Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

22 Ὀκτωβρίου 2008,  καὶ ὥρα 0:51.
Κλινοσοφιστεῖες.
γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

...σὺν Ἀθην καἰ ὄρχεις δείκνυ.
Δημοσιεύτηκε (χωρὶς τὸν τίτλο) πρώτη φορὰ στὴν "Ἀνοχύρωτη Πόλη", τὴν 1η Νοεμβρίου 2007. Ἐδῶ ὑπάρχουν κάποιες βελτιώσεις. Τρίτη δημοσίευσις.

-------------------------------------------------------------------"...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
Α.Α.Α. = (Ἀποδραματικὴ Ἀσχολία Ἀρρένων)
- Μὰ δὲν τρώγεσαι πιὰ, Λαμπίκη, μ' ἔσκασες! Γιὰ πές μου: αἰγιαλῷ λαλῶ; Ἀπρόσεκτος κι' ἀδιάφορος ὅποτε ἔχουμε ἀντιυποκριτική. Ἐγὼ νὰ κλινοσοφιστῶ κι' ἐσὺ...στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα. Πόσες ἀκόμα δεκαετίες θὰ εἶσαι στὴν ἴδια τάξη;...Κι' ἐπιτέλους, βγάλ' το τὸ ρημάδι τὸ σωβρακάκι σου, ὅταν ἔχουμε μάθημα! Σὰ μ' ἐνέρβ. Ἄκου με τώρα προσεκτικά, χωρὶς διεγέρσεις, - δὲν ἔχω τὴν ὄρεξή σου. Τὰ κωλαράκια μὲ μαράνανε! Οἱ ἐξετάσεις σου (πρὶν βγεῖς σὲ σύνταξη), ἔ, αὐτὲς μὲ ἐνδιαφέρουν. Κοῖτα νὰ διεγείρεις τὸν νοῦ σου καὶ νὰ παίξεις καλὰ τὸν ρόλο σου. Χέσε τὶς προκαταλήψεις τῆς μαμάκας σου καὶ τῶν σὺν αὐτῇ γυναικουλιτσῶν.
Ἄ, θὰ δώσεις μόνο τὸν μονόλογο τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. Τὸ ποίημα, ξέχνα το. Ἡ ἀπαγγελία θέλει κότσια θεατρίνου. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ πετύχεις, ἔστω καὶ στὴν δύση τώρα τῆς ζωῆς σου, στὴν ζωή σου. Χωρὶς νὰ παίζεις κάθε μέρα "θέατρο". Ἐννοῶ κακὸ καὶ ψυχοφθόρο. Θὰ κάνουμε πάλι μόνον ὁμοιοθεατροπαθητική. Λοιπόν, τὸ μουστάκι σου θὰ κάνει φτερά. Ἔτσι κι' ἀλλοιῶς ἄντρας ἤσουν, ἄντρας θά 'σαι.
Θὰ ὑποδυθεῖς, εἴπαμε, τὴν Ἀθηνᾶ.
Σκέψου τώρα: ποιά εἶναι ἡ προσωπικότης της; Ντυθήκαμε μήπως Ἀθηνᾶ καὶ ἆντε, τέλειωσε, αὐτὸ ἤτανε; Ὅ,τι κάνουν καὶ οἱ ἀνόσιοι κι' ἀτάλαντοι (σὰν σὲ ἀποκρηὲς) σὲ Ἐπίδαυρο καὶ Ἡρώδειο, διαγράφοντας Βεάκη, Παπαδάκη, Κοτοπούλη, Παξινοῦ, Κάλλας, Ἀρώνη; Ἤμαρτον, Διόνυσε! Σκηνοθέτης ἐπιπλέει, ἠθοποιὸς χάνεται, ἔτσι, μ’ αὐτὰ τὰ τερτίπια!
Τὸ κορμί σου. Φαντάσου το: δοκιμασμένο στὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης, κοντὰ στὴν Παλλάδα, θὰ πάλλεται σὰν ἰχθὺς ἀλλὰ μὴν μοῦ τὸ παίξεις γοργόνα, ἀδελφὴ τοῦ Μεγαλέξανδρου - αὐτὸ τὸ καταλαβαίνεις καὶ μόνος σου.
Ὡς προστάτις τῶν πολεμιστῶν Ἑλλήνων καὶ μὲ τὴν πρότερη ἐμπειρία τῆς Γιγαντομαχίας, ὁπόταν ἐσὺ ἡ ἴδια σκότωσες τὸν Ἐγκέλαδο (στὴν μαφιόζα Σικελία νὰ πάει καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει!...), Γοργονοφόνισσα ἐπίσης, μ' αὐτὴν τὴν φριχτὴ Μέδουσα στὴν ἀσπίδα σου, αἰγίδα πολυπόθητη (ἄ!...κάτι ψοφοδεεῖς δήμαρχοι τὴν καπηλεύονται μὲ φωτοαντίγραφά της!), Πολιὰς τῶν Ἀθηνῶν, μὲ τὸν ἀγέρα καὶ τ' ἁλάτι τοῦ πελάγους κολλημένα στὸ πετσί σου ἀπ' ὅταν δίδασκες τοὺς ναῦτες τῆς Ἀργοῦς, ἰκανή καθοδηγήτρια τοῦ Δαναοῦ καὶ τῶν Δαναΐδων θυγατέρων του πῶς νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν ἀχώνευτη τὴν Αἴγυπτο (μμ! ὅλο...πυραμίδες, σφίγγες καὶ ἱερατεῖο!... - μὴν βλασφημήσω ἐν ὥρᾳ διδασκαλίας, - Πλάτωνα καὶ Θέσπι, βοηθᾶτε με!), φορῶντας τὴν περικεφαλαία σου, πάλλοντας τὸ δόρυ σου, πλὴν ὅμως χωρὶς τὴν γλαύκα σου (μοῦ τὴν χάρισε ἐμένα, τιμῆς ἕνεκεν, ἡ Θεὰ, - τὴν εἶδες στὸ δῶμα μου, ἔ;) κι' ὅσο γιὰ τὸν πέπλο σου, θὰ φροντίσω μὲ τρὺκ νὰ ἵπταται βασταζόμενος ἀπὸ ἀόρατα χέρια παρθένων καὶ ὀλυμπιονικῶν, τῇ συνοδείᾳ ὕμνων τοῦ Πινδάρου, θὰ ἐμφανισθεῖς λουσμένη στὸ ἀττικὸ φῶς (ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν καίγεται ἡ Πεντέλη), δίπλα στὴν Ἐλιά. Οἱ ὑποκριτές ἦταν πάντα ἄντρες.
Θὰ κοιτᾶς τὶς κερκίδες. Ὅλο τὸ κοινό, ἡ μάννα σου. Καὶ μόνον αὐτή. Γιὰ τοὺς ἄλλους, ἐξαντλήθηκαν τὰ εἰσιτήρια. Θὰ τῆς πεῖς δυὸ λόγια (τὰ πολλὰ εἶναι φτώχεια). Πές τα:
- Μάδερ, ἄι ἔμ γκαίη.
Ἡ γριούλα ἡ Πενταγιώτισσα, βρὲ τί ἔπαθε!...Μίλα της ἑλληνικά, μωρέ!
- Μαμά, τοιοῦτος εἰμὶ πρὸ πολλοῦ.
Ἄχ, δὲν εἶναι σοφολογιωτάτη, ἡ μάννα σου, - μὲ σταυρὸ ὑπογράφει!
- Νὰ, θέλω νὰ πῶ, εἶμαι ὁμοφυλόφιλος - σὲ πειράζει, καλὲ μαμά;
Ποῦ...νὰ βρεῖ ἀμπελόφυλλα στῆς καμένης Πελοποννήσου τὴν ὁλόμαυρη ράχη! Κάνε, παιδὶ μου, τὸ σάλτο μορτάλε σου. Λυτρώσου ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐνοχῶν τοῦ πατέρα σου, τοῦ παπποῦ σου, τοῦ προπάππου σου, τῶν προγόνων σου, ὥς τὰ χρόνια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅστις καὶ ἀνεκάλυψεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν! Δὲν εἴπαμε; Θὰ ἀπολέσεις τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ τὸν ξανακερδίσεις ἀναστημένο!
- Βρὲ μάννα, πούστης εἶμαι – τί θές;
Τὴν βλέπεις; Τὸ καταπίνει κιόλας - ἔμ, παρὰ νὰ πνιγεῖ!... Ἀπανωτὰ θὰ οὐρλιάξει, θὰ μαλλιοτραβηχτεῖ. Ὁ Φρόϋντ λέει νὰ τὴν ἀφήσουμε ὥσπου ἡ ὑστερία νὰ τῆς περάσει. Ὥς τὰ τώρα ἀγαποῦσε τὴν ἀνοησία της. Καιρὸς νὰ ἀγαπήσει καὶ σένα.
Ἐσύ, κοῖτα μὴν παρασυρθεῖς ποὺ τῆς ἀνέβηκε ἡ πίεση (ἴσως καὶ παληὸ κολπάκι της). Μὴν πᾶς καὶ τραγουδήσεις τὸ ὑπέροχο (ἀλλὰ ἄκαιρο τώρα) τραγοῦδι τοῦ Χατζιδάκι "Μαννούλα μου". Σημασία ἔχει ὅτι ὁ Πλάτων λέει πὼς τὸ ὄνομὰ σου σημαίνει "φρόνηση θεῶν". Ὁ Ἀριστοτέλης σὲ θεωρεῖ προστάτρια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν. Ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἡσίοδος σὲ ἔχουν θεὰ προστάτριά τους. Οἱ ρήτορες σὲ ἐπικαλοῦνται γιὰ ἔμπνευση καὶ πνευματικὴ ἐνίσχυση.
Θὰ δειλιάσεις μπροστὰ στὸν σκοταδισμὸ τῆς μαμάκας σου καὶ τῶν σὺν αὐτῇ γυναικουλιτσῶν;
- Μαμά, μοῦ ἀρέσουν οἱ ντρες.
Αὐτό, νὰ εἰπωθεῖ λυρικά, ἀλὰ Βάγκνερ ἤ Βέρντι, διάλεξε μόνος σου. Καὶ ὁ Θρεόφραστος Σακελλαρίδης δὲν εἶναι κακός. Ἡ φωνὴ τοῦ Ἐπιτροπάκη θὰ μοῦ ἄρεσε.
Ἄν δὲν σὲ καταλάβει, τιμώρησέ την ὅπως τὸν Τειρεσία, ποὺ σὲ εἶδε γυμνή. Τύφλωσέ την.
Ἀλλὰ τὸ φινάλε προβλέπεται συγκλονιστικό: Παξινοῦ, "Βρυκόλακες", Ἴμπσεν. Τὴν ἀκούω νὰ λέει σπαρακτικὰ καὶ λυτρωτικά ἐναλλὰξ:
- Ὄσβαλντ, παιδάκι μου, μὴ!...ὄχι...ναί...ὄχι...ναί.
Ὁ φωτιστὴς σκηνῆς (αὐθεντία, Παριζιάνος) θὰ σᾶς ρίξει τὸν Παρθενώνα ὁλόγυρα.
Τί ἆλλο νὰ πῶ; " - Σκατά!", λένε στὶς πρεμιέρες γιὰ νὰ πάει καλὰ ἡ παράσταση. Κι' ἐγὼ τὸ ἴδιο σοῦ λέω. Γιὰ νὰ μὴν εἶσαι πιὰ ἕνας ἀποτυχημένος πούστης.

...........................................................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".

Υ.Γ. Πρῶτος ἀναγνώστης, ὁ γυιός μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου