείσω τὰ ἑκατὸ
καί, μὲ τὴν κουτάλα, τὸ σκατὸ
θὰ ἔχω φάει καὶ σκατὸ δὲν θἄχω ἀφήσει,
ὁ Thémistocle στὸν Παρνασσὸ θὰ μὲ τιμήσει,
μὲ μετάλλεια θὰ στολίσει
τὸν θώρακά μου!
Μιὰν Ἀκάντεμι θὰ χτίσει
μὲ τὄνομά μου!
Ἔτσι λέει! Κι' ἔτσι ἄν πράξει, νὰ μοῦ λείπει.
Ποιὸς θὰ ζεῖ ἀπὸ τὸ Φόρουμ; Μὲ τόση λύπη,
π' ὅλοι θἄχουνε πεθάνει - ἀμὰν καὶ πότε!... -
δὲν θὰ τὸ χαρῶ δεόντως. Σκέψου, τότε,
βλάξ, ἡ χαρά μου θἆναι μισή!
Θέλω ὅστις τώρα μὲ μισεῖ
παρὼν νὰ εἶναι - καὶ νὰ σκάσει, ἐκεῖ μπροστά, ἀπὸ τὴ ζήλεια·
θνητὸς νὰ μὴ βρεθεῖ νὰ τοῦ φιλήσει κἄν τὰ χείλια.
Προτιμῶ νὰ μοῦ ὀργανώσεις, στὰ ἑξῆντα ἐννιά μου,
σὲξ παρτάκι, γλύκες νὰ νιώσω στὰ κανιά μου.
-----------------------
-----------------------
(12 Σεπτεμβρίου 2010, καὶ ὥρα 7:10).
ἡ Ἑλλὰς ἐξώκοιλεν...
Μὲ πόσους τὄκανε, δὲν ξέρω. Μὲ ποιόν, ὑπὲρ τὸ δέον,
ἀπροφυλάκτως, ἄν καὶ ἀνύπαντρη; Ἁγνὴ δὲν εἶναι πλέον!
Ἐγκαστρωθείσα πρὸ ἐτῶν, ἔτεκεν μέγα χρέος!
Τὶ βρέφος λέων! - Πόσον βαρβάτον πέος
πρέπει νἆχε ὁ πατήρ του!...
Θὰ τὸ πῶ: - Ἄι σιχτίρ του!
Τί ψώλαρος νὰ εἶν' αὐτός, π' ἐκείνηνε γαμάει
καὶ μᾶς, π' οὔτε τὸν εἴδαμε, ὁ κῶλος μας πονάει;