Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

20 Σεπτεμβρίου 2008, καὶ ὥρα 9:18.
κλινοσοφιστεῖες
γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

    
Πῶς πέρασα τὰ γενέθλιά μου
--------------------------------------------------------------------"...κα ξάπλωσα γυμνούλης μ τ χέρι κε. πότε θυμήθηκα:
* Ἔκθεσις τοῦ μαθητοῦ τῆς Δ΄τάξεως τοῦ 99ου Δημ. Σχολ. Ἀθηνῶν κτλ.
(ἡ πρώτη μὲ μελάνη, δηλαδὴ μὲ πέννα, κονδυλοφόρο, μελανοδοχεῖο, στυπόχαρτο - οὐδεὶς λεκ
ές, κοιτᾶξτε!).
* Ἐν Ἀθήναις τῇ 27ῃ Αὐγούστου 2008.

Χτές, ἀπὸ μόλις ξημέρωσε (πιὸ πρὶν κοιμόμουνα) ὥς τὰ μεσάνυχτα, εἶχα τὰ γενέθλιά μου.
Σὰν χθὲς, ὥρα τρεῖς καὶ τέταρτο τὸ ἀπομεσήμερο, στὸ Κυνόσαργες τοῦ Ἄστεως, γεννήθηκα ἐγώ. Κι' αὐτὸ δὲν θὰ ἐπαναληφθεῖ. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ εἶμαι ἀνεπανάληπτος.
Ἡ μαμά μου λέει ὅτι βγῆκα ἀνάποδα, - μὲ τὰ πόδια - ἀλλὰ αὐτὸ τὸ "ἀνάποδα" δὲν τὸ παραδέχομαι, ὅσο κι' ἄν εἶναι ἀλήθεια, ὅσο κι' ἄν ὅλα μοῦ πᾶνε ἀνάποδα, γιατί σημασία ἔχει τὸ ὅτι "ἐξῆλθα" ἐπιτέλους - πόσοι εἶδαν τὸ πῶς;
Ὑποθέτω τὸ κεφάλι μου, μαζὺ μὲ τὸ μυαλὸ μου, τὸ ποορισμένο γιὰ κλασικὲς σπουδὲς καὶ μοντέρνες ἀταξίες, δὲν θέλανε νὰ ἐκτεθοῦν μιᾶς κι' ἔξω στὴν ἀνθρωπότητα, τὴν σκληρὴ ἀνθρωπότητά σας, καὶ τελικῶς ὅμως βγῆκαν, διότι ἡ μαμὰ δὲν θὰ τὸ ἄντεχε νὰ ἀποκεφαλισθῶ πρὶν τῆς ὥρας μου. Ἐννέα μῆνες στὴν κοιλιά της, ἔμαθα τὰ χούγια της ἀπ' ἔξω κι' ἀνακατωτὰ. Ἦταν καλὴ γυναίκα ἡ φουκαριάρα. Κι' αὐτὴν τὴν ἐξακριβωμένη διαπίστωση θὰ τῆς τὴν ἔλεγα εὐθὺς ἀμέσως ἀλλά, βλέπεις, μὲ πιάσανε τὰ κοινοπληκτικὰ κλάματα, κάτι σάν: οὐά!...οὐά!... καὶ, ἑπόμενον ἦταν, ξέχασα τί ἤθελα νὰ τῆς πῶ.
Στοχασμός: μήπως, ἄν ἔβγαινα, ὄχι ἀνάποδα ἀλλὰ ἴσια, σωστά, κανονικά, νορμαλικά, ἀπὸ τὴν καλή, ἤτοι πρῶτα τὸ κεφάλι μετὰ τοῦ νοὸς, θὰ λειτουργοῦσα ἐπὶ τῷ...φυσιολογικὸν, λέγοντας:
"- Ὤ, τί ὡραῖος κόσμος μαμά!...Θένκς, μερσὶ μπιέν καὶ νἆσαι καλὰ ποὺ ἔτεκές με! ἀλλὰ...πότε θὰ ξεκουμπιστοῦν οἱ Γερμαναράδες κατακτητές μας;"

Ὥστόσο, βλέπετε, ἀλλιῶς τὰ ἔφεραν οἱ Μοῖρες: Κλωθὼ, Λάχεσις καὶ Ἄτροπος, ποὺ μὲ ἀποστόμωσαν λέγοντας ἐκεῖνες τὰ δικά τους, ἐνόσῳ ἐγώ, ἐκτυφλωθεὶς ἀπό τὸ ὁλοάξαφνο Ἀπολλώνιον φῶς τῆς Ἀττικῆς, ἔμεινα μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, σφάλισα τὰ μάτια καὶ... Νὰ γιατί δὲν εἶδα ποιὰ Μοίρα μὲ μοίρανε τί! Ἄκουσα μόνον τρεῖς φωνὲς:
Α΄φωνή: Μάννα Σμυρνιά. Δοθήτω αὐτῷ γλωσσοκοπανίζειν. Γένοιτο.
Β΄φωνή: Πατὴρ Κερκυραῖος. Δοθήτω αὐτῷ μελωδικὴ φωνὴ καὶ τρέλλα ὅλη δική του. Γένοιτο.
Γ΄φωνή: Υἱὲ τῶν Ἀθηνῶν, εἴη ἡ Ἀθηνᾶ προστάτις σου, ἄν καὶ πολὺ σοῦ πάει, φτωχὸς ὤν! Γένοιτο.

Μόλις εἶδαν τὸ ψαλλίδι τῆς μαμμῆς, ποὺ θὰ ἔκοβε τὸν ὀμφάλιο λῶρο, νὰ τοὺς πῆγε! καὶ τό 'βαλαν στὰ πόδια ἅπασαι αἱ τρεῖς. Μά, ποιὸς θὰ τὶς πείραζε αὐτὲς τὶς σκρόφες; Ἡ μάννα μου κι' ἐγώ, ἐπονέσαμε κάπως, - τὸ θυμᾶμαι σὰν νά' ναι τώρα - ἀλλὰ πόνος ἦταν καὶ πάει!
Τὸ προσφυγικό σπιτάκι μας γέμισε γέλοια, χαρές, θεῖες, θείους, ξαδέρφια, κουδουνίστρες...Ὅλα γιὰ τὸ λὲ μωρὸ καὶ τὸν μπεμπέ. Ἄ, ὅταν λέμε μωρό, ἐννοοῦμε βρέφος, νεογέννητο καὶ ὄχι ἀνόητος, ἔτσι; Νὰ λείπουν οἱ ἐξυπνάδες!...

[Στὸ μεταξύ, ὁ μπαμπὰς ὅμηρος στὴν Γερμανία - π' ἀνάθεμὰ την! Ξυπόλυτος, φορῶντας μιὰ προβιὰ κατάσαρκα κι' ἕνα σύρμα στὴν μέση, νὰ δένει, νὰ καλύπτεται ἡ ξεβρακωσίλα, ἐνῶ χιλιάδες ψεῖρες, ἐπί τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, ἐκινδύνευαν, ὑποψήφιες καὶ δαῦτες, ἐξ αἰτίας του, νὰ πᾶνε πρὸς σαπωνοποιΐαν. Ἔπιναν δὲ τὸν ἀγλέουρα σὲ αἷμα.
Πετσὶ καὶ κόκκαλο ὁ σιὸρ κόντε Σπυριντιόνε].

Μὲ ζεστὸ νερὸ τοῦ μαγκαλιοῦ καὶ πράσινο σαποῦνι (δῶρο τῆς νονᾶς μου), δύο ὧρες μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ εἴσοδό μου, ὁπόταν ξύπνησα μὲ τὶς πρῶτες μου τσίμπλες, ἡ μάδερ μ΄ἔπλυνε γιατὶ εἶχα κάνει καὶ τὰ πρῶτα κακά.
- Πούφ! ἔκανε ἡ μαμὰ κι' ἀμέσως, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, μοῦ ἄρχισε κάτι σὰν μπιντέ, ἀπὸ πάνω ἴσαμε κάτω. Χωρὶς ντούς. Μ' ἕνα κύπελλο, βρὲ παιδάκι μου! Ὅ,τι εἶχε ἡ γυναίκα. Ἔπειτα ἀγαλλίασε κι' ἐμένα τὸ προσωπάκι μου, πεντακάθαρο, φωτεινό, μὲ κεῖνες τὶς λᾶγνες ματσοῦνες, ματσουνάρες, νά, τόσες!
Κοντολογίς, ἀγάπησα τὸ λουτρό, προάγγελο τοῦ χαμὰμ καὶ τοῦ κλύσματος ἐμοῦ, ἐσοῦ, ἁπάντων τῶν ἀξιεράστων καὶ μὴ ἐξαιρετέων.
Ἡ μάννα μου εἶχε καλό, θεαματικὸ βυζί. Τὸ τί μπορεῖ νὰ περιεῖχε, τέλος Κατοχῆς, μὲ τόση πείνα καὶ θανατικὸ ὁλόγυρα, ἐκεῖνο τὸ βυζί, παραμένει ἄγνωστον.
Νὰ γιατί λαχταρῶ νὰ στήσω, μὲ τὰ χεράκια μου, μπροστὰ στὴν Βουλή: Μνημεῖον στὸ Ἄγνωστον Γάλα τῆς Κατοχῆς.
Τέλος πάντων, ἔζησα. Ὅσο γιὰ βυζὶ... Καὶ σκέτο, γιὰ πιπίλισμα νὰ τὸ πεῖς, καλὸν καὶ θρεπτικόν. Ἀπὸ τότε ἀπέκτησα καὶ ἕν βίτσιον: μαστορουφήχτρας. Ὅσο γιὰ γάλα,- ἔ, γάλα ἐξάγουν καὶ ἆλλά τινα γαλακτοειδῆ, πρὸς ἐνημέρωσίν σας.
Χτές, εἶχα ὅλη μέρα τὰ γενέθλιά μου. Χωρὶς τὴν μαμά μου, χωρὶς τὸν μπαμπά μου, χωρὶς τὴν ἀδελφή μου. Μὲ σιχάθηκαν, λέει, ὅταν μεγάλωσα καὶ πέθαναν, - ποιός θὰ πεθάνει πρῶτος νὰ γλυτώσει ἀπὸ μένα. Ἄσπλαχνοι, ὅλοι τους, ἐξέλιπον (ἀόριστος β΄). Κι' ἔτσι, γεροπαράξενος ποὺ κατήντησα (ἐπισημαίνεται ἐδῶ σαφὴς ἠθικὸς ξεπεσμός), ἔχω κατὰ νοῦν, ἐγώ, νὰ μὴν πεθάνω ποτὲ, (ἄμ, δὲν μὲ ξέρετε ἐμένα!...), γιὰ νὰ μὴν ξανασυναντηθουμε καὶ ἀναγκασθῶ νὰ τοὺς τὰ ψάλω σμυρνέικα καὶ γιὰ νὰ μὴν δώσω ἔμπνευση καὶ ἀφορμὴ στὸν Παῦλο Μάτεση νὰ γράψει νέαν κωμωδίαν, μετὰ τὴν "Τελετή" του. Ἄσ' τους νὰ περιμένουν τοὺς "βαρβάρους" τους - κάποτε ἴσως πάω κοντά τους ἀλλὰ...
γιὰ ἕνα τέτοιο σόι ἀχάριστο, χέστηκα καὶ δὲν ἔχω σκοπό, αὐτὴ τὴν φορά, νὰ πλυθῶ.

Χτὲς, ὁλημερὶς κι' ὁλονυχτίς, εἶχα τὰ γενέθλιά μου. Ὅμως 64 κεράκια (πιὸ πολλὰ κι' ἀπὸ τοῦ Κ.Π.Καβάφη) κοστίζουν ἀκριβώτερα κι' ἀπό τὴν τούρτα. Ἀλλὰ, τούρτα χωρὶς κεράκια ἴσον γέρος μὲ μαῦρα μαλλιὰ. Καὶ ὡς συμπέρασμα: λείπει ὁ σεβασμὸς τῶν λευκῶν πλοκάμων. Καὶ πῶς νὰ τὸ κρύψω, τὰ μακρυὰ μαλλιά μου εἶναι κάτασπρα σὰν ἄσπρη πέτρα ξέξασπρη.
Ἀναμένω σεβασμὸ στὸ ἀκουστικό μου.
Σημειωτέον ὅτι ὁ Χρόνος αὐτοπροσώπως (ἅμα θέλει ὁ ἄτιμος!...) μὲ σέβεται. Ἀπόδειξη ὅτι μοῦ ἄφησε ἀνέπαφα τὰ ὑπόλοιπα νειᾶτα μου (τὰ ὁρατά, σύμφωνοι). Ναὶ, θὰ μποροῦσα ἄνετα νὰ ἰσχυρισθῶ πὼς πάω Δ΄Δημοτικοῦ (πόσες φορὲς πρέπει νὰ ἔμεινα στὴν κάθε τάξη, ἄν τοῦτο ἀλήθεια ἐστί, οὔ!...) Νὰ καμαρώνω ὅτι αὺτὴ εἶναι ἡ πρώτη μου καλὴ ἔκθεση, ἐνῶ οἱ ἄλλες ἤτανε σαφῶς καλλίτερες καὶ ἄριστες! Πὼς οἱ δάσκαλοι, στὸ Γραφεῖο, διαφωνοῦν στὸ τί πρωτότυπον βραβεῖον δέον νὰ μοῦ προσφέρουν: ἕναν καινούργιον ἔρωτα; - συγγνώμη, ἕνα ρολόι ἤθελα νὰ πῶ ἤ μιὰν ὑποτροφία, τουτέστιν νὰ μὲ σπιτώσει κάποια πλουσία εὐεργέτις ἤ κάποιος πλούσιος εὐεργέτης τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν; Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἀκόμη κάνω πολυποίκιλα ὀρθογραφικὰ λάθη ἀλλά...ἄς μὴν ἄλλαζαν κάθε λίγο καὶ λιγάκι οἱ ὑπεύθυνοι τὴν Γλώσσα - τί φταίω ἐγὼ; Νὰ ὀνειρεύομαι πὼς ἡ συμμαθήτριά μου, ἡ Ἠρὼ Κασσέτα (ἤδη τότε γ΄ἔρως τῆς ζωῆς μου, μετὰ τὴν Μάρθα Μαυρομμάτη καὶ τὴν Φανὴ Κοκκίνη) θὰ πάψει νὰ μιλάει μὲ τὰ μεγάλα ἀγόρια τῆς Στ΄τάξεως καὶ θὰ ξανά' ρθει σὲ μένα, ποὺ ἔχω καἰ τόσες γερμανικές, ἀνάγλυφες, σπάνιες ζωγραφιές, γιὰ τὶς ὁποῖες λυσσάει ἡ Ἠλέκτρα Κουρούπη ποὺ ἀπαγγέλλει καὶ ὑπέροχα σὰν ἠθοποιὸς! Πὼς ἡ μαμά μου κι' ὁ μπαμπὰς μου θὰ μὲ στείλουνε στὸν Γάλλο, ποὺ μὲ ξεχώρησε, νὰ μάθω γαλλικά (τελικά, κατέκτησα καὶ τὸ στὺλ παριζιὲν - ὄχι τί!...) Πὼς τὰ παιδιὰ θὰ πάψουν νὰ μὲ βρίζουν "θε-
ατρίνο" (ἔγινα καὶ πάψανε)! Πὼς ὅλες οἱ ψηλὲς μεγάλες κοπέλλες θὰ μὲ χορεύουν τάνγκο ὥς τὰ βαθειὰ γεράματα! Πὼς ὁ μπαμπὰς μου θὰ ρετουσάρει τὸ πρόσωπο τῆς Γκρέτας Γκάρμπο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πετύχω μὲ τὸ μολύβι μου! Πὼς τὸ πουλάκι μου θὰ παραμείνει τὸ μεγαλύτερο τῆς γειτωνιᾶς, νὰ τὸ ποθοῦν οἱ μπιντέστριες καὶ οἱ κλυσματισμένοι! Πὼς δὲν θὰ πάρω, Παναγίτσα μου Ἐκθεσοκαλοβαθμούσα, μηδὲν σ' αὐτὴν τὴν ἔκθεση, ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν πῆρα κι' ἄς ἔγραφα τρὶς χειρότερα κι' αὐστηρῶς ἀκατάλληλα διὰ σχολεῖον καὶ μαθητὴν σχολείου!...

Δόξα Σοι ὁ Θεὸς, μὲ ἀναμνήσεις πέρασα τὰ γενέθλιά μου. Ἦταν οἱ μόνες ποὺ τὸ θυμήθηκαν καὶ ἦρθαν. Μὲ τίμησαν. Ἦρθαν γιὰ μένα, ὄχι γιὰ τὴν τούρτα. Μὲ τί λεφτὰ νὰ ἀγόραζα; Εἶχα;
-----------------------------------------------------------------------...μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
Χῶρος γιὰ βαθμολόγηση:
....................(ὁλογράφως),
----------(ἀριθμητικῶς).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου