Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Ἀπὸ τὴν ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΒΡΑΔΥΝΗ τῆς ἐφημερίδος " Βραδυνή".
------------
Τ πρτο μου διήγημα γι μεγάλους.
συγγραφέας κα ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ μ συμβούλεψε ν πάω ν δ τν συγγραφέα κον ΜΠΑΜΠΗ Δ. ΚΛΑΡΑ, στν "Βραδυνή", γιατί τ γραπτά μου ταν, λέει, πι...ριμα γι μεγάλους κα χι γι τν "Διάπλασι των Παίδων", πότε κα παψα σιγ-σιγ ν εμαι ... (τὸ ψευδώνυμό μου) Μικρς Λογοτέχνης!!...
θαυμάσιος κενος κύριος περπήδησε κείμενα πο εχε προγραμματίσει γι... ξη μνες γι ν βάλει τ δικό μου. Το φάνηκε πς εχε, καθὼς ἔλεγε, μπροστά του τ "κάτι λλο"!... 


γώ θυμμαι πο βρέθηκα μπρούμυτα πάνω στ καπ νς Ι.Χ., ταν, τρέχοντας μ τν Βάσια, π τν χαρά μας, πέντε μέρες ἀργότερα, ν περάσουμε τν Πανεπιστημίου, π τν γωνία τῆς Κορα, ναστατώσαμε τν κυκλοφορία, πετντας τν πόλοιπη φημερίδα στν ορανό, ἀφοῦ κρατήσαμε τὴν δημοσίευση.
Κα
τί σύμπτωση: δίπλα-δίπλα, κολλητά, πρχε κα μι μετάφραση τς Βάσιας σ να ποίημα το Πλ Βερλαίν. Πς ν μν μασταν ρωτευμένοι... γι πντα;
---------------------------------------------------------------------
φημερίδα "Βραδυνή", σ δύο συνέχειες, 18 κα 25 Νοεμβρίου 1963.

Μ' αυτ τν δημοσίευση θελα ν ποδείξω στν πατέρα μου πς χι δικα σχολιόμουν μ τ γράψιμο. Δν πρόλαβα ν το διαβάσω τν δεύτερη συνέχεια. Δυ μέρες πρίν, "εἶχε φύγει".
---------------------------------------------------------------------

Ἰάνη Λὸ Σκόκκο:

Τ πορτρατο νς λίθιου.

Τὸ κορίτσι διασκέδαζε ἀρκετὰ στὴ σκέψη του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν τὸν καταλάβαινε καὶ τῆς ἀπασχολοῦσε τὴν περιέργεια.
- Σκοτώθηκε, παρατήρησε. Σκοτώθηκε νὰ μοῦ δείξει ...τὸ πορτραῖτο του!
Κι' ὕστερα γέλασε τρανταχτὰ μὲ μιά δόση ἐγωισμοῦ καὶ περιφρόνησης. Τότε ἀκριβῶς ἐπενέβη ἡ μητέρα της.
- Βάσια, πᾶψε. Μὴν ξεχνᾶς πὼς τὸν ἔχεις θεῖο σου.
Ἡ Βάσια, τί ἆλλο, ἀδιαφόρησε. Πῆρε τὸ καπελλίνο της κι' ἔτρεξε στὸν καθρέφτη. Ἀσφαλῶς ἐκεῖ θὰ τὴν περίμενε μιὰ φιλάρεσκη ἐπιθυμία καὶ ἔκπληξη. Μὲ μερικὰ πηδηχτὰ βήματα ἔτρεξε στὴν τουλάπα.
- Εὐτυχῶς ποὺ ξέρει τὸ χάλι του! συνέχισε. Τοῦ μοιάζει πολὺ τὸ πορτραῖτο.
Ἡ κυρία Μόνικα ἄφησε νὰ φανεῖ ἡ ὀργὴ στὴ μορφή της.
- Βάσια, σοῦ εἶπα "φθάνει"...
- Καλάαα...
Μὰ νὰ σταματήσει τῆς ἦταν ἀδύνατο. Μὴ φοβᾶσαι ὅμως, τὰ εἶπε ἀπὸ μέσα της!... " - Καὶ τὸ γέλοιο ἀπαγορεύεται ἐδῶ μέσα..." Γύρισε προκλητικὰ στὴ μητέρα της. Θὰ τὴν θαύμαζε; Ὦ! Ναί, τῆς πήγαινε θαυμάσια. Νά, θά ’βαζε τώρα καὶ τὰ παπούτσια της καὶ θά 'βγαιναν μὲ τὸν ἀρραβωνιαστικό της γιὰ πρώτη φορά. Τί ὄνειρα, ἀλήθεια, εἶχε κάνει ἡ Βάσια γι' αὐτή τους τὴν ἔξοδο! Αὐτὰ ὅμως τὰ καταραμένα παπούτσια της χάθηκαν πάλι...Μὰ τί γίνεται ἐδῶ μέσα; Σπίτι εἶναι ἤ ἀχοῦρι;
- Ἐγώ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς καταλάβω, εἶπε ἡ μητέρα κι’ ἄρχισε νὰ ψάχνει κι' αὐτή.
Μὲ τὸ πρῶτο σκύψιμο, πιάστηκε – ἀνάθεμα!... - ἡ μέση της. Ὦ, αὐτοὶ οἱ πόνοι!...
- Νά τα! φώναξε ἡ κόρη μὲ θρίαμβο.
Ὡστόσο τὸ πρόσωπό της ἔγινε ἀπότομα χλωμό, κατσούφικο. Ἔπεσε βαρειὰ στὸ κρεββάτι ἀπογοητευμένη.
- Γιατί δὲν μοῦ τὰ πήγατε στὸν τσαγκάρη; οὔρλιαξε, θά ἔλεγε κανεὶς ἕτοιμη νὰ μπήξει τὰ κλάματα.
- Τί;
- Πῶς θὰ βγῶ τώρα ἔξω, ἐγώ; Ἄχ, τί μοῦ κάνατε πάλι...
- Μά, ἔκανε η μητέρα σαστισμένη, θαρρῶ ὁ θεῖος σου τὰ πῆγε μόνος του στὸν τσαγκάρη...
- Αὐτός ὁ τρελλός;
Μόλις τότε φάνηκε κι' ὁ τρελλός, ἡ προσωποποίηση τῆς ἀδυναμίας, τῆς μοναξιᾶς. Ἦταν ἕνας ἄντρας ἀδύνατος, μέσης ἡλικίας, μὲ κατακόκκινα μάτια, πρησμένα καὶ παθητικά. Μάταια κάποιο χαμόγελο μονομαχοῦσε μ' ἕνα κλαψούρισμα στ' ἀδύνατα χείλη του. Ἄνοιξε τὴν πόρτα, μπῆκε μέσα καὶ στάθηκε ὁλότελα σὰν χαζός. Ἔτρεμε - παληό του συνήθειο.
- Βάσια, σοῦ ἔφερα τὰ παπούτσια σου.
Ἡ ἀνηψιὰ γνώρισε στὰ κοκκαλιάρικα χέρια του τὰ μαῦρα παπούτσια της τὰ παληά. " - Τώρα μ' ἔσωσες", πῆγε νὰ πεῖ ἀλλὰ σώπασε. Γιὰ λίγο κανεὶς δὲν μίλησε, μόνο ἡ μητέρα ἔκανε ἕνα νεῦμα εὐχαριστίας γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση.
" - Ἠλίθιε", ὀργίστηκε δίχως ὅμως νὰ τὸ πεῖ ἡ κοπέλλα. Ὕστερα, μόλις ποὺ μπόρεσε νὰ κρατήσει τὸν θυμό της, πῆρε τὰ παπούτσια καὶ τὸν ξαπόστειλε. Ἐκεῖνος ἔκλεισε διακριτικὰ πίσω του τὴν πόρτα.
- Νὰ μὴν ξαναανακατευτεῖ μὲ τίποτα, ἐδῶ μέσα!
Ἡ μητέρα κάθησε στὸν καναπὲ μὲ τὰ χέρια πάνω στὰ πόδια της.
- Ὁ κακόμοιος! Μὴν τὸν παρεξηγεῖς...Νά, βάλε καὶ τοῦτα δῶ, καινούργια εἶναι...
- Τί λές, καλέ! Σιγὰ μὴ μὲ κάνεις ἀρχαία ἀκόμη καὶ στὴν πρώτη μας ἔξοδο. Ὁ Τόνυ τί θὰ σκεφθεῖ γιὰ πές μου; Ὅτι δὲν ἔχω...
Δὲν γινόταν παρὰ νὰ ἀφρίζει ἀπὸ θυμό. Ἔ, λοιπόν, αὐτὸς ὁ θεῖος Μαρσὲλ ἦταν ἀγιάτρευτα τρελλός. Ἡ μητέρα μάλιστα τό 'χε πεῖ κάποτε, πὼς "ἄν δὲν πλήρωνε τὶς δύο χιλιάδες τὸν μήνα, δὲν θὰ τὸν ἄντεχε". Ὄχι, πάει πολύ, νά 'χεις στὸ σπίτι σου ἔναν ψυχοπαθὴ, ἕναν ἠλίθιο, ἕναν...ὀνειροπαρμένο, ποὺ φαντάζεται ὅτι ἀντιπροσωπεύει(!) κάποια, γιὰ σκέψου το, ὑψηλὴ ἀποστολὴ καὶ πὼς τὸ ἔργο τοῦ καλλιτέχνη φαίνεται νά 'ναι πιὸ ὄμορφο ὅταν ἔχει πεθάνει αὐτός... Καὶ ὅτι τὸ καλὸ ἔργο τάχα "ζεῖ"! Ὄχι, αὐτὸ ἦταν σωστό. Τὸ κορίτσι δὲν παραδεχόταν πὼς ὅλος ὁ κόσμος εἶναι "ὑποκριτές". Πώς, τάχα, ὁ ἕνας θέλει τὸ κακὸ τοῦ ἄλλου! Ἄ, γελάει πᾶντα, σὰν τὸν θυμᾶται τότε, τὸν Αὔγουστο, καθισμένο πλάι της στην ακρογιαλιά, νὰ στοχάζεται: " - Ἄν θέλει κανεὶς πραγματικὰ νὰ μασκαρευτεῖ, δὲν ἔχει παρὰ νὰ φορέσει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεπιτήδευτη". Χά χά χά!... Τί νὰ τοῦ ζηλέψει κανεὶς αὐτουνοῦ; Λὲς νά 'ναι τρελλός; Μμμ, αὐτὸ ἀρχίζει νὰ πιστεύει ἡ Βάσια.
***
Ὁ Μαρσέλ, βγαίνοντας ἀπ' τὸ δωμάτιο τῆς ἀνηψιᾶς του, ἔλαμπε ὁλόκληρος ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Συγκίνηση καὶ δάκρυα συντρόφευαν τὴν παρουσία του. Ὦ, νὰ ξέρεις πὼς ἔκανες κάτι "σωστό", ἔστω καὶ μέσα σὲ τόσα χρόνια τῆς ζωῆς σου, εἶναι μεγάλη ἱκανοποίηση. Καὶ ἡ δεσποινίδα Βάσια δὲν ἔδειξε κανένα παράπονο μαζύ του. Ἄρα, μποροῦσε τώρα νὰ χαίρεται καὶ νὰ γελᾶ!...Μποροῦσε νὰ κάνει ὄνειρα γιὰ ἕναν παληό του πόθο, "νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα"! Ὅταν δὲν θά 'ταν ἠλίθιος, δὲν θά 'χε λόγους νὰ ντρέπεται νὰ γυρίσει...Τόσα χρόνια ποὺ πέρασαν ἄλλωστε, κανεὶς δὲν θὰ τὸν θυμόταν... Καὶ σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ τὴν παληά του ἀρραβωνιαστικιά, τὴν Κωστάντζα. Πῶς νὰ τῆς παρουσιαζόταν; Σὰν Μαρσὲλ ἤ... Ὄχι, σίγουρα ἡ καλή του θὰ τὸν περίμενε νὰ δέσουν τὸ πεπρωμένο τους... Θὰ μέναν γιὰ πᾶντα στὸ σπίτι μὲ τις πασχαλιές.
Ὁ Μαρσὲλ πετοῦσε στὰ σύννεφα τώρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά του. Γιατί, ἡ συγκίνηση ποὺ νιώθει ὁ περιφρονημένος, ὁ γελοῖος, ὁ μόνος, σὰν ἔκανε κάτι καλό, δὲν εἶναι παρὰ μία ὄψη, ναί, καὶ μία κατάκτηση τοῦ παραδείσου. Ἀρκεῖ νὰ βρεθοῦν αὐτοὶ ποὺ θὰ τὸν σπρώξουν ἐκεῖ!...
Ὁ Μαρσὲλ ἔτρεξε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸν καθρέφτη τοῦ δωματίου του. Τὰ μάτια του ἔλαμπαν, τὰ χείλη του τὰ εἶχαν ποτίσει νέες δροσοσταλίδες, μιᾶς καινούργιας αὐγῆς. Ἡ καρδιά του σφίχτηκε. Ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ κόλλησε τὰ χείλη του στὸν καθρέφτη. Ἄνοιξε τὰ μάτια κι' ἄβγαλε μιὰ κραυγὴ τρελλῆς χαρᾶς:
- Εἶμαι εὐτυχισμένος!...
Ἀπόμεινε ἀρκετὰ λεπτὰ μ' αὐτὸ τὸ χαμόγελο τοῦ θριάμβου, ὥσπου νά 'ρθει ἡ σκέψη, ἡ ἀπότομη ἐκείνη προσγείωση αὐτῶν ποὺ ἔμαθαν νὰ στοχάζονται, καὶ τράβηξε ἀπ' τὰ διψασμένα χείλη του τὸ γλυκὸ κρασί. Χώθηκε πιὰ βαθειὰ μέσα στὴν κάμαρά του, σωστὸ τώρα ἐρείπιο.
- Δὲν θὰ μπορέσω νὰ διώξω ποτὲ αὐτὸ τὸ στῖγμα ἀπὸ πάνω μου!...
Κουλουριάστηκε. Οἱ δυνάμεις του τὸν πρόδιδαν ξαφνικά καὶ μὲ πρόοδο. Πῆρε τὸ κεφάλι στὰ χέρια καὶ βούλιαξε στὸν καναπέ. Θεέ μου, ἦταν βαρειὴ ἡ θλίψη ποὺ τὸν βασάνιζε. Ἦταν ἀσήκωτη. Ἔβλεπε γύρω του νὰ γυρίζουν μανιασμένα τὰ πράγματα καὶ νὰ χτυπιοῦνται μὲ μίσος μεταξύ τους, μπήγοντάς του στριγγλιές, οὐρλιάσματα, χλευασμούς...
- Εἶσαι ἠλίθιος... Γιὰ πᾶντα ἠλίθιος...
- Γελοῖος...
- Πρόδωσες τὸν Μπερνάρ, τὸν ἀδελφό σου! Σοῦ 'χε πεῖ τόσες φορές νὰ διώξεις τοὺς δανειστὲς κι' ἐσὺ τοὺς ἄφησες νὰ μποῦν πρὶν κἄν προλάβει νὰ κρυφτεῖ.
- Τρομάζεις τὰ παιδιὰ μὲ τὶς ἀλλόκοτες ἱστορίες σου... Εἶσαι ἔνας ἠλίθιος. Ἕνας ὀνειροπαρμένος.
Καὶ τὸ θύμα δὲν ἄντεξε. Ἄφησε τοὺς διαβόλους νὰ τὸν παρασύρουν, ὑπέκυψε, ἔπεσε χάμω λιπόθυμος σχεδόν. Ὁλομόναχος σίγουρα.
Ὁ πόνος ποδοπατᾶ τοὺς ἀδύναμους καὶ ἀνυπόκριτους. Γιατί, κατὰ βάθος, ὁ Μαρσὲλ ζοῦσε στὸν ἴλιγγο τῆς ἀλήθειας. Ζοῦσε καὶ πέθαινε γι' αὐτήν. Ὁ ἀνοιχτὸς ἑαυτὸς μοιάζει μὲ τὶς μαριονέττες, μὲ τὴ διαφορά πώς, αὐτός, ἐξοργίζει, γιατί ἔχει τὸ ἰδίωμα νὰ ξεσκεπάζει.
***
Τὰ παιδιὰ χύθηκαν στὸν δρόμο μὲ φωνὲς καὶ τραγούδια, περικύκλωσαν τὸ ἁμάξι τοῦ Τόνυ καὶ τὸ περιεργάζονταν θαμπωμένα. Στὴν πόρτα φάνηκε πρώτη ἡ Βάσια, μ' ἕνα γαλάζιο φόρεμα στενὸ καὶ μὲ καινούργιο καπέλλο. Γιὰ πρώτη φορά, στὰ χείλη της βάφτηκε μὲ κραγιόν. Κι' ἔλαμπαν τόσο όσο καὶ κεῖνα τὰ εὐτυχισμένα μάτια τῆς μητέρας, ποὺ τὴν καμάρωνε.
Οἱ δυὸ μνηστευμένοι ἄλλαξαν ἕνα φιλὶ μὲ τὴν μαμὰ καὶ μπῆκαν στ' αὐτοκίνητο. Πίσω στριμώχτηκαν τὰ ἀδελφάκια τῆς Βάσιας μὲ φωνὲς ὅπως πᾶντα καὶ τραγούδια. Καὶ τὸ ἁμάξι ξεκίνησε. Ἡ μητέρα τοὺς σταύρωσε ἀπὸ μακρυὰ κι' ἔμεινε ἐκεῖ μὲ τοὺςς συλλογισμούς της. Ναί, τὰ θυμόταν καλὰ τὰ ἀξέχαστα χρόνια τοῦ ἔρωτά της... Πῶς πέρασαν γοργά!...
Ἦταν ὁ Μαρσὲλ ποὺ διέκοψε τὶς σκέψεις της. Ἐκείνη φόρεσε ἀμέσως τὸ πιὸ ἐγκάρδιο χαμόγελό της.
- Εἶμαι εὐτυχισμένη, Μαρσέλ.
Ὁ ἆλλος κόπηκε.
- Θά 'θελα κι' ἡ κόρη μου νά 'κανε τὴ δική μου ζωή... Εἶμαι πολὺ εὐτυχισμένη.
Τὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου κρύφτηκε μὲ πόνο.
- Μὴν μαρτυρᾶς τὴν εὐτυχία σου, Μόνικα... Θὰ σοῦ φύγει! Ἡ Βάσια εἶναι καλὸ κορίτσι, θὰ πετύχει.
Ὕστερα κόμπιασε, γύρισε, τῆς ἅρπαξε τὰ χέρια μέσα στὰ χέρια του σφιχτά, κάρφωσε στὰ μάτια της τὴν ματιά του:
- Θὰ μποροῦσα κι' ἐγὼ νά 'χω μιὰ κόρη σὰν τὴ δική σου, Μόνικα! Θὰ μποροῦσα κι' ἐγώ... ἄν δὲν ἤμουν ἠλίθιος καὶ εἶχα παντρευτεῖ.
Ἡ συγκίνηση κατρακύλησε μέσα της. Προσπάθησε νὰ ξεφύγει, χρειάστηκε νὰ παλέψει μὲ τὸν ἑαυτό της καί, τέλος, χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξει στὰ μάτια, ἔφυγε. Δὲν ἤξερε τί νὰ πεῖ. Δὲν μποροῦσε οὔτε αὐτὴ νὰ κάνει κάτι γι' αὐτὸν τὸν δυστυχισμένο, δὲν εἶχε δύναμη...
Ὁ ἆλλος ἔτρεξε ξωπίσω της. " - Γιατί τὸν ἀπέφευγε; Δὲν εἶχε τάχα κι' αὐτὸς τὸ δικαίωμα νὰ ζητᾶ κάτι ἀπὸ τὴ ζωή;"
- Μόνικα. Μὴ μ' ἀποφεύγεις, Μόνικα. Ζῶ!
Ἡ γυναίκα στάθηκε, ἔκρυψε στὰ χέρια τὸ πρόσωπό της καὶ ξέσπασε. Ἐκεῖνος τὴν ἀγκάλιασε τυφερὰ καὶ εἶπε μὲ σιγανή, σβησμένη φωνή, γεμάτη παράπονο:
- Θά 'χα καὶ γὼ μιὰ κόρη σὰν τὴ δική σου...
- Πᾶψε, Μαρσέλ, φύγε...
- Νὰ φύγω; Καὶ σὲ ποιόν θὰ πῶ τὸν πόνο μου, λοιπόν; Δὲν μπορῶ ἆλλο, Μόνικα, νὰ ζῶ. Πίστεψέ με. Τὸ ξέρω, σᾶςς φέρνω βάρος ἐδῶ μέσα ποὺ μ' ἔχετε καὶ σᾶς κάνω καὶ ζημιές κι' ἀπό πάνω... Ξεχνῶ ὅ,τι μοἐ εμπιστευθεῖς, συμπεριφέρομαι σὰν τρελλός... Μὲ βλέπουν καὶ τὰ παιδιά σου, Μόνικα, καὶ θὰ τοὺς μείνουν ἀνεξίτηλες αὐτὲς οἱ ἐντυπώσεις. Πρέπει νὰ τὰ προσέχουμε τὰ παιδιά.. Εἶναι δύσκολο νὰ τὰ καταλάβουμε, Μόνικα, καὶ πολὺ εὔκολο νὰ τὰ πληγώσουμε... Ἔχουν δίκηο ποὺ μὲ κοροϊδεύουνε, μοῦ βγάζουνε τὴ γλώσσα καὶ μοῦ χτυπᾶνε τὴν γροθιά τους στὴν παλάμη:
- Χαζέ!... Χαζέ!...
Ἀλλὰ ἐσὺ μέ καταλαβαίνεις, Μόνικα, εἶσαι μεγάλη. Βοήθησέ με λοιπὸν νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Πές μου, πές μου ἄν εἶμαι ἠλίθιος - καὶ θὰ φύγω, δὲν θὰ σ' ἐνοχλήσω ποτὲ πιά, ἐσένα καὶ τὰ παιδιά σου! Ποτέ. Θα γυρίσω στὸ Παρίσι καὶ θὰ ζῶ ξένος, ἀνάμεσα σὲ ξένους. Μόνο πές μου, σέ ἱκετεύω...
Τὰ χείλη τῆς γυναίκας εἶχαν ματώσει ἀπὸ τὸ δάγκωμα. Ἔβλεπε ἐκεῖ πλάι της ἕνα σωστὸ ἐρείπιο καὶ πονοῦσε. Τὰ χαλάσματα μᾶς προξενοῦν μεγάλο πόνο. Τὸν λυπόταν κι' ἔνιωθε τὸ κεφάλι της νὰ γυρίζει, νὰ γυρίζει...
- Ὄχι, Μαρσέλ, εἶσαι καλὰ στὴν ὑγεία σου!
Τὰ μάτια του λάμψανε.
- Νὰ τὸ πιστέψω;
- Στὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν μου, Μαρσέλ, στὴ ζωὴ...
Ἐκεῖνος τῆς ἔκλεισε τὸ στόμα μὲ τὴν παλάμη.
- Μὴν καταριέσαι τὰ παιδιά σου, Μόνικα, γιὰ νὰ πεῖς ἕνα ψέμμα σὲ μένα... Μή, Μόνικα. Ὄχι τὰ παιδιά σου!
Ἡ γυναίκα δὲν βρῆκε τίποτα νὰ πεῖ. Ὁ ἄντρας φάνηκε ὄμως τώρα πιὸ ἤρεμος. Τῆς ἔπιασε τὰ χέρια μὲ θέρμη. Ὁ ὅρκος ἐκεῖνος τοῦ ἀρκούσε. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε τότε ἀπὸ τὸν νοῦ του μιὰ φωτεινὴ ἰδέα. Κοίταξε τὴ γυναίκα, ὕστερα μακρυὰ στὸ ἄπειρο, ξανὰ τὴ γυναίκα...ξανὰ τὸ άπειρο... Ναί, ἐκεῖ μακρυὰ ἦταν ἡ σκέψη του τώρα. Κι' ἔνιωθε κιόλας πὼς βρισκόταν κοντὰ στὸ ἄπειρο.
***
Τὸ ἆλλο πρωὶ ἕνα γρᾶμμα βρῆκε μπροστά της ἡ Βάσια:
" Ἀγαπητὲ ἀδελφ κα σύ, Μόνικα,
"
σφαλς θ ξαφνιάζεστε μ' ατό μου τ γρμμα πο τ φήνω στ τραπέζι. Κα πι πολ θ σς κινήσει τν περιέργεια τ πς γ δν φυγα λλ κοιμμαι λίγο πι κε, στ κρεββάτι μου. , τώρα θ μ κοιττε, πόσο ρεμα κοιμμαι!
" Τώρα πο
χω δύναμη κα πιστεύω σ' ναν μεγάλο ρκο, πο μο δωσες σύ, Μόνικα, τώρα θέλω ν τν φυλάξω αυτ τ δύναμη. Θυμσαι - σο 'λεγα πς θ γύριζα στ Παρίσι, θ παντρευόμουνα τν Κωστάντζα κα θ γύριζα κοντά σας πάλι, ταν θά 'χαμε πι τ πρτο μας παιδί, ;
" Π
ς ν' φήσει λοιπόν κανες τν ξαφνικ δύναμη, πο το ρχεται τόσο ναπάντεχα, ν πάει χαμένη; Δὲν ἔπρεπε μὲ κάποιον τρόπο νὰ τὴν διατηρήσω; Ὦ, μὴ φοβᾶσθε γιὰ τὴ σκέψη μου, εἶναι πολύ καθαρή...
Μαρσέλ".
Ἡ Βάσια, ποὺ εἶχε μπεῖ γιὰ νὰ ξεσκονίσει, βρῆκε τὸ γρᾶμμα μὲ κατάπληξη. Ὁ θεῖος ἔγραψε γρᾶμμα χωρὶς νὰ φύγει; Μάλιστα, ὑπῆρχε καὶ ὑστερόγραφο. Ἀπευθυνόταν σ' ἐκείνην!
" Υ.Γ. Βάσια, πρόσεχέ μου τν πίνακα. Πιστεύω πς τώρα γινε πι ραος. Θ σ' ρέσει, τ ξέρω. Γι' ατ κα τν χαρίζω σ σένα".

Τότε ἡ Βάσια ἔμεινε σιωπηλή. Κοίταξε γύρω και προσπάθησε μὴν κάνει φασαρία. Πόσο θὰ λυπόταν ἄν τὸν ξυπνοῦσε!... Μὲ τὸ βλέμμα γύρεψε τὸν πίνακα, ἦταν στὸ πλάι καὶ πάνω ἀπὸ τὸ προσκέφαλό του. Πῶς νὰ φτάσει ὥς ἐκεῖ χωρὶς νὰ ταράξει τὸν ὕπνο του; Ὦ, τώρα δὲν ξέρει καὶ ἡ ἴδια τὸ γιατί ἀλλὰ ἄρχισε νὰ τὸν ἀγαπάει, νὰ τὸν συμπονᾶ... Αὐτὸ τὸ γρᾶμμα σίγουρα παρακίνησε τὴν καρδιά της νὰ τὸν ἀγαπήσει. Γιὰ πρώτη φορά, ἔστω καὶ τόσο ἀργά, ὅπως ἡ ἴδια ἔνιωθε. Πόσο ἤρεμα κοιμόταν! Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἁγνό, παιδικό, ἥσυχο... " - Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο ἁγνός!...", σκεφτόταν. Καὶ τὸν κοίταζε γλυκά, συμπονετικά. Ὄχι, δὲν θὰ τὸν κορόϊδευε πιά. Τὸν ἀγαποῦσε. Ἀγαποῦσε ἐκεῖνο τὸ παρθένο πρόσωπό του... Μὲ τί συγκίνηση τὸ κοιτοῦσε! Πολὺ ἁγνό! Πολὺ ἥσυχο!
Ἡ Βάσια ἔβγαλε μιὰ κραυγή, μόνο μία.
***
Ὅταν ἡ μητέρα, ὁ μπαμπὰς καὶ τὰ μικρὰ τρέξανε ἀκούγοντας τὴν κραυγή της, τὴ βρῆκαν νὰ ὀπισθοχωρεῖ πανιασμένη, μὲ καρφωμένο τὸ βλέμμα στὸν πίνακα καὶ τὰ χέρια της νὰ κρέμονται χαλαρά. Λὲς καὶ ἡ αὐτοπροσωπογραφία τοῦ θείου της εἶχε ἀλλάξει. Κάτι τῆς θύμιζαν ἐκεῖνα τὰ μάτια, κάτι ποὺ τώρα δὲν μποροῦσε νὰ αἰσθανθεῖ... Ἡ Βάσια ἔμενε χεδὸν λιπόθυμη, χωρὶς φωνή.
- Τί εἶναι;
- Τί φωνάζεις ἔτσι, καλέ!...
... ... ...
- Θεέ μου!
- Πέθανε!
- Σκοτώθηκε!... Νά, τὸ μαχαῖρι!...
Ἕνα μαχαῖρι. Ἕνα τόσο δὰ μαχαῖρι, ζεστὸ ἀπὸ τὸ αἷμα μιᾶς καρδιᾶς, ποὺ ἤξερε ν' ἀγαπᾶ, ποὺ ἡ ἀγάπη τὴν ἔκανε νὰ φαίνεται ἠλίθια, γελοία.
Κι' ἕνα πρόσωπο πλημμυρισμένο καλωσύνη χαμογελοῦσε τρυφερά. Ἦταν ἁγνό, θαρρεῖς παιδικό, καὶ ἔμοιαζε σὰ νὰ λέει: " - Εμαι νυπόκριτος κα μως ετυχισμένος". Καὶ ναί, δὲν ἔμοιαζε μασκαράς... Ὅταν μπορεῖς, καλέ μου φίλε, νὰ καταλάβεις ἕναν εὐθὺ χαρακτήρα, δὲν μοιάζει ποτὲ μὲ κεῖνες τὶς μαριονέττες ποὺ σὲ τρομάζουν... Πῶς νὰ θεριέψει ὅποια ἀσκήμια ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ἡ Ἀγάπη;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου