Κυριακή 1 Απριλίου 2018

δύο παληά μου ποιήματα.

Τ ὸ Τ ά μ α.
Ἡδονή μου μεγαλόχαρη,
ἦρθα μὲ δάκρυα
καὶ προσκυνῶ σε.

Ἡδονή μου πλατυτέρα,
ἦρθα μὲ φλόγες
καὶ διψῶ σε.

Ἡδονή μου, παναγιά μου,
μὲ δάκρυα καὶ φλόγες
διψῶ καὶ προσκυνῶ σε.
Τάμα σοῦ φέρνω τὴν καρδιά μου,
τὴν χαρά μου σῶσε.
[1971]

Ὁ μ ε σ α ῖ ο ς.
Ὁ μεσαῖος,
μὲ τὴν μοναξιὰ καρφιτσωτὴ στὸ στῆθος
- δὲς τί ἦθος! -
συνουσίες ἔχει μὲ τὸ χθὲς καὶ μὲ τὸ αὔριο,
συνάμα.
Στὴν Παναγία τό 'χει τάμα,
- ὁ μεσαῖος μὲ τὸ ἦθος
καὶ τὰ δάκρυα ἕνα πλῆθος -
τὶς παρέες π' ἀγκαλιάζει τὶς πολὺ ἑλκυστικές,
νὰ τὶς φορᾶ καρφιτσωτὲς στὸ στῆθος.
Ἄχ, ὁ μεσαῖος,
ποὺ ἔχει δυὸ χείλη ρόζ,
πίνει Κάλτσιουμ-Σαντὸζ
κι' ὁ νοῦς του ὁλοένα στὸν Μπερλιὸζ
θὰ τρέχει,
θεό, μέσα του, δὲν ἔχει.
Καὶ ζεῖ νεκρὸς
καὶ ζεῖ γερὸς
σὲ μιὰν ἀνύπαρκτη χώρα
- στὸ τώρα.
[1971]

====
Ἕνα ἀγόρι.
.Ἕνα ἀγόρι,
κάτι σὰν δηλητήριο,
κάτι σὰν ὄνειρο
καὶ σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ' ἄστρα,
- τέτοιο ἀγόρι θαρρῶ πὼς εἶμαι
πάνω στὴ γῆ
ποὺ σέρνομαι
καὶ ναρκισσεύομαι
μὲ τόση χαρὰ ἀπὸ τὰ σκέλια
καὶ τόση πίκρα ἀπό τὰ λόγια σου
βγαλμένη.
(Ἀθήνα, 14 Αὐγούστου 1970).
. Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
 
Β ά σ ι α - π λ η γ ή.
Τούτη τὴν νύχτα, ἔλα καὶ δὲς
πῶς ἐρωτεύομαι πληγές.
Σεντόνια, μαξιλάρια, ὄνειρα-ἀντιβιοτικά,
νὰ τὶς πεθάνω μία-μία κυνικά.
Μὲς τὸ κόκκινο φῶς
χλώμιασες; Μὰ...πῶς;
Τὸ 'χεις φριχτὸ νὰ φανταστεῖς
πὼς εἶμαι φίνος ἐραστὴς
τῆς εἰρωνείας;
Βάσια, χαζή, μέ 'θελες θύμα μιᾶς ἀνίας;
Θά 'ρθεις; Ἄχ, ἔλα, πληγή, νὰ τραγουδήσεις.
Θὰ δεῖς πολλά,
ἀλλὰ
σοῦ τ' ὁρκίζομαι, ἐσὺ θὰ ζήσεις.
[1969]
--------
"Τέχνῃ κρατοῦμεν ὧν φύσει νικώμεθα"
Ἀντιφάνης. ( Μὲ τὴν τέχνη ἐξουσιάζουμε σ' ὅ,τι ἀπὸ τὴν φύση ὑστεροῦμε).
 
ἀγκαλιά μου.
Μὲς τὰ πάθη
ἐσταυρωμένο,
μέ 'βρε ἡ ἕλξη σου.
Μ' ἀποκαθήλωσαν τὰ μάτια σου,
μὲ θάψανε τὰ λόγια σου
στ' ἀσίγαστο πλάνταγμα τῶν μελῶν σου,
ὅπου λούζομαι τὴν ἀνάσα σου
καὶ ξάστερος
- σὰν ὅ,τι φιλήδονο -
ποθῶ
μιὰν ἀνάσταση
ἀδάκρυτη,
τὶς νύχτες,
σὰν δὲν πρέπει νὰ πεθάνω, ἀγκαλιά μου!
[30.5.1971]
--------
Ὡς διὰ μαγείας.
Θὰ βυθίσω στὸ μυαλό μου
ἕνα μαχαῖρι,
ὡς διὰ μαγείας,
μόνο μαθαίνοντας στὰ ἄταχτά μου μέλη
μία σεξουαλικὴ προσευχή.

Μὲ ἄδεια κυκλοφορίας
ζωντανοῦ πτώματος,
θὰ συχνάζω συναρπάζων
καὶ μὲ στεγνὸ τὸ λαρῦγγι
τοῦ διψασμένου
γιὰ δὲν ξέρω τὶ πρᾶγμα
πόθου μου,
στὴν ἐκκλησιὰ τῆς πλάνης
ἀπλανής.

Θὰ κρύψω στοὺς στίχους μου
τὸ μαχαῖρι,
ματωμένο πλέον ἤ καὶ μὲ μυαλό,
ὡς διὰ μαγείας,
μόνο συγγράφοντας γιὰ τὶς καλὲς καρδιὲς
μία συμφωνικὴ κατάρα.
(Ἀθήνα, 1972, 5η δημοσίευση).

Δεκέμβρης 1968.
Ἔβρεχε χειμώνα.
Βγῆκα ἕνα-γύρω στὶς βιτρίνες
ντυμένος τὴν Κολλεξιὸν-Μοναξιά.
Ἔβρεχε δάκρυα...
Κάπου σὲ εἶδα. Ναί, τότε ποὺ ἄστραψε φλέβες καὶ βρόντηξε τύμπανα.
Σὲ εἶδα. Φοροῦσες τὸ Νέο Χρόνο. Ἀγκάλιαζες τὸ Νέο Χρόνο.
Ἔφυγα...
Κι' ὅλη νύχτα στὸ κρεββάτι μου ἔβρεχε πόνο.
(Ἀθήνα 1968, 7η δημοσίευση).
* Σημ.: ὅλα μου τὰ παληὰ ποιήματά μου ἦταν ἀφιεωμένα στὸν ἐκλιπόντα ἠθοποιό Δημήτρη Ἰωάννου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου