Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

 9 Ἰουνίου 2020  ·


Καλὰ θὰ κάνετε νὰ τὸ διαβάσετε προσεχτικά.
==================
Ἀπὸ τὸν 2ο τόμο
τοῦ Θεάτρου τοῦ Ὀνείρου, Ἀθήνα 1999.
Περὶ πολιτικῆς
καὶ
περὶ κομματικῆς,
ἐν ὀλίγοις - καὶ πολλὰ εἶναι!
*
Προσέξτε, μὴ μοῦ τὰ μπερδεύετε:
ἡ πολιτικὴ γνοιάζεται·
ἡ κομματικὴ πεισμώνει.
Ἡ μία τείνει νὰ μοιάσει τοῦ Δημιουργοῦ· ἡ ἄλλη τὰ θέλει ὅλα δικά της – γεροντοκόρη
λυσσάρα γιὰ ἄντρα, δηλαδὴ ἐξουσία.
Μὲ τὴν μία ζῶ· τὴν ἄλλη τὴν ξεμαλλιάζω.
Ὑπεράνω ὅλων τοποθετῶ τὸ γράψιμο καὶ τὴν ἠθοποιΐα – γενικῶς κάθε τέχνη: μουσική, ζωγραφική, γλυπτική... Ἄν σ' αὐτὰ χωράει, ἁρμόζει, χρησιμεύει κάποια τρίχα (νύξις, πρέπον) ἀπὸ τὸ τσουλοῦφι τῆς κομματικῆς... - γιατί ὄχι; Καλόβαλτη. Ἡ πολιτικὴ συνυπάρχει στὸ αἷμα ὅσων βράζει τὸ αἷμα τους.
Ὥς πρὶν μερικὰ χρόνια, θεωροῦσα τὸν ἑαυτό μου ἀνίδεον, ἄσχετον ὡς πρὸς τὰ κόμματα – καὶ ἤμουν.
Ἀπ' ὅταν μπῆκα στὸν χορό (τρία χρόνια τώρα), ἰδέαν ἔχω, σχέσιν εἴθε οὐδέποτε ν' ἀποκτήσω.
Ἀνήκω στὸ ΔΗ.Κ.ΚΙ., ποὺ εἶναι κίνημα.
Προτίστως, ἀνήκω στὴν Ἑλλάδα τοῦ πολιτισμοῦ. Γιὰ τοὺς βαρβάρους, νιώθω τὸν πειρασμὸ νὰ τοὺς ἀλλάξω. Κι' αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποτυχία μου.
Προσχώρησα στὸ ΔΗ.Κ.ΚΙ. Παρθένος – ὅσο παρθένος μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ἀνοιχτομάτης. Ἀλλά, φύσει ἐρωτικός, ἀπορῶ πῶς δὲν ἄλλαξα καὶ τὴν ἡμερομηνία γεννήσεώς μου: 26 Αὐγούστου καὶ Σάββατο – φτού, νὰ πάρει!...
Μ' ἀρέσει νὰ βλέπω τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ μικροσκόπιο καὶ μπήγοντας τὸ νυστέρι. Καὶ νὰ τὴν λέω κατὰ πῶς θἄρεσε στὸν Κωστῆ Παλαμᾶ (“Ὅποιος στοχαστικός”). Ὤ, θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου! Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀρέσει σὲ κανέναν – οὔτε στὸ ΔΗ.Κ.ΚΙ., πλὴν τοῦ Τσοβόλα. Προφανῶς ἀρέσει στὸν Ῥένο Ἀποστολίδη καί, δὲν ἀποκλείεται, σὲ μἐνα. Πληρώνω ἀκριβὰ τὸ Μεγάλο ΟΧΙ μου. Ἀλλὰ νά, πῶς, ὁ Μαινόμενος Ἡρακλῆς, ἐκεῖνος, ἔφθασε νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ σφοδρὸν θυμό:
* Ἡ Κῦπρος. Θἄπρεπε νἄχουμε πνιγεῖ καὶ ὄχι νὰ ἅδουμε Χάπυ Μπέρθεϊ στὴν 25χρονη διχοτόμησή της.
* Τὸ ξεχείλισμα τῶν ἀντιστασιακῶν (πρώην προσκυνητῶν) ἀπὸ τὸ 1975 καὶ ἐντεῦθεν. Ἔλεγαν ἀνέκδοτα· καὶ τώρα, χρυσοπληρώνονται.
* Ἡ κατάργησις τῆς Ἀδείας Ἀσκήσεως τοῦ Ἐπαγγέλματος τοῦ Ἠθοποιοῦ. Διὰ Νόμου, ὅποιος σκάει σὲ κάποιον θιασάρχη λεφτὰ γιὰ 50 ἔνσημα, γίνεται αὐτομάτως (ἀπὸ ἀγγοῦρι) ἠθοποιός. Καὶ ὁ ἐπαγγελματίας, ποὺ δὲν τἄχει τὰ 50, παραμένει ἄνεργος ἤ κόβει τὸν λαιμό του νὰ τὰ σκάσει κι' αὐτός. Ἡ Μελίνα εἶχε τὸν τρόπο της, ὄχι ὅμως κι' ἐμεῖς ποὺ δὲν χρηματίσαμε οὔτε κἄν ἔστω ὑπουργοὶ πολιτισμοῦ.
* Στὶς Λογοτεχνικὲς Ἑνώσεις λιβανίζονται μεταξύ τους βερεσέ, μὲ στιχοπλοκίες σὲ πατρὸν ἀπὸ τετράστιχα ἡμερολογίων τοῦ τοίχου.
* Ἄρχισαν νὰ λύωνται υἱοθεσίες (1982) καὶ νἄχουμε τραγωδίες χωρὶς ἔλεος καὶ κάθαρση.
* Καθιερώθηκε ἡ Δημοτική, ὄχι τοῦ Γρηγορίου Ξενοπούλου, ἀλλὰ τοῦ ἐπιρρήματος “παρεμπίπτοντα”, τοῦ ρήματος “πάρθηκε” καὶ τῆς ἀκατανόμαστης πτώσεως “τῆς μετρητῆς”. Ἡ Γλώσσα τῶν θεῶν ἔγινε στερεοφ-ο-νικὸς βόμβος ξεγάνωτων τενεκέδων.
* Κωστῆς Στεφανόπουλος, ὁ μόνος πολιτικὸς ποὺ μιλλάει ἑλληνικά.
* Χριστόδουλος, ὁ “ἑλληνιστὴς” ποὺ κάνει πολιτική.
* Ἡ κάθοδος τῶν μυρίων Ἀλβανῶν. Ἆλλοι ἀναζητοῦν μιαν καλλίτερη ζωὴ κι' ἆλλοι μιὰ θεαματικώτερη ληστεία μετὰ φόνου. Οἱ πρῶτοι ἦρθαν κελεποῦρι στοὺς Ἕλληνες ἐργοδότες (πές: πλαστὲς μισθοδοσίες, μὲ τὶς εὐλογίες τῆς πράσινης κάρτας)· εὐκαιρία νὰ μᾶς σπάσουν τὸν τσαμπουκά, ἐμᾶς, τῶν ὑφισταμένων Ἑλλήνων: < δέξου μισθὸ τοῦ 1986 καὶ ἄνευ ἐνσήμων ἤ κᾶτσε ἐκεῖ νὰ πεινᾶς – κι' ἐμεῖς θὰ λέμε ὅτι εἶσαι τεμπέλης καὶ δὲν ἔρχεσαι νὰ δουλέψεις>. Ὅσο γιὰ τοὺς φόνους, καὶ ἐγώ, ἄν τὸ ἔσκαγα ἀπὸ τὶς φυλακὲς κάποιας ἑκτοκοσμικῆς χώρας καὶ διέθετα δυὸ-τρία καλάσνικοφ, φόνους μετὰ μουσικῆς δὲν θἄκανα; Μὲ μίαν ἐπιπλέον διαφορά: ἐπειδὴ θεωροῦμαι (μόνος μου, ντέ!...) διανοούμενος, θὰ σκότωνα τοὺς ὑπευθύνους.
Πρώτη μου φορὰ ἔκλαψα γιὰ πολιτικόν, στὴν πορεία γιὰ τὸν Ὀτσαλάν. Ὅπως κάποτε ὁ γυιός μου γιὰ τὸν “Μᾶρκο Μπότσαρη” ποὺ τοῦ διάβαζα
* Ἡ Σημαία τῶν Ἰμίων. Μπορεῖ νὰ μὴ συλλέγω κοκκαλάκια ἁγίων λειψάνων ἀλλὰ μία Κλωστὴ ἀπὸ τούτη τὴ Σημαία θὰ τὴν προσκυνοῦσα.
* Ἡ Μακεδονία. Οἱ Ἕλληνες μεταφραστὲς ἀνέχθηκαν τὴν Σκοπιανὴ ἱστορικὸ νὰ μιλάει γιὰ ἀρχαίους Ἕλληνες μεταφρασμένους στὴν “μακεδονικὴ” (τὴν σκοπιανή) γλώσσα, ἀλλὰ ἐγὼ τὴν πρόγκιξα καὶ κανένας ἆλλος δὲν μίλησε, στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἀθήνας, ὅπως καὶ ὁ Δημήτρης Ἀβραμόπουλος, μιὰ μέρα πρίν, πρόγκιξε γιὰ τὸν ἴδιο λόγο τὸν Σκοπιανὸ Δήμαρχο.
* Ὑπάρχει διέξοδος. Ζητῶντας πολιτικὸ ἄσυλο, νὰ γίνω Γᾶλλος πολίτης καὶ νὰ παραμείνω Φιλέλλην. Αὐτὰ περὶ πολιτικῆς.
Καὶ κάτι περὶ ἔρωτος.
Ὁ ἔρωτας εἶναι θεατρικὴ παράστασις ἀνυπόπτου διαρκείας, χωρὶς συγγραφέα – ἄρα μὲ βλακῶδες κείμενο -, μὲ δύο πρωταγωνιστὲς σὲ ρεσιτὰλ ἠθοποιΐας, χειροκροτούμενοι διαρκῶς ἀπὸ τὶς καρδιές τους, κι' ὅταν πέσει ἡ αὐλαία κηρύσσεται πένθος. Οἱ θεωρούμενοι θεατές τους εἶναι ἁπλῶς περαστικοί. Γίνονται θεατές, μόλις ἐπεμβαίνει ὁ συγγραφέας. Ἀντὶ γιὰ ἀναλύσεις θεατρικῶν ἔργων καὶ ἐρωτικῶν θρύλων, καλλίτερα νὰ ἐπιδιώκει κανεὶς νὰ βλέπει καλὸ θέατρο καὶ νὰ εὔχεται νὰ ἐρωτευθεῖ.
Ἀθήνα, 26 Αὐγούστου 1999.
Ἐμπρὸς κοιτάζω τ' ἀναμμένα μου κεράκια
καὶ φού!...
τὰ σβήνω – μπορῶ κι' ἀλλοιῶς;
Θὰ φάμε τούρτα, λίγο τὄχετε;
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου