Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Luigi Pirandello: O DI UNO O DI NESSUNO, (1933).
~~
PERSONAGGI: Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου:
Carlino Sanni. Καρλίνο Σάννι.
Tito Morena. Τίτο Μορένα. (Δύο νέοι ἆντρες, φίλοι).
Melina. Μελίνα, φιλενάδα καὶ τῶν δύο.
L'avvocato Merletti. Ὁ δικηγόρος Μερλέτι.
La Pedoni. Κυρία Πεντόνι, ἰδιοκτήτρια πανσιόν.
Il Medico. Ὁ Γιατρός.
Il signor Franzoni, della villa accanto. Κύριος Φραντσόνι, γείτωνας.
La Vicina. Γειτώνισσα.
Una vecchia Signora. Μιὰ γριά.
E poi, personaggi che non parlano: un prete, un sagrestano, una bàlia, Καὶ πρόσωπα ποὺ δὲν μιλοῦν: ἕνας παππάς, ἕνας σκευοφόρος, μία παραμάννα,
una frotta di giovinastri che passano sonando chitarre e mandolini. μία παρέα νεαροὶ ποὺ περνοῦν παίζοντας κιθάρα καὶ μαντολίνα.
Ὑποτίθεται στὴ Ρώμη, τὸ 1920.
~~
Μά, τί κάνω; Ἀντιγραφὴ τοῦ ἰταλικοῦ; Ἀφοῦ τὸ ἔχω ἤδη μεταφράσει.
Ἐκδόσεις Μαρῆ, Ἀθήνα, 1978.
~~
* Λουίτζι Πιραντέλλο: " Ἤ ἕνας ἤ κανένας ",
δράμα σὲ τρεῖς πράξεις.
Μετάφραση: Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Ἀφιερωμένη στὴν λατρευτή μου ἐξαδέλφη, .τὴν Costantina Loscocco.
~~
Σημ.:
Τὸ ἔργο εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μὲ συγκλόνισαν καὶ δὲν σκέφτηκα κἄν ἄν ἔπρεπε νὰ τὸ μεταφράσω. Ναί, ὄφειλα.
Ἄτυχο ὅμως ὥς τώρα. Οὔτε ἡ Κάκια Ἀναλυτῆ, οὔτε ἡ Κατερίνα Βασιλκάκου μπόρεσαν νὰ τὸ παίξουν.
Γιὰ τὸν δικηγόρο Μερλέτι, θὰ ἤθελα τὸν Κώστα Ρηγόπουλο.
Στάθηκε ἀφορμὴ νὰ γνωρίσω προσωπικὰ καὶ τὸν Κάρολο Κούν, νὰ μοῦ κάνει μεγάλη, θετικὴ ἐντύπωση, ἀλλὰ...

Πράξη Πρώτη.
Ἕνα μεγάλο ὡραῖο δωμάτιο ἐπιπλωμένο σὲ πανσιὸν γιὰ οἰκογένειες. Δύο δίδυμα κρεβάτια, τὸ ἕνα δεξιά, τὸ ἆλλο ἀριστερὰ στὴν πόρτα τῆς εἰσόδου, βρίσκονται κοντὰ στὸν τοῖχο, στὸ βάθος. Πλάι σὲ κάθε κρεβάτι ἀπὸ ἕνα κομοδίνο, μὲ λαμπαντέρ, ἕνα ποτῆρι νερό, σταχτοδοχεῖο, ρολόι. Δεξιά, μικρὴ πόρτα (τοῦ μπάνιου καὶ τοῦ ἰματοφυλάκιου). Ἀριστερά, παράθυρο μὲ κουρτίνες.
Στὸ ἄνοιγμα τῆς αὐλαίας, τὸ δεξὶ κρεβάτι τοῦ Τίτο εἶναι ξεστρωμένο, τὸ ἀριστερὸ ἄθικτο. Τὰ παραθυρόφυλλα ἀκόμη κλειστά, τὸ φῶς στὸ ταβάνι ἀκόμα ἀναμμένο.
Στὴ σκηνή, ὁ Τίτο Μορένα καὶ ὁ Καρλίνο Σάννι: ὁ τελευταῖος μὲ τὶς πυτζάμες του, ὁ ἆλλος μὲ τὸ κουστοῦμι του. Πέρασαν τὴ νύχτα κουβεντιάζοντας.
Ἡ κυρία Πεντόνι μπαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα στὸ βάθος μὲ σκουφάκι τῆς νύχτας καὶ μπιγκουντί. Φέρνει δύο φλυτζάνια καφὲ σ' ἕνα δίσκο.
Κα Πεντόνι: - Ὁρῖστε ὁ καφές. (Ἀφήνει τὰ δύο φλυτζάνια στὸ τραπέζι, μπροστὰ στὴ σκηνή, καὶ τραβιέται πίσω, κάνει νὰ φύγει ἀλλὰ στὴν πόρτα μετανιώνει καὶ γυρίζοντας λέει). - Θὰ μπορούσατε τουλάχιστον τέτοια ὥρα νά 'χετε ἀνοίξει τὰ παραθυρόφυλλα.Ἔξω λάμπει ὁ ἥλιος.
Θὰ μοῦ πεῖς πὼς τὸ ἠλεκτρικὸ ἐγὼ τὸ πληρώνω. Στοιχηματίζω πὼς οἱ λάμπες ἄναβαν ὅλη τὴ νύχτα. Καρλίνο: (μουδιασμένος καὶ ἐνοχλημένος). - Σᾶς βεβαιώνω ὄχι ὅλη τὴ νύχτα.
Τίτο: (Ἔξαλλος, ἐπιθετικός). - Μωρὲ πές της ὅλη τὴ νύχτα. Γιατί ὄχι; (Στὴν κα Πεντόνι). - Ἐσεῖς, μόνο γιὰ τὸ ἠλεκτρικό σας νοιάζεστε. Καὶ τὸν ὖπνο μας ποὺ χάθηκε, δὲν τὸν σκέφτεστε; Θὰ μπορούσατε νὰ δεῖτε...
Κα Πεντόνι: - Νὰ δῶ... (Φέρνει τὴν παλάμη στὸ στόμα σὰ γιὰ νὰ ἐμποδίσει κάποιον δαίμονα νὰ ξεπεταχτεῖ). - Ἄ! Μὴ μὲ κάνετε νὰ μιλήσω...
Καρλίνο: - Πράγματι, εἶναι καλλίτερα νὰ μὴ μιλήσετε, κυρία Πεντόνι. Νὰ παραπονιέστε μὲ τὸ ἠλεκτρικό, ὕστερα ἀπὸ τὴ νύχτα ποὺ περάσαμε, ὁ Τίτο καὶ γώ, σᾶς βεβαιώνω πὼς μᾶλλον εἶναι ἄτοπο.
Κα Πεντόνι: - Τὸν ὕπνο σας, ποιός σᾶς τὸν πῆρε; Οἱ βρωμοϊστορίες σας ἀσφαλῶς καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ντρέπεστε ποὺ ἀπὸ τὶς συνέπειές τους κάνετε τοὺς ἄλλους νὰ ὑποφέρουν.
Tίτο: - Μὰ τί μᾶς τσαμπουνᾶτε γιὰ ντροπὲς καὶ συνέπειες; Ποιές συνέπειες;
Καρλίνο: - Τὸ ἠλεκτρικοῦλι!
Τίτο: - Θά 'πρεπε νὰ ντρέπεστε.
Κα Πεντόνι: - Ἐγὼ νὰ ντρέπομαι; Ἔχω μιὰ κοπέλλα στὸ σπίτι, τὸ ξέρετε, καὶ συγυρίζουμε μαζὺ τὰ δωμάτια τῶν ἐνοίκων.
Καρλίνο: (Ἔκπληκτος). - Τὴ σενιορίνα Μπῖτσε, ἀσφαλῶς.
Τίτο: (Χαζά). - Καὶ τί δουλειὰ ἔχει ἐδῶ ἡ σενιορίνα Μπῖτσε;
Καρλίνο: - Τὸ ξέρουμε πὼς σᾶς βοηθάει.
Κα Πεντόνι: - Θά 'λεγε κανεὶς τὸ ἀντίθετο, πὼς δὲν τὸ ξέρετε! Ὁρῖστε, κοιτᾶξτε... (Δείχνει μὲ κατηγορηματικὸ δάχτυλο τὸ ἄθικτο κρεβάτι τοῦ Καρλίνο).
Τίτο: (Ὅλο καὶ πιὸ χαζά). - Ἔ,λοιπόν, τί τρέχει;
Κα Πεντόνι: - Ἡ ἀπόδειξη.
Καρλίνο: - Τὸ κρεβάτι μου;
Τίτο: - Τί ἀπόδειξη;
Κα Πεντόνι: (Μὲ γουρλωμένα τὰ μάτια). - Δὲν εἶναι ξεστρωμένο.
Καρλίνο: (Ἐξακολουθεῖ νὰ μὴν καταλαβαίνει). - Πραγματικὰ. Δὲν ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Τόσο καλλίτερα γιὰ τὴ σενιορίνα Μπῖτσε, δὲν θὰ λάβει τὸν κόπο νὰ τὸ στρώσει.
Κα Πεντόνι: - Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν εὐγένειά σας. Ὡστόσο, ὅταν σ' ἕνα καθωσπρέπει σπίτι, ποὺ μένει μιὰ ἔντιμη κοπέλλα, συμβαίνει ἕνας ἕνοικος νὰ ξενοκοιμᾶται... ἔ, λοιπὸν...
Καρλίνο: - Μή, μή, μὴ σᾶς παρακαλῶ.
Κα Πεντόνι: - Ἀφῆστε με νὰ τελειώσω... Μάλιστα, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ ξεστρώσει τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ ὁποῖο δὲν κοιμήθηκε, κι' αὐτὸ γιὰ νὰ μὴν προκαλέσει ταραχὴ στὴ νἐα κοπέλλα μὲ ὅσα εὔκολα ἐκείνη μπορεῖ νὰ ὑποθέσει.
Τίτο: - Ὤ! τί ἱστορίες! Καὶ γώ, κάθομαι καὶ τὶς ἀκούω!
Καρλίνο: - Κι' ἐξάλλου, τὸ πρᾶγμα διαφέρει, ἐγὼ δὲν πέρασα ἔξω ὅλη τὴ νύχτα μου. Ἦρθα στὶς δύο τὸ πρωί.
Κα Πεντόνι: - Ξέρουμε ἐπακριβῶς τὴν ὥρα ποὺ γυρίσατε στὸ σπίτι, καθὼς ξέρουμε καὶ τί ὥρα γυρίζετε ὁ καθένας σας μέρα παρὰ μέρα, τέσσερις μῆνες τώρα. Πρόκειται γιὰ τὸ ἀνέκδοτο ὁλόκληρου τοῦ σπιτιοῦ, ἀπὸ τὴν κάβα ἴσαμε τὴ σοφίτα. Μάθετέ το.
Τίτο: - Σίγουρα ἐσεῖς τὸ βγάλαυε βούκινο σ' ὅλους τοὺς ἐνοίκους.
Καρλίνο: - Καὶ στὸ κάτω-κάτω, ποῦ εἶναι τὸ κακό; Εἴμαστε δύο ἐργένηδες!
Κα Πεντόνι: - Ἐργένηδες... Ἔ, ὄχι καὶ τόσο!
Τίτο: (Πάει κοντὰ στὸν Καρλίνο καὶ τὸν ἀγγίζει στὸν ὦμο). - Σοῦ τὸ ἔλεγα ἐγώ, νὰ σηκωθοῦμε νὰ φύγουμε ἀπὸ τοῦτο τὸ δωμάτιο. Ἐμπρὸς, πᾶμε.
Κα Πεντόνι: - Ἄν θέλετε νὰ ξέρετε, μππρεῖτε νὰ φύγετε τούτη τὴ στιγμή, θὰ χαρῶ.
Τίτο: - Καλά, κυρία μου. Ἄν θέλετε ὅμως, νὰ ξέρετε καὶ σεῖς, πρὶν λίγο, αὐτὸ ἔλεγα στὸν φίλο μου καὶ γώ, τὸ ἔλεγα μάλιστα καὶ τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ποὺ δὲν κατορθώναμε, οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ' ὅλες τὶς περιποιήσεις σας καὶ τὶς φροντίδες σας.
Κα Πεντόνι: - Τί θέλετε νὰ πεῖτε;
Τίτο: - Δὲν ξέρω. Προσπαθεῖστε νὰ καταλάβετε.
Καρλίνο: - Ὄχι, ἀρκετά, σᾶς παρακαλῶ. Εἴσαστε τόσο καλή, κυρία Ἐλβίρα.
Κα Πεντόνι: - Καὶ ἰδοὺ τὸ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλες μου τὶς φροντίδες. Μοῦ ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ τὶς κάνω, τότε ποὺ ἤσασταν σοβαροί, τὸ μυαλό σας ἦταν ἥσυχο, γυρίζατε τὸ βράδυ μιὰ κανονικὴ ὥρα καὶ μετὰ τὸ φαγητὸ λέγατε ἀστειάκια μὲ τὶς κυρίες, ὥσπου νὰ πᾶτε γιὰ νάνι... Ἀλλὰ τώρα... πρόκειται γιὰ γυναικοδουλειές! (Ἀπότομα, μὲ κωμικὴ κίνηση, πάει στὸ κρεβάτι τοῦ Καρλίνο καὶ
τραβᾶ τὰ σκεπάσματα). - Ὁρῖστε. Προτιμῶ νὰ ξαναστρώσει τὸ κρεβάτι τὸ κορίτσι μου.
Καρλίνο: - Πολὺ καλά. Νά το. Τώρα ἀνακουφιστήκατε. Ἄν θέλετε ὅμως, κυρία Ἐλβίρα, πηγαίνετε τώρα.
Κα Πεντόνι: - Ποτέ, μὰ ποτέ, δὲν θὰ τὸ περίμενα αὐτὸ ἀπὸ δυὸ νέους σὰν καὶ σᾶς.
Καρλίνο: (Καταλαβαίνοντας τὴν ἀνυπομονησία τοῦ Τίτο). - Τώρα, φτάνει, σᾶς παρακαλῶ. Μὴ γίνω καὶ γὼ κακός, ἔ;... Κσαταλαβαίνετε, ὅλοι μας μπορεῖ νὰ χάσουμε τὴν ὑπομονή μας καὶ νὰ θυμώσουμε καὶ νὰ μὴν ξέρουμε πιὰ τί λέμε. Σᾶς παρακαλῶ, ἄν ἔχετε τὴν καλωσύνη, σερβίρετε ἀμέσως τώρα τὸν καφὲ τοῦ δικηγόρου Μερλέτι.
Κα Πεντόνι: (Ἔκπληκτη). - Τοῦ δικηγόρου; Γιατί; Ἀφοῦ δὲν κάλεσε.
Καρλίνο: - Τὸν ξύπνησα ἐγώ, πρὶν λίγο, πῆγα στὸ δωμάτιό του.
Κα Πεντόνι: - Ἐσεῖς; Γιατί;
Καρλίνο: - Ἔχουμε νὰ τοῦ μιλήσουμε, ὁ Τίτο κι’ ἐγώ.
Κα Πεντόνι: - Ὅλοι οἱ ἔνοικοι μὲ βασανίζουν.
Τίτο: - Μὴ γκρινιάζετε μ' ὅλον τὸν κόσμο. Σᾶς παρακαλέσαμε νὰ πηγαίνετε.
Κα Πεντόνι: - Μά, δὲν μπορῶ νὰ τοῦ πάω τὸν καφέ, ἄν δὲν μοῦ πεῖ ὁ ἴδιος.
Καρλίνο: (Συμφιλιωτικός). - Μὰ ὁ δικηγόρος εἶναι ἕνας καλός μας φίλος· θὰ μποροῦσα νὰ πάω στὸ δωμάτιό του νὰ τὸν ξυπνήσω. Φοβᾶμαι μόνο μήπως ξανακοιμήθηκε. Πηγαίνετέ του τὸν καφὲ καὶ πέστε του ὅτι ἐγὼ σᾶς παρακάλεσα καὶ νά 'ρθει ἐδῶ, νὰ τὸν πιεῖ μαζύ μας, νά 'ρθει ὅπως εἶναι, μὲ τὶς πυτζάμες, μὲ τὸ νυχτικό, μὲ τὴ ρὸμπ ντὲ σάμπρ. (Ἡ κα Πεντόνι βγαίνει). - Οὔφ!...Αὐτὴ τώρα μᾶς ἔλειπε, "μὲ τὴν κοπέλλα της τοῦ σπιτιοῦ".
Τίτο: (Ὕστερ' ἀπὸ σιγή, κατὰ τὴν ὁποία ἄνοιξε τὶς κουρτίνες κι' ἔσβησε τὸ φῶς). - Περιμένουμε τὸν Μερλέτι;
Καρλίνο:- Ὤχ, θεέ μου, ναί. Ἄν θέλουμε βέβαια νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ δοῦμε τὸ πρᾶγμα καθαρά. Ἄ! Τί ὡραῖος ἥλιος...
Τίτο: - Μὰ γιὰ τὸ πρωινὸ θέλω νὰ πῶ. Ὁ καφὲς θὰ κρύωσε σίγουρα.
Καρλίνο: - Ἄχ, ναί, ὁ καφές. Ὡραῖα, ἄς τὸν πιοῦμε τὸν καφέ μας.
Τίτο: (Παίρνει τὸ φλυτζάνι καὶ τὸ φέρνει στὰ χείλη του). - Κρύος εἶναι. Τό 'ξερα ἐγώ.
Καρλίνο: - Ὄχι καὶ κρύος· ἀκόμα πίνεται.
Τίτο:- Ἐγώ, τὸν θέλω καυτό, τὸ ξέρεις...Ἀπὸ πάνω εἶναι καὶ πικρός.
Καρλίνο: - Ὁ δικός μου δὲν εἶναι...
Τίτο: (Νευριασμένος). - Ὁ δικός μου εἶναι. (Σιωπή).
Καρλίνο: (Ἀνάμεσα σὲ δυὸ ρουφηξιές). - Νὰ δεῖς ποὺ ὁ Μερλέτι θά 'χει τὴν ἴδια γνώμη μὲ μένα.
Τίτο: - Ἄκουσε, νὰ χαρεῖς, ἄς μὴν τσακωνόμαστε. Τὸ μυαλό μου φλέγεται.
Καρλίνο: (Ξύνοντας τὴ ζάχαρη στὸ βάθος τοῦ φλυτζανιοῦ μὲ τὸ κουταλάκι). - Θὰ δεῖς!
Τίτο: (Τὸν παρακολουθεῖ τί κάνει). - Στοιχηματίζω πὼς σοῦ ἔβαλε διπλὴ μερίδα ζάχαρη.
Καρλίνο: - Πολὺ πιθανό· ἦταν ἀρχιζαχαρωμένος κι' ἔχει ἀκόμη ζάχαρη στὸν πάτο.
Τίτο: - Τὴ βρωμιάρα. Ἐμένα μὲ ἀδίκησε· τό 'χα καταλάβει πὼς ὁ δικός μου θὰ ἤτανε πικρός. Μὲ δηλητηρίασε. Σὰ νὰ μὴ μὲ εἶχες δηλητηριάσει ἐσὺ ἀρκετὰ μὲ τὰ ὡραῖα νέα ποὺ μοῦ ἔφερες.
Καρλίνο: - Ἔχεις δίκηο, ἀγαπητέ μου. (Ἀνακατεύοντας τὸ κατακάθι τοῦ καφὲ καὶ φέρνοντάς τον στὰ χείλη). - Μὰ καὶ γώ, ἆλλο τόσο εἶμαι φαρμακωμένος...
Τίτο: (Μὴν πίνοντας ἆλλο). - Φτάνει, γιὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ, μ' αὐτὸ τὸ φλυτζάνι. Ἄφησέ το ἐκεῖ...
Καρλίνο: - Καλά, καλά, νά, νά... Ἔχεις δίκηο, φίλε μου. Ἄ, νὰ καὶ ὁ Μερλέτι.
(Ὁ δικηγόρος μπαίνει φορῶντας τὴ ρὸμπ ντὲ σάμπρ του. Παχύς, δυναμικός, μὲ τὴν ἀγαθὴ ὄψη ἑνὸς κληρικοῦ).
Μερλέτι: - Φιλαράκια μου, νά 'με καὶ γώ. Πῶς πᾶνε οἱ ἔρωτες;
Τίτο: - Καλημέρα, μαίτρ.
Καρλίνο: - Κάθησε, Μερλέτι. Πράγματι γιὰ ἔρωτες πρόκειται τούτη τὴ στιγμή!
Μερλέτι: - Πρῶτα ὁ ἔρωτας, παιδιά μου! Πᾶντα ὁ ἔρωτας! Ὁ ἔρωτας πᾶντα!
Καρλίνο: - Ἤπιες τὸν καφέ σου ἐσύ;
Μερλέτι: - Ναί. Μοῦ τὸν ἔφερε ἡ δεσποινίδα Μπῖτσε. (Κάθεται). - Ποιά εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ σοβαρὴ ὑπόθεση ποὺ ἔχετε νὰ μοῦ πεῖτε; Σᾶς ἀκούω.
Τίτο: (Στὸν Καρλίνο). - Λέγε ἐσύ.
Καρλίνο: - Θέλεις νὰ μιλήσω ἐγώ; Θὰ προτιμοῦσα ν' ἀρχίσεις ἐσύ. Δὲν θά 'θελα νὰ τὰ βάλεις μαζύ μου πὼς σ' ἔκανα ἔξω φρενῶν.
Τίτο: - Μὲ κάνεις ἔξω φρενῶν μὲ τοὺς προλόγους σου καὶ τὴν ψευτοϋπακοή σου. Τὸ ζήτημα εἶναι σοβαρό. Καὶ σὲ σένα τὸ πρωτοεμπιστεύτηκε. Ἄρα, ἐσὺ νὰ μιλήσεις.
Καρλίνο: - Καλά, θὰ μιλήσω.
Μερλέτι: - Ἠρεμία, σᾶς παρακαλῶ, καὶ σαφήνεια. Γιὰ νὰ καταλάβω καὶ τίποτα. Μοῦ κλέψατε ποὺ μοῦ κλέψατε τὸν ὑπνάκο μου.
Καρλίνο: - Ἠρεμία καὶ σαφήνεια. Πάει καλά. Λοιπόν, πρέπει νὰ μάθεις, ἀγαπητὲ Μερλέτι.
Μερλέτι: - Σᾶς προειδοποιῶ πὼς εἶμαι κάπως ἐνημερωμένος...
Τίτο: - Ἐνημερωμένος σὲ τί;
Μερλέτι: - Γιὰ τὴ βλακεία ποὺ κάνατε.
Καρλίνο: - Εὐχαριστῶ. Ἡ κυρία Ἐλβίρα σᾶς πληροφόρησε;
Μερλέτι: - Ἀκόμη κι' αὐτή. Μά, ὁ κόσμος τό 'χει τούμπανο...
Τίτο: - Καὶ τὸ λένε βλακεία;
Μερλέτι: - Νά, τόση. Πιὸ χοντὴ κι' ἀπὸ μένα.
Τίτο: - Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ πῶ ὅτι πιὸ βλάκες εἶναι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴ βλακεία μας.
Μερλέτι: (Τοῦ θυμίζει μὲ μαλακὸ τρόπο τὴ συμφωνία τους). - Ἠρεμία! Ἠρεμία!
Καρλίνο: - Δὲν ὑπάρχει βλακεία στὴ μέση, Μερλέτι, πίστεψέ με.
Τίτο: - Οὔτε κι' ἄν κρίνεις μὲ ἀφετηρία αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔτυχε καὶ ποὺ κανένας στ' ἀλήθεια δὲν μποροῦσε νὰ τὸ προβλέψει.
Μερλέτι: - Αὐτὸ ποὺ σᾶς ἔτυχε, τὸ ἀγνοῶ. Κρίνω τὸ πρᾶγμα αὐτὸ καθεαυτό.
Καρλίνο: - Ἐξωτερικά!
Μερλέτι: - Ἐξωτερικά! Σύμφωνα μὲ ὅσα ξέρω.
Τίτο: - Καὶ τί θέλεις νὰ μάθεις; Τό 'χεις κουβεντιάσει ποτὲ μαζύ μας;
Καρλίνο: - Τὴ γυναίκα τὴν ξέρεις; Τὴν ἔχεις δεῖ;
Μερλέτι: - Ὄχι, ποτέ.
Τίτο: - Καὶ κρίνεις κι' ἀπὸ πάνω;
Καρλίνο:- Νά 'ξερες, Μερλέτι. Σκεφτήκαμε τόσο, μὰ τόσο πολύ!
Τίτο:- Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶς πὼς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τρία βασικὰ προβλήματα ποὺ ἔχει νὰ λύσει κάθε φορὰ ἡ ζωή.
Μερλέτι: - Ὕψιστε, μ' αὐτὰ τὰ προβλήματα!
Καρλίνο: - Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια, τὸ διαβάσαμε καὶ σὲ κάποιο βιβλίο· πρέπει νὰ συμφωνεῖς καὶ σὺ μαζύ μας.
Τίτο: - Ἡ ζωὴ καὶ ἡ στέγη...μαζὺ μὲ τὴ γυναίκα.
Μερλέτι: - Μά, δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πρόβλημα!
Τίτο: (Ἔξαλλος). - Θεέ μου! Ἡ γυναίκα, μιὰ γυναίκα γιὰ δυὸ νέους ἆντρες!
Μερλέτι: (Χάνοντας κι' αὐτὸς τὴν ὑπομονή του). - Τέσσερις, ἐννέα, δέκα, γιατί ὄχι; Δέκα, ναί, ἀλλὰ ὄχι μία, ὅπως θέλετε ἐσεῖς. Θά 'ταν καλλίτερα νὰ παντρευτεῖτε.
Καρλίνο: - Καὶ μὲ τοὺς δυό.
Μερλέτι: - Φίλε μου, θέλω νὰ πῶ παράνομα, μιᾶς καὶ κάθε γυναίκα σχεδὸν πᾶντα τὴν ἔχουνε δύο.
Τίτο: - Βλέπεις; Νά το, νά το!
Μερλέτι: - Πῶς; Ποῦ 'ν' το;
Τίτο:- Μὲ τὸ ζόρι δηλαδή. Νὰ σοῦ κάνουνε πνεῦμα ἐνῶ πρόκειται γιὰ τόσο σοβαρὰ πράγματα.
Καρλίνο: - Δὲν εἴπαμε νὰ ἔχουμε μία σύζυγο - καὶ δὲ θὰ μπορούσαμε ἄλλωστε νὰ τὴν παντρευτοῦμε ἀμφότεροι.
Μερλέτι: (Ζωηρά). - Ἔ, τότε, πολὺ ὡραῖα. Σήμερα τὴ μιὰ, αὔριο τὴν ἄλλη , σὰν ὅλους τοὺς ἐργένηδες τοῦ κόσμου.
Καρλίνο: - Χωρὶς ἔρωτα;
Μερλέτι: - Θὰ θέλατε νὰ ἔχετε ἔρωτα μὲ μία γυναίκα καὶ οἱ δύο;
Τίτο: - Πᾶψε νὰ κάνεις πνεῦμα, ἠλίθιε. Ὁ Καρλίνο ἐκφράστηκε στραβὰ λέγοντας "ἔρωτα". Τὸ πρόβλημα δὲν ἤτανε ποὺ θέλουμε νὰ κάνουμε ἔρωτα μ' αὐτὴ τὴ γυναίκα καὶ οἱ δυό μας, μ' ὅλο ποὺ μᾶς διαβεβαίωσες ὅτι κάτι τέτοιο συμβαίνει στοὺς γάμους! Μά, ἦταν ἀπαραίτητο νὰ λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας μερικὰ πράγματα ποὺ ἐσὺ δὲν θέλεις νὰ τὰ δεῖς καὶ ποὺ ἐμεῖς τὰ εἴδαμε.
Καρλίνο: - Γραφιάδες στὸ Ὑπουργεῖο, μὲ τὸ μισθὸ ποὺ ξέρεις, καὶ μὲ ὅλες τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς...
Τίτο: - Νὰ παντρευτοῦμε; Μὲ τέτοιες προϋποθέσεις;
Καρλίνο: - Ὅλα τά 'χει ἡ Μαριωρὴ...
Τίτο: - Σωστά. Ἄλλωστε πρέπει νὰ λογαριάσουμε καὶ τὶς διαθέσεις μας.
Καρλίνο: - Καὶ ὁ Θεὸς ξέρει ἄν βρίσκουμε δίκαιο τὸν φόρο ποὺ πληρώνουμε στὴν ἄγαμη ζωή.
Μερλέτι: (Σὰν νὰ βγάζει δικαστικὴ ἀπόφαση). - Εἴσαστε δύο...χαμίνια.
Τίτο: (Ξεσπάει). - Χαμίνια! Μὰ τί λὲς τώρα, εἴμαστε σοβαροὶ, δύο ἆντρες σοβαροί, νὰ τί εἴμαστε.
Μερλέτι: - Θὰ θέλατε νὰ μάθετε τί εἴσαστε; Μικρὰ πουλάκια ποὺ μόλις τό 'σκασαν ἀπὸ τὴ φωλίτσα τους.
Τίτο: - Φωλίτα; Τί φωλίτσα;
Μερλέτι: - Φωλιά! Δὲν κατορθώσατε ἀκόμα νὰ ξεκόψετε ἀπὸ τὸ μακρυνὸ χωριό σας, γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖτε οὔτε καὶ ν' ἀποχωριστεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἆλλον. Σᾶς συνδέουν πᾶντα οἱ ἀναμνήσεις καὶ τὰ μικρομυστικά σας, ἀπ' ὅταν ἤσασταν παιδιά, καὶ αἰσθάνεστε κάτι σὰν ντροπή, κάτι σὰν ἀδυναμία μήπως φανεῖτε γελοῖοι ἄν τὰ ὁμολογήσετε, γι' αὐτὸ κάνετε τοὺς σοβαρούς. (Στὸν Τίτο). - Ἐσὺ μὲ κοιτάζεις μὲ μάτια σκληρά, κρύα καὶ μάλιστα παγωμένα· θὰ ἦταν ὡστόσο ἀρκετό, γιὰ νὰ γεμίσουνε μὲ δάκρυα, νὰ σὲ συγκινήσω ξαφνικὰ θυμίζοντάς σου κάτι ἀπ' τὸ χωριό σου, πρᾶγμα ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τὸ πετύχω καὶ μὲ σένα· καὶ τότε θὰ γίνονταν τὰ μάτια σου σὰν τὰ τζάμια τοῦ
παραθύρου, ἀχνισμένα γιατὶ μέσα ὑπάρχει ζεστασιὰ καὶ ἔξω κάνει κρύο. Κοίταξε καὶ τὸν Κρλίνο ποὺ ξύνει τὰ μάγουλά του μὲ τὰ νύχια του· θέλει νὰ θυμηθεῖ καὶ νὰ νιώσει πὼς εἶναι ἆντρας μὲ πυγμὴ κι' ὅτι ἐπιβάλλεται νὰ εἶναι λίγο σκληρὸς...χά! σκληρός! (Ξεσπάει σὲ γέλοια).
Καρλίνο: - Δηλαδὴ, μᾶς κοροϊδεύεις;
Μερλέτι: - Γιὰ τὸ Θεό, ὄχι. Σᾶς ἀγαπῶ τόσο...
Τίτο: (Πληγωμένος, στὸν Καρλίνο). - Ἄκου νὰ δεῖς, ἄν θέλεις μίλησέ του ἐσύ· ἐγὼ πάω νὰ ντυθῶ.
(Μπαίνει στὸ μπάνιο ἀλλὰ θὰ εἶναι σὰ νὰ βρίσκεται ἀκόμα στὴ σκηνὴ γιατὶ τὸ μπάνιο εἶναι ἐντελῶς δίπλα καὶ θὰ βγαίνει ἀπὸ κεῖ, πότε ἐνῶ ξυρίζεται, γεμάτος σαπουνάδες, πότε ἐνῶ ντύνεται).
Μερλέτι: - Μά, δὲν ἤθελα οὔτε νὰ σᾶς ταλαιπωρήσω οὔτε νὰ σᾶς πειράξω. Σᾶς ἀγαπῶ ἴσα-ἴσα ἐπειδὴ εἴσαστε ὅπως εἴσαστε.
Καρλίνο:- Τότε, ἄκουσέ με, ἴσως εἶναι ἀλήθεια ὅσα λές. Οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν Πάδουα, ἡ φοιτητική μας ζωή, ναί, ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι.
Τίτο: (Χωρὶς νὰ φαίνεται, ἀπὸ τὸ μπάνιο). - Ὁ καθένας μας κουβαλᾶ τὶς ἀναμνήσεις του μέσα του - οἱ ἀναμνήσεις εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ καθενός - καὶ μπορεῖ νὰ πιάνεται ἀπ' αὐτὲς ἄλλοτε πολύ, ἄλλοτε λίγο σφιχτά.
Μερλέτι: - Φυσικά.
Καρλίνο: - Δὲ θ' ἀρνηθεῖς ὅτι διατρέχουμε κάποιον κίνδυνο.
Μερλέτι: - Δεδομένης τῆς φυσικῆς ροπῆς σας γιὰ γάμο.
Καρλίνο: - Καὶ ἐξακολουθῶντας νὰ ἀναζητᾶμε, ὁ καθένας γιὰ πάρτη του, μιὰ σταθερότητα στὶς σχέσεις μας...
Τίτο: (Βγαίνοντας γεμάτος σαπούνια ἀπὸ τὸ μπάνιο). - Καθὼς δὰ δὲν εἴμαστε σὰν καὶ σένα, σήμερα μὲ τὴ μιὰ, αὔριο μὲ τὴν ἄλλη...
Μερλέτι: - Καὶ ἰδοὺ ἀκριβῶς ἡ βλακεία σας.
Τίτο: - Ἐσύ, ἔχεις καὶ δυὸ καὶ τρεῖς μαζύ.
Μερλέτι: - Ἀμέ, ἀλλὰ κάνω λιγώτερο σκανδαλιστικὰ πράγματα ἀπὸ σᾶς, πιστέψτε με.
Τίτο: Ἴσως σκανδαλιστικὰ εἶναι γιὰ τὴν κυρία Ἐλβίρα, ποὺ ἤθελε νὰ μᾶς φορτώσει, σώνει καὶ καλά, τὴν κόρη της. (Φεύγει πάλι).
  Καρλίνο: (Εἰρωνικά). - Κύριοι, κύριοι, ὁ καθένας μας, ἔχει καὶ τὸν τρόπο του νὰ βλέπει τὰ πράγματα. Ἐσὺ εἶσαι φτιαγμένος ἔτσι. Καὶ παραδέχτηκες ὅτι εἴμαστε φτιαγμένοι ἐμεῖς ἀλλοιῶς.
Μερλέτι: - Χαμίνια, χαμίνια!
Καρλίνο: - Ὡραῖα εἴμαστε χαμίνια, χαμίνια!
Tίτο: (Φορῶντας τὸ πουκάμισό του). - Ἆντρες σοβαροί, αὐτὸ εἴμαστε! (Χάνεται πάλι).
Μερλέτι: - Χαμίνια.
Καρλίνο: - Μ' ἀφήνεις νὰ μιλήσω;
Μερλέτι: - Ὡραῖα, μίλησε.
Τίτο: (Ἀπὸ τὸ μπάνιο). - Ὅ,τι κάναμε ἦταν ὥριμο, ζυγισμένο καὶ συνετό.
Καρλίνο: - Δὲν τὴν ξέρεις τὴ γυναίκα. Ἄκουσέ με.Ἕνα βράδυ, μέσα στὴ θλίψη μας, τὴν θυμηθήκαμε. Πρῶτος ἐγὼ τὴ σκέφτηκα, μ' ἕναν ἀναστεναγμὸ...καὶ μοῦ ξέφυγε τ' ὄνομά της! Μ ε λ ί ν α!, εἶπα. Δὲν ξέρεις τί ἀναμνήσεις ξύπνησε τ' ὄνομά της. Ἦταν ἡ φιλενάδα μας, ὅταν σπουδάζαμε στὴν Πάδοβα, τότε, τὶς νύχτες ποὺ περνούσαμε τραγουδῶντας στὴν ὁδὸ Σάντο, ξέρεις, ἐκεῖ κάτω. Καὶ σκεφτήκαμε. "Ἄν φέρναμε ἐδῶ τὴ Μελίνα!".
Τίτο: (Ντυμένος, ἕτοιμος γιὰ ἔξοδο). - Ξέραμε πόσο καλὴ εἶναι.
Καρλίνο: - Μετριοπαθής.
Τίτο: - Σεμνή, ἀκόμα κι' ἄν σκεφτεῖς τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε.
Καρλίνο: - Καὶ τί γλυκός χαρακτήρας.
Τίτο: - Τὸ ἔχει ἀποδείξει μὲ τὸ παραπάνω.
Καρλίνο: - Ἦταν εὐτυχισμένη ποὺ τὴν τραβούσαμε ἀπὸ τὴ φοβερὴ ζωή της, ἐμεῖς οἱ δύο, ποὺ μᾶς ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ' ὅλους τοὺς ἄλλους.Καὶ μᾶς ἦρθε φέρνοντας μαζύ της ὅλες τὶς ἀναμνήσεις τῆς νιότης μας, μὲ τὸ ἴδιο γλυκό της χαμόγελο, τόσο εὐτυχισμένη.
Τίτο: - Γιὰ νὰ μᾶς ἐξυπηρετεῖ, εἶπε φθάνοντας.
Καρλίνο: - Καὶ πράγματι, ἀμέσως βάλθηκε ν' ἀσχολεῖται μὲ μᾶς, μὲ τὰ ροῦχα μας, μὲ τ'ἀσπρόρουχά μας.
Μερλέτι: - Γιὰ πέστε μου, εἶναι ἄσχημη;
Τίτο: - Οὔτε κἄν.
Καρλίνο: - Καλλίτερη ἀπὸ νόστιμη, χαριτωμένη, ἔχει ἐκείνη τὴ χάρη νὰ θέλει νὰ κάνει ὅσο μπορεῖ περισσότερο νὰ περάσει ἀπαρατήρητη.
Τίτο: - Καμιὰ ἀλαζονεία.
Μερλέτι: - Ο ὐ ρ α ν ο κ α τ έ β α τ η ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ φέρει τὸ θαῦμα!
Τίτο: - Καὶ μεῖς, οὔτε θαμπωθήκαμε οὔτε κυριαρχηθήκαμε, φίλε μου.
Καρλίνο: - Σταθήκαμε γαλήνιοι καὶ καλοζυγιασμένοι.
Τίτο: - Πρῶτα-πρῶτα, δὲν δεχτήκαμε νὰ μείνει μαζύ μας.
Καρλλινο: - Ἄ, ναί! Ὄχι συγκατοίκηση - αὐτὰ νὰ τ' ἀκοῦς ἐσύ, ποὺ μιλᾶς γιὰ σκάνδαλα.
Τίτο: - Μακρυὰ ἀπὸ μᾶς. Ἐκείνη στὸ σπίτι της, ἐμεῖς στὸ δικό μας.
Καρλίνο:- Οἱ ἀπαιτήσεις της εἶναι τόσο λίγες.
Τίτο: - Πολὺ λίγες.
Καρλίνο:- Σχεδὸν καμία. Καὶ νὰ ἔβλεπες πῶς τὰ ταχτοποιεῖ ὅλα, πῶς φροντίζει τὸ νοικοκυριό της, μαγειρεύει, ὅλα μόνη της.
Τίτο: - Ἄλλοτε κάπνιζε, τώρα δὲν καπνίζει.
Καρλίνο: - Ἐπειδὴ ἐκείνη τὸ ἤθελε, ἀγόρασε μιὰ ραπτομηχανὴ καὶ τὴν πληρώνει κάθε μήνα. Σοῦ λέω, ξαναγεννήθηκε.
Μερλέτι: - Μά, φίλοι μου, ὕστερ' ἀπ' ὅλ' αὐτά, τί θέλετε ἀπὸ μένα; Εἴσαστε ἀξιοζήλευτοι, ἡ τύχη ὑπηρετεῖ τὴν ἐξυπνάδα σας. Βρήκατε τὸν φοίνικα, μιὰ γυναίκα ποὺ σᾶς ἀγαπᾶ καὶ ποὺ δὲ σᾶς στοιχίζει πολλά, ποὺ σᾶς φροντίζει καὶ σᾶς περιποιεῖται, στοιχηματίζω ὅτι μὲ τὴ ραπτομηχανή της σᾶς ράβει καὶ πουκάμισα.(Ἀγγίζει τὸ προστήθιο στὸ πουκάμισο τοῦ Καρλίνο). - Λοιπὸν...
Καρλίνο: (Τραβιέται). - Ὄχι, ὄχι ἀκόμη. Λέει πὼς θέλει νὰ μάθει πρῶτα.
Μερλέτι: (Ἐπιμένοντας, ἀγγίζει τὸ πουκάμισο). - Στάσου, μοῦ ἐπιτρέπεις; Τί ὡραῖο! Ποῦ τ' ἀγόρασες;
Καρλίνο: (Κοιτάζοντας τὸ προστήθιό του). - Αὐτό; Δὲ θυμᾶμαι...
Μερλέτι: - Σὲ ρωτῶ γιατί πρέπει ν' ἀγοράσω. Μὰ εἶναι ἀπὸ τὴν Πάδουα. Σοῦ τὸ ἔστειλαν οἱ δικοί σου;
Τίτο: (Νευριασμένος μὲ τὸν περισπασμὸ ἄν καὶ φυσικός). - Ἔχουμε πολλὲς ἆλλες σκοτοῦρες νὰ σκεφτοῦμε, ἀφῆστε τὰ πουκάμισα γιὰ τὴν ὥρα.
Μερλέτι: - Μὰ μοναχὰ μιὰν ἐρώτηση ἔκανα. Μὲς τὴν καρδιὰ τῆς εὐτυχίας σας, ποὺ τὴ φτιάξατε ἐσεῖς, μὲ τὰ χέρια σας, ἐγώ, τί ἔχω νὰ κάνω;
Τίτο: (Κοιτάζει πρῶτα τὸ χαμογελαστὸ πρόσωπο τοῦ Μερλέτι, ὕστερα ξεσπάει ἔξαλλος). - Γιὰ μένα, τίποτα, ρώτησέ τον αὐτόν. Αὐτὸς σὲ φώναξε. Ὅταν κάποιος μᾶς βλέπει τόσο ταραγμένους καὶ νὰ μὴν ἔχουμε κλείσει μάτι ὅλη νύχτα καὶ μᾶς ρωτάει γιὰ...
Μερλέτι: (Προσπαθῶντας νὰ τὸν διακόψει). - Μά, συγγνώμη...
Τίτο: - Μὲ τέτοια ὄψη...
Μερλέτι: (Πέφτοντας ἀπὸ τὰ σύννεφα). - Εἴσαστε ταραγμένοι;
Τίτο: - Ἐγώ, δὲ θέλω τίποτα. Δὲν περιμένω τίποτα.
Μερλέτι: - Μὰ τί; Τί λές; Μόνο γιὰ τὶς πονηριές σας καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία σας μοῦ μιλᾶτε.
Τίτο: - ...Κι' ἐξάλλου, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ περιμένεις ἀπὸ κανέναν τίποτα.
Καρλίνο: - Θέλαμε πρῶτα νὰ σὲ πληροφορήσουμε.
Τίτο: - Ἀλλ' ἀφοῦ, προτοῦ νὰ ξέρεις, ἄρχισες ἀμέσως νὰ μιλᾶς γιὰ τὴ βλακεία μας...(Γυρίζοντας πρὸς τὸν Καρλίνο, μανιασμένος). - Περιττὸ νὰ τοῦ ποῦμε ὁ,τιδήποτε ἆλλο. Θὰ τὸ γυρίσει στὴ βλακεία αὐτὸ ποὺ μᾶς συνέβη καὶ θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ προβλέψουμε. (Στὸν Μερλέτι, μανιασμένος). - Ὄχι, ἀγαπητέ μου, οὔτε ἐσὺ οὔτε κανένας ἆλλος θὰ μποροῦσε νὰ τὸ προβλέψει. Εὔκολο εἶναι τώρα νὰ μᾶς θεωρεῖς ἠλίθιους.
Καρλίνο: - Δὲ μποροῦσε νὰ τὸ προβλέψει κανείς.
Μερλέτι: - Θὰ μοῦ πεῖτε, γιὰ τὸ Θεό, τί συνέβη;
Καρλίνο: - Θέλαμε τὴ συμβουλή σου.
Τίτο:- Περιττό, περιττό.
Καρλίνο: (Στὸν Τίτο, μὲ γλυκειὰ ἐπίπληξη). - Πᾶντα θυμώνεις.
Τίτο: - Δὲ μ' ἀρέσει νὰ μὲ παίρνουν γιὰ ἀνόητο.
Μερλέτι: - Ἔλα τώρα, ἠρέμησε. Ἀστειευόμουν.
Τίτο: - Ποτὲ δὲ μοῦ ἔλειψε τὸ τὰκτ στὴ ζωή μου, ἐμένα.
Μερλέτι: - Καλά. Ἀφοῦ τὸ ξέρετε πὼς εἶμαι φίλος σας. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶμαι πάντοτε τῆς γνώμης σας ἀλλὰ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω.
Καρλίνο: - Δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσεις...
Μερλέτι: - Μὰ τί συμβαίνει ἐπιτέλους;
Καρλίνο: (Ἀναστενάζει, σκυθρωπός). - Ἔ,...
Μερλέτι: (Ριψοκινδυνεύει μιὰ ὑποψία). - Μήπως κανένας τρίτος;...
Καρλίνο: (Γρήγοτα, μὲ ἔνταση). - Ὄχι, μωρὲ... Τί λὲς τώρα;
Μερλέτι: - Θέλει νὰ ξαναγυρίσει στὴν Πάδουα;
Τίτο: - Στὴν Πάδουα; Ὄχι, μωρέ. Οὔτε ποὺ τὴ νοιάζει.
Καρλίνο: - Εἶναι πανευτυχὴς ἐδῶ.
Μερλέτι: - Μὰ τότε;
(Σιωπή. Οἱ δυὸ νέοι δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὰ βγάλουν πέρα. Ὁ Καρλίνο προσπαθεῖ νὰ μιλήσει πρῶτος, εἶναι σὲ δύσκολη θέση).
Καρλίνο: - Εἶναι περίπτωση συνείδησης, ξέρεις, περίπτωση σεινήδησης.
Τίτο:- Ποὺ γίνεται σοβαρότερη ἐπειδὴ ἐκείνη εἶναι τόσο καλὴ καὶ τόσο ὑπομονετική.
Καρλίνο: - Λυπημένη, καρτερική.
Μερλέτι: - Τὴ μπουχτίσατε;
Καρλίνο: - Κάθε ἆλλο!
Τίτο: (Ταυτόχρονα). - Ἀπεναντίας.
Μερλέτι: - Ὤ, μὰ τότε, δὲν καταλαβαίνω πιὰ τίποτα.
Τίτο: (Ὕστερ' ἀπὸ σιγή). - Ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς νέας ζωῆς της..., τοῦ ξαναγεννήματος...
Καρλίνο: - ...Τὸ ὁποῖο ὀφείλει σὲ μᾶς, καταλαβαίνεις; Ἀπὸ τὸ πῶς τῆς φερθήκαμε...
Τίτο: - Ἡ δίψα γιὰ ζωή...
Καρλίνο: - Δὲν εἶχε ἀγαπήσει, δὲν εἶχε ἀγαπήσει ξανά ποτέ...
Τίτο: - Κι' ἐνῶ πρῶτα εἶχε στερέψει...
Μερλέτι: (Ἕκρηξη, κατάλαβε ξαφνικά). - Κατάλαβα. Παιδί! Ὤ, αὐτὸ εἶναι! Σᾶς τὸ ὁμολόγησε;
Τίτο: (Δείχνοντας τὸν Καρλίνο). - Τοῦ τὸ εἶπε χτὲς βράδυ.
Καρλίνο: - Ναί - πὼς τὸ φοβότανε δυστυχῶς...
Μερλέτι: - Καὶ δὲν ξέρει τίνος ἀπὸ τοὺς δυό σας εἶναι φυσικά. Καὶ σεῖς... (Τοὺς κοιτάζει θλιμμένους καὶ φαρμακωμένους καὶ παρὰ τὴ θέλησή του τοῦ ἔρχεται νὰ γελάσει).
Τίτο: (Τρέμει, ἀπειλητικός). - Μὴ γελᾶς, Μερλέτι.
Μερλέτι: - Μὰ ὄχι, δὲ γελάω, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε τὸ πρᾶ... (Γελάει). - ...τὸ πρᾶγμα ἀπὸ μόνο του...
Τίτο: (Γυρίζοντας πρὸς τὸν Καρλίνο). - Τὸν βλέπεις; Γελάει.
Μερλέτι: - Μὰ γελάω γιὰ τὸ ἀστεῖο τοῦ πράγματος μόνο.
Τίτο: (Πολὺ θυμωμένος). - Μ' ἐξωθεῖς διαρκῶς νὰ κάνω καμιὰ κουταμάρα.
Μερλέτι: - Ὄχι δὰ, σὲ παρακαλῶ!
Καρλίνο: (Στὸν Τίτο, σὰ νὰ τὸν ἀπωθεῖ μὲ τὰ χέρια). - Περίμενε. Μποροῦσα νὰ φανταστῶ, μπροστὰ σὲ μιὰ τόσο σοβαρὴ περίπτωση...
Μερλέτι: - Μὰ ἐσεῖς...
Τίτο: (Στὸν Μερλέτι). - Ἐσὺ εἶσαι γιὰ γέλοια, ἐσύ, ἐσύ!
Μερλέτι: - Ἐγώ, ἴσως, ἀλλὰ ἡ φύση πιὸ πολύ, πιστέψτε με.
Τίτο: - Κι' ἀφοῦ ξέρω πὼς εἶσαι γελοῖος, θὰ τὰ βάλω μὲ τὸν κύριο Καρλίνο ἀπὸ δῶ, ποὺ ἦρθε νὰ ζητήσει τὴ συμβουλή σου.
Μερλέτι: - Σὲ βεβαιώνω πὼς αὐθόρμητα...γέλασα.
Τίτο: - Ἔ, βέβαια, ἀφοῦ εἶσαι γελοῖος... Τί ἆλλο θὰ ἔκανες;
Μερλέτι: - Ὄχι, ἀλλὰ βλέποντάς σας κανεὶς...
Καρλίνο: (Πειραγμένος). - Πῶς μᾶς βλέπεις δηλαδή; Πῶς μᾶς βλέπεις;
Μερλέτι: - Ἔτσι σοβαρούς! Καὶ βέβαιους πὼς ὅλα σωστὰ τὰ κάνατε, μὲ τόση εὐθυκρισία.
Καρλίνο: - Λοιπόν;
Μερλέτι: - Ἔ, νά, δὲν βλέπεις;... Μπαίνει στὴ μέση ἡ φύση καὶ καταστρέφει ὅλα σας τὰ σχέδια. Νομίζατε πὼς ὅλα τὰ προβλέψατε μὲ σωφροσύνη, καὶ ἡ φύση, πρόβαλε ξαφνικά, σὰ νὰ ξεπετάχτηκε μέσ' ἀπὸ κάποιο κουτί, κρατῶντας ἕνα πλεμόνι καὶ σᾶς βγάζει τὴ γλώσσα. Νὰ λοιπὸν κάτι ποὺ δὲν τὸ εἴχατε προβλέψει! Εἶμαι ἴσως γελοῖος, ἐγώ, ἀγαπητέ μου Τίτο, ἀλλὰ, ἄν ἐγὼ εἶμαι γελοῖος, ἡ φύση εἶναι πιὸ γελοία ἀπὸ μένα, σωστὸς παληᾶτσος. Περιμένω τὰ πᾶντα, ἐγώ, ἀπὸ τούτην τὴν κυρία καὶ σκάω στὰ γέλοια μόνος μου. Ἐσεῖς, ποὺ εἶστε τόσο σοβαροί... τὰ παρεξηγεῖτε ὅλα καὶ μοῦ φαίνεστε γελοῖοι. (Σιωπή). - Καλοί μου φίλοι, πιστέψτε με, εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα
νὰ συμφωνοῦμε μὲ τὴ φύση ποὺ πᾶντα κινδυνεύει κανεὶς, ὅταν πάει νὰ χτίσει κάτι, ὁ,τιδήποτε, πάνω της, τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς τόσο βαρυσήμαντα, ὅπως ἐσεῖς, προκαλεῖ γέλοια πότε-πότε, μὴ σᾶς κακοφαίνεται. Χτίζετε καὶ ξαναχτίζετε, ὥσπου ἔρχεται ἕνας σεισμὸς κι' ὅλα πᾶνε κατὰ διαόλου. (Σιωπή). - Εἶμαι ἴσως ἕνας γελοῖος παληᾶτσος ἀλλὰ ἔχω καὶ κάποια φρόνηση, σὰν ὅλους τοὺς γελοίους παληάτσους. (Σιωπή, πένθιμη ἀπ' ὅλους). - Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε τώρα, πέστε μου τί λογαριάζετε νὰ κάνετε. Ἀρκετὰ σᾶς ἀποθάρρυνα...
Τίτο: (Οὐρλιάζοντας). - Εἴμαστε τρομαγμένοι...ἀλλὰ ὄχι ἀποθαρρυμένοι. (Σιωπή).
Καρλίνο: - Ναί, τρομαγμένοι, τρομαγμένοι.
Μερλέτι: - Τὸ καταλαβαίνω, τὸ καταλαβαίνω πέρα γιὰ πέρα.
  Tίτο: - Δὲν καταλαβαίνεις τίποτα ἀπολύτως, ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις τὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τὴν ἀντρικὴ συνείδησή μας ἡ μητρότητα αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ - καὶ πὼς δὲν μποροῦμε νὰ τῆς τὴν στερήσουμε!...
Μερλέτι: - Σὰ νὰ κάνατε ἔγκλημα!
Καρλίνο: (Γρήγορα, μὲ φρίκη). - Οὔτε μιὰ φορὰ δὲν σκεφτήκαμε νὰ τῆς στερήσουμε τὴ μητρότητα.
Τίτο: - Λέω πὼς ἄν δὲν τῆς τὴν προφυλάξουμε (ἔτσι ὥστε νὰ κρατήσει τὸ παιδί της ὅταν γεννηθεῖ, γιὰ τὴ συνείδησή μας, γιὰ τὴ δική μου τουλάχιστον) θὰ ἤτανε σὰ νὰ θέλαμε νὰ τὴν ἐμποδίσουμε νὰ γίνει μητέρα, - τὸ καταλαβαίνεις αὐτό; Εἶμαι βέβαιος πὼς δὲν τὸ καταλαβαίνεις, δὲ μπορεῖς νὰ τὸ καταλάβεις.
Μερλέτι: (Χαμογελῶντας, πρᾶος). - Μὰ ναί, καταλαβαίνω.
Καρλίνο: - Κι' ἐξάλλου...τὴν ἔχει τρομοκρατήσει καὶ κείνην τὸ γεγονὸς ὅτι δὲ θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ μάθει...
Μερλέτι: - Πράγματι...ἄν εἶναι τοῦ ἑνὸς ἤ τοῦ ἄλλου.
Καρλίνο: - Τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ἀνήκει σ' ἕναν ἀπὸ τοὺς δυό μας.
Τίτο: - Ναί, ἀλλὰ τίνος;
Καρλίνο: - Δὲ μποροῦμε νὰ τὸ ξέρουμε, οὔτε καὶ κείνη, βέβαια.
Μερλέτι: - Τὴ ρωτήσατε τί πιστεύει ἐκείνη;
Καρλίνο: - Μοῦ εἶπε πὼς ὄχι μοναχὰ δὲ μποροῦσε νὰ τὸ βάλει μὲ τὸ νοῦ της ἀλλὰ καὶ φυλαγόταν ἀκόμα μὴν τύχει καὶ τὸ φανταστεῖ.
Μερλέτι: - Καταλαβαίνω. Βρίσκεται μέσα στὰ τέσερά σας χέρια καὶ ἔτσι θέλει νὰ βρίσκεται πᾶντα. Καρλίνο: - Ὄχι ὅμως ἀπὸ συμφέρον! Μπορεῖς νὰ εἶσαι σίγουρος, οὔτε τὸ σκέφτεται κἄν...
Μερλέτι: - Ὡστόσο, πάντοτε μία γυναίκα...
Καρλίνο: - Ὄχι, δὲ σκέφτεται ἔτσι.
Μερλέτι: - Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι...ὡστόσο, ἀκόμα καὶ στὴν ὑποσυνείδητη ἐγκατάλειψη...
Τίτο: (Θυμωμένος). - Ἔ, τί;
Μερλέτι: - Θεέ μου, ὄχι ἐκείνη...ἀλλὰ τὸ σῶμα της, εἶναι φανερὸ ὅτι...
Καρλίνο: - Ἀφοῦ λές: στὸ ὑποσυνείδητο.
Τίτο: (Στὸν Καρλίνο). - Ἄφησέ τον νὰ τελειώσει... (Στὸν Μερλέτι). - Εἶναι φανερὸ ὅτι...
Μερλέτι: - Νά, ὅτι τὸ σῶμα της - ὄχι ἐκείνη ἀλλὰ τὸ σῶμα της - θὰ πρέπει νὰ ἀφέθηκε στὸν ἕναν περισσότερο ἀπ' ὅσο στὸν ἆλλο...
Καρλίνο: - Πᾶς τώρα νὰ γεννήσεις τὴ ζήλεια ἀνάμεσα σὲ μᾶς τοὺς δύο;
Μερλέτι: - Ὄχι, ὄχι ζήλεια, εἶσαι τρελλός...Ἐφ' ὅσον δὲν ὑπάρχει προδοσία δὲν ὑπάρχει οὔτε ζήλεια. Τὸ πολὺ-πολὺ κάποιο γινάτι τοῦ κορμιοῦ της, κάποια ἀδυναμία.
Τίτο: - Ὑποβόσκουσα; Ναί, ἐγὼ τὴν ἔνιωσα αὐτὴ τὴν ἀδυναμία.
Καρλίνο: - Γιατί ἀδυναμία; Γιατί; Δὲν εἶναι δικό της τὸ λάθος.
Μερλέτι: - Κανενὸς δὲν εἶναι τὸ λάθος.
Τίτο: - Δὲ μιλήσαμε γιὰ λάθος.
Μερλέτι: - Ἐφ' ὅσον δὲν τὸ ἤθελε...ἀκόμα κι' ἄν τὸ αἰσθάνθηκε.
Τίτο: (Σκεπτικός). - Θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ πεῖ πάντως ἄν ὑποψιάζεται τίποτα.
Καρλίνο: - Μὰ δὲν ὑποψιάζεται τίποτα. Δὲ μπορεῖ νὰ πεῖ τίποτα. Μοῦ τὸ ὁρκίστηκε! Τὴν πίεσα νὰ ὁμολογήσει! (Στὸν Τίτο). - Τὸ ξέρεις. (Γυρίζοντας στὸν Μερλέτι). - Καὶ οἱ δύος μας, τὴ νύχτα αὐτή, κατασταλάξαμε σὲ τοῦτο τὸ συμπέρασμα: πὼς ἄν ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος μποροῦσε νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα πὼς τὸ παιδὶ εἶναι δικό του, δὲ θὰ δίσταζε οὔτε στιγμὴ νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τοῦ παιδιοῦ, πείθοντας τὸν ἆλλο νὰ ἀποσυρθεῖ!
Μερλέτι: - Αὐτὸ τὸ εἶπες καὶ σὲ κείνην;
Καρλίνο: - Ναί, φυσικά, προτοῦ μάλιστα τὸ κουβεντιάσουμε μὲ τὸν Τίτο. Ἐγὼ ἔτσι αἰσθάνομαι, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Τίτο βέβαια.
Μερλέτι: - Καὶ κείνη, τί ἀπάντησε;
Καρλίνο: - Πὼς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κάτι ποὺ δὲν ξέρει. Ἔχει μείνει ἐμβρόντητη. Δὲ μπορεῖ νὰ ὑποθέσει τίποτα, τίποτα, ἀφοῦ μάλιστα δὲν τὸ περίμενε ποτέ, ὕστερ' ἀπὸ τέτοια ζωὴ ποὺ ἔκανε, νὰ τῆς συμβεῖ ἕνα τέτοιο πρᾶγμα. Τῆς φαίνεται σὰ...Ἔτρεμε ὁλόκληρη, τρομαγμένη γιὰ τὸν ἑαυτό της, μὲ τὸν φόβο γιὰ μᾶς...καὶ μαζύ, ἤθελε...
Μερλέτ: - Φυσικὰ...τὸ μητρικό της ἔνστικτο ποὺ ξυπνᾶ... (Σύντομη σιωπή).
Τίτο: - Τί κατάσταση! καὶ γιὰ κείνην καὶ γιὰ μᾶς!
Καρλίνο: - Τί νὰ κάνουμε;
Μερλέτι: (Γρήγορα). - Ναί. ἐγὼ...
Τίτο: - Ἐσύ;
Μερλέτι: - Θὰ ἔπαιρνα γρήγορα τὴν ἀπόφαση. Φίλοι μου, δὲν θὰ τὸ σκεφτόμουν καὶ πολὺ ἐγώ.
Τίτο; - Τί θὰ ἔκανες ἐσύ; Σ' ἀκοῦμε...
Μερλέτι: (Μιὰ χειρονομία νὰ διώξει αὐτὴ τὴ σκέψη). - Στὸ διάβολο, στὸ διάβολο...
Καρλίνο: - Αὐτὸ ποὺ εἶπα κι' ἐγώ!
Τίτο: - Στὸ διάβολο τὸ παιδί, ὅπως γίνεται μὲ τὰ ζῶα, σὰ νὰ ἤτανε σκύλα ἤ γάτα;
Καρλίνο: - Δὲν θὰ τὴ μεταχειριστοῦμε κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο.
Μερλέτι: - Δὲν χάθηκαν ὅμως τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, τὰ βρεφοκομεῖα, ὅπου ἀφήνουν τὰ παιδάκια...
Καρλίνο: - Ἀκριβῶς τὰ λόγια μου.
Μερλέτι: (Στὸν Τίτο). - Δὲν σκέφτεσαι βέβαια πὼς μπορεῖτε νὰ κρατήσετε τὸ παιδὶ μισὸ-μισό, οἱ δυό σας, χωρὶς νὰ ξέρετε ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας; Ὅταν μιὰ τέτοια δυστυχία τυχαίνει σὲ μιὰ γυναίκα, τὸ πρόβλημα λύνεται στὰ γρήγορα, τὸ παιδὶ ἀνήκει πᾶντα στὸν σύζυγο καὶ ἄν ὁ σύζυγος ἔχει τίποτα ὑποψίες μπορεῖ κάλλιστα νὰ διώξει τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του, ὁπότε τὸ παιδὶ ἀνήκει στὸν ἐραστή. Ἀνήκει πᾶντα σὲ κάποιον, ἔστω κι' ἄν ἡ γυναίκα δὲν εἶναι ἡ ἴδια σίγουρη... Ὅμως, γιὰ σᾶς, τὸ πρᾶγμα εἶναι διαφορετικό. Ἡ γυναίκα σᾶς ἀνήκει καὶ στοὺς δύο ἐξίσου, τὸ παιδὶ ὅμως ὄχι. Εἶναι ἤ τοῦ ἑνὸς ἤ τοῦ ἄλλου. Καθὼς ὅμως δὲ μπορεῖτε νὰ τὸ μάθετε αὐτὸ, εἶναι φῶς-φανάρι πὼς δὲν μπορεῖτε καὶ νὰ τὸ κρατήσετε καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἆλλος. Ἐσὺ ἤ ἐκεῖνος; Ὅμως ἐσὺ δὲ θὰ θέλεις νὰ ἔχεις ἕνα παιδὶ ποὺ ἴσως εἶναι δικό του, καὶ κεῖνος, πάλι, δὲ θὰ θέλει ἕνα παιδὶ ποὺ ἴσως εἶναι δικό σου.
Καρλίνο: - Πολὺ σωστά.
Τίτο: - Ὑπέροχοι συλλογισμοί. Πολὺ σωστοί. Αὐτοὺς κοπανάγαμε ὅλη νύχτα καὶ οἱ δυό μας ὥσπου ἔγινε τὸ κεφάλι μας καζάνι. Ὅσο σκέφτομαι ὅμως τί ἐνέργεια ἐπιβάλλουν αὐτοὶ οἱ συλλογισμοί, μὲ κυριεύει φρίκη. Ἡ συνείδησή μου ἐπαναστατεῖ. Δὲν θὰ τολμήσουμε ποτὲ νὰ τὸ ποῦμε στὴ Μελίνα.
Μερλέτι: - Δὲν εἶναι ἴσως ἀπαραίτητο νὰ τῆς τὸ πεῖτε ἀμέσως.
Καρλίνο: (Στὸν Τίτο, χαρούμενος). - Βλέπεις; Ἀκριβῶς ὅ,τι σοῦ ἔλεγα.
Τίτο: (Σὰν νὰ τὸν δάγκωσε φίδι). - Δηλαδὴ τὸν φώναξες ἐδῶ γιὰ νὰ σοῦ δώσει τὴ χαρὰ νὰ ἐπαναλάβει ὅ,τι μοῦ ἔλεγες. Ἀλλὰ ἐγώ, ποὺ εἶμαι φύση εὐερέθιστη, ἐνῶ ἐσὺ χαίρεσαι, ἐγώ, βασανίζομαι ἀκόμα περισσότερο, γι' αὐτὸ φεύγω, σ' ἀφήνω νὰ νανουρίζεσαι μὲ τὴν ὡραία παρηγοριὰ ποὺ σοῦ ἔδωσε. Δὲν ἀντέχω ἆλλο.(Ξεκρεμάει τὸ καπέλο του καὶ φεύγει ἔξαλλος).
Καρλίνο: - Δὲν μπορεῖς νὰ κουβεντιάσεις μαζύ του.
Μερλέτι: - Περίεργος ἄνθρωπος.
Καρλίνο: - Ἀκόμα κι' ἄν κάποιος ἔχει τὶς ἴδιες ἀπόψεις μ' αὐτόν, μπαροῦτι γίνεται. Μπορεῖς νὰ εἶσαι σίγουρος ὅτι σκέφτεται ἀκριβῶς ὅπως ἐσὺ καὶ γώ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν ἀντιλέγει καθόλου, μόνο θυμώνει, παίρνει φωτιὰ καὶ φεύγει, καθὼς βλέπεις. Τοῦ εἶπα: "Θὰ ὑπάρχει κάποιος τρόπος ἴσως νὰ τὴν κάνουμε νὰ τὸ καταλάβει σιγὰ-σιγά, τὸ δυστυχισμένο μας τὸ κορίτσι.
Μερλέτι: - Ἀσφαλῶς, γιατὶ τάχα ἄτσαλα; Λέει γιὰ γάτα...γιὰ σκύλα, ἐνῶ ὑπάρχει τρόπος.
 
Καρλίνο: - Ἀγαπητέ μου, λὲς τὰ λόγια μου ἀκριβῶς. Σὲ εὐγνωμονῶ γι' αὐτό. "Ὑπάρχει τρόπος", ἔτσι εἶπα στὸν ἑαυτό μου.
Μερλέτι: - Ναί, ὁ τρόπος νὰ τὴν κάνετε νὰ καταλάβει. Ἀλλὰ θὰ τὸ καταλάβει μᾶλλον μόνη της - πὼς εἶναι ἀνάγκη...
Καρλίνο: - Ἀνάγκη, νά, ἀκριβῶς ἡ λέξη ποὺ χρησιποποίησα. Ἄσε με νὰ σὲ φιλήσω. (Τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν φιλεῖ).
Mερλέτι: (Γελῶντας). - Εὐτυχῶς ποὺ ἔφυγε.
Καρλίνο: - Ἔχει λυσσάξει ἀκόμα καὶ μ' αὐτὲς τὶς διαχύσεις εὐγνωμοσύνης μου, ποὺ ὁ Θεὸς ξέρει ἄν δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς! Τὸν ἄκουσες ποὺ εἶπε: ὑποκρισία; Ὅταν κάτι ἐκεινοῦ τοῦ πάει πρίμα, ἐγὼ χαίρομαι. Ἀλλὰ, ἄν ἐμένα μοῦ τύχει κάτι, ἐκεῖνος θυμώνει! (Κάποιος χτυπᾶ τὴν πόρτα). - Περᾶστε.
(Ἡ κα Πεντόνι μπαίνει, μὲ καπέλο, σταματᾶ μπροστὰ στὴν πόρτα).
Κα Πεντόνι: - Ἐπιτρέπετε; Τέτοια ὥρα, καθὼς βρίσκεστε πᾶντα στὸ γραφεῖο, συγυρίζουμε τὸ δωμάτιο. Θὰ ἤθελα νὰ ξέρω ἄν δὲν θὰ πᾶτε στὸ γραφεῖο σήμερα, γιατὶ πρέπει νὰ βγῶ, ξέρετε.
Καρλίνο: - Ὄχι, κυρία Ἐλβίρα, δὲν πάω στὸ γραφεῖο σήμερα. Δὲν ἔκλεισα μάτι ὅλη νύχτα καὶ θὰ ἤθελα νὰ ξεκουραστῶ λιγάκι.
Κα Πεντόνι: - Ὡραῖα. Τότε θὰ βγῶ. Θὰ συγυρίσουμε ἅμα γυρίσω.
Καρλίνο: - Μάλιστα. Εὐχαριστῶ. Στὸ καλό. Γειά σας, κυρία Ἐλβίρα.
Κα Πεντόνι: - Ἀριβεντέρντσι, κύριοι. (Φεύγει, κλείνει τὴν πόρτα).
Καρλίνο: - Ὁ Τίτο σίγουρα ἔτρεξε στὸ ὑπουργεῖο νὰ τοὺς εἰδοποιήσει. Καθυστέρησε κι' ἐκεῖνος, βλέπεις. Εἴχαμε ἀποφασίσει νὰ ζητήσουμε ἄδεια γιὰ σήμερα.
Μερλέτι: - Γιὰ σοβαρὴ οἰκογενειακὴ ὑπόθεση, ποὺ λέει ὁ λόγος.
Καρλίνο: - Μὴ γελᾶς, σὲ παρακαλῶ, μπροστὰ στὸν Τίτο τουλάχιστον.
Μερλέτι: - Μά, δὲ γελάω. Μονάχα, νά, δὲ θὰ ἤθελα νὰ παίρνετε τὸ πρᾶγμα τόσο τραγικά. Στὸ κάτω-κάτω δὲν πρόκειται καὶ γιὰ...
Καρλίνο: - Ὄχι, ὄχι, κάνεις λάθος. Δὲν ξέρεις τὴ Μελίνα. Ἄσε κατὰ μέρος τὸ αἴσθημά μας γι' αὐτήν. Σὲ βεβαιώνω πὼς εἶναι πολὺ σοβαρὴ ὑπόθεση. Ὡστόσο πρέπει νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε θαρραλέα. Στὸ μεταξύ, ἄκουσέ με: ὁ Τίτο θὰ ἀργήσει νὰ ἐπιστρέψει. Θὰ ἤθελα νὰ πέσω στὸ κρεβάτι μου καὶ νὰ κοιμηθῶ τουλάχιστον μιὰν ὥρα. Πάρ' τονε στὸ δωμάτιό σου. Γιατὶ ἔτσι κι' ἔρθει, χαιρετίσματα - ποῦ νὰ κοιμηθῶ!
Μερλέτι: - Ἔγινε! Φεύγω κι' ἐγὼ νὰ ντυθῶ.
Καρλίνο: - Καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείσεις, ξέρεις πῶς, χωρὶς νὰ θυμώσει, ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε ὅπως εἴπαμε ἐσὺ κι' ἐγὼ, ὅτι εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ γλυτώσουμε.
Μερλέτι: - Ἀριβεντέρντσι.
Καρλίνο: - Σὲ παρακαλῶ, ξέρεις πῶς. (Ὁ Μ. πάει νὰ βγεῖ, ὁ Κ. τὸν σταματάει). - Ὄχι πὼς θὰ πιαστοῦμε ἀπ' αὐτὸ, ἀλλὰ πές μου κάτι ἐμπιστευτικῶς: ἐσύ, ἄν ἤσουνα γυναίκα...
Μερλέτι: (Ξεσπάει σὲ γέλοια). - Ἐγώ; Βρίσκεις πὼς θὰ μποροῦσα νὰ εἶμαι γυναίκα;
Καρλίνο: - Ὄχι. Θέλω νὰ πῶ, γνωρίζεις τόσες γυναῖκες καὶ τὶς γνωρίζεις καλὰ ἐσύ, μπορεῖς νὰ ξέρεις τί προτιμοῦν σ' ἕναν ἄντρα - τὴ δύναμη, ἔ;
Μερλέτι: - Ὤ! Εἶναι βέβαιο πὼς ἡ δύναμη... Μά, γιατί ρωτᾶς;
Καρλίνο: - Γιὰ τὴν ἀδυναμία ποὺ ἔλεγες, ὄχι τῆς Μελίνας, ἀλλὰ τοῦ κορμιοῦ της ὑποσυνείδητα...
Μερλέτι: - Ἄ, κατάλαβα!...
Καρλίνο: - Μεταξύ μας τώρα, βρίσκεις πὼς ὁ Τίτο μπορεῖ νὰ δώσει σὲ μιὰ γυναίκα τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ μένα;
Μερλέτι: - Ἔχεις μιὰ συγκεκριμένη ὑποψία;
Καρλίνο: - Ὄχι, καμία γιὰ τὴ Μελίνα, μιλᾶμε γιὰ ὑποσυνείδητη ἕλξη. Ἐσὺ μᾶς ἔδωσες τὴν ἰδέα.
Μερλέτι:- Ναί, ἀλλὰ ξέρεις, ἀπὸ φυσικὴ ἄποψη, ἄν κρίνουμε ἀπὸ... (Δισταχτικά). - Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ Τίτο...
Καρλίνο: - Ἔχει κάτι πιὸ ἐνεργητικό.
Μερλέτι: - Ναί, πιὸ ἐνεργητικό. Εἶναι ὁλόκληρος, πῶς νὰ τὸ πῶ...πιὸ ξεκάθαρος, πιὸ ἀποφασισμένος. Καὶ ὅ,τι μιὰ γυναίκα δὲν ὑποφέρει σ' ἕναν ἄντρα, εἶναι μιὰ κάποια μαλθακότητα, μιὰ κάποια δειλία...
Καρλίνο: - Ξέρεις ὅμως ὅτι δὲν εἶμαι δειλός, δὲν ἔχω καμιὰ μαλθακότητα μὲ τὶς γυναῖκες, ὄχι, καμιά.
Μερλέτι: - Εἶμαι σίγουρος.
Καρλίνο: - Καὶ τὴν περίφημη αὐτὴ ἀδυναμία, ἐγὼ δὲν τὴν αἰσθάνθηκα. Ἐκεῖνος, ναί, τὴν αἰσθάνθηκε. Εἶναι παράξενο, γιατὶ ἀναρωτιέμαι ἄν ὅλες οἱ τύψεις του δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, νιώθοντας τὸν ἑαυτό του δυνατότερο ἀπὸ μένα καὶ συνεπῶς πιὸ ἑλκυστικὸ...
Μερλέτι: - ...Νιώθει πὼς τὸ παιδὶ εἶναι δικό του.
Καρλίνο: - Ἀναρωτιέμαι. Πῶς ἐξηγεῖται ὅμως ἡ ἀδυναμία ποὺ αἰσθάνεται ἐκεῖνος καὶ δὲν αἰσθάνομαι ἐγώ;
Μερλέτι: - Ἐξηγεῖται. Πιστεύει, ἴσως, κατὰ βάθος, πὼς τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ εἶναι δικό σου.
Καρλίνο: - Ὄχι, ἐγὼ δὲν ξέρω τίποτα, δὲν ξέρω τίποτα. Ὅλα εἶναι πιθανά. Δὲ νομίζεις;
Μερλέτι: - Ὅταν ὅμως ὑπάρχει ἀμφιβολία; (Ὑπονοεῖ "δὲν τολμᾶς νὰ διαβεβαιώσεις").
Καρλίνο: - Μάλιστα, ὅταν ὑπάρχει ἀμφιβολία...
Μερλέτι: - Ἀρκετά. Ἄφησέ με νὰ φύγω. Γειά σου. (Φεύγει).
(Ὁ Καρλίνο μένει μόνος, μπροστὰ στὸν καθρέφτη, καὶ κοιτάζεται. Δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ πὼς κάποιος τὸν βλέπει μὲ οἶκτο. Παίρνει στάση ἐνεργητική, ἀποφασιστική, συνωφρυώνεται, προβάλλει τὸ πηγοῦνι. Σηκώνει τὸ ἕνα του χέρι, ξύνει τὸ πρόσωπό του μὰ τὰ νύχια του καὶ κυρτώνει τὸ κορμί του).
(Αὐλαία). 
* * * *
Πράξη Δεύτερη.
(Τὸ ἴδιο σκηνικό, ἐννέα μέρες ἀργότερα. Ὁ Καρλίνο ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι μὲ τὶς πυτζάμες. Ὁ γιατρὸς τὸν στηθοσκοπεῖ. Ἡ κα Πεντόνι παρευρίσκεται. Εἶναι σχεδὸν μεσημέρι).
Γιατρός: - Πᾶρτε ἀναπνοή.
Καρλίνο: (Ἀναπνέεει βαθειά).
Γιατρός: (Βάζει τὸ αὐτί του στὸ στῆθος τοῦ Καρλίνο). - Ἀναπνοή.
Καρλίνο: - Τὸ κεφάλι μου γυρίζει λιγάκι.
Γιατρός: - Δὲν εἶναι τίποτα. Ἐντελῶς τίποτα. Οὔτε οἱ βρόγχοι οὔτε οἱ πνεύμονες.
Καρλίνο:- Θεέ μου, ἔτσι εἶναι, δὲν αἰσθάνομαι πιὰ τίποτα. Κάποια μικρὴ συμφόρηση, ἕνας πυρετάκος.
Γιατρός: - Σταθεῖτε, νὰ δῶ λίγο τὴ σπλήνα σας.
Καρλίνο: - Γιατί τὴ σπλήνα μου;
Γιατρός: - Νὰ δῶ ἄν εἶναι στὴ θέση της.
Καρλίνο: (Τρομάζει). - Ὤ, Θεέ μου...
Κα Πεντόνι: - Ἀφῆστε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει τὴ δουλειά του, γιὰ τὸ Θεό!
Γιατρός: - Θὰ μποροῦσε, μὲ τὸν πυρετό, νὰ εἴχατε καὶ κάποια μικρὴ μόλυνση, καὶ τότε ἀσφαλῶς ἡ σπλήνα νὰ εἶναι πρησμένη... (Ἐγγίζει βαθειὰ τὸ στομάχι ἀριστερά). - Ὄχι, τίποτα. Στὴ θέση της ἐντελῶς.
Κα Πεντόνι: - Δόξα Σοι ὁ Θεός!
Καρλίνο: - Αὔριο τὸ πρωὶ ξαναγυρίζω στὸ γραφεῖο. (Σηκώνεται. Ὁ Τίτο γυρίζει ἀπὸ τὴ δουλειά).
Τίτο: - Ἄ! Καλημέρα, γιατρέ.
Γιατρός: - Καλημέρα.
Τίτο: - Πῶς πάει;
Γιατρός: - Καλὰ εἶναι.
Τίτο: (Στὴν κα Πεντόνι). - Τό 'λεγα ἐγώ, δὲν ἔχει τίποτα. Μιὰ συμφορισούλα μοναχά.
Καρλίνο: - Ἔ, καὶ γὼ τὸ ἔλεγα.
Τίτο: - Ἄ, ὄχι, ἐσύ, ἔβλεπες κιόλας τὸν ἑαυτό σου νεκρό!
Καρλίνο: - Ἔ, ὄχι κι' ἔτσι. Ὄχι κι' ἔτσι.
Τίτο: - Καὶ ξέρετε, γιατρέ, πῶς συναχώθηκε; Ἐπειδὴ μὲ εἶδε νὰ βγαίνω χωρὶς πανωφόρι καὶ θέλησε καὶ κεῖνος νὰ βγεῖ χωρὶς παλτό.
Καρλίνο: - Μὰ ὄχι, ἔκανε πολλὴ ζέστη πρῶτα, καὶ ὕστερα ἡ θερμοκρασία ἄλλαξε ἀπότομα. Δὲ θ' ἀρνηθεῖς τώρα ὅτι ἐσὺ συναχώνεσαι πιὸ εὔκολα ἀπὸ μένα. Νά, ἄς τὸ πεῖ ἡ κυρία Ἐλβίρα ἀπὸ δῶ.
Τίτο:- Ἐγώ;
Καρλίνο: - Μάλιστα, ἐσύ.
Τίτο: - Ναί, κανένα συναχάκι ποῦ καὶ ποῦ...ἀλλὰ ποτὲ συμφόρηση.
Γιατρός: (Στὸν Καρλίνο, χαμογελῶντας). - Νὰ εἶστε προσεχτικός, εἴσαστε λιγάκι λεπτεπίλεπτος.
Καρλίνο:- Ὤ, δὲν εἶμαι καὶ τόσο λεπτεπίλεπτος! Ἄκου τί λέει, - λεπτεπίλεπτος! Σίδερο εἶμαι στὴν ὑγεία μου. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει τὸν κύριο ἀπὸ δῶ!
Τίτο: - Ἄν τὸ νομίζεις καὶ τὸ θέλεις...
Γιατρός: - Λοιπὸν, φεύγω.
Καρλίνο: - Γιατρέ, ὡραία μέρα σήμερα. Ἐννέα μέρες κάθομαι μέσα, δὲ μπορῶ ἄλλο.
Γιατρός: - Κιόλας; Νὰ βγεῖτε;
Τίτο: - Μὰ ὄχι, θά 'ταν ἀπερισκεψία.
Καρλίνο: - Μόνο νὰ βγῶ νὰ φάω κάτι, στὴν πόλη. Ν' ἀνασάνω λίγο, - καὶ γυρίζω ἀμέσως.
Γιατρός: - Ὄχι, ὄχι. Καλλίτερα καὶ σήμερα νὰ μείνετε στὸ σπίτι. Αὔριο πᾶτε πάλι δουλειά.
Κα Πεντόνι:- Ἀκοῦστε δὰ καὶ τὸν γιατρό, ντροπή...
Γιατρός: - Παραστικά σας.
Κα Πεντόνι: - Νὰ σᾶς συνοδέψω, γιατρέ.
(Ὁ γιατρὸς φεύγει, τὸν ἀκολουθεῖ ἡ Πεντόνι ποὺ ἐπιστρέφει ἀμέσως).
Καρλίνο: - Θὰ μποροῦσε, Μεγαλοδύναμε, νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ βγῶ μιὰ ὡρίτσα!
Κα Πεντόνι: (Ἐπιστρέφοντας). - Θὰ σᾶς σερβίρω καὶ τοὺς δύο στὸ δωμάτιο.
Τίτο: - Ὄχι, ἐμένα ὄχι, δὲν χρειάζεται πιά, πάω στὸ ἑστιατόριο.
Κα Πεντόνι: (Στὸν Καρλίνο). - Τότε, ἐσᾶς μόνο. Νὰ δεῖτε τί ὡραῖο κοτόπουλο στιφάδο σᾶς ἑτοίμασα, Θὰ φᾶτε τὸ μισὸ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ ἆλλο μισὸ τὸ βράδυ. Καὶ μιὰ σούπα, μμμμ!... (Βγαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα στὸ βάθος).
Τίτο: - Θά 'ρθω πάλι νὰ σὲ δῶ πρὶν πάω στὸ γραφεῖο.
Καρλίνο: - Ὄχι δά, μὴν κάνεις τὸν κόπο!
Τίτο: - Ποῦ ξέρεις, μπορεῖ νὰ χρειάζεσαι τίποτα...
Καρλίνο: - Ὄχι, τί θέλεις νὰ χρειάζομαι; Τίποτα, εὐχαριστῶ.
Τίτο: - Θὰ ξαναπεράσω. Εἶναι πολὺ νωρὶς ἀκόμη κι' ὥς τὶς τρεῖς δὲν θὰ ξέρω τί νὰ κάνω.
(Κάθονται κι' οἱ δυό τους, ὁ καθένας σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ, μπροστὰ στὴ σκηνή, μὲ τὸ πρόσωπο γυρισμένο πρὸς τὸ κοινό, εἶναι σιωπηλοὶ καὶ ἀποκαμωμένοι).
Καρλίνο: (Κάνει μιὰν ἐρώτηση ποὺ ξέρει ὅτι εἶναι περιττὴ καὶ γνωρίζει τὴν ἀπάντησή της). - Τίποτα;
Τίτο: - Τίποτα.
Καρλίνο: - Δὲν προσπάθησες νὰ τῆς μιλήσεις ξανά;
Τίτο: - Ὄχι. (Παύση). - Κάνω σὰ νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα, σὰ νὰ μὴν τὸ σκέφτομαι, σὰ νὰ μὴν ἔδινα σημασία στὸ πρᾶγμα. (Παύση). - Ἴσως εἶναι καλλίτερα νὰ προσφερθεῖ ἄλλη εὐκαρία, ἕνα φυσικώτερο πρόσχημα.
Καρλίνο: - Ἔ, ὅσο γι' αὐτήν, δὲν βλέπω νὰ μᾶς δίνει ἡ ἴδια λαβὴ νὰ...
Τίτο: (Ἀρχίζει νὰ θυμώνει). - Ναί, ἀλλὰ ἐγώ, ἀπὸ τὴν πλευρά μου, δοκίμασα ἤδη μία φορά.
Καρλίνο: (Ὕστερ' ἀπὸ σιωπή). - Γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, ἐγὼ δὲν πῆγα καθόλου.
Τίτο: - Μπορεῖς νὰ δοκιμάσεις αὔριο. Ἀλλὰ θὰ δεῖς ὅτι θ' ἀλλάξει κουβέντα, ἀκόμα καὶ μὲ σένα.
Καρλίνο: - Καὶ ὡστόσο, πρέπει ν' ἀρχίσουμε νὰ τὴν προετοιμάζουμε...
(Ἡ κα Πεντόνι ξαναγυρίζει μ' ἕναν δίσκο μὲ ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ σερβίρει ἕναν ἄρρωστο στὸ δωμάτιό του).
Κα Πεντόνι: (Στὸν Τίτο). - Ἄ! Ἐδῶ εἴσαστε ἀκόμη;
Τίτο: (Σηκώνεται). - Φεύγω.
Καρλίνο: - Καὶ κοίταξε... μὴν ἀνησυχεῖς γιὰ μένα.
Τίτο: - Ἄν μοῦ μείνει καιρός, ξανάρχομαι. Γειά σου.
Καρλίνο: - Γειά σου.
Τίτο: (Πρὶν βγεῖ). - Γειά σας, κυρία.
Κα Πεντόνι: - Γειά σας, κύριε. (Μόλις βγεῖ ὁ Τίτο). - Πάλι καλὰ ποὺ καταδέχτηκε νὰ μὲ χαιρετήσει μπροστὰ στὴν πόρτα.
Καρλίνο: - Πιστέψτε με, κυρία Ἐλβίρα, δὲν σκέφτεται πιὰ νὰ ἐγκαταλείψει ὅπως κι' ἐγὼ ἄλλωστε τὸ δωμάτιό σας.
Κα Πεντόνι: - Ἄ, μάλιστα. Ἄς πάρει μιὰν ἀπόφαση. Δὲν πετᾶνε ἔτσι τὶς κουβέντες τους...
Καρλίνο: - Μείνετε ἥσυχη, ὄχι σᾶς, λέω, δὲν φεύγει. Ἕναν χρόνο εἴμαστε δῶ κι' ἔχουμε συνηθίσει.
Κα Πεντόνι: - Νὰ εἴσαστε σίγουροι πὼς δὲν θὰ βρεῖτε ἀλλοῦ καλλίτερα. Τολμῶ νὰ τὸ λέω καὶ μόνη μου. Ἐδῶ εἴσαστε μέσα σὲ οἰκογένεια καὶ ἄν ξαναγίνετε οἱ καλοὶ νέοι ποὺ ἤσασταν ἄλλοτε...- τέλος πάντων! Γιὰ τὸ καλό σας, τὸ λέω. Πάω τώρα νὰ φέρω τὴ σούπα.
(Βγαίνει μὲ τὸν δίσκο της ἀπὸ τὴν πόρτα στὸ βάθος ἀφοῦ ἔστρωσε τὸ σερβίτσιο. Ὁ Κ., μόνος του, κάνει ἕνα-γύρω τὸ δωμάτιο, σκεφτικός. Κάποια στιγμὴ σταματᾶ καὶ φωνάζει:)
Καρλίνο: - Γιὰ τὸ Θεό! Ἐννέα μέρες... (Καὶ ξαναρχίζει νὰ κόβει βόλτες, ὕστερα σταματᾶ ξανά). - Καὶ νὰ θέλει, ὁ κύριος, νὰ τῆς ἐξηγήσω ἐγὼ... (Πλησιάζει στὸ τραπέζι, παίρνει ἀδιάφορα ἕνα ψωμάκι, κόβει ἕνα κομματάκι καὶ τὸ φέρνει στὸ στόμα. Ἡ κα Πεντόνι ἔρχεται πάλι μὲ μιὰ σουπιέρα στὸ δίσκο της).
Κα Πεντόνι: - Ὡραῖα, ὅλα ἕτοιμα, καθῖστε!
Καρλίνο: ([Ἐνῶ κάθεται). - Ἄ! Πολὺ ὡραῖα, κυρία Ἐλβίρα, κι' ἔχω μιὰ πείνα!...
Κα Πεντόνι: - Ἄφησα μέσα στὴ σουπιέρα τὸ μισὸ κοτόπουλο γιὰ νά 'ναι ζεστό. Τώρα, σᾶς σερβίρω. Τέτοια σούπα! Εὐωδιάζει, ἔτσι; Θὰ σᾶς δυναμώσει. Ἔλᾶτε, δοκιμᾶστε!...
Καρλίνο: - Θαῦμα, μμμ...ἐξαιρετικό. Θά 'θελα νὰ ρίξω μέσα ψωμάκια...
Κα Πεντόνι: - Ἀμέ, θὰ σᾶς φέρω ἆλλο ψωμάκι γιὰ τὸ κοτόπουλο.
Καρλίνο: - Ἀχά, κάτι στέρεο...νὰ δουλέψουν τὰ δόντια.
Κα Πεντόνι: - Κοιτᾶξτε, σᾶς ἔφερα καὶ πορτοκάλι.
Καρλίνο: - Εὐχαριστῶ, τὸ εἶδα.
Κα Πεντόνι: - Καὶ... μιὰν ἔκπληξη - μετὰ τὸ κοτόπουλο.
Καρλίνο: - Ἔκπληξη;
Κα Πεντόνι: - Ἕνα ποτηράκι παληὸ Μαρσαλά... ἀπὸ κεῖνο ποὺ μισοκλείνεις τὰ μάτια σου...
Καρλίνο: - Ὤ, χᾶρμα, μὰ τὴν ἀλήθεια! Εὐχαριστῶ, ἀγαπητὴ κυρία Ἐλβίρα. Ἕνα ποτηράκι Μαρσαλὰ εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς μοῦ χρειαζόταν. Πάρα εἴσαστε καλή.
Κα Πεντόνι: - Ξέχασα τὸ ἁλάτι, περιμένετε...Θὰ θέλατε ἴσως νὰ βάλετε στὸ κοτόπουλο. (Φεύγει γρήγορα ἀλλὰ λίγο μετὰ ἀκούγεται μιὰ κραυγή). - Ἄ, ὄχι, ὄχι, ὄχι ἐδῶ! Δὲν θὰ μπεῖτε ἐδωμέσα! Νὰ μοῦ λείπουν τέτοιες ἱστορίες μὲς τὸ σπίτι μου! Βγεῖτε ἔξω, δεσποινίς! Δὲν θὰ ἀνεχθῶ...
Καρλίνο: (Τρέχοντας στὴν πόρτα). - Τί συμβαίνει;
Κα Πεντόνι: - Ὤ! Μία ἐπίσκεψη ποὺ δὲν τὴν ἀνέχομαι καθόλου, κύριε Σάννι.
Καρλίνο: (Θυμώνει βλέποντας τὴ Μελίνα στὴν πόρτα). - Μά, ἐλᾶτε τώρα, σᾶς παρακαλῶ! (Τρέχει καὶ πιάνει τὴ Μελίνα ἀπὸ τὸ μπρᾶτσο). - Πῶς τολμᾶτε νὰ ἐμποδίζετε... (Μπάζει τὴν Μελίνα στὸ δωμάτιο). Ἐλᾶτε, δεσποινίς, σᾶς παρακαλῶ. (Ἡ Μελίνα μπαίνει, λίγο χαμένη, μ' ἕνα μεγάλο πακέτο στὴ μασχάλη).
Κα Πεντόνι: (Προσπαθῶντας σχεδὸν νὰ τῆς φράξει τὸν δρόμο). - Σᾶς λέω, δὲν μπορῶ νὰ ἀνεχθῶ...
Καρλίνο: - Προσέξτε, γιὰ τὸν Θεό, μὴ τὴν ἀγγίξετε!
Κα Πεντόνι: - Τότε, νὰ βγεῖ ἔξω! Ἔξω άπὸ δῶ!
Καρλίνο: - Δὲ μπορεῖτε νὰ ἐμποδίζετε κάποιον ποὺ ἐπισκέπτεται ἕναν ἄρρωστο.
Κα Πεντόνι: - Αὐτὲς δὲν λέγονται ἐπισκέψεις σὲ ἀρρώστους. Ἔχω πέρα γιὰ πέρα κάθε δικαίωμα νὰ τὶς ἐμποδίζω, ἐπειδὴ στὸ σπίτι μου...
Καρλίνο: - Ἀρκετά! Τὴν διάλεξή σας θὰ μοῦ τὴν πεῖτε μίαν ἄλλη φορά. Μὴ νευριάζετε ἆλλο!(Τῆς κλείνει τὴν πόρτα ἔξαλλος).
Μελίνα: - Σοῦ ζητῶ συγγνώμη...
Καρλίνο: - Ὄχι δά, ἐγὼ σοῦ ζητῶ συγγνώμη... Μὲ τὸν τρόπο ποὺ σὲ ὑποδέχτηκε ἡ μέγαιρα... Μά, τί φαντάζεται τέλος πάντων;
Μελίνα: - Πρώτη φορά μου... Δὲν εἶχα ξανά 'ρθει ποτέ.
Καρλίνο: - Δὲν λέει λέξη γιὰ τὶς κυρίες τοῦ Μερλέτι ποὺ πᾶνε κι' ἔρχονται κάθε στιγμὴ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς πελάτισσας. Καὶ γιὰ σένα, ἡ γρηὰ αὐτὴ καρακάξα...
Μελίνα: - Μήπως ἐπειδὴ ἦρθε καὶ μοῦ ἄνοιξε ἡ κόρη της;
Καρλίνο: - Μὴ δίνεις σημασία! Ὅλο τὸ μυστικὸ ἐδῶ βρίσκεται! Στὴν κόρη της...- τὴν τρώει ἡ ζήλεια.
Μελίνα: - Ἔτρωγες;
Καρλίνο: - Ναί, μόλις ἄρχισα... Μά πές μου, γιατί ἦρθες;
Μελίνα: - Ἤμουν περαστική. Εἶδα τὸν Τίτο ποὺ πήγαινε μόνος του στὸ ρεστωρὰν...
Καρλίνο: - Ναί, μόλις βγῆκε.
Μελίνα: - Καὶ σκέφτηκα πὼς εἶσαι ἀκόμα ἄρρωστος...
Καρλίνο: - Ὄχι δά, καθὼς βλέπεις, ὑγιαίνω. Ἐπειδὴ ἔτρωγα δηλαδὴ...
Μελίνα: - Συνέχισε τὸ φαγητό σου.
Καρλίνο: - Μοῦ ἔκοψε τὴν ὄρεξη.
Μελίνα: - Ἔλα τώρα, κάθισε. Ὁρῖστε, ἄρχισε νὰ τρῶς.
Καρλίνο: - Ἔτρωγα μὲ τόσην ὄρεξη.
Μελίνα: - Καὶ ἦρθα ἐγὼ νὰ σοῦ τὴ χαλάσω...
Καρλίνο: - Κάθε ἆλλο.
Μελίνα: - Τί ὡραῖο κοτόπουλο! Ἔλα, τρῶγε!...
Καρλίνο: - Δὲν ἔχω ψωμί.
Μελίνα: - Ἀχά! Δὲν ἔχεις... Ἔ, καὶ δὲν τῆς χτυπᾶμε;
Καρλίνο: (Σηκώνεται). - Ὄχι, ἄς μὴ χτυπήσουμε...- θὰ φωνάξω. (Πάει στὴν πόρτα, ἀνοίγει καὶ φωνάζει). - Ψωμί! (Ἀφήνει τὴν πόρτα μισάνοιχτη καὶ ξανάρχεται μέσα). - Γιὰ νὰ δοῦμε, θὰ φέρει;
Μελίνα: - Ἔτρεξα λίγο πίσω ἀπὸ τὸν Τίτο νὰ τὸν ρωτήσω γιὰ σένα. Δὲν πρόλαβα· πήγαινε κατσουφιασμένος...Φοβήθηκα μήπως στενοχωριότανε ἐξ αἰτίας σου. Καὶ λοιπόν, καθὼς περνοῦσα... Εἶναι ἐννέα μέρες κιόλας ποὺ δὲν σὲ εἶδα.
Καρλίνο: (Μὲ ὕφος κάποιου ποὺ δὲν ἄκουσε καλὰ καὶ σκέφτεται κάτι ἆλλο). - Ἔλα, φτάνει, μὴ διακαιολογεῖσαι πιά, σὲ παρακαλῶ. (Πάει στὴν πόρτα). - Καὶ ἁλάτι... (Ὕστερα, σ' ἆλλον τόνο, στὴν Μελίνα). - Καλλίτερα νὰ μὴν ἔρχεσαι ἐδῶ...
Μελίνα: - Ποῦ νὰ τὸ φανταστῶ...
Καρλίνο: - Τώρα πάει, ἔγινε... Ὕστερ' ἄπ' ὅσα εἶπε καὶ ἔκανε...πάει, τελείωσε. Θὰ τὸ πῶ στὸν Τίτο τὸ βράδυ. Ἐξάλλου, τὸ εἴχαμε σκοπὸ νὰ...(Ἀκούγεται χτύπος στὴν πόρτα). - Ἄ, νά τη!...Περᾶστε. (Μὲ βηματάκια, μπαίνει μιὰ γρηούλα ἐντελῶς ἀδέξια, μ' ἕνα παρδαλὸ καπελάκι καὶ γάντια, φέρνοντας μέσα σὲ δύο πιατάκια, προσεχτικὰ καὶ μὲ τρόμο, ἕνα ποτηράκι μὲ Μαρσαλά, ἕνα ψωμάκι καὶ μιὰν ἁλατιέρα. Ὁ Κ. εἶναι εὐχαριστημένος). - Ἄ, μάλιστα... καὶ τὸ Μαρσαλά!
Γρηά: - Νὰ τὰ βάλω ἐδῶ;
Καρλίνο: (Ἀπαλλάσσοντάς την ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ ποτηριοῦ). - Ὄχι, δῶστε μου ἐδῶ, δῶστε μου... Συγγνώμη, ποιά εἴσαστε σεῖς;
Γρηά: - Παληά, πολὺ παληὰ φίλη τῆς κυρίας Πεντόνι... Χρειάζεστε τίποτ' ἆλλο;
Καρλίνο: - Ὄχι, εὐχαριστῶ. Λυπᾶμαι ποὺ μπήκατε ἐσεῖς στὸν κόπο...
Γρηά: - Μεταξὺ φιλενάδων... Τόσα κι' ἆλλα τόσα νὰ κάνει κανείς!... Καλημέρα σας. (Ὑποκλίνεται καὶ φεύγει).
Καρλίνο: (Μὲ τὸ ποτῆρι ἀκόμα στὸ χέρι). - Καλημέρα. (δίνοντάς το στὴ Μελίνα). - Πιές το, εἶναι Μαρσαλά. Σίγουρα εἶναι καλό. Εἶναι παληό.
Μελίνα: - Ὄχι, εὐχαριστῶ. Φεύγω ἀμέσως. Ἄν φοβᾶσαι ὅτι μπορεῖ νὰ φανταστεῖ ἡ...
Καρλίνο: - Δὲν πᾶ' νὰ φανταστεῖ ὅ,τι θέλει! Μὴ φεύγεις τόσο γρήγορα...Μεῖνε ἀκόμα λίγο (Κάθεται). - Δὲν πρόλαβα νὰ σὲ δῶ.
Μελίνα: - Τώρα θὰ μπορεῖς πάλι νὰ βγαίνεις;
Καρλίνο: (Τρώγοντας μὲ εὐχαρίστηση). - Ναί, ὁ γιατρὸς ἤτανε δῶ πρὶν λίγο... Δὲ μοῦ βρῆκε τίποτα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν εἶχα καὶ τίποτα σοβαρό.
Μελίνα: (Κοιτάζοντας τὸ δωμάτιο). - Ὡραῖο δωμάτιο, χαρούμενο. Ἐδῶ κοιμόσαστε καὶ οἱ δυό; Ἐσὺ κοιμᾶσαι ἐκεῖ;
Καρλίνο: - Ναί. Καὶ ὁ Τίτο ἐδῶ.
Μελίνα: - Σ' ἀγαπάει πολύ, ὁ Τίτο. Μοῦ εἶπε πὼς ἀπὸ ἀπροσεξία σου ἀρρώστησες.
Καρλίνο: (Θυμωμένος). - Μὴν τὸν πιστεύεις, ὅ,τι θέλει λέει. Ἐπειδὴ θέλει ν' ἀποδείξει ὅτι μπορεῖ ἐκεῖνος νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του μερικὰ πράγματα ποὺ ἐγὼ δὲν μπορῶ. Δὲν τὸν ἀντέχω πιά. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ πιὸ δυνατός...Ἐκεῖνος ἐτοῦτο, ἐκεῖνος τ' ἆλλο. Πᾶντα καλλίτερός μου!
Μελίνα: (Γελῶντας). - Ὤ, θεέ μου, ὄχι...εἶναι τόσο διαφορετικός!
Καρλίνο: - Ἐγώ, δὲν πιάνω μπάζα μπροστά του. Ἐκεῖνος εἶν' ἐκεῖνος καὶ ἐγὼ εἶμαι ἐγώ. Ἄ, μὰ πιά!
Μελίνα: - Ἔλα μου ντέ!
Καρλίνο: - Χωρὶς παλτό, θὰ μποροῦσε καὶ κεῖνος νὰ κρυολογήσει κι' ἐγὼ ὄχι. Αὐτὰ συμβαίνουν. Δὲν θὰ ἔβγαζα ποτὲ συμπέρασμα ἐγὼ κανένα πὼς μπορῶ νὰ ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου κάτι ποὺ ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ...Αἰσθάνομαι πολὺ δυνατός. Καί, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, πιὸ ἐνεργητικὸς ἀπὸ δαῦτον. Ὅλο πόζες παίρνει. Σ'τὰ λέω αὐτά, γιατὶ ἴσως νὰ μὴν τὸν τὸν καλοξέρεις καὶ νὰ μὴν τὸν κατάλαβες ἀκόμα!
Μελίνα: (Λίγο σαστισμένη καὶ χωρὶς νὰ καταλαβαίνει τὸν λόγο τοῦ θυμοῦ του). - Μά, θαρρῶ, μιλοῦσε γιὰ ἀπροσεξία, ἐπειδὴ ἀνησυχοῦσε γιὰ τὸ καλό σου...
Καρλίνο: (Τὴν διακόπτει). - Αὐτός; Γιὰ μένα; Μά, ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἀνέκαθεν ἀνησυχοῦσα γι' αὐτόν. Τί τὰ θέλεις ὅμως, σώνει καὶ καλὰ θέλει νὰ μάθεις ὅτι εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ μένα. Καὶ ξέρω γιατί... Ἀλλὰ πέφτει ἔξω. Θά 'θελα νὰ ρωτήσουμε ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουνε κανένα συμφέρον, νὰ μᾶς ποῦν, ποιός ἀπὸ τοὺς δυό μας εἶναι ὁ πιὸ δυνατός.
Μελίνα: - Μά, μὴ θυμώνεις, καλέ.
Καρλίνο: - Ὄχι, δὲν θυμώνω. Μὰ μοῦ τὴ δίνουν τέτοια λόγια. Εἶμαι καλὸς-καλός, παραβλέπω... ἀλλὰ γι' ἀποτέλεσμα βλέπω νὰ κάνουν κατάχρηση τῆς ὑπομονῆς μου. Θεέ μου, πόσες φορὲς δὲν τὸν ἔβγαλα ἐγὼ ἀπὸ μεγάλες στενοχώριες! Φτάνει ὅμως, ἄς μιλήσουμε γιὰ σένα...Γιὰ νὰ σὲ δῶ. Πῶς εἶσαι;
Μελίνα: - Καλά... (Μικρὴ σιωπὴ ἀμηχανίας).
Καρλίνο: - Βγῆκες νὰ πᾶς βόλτα;
Μελίνα: - Ὄχι, γιὰ κάτι λίγα ψώνια.
Καρλίνο: - Ἄ, μπράβο. Καὶ πῶς ἀπὸ δῶ;
Μελίνα: - Νά, ἐπειδὴ ἤξερα πὼς...εἶναι ἐδῶ πιὸ πέρα ἕνα φτηνὸ μαγαζάκι... Νά, νὰ σοῦ δείξω... (Ἀρχίζει νὰ ξεδιπλώνει τὸ πακέτο στὰ γόνατά της).
Καρλίνο: - Μή...τί κάνεις τώρα; Τί εἶναι;
Μελίνα: - Ὕφασμα. Δὲς τί λεπτὸ ποὺ εἶναι! (Συνεχίζει νὰ λύνει τὸν φιόγκο).
Καρλίνο: - Ἐγὼ δὲν ξέρω ἀπ' αὐτά.
Μελίνα: - Ἄ, εἶναι γερὸ, ξέρεις... Νά, δές...
Καρλίνο: - Μά, τόσο πολύ!
Μελίνα: - Πιάσε νὰ δεῖς!
Καρλίνο: (Πιάνοντας τὸ ὕφασμα μὲ τὸν δείχτη καὶ τὸν ἀντίχειρα). - Ναί, μοῦ φαίνεται καλὸ ὕφασμα...
Μελίνα: - Σφῖξ' το νὰ δεῖς τί μαλακὸ ποὺ εἶναι.
Καρλίνο: - Ναί, ναί, πολὺ μαλακό! Καὶ πόσο τὸ πλήρωσες;
Μελίνα: - Μμ, πολὺ φτηνά, μάντεψε.
Καρλίνο: - Πόσα;
Μελίνα: - Ὄχι, λέω, ἐπειδὴ τὸ ἀγόρασα...
Καρλίνο: (Κάνοντας πὼς δὲν καταλαβαίνει). - Ὤ, καλή μου, τὸ ἀγόρασες ἐπειδὴ τὸ χρειαζόσουν... Μὰ, τὸ ἀγόρασες ἀπὸ μόνη σου καὶ δὲν ἔπρεπε. Θὰ μποροῦσες νὰ μᾶς πεῖς ὅτι εἶχες ἀνάγκη ἀπὸ...
Μελίνα: (Παίρνει τὸ ὕφασμα στὰ χέρια της καὶ κρύβει τὸ πρόσωπό της. Μένει ἔτσι γιὰ λίγο, ὕστερα μὲ τὰ γεμάτα δάκρυα μάτια της καὶ κουνῶντας θλιμμένα τὸ κεφάλι, ρωτᾶ). - Δηλαδὴ δὲν ἔπρεπε;
Καρλίνο: (Ὅπως πιὸ πάνω). - Τί πρᾶγμα;
Μελίνα: - Δὲν πρέπει νὰ προετοιμάσω κάτι;...
Καρλίνο: (Τά 'χει χαμένα, εἶναι ἐνοχλημένος καὶ συγκινημένος). - Θέλεις;...Τί θέλεις νὰ ἑτοιμάσεις; Μελίνα: (Παίρνοντάς του τὸ ἕνα χέρι καὶ μιλῶντας του παράφορα). - Ἄκουσε, Καρλίνο, ἄκουσέ με, σὲ ἱκετεύω. Δὲν ἐπιθυμῶ ἀπὸ σᾶς τίποτα, δὲν σᾶς ζητῶ τίποτα.
Καρλίνο: (Προσπαθῶντας νὰ τὴν διακόψει). - Ὄχι δά, τί λὲς τώρα;
Μελίνα: - Ἄκουσέ με. Ὅπως ἀγόρασα τοῦτο τὸ ὕφασμα, μὲ κάτι μικρὲς οἰκονομίες, θὰ μποροῦσα ἔτσι πᾶντα νὰ...
Καρλίνο: - Τί θὰ μποροῦσες; Τί θέλεις νὰ πεῖς;
Μελίνα: - ...Θὰ μποροῦσα νὰ τὰ σκέφτομαι ὅλα μόνη μου.
Καρλίνο: - Ὅλα; Ποιά ὅλα; Γιὰ λέγε.
Μελίνα: - Θεέ μου, τί θέλω νὰ πῶ! Ξέρεις καλὰ τί θέλω νὰ πῶ...Γιατί κάνεις πὼς δὲν καταλαβαίνεις;
Καρλίνο: - Μά, δὲν εἶναι δυνατό, κοριτσάκι μου...
Μελίνα: - Ἄσε με νὰ μιλήσω. Θὰ μποροῦσα νὰ τὰ σκέφτομαι ὅλα ἐγώ. Ἐσεῖς, δὲν θέλω νὰ κάνετε κανένα ἔξοδο, σοῦ τ' ὁρκίζομαι. Οὔτε γιὰ τὰ ρουχαλάκια, οὔτε γιὰ τὸν τοκετό, οὔτε γιὲ τὴ διατροφή...
Καρλίνο: - Μά, δὲν πρόκειται γι' αὐτό.
Μελίνα: - Πρόσεξέ με, ἀλήθεια, δὲν θὰ ἔχετε ποτὲ καμιὰν ἐνόχληση.
Καρλίνο: - Τί θέλεις τώρα, τί μ' ἐνδιαφέρουν τὰ ἔξοδα κι' οἱ ἐνοχλήσεις;...
Μελίνα: - Δὲν θὰ σᾶς γίνω ποτὲ βάρος. Δὲν θέλεις νὰ μ' ἀκούσεις; Μὴ σηκώνεις ἔτσι τοὺς ὤμους καὶ μὴ μὲ κοιτᾶς βλοσυρά.
Καρλίνο: - Μὰ...δὲν πρόκειται γιὰ τίποτ' ἀπὸ ὅλα αὐτά, κοριτσάκι μου...Οὔτε γιὰ ἔξοδα, οὔτε γιὰ ἐνοχλήσεις, οὔτε γιὰ βάρος...
Μελίνα: - Ὡραῖα. Καὶ γιὰ τί πρόκειται λοιπόν; Θὰ μὲ ἀκούσεις; Τέλος πάντων, ἔχω καὶ γὼ δικαίωμα νὰ πῶ κάτι;
Καρλίνο: - Φυσικά, λέγε. Τί θέλεις νὰ πεῖς;
Μελίνα: - Ναί, θὰ μιλήσω. Ἄν καὶ δὲν ἔχω πολλοὺς λόγους νὰ δουλέψω ἐγώ, ὅπως ἐσεῖς οἱ δύο! Θὰ ἔλεγα, νά, μοῦ μένει χρόνος...
Καρλίνο: - Ναί, τί θέλεις νὰ κάνεις;
Μελίνα: - Τίποτα, νά, ἔμαθα νὰ σᾶς φροντίζω. Θὰ συνεχίσω νὰ τὸ κάνω...
Καρλίνο: - Κάτι ποὺ τὸ ξέρουμε καὶ σ' εὐγνωμονοῦμε.
Μελίνα: - Μὰ δὲν θέλω νὰ μ' εὐγνωμονεῖτε. Ἀντιθέτως, ἐγὼ νὰ σᾶς εὐγνωμονῶ καὶ νὰ σᾶς ὑποσχεθῶ ὅτι θὰ συνεχίσω τὶς φροντίδες μου γιὰ σᾶς. Νὰ εἴσαστε σίγουροι γι' αὐτό. Νά, μετὰ τὰ ἀσπρόρουχά σας, τὰ ροῦχα σας, μοῦ μένει πᾶντα ὥρα... Καὶ ξέρεις, ἔμαθα νὰ διαβάζω καὶ νὰ γράφω μόνη μου...
Καρλίνο: - Ἀλήθεια, ἀγάπη μου;
Μελίνα: - Ἀμέ! Ἄκουσε, Καρλίνο, θὰ βρῶ καὶ καμιὰν ἄλλη δουλειά.
Καρλίνο: - Ἐσύ; Γιατί;
Μελίνα: - Δουλειὰ στὸ σπίτι.
Καρλίνο: - Θὰ δουλεύεις γιὰ ἄλλους;
Μελίνα: - Ναί, γιὰ κυρίες!...Θὰ ράβω νυχτικά, θὰ κάνω μεταποιήσεις φορεμάτων...
Καρλίνο: - Ὄχι δά! Γιατί νὰ τὸ κάνεις αὐτό;
Μελίνα: - Θά 'ναι χαρά μου, θά 'ναι χαρά μου, Καρλίνο. Θὰ εἶμαι εὐτυχισμένη, πίστεψέ με, πίστεψέ με!
Καρλίνο: - Ναὶ ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν θέλουμε.
Μελίνα: - Γιατί νὰ μὴ θέλετε;
Καρλίνο: - Γιατί δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας ...
Μελίνα: - Ὅμως ἐγὼ θὰ εἶμαι πᾶντα ἴδια γιὰ σᾶς.
Καρλίνο: - Δὲ νομίζω νὰ σοῦ ἔλειψε ποτὲ τίποτα...
Μελίνα: - Ὄχι, Καρλίνο. Τί λές τώρα; Θὰ ἤμουν ἀναιδὴς καὶ ἀχάριστη ἄν παραπονιόμουν.
Καρλίνο: - Τότε...γιατί λοιπόν; Μπορεῖς νὰ πιστεύεις στὰ σοβαρὰ πὼς ὑπάρχει ζήτημα οἰκονομικό;
Μελίνα: - Κάθε ἆλλο, μονάχα ποὺ θέλω μόνη μου ἐγὼ ν' ἀναλάβω αὐτὴ τὴν εὐθύνη, χωρὶς νὰ σᾶς ἐπιβαρύνω. Εἶναι ζήτημα περηφάνειας, καταλαβαίνεις;
Καρλίνο: - Ὑπερηφάνειας γιὰ σένα...Καὶ γιὰ μᾶς; Πῶς θέλεις νὰ ἐπιτρέψουμε κάτι τέτοιο; Καὶ ἡ δική μας ἡ εὐθύνη, Μελίνα; Γιὰ ἕνα παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθεῖ κάτω ἀπ' αὐτὲς τὶς συνθῆκες; Γιὰ ἕνα παιδὶ ποὺ δὲν ξέρουμε σὲ ποιόν ἀνήκει...
Μελίνα: - Μά, Καρλίνο, σὲ μένα ἀνήκει. Τουλάχιστον εἶναι βέβαιο πὼς μοῦ ἀνήκει ἐμένα. Ἀκόμα κι' ἄν δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ποιός εἶναι ὁ πατέρας του...Καὶ τὴν εὐθύνη, τὴν θέλω ὁλότελα δική μου.
Καρλίνο: - Πῶς δηλαδή;
Μελίνα: - Πῶς; Τὸ παιδὶ θὰ γεννηθεῖ. Καὶ θὰ εἶναι δικό μου. Θὰ τὸ μεγαλώσω. Θὰ τὸ κρατήσω κοντά μου, εἶναι ἕνα πλᾶσμα δικό μου. Τὸ πιὸ ἁπλὸ καὶ τὸ πιὸ φυσικὸ πρᾶγμα στὸν κόσμο.
Καρλίνο: - Καὶ τὴν δική μας ὑπευθυνότητα, Μελίνα, ποῦ τὴν πᾶς;
Μελίνα: - Δὲν ἔχετε καμιὰν ὑπευθυνότητα ἐσεῖς, δὲν σᾶς δίνω καμιὰν ὑπευθυνότητα.
Καρλίνο: - Μπορεῖ ἐσὺ νὰ μὴ μᾶς δίνεις καμιὰν ὑπευθυνότητα ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποφύγουμε νὰ τὴν αἰσθανόμαστε, ἄν κρατήσεις ἐσὺ τὸ παιδί.
Μελίνα: - Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατόν;
Καρλίνο: - Μὰ γιατί ἄν τὸ παιδὶ μείνει μαζὺ μὲ σένα, αὐτομάτως θὰ ἀποτελέσει καὶ ὑπευθυνότητα δική μας.
Μελίνα: - Ἔ, τότε, γιὰ νὰ μὴν τὴν αἰσθάνεστε καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖτε, τί θὰ θέλατε νὰ γίνει; Νὰ τὸ ἐξαφανίσουμε; Μ' ὅλο ποὺ ἐγὼ, ἡ μητέρα του, ὑπάρχω καὶ τὸ θέλω, ἐγώ; Θὰ τολμούσατε ν' ἀναλάβετε τὴν ὑπευθυνότητα ἐκείνη ποὺ λέγεται ἔγκλημα, Καρλίνο;...Ἕνα ἀληθινὸ ἔγκλημα σὲ βάρος ἑνὸς πλάσματος ποὺ θὰ ξυπνήσει σὲ λίγο νὰ δεῖ τὴ ζωή; Γιατί; Ἀφοῦ μάλιστα δίνετε τόση σημασία στὴν ἄλλη ὑπευθυνότητα ἀπὸ τὴν ὁποία σᾶς ἀπαλλάσσω - καὶ ποὺ εἶναι δίκαιο νὰ μὴν τὴν ἀναλάβετε, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε νὰ μάθετε σὲ ποιόν ἀλήθεια ἀπὸ σᾶς τοὺς δύο ἀνήκει; Λοιπόν, ἀφῆστε σὲ μένα αὐτὴ τὴν εὐθύνη, μιὰ καὶ γὼ εἶμαι σίγουρη πὼς τουλάχιστον εἶναι δικό μου. Θεέ μου, δὲν θἄθελα νὰ σᾶς φέρω σὲ δύσκολη θέση. Σᾶς τὸ ζητῶ σὰν χάρη, κᾶντε το ἀπὸ εὐσπλαχνία, γιατὶ ξέρω πὼς θά 'ταν γιὰ σᾶς καλλίτερα νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ.
Καρλίνο: - Δὲν ἔπρεπε νὰ συμβεῖ, ἀλήθεια. Ἦταν μεγάλο ἀτύχημα.
Μελίνα: - Ναί, ἀλλά, Καρλίνο, σὲ λίγα χρόνια...
Καρλίνο: - Σὲ λίγα χρόνια...θὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ σοβαρό. Δὲν τὸ καταλαβαίνεις λοιπόν;
Μελίνα: - Ὄχι. Θέλεις νὰ μ' ἀκούσεις;
  Καρλίνο: - Λὲς ὄχι; Μά, ὅσο τὸ παιδὶ θὰ μεγαλώνει...
Μελίνα: - Τὸ παιδὶ μὴν τὸ σκέφτεσαι!
Καρλίνο: - Ἀφοῦ θέλεις νὰ τὸ κρατήσεις!...
Μελίνα: - Σκέψου τὸν ἑαυτό σου μονάχα, Καρλίνο. Σκέψου καὶ τὸν Τίτο. Ὅπως σᾶς σκέφτηκα καὶ γώ, τὶς τελευταῖες μέρες.
Καρλίνο: - Ἐσύ, σκεφτόσουν ἐμᾶς;
Μελίνα: - Ἀσφαλῶς, δὲν σκεφτόμουν ἆλλον παρὰ ἐσᾶς. Ἐπειδὴ ξέρω πὼς ἡ ἱστορία αὐτὴ δὲν εἶναι σοβαρὴ παρὰ μόνο γιὰ σᾶς, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς φοβερῆς ἀβεβαιότητας ποὺ σᾶς κυριεύει καὶ ποὺ κάνει τὴ δυστυχία σας τόσο πιὸ μεγάλη.
Καρλίνο: - Δηλαδή, τὸ καταλαβαίνεις;
Μελίνα: - Πῶς νὰ μὴν τὸ καταλαβαίνω;
Καρλίνο: - Ἄχ, εἶναι ἀνυπόφορο.
Μελίνα: - Κι' ἀκριβῶς, θέλω νὰ τὸ κάνω ὑποφερτό, ἀφοῦ εἶναι ἀναπόφευκτο.
Καρλίνο: - Καλά, καὶ πῶς; Κάνοντας αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις;
Μελίνα: - Ναί, μὲ τὸ νὰ σᾶς ἀπαλλάξω ἀπὸ κάθε ὑπευθυνότητα. Καρλίνο, αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ θέλετε καὶ σεῖς νὰ κάνετε, γιὰ ν' ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τὴν ἀβεβαιότητα καὶ γιὰ νὰ μὴν ἔχετε τύψεις γιὰ κάτι ποὺ θὰ ἦταν ἔγκλημα. Θὰ καταδικάζατε ἕναν ἀθῶο σὲ θάνατο γιὰ νὰ νιώθετε πιὸ ἐλεύθεροι; Ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ σᾶς πῶ πὼς δὲν σᾶς ζητῶ τίποτα, πὼς πᾶντα θὰ εἶμαι μαζύ σας, νὰ σᾶς ἐξυπηρετῶ στὸ κάθε τί. Μὰ πόσον καιρὸ νομίζεις μπορεῖ νὰ κρατήσει ἡ ζωὴ μας, γιὰ σᾶς, Καρλίνο; Σὲ λίγα χρόνια δὲν θὰ εἶμαι πλέον τίποτα γιὰ σᾶς. Θὰ κουραστεῖτε μαζύ μου...
Καρλίνο: - Μά ὄχι, ποιός σοῦ τό 'πε αὐτό;
Μελίνα: - Ἔ, νά. Τί μπορεῖτε νὰ ξέρετε γιὰ τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν σὲ λίγα χρόνια; Δὲν θὰ ζεῖτε αἰωνίως τόσο ἑνωμένοι...Καὶ τότε, δές: αὐτό, σὲ λίγα χρόνια, θὰ εἶναι ἀκόμα παιδὶ...
Καρλίνο: - Καὶ λὲς ὅτι σκεφτόσουν ἐμᾶς; Δηλαδή, τί θὰ κάνουμε ἐμεῖς;
Μελίνα: - Γιατί; Δὲν μένουμε μαζύ. Ἄν θέλετε μπορεῖτε μάλιστα νὰ μὴν τὸ δεῖτε καθόλου...Νὰ μὴν καταλάβετε πὼς ὑπάρχει...
Καρλίνο: - Δὲν εἶναι δυνατόν: θὰ ξέρουμε ὅτι ὑπάρχει! Δὲ φαντάζεσαι τί βάσανο θὰ εἶναι γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς τοὺς δύο. Καὶ μόνο ποὺ θὰ τὸ σκεφτόμαστε!...
Μελίνα: - Θὰ τὸ δώσω σὲ παραμάννα..., δὲν θὰ τὸ δεῖτε ποτέ.
Καρλίνο: - Ἄχ, θεέ μου, τί βάσανο! τί βάσανο! τί φριχτὸ βάσανο!
Μελίνα: - Μά, δὲν καταλαβαίνεις πὼς τώρα ποὺ ἔμαθα νὰ ζῶ ἔτσι, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἀλλοιῶς, δὲν μπορῶ νὰ ξαναγυρίσω στὴν παληά μου ζωή; Σᾶς λέω, θὰ δουλέψω. Σᾶς λέω, δὲν θὰ τὸ δεῖτε ποτέ, ὅλο τὸ βάρος θὰ τὸ σηκώσω ἐγώ, ὅλη ἡ εὐθύνη θὰ εἶναι δική μου. Τί παραπάνω νὰ σᾶς πῶ; Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τέτοιο ἔγκλημα καὶ δὲν θέλω νὰ τὸ κάνω. Θέλετε νὰ μὲ ἀναγκάσετε νὰ ἐγκληματίσω; Θὰ κρατήσω τὸ παιδί μου ἐγώ, μαζύ μου, καὶ σεῖς, δὲν θὰ τὸ δεῖτε ποτέ. Θὰ εἶναι ἡ παρηγοριά μου καὶ ἡ συντροφιά μου, ὅταν ἐσεῖς θὰ φύγετε καὶ δὲν θὰ μὲ ποθεῖτε πιά, ἀλλὰ ἐκεῖνο, ξέρω πὼς θὰ τὸ ἔχω κοντά μου, θά 'χω αὐτὸ τουλάχιστον.
Καρλίνο: (Ποὺ δὲν ἀντέχει ἆλλο καὶ τὸν πνίγει ἡ συγκίνηση). - Γιατί ἦρθες καὶ μοῦ τὰ εἶπες ἐμένα ὅλ' αὐτά; Ἐκεῖνος ἐρχότανε σπίτι σου ἐννέα μέρες συνέχεια τώρα. Δὲ μποροῦσες νὰ τοῦ τὰ πεῖς; Γιατὶ ἦρθες καὶ βρῆκες ἐμένα τὸν ἄρρωστο;
Μελίνα: (Κλαίγοντας). - Ναί, ἔχεις δίκηο, Καρλίνο. Συγχώρεσέ με. Δὲν ξέρω γιατί ἦρθα κατ' εύθείαν σὲ σένα... Κι' ὡστόσο, ὁ Τίτο, εἶναι καὶ κεῖνος τόσο καλὸς...
Καρλίνο: - Ὅμως ἀκριβῶς, ἀφοῦ τὸν βρίσκεις τόσο καλό...(Μὲ ἔμφαση). - Ἡ καρδιά σου μήπως σὲ συμβούλεψε ἔτσι;
Μελίνα: - Ναί. Νὰ μιλήσω πρῶτα σὲ σένα.
Καρλίνο: (Πολὺ σοβαρὸς καὶ ἀποφασισμένος). - Ἄκουσε, Μελίνα, ἄν νομίζεις πὼς τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ εἶναι δικό μου...
Μελίνα: (Γρήγορα). - Ὄχι, ὄχι, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τέτοιο πρᾶγμα. Λόγῳ τιμῆς, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τέτοιο πρᾶγμα, Καρλίνο.
Καρλίνο: - Ναὶ ἀλλὰ ἐφόσον γιὰ δεύτερη φορὰ ἔρχεσαι αὐθόρμητα σὲ μένα καὶ μοῦ ἐμπιστεύεσαι κάτι πρὶν μιλήσεις σὲ κεῖνον.
Μελίνα: - Ἴσως γιατὶ μοῦ ἐμπνέεις περισσότερη ἐμπιστοσύνη ἀπὸ κεῖνον. Δὲν ξέρω...
Καρλίνο: - Μπορεῖ νὰ εἶναι κι' ἔτσι. Ὅπως καταλαβαίνεις ὅμως αὐτὸ μεγαλώνει τὸ δικό μου βάσανο.
Μελίνα: - Συγχώρεσέ με. Ξέρω καλὰ πὼς μόνος σου δὲ μπορεῖς καὶ δὲν ἔχεις ὑποχρέωση νὰ μοῦ πεῖς τίποτα. Πρέπει πρῶτα νὰ τὰ κουβεντιάσετε μὲ τὸν Τίτο, καὶ θὰ τοῦ μιλήσεις ὅπως ἐσὺ νομίζεις καὶ ὅταν τὸ θελήσεις. Δὲ θὰ σοῦ πῶ πιὰ ἐγὼ τίποτ' ἆλλο. Θὰ κάνω ὅ,τι θελήσετε ἐσεῖς. Μονάχα νὰ τοῦ πεῖς ὅτι σᾶς ζητῶ σὰν χάρη νὰ λάβετε ὑπ' ὄψιν καὶ τὸ δικό μου συναίσθημα. (Κλαίει).
Καρλίνο: (Συγκινημένος, χαϊδεύοντάς της τὸ πρόσωπο). - Μὰ ἀσφαλῶς δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ λογαριάσουμε καὶ τὸ συναίσθημά σου.
Μελίνα: (Σηκώνεται ἀναστατωμένη). - Φεύγω. Θὰ κάνω ὅ,τι μοῦ πεῖτε. Γειά σου...γειά σου...(Φεύγει μὲ τὸ πακέτο στὴ μασχάλη της, ὁ Καρλίνο μένει σὰν ἀπολιθωμένος, ὕστερα ἀρχίζει νὰ πηγαινοέρχεται στὸ δωμάτιο, κουνῶντας τὰ χέρια του σὰ νὰ ἄγγιξε φωτιά).
Καρλίνο: - Ἄχ, θεέ μου! τί ἱστορία, τί ἱστορία!
(Ἔρχεται ἀμέσως ὁ Τίτο ταραγμένος).
Τίτο: - Τί τρέχει; Εἶδα τὴ Μελίνα στὴ σκάλα. Ἔκλαιγε. Εἶπε θὰ μοῦ πεῖς ἐσύ.
Καρλίνο: - Ναί. Ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε θλιβερὰ πράγματα.
Τίτο: - Σὲ σένα; Γιατί;
Καρλίνο: - Ὄχι σὲ μένα! Μοῦ μίλησε γιὰ τὴν κατάστασή της.
Τίτο: - Ἄ! Γιατί ἦρθε νὰ σοῦ τὰ πεῖ ἐσένα; Σὲ μένα, τόσες μέρες συνέχεια, λέξη δὲν εἶπε.
Καρλίνο: - Αὐτὸ τῆς εἶπα κι' ἐγώ. Ἀκριβῶς ἔτσι τῆς τό 'πα κι' ἐγώ.
Τίτο: - Μάλιστα, ἀπόφυγε νὰ κάνει ὁποιαδήποτε συζήτηση. Καὶ τώρα, ἄς μάθω τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἦρθε νὰ σοῦ πεῖ ἐσένα καὶ ποὺ δὲν εἶπε σὲ μένα.
Καρλίνο: - Ἔχεις θυμώσει; Ἀχά! Θὰ φαντάστηκες ἴσως πὼς ἦρθε νὰ μὲ καλοπιάσει, σὰν ἀδύναμο καὶ ἐξασθενισμένο.
Τίτο: - Ὁπωσδήποτε, θὰ ἤθελα νὰ ξέρω τὴν αἰτία τοῦ ἐρχομοῦ της.
Καρλίνο: - Ρώτησέ την νὰ μάθεις. Ἦρθε νὰ μὲ βασανίσει. Μοῦ εἶπε πὼς ἦταν περαστική, εἶχε πάει γιὰ ψώνια.
Τίτο: - Δὲν εἶναι ἀλήθεια. Λέει ψέματα. Ἦρθε ἐπίτηδες. Ἦρθε ἐπὶ ταυτοῦ.
Καρλίνο: - Μπορεῖ νὰ ἦρθε καὶ ἐπίτηδες. Τί θέλεις νὰ σοῦ πῶ ἐγὼ... Στάσου ὅμως, μοῦ εἶπε ἐπίσης πὼς σὲ εἶδε νὰ μπαίνεις στὸ ἑστιατόριο...
Τίτο: (Ἔκπληκτος). - Μὲ εἶδε;
Καρλίνο: - Ναί, ἔτρεξε κιόλας ξωπίσω σου...
Τίτο: - Σῶπα!
Καρλίνο: - Ναί, ἔτσι μοῦ εἶπε, καὶ ὅτι δὲν τὴν ἄκουσες.
Τίτο: - Δηλαδὴ μοῦ φώναξε;
Καρλίνο: - Ὑποθέτω. Μοῦ εἶπε, πήγαινες σκυθρωπός. Σκέφτηκε πὼς σ' ἀνησυχοῦσε ἡ ὑγεία μου καὶ ἀνέβηκε νὰ μὲ δεῖ.
Τίτο: - Τίποτα ξεκάθαρο σὲ ὅλ' αὐτά. Ἆλλο καὶ τοῦτο! Ἆλλο καὶ τοῦτο! Μᾶλλον δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ μιλήσει γι' αὐτὰ μέσα στὸν δρόμο.
Καρλίνο: - Εἶχε τὰ ψώνια, βλέπεις. Μοῦ ἔδειξε μάλιστα κι' ἕνα κομμάτι ὕφασμα, ἕναν καμβά.
Τίτο: - Ὕφασμα;
Καρλίνο: - Ναί, κι' ἔτσι ἄρχισε τὸ μαρτύριο, μὲ τὸ ὕφασμα.
Τίτο: - Τὸ κρατοῦσε κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη καὶ δὲν ἤξερε πῶς, καθὼς κατέβαινε τὴ σκάλα, νὰ σφουγγίσει τὰ δάκρυά της. Τόσο ἀναστατωμένη ἦταν. Ἦρθε λποιὸν καὶ σοῦ ἔδειξε τὸ ὕφασμα - καὶ μετὰ τί;
Καρλίνο: - Δὲν ξέρω γιατί μὲ κοιτᾶς συνέχεια μ' αὐτὰ τὰ ἀγριεμένα μάτια καὶ μοῦ μιλᾶς σὲ τόνο ἀνακριτῆ.
Τίτο: - Γιατί; Θέλεις στ' ἀλήθεια νὰ μάθεις τὸ γιατί; Γιατὶ ἄρχισα νὰ κουράζομαι πιά, μοῦ τὴ δίνει ὅλη αὐτὴ ἡ ὡραία ἐμπιστοσύνη της...
Καρλίνο: - Ναὶ ἀλλὰ τῆς εἶπα ὄχι, ὄχι, δὲν ἔπρεπε...κι' ἄλλωστε τὴν εἶδες, ἔκλαιγε.
Τίτο: - Δὲν ἔπρεπε... τί; Γιὰ τὸ ὕφασμα λές;
Καρλίνο: - Γιὰ τὸ ὕφασμα καὶ γιὰ τὸ τί θέλει νὰ κάνε μὲ δαῦτο.
Τίτο: - Τί θέλει νὰ κάνει;
Καρλίνο: - Φαντάζομαι, μωρουδιακά.
Τίτο: - Γιὰ τὸ μωρό; Εἶναι τρελλή. Ἦρθε νὰ σοῦ πεῖ ὅτι θέλει νὰ κρατήσει τὸ παιδὶ καὶ σοῦ ἔδειξε τὸ πανὶ γιὰ νὰ σὲ συγκινήσει;
Καρλίνο: (Σὲ τόνο σὰν νὰ θέλει νὰ γίνει ὑπομονετικός). - Σοῦ ξαναλέω, τῆς εἶπα: δὲν πρέπει.
Τίτο: - Ναὶ βέβαια, τὸ φαντάζομαι. Μὲ τὸ ὕφασμα γιὰ τὰ μωρουδιακά, γνωρίζοντας τὴν τρυφερότητα τῆς καρδιᾶς σου, ξέροντας πὼς εἶσαι πᾶντα ἕτοιμος νὰ ὑποχωρήσεις...
Καρλίνο: - Σοῦ εἶπα πὼς ὄχι. Καὶ τὴν ἔκανα νὰ κλάψει.
Τίτο: - Νὰ κλάψει; Ἔ, καὶ ἔπειτα;
Καρλίνο: - Ἔ, τότε, φυσικά, παρακάλεσε, ἱκέτεψε, ἐπέμεινε, ἔδωσε χίλιες ὑποσχέσεις...
Τίτο: - Καὶ σύ;
Καρλίνο: - Κι' ἐγώ, τί ἐγώ; Ἀφοῦ ἐσὺ πρῶτα, ἄν θυμᾶσαι καλά, ...ἐδῶ, μπροστὰ στὸν Μερλέτι, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει, ὅτι ἐσὺ...
Τίτο: - Ἐγώ! Τί πράμα;
Καρλίνο: - Ἐσὺ μίλησες γιὰ καρδιά, γιὰ συναισθήματα, γιὰ τύψεις συνειδήσεως.
Tίτο: - Ὡραῖα! Ὡραῖα, δὲν μποροῦσες νὰ ξέρεις. Συνέχισε.
Καρλίνο: - Μπροστὰ στὰ δάκρυά της, στὶς ὑποσχέσεις της, ἐσύ, τί θὰ ἔκανες στὴ θέση μου; Νὰ δῶ πῶς θὰ τῆς ἔλεγες ὄχι.
Τίτο: - Εἴχαμε ἀποφασίσει πὼς δὲν θὰ...Συνεπῶς, δὲν...
Καρλίνο: - Σύμφωνοι. Καὶ τώρα, πήγαινε νὰ τῆς τὸ πεῖς ἐσύ.
Τίτο: - Ὡραῖος εἶσαι! Χᾶρμα! Ἐγὼ δηλαδὴ νὰ παίξω τὸν ρόλο τοῦ τυράννου, τοῦ σκληρόκαρδου, ἐνῶ ἐσύ, θὰ παρασταίνεις τὸν τρυφερὸ καὶ τὸν αἰσθηματία.
Καρλίνο: (Κοιτάζοντάς τον στὰ μάτια). - Κι' ἄν εἶναι ὄντως ἔτσι;
Τίτο: (Μὲ σταθερὸ βλέμμα). - Ἄ, ἔτσι; Θὰ σὲ ἄφησε ἴσως νὰ ἐννοήσεις ἐπίσης ὅτι...
Καρλίνο: (Ἐπιθετικός). - Ὄχι, δὲ μ' ἄφησε νὰ ἐννοήσω ἀπολύτως τίποτα.
Tίτο: - Καὶ τὴν ξαναρώτησες;
Καρλίνο: - Ναί, τὴν ξαναρώτησα.
Τίτο: - Ἐπειδὴ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐμπιστοσύνη της ξύπνησε μέσα σου καὶ κάποιαν ὑπόνοια;...
Καρλίνο: - Ναί. Καί, ἄν μὲ εἶχε ἀφήσει νὰ ἐννοήσω κάτι τέτοιο, κάθε συζήτηση ἀνάμεσα σὲ σένα καὶ σὲ μένα τὀτε θὰ ἦταν ἀδύνατη. Καὶ ἄλλη μιὰ φορὰ μοῦ εἶπε ὄχι. Γιατί, ὁμολογουμένως, δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ τέτοιο πρᾶγμα, ἀφοῦ δὲν ἤξερε! Καταλαβαίνεις;
Τίτο: - Πολὺ καλά, πολὺ καλά, φίλε μου. Καταλαβαίνω πέρα γιὰ πέρα.
Καρλίνο: - Ὄχι, δὲν καταλαβαίνεις τίποτα ἀπολύτως. Τώρα, σὲ ρωτῶ ἐγώ: εἶσαι πολὺ σίγουρος ὅτι ἐσύ, στὴν θέση μου, ἄν τὴν ἄκουγες νὰ μιλάει ἔτσι ὅπως μίλησε, νὰ λέει ὅσα εἶπε (μπορεῖς νὰ πᾶς νὰ σοῦ τὰ πεῖ κι' ἐσένα), δὲν θὰ ἔνιωθες συγκίνηση καὶ τρυφερότητα σὰν καὶ μένα;
Τίτο: - Ἐγώ;
Καρλίνο: - Περίμενε!! Καὶ θὰ εἶχες τὸ κουράγιο, ἔτσι συγκινημένος καὶ τρυφερός, νὰ τῆς ἀπαντήσεις ὄχι, ἀκόμη κι' ἐν ὀνόματι ἑνὸς ἄλλου ποὺ ἴσως ἐκεῖνος στὴ θέση σου θὰ ἔνιωθε συγκίνηση καὶ τρυφερότητα ὅπως ἐσύ; Ἀπάντησέ μου σ' αὐτό, ἀπάντησέ μου!
Τίτο: (καχύποπτα, μὲ τὰ μάτια καρφωμένα στὰ μάτια τοῦ Καρλίνο, μὴ θέλοντας νὰ παραδεχτεῖ τὴν ἦττα του, λέει ψέματα, ἀτάραχος). - Κάθε ἆλλο! Καὶ ποῦ ξέρεις ἐσύ; Δὲν θὰ ἔνιωθα καμία συγκίνηση.
Καρλίνο: - Συνεπῶς, εἶναι ἀλήθεια πὼς εἶσαι σκληρόκαρδος. Πήγαινε νὰ τῆς τὸ πεῖς.
Τίτο: - Ξέρω καλὰ τί ἔχω νὰ πῶ, ἀπεναντίας, σὲ σένα. Πὼς ἀρκετὰ σκοτίστηκα μὲ τούτη τὴν ἱστορία καὶ θὰ θέσω, ἀμέσως τώρα, ἕνα τέλος.
Καρλίνο: (Πλησιάζοντάς τον, ἀπειλητικά). - Τί θέλεις νὰ πεῖς; Ἤρεμα, φίλε μου, ἤρεμα. Θὰ βάλεις τέλος, - καὶ μὲ ποιόν τρόπο;
Τίτο: (Μὲ παράξενο χαμόγελο, κοιτάζοντάς τον ἀπὸ τὴν κορυφὴ ὥς τὰ νύχια, τρέμοντας). - Ὤ! Μὴ φαντάζεσαι πὼς δὲν θέλω νὰ κρατήσω τὶς ὑποσχέσεις μου. Θὰ συνεχίσω νὰ δίνω τὸ μερίδιό μου, ὅσο θὰ βρίσκεται σ' αὐτὴν τὴν κατάσταση. Ἔπειτα, ἄς κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄν θέλει νὰ κρατήσει τὸ παιδί, ἄς τὸ κρατήσει. Ἄν θέλει νὰ τὸ ξεφορτωθεῖ, ἄς τὸ ξεφορτωθεῖ. Ὅσο γιὰ μένα, οὔτε ποὺ θ' ἀσχοληθῶ πιά.
Καρλίνο: - Καὶ ἐγώ;
Τίτο: - Ἔ, καὶ σύ, θὰ κάνεις ὅ,τι σοῦ ἀρέσει.
Καρλίνο: - Δὲν εἶναι ἀλήθεια!
Τίτο: - Γιατί ὄχι;
Καρλίνο: - Γιατὶ ξέρεις πολὺ καλὰ πὼς μόνος μου δὲν μπορῶ ν' ἀναλάβω τὴ διατροφὴ τοῦ παιδιοῦ.
Τίτο: - Πῶς; Ἐσὺ δὲν ἔλεγες...
Καρλίνο: - Ναί, ἄν ἤμουν βέβαιος πρῶτα. Καὶ τότε, ναί, μὲ κάθε κόστος, καὶ πάσῃ θυσίᾳ - ὅμως ἔτσι, ὄχι. Ἔτσι δὲν μπορῶ καὶ δὲν ἔχω ὑποχρέωση. Δὲν μπορεῖς ν' ἀφήσεις στὶς πλάτες μου τὸ βάρος ἑνὸς παιδιοῦ ποὺ ἴσως εἶναι δικό σου.
Τίτο: - Μά, τὴ στιγμὴ ποὺ σοῦ λέω θὰ ἐξακολουθήσω νὰ δίνω τὸ μερίδιό μου;...
Καρλίνο: - Εὐχαριστῶ πολύ! Δὲν μπορῶ νὰ δεχτῶ! Νὰ εἶμαι κιόλας ἕνας παραπανήσιος!
Τίτο: - Καλά, δὲν σοῦ ἀρέσει νὰ μείνεις;...
Καρλίνο: - Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη: γιατί δὲν θέλεις νὰ σεβαστεῖς τὴ συμφωνία μας, ἐσύ, τώρα;
Τίτο: - Θέλω καὶ παραθέλω, ἀφοῦ συνεχίζω νὰ πληρώνω ὥς τὸ τέλος. Ὡστόσο, δὲν θέλω πιὰ νὰ μάθω.
Καρλίνο: - Τί τρέχει πάλι; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ἀλλάξει;
Τίτο: - Τί ἔχει ἀλλάξει, λές; Τὸ μυαλό μου ἔχει ἀλλάξει. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδικη ἡ ὑποψία μου ἀλλὰ, τί τὰ θέλεις, δὲν κατορθώνω νὰ τὴν διώξω. Δὲν μπορῶ νὰ συνεχίσω αὐτὴ τὴ ζωή, μὲ τοὺς τρεῖς μας, ποὺ ὅλο λόγια προκαλεῖ.
Καρλίνο: - Ἐσὺ προκαλεῖς τὰ λόγια. Πᾶμε μαζὺ νὰ τῆς ποῦμε τὸ ὄχι.
Τίτο: - Κι' ὕστερα;
Καρλίνο: - Ἐγώ, γιὰ πάρτη μου, τῆς τὸ εἶπα ἤδη. Πᾶμε νὰ τῆς τὸ ξαναποῦμε μαζύ.
Τίτο: - Κι' ὕστερα;
Καρλίνο: - Θὰ μιλήσω πιὸ ἔντονα, ἄν θέλεις. Θ' ἀρχίσω πάλι νὰ τῆς ἀποδείχνω μπροστά σου πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτελέσουμε τὴν ἐπιθυμία της.
Τίτο: - Κι' ὕστερα; Μά, δὲν καταλαβαίνεις στ' ἀλήθεια πὼς δὲν μπορεῖ στὸ ἑξῆς νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἐκεῖνο ποὺ ἦταν ἴσαμε τώρα; Ἄν ἡ ἐπιθυμία της εἶναι νὰ κρατήσει τὸ παιδί της, τότε ἐσὺ θὰ τὴν κάνεις δυστυχισμένη μὲ τὶς ἀντιρρήσεις σου - καὶ μὲ ποιό δικαίωμα;
Ἀπὸ μέρος μου, καταλαβαίνω πὼς τετέλεσται. Θὰ γινόταν λοιπὸν δυστυχισμένη ἀνώφελα. Εἶναι ἴσως σκληρό, πές το πεῖσμα, ἠλιθιότητα, ὅ,τι θέλεις πές το, ἀλλὰ δὲν γίνεται τίποτα. Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, πάει τελείωσε, κι' ἄς μὴν τὰ ξαναλέμε.
Καρλίνο: - Ὥστε θὰ τὴν παρατήσουμε ἔτσι;
Τίτο: - Καὶ ποιός σοῦ εἶπε νὰ τὴν παρατήσουμε;
Καρλίνο: - Εἶπες δὲν θέλεις νὰ παραμείνεις. Τότε, δὲν μπορῶ νὰ πάω οὔτ' ἐγώ.
Τίτυο: - Ἐσὺ γιατί;
Καρλίνο: - Μά γιατί ὄχι. Σοῦ τὸ εἶπα τὸ γιατί.
Τίτο: - Ὄχι, δὲν βλέπω τὸν λόγο.
Καρλίνο: - Πιστεύεις, στ' ἀλήθεια, πὼς μπορῶ νὰ ἐξακολουθῶ νὰ ἔχω ἕναν δεσμὸ γιὰ τὸν ὁποῖο πληρώνεις ἐσὺ τὰ μισά; Καὶ ὅταν ἐσὺ θά 'χεις ξοφλήσει, ἐγὼ θὰ παραμένω μ' ἕνα παιδὶ στὰ χέρια χωρὶς νὰ ξέρω ποτὲ ἄν εἶναι δικό μου...Ἄ, ὄχι, φίλτατέ μου! Ἡ ὑπόθεση αὐτή, χωρὶς τὴν κοινὴ συμφωνία μας, πάει, ἔσβησε. Ἄν πάψεις ἐσύ, παύω κι' ἐγώ!
Τίτο: - Κι' ἀφοῦ σοῦ λέω θέλω νὰ σεβαστῶ τὸ συναίσθημά της, ὅτι δέχομαι νὰ κρατήσει τὸ παιδί της καὶ θὰ συνεχίσω νὰ δίνω τὸ μερίδιό μου, δὲν μπορεῖς, φαντάζομαι, νὰ μ' ἐμποδίσεις καὶ νὰ μὴν τὴν βλέπω, ἄν ἐκείνη δὲν τὴν νοιάζει...Παραπάει, θαρρῶ! Αὐτὸ λέγεται βιασμός!
Καρλίνο: - Ὡραιότατα. Ὥστε λοιπὸν θὰ βιάσεις ἐσὺ ἐμένα.
Τίτο: - Σοῦ εἶπα: πήγαινε. Ποῦ εἶναι ὁ βιασμός;
Καρλίνο: - Κι' ἐγὼ θὰ σοῦ ἀποδείξω πὼς εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ κάνω ὅ,τι κάνεις κι' ἐσύ. Λὲς πὼς δὲν θέλεις πιὰ νὰ ξέρεις τίποτα, ἀπέχεις. Ἀπέχω κι' ἐγώ, ἔτσι πρέπει.
Τίτο: - Ἀρκετὰ εἴπαμε, μπάφιασα καὶ δὲν ἔχω χρόνο..., πάω πάλι στὸ γραφεῖο. (Φεύγει ἔξαλλος).
Καρλίνο: (Ἀκολουθῶντας τον ὥς τὴν πόρτα καὶ φωνάζοντάς του). - Στάσου, μωρέ, ἄκουσέ με...Ἔλα! Ἔλα δῶ!... Εὔκολο εἶναι νὰ τὰ παρατᾶς καὶ νὰ φεύγεις... (Ὕστερα, ἐνῶ μὲ τὸ ἕνα χέρι κλείνει τὴν πόρτα, λέει στὸ ἆλλο του χέρι, ποὺ εἶναι κλειστὸ σὰ βούκινο, ξεχωρίζοντας μία-μία τὶς λέξεις, μὲ ἔκφραση ἄγριου θυμοῦ). - Λόγῳ τιμῆς, ἀπὸ θαῦμα δὲν τὸν σκότωσα!
(Αὐλαία).
* * * *
Πράξη Τρίτη.
Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δωματιάκια τῆς Μελίνας. Εἶναι σαλονάκι, κουζίνα καὶ τραπεζαρία. Ἡ εἴσοδος δεξιά. Πλάι, ὁ νεροχύτης. Τὸ τζάκι μὲ τέσσερις ἑστίες καὶ εἴδη κουζίνας (κουζινικά) ἐδῶ καὶ κεῖ. Ἀριστερά, μεγάλο παράθυρο μὲ κάγκελα. Τὸ διαμέρισμα βρίσκεται στὸ ἰσόγειο. Δεξιά, στὸ παράθυρο, ἕνας μικρὸς μπουφές. Ἀριστερά, μιὰ μικρὴ βιτρίνα. Στὸν ἀριστερὸ τοῖχο ἡ πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας τῆς Μελίνας. Ἕνα παληὸ ντιβάνι, μερικὰ καθίσματα, ἕνα τραπεζάκι μ' ἕνα πόδι. Τὸ τραπέζι στὴ μέση τῆς σκηνῆς, βαθὺ κόκκινο τραπεζομάντηλο. Εἶναι βράδυ. Ἡ σκηνὴ φωτίζεται μὲ μιὰ μικρὴ λάμπα πάνω στὸ τραπέζι. Ἀπ' τὸ παράθυρο μπαίνουν λοξὰ ἀνταύγειες ἀπὸ κίτρινο φῶς τοῦ δημοσίου φαναριοῦ.
Καθὼς ἀνοίγει ἡ αὐλαία, μισοβλέπουμε μὲς τὴν ἀνταύγεια - ἀπὸ τὸν μουφὲ ὥς τὸν νεροχύτη - τὴ Μελίνα, σὰν φάντασμα, φορᾶ νυχτικὸ μπλὲ-πὰλ πολὺ ἐλαφρύ.
Μόλις σηκώθηκε. Εἶναι ἑτοιμοθάνατη, ἀλλὰ στέκεται χάρη σὲ μιὰ νευρικὴ ὑπερένταση ποὺ τὴν κάνει σχεδὸν χαρούμενη, πολὺ ζωηρὴ καὶ ἀπότομη σὲ ὅλες τὶς κινήσεις της. Ἑτοιμάζει γιὰ τὸ μωρὸ - ποὺ γεννήθηκε πρὶν τρεῖς μέρες καὶ κλαίει - μέσα σ' ἕνα μαντῆλι, λίγο ψωμάκι, ποὺ θὰ τὸ βρέξει μὲ νερό. Μὲ τὸ μαντῆλι καὶ τὸ βρεγμένο ψωμὶ θὰ φτιάξει κάτι σὰν ρόφημα καὶ θὰ τὸ δώσει στὸ μωρό. Ἡ Γειτώνισσα μπαίνει ἀπὸ τὴν μισάνοιχτη πόρτα καὶ θὰ τὴν πιάσει στὰ πρᾶσσα. Θὰ τρομάξει μαζύ της.
Γειτώνισσα: - Ὤ, θεέ μου, σηκωθήκατε;
Μελίνα:- Κλαίει...κλαίει...
Γειτώνισσα: - Αὐτὸ εἶναι τρέλλα! Ἐλᾶτε, γρήγορα στὸ κρεβάτι.
Μελίνα: - Δὲ μποροῦσα ἆλλο νὰ τ' ἀκούω νὰ κλαίει.
Γειτώνισσα: - Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, γιὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ!
Μελίνα: - Νά, τό 'φτιαξα.
Γειτώνισσα: - Ἀφοῦ θά 'ρθει ἡ παραμάννα! Πῆγα καὶ τὴ φώναξα. Καὶ νὰ ξέρατε τί εἶδα!
Μελίνα: - Τὴν κυρία;
Γειτώνισσα: - Καὶ τὴν κυρία, ναί. Ἀλλά, ξέρετε, τὸ μωρὸ...
Μελίνα: - Πέθανε!
Γειτώνισσα: - Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, θὰ σᾶς τὰ πῶ ἅμα πλαγιάσετε...
Μελίνα: - Δὲν μπορέσανε νὰ τὸ σώσουν;
Γειτώνισσα: - Ὄχι, γιατὶ ἤθελαν νὰ σώσουν τὴ μητέρα.
Μελίνα: - Σκότωσαν τὸ παιδί;
Γειτώνισσα: - Ἦταν ἀνάγκη! Μὰ ἐλᾶτε, σᾶς παρακαλῶ, δὲ θέλετε νὰ πεθάνετε καὶ σεῖς τώρα, ἔ;...
(Μπαίνει ὁ δικηγόρος Μερλέτι. Ξαφνιάζεται ποὺ βρίσκει τὴν Μελίνα ὄρθια).
Μερλέτι: - Πῶς; Σηκωθήκατε;
Μελίνα: (Μὲ ἆγχος). - Ὤ, ναί, μαίτρ. Ὅμως, γιὰ πεῖτε μου, θὰ ἔρθουν;
Μερλέτι: - Ναί, ναί, θὰ ἔρθουν.
Μελίνα: (Εὐτυχισμένη). - Ἄχ, θεέ μου, θὰ ἔρθουν! Θὰ ἔρθουν! Μπορέσατε λοιπὸν καὶ τοὺς βρήκατε;
Μερλέτι: - Ναί, ἀλλὰ ἐσεῖς, γιατί σηκωθήκατε;
Γειτώνισσα: (Στὸν Μερλέτι). - Βοηθεῖστε με, σᾶς παρακαλῶ, νὰ τὴν βάλουμε στὸ κρεβάτι.
Μερλέτι: - Ναί, ἐλᾶτε, φανεῖτε λογική! Πῆγα πρῶτα στὸν ἕναν καὶ ὕστερα στὸν ἆλλο.
Μελίνα: - Ναί, ξέρω, δὲν μένουν πιὰ μαζύ. Χωρίσανε. (Κάνει μιὰ χειρονομία σὰν ξαφνικὰ νὰ ἔχασε τὶς δυνάμεις της, τείνει τὰ χέρια). - Ἄχ, θεέ μου!...
Γειτώνισσα: (Συγκρατῶντας την μαζὺ μὲ τὸν Μερλέτι). - Ὅπως βλέπετε δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ σταθεῖ ὄρθια. Μ' ἔστειλε νὰ φωνάξω τὸν παππά, ὅπου νά 'ναι θά 'ρθει.
Μελίνα: (Συνέρχεται). - Δὲν εἶναι τίποτα! Μπορῶ καὶ ὄρθια νὰ κοινωνήσω, μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μοῦ δώσει ἀρκετὴ ζωὴ ἀκόμα ὥσπου νὰ τοὺς παραδώσω τὸ μωρό. Ἐλπίζω δὲν θὰ τὸ ξεφορτωθοῦν, - ἔ, τί λέτε, μαίτρ; Δὲν θὰ τὸ πετάξουν. Πρέπει νὰ μοῦ ὁρκιστοῦν στὸν Κύριον, ἐνώπιον τοῦ ἱερέα καὶ σὲ σᾶς. Ἐγὼ πεθαίνω γι' αὐτούς, τὸ βλέπετε.
Μερλέτι: - Τί εἶν' αὐτὰ ποὺ λέτε;
Μελίνα: - Ναί, ναί, πεθαίνω. Γιατί λέτε ὄχι ἀφοῦ εἶναι ναί! Τὸ παιδὶ ὅμως δὲν φταίει σὲ τίποτα νὰ ὑποφέρει. Αὐτὸ νὰ τοὺς πεῖτε, ἐσεῖς, ἄν δὲν προλάβω ἐγὼ νὰ τοὺς τὸ πῶ.
Μερλέτι: - Ναί, ναί, μὴ φοβᾶστε, θὰ τὸ ποῦμε.
Γειτώνισσα: - Ὅπου νά 'ναι ἔρχονται.
Μελίνα: (Συνεχίζει). - Μ' ἔκαναν νὰ ὑποφέρω τόσο πολύ, βασανίστηκα τόσο ἐξ αἰτίας τους, τὸ ξέρετε, τὶς τελευταῖες μέρες. Ἦρθα δυὸ φορὲς καὶ σᾶς εἶπα νὰ μὲ βοηθήσετε νὰ τοὺς πείσουμε, νὰ ξαναγυρίσουν...ἀλλὰ ἐκεῖνοι χώρισαν κι' ἔγιναν ἐχθροί γιὰ χατῆρι μου. Κόντευα, μαίτρ, τὸ ξέρετε, νὰ κάνω ἐκεῖνο ποὺ ἤθελαν, ἀφοῦ καὶ σεῖς μὲ πείσατε νὰ τὸ κάνω.
Μερλέτι: - Ναί, ἀγαπημένο μου κορῖτσι, ἔτσι εἶναι. Ὅμως μὴ μένετε πιὰ ὄρθια. Ἐλᾶτε.
Μελίνα: - Τί δὲν θὰ ἔκανα νὰ μὴν χωρίσουν! Τελικά, καὶ οἱ δυό τους ἤθελαν, τὸ ξέρετε, νὰ κρατήσω τὸ παιδί.
Μερλέτι: - Ναί, γιὰ νὰ μὴν ξανά 'ρθουν ἐδῶ.
Μελίνα: - Καὶ πλήρωναν, ναί, πλήρωναν κάθε μήνα, λὲς κι' αὐτὸ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀρκετό. Καὶ ἡ καρδιά μου, μαίτρ, ἔχει σπάσει, ἔσπασε! Τώρα θὰ πρέπει νὰ φροντίσουν τὸ παιδί μου.
Μερλέτι: - Θὰ εἶναι ἡ τιμωρία τους.
Μελίνα: - Ὄχι, τιμωρία! ὄχι, μαίτρ, τιμωρία νὰ εἶναι τὸ παιδί μου!
Μερλέτι: - Ὄχι, ὄχι τὸ παιδί σας...
Μελίνα: - Ποτὲ τὸ παιδί μου.
Μερλέτι: - Ὄχι - τιμωρία γιὰ ὅ,τι κακὸ σᾶς ἔκαναν!
Μελίνα: - Ἄ, μάλιστα. Καὶ θὰ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τοῦ κάνουν ἆλλο τόσο καλὸ σὲ ἀντάλλαγμα. Ὅμως τὸ μωρό, ὄχι, τὸ μωρὸ δὲν εἶναι τιμωρία. Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ ἀγαπήσουν, ἄν ἦταν ἔτσι;
Μερλέτι: - Νὰ εἴσαστε σίγουρη πὼς δὲν θὰ ἀναφέρω τὴ λέξη τιμωρία.
(Μπαίνουν ὁ Γιατρὸς καὶ ἡ Παραμάννα).
Γειτώνισσα: - Νὰ ὁ γιατρὸς καὶ ἡ παραμάννα.
Μελίνα: (Γυρίζοντας, ἀφήνεται νὰ τὴν βάλουν στὸ κρεβάτι). - Ἄ, ἡ παραμάννα. Ναί, ναί, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε.
(Ὁ Μερλέτι καὶ ἡ Γειτώνισσα τὴν ξαπλώνουν στὸ κρεβάτι. Πλησιάζει ὁ Γιατρὸς μὲ τὴν Παραμάννα. Ὁ Γιατρὸς διασχίζει ζωηρὰ τὴ σκηνὴ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ πεῖ).
Γιατρός: - Μά, τί τρέλλα!
(Ἡ σκηνὴ μένει ἄδεια γι' ἀρκετὴ ὥρα. Ἀκούγεται συγκεχυμένα πότε ἡ φωνὴ τῆς Μελίνας, πότε τοῦ Γιατροῦ, τῆς Γειτώνισσας, τοῦ Μερλέτι. Ἡ Μελίνα θέλει πρῶτα ἡ Παραμάννα νὰ θηλάσει τὸ μωρό. Ὕστερα ἀφήνεται στὸ κρεβάτι.
Ὁ Γιατρὸς ἐξετάζει τὸν σφυγμό της, τῆς κάνει μιὰν ἔνεση μὲ κάμφορα γιὰ τὴν καρδιά της, τὴν καρδιὰ ποὺ θὰ σταματήσει ἀπότομα).
(Μπροστὰ στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, μὲς τὴν καλοκαιριάτικη νύχτα, περνᾶ μιὰ παρέα νεαροὶ μὲ κιθάρες καὶ μαντολίνα... Ὁ ἦχος στὴν ἀρχὴ ἀμυδρὸς καὶ μακρυνός, θὰ γίνει πιὸ δυνατὸς σιγὰ-σιγά, ὕστερα θὰ σβήσει. Θὰ ἀκουστοῦν φωνὲς, γέλοια, ὕστερα σιωπή. Θὰ ἀκουστοῦν τώρα συγκεχυμένα ἀλλὰ πιὸ ἁπαλὰ οἱ φωνὲς ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης. Κάποια στιγμὴ θὰ μπεῖ ὁ Παππάς, ὁ βοηθὸς μὲ σκεύη. Ὁ Παππὰς ἔχει τὰ χέρια ἑνωμένα στὸ στῆθος σὰν νὰ προσεύχεται. Θὰ διασχίσουν τὴν σκηνὴ ἀπὸ τὴν εἴσοδο ὥς τὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας καὶ θὰ βγοῦν πάλι λίγο ὕστερα ἀπὸ τὸν Γιατρὸ καὶ τὸν Μερλέτι).
Μερλέτι: - Λέτε ν' ἀντέξει λίγες ὧρες ἀκόμα;
Γιατρός: - Ἴσως. Ἡ καρδιά, ξέρετε...ποῦ νὰ ξέρει κανείς! Μπορεῖ ἀπὸ στιγμὴ σὰ στιγμή... Τῆς ἔκανα ἄλλη μιὰ ἔνεση καμφορᾶς.
Μερλέτι: - Εἶναι τόσο ζωηρή, τόσο ταραγμένη.
Γιατρός: - Νευρικὴ ἀντίδραση.
Μερλέτι: - Ναί, ἀλλὰ στεκόταν ὄρθια, μιλοῦσε!...
Γιατρός: - Ἀφοῦ τὸ ξέρετε: ἡ λάμπα καίει πολὺ προτοῦ σβήσει μεμιᾶς. Ὑπόφερε πολύ.
Μερλέτι: - Ὤ, τὰ ξέρω.
Γιατρός: - Καὶ τὸ ἆγχος γιὰ τὸ μωρὸ... Εἴδατε; Ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ πρῶτα ἄν τὸ θηλάζει ἡ παραμάννα. Τρεῖς μέρες δὲν μπόρεσε νὰ τὸ θηλάσει ἡ ἴδια... Τὸ καταλαβαίνετε, βέβαια, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται! Εὐτυχῶς ποὺ βρέθηκε ἡ παραμάννα. Εἶχε τύχη...ὅταν λέω τύχη...νὰ ξέρατε τί τραγωδία, δυὸ βήματα πιὸ πέρα!...
Μερλέτι: - Ἄ, ἔτσι; Πῶς τὴ βρήκατε;
Γιατρός: - Τὶς προάλλες ἤμουν ἐδῶ καὶ ξαφνικὰ μὲ φώναξαν στὴ βίλλα, ἐδῶ πιὸ κάτω. Σὲ μιὰ πλούσια οἰκογένεια. Εἶχαν προβλέψει τὰ πᾶντα γιὰ τὴ γέννηση τοὺ παιδιοῦ. Ὅλα ἦταν ἕτοιμα, ἀκόμα καὶ ἡ παραμάννα, ἀπὸ τρεῖς μέρες πρίν.Ἡ φουκαριάρα ἡ παραμάννα! Τὰ στήθια της ξεχειλίζανε γάλα - ἔβαλα νὰ τὴν φωνάξουν ἆρον-ἆρον μιᾶς καὶ εἶχε τόσο γάλα: βλέπεις, τὸ πλασματάκι πέθαινε καὶ ἡ μάννα του δὲν εἶχε γάλα.
Μερλέτι: - Ἄ! Μπράβο!
Γιατρός: - Ναί, ἐδῶ, ὅλα πᾶνε καλὰ γιὰ τὸ παιδί. Ξέρετε ὅμως, ἐκεῖ, στὴ βίλλα, χρειάστηκε νὰ θυσιάσω τὸ παιδὶ γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ μητέρα...καὶ δὲν εἶμαι ὁλότελα σίγουρος ἀκόμα ἄν τὴν ἔσωσα! Ἐλπίζω μονάχα.
Μερλέτι: - Ἡ παραμάννα θὰ μείνει βέβαια ἐδῶ, ὅ,τι κι' ἄν... Φαντάζεστε, τί μπερδέματα ἔχει νὰ φέρει αὐτὸ τὸ παιδί!
Γιατρός: - Δυστυχῶς, δὲ μποροῦμε πιὰ νὰ ἔχουμε αὐταπάτες...
Μερλέτι: - Καὶ τὸ παιδὶ θὰ μείνει στὰ χέρια δύο δυστυχισμένων. Ξέρετε ὁλόκληρη τὴν ἱστορία...
Γιατρός: - Ναί, εἶναι πελάτες μου, ἐκεῖνοι μ' ἔστειλαν ἐδῶ.
Μερλέτι: - Ξέρετε πὼς δὲν μένουν πιὰ μαζύ;
Γιατρός: - Ναί, τὸ ξέρω.
Μερλέτι: - Καὶ πῶς τώρα ἐχθρεύονται ὁ ἕνας τὸν ἆλλο! Τοὺς περιμένω νά 'ρθουν, ἔστειλα νὰ τοὺς φωνάξουν.
Γιατρός: - Δὲν θὰ εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς κάνετε νὰ συμφωνήσουν.
Μερλέτι: - Πιὸ μεγάλη δυστυχία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοὺς εὕρει. Καὶ ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, πήγαιναν γυρεύοντας! Καὶ ὄχι γιὰ τὴν εὐτυχία τῆς δύστυχης αὐτῆς κοπέλλας ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ὑποκύψει στὴν ἀπόφασή τους; Ὄχι! Στὸ πεῖσμα τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἆλλον. Καὶ νά, ἡ κοπελλίτσα πεθαίνει. Καὶ τοὺς μένει τὸ παιδί, ἐκεῖνο πού, ἀπὸ φίλους, τοὺς χώρισε καὶ τοὺς ἔκανε ἐχθρούς.
Γιατρός: - Τὸ παιδί, ὡστόσο, δὲν εἶναι παρὰ τοῦ ἑνός...
Μερλέτι: - ...ἤ κανενός! Αὐτὸ ξέρω νὰ πῶ ἐγώ! Ἡ ἰδέα πάντως νὰ μὴν εἶναι κανενὸς καὶ νὰ μπεῖ σὲ βρεφοκομεῖο, εἶναι πράμα ἀνυπόφορο γιὰ τὴ μητέρα.
Γιατρός: - Θαρρῶ τὸ δήλωσε κιόλας στὸ Ληξιαρχεῖο!
Μερλέτι: - Ἄ, μπᾶ! Καὶ μὲ τί ὄνομα;
Γιατρός: - Ὑποχρέωσε τὴ μαμμὴ νὰ τὸ δηλώσει.
Μερλέτι: - Ξέρετε μὲ τί ὄνομα;
Μερλέτι: - Στὸ ἐπώνυμό της, ὑποθέτω. Νομίζω στὸ οἰκογενειακό της: "Φράνκο".
Μερλέτι: - Σωστά. Μελίνα Φράνκο.
Γιατρός: - Καὶ "ἀγνώστου πατρός". Τρεῖς μέρες κιόλας ποὺ γεννήθηκε.
Μερλέτι: - Κι' οὔτε ποὺ ἤρθανε ἀκόμα νὰ τὸ δοῦν.
Γιατρός: - Μοῦ φαίνεται κοντεύουν νὰ σκάσουν ἀπὸ λαχτάρα νὰ τὸ δοῦν...
Μερλέτι: - Οὔτε νὰ λέγεται! Ἀλλὰ τοὺς ἐμποδίζει τὸ μίσος ποὺ σᾶς ἔλεγα τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἆλλον. Ἄν δὲν ἔρθει ὁ ἕνας, δὲν θὰ ἔρθει καὶ ὁ ἆλλος. Εἶναι καὶ ἡ φρίκη γιὰ τὶς πράξεις τους, θαρρῶ. Ὅμως θά 'ρθουν. Τοὺς περιμένω.
Γιατρός: - Εἶναι φοβερὰ ἄπειροι.
Μερλέτι: - Ναί. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι πὼς νόμιζαν ὅτι ὅλα τὰ ἔκαναν στὴν ἐντέλεια.
Γιατρός: - Δὲν φαντάστηκαν οὔτε μιὰ στιγμὴ μέσα σὲ τί τρομερὲς δυσκολίες βρέθηκε νὰ σφαδάζει αὐτὴ ἡ δύστυχη γυναίκα! Ὁλομόναχη, ἐγκαταλειμμένη, χωρὶς καμιὰ βοήθεια τὴ στιγμὴ τῆς γέννας...
(Τώρα βγαίνουν ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς Μελίνας ὁ ἱερέας καὶ ὁ βοηθός του. Διασχίζουν σιωπηλὰ τὴ σκηνὴ καὶ φεύγουν).
Μερλέτι: - Νά! σίγουρα κοινώμησε.
Γιατρός: - Ἐγὼ νὰ πηγαίνω. Θὰ πρέπει νὰ ξαναπάω στὴ βίλλα.
Μερλέτι: - Κι' ἄν σᾶς χρειαστοῦμε, γιατρέ;
Γιατρός: - Ἄφησα ὁδηγίες στὴ γυναίκα. Θὰ τῆς κάνει ἔνεση ἄν δεῖ νὰ τῆς πέφτει ὁ σφυγμός. Δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει καμία ἐλπίδα. Αὔριο δὲν θὰ ξημερώσει γιὰ κείνην, πολὺ τὸ φοβᾶμαι. Ὅπως καὶ νά 'χει, δυὸ βήματα παρὰ 'δῶ θὰ εἶμαι.
Μερλέτι: - Καλά. Γειά σας, γιατρέ.
(Ὁ Γιατρὸς βγαίνει. Ὁ Μερλέτι πλησιάζει σιγὰ-σιγά στὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας. Ἀκούει. Ἔρχεται καὶ ἡ Γειτώνισσα).
Γειτώνισσα: (Πολὺ σιγά). - Κοιμήθηκε.
Μερλέτι: - Ἄ, ὡραῖα.
Γειτώνισσα: - Ὅλο λέει πονάει ἐδῶ. (Δείχνει τὸ στομάχι της). - Ἄς ἡσυχάσει λίγο τώρα. Θὰ τῆς κάνει πολὺ καλό, Γιατί ὁ γιατρὸς εἶπε πὼς ὁ πόνος δὲν εἶναι τοῦ στομαχιοῦ ἀλλὰ τῆς καρδιᾶς.
Μερλέτι: - Ἀντανακλαστικό!
Γειτώνισσα: - Ναί, ἀπ' αὐτό, εἶπε. Ὁ Θεὸς μπῆκε μέσα της καὶ τῆς ἄκανε τὴ χάρη νὰ νυστάξει. Τουλάχιστον δὲν ὑποφέρει. Ἄς ἐλπίσουμε, Θεέ μου, πὼς θὰ σωθεῖ. Καὶ τὸ παιδί, ἡσύχασε τώρα ποὺ βύζαξε. Εἴδατε; Πέθαινε τῆς πείνας, τὸ ἄμοιρο! Παναγιά μου, τί ἀγάπη! Ἀλλὰ καὶ ἡ παραμάννα εἶναι πολὺ ἐντάξει. (Ξαναπάει στὸ δωμάτιο). - Πάντως θὰ εἶμαι καὶ γὼ ἐδῶ, νά 'χω τὸ νοῦ μου.
(Ἀποσύρεται, στηρίζεται στὴν πόρτα. Ὁ Μερλέτι μένει λίγο ὄρθιος, βγάζει τὸ ρολόι του, κοιτᾶ τὴν ὥρα, βγάζει ἀπὸ τὸ σακκάκι του μιὰν ἐφημερίδα, κάθεται κι' ἀρχίζει νὰ διαβάζει. Μπαίνει ὁ Τίτο, στέκεται τρέμοντας στὴν πόρτα. Ἔχει ἆγχος, εἶναι ἀναστατωμένος φοβερά).
Μερλέτι: (Ζωηρὰ ἀλλὰ σὲ χαμηλὴ φωνή). - Ἐπιτέλους!
Τίτο: - Πέθανε;
Μερλέτι: - Σςςς... Κοιμᾶται.
Τίτο: - Ἄ, ὡραῖα, κοιμᾶται. Καὶ κεῖνος...μέσα κεῖ εἶναι; (Δείχνει τὸ δωμάτιο τῆς Μελίνας).
Μερλέτι: - Ὄχι, δὲν ἦρθε ἀκόμη.
Τίτο: - Ἀχά! Ἐπειδὴ ἐγώ... ἐπειδὴ ἐγώ... (Πάει νὰ κλείσει τὴν πόρτα).
Μερλέτι: - Μή, τί κάνεις ἐκεῖ; Μὴν κλείνεις!
Τίτο: - Δὲν θέλω νὰ τὸν δῶ. Ἀλλοίμονό του, ἄν τὸν δῶ!
Μερλέτι: - Δὲν μπορεῖς νὰ τὸν ἐμποδίσεις νὰ ἔρθει!
Τίτο: - Ὄχι, ἀλλὰ θὰ φύγω προτοῦ ἔρθει.
Μερλέτι: - Μὴν ἀρχίζετε πάλι τοὺς καβγάδες σας. Ἄφησε τὴν πόρτα ἀνοιχτὴ, μὴν ἔρθει καὶ χτυπήσει καὶ ξυπνήσει τὴ Μελίνα. Τουλάχιστον, ἀφεῖστε την τώρα νὰ ξεκουραστεῖ.
Τίτο: - Πῶς πάει; πῶς πάει;
Μερλέτι: - Πῶς θέλεις νὰ πάει; Ὁ γιατρὸς εἶπε πὼς δὲν τὴν βγάζει ἀπόψε. (Ὁ Τίτο καλύπτει τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ χέρι). - Κρύβεις τὸ πρόσωπό σου! Θά 'πρεπε νὰ νιώθετε ντροπή! Ἀπὸ δικό σας λάθος...
Τίτο: (Πιάνοντάς τον ἀπὸ τὸν γιακά, τρελλὸς ἀπὸ λύσσα). - Ὄχι δικό μου λάθος! Μὴ μοῦ μιλᾶς ἐμένα ἔτσι, Μερλέτι. Αὐτὸς φταίει!
Μερλέτι: - Ἥσυχα, ἥσυχα! - Φταῖτε κι' οἱ δυό σας.
Τίτο: - Ὄχι, αὐτός!
Μερλέτι- Καὶ κεῖνος λέει πὼς δικό σου λάθος εἶναι. Ἑπομένως καὶ τῶν δυονῶν σας!
Τίτο: - Τότε νὰ μάθεις ποιός ἀπ' τοὺς δύο ἔχει δίκηο.
Μερλέτι: - Δίκηο, ποιός ἔχει ἤ ποιός ἔχει ἄδικο; Τώρα δὲν ἔχει πιὰ σημασία ἀφοῦ ἐκείνη πεθαίνει. Ὅσο γιὰ ἄδικο, καὶ οἱ δυό σας ἔχετε ἄδικο, χωρὶς καμίαν ἀμφιβολία.
Τίτο: - Ναί - ἀπέναντί της, ναί.
Μερλέτι: - Ἔ, λοιπόν; Ἆλλες φροντίδες ἔχετε τώρα!
Τίτο: - Ἐγώ, εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ὅλα, γιὰ ὅλα.
Μερλέτι: - Πρέπει νὰ ἰδωθεῖτε, νὰ μιλήσετε.
Τίτο: - Ἄ, πὰ...πὰ...πὰ... αὐτὸ ὄχι, εἶναι ἀδύνατον.
Μερλέτι: - Γιατί ἀδύνατον;
Τίτο: - Πρόσεξε! Μὴν τύχει καὶ τὸν δῶ γιατὶ δὲν ἐγγυῶμαι γιὰ τὸ τί θὰ κάνω!
Μερλέτι: (Χάνει τὴν ὑπομονμή του). - Καὶ τί γυρεύετε ἀπὸ μένα; Νὰ σᾶς κάνω νὰ συμφωνήσετε τρέχοντας ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἆλλο; Ἄ, ὄχι! Ἀρκετά, φίλοι μου, παίρνω τὸ καπέλο μου καὶ γειὰ-χαρά σας. (Σηκώνεται στ' ἀλήθεια νὰ πάρει τὸ καπέλο του νὰ φύγει).
Τίτο: (Τὸν συγκρατεῖ). - Στάσου, Μερλέτι!
Μερλέτι: - Ὄχι, φεύγω!
Τίτο: - Μή, ἄκουσέ με...
Μερλέτι: - Παράτησέ με ἥσυχο. Μὴν ξυπνᾶς αὐτὴν τὴ δυστυχισμένη. Θέλω νὰ εἶμαι καλὸς...ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ὅρια!
Τίτο: - Μά, τέλειωσαν πιὰ οἱ τσακωμοί, τώρα.
Μερλέτι: - Δὲν μπορῶ νὰ ἀγωνίζομαι μὲ ἀνθρώπους σὰν καὶ σᾶς.
Τίτο: - Μά, ἐφόσον τὸ θέλω γιὰ μένα, τὸ μωρό!...
Μερλέτι: - Νὰ τὸ πάρεις. Ἐγὼ σᾶς ἀφήνω νὰ βγάλετε μαῦρες.
Τίτο: - Σοῦ λέω ὄχι, δὲν θὰ τσακωθοῦμε πιά!
Μερλέτι: - Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ ἆλλος θὰ σ' ἀφήσει νὰ τὸ πάρεις;
Τίτο: - Αὐτὸ δὰ ἔλειπε ὕστερα ἀπ' ὅσα μοῦ ἔκανε!
Μερλέτι: - Ὡραῖα, συνεχῖστε νὰ κατασπαράζετε αὐτὴ τὴ δυστυχισμένη κοπέλλα.
Τίτο: (Συνεχίζοντας). - ...στὴν κατάσταση ποὺ μ' ἔχει φέρει; Καὶ μὲ τὶς τύψεις ποὺ δὲν μ' ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσω;
Μερλέτι: - Σίγουρα ἔχει καὶ κεῖνος νὰ σοῦ πετάξει κατὰ πρόσωπο τὶς δικαιολογίες του!
Τίτο: - Ποὺ δὲν συγκρίνονται κἄν μὲ τὶς δικές μου!
Μερλέτι: (Συνεχίζοντας). - Ναὶ ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ παραστήσω τὸν Σολομώντα, κατάλαβες; Καὶ ὄχι βέβαια ἀνάμεσα σὲ δυὸ μητέρες, γιατί τότε τὸ πρᾶγμα θὰ ἦταν εὔκολο, ἀφοῦ ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ θὰ ἦταν ἀναμφισβήτητα ἡ μητέρα καὶ ἡ ἴδια θὰ ἤξερε ποιὸ εἶναι τὸ παιδί της. Ὅμως ἐσεῖς...εἴσαστε ἱκανοὶ νὰ κόψετε τὸ βρέφος στὰ δύο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἔχετε δίκηο. Ἐσύ, θὰ τὸ ἔπαιρνες, ὄχι ἀπὸ ἀγάπη ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μίσος σου γιὰ κεῖνον!
Τίτο: - Ὄχι, ὄχι! Ἀπὸ τὶς τύψεις ποὺ νιώθω μέσα μου!
Μερλέτι: - Ὁμολογεῖς τὸ ἄδικο ποὺ τῆς ἔκανες;
Τίτο: - Ἀσφαλῶς τὸ ὁμολογῶ. Τὸ λάθος ὅμως εἶναι δικό του, ὁλότελα δικό του. Εἶχε χρέος νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἔρχεται ἐδῶ.
Μερλέτι: (Κοφτά). - Μόνος του; Ὄχι, δὲν μποροῦσε.
Τίτο: - Γιατί δὲν μποροῦσε;
Μερλέτι: - Ξέρεις καλὰ γιατί!
Τίτο: - Ἐξ αἰτίας τοῦ παιδιοῦ ποὺ ἴσως νὰ ἦταν δικό μου. Δὲν θ' ἀρνηθεῖς, Μερλέτι, πὼς ἐσὺ μᾶς ἔπεισες, καὶ τὸν ἕναν καὶ τὸν ἆλλον, πὼς θά 'ταν τρέλλα νὰ κρατήσουμε τὸ παιδί μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀβεβαιότητά μας.
Μερλέτι: - Ναί, ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι. Καὶ ὡστόσο;
Τίτο: - Περίμενε, ἐκεῖνος ἦταν σύμφωνος μαζύ σου, θυμᾶσαι;
Μερλέτι: - Ναί.
Τίτο: - Ἐνθουσιασμένος ποὺ συμφωνοῦσε μαζύ σου, ἐνάντια σὲ μένα...(Ἀρχίζει νὰ συγκινεῖται καὶ τελικὰ δακρύζει). - Ἐνάντια σὲ μένα ποὺ, καθὼς ξέρεις, γιὰ κείνην καὶ γιὰ τὸ μωρὸ...καὶ...γιὰ τὴ συνείδησή μου... (Βγάζει τὸ μαντῆλι του, λυγμός).
Μερλέτι: (Βλέποντάς τον νὰ κλαίει). - Ἐκεῖνο ποὺ μὲ κάνει καὶ λυσσάω, τὸ βλέπεις, εἶναι ποὺ καὶ οἱ δυό σας εἴσαστε παλληκάρια μὲ καρδιά!
Τίτο: - Ἐκεῖνος, ὄχι. Ὄχι. Ἔχει κακία μέσα του.
Μερλέτι: - Δὲν εἶναι καθόλου κακός.
Τίτο: - Εἶναι, εἶναι, εἶναι κακός. Καὶ δειλὸς ἀπὸ πάνω. Ἐγὼ εἶχα κάνει μιὰ προσπάθεια - καὶ ὁ Θεὸς ξέρει τί μοῦ στοίχισε - νὰ συμφωνήσω μαζύ σας: μὲ σένα καὶ κεῖνον. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ πῆγε στραβὰ καὶ δὲν συμφωνήσαμε;
Μερλέτι: - Μά, ἀφοῦ ἐκεῖνος σοῦ πρότεινε νὰ ἔρθεις ἐδῶ μαζύ του καὶ σὺ δὲν ἤθελες.
Τίτο: - Ναί, δὲν ἤθελα.
Μερλέτι: - Ἦταν ἕτοιμος νὰ τῆς τὰ πεῖ ὅλα ξανά, μαζύ σου.
Τίτο: - Ναί. Ἀφοῦ ἦρθε καὶ τὴν βρῆκε κρυφά, γιὰ νὰ τῆς ἀποδείξει ὅτι ἐγὼ ἤμουνα ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἤθελε! Καταλαβαίνεις; Ἀνακάτεψε τὰ χαρτιά, ὁ δειλός! Καὶ ἀφοῦ πρῶτα δέχτηκα - πρᾶγμα ποὺ πρῶτος αἰσθάνθηκα ἄλλωστε - νὰ κρατήσει ἐκείνη τὸ παιδί της καὶ τοῦ παραχώρησα κάθε ἐλευθερία νὰ ἔρχεται νὰ τὴν βλέπει ὅπως πρίν, ἀλλὰ νὰ πληρώνω καὶ ἐγὼ τὸ μερίδιό μου,
ἐκεῖνος, ἀρνήθηκε νὰ ἔρθει! Ἤθελε νὰ σηκώσω ὁλόκληρο τὸ βάρος ἐγὼ καὶ νὰ φορτώσω στὴ συνείδησή μου ὅλη τὴν ἀγωνία κι' ὅλα τὰ βάσανα αὐτῆς τῆς δυστυχισμένης ποὺ θὰ τὴν ἀφήναμε ἐδῶ, ἔρημη κι' ἐγκαταλειμένη καὶ ἀπὸ τοὺς δυό μας.
Μερλέτι: - Ἐκείνη ἔδειξε ὡστόσο καρτερία.
Τίτο: - Ναί, γιὰ νὰ μᾶς εὐχαριστήσει! Μά, δὲν ἦταν πιὰ δυνατόν, τὸ ξέρεις. Ἀκόμη καὶ ἡ βία ποὺ δέχτηκε νὰ κάνει στὸν ἑαυτό της, νὰ μὴν κρατοῦσε τὸ παιδί, τῆς ἦταν ἀβάσταχτη, βλέποντάς μας καὶ τοὺς τρεῖς νὰ μὴ μονιάζουμε! Ἐκεῖνοι χάλασαν τὴ συμφωνία, προπαντὸς αὐτὸς, ρίχνοντας τὴν εὐθύνη σὲ μένα.
Μερλέτι: - Ναί, ναί, ἔτσι εἶναι...
Τίτο: - ...Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἤθελε νὰ δεσμευτεῖ σ' αὐτὴ τὴν ἀνάγκη! Καὶ δὲν τὸ βρίσκεις φυσικὸ νὰ αἰσθάνομαι ἀηδία, τόση ποὺ νὰ μὴ θέλω νὰ ξανά 'ρθω; Κι' ἐκεῖνος, ἀντὶ νὰ παραδεχτεῖ τὸ σφᾶλμα του, μᾶς πείσμωσε, βλέπεις, καὶ δὲν ἔρχεται οὔτε αὐτός! Τραβήχτηκε ἀπὸ δειλία, ὁ δειλός, ὥσπου ἔκανε τὸ φουκαριάρικο τὸ κορίτσι νὰ μαραζώσει καὶ νὰ πεθάνει - ἀρκεῖ ποὺ φόρτωσε κάθε τύψη του στὴν συνείδησή μου!
Μερλέτι: - Εἶχε βρεῖ σὰν πρόφαση τὴν δική της γαλήνη.
Τίτο: - Ἐκεῖνος, ναί, βρῆκε μιὰ πρόφαση, δική του. Ἐγώ, δὲν εἶχα ἀνάγκη τὴν πρόφαση αὐτουνοῦ! Εἶχα λόγους δικαιολογημένους.
Μερλέτι: - Ὑπῆρχαν πολλοὶ ἆλλοι τρόποι γιὰ μιὰ φτωχὴ γυναίκα, ποὺ τόσο λίγο τὴν εἴχανε συνηθίσει μὲ σεβασμὸ οἱ ἆντρες...
Τίτο: - Ναί, νὰ τὴν ἀφήναμε ἥσυχη - χωρὶς ποτὲ νά 'ρθουμε νὰ τὴ δοῦμε, χωρὶς ποτὲ νὰ σκοτιστοῦμε ἄν χρειάζεται τίποτα!
Μερλέτι: - Μεγάλη ἐκτίμηση ἀπὸ τὴ μιά, μεγάλη ἀδιαφορία ἀπὸ τὴν ἄλλη! Ὡραία γαλήνη, νὰ τὴν χαρῶ! Ἦρθε δυὸ φορὲς στὸ δωμάτιό μου, ἡ φτωχή, μὲ παρακάλεσε...ἀπελπισμένη...
Τίτο: - Μὰ δὲν τὸ καταλαβαίνεις πὼς ἐκεῖνος ἔπρεπε νὰ ἔρθει;
Μερλέτι: - Ναί, καὶ ἐκεῖνος. Ἀλλὰ κι' ἐκεῖνος λέει ἐσύ...ἐσύ...
Τίτο: - Ὄχι, ὄχι. Ὄχι ἐγώ!
Μερλέτι: - Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ἤσασταν σὰν δυὸ σκυλάκια, δεμένα στὴν ἴδια ἁλυσσίδα, ποὺ δὲν θέλουν ἄλλο νὰ προχωροῦν στὸν ἴδιο δρόμο.
Τίτο: - Δὲν ἀνεχόμουν νὰ τὸν ἔχω πλάι μου πιά!
Μερλέτι: - Κι' ἐκεῖνος, δὲν ἀνεχόταν ἐσένα. Καὶ τραβήξατε ὁ καθένας γιὰ ἀλλοῦ. Καὶ ἡ ἁλυσσίδα ἔσπασε. Κι' αὐτὸ τὸ περάσατε γιὰ ἐλευθερία.
Τίτο:- Ὄχι. Ἔνιωσα ἐλεύθερος ἀπ' ὅταν δὲν τὸν εἶδα πλέον δίπλα μου στὸ ἑστιατόριο. Δὲν ξέρεις τί ἄτσαλα ποὺ τρώει, σὰν λύκος. Διαρκῶς πεινασμένος καὶ ποτέ του δὲν παχαίνει - ταινία ἔχει;
Μερλέτι: - Μάλιστα, ὅ,τι λέει κι' αὐτὸς γιὰ σένα!
Τίτο: - Καὶ τί μπορεῖ νὰ λέει αὐτός γιὰ μένα;
Μερλέτι: - Φαίνεται πὼς...σοῦ ξέφυγαν καὶ σένα ὁρισμένες ἐλευθερίες!...
Τίτο: - Ἐλευθερίες;
Μερλέτι: - Οἰκειότητες!
Τίτο! - Ἄ! Ἐμένα!
Μερλέτι: - Ξέρω κι' ἐγώ! Σᾶς ἔκοβε ἀρκετὰ τὸν λαιμὸ αὐτὴ ἡ ἁλυσσίδα!
Τίτο: - Καὶ ἀκριβῶς γι' αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν σπάσει ἐκεῖνος. Εἶχε χρέος νὰ συνεχίσει μαζύ μου ὥς τὸ τέλος.
Μερλέτι: - Ναί, μὲ τὸ ἴδιο συναίσθημα: πρῶτα τῆς ἀγάπης καὶ ὕστερα τοῦ μίσους. Καὶ τὸ μίσος αὐτὸ σᾶς τύφλωσε τόσο πολύ, ὥστε δὲν ἀντιληφθήκατε κἄν τὸ ἔγκλημά σας σὲ βάρος αὐτῆς τῆς ἄμοιρης!
Τίτο: - Ὁρῖστε, εἶσαι μάρτυρας: ἀκόμα νά 'ρθει!
Μερλέτι: - Ἔπρεπε νὰ ἦταν ἐδῶ.
Τίτο: - Καὶ πρῶτος μάλιστα. Νόμιζα πὼς ἐρχόμουν ἀργά, γιὰ νὰ μὴ τὸν συναντοῦσα.
Μερλέτι: (Βλέποντας τὸν Καρλίνο νὰ περνᾶ ἔξω ἀπὸ τ' ἀνοιχτὸ παράθυρο). - Νά τος, ἔρχεται.
(Ὁ Τίτο στρέφει πρὸς τὸ παράθυρο, καί, γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὸν Καρλίνο ποὺ μπαίνει, πάει στὸ παράθυρο καὶ κοιτάζει ἔξω. Ὁ Καρλίνο μπαίνει μὲ ἆγχος, σὰν χαμένος).
Καρλίνο: - Νά με! Μήπως ἄργησα;
Μερλέτι: - Ἔτσι νομίζω.
Καρλίνο: - Πέθανε;
Μερλέτι: - Ὄχι. Σςςς...
Καρλίνο: - Πῶς εἶναι τώρα;
Μερλέτι: - Πῶς θέλεις νά 'ναι;
Καρλίνο: (Στέλνοντας μιὰ ματιὰ στὸ παράθυρο, ὅπου εἶναι ὁ Τίτο, καὶ μετὰ πλησιάζοντας στὴν πόρτα τοῦ δωματίου τῆς Μελίνας). - Περιμένουμε τίποτα; Ἤθελα... (Γνέφει πρὸς τὸ παράθυρο). - ...νὰ τοῦ ἀφήσω ὅλο τὸν καιρὸ νὰ...
Μερλέτι: - Ὅπως ἀκριβῶς τὸ φανταστήκαμε κι' ἐμεῖς!
Καρλίνο: - Ἐγὼ παίρνω τὸ παιδὶ μαζύ μου!
Τίτο: - Δὲν παίρνεις τίποτα! Ἐγὼ παίρνω τὸ παιδί!
Μερλέτι: - Κύριοι, ἡσυχᾶστε.
Τίτο: - Ἐσύ... Ὕστερ' ἀπ' ὅσα...
Τίτο: - Ἀπ' ὅσα, ποιά;
Μερλέτι: - Μὴν ξεχνᾶτε πὼς ἡ κοπέλλα εἶναι ἐδῶ ἀκόμα.
Καρλίνο: (Στὸν Μερλέτι). - Ὁ κύριος ἀπὸ δῶ εἶπε πὼς δὲν θέλει νὰ τὴν ξαναδεῖ.
(Ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς Μελίνας ἀκούγονται ἀνάκατες ὁμιλίες. Ἡ Γειτώνισσα προσπαθεῖ νὰ τὴν ἐμποδίσει).
Μερλέτι: - Ὁρῖστε, τὴν ξυπνήσατε!
(Ἡ Μελίνα φαίνεται στὴν πόρτα, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν Γειτώνισσα).
Μελίνα: - Ἀφεῖστε με! (Ὕστερα, γυρίζοντας πρὸς τοὺς δύο νέους). - Τίτο! Καρλίνο! Ἐδῶ εἴσαστε; Καὶ δὲν μοῦ τὸ λέγανε!!!
(Οἱ δύο νέοι τρομάζουν καθὼς τὴν βλέπουν. Εἶναι ἀγνώριστη πιά).
Μελίνα: - Καρλίνο! Τίτο!
Τίτο: - Μελίνα!
Καρλίνο: - Μελίνα!
(Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑποδείξουμε τὴν σειρὰ τῶν διαλόγων, ἄς ἀποφασίσει ὁ σκηνοθέτης. Ἡ Μελίνα, σὲ μιὰ τελευταία της προσπάθεια, μὲ ὅλες της τὶς δυνάμεις, δὲ θὰ μπορεῖ νὰ δίνει τὴν εὐκαιρία στοὺς ἄλλους νὰ μιλήσουν. Θὰ μιλᾶ μόνη της σὰν νὰ παραληρεῖ, ὅλο καὶ πιὸ χλωμὴ καὶ πιὸ ἀποκαμωμένη, ἀλλὰ πᾶντα χαμογελαστὴ καὶ σχεδὸν εὐτυχισμένη. Ἡ ζωηράδα στὶς κινήσεις της θὰ λιγοστεύει ἀνεπαίσθητα ὥς τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πέσει νεκρὴ στὰ χέρια τῶν δύο νεαρῶν. Ἐπίσης, δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν στὸν Τίτο καὶ στὸν Καρλίνο, ἀναστατωμένους ὕστερ' ἀπὸ τόσα συναισθήματα - οἶκτος, τύψεις, μανία, μίσος - νὰ στέκουν βουβοὶ ὅσο ἐκείνη παραληρεῖ. Ὄχι μοναχὰ θὰ ἀναφωνοῦν σὰν νὰ θέλουν νὰ χαλιναγωγήσουν κάτι, ὅπως:
- Ἄχ, Θεέ μου!
- Μελίνα! Μελίνα!
- Δειλέ! Δειλέ!
- Ἄτιμε δολοφόνε!

ἀλλὰ, κάποια στιγμὴ, ὅταν ἡ Μελίνα θὰ ζητήσει ἀπὸ τὴν παραμάννα νὰ φέρει τὸ καλάθι μὲ τὰ σπάργανα τοῦ μωροῦ καὶ θὰ τὰ δείξει στοὺς δυὸ ἆντρες, θὰ μιλοῦν καὶ οἱ δύο μαζύ, τόσο ποὺ θὰ καλύπτουν τὴν φωνὴ τῆς Μελίνας. Θὰ εἶναι κάτι σὰν ἐσωτερικὴ μάχη. Οἱ δυό τους θὰ αἰσθάνονται σὰν κουρέλια, κι' αὐτὸ θὰ φανεῖ μὲ τὶς γκριμᾶτσες τους καὶ τὴν στρέβλωση τῶν δακτύλων).
Τίτο: (Θὰ πεῖ). - Ἄχ, θεέ μου! Φτάνει... φτανει... (Καὶ ὕστερα, στὴν Μελίνα). - Ναί, ὡραῖα εἶναι, ἀλλὰ φτάνει τώρα...μὴν κουράζεσαι ἆλλο! Θὰ σοῦ φάω τὴν καρδιά, δολοφόνε! Ἔλα, πές καὶ σύ, δὲν εἶναι ὡραῖα;...Ἐξ αἰτίας σου ὅλη αὐτὴ ἡ δυστυχία!
Καρλίνο: (Θὰ πεῖ). - Τώρα μᾶς κάνει καὶ τὸν εὐσπλαχνικό! Πρῶτα, ποῦ ἤσουνα; Ζῶον! (Στὴν Μελίνα). - Ναί, ναί, ὤ, τί ὡραῖα ποὺ εἶναι... (Στὸν Τίτο). - Ὅλη σου ἡ ζωὴ δὲν φτάνει γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖς... ἕνα τέτοιο ἔγκλημα!...
(Ἡ Γειτώνισσα καὶ ὁ Μερλέτι, μὲ τὴ σειρά τους, θὰ ἐπεμβαίνουν στὰ ἐπιφωνήματα καὶ τὶς περιττὲς συμβουλὲς τῶν ἄλλων).
- Μά, θὰ σκοτωθεῖτε ἐσεῖς!
- Δυστυχισμένο πλᾶσμα...
- Πηγαίνετε τουλάχιστον ἔξω...
- Ντροπή σας, φύγετε!
- Παναγιά μου Παρθένα!...
- Κᾶντε μιὰ προσπάθεια νὰ τὴν καθησυχάσετε...
- Θεέ μου, κοιτᾶξτε χλωμάδα ποὺ ἔχει...

Ὕστερα ἀπ' ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια, τὸ παραλήρημα τῆς Μελίνας: κοφτὸ καὶ ταραγμένο, ἔτσι ποὺ ἡ ταραχὴ ὅλης τῆς σκηνῆς νὰ μοιάζει μ' ἕναν σπασμωρικὸ παλμὸ ποὺ θὰ κρατήσει μερικὰ λεπτά).
Μελίνα: - Μὲ τὰ μάτια σας μὲ ψάχνετε ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἐδῶ πιὰ... Ὄχι, Τίτο, μὴ φοβᾶσαι! Καρλίνο, φωνάζεις Μελίνα... Μά, δὲν εἶμαι πιὰ ἐδῶ. Μιὰ τόση δὰ μικρὴ κλωστούλα μὲ δένει ἀκόμη μὲ τὴ ζωὴ καὶ προσπαθῶ νὰ σᾶς δῶ ξανὰ... Ἔσβησα; Μὴ, Τίτο...- ἀκόμη ἐδῶ βρίσκομαι. (Δείχνει τὸ δωμάτιο ὅπου κοιμᾶται τὸ μωρό). - Ὅλη ἡ ψυχή μου, ὅλη ἡ ζωή μου, ἡ ἀγάπη μου ὅλη, εἶναι ἐκεῖ, μέσα ἐκεῖ... Μὴ λέτε λόγια σκληρὰ ὁ ἕνας στὸν ἆλλο. Πλησιᾶστε, ἐλᾶτε. (Στὴν ἐνστικτώδη ἀντίδραση ἀποστροφῆς τῶν δύο νέων καὶ στὸ σκούντημα τῆς Γειτώνισσας καὶ τοῦ Μερλέτι). - Ὄχι, περιμένετε! Μή, Τίτο. Μή, Καρλίνο. Δὲν εἶναι δικό σας, δὲν εἶναι δικό σας, δὲν πρέπει νὰ τὸ σκέφτεστε ἆλλο! (Στὸν Τίτο). - Δὲν εἶναι δικό σου! Δικό μου εἶναι! Μονάχα δικό μου. Νὰ σκέφτεστε πὼς μονάχα ἐγὼ ὑπάρχω μέσα του, ἐγὼ τοῦ ἔδωσα τὴ ζωή μου, τὴ δική μου ζωή!Γι' αὐτό, πρέπει νὰ ἀγαπᾶτε ἐμένα μέσα ἀπὸ κεῖνο, καὶ νὰ μὴ σκέφτεστε τίποτ' ἆλλο! Πρέπει ν' ἀγαπᾶτε ἐμένα μέσα ἀπὸ κεῖνο, νὰ βλέπετε μονάχα ἐκεῖνο, χωρὶς νὰ σκέφτεστε ἐσεῖς... Εἶναι τόσο ὀμορφοῦλι! Τὸ νινάκι μου, εἶναι μικρό, τοσοδοῦλι! Νινὶ Φράνκο τὸ λένε. Τίποτ' ἆλλο! Μοῦ στοίχισε τόσους κόπους καὶ δὲν θὰ μ' ἔχει κοντά του πιά. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἔχει ἐσᾶς... Φτωχό μου, μικρούλικο ἀθῶο... Κοιμᾶται μέσα στὴν ἀθωότητά του, τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε μὲ τὴ γέννησή
του δὲν τό 'θελε ποὺ τό 'κανε. Αὐτό, στ' ἀλήθεια, εἶναι ἀθῶο! Νὰ μοῦ ὁρκιστεῖτε: στὴν ἀθωότητα ποὺ ἀναπαύεται τώρα θὰ τὸ ἀφήσετε γιὰ πᾶντα. Νὰ σκέφτεστε ἐμένα καὶ ὅτι εἶναι μοναχὰ δικό μου...καὶ νὰ τὸ ἀφήσετε νὰ μεγαλώσει...αὐτὸ ποὺ εἶναι... Ὁ Νινί, ὁ Νινὶ Φράνκο. Ὄχι δικό σου, οὔτε δικό σου! Μά, αὐτὸ ποὺ εἶναι γι' αὐτὸ ποὺ εἶναι. Ὁ Νινί, ὁ Νινί Φράνκο..., ὁ γυιὸς τῆς Μελίνας, ποὺ πέθανε...καὶ σᾶς τὸ ἄφησε ἐσᾶς, σὰν ἕνα δωράκι...σὰν κάτι ὁλόδικό της, μὲ τὶς φασκιοῦλες ποὺ τοῦ ἑτοίμασε... (Βλέπει τὴν Παραμάννα στὴν πόρτα τοῦ δωματίου). - Παραμάννα! (Γυρίζοντας στοὺς δύο ἄντρες). - Νὰ ἡ παραμάννα του, νὰ τὸ ἀφήσετε σ' αὐτήν! (Στὴν Παραμάννα). - Τὸ καλάθι, παραμάννα! Πήγαινε νὰ τὸ φέρεις... (Ἡ Παραμάννα βγαίνει, ξανάρχεται ἀμέσως). - Νά, τώρα θὰ σᾶς δείξω, μόνη μου τὰ ἔραψα, μὲ τὰ χέρια μου... (Δείχνει ἕνα-ἕνα τὰ ρουχαλάκια). - Δέστε 'δῶ γιρλαντοῦλες, κορδέλλες... ἐδῶ, κεντήματα... ἐγὼ τὰ ἔφτιαξα ὅλα, ἔμαθα νὰ κάνω ἀπ' ὅλα... Δές, Τίτο, βλέπεις ζιπουνάκια;...κι' αὐτὸ...κι' αὐτὸ ἐδῶ... Μή, μὴ μιλᾶτε μεταξύ σας... Κοίταξε, Καρλίνο, τὰ ἀρχικά του...μὲ κόκκινη κλωστὴ...σκουφάκια μὲκορδέλλες... πουκαμισάκια, νυχτικούλια, δές! διάφανο ρὸζ μετάξι, γιὰ τὸ ἀγοράκι μου, τὸ μικρό μου Νινί. Ἄχ, Θεέ μου!
(Σωριάζεται νεκρὴ στὰ χέρια τοῦ Τίτο καὶ τοῦ Καρλίνο ποὺ τὴν συγκρατοῦν καὶ τὴν μεταφέρουν στὸ κρεβάτι της. Ἡ Γειτώνισσα, ὁ Μερλέτι καὶ ἡ Παραμάννα τρέχουν ξωπίσω).
Καρλίνο: - Μελίνα!
Τίτο: - Πέθανε;
Γειτώνισσα: - Σᾶς τὄλεγα ἐγώ!
Μερλέτι: - Γρήγορα...γρήγορα...στὸ κρεβάτι.
(Τὰ πρόσωπα καὶ οἱ κινήσεις τοῦ Τίτο καὶ τοῦ Καρλίνο, καθὼς μεταφέρουν τὸ πτῶμα τῆς Μελίνας, δὲν δείχνουν οἶκτο ἀλλὰ ἀγριότητα. Κάτω ἀπὸ τὸ πτῶμα, τὸ χέρι τοῦ Τίτο, ἀναγκασμένο νὰ ἀγγίξει τὸ χέρι τοῦ Καρλίνο, τὸ τσιμπάει μὲ τὰ νύχια του νὰ τὸ ματώσει, τόσο ποὺ ὁ Καρλίνο δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει ἕνα " - Αχ!..."
Ὅλα τὰ πρόσωπα ἔφυγαν ἀπὸ τὴν σκηνὴ, ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ πόρτα. Ἀκούγονται συγκεχυμένες φωνὲς ποὺ ὅλο καὶ δυναμώνουν.
Ἀπὸ τὴν δεξιὰ πόρτα μπαίνουν ὁ Γιατρὸς καὶ ὁ κ. Φραντζόνι, ποὺ μένει στὴ διπλανὴ βίλλα. Εἶναι κάπου 40 χρόνων, ταλαιπωρημένος καὶ ταραγμένος. Ὁ Γιατρός, ἀπὸ τὶς φωνὲς ποὺ ἀκούει, καταλαβαίνει πὼς ἡ Μελίνα εἶναι νεκρή).
Γιατρός: - Ἀχά! Σίγουρα πέθανε. Καὶ τό 'λεγα... Περιμένετε μιὰ στιγμὴ, κύριε Φραντζόνι...
(Πρὶν προλάβει ὅμως νὰ φτάσει στὴν ἀριστερὴ πόρτα, βγαίνουν ἀπὸ κεῖ ὁ Τίτο καὶ ὁ Καρλίνο σὰν ἄγρια θηρία, πιάνονται ἀπὸ τὸν λαιμό, χτυπιόνται φωνάζοντας):
Τίτο: - Σκύλε! Θὰ μοῦ τὸ πληρώσεις! Δὲ θὰ φύγεις ζωντανὸς ἀπὸ τὰ χέρια μου, δολοφόνε! Ὅσα μοῦ 'χεις κάνει!...
Καρλίνο: - Δειλέ! Σοῦ φταίω ἐγὼ τώρα ποὺ ἐσὺ τὴν πέθανες! Ἐσὺ εἶσαι δολοφόνος! Ἀλλὰ, ξέρε το, μπορῶ καὶ γὼ νὰ σὲ πνίξω!
Μερλέτι: (Ποὺ πιάνει τὸν Τίτο καὶ κατορθώνει νὰ τὸν τραβήξει μακρυά). - Εἴσαστε τρελλοί! Ἀποκτηνωθήκατε! Μπροστὰ στὸ πτῶμα...Ποῦ ξανακούστηκε τέτοιο πρᾶγμα;
Καρλίνο: (Δείχνοντας στὸν Μερλέτι τὸ ματωμένο χέρι του). - Κοίταξε τί μοῦ ἔκανε, τώρα ποὺ τὴν πηγαίναμε μέσα!
Τίτο: (Ὁρμῶντας ξανά), - Θὰ σοῦ γδάρω τὰ μοῦτρα!
Μερλέτι: (Τὸν σταματᾶ ἀμέσως). - Πρόσεξε γιατὶ εἶμαι καὶ γὼ ἐδῶ!
Καρλίνο: (Ὁρμᾶ κι' αὐτός). - Νομίζεις πὼς τὸν φοβᾶμαι;
Γιατρός: (Συγκρατεῖ τὸν Καρλίνο). - Ἔλεος, σᾶς παρακαλῶ!
Μερλέτι: - Ἀνήκουστο σκάνδαλο!
Γιατρός: - Ἐνώπιον τοῦ θανάτου!
Γειτώνισσα: (Ἀπὸ τὴν πόρτα). - Τόση ντροπή!
Τίτο: - Δὲν τελειώσαμε, ξέρε το! Δὲ μπορεῖ νὰ τελειώσει ἔτσι!
Καρλίνο: - Τὸ ξέρω πὼς δὲν μπορεῖ νὰ τελειώσει ἔτσι!...
Τίτο: - Γιατί ἐγὼ θὰ πάρω τὸ παιδὶ...
Καρλίνο: - Δὲν θὰ πάρεις τίποτα. Ἐγὼ θὰ τὸ πάρω! Κάνε πὼς πᾶς κοντὰ στὴν κούνια!...
Τίτο: - Ὄχι, κάνε πὼς μπαίνεις στὸ δωμάτιο!...
Μερλέτι: - Μά, δὲ μοῦ λέτε, τρελλαθήκατε στ' ἀλήθεια; Ἔχετε τόσο κουράγιο νὰ χτυπιόσαστε γιὰ τὸ παιδὶ μπροστὰ στὸ πτῶμα;
Τίτο: - Ἐγὼ πρέπει νὰ πάρω τὸ παιδί, Μερλέτι! Ἐγὼ τὸ ἤθελα, ὄχι αὐτός! Εἶσαι μάρτυρας, πὼς ἤθελε νὰ τὸ κρατήσει ἐκείνη.
Καρλίνο: - Ἐσύ; Οὕρλιαζες ὅτι σοῦ 'φερνε ἀηδία κι' αὐτὴ καὶ τὸ παιδί!
Τίτο: - Καὶ σὺ, δὲν ἥθελες νὰ τὴν ξαναδεῖς, τόσο φοβόσουνα ν' ἀναλάβεις μόνος σου τὸ παιδὶ...Κι' ἀκριβῶς αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ πρέπει νὰ τὸ πάρω ἐγώ!
Καρλίνο: - Δὲν θὰ τὸ πάρεις!
Τίτο: - Μπᾶ! Θὰ μ' ἐμποδίσεις ἐσύ;
Καρλίνο: - Θὰ σ' ἐμποδίσω. Σὲ μένα ἦρθε καὶ τὰ ἐμπιστεύτηκε ὅλα - κι' ὄχι σὲ σένα.
Τίτο: - Γιατί ἐσύ, Ἰούδα, τὴν ἄφησες νὰ νομίζει...
Καρλίνο: - Ὄχι, πολὺ νωρίτερα, δυὸ φορὲς ἀπανωτά, ἦρθε καὶ ἐμπιστεύτηκε ἐμένα ἀλλὰ ὄχι ἐσένα!
Γιατρός: - Ἐπιτρέπετε, κύριοι...
Τίτο: - Ναὶ ἀλλὰ προσπάθησε ν' ἀρνηθεῖς πώς, ἀκόμα καὶ τὴν τελευταία φορά, σοῦ δήλωσε...
Καρλίνο: - Δὲν τὸ ἀρνοῦμαι!
Τίτο: - Ἔ, λοιπόν, τί τὴν θὲς τὴν ἐμπιστοσύνη; Τὴν ἤθελες μονάχα γιὰ νὰ προδώσεις ἐμένα καὶ ὕστερα γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψεις!
Γιατρός: - Ὅπως βλέπετε, εἶναι ἀδύνατον, δὲν θὰ συμφωνήσετε ποτέ σας ἐπ' αὐτοῦ.
Μερλέτι: - Οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἆλλος ἔχει δικαιώματα πάνω στὸ παιδὶ ποὺ νὰ τ' ἀρνηθεῖ ὁ ἕνας στὸν ἆλλο!
Γιατρός: - Ὄντως, τὸ λέγαμε πρὶν λίγο, μὲ τὸν δικηγόρο: τὸ παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει παρὰ σὲ ἕναν - ἤ σὲ κανέναν!
Καρλίνο: - Τί πάει νὰ πεῖ "σὲ κανέναν";
Τίτο: (Ταυτόχρονα). Πῶς "σὲ κανέναν";
Γιατρός: - Μὲ ἀφήνετε ἕνα λεπτὸ νὰ μιλήσω; Μέσα στὴ δυστυχία ποὺ σᾶς βρῆκε...
Τίτο: - Αὐτὸς φταίει!
Καρλίνο: - Ὄχι! Ἐσὺ φταῖς!
Γιατρός: - Σᾶς παρακαλῶ, κύριοι! Πάνω σὲ τοῦτο τὸ ἄλυτο πρόβλημα, ἄν θέλετε, ἀκοῦστε με προσεχτικά: ἡ μοίρα τό 'θελε, ἡ μοίρα πού, βλέπετε, δὲν εἶναι πολὺ χαμογελαστὴ γιὰ τὸν κύριο ἀπὸ δῶ... (δείχνει τὸν κ. Φραντζόνι).
Τίτο: - Ποιός εἶναι ὁ κύριος;
Γιατρός: - Εἶναι ὁ κ. Φραντζόνι, ποὺ μένει στὴ βίλλα ἐδῶ δίπλα.
Μερλέτι: - Ἄ, ὁ κύριος ποὺ...
Γιατρός: - ...ποὺ εἶχε τὴ δυστυχία νὰ θυσιάσει τὸ παιδί του γιὰ νὰ σώσει τὴ γυναίκα του... Τὴ μοίρα τὴ γράφει ἡ θεία πρόνοια!... Αὐτὸς ὁ κύριος ἦρθε μαζύ μου...
Μερλέτι: (Γρήγορα). - Γιὰ νὰ πάρει τὸ παιδί;
Καρλίνο: - Ποτέ!
Τίτο: - Τὸ μωρό;
Καρλίνο: - Ὄχι, δὲν εἶναι δυνατό!
Τίτο: - Ἀδύνατον!
Μερλέτι: - Σταθεῖτε! Ἀφεῖστε νὰ μιλήσει!
Καρλίνο: - Ἀδύνατον!
Μερλέτι: (Στὸν Φραντζόνι). - Θὰ τὸ υἱοθετήσετε;
Κος Φραντζόνι: - Μά, ἀφοῦ λένε πὼς εἶναι ἀδύνατον...
Τίτο: - Ἀδύνατον!
Καρλίνο: - Ἀδύνατον!
Μερλέτι: - Καὶ τί θὰ τὸ κάνετε λοιπόν;
Γιατρός: - Ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε νὰ συμφωνήσετε;
Μερλέτι: - Σᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ λύσετε ἀμέσως τὸ πρόβλημα!
Τίτο: - Ὄχι μὲ τέτοιον τρόπο.
Καρλίνο: - Μᾶς ἔλεγε τόσα ἡ Μελίνα γιὰ νὰ...
Μερλέτι: - Μάλιστα, ἄφησε τὸ ἀρνάκι της σὲ δύο λύκους σὰν καὶ σᾶς!
Τίτο: - Ὑπάρχει ἡ παραμάννα, τὸ σπίτι!...
Καρλίνο: - Ναί, θὰ ἐρχόμαστε νὰ τὸ βλέπουμε μέρα παρὰ μέρα ὁ καθένας...
Μερλέτι: - Τί 'ν' αὐτὰ ποὺ λέτε τώρα; Εἴσαστε τρελλοί!
Γιατρός: - Μ' αὐτὸ τὸ πάθος...
Τίτο: - Καλά, θὰ δοῦμε...θὰ δοῦμε!
Μερλέτι: - Μά, τί θὰ δεῖτε! Ἄν μεγαλώσει στὰ χέρια σας καὶ ἀρχίσετε νὰ ὑποθέτετε, ἐξ αἰτίας κάποιου σημαδιοῦ, πὼς μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὸν ἕναν ἤ στὸν ἆλλο...ἡ ζήλεια θὰ σᾶς κάνει νὰ ἀλληλοστραγγαλιστεῖτε! Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ παραιτηθεῖτε ἀπὸ τὸ νὰ τὸ βλέπετε. Ἡ παραμάννα θὰ τὸ τυλίξει στὸ σάλι της καὶ θὰ φύγει ἀμέσως!
Καρλίνο: - Ὄχι! Ὄχι!
Τίτο: - Ἀδύνατο.
Μερλέτι: - Καὶ γιατί ὄχι; Ἀμέσως κιόλας! Στὸ σπίτι τοὺ κυρίου ἀπὸ δῶ, δίπλα!
Κος Φραντζόνι: - Θὰ μποροῦσα νὰ δώσω κάθε ὑπόσχεση...
Τίτο: - Σὲ ξένα χέρια...
Καρλίνο: - Ὕστερ' ἀπὸ τὶς τελευταῖες της ἐπιθυμίες!...
Μερλέτι: - Μά, δὲν εἴδατε λοιπὸν τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ πέτυχε μὲ τὰ λόγια της πεθαίνοντας; Ὁρμήξατε νὰ πνίξετε ὁ ἕνας τὸν ἆλλο! Καὶ μεῖς ἐδῶ, τρομάξαμε, ὅλοι, πλάι στὸ ἀκόμα ζεστὸ της πτῶμα... - καὶ αὔριο, φτοὺ κι' ἀπ' τὴν ἀρχή!...
Γιατρός: - Θὰ εἶστε ἀναγκαστικὰ ἐχθροί, ὅσο τὸ παιδὶ θὰ βρίσκεται ἀνάμεσά σας.
Μερλέτι: - Ἄν σκέφτεστε τὴν νεκρή, τότε εἶναι τύχη οὐρανοκατέβατη νὰ μπορεῖτε, εὐθὺς ἀμέσως, νὰ προστατέψετε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ μίσος σας.
Γιατρός: - Ἄχ, νὰ μποροῦσε ἡ ἄμοιρη νὰ ἐλπίζει ὅτι...
Κος Φραντζόνι: - Μπορῶ νὰ σᾶς βεβαιώσω πὼς θὰ τὸ φροντίζουμε σὰ νὰ ἤτανε δικό μας παιδί, γιατὶ δὲ θὰ μπορέσουμε πιὰ ν' ἀποκτήσουμε ἆλλο..., ὁ γιατρὸς τὸ ξέρει. Ἤθελε νὰ παίξει μὲ τὸν θάνατο, ἡ γυναίκα μου, ἀφοῦ ἤξερε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ἕνα... - ἀλλὰ μπορεῖτε, κύριοι, νὰ εἴσαστε ἥσυχοι γιὰ τὸ μέλλον τοῦ μωροῦ. Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σᾶς δώσω κάθε ἐγγύηση.
Μερλέτι: - Εἶναι ἕνας τρόπος νὰ ἐπανορθώσετε τὸ κακὸ ποὺ κάνατε στὴν ἄμοιρη κοπέλλα, ἀφοῦ, εὐτυχῶς, βρέθηκε τρόπος νὰ σωθεῖ τὸ παιδί.
Γιατρός: - Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει πιὰ καμιὰ ἀφορμὴ μίσους ἀνάμεσάς σας.
Μερλέτι: - Καὶ θ' ἀφήνεστε νοσταλγικά, μαζύ, στὴν ἀνάμνησή της.
Γιατρός: - Ἀφοῦ θὰ ξαναγίνετε φίλοι.
Μερλέτι: - Ἐδῶ, μπροστά της, σ' αὐτὴν ποὺ ἦρθε ἐπίτηδες γιὰ νὰ σᾶς φέρει καὶ τοὺς δυό σας τῆς ἀναμνήσεις τῆς νιότης σας, ἐδῶ θὰ τῆς ἀνταποδώσετε τὸ γλυκό της χαμόγελο, γιατὶ ὁ πόνος της, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ἔγινε αἰτία νὰ χωριστεῖτε, τὴν ἔκανε νὰ πεθάνει, - νά, αὐτὸ ἦταν! Ἀγκαλιαστεῖτε! Γίνετε φίλοι! Καὶ πηγαίνετε νὰ τῆς ζητήσετε συγγνώμη.
(Ὁ Καρλίνο, ὕστερ' ἀπὸ ἕναν λυγμὸ στὰ πρῶτα λόγια τοῦ Μερλέτι, δὲν ἀντέχει πιά, πέφτει κλαίγοντας στὰ χέρια τοῦ Τίτο ποὺ κλαίει).
(Τέλος).