Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

21 Σεπτεμβρίου 2012, καὶ ὥρα 5:15.
Εικόνα * Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.


    γ ά τ α τσέπης, 3. 
 
Ὅταν εἶσαι λαχανιασμένος, παραμένεις, στέκεις στὸν πεζόδρομο τῆς Αἰόλου λίγο παραπάνω, ἀφοῦ ἔχει καὶ παγκάκια καὶ δεντροσκιές. Ἐσεῖς μπεῖτε καὶ στὸ ἐκκλησάκι γιὰ τὸ κεράκι σας. Θὰ βάλω νερὸ στὸν γάτο - ὑπάρχει καὶ γάτα ποὺ κρύβεται, ἀχά! Τὸν χαϊδεύω - τὸν Αἴολο, λέμε. Κάπου ἐκεῖ στὴν κοιλίτσα του πονάει - ἕνα νιάουουου!
Καὶ ξαφνιάζομαι: τί ἔχει; Νερό! Νὰ τοῦ βάλω νερό...
- Ὤ, μὴν ἀνησυχεῖτε γιὰ τὸν... (τί ὄνομα μοῦ εἶπε οὔτε ποὺ τὸ συγκράτησα).
- Ἄ, γιὰ νὰ σᾶς πῶ: Αἴολο τὸν βάφτισα ἐγώ, αὐτὸ ἰσχύει! Καὶ καλὰ κάνετε καὶ φροντίζετε τὸν βαφτιστικό μου, εὖγε σας!
Κι' ἀκόμα τὸν χαϊδεύω. Κι' εἶναι ξαφνικά: σὰ νὰ χαϊδεύεις πρώτη σου φορά, τὴν πρώτη σου ἀγάπη καὶ κάθε ἄλλη σου ἀγάπη, πᾶντα γιὰ πρώτη φορά. Πόση τρυφερότητα κι' ἔγνοια μὴ καὶ ἡ ἀφή σου δὲν ἀρέσει. Ἐσὺ τἄχεις δώσει ὅλα μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἀλλὰ... Ναί, καλὰ λέω: ἀλλά!... Σοῦ λέει: "σ' ἀγαπῶ", σύμφωνοι, ἀλλὰ... Πᾶντα ἕνα "ἀλλὰ" ποὺ δὲν ξέρεις τί σημαίνει ἀλλὰ καὶ βέβαια σὲ τρελλαίνει. Ὤ, Παναγίτσα μου! Νὰ μπῶ, ν' ἀνάψω στὴν εἰκόνα σου, στὴν ἀνάγκη, κι' ἐγὼ ἕνα κερί!...Τὸ "ἀλλὰ" νὰ λιώσει μιὰ γιὰ πᾶντα, νὰ μὴν τὸ ξαναπῶ, νὰ μὴ μοῦ φάει τὰ σωθικά. Μά, τί κάθομαι καὶ λέω, σὰν πρωτάρης; Τὸ "ἀλλὰ" ἔχει λόγο ὕπαρξης. Τὸ "ἀλλὰ" κάποτε στὸ μέλλον θὰ
θριαμβεύσει κακὴν κακῶς. Καὶ σκέψου ὅτι μιλᾶμε γιὰ παρελθὸν τώρα, ἔ; Στὴν ἡλικία σου..., ἔ, καλὰ εἶσαι! Θἄπρεπε νἆχες καταπιεῖ ὅλο καὶ πιὸ εὔκολα ὅλους, τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἆλλο, τοὺς δισταγμούς σου καὶ τὶς ἀμφιβολίες. Ἔλα τώρα, παραδέξου το, χαζόπλασμα εἶσαι. Κάνε πὼς φιλᾶς τὴ γάτα. Δὲν εἶν' ἀνάγκη νὰ δοῦν οἱ ἀγοραῖοι πὼς κλαῖς, - εἴπαμε σοβαρέψου. Οἱ ἀγάπες τελειώνουν. Μὲ προδοσίες - καὶ μάλιστα τὴν πιὸ ἀπροσδόκητη στιγμὴ. Μὲ θανάτους καμιὰ φορὰ καὶ μὲ ἆλλα ἀντιαγαπητικά.
Δὲν ἀντέχεται γιὰ πᾶντα ἡ ἀγάπη, κατάλαβέ το. Οὔτε καὶ κάθεται ἡσυχη στ’ αὐγά της. Φεύγει. Ἄ, ὄχι ὅποτε θέλεις ἐσύ, ὅποτε εἶναι γραφτό. Στὸ κάτω-κάτω λίγες φορὲς εἶπες στὸν ἑαυτό σου: "Τώρα νὰ διαλυθεῖ, τώρα νὰ δώσω τέλος..."; Γιατὶ δὲν τὄκανες, τότε;
- Ἄκου με ποὺ σοῦ λέω: χάιδευε τὴ γάτα, ὁ κόσμος ἔχει τὰ προβλήματά του, δὲν θέλει νὰ τρακάρει μὲ τὰ τσικνωμένα μοῦτρα σου, χαμένε!
Πλάκωσε τὸ κομπρεσὲρ τῶν λυγμῶν - δὲν εἴμαστε μοῦ φαίνεται καλά! Καθόλου καλά! Νὰ τραντάζεις στὸ κλάμα;
- Εἶσαι στὰ καλά σου; Γέρος ἄνθρωπος! Ἀγάπες καὶ κουραφέξαλα;
Ὤχ, κάποιοι πῆραν χαμπάρι πὼς κάποιος κλαίει παρά-κεῖ!
- Νά, μωρέ, αὐτός... - μὴν καταλάβει πὼς κοιτᾶς - αὐτὸς μὲ τὴ γάτα!
Δὲ μοιάζεις γιὰ ἄστεγος ἀλλὰ ὁ καθένας μὲ τὸν σταυρὸ ποὺ κουβαλᾶ.
Ἔλα, τώρα, δὲν χρειάζεται νὰ σὲ κοιτᾶνε. Ἄς σ' ἀφήσουν, μπορεῖ ἔτσι νὰ λαφραίνεις τὴν καρδιά σου. Μὴ νοιάζονται ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ βοηθήσουν.
- Χωρὶς ἀστεῖα: ἅμα μιὰ καρδιὰ καταστραφεῖ, ὁ κόσμος ὅλος καταστράφηκε.
- Καὶ νὰ κλαίει ἔτσι; Ἄσε μας μωρὲ κι' ἐσ
ύ! Τὴ ζωὴ πρέπει νὰ τὴν ἁρπάζεις καὶ νὰ τὴ ρουφᾶς κάθε στιγμή ὅπως τὴν βρίσκεις. Στὴν ἡλικία του καλὰ κάνει καὶ τὸ ρίχνει στὶς γάτες. Λίγη σεξουαλικὴ ἀξιοπρέπεια εἶναι ὅ,τι πρέπει ὕστερ' ἀπὸ κάποια στιγμὴ, - διάολε, ἀμάν!
Ὅταν ἔχεις ἁπαλύνει λιγάκι τὸν πόνο σου, δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ μὲχρι ποῦ ζουρλαίνεσαι μ' αὐτὸ τὸ γατί: τὰ ποδαράκια του; τὰ λατρεύεις! τὰ αὐτάκια του; σοὔρχεται νὰ βάλεις μέσα τους, στὰ χωνάκια αὐτά, σταφίδες καὶ στραγάλια καὶ νὰ τὴν ἀράξεις κάτω ἀπὸ τὸν πλάτανο!... Ἡ οὐρίτσα του; τὰ μουστάκια του; ἡ κοιλίτσα του;
- Νά 'ταν πιὸ μικρὸ νὰ τὸ τσέπωνα καὶ νἄφευγα χωρὶς νὰ μὲ καταλάβουν!...
- Κλέφτης γατιῶν μπροστὰ στὰ μάτια τῆς Παναγιᾶς τῆς Χρυσοσπηλιώτισσας, ἄτιμε; Ἔλεος!
Νά, εἶδες ποὺ γέλασες; Ἀφοῦ ἔχεις γάτες! Πόσες πιά; Ἔλεος, ποὺ λένε μὲ κάθε ἀφορμὴ κι' οἱ νεοέλληνες, ὅταν θυμοῦνται τὰ ἑλληνικὰ. Ἔλεος! Πιετά, ποὺ θἄλεγε κι' ὁ Ριγκολέτο. Πιετὰ, μιέι σινιόρι, ριντάτε ἀ μὲ λὰ γκάτα, πιετά!...
Καὶ τότε, μὲ τὸν γάτο ἀγκαλιά, ἀρχίζεις τὸ τραγοῦδι.
Γατουλίνο μι' ἀμόρ,
γατουλίνο ἐσπανι
όλ,
γατουλάκι γκινι
όλ,
σ' ἀγαπῶωωω!...


[Συνεχίζει ὡς: γάτα τσέπης, 4.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου