Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

30 Ἀπριλίου  2012, καὶ ὥρα 11:12. 
Κλινοσοφιστεῖες.
~~~~
Γράφει
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

. Μεταξένιος καὶ ἀλαβάστρινος ἀφαλός!...
.............................................................."...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
Ἀφικνουμένου τοῦ θέρους, ἱκνουμένη καὶ ἡ ἐπάνοδος τῶν περιηγήσεων ἐπὶ τῆς κλινοκορμοστασιᾶς.
Διὰ τὸ ὅτι πρόκειται περὶ τῆς ἐμῆς χάριτος, ἐννοεῖται! Διὰ τοῦτο καὶ δὲν χρονοτριβῶ πλέον νὰ σᾶς πῶ πὼς οὔτε ἡ Βουγιουκλάκη, ἄν ζοῦσε ὥς τὰ 67 καὶ βάλε της, θὰ ἦταν ἀξία λόγου διὰ νεανικότηταν, χάριν καὶ ἅπαντα τὰ δῶρα τῆς φύσεως τὰ ὁποῖα σπανίως προσφέρει ὁ Θεὸς εἰς ἕν πλᾶσμα Αὐτοῦ - καὶ δὲν ξέρω γιατὶ τὸ κάνει  αὐτό, ἀλλά:  νά,  ποὺ...τὸ κάνει! Καὶ ὅν (οὐδέτερον) Ἐκεῖνος ἔπραξεν, καλῶς παραμένει ἀδιαπραγμάτευτον.
Περὶ τοῦ κοὺ ντὲ πιέ μου καθὼς καὶ διὰ τὰς κνῆμαςγᾶμπες μου ἤδη ἔχουμε θριαμβολογήσει. Θὰ παρακάμψωμεν τὰ μπούτια μου καὶ οὐκ ὁμιλήσωμεν περὶ αὐτῶν δι' ἕναν καὶ μόνον λόγον: τὰ ἀνδρικὰ μπούτια δὲν προσελκύουν τοσοῦτον πολὺ τὸ βλέμμα, οὔτε ὑπάρχει περίπτωσις μιξοπαρθενίας καὶ ὅ,τι ἆλλο συμπεριελαμβανόταν τὸ πάλαι ποτὲ εἰς τὰς προγαμιαίας συνετὰς περιπτύξεις. Ἁπλῶς καὶ τὰ μπούτια μου εἶναι ἀναμφισβήτως ὡραῖα καὶ... πᾶμε παρακάτω!
Ἤ μᾶλλον,  ἀρκούντως  παραπάνω, παρακάμπτοντες καὶ τὸ δάσος τῶν μεγάλων θυσιῶν, ὅπου: χοὲς καὶ θαύματα λαμβάνουν χώραν ἀπὸ μιὰν ἐφηβικὴν στιγμὴν κι' ἔπειτα μέχρις θανάτου. Τὴν περιοχὴν τοῦ ἱεροῦ μου σφαγείου, σᾶς προτείνω νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖτε διὰ ζώσης, λάιβ, ὅπως συνηθίζεται εἰπεῖν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Θὰ ἔχετε οὕτω τὴν εὐτυχίαν θωπίας, τὴν ἀπόλαυσιν λειχίας καὶ ἆλλα τινὰ ποὺ ἐντρέπομαι δακτυλογραφεῖν!
Ἔ, λίγο πιὸ πάνω, βρίσκεται ἡ ἀλαβάστρινος καὶ μεταξωτὴ πεδιὰς τῆς κοιλίας μου!
Ἄ, δὲν θὰ ὁμιλήσουμε καθόλου περὶ τῶν ὀπισθίων μου - παρ' ὅτι κάθε νοσοκόμα, ποὺ μοῦ ἔχει κάμει ἔνεσίν τινα,  ἔμεινε ἄφωνος διὰ τὸ κᾶλλος αὐτῶν. Σᾶς παραπέμπω, ἵνα διευκολύνω ὑμᾶς, εἰς τὸ ἀρχαιολογικὸν μουσεῖον τῆς Ὀλυμπίας, ὅπου καὶ δύνασθε νὰ ὁρμήξητε ἐπὶ τῶν τοῦ Ἑρμοῦ ὀπισθίων... κατὰ βούλησιν. Μὲ ξένον κῶλον, ὅλα καλὰ!
Ποῦ εἴχαμε μείνει; Ἄ, ναὶ, στὴν κοιλιά μου!
Πλησιᾶστε, θαυμᾶστε, ἀγγίξετε. Τί καὶ πόσον ἁπαλὴ, σὰν ροδοπέταλο ἁγνοῦ χρώματος! - ἔ, ὄχι καἰ τελείως ἁγνὴ, ἡ ἰδία. Μόνον γιὰ χρῶμα μίλησα.
Καὶ στὸ κέντρον: ὁ ἀφαλὸς! Λένε πὼς ὅλοι οἱ ἀφαλοὶ εἶναι ἴδιοι - δὲν εἴμαστε καλὰ! Ὁ ἀφαλὸς ὁ δικός μου, αὐτὸ τὸ ὑπεροχο κόσμημα, ποὺ οὔτε ὁ Μπενβενοῦτο Τσελίνι θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ κατασκευάσει... - τὶ λέω; οὔτε κἄν νὰ διανοηθεῖ, ἄν θέλω πάντα νὰ ἀκριβολογῶ - ἴδιος μὲ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου θνητοῦ!
Ὁρίστε, πᾶρτε μιὰ λούπα καὶ κοιτᾶξτε: ὁποία γλυπτικὴ σύνθεσις,  ἐν σμικρῷ,  διανθισμένη μέ τινας τρίχας ἔξωθεν. Θὰ ἔλεγα "μήτρα" ἀλλά, πρὸς ἀποφυγὴν λεκτικῶν παρεξηγήσεων καὶ παρερμηνειῶν, θὰ προτιμήσω τὴν λέξιν καλοῦπι: ἔ, λοιπὸν, αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ τὸ παραχωρήσω ποτὲ στοὺς κοσμηματοπῶλες νὰ τὸ κάμνουν σκουλαρῆκι ἥ καρφίτσαν διὰ τὴν μπουτονιέραν κυριῶν. Κυρία μου, θέλετε νὰ ἀγγίξετε τὸν ὀμφαλόν μου; Περᾶστε, γδυθεῖτε, ξαπλῶστε.

Ὡστόσο, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω καὶ τραγικόν τι συμβάν! Ναί, τραγικόν. Διότι, δυστυχῶς, δὲν εἶναι τὰ πᾶντα τέλεια εἰς ἐμέ. Κάπου εὑρίσκονται παγιδευμέναι καὶ τινες ἀτέλειες ἤ καθαυτὸ φθορὲς τοῦ χρόνου!
Τί ἤθελα κι' ἔσκυψα ὁλόγυμνος μπροστὰ στὸ κάθροπτον τῆς ντουλάπας; Μοῦ ἦρθε ν' ἁρπάξω τὴν γάτα καὶ νὰ τοῦ (ὄχι...μοῦ) τὴν πετάξω κατάκοιλα, νὰ τὸν γραντζουνίσει, νὰ ματώσει καὶ...νὰ μάθει ἄλλη φορὰ νὰ παραποιεῖ τὰ δεδομένα! Ἤ μήπως ὄχι; Διίστανται οἱ ἀπόψεις μας, ἐμοῦ κι' αὐτουνοῦ (τοῦ καθρέφτη):
Δὲν θὰ τὸ πιστέψετε ἀλλὰ εἶναι τοσοῦτον ἀληθὲς ὅσον καὶ ὁ Ἥλιος, ὁ ὑπαρκτὸς τουλάχιστον κατὰ τὴν ἡμέραν. Μὲ γουρλωμένους τοὺς ὀφθαλμούς μου εἶδα ζάρες στὴν, κατὰ τὰ ἆλλα, ἀνύπαρκτον κοιλίαν μου! Βρέ, σᾶς λέγω, γεγηρασμένην ἐπιδερμίδαν!... ἀφιδατωμένην εἰς βαθμὸν ἀπελπισίας!.. ἀνάμεσα σὲ ἐξόχους κοιλιακούς!... Ἔ, καλὰ, δὲν μὲ πιστεύετε; Λὲς κι' εἶχα ὄρεξη νὰ σᾶς κοροϊδέψω, νὰ σᾶς ἐξαπατήσω - λὲς καὶ εἶμαι πολιτικὸς κάποιου κόμματος! Καλλιτέχνης εἶμαι, σκέτος. Καὶ ὅταν, ἕν ἔργον τέχνης, ἐμφανίζει ρυτίδας τινάς, θλίβομαι.
Γνωρίζετέ τι περὶ θλίψεως;
Ἄν ἡ θλίψις εἶναι ἄνευ αἰτίας, τότε εἶναι ποίησις. Ἄν ὅμως αἰτία ὑφίσται;
Μὲ πιάσανε τὰ κλάματα: μά, νὰ γεράσω ἐγώ; νὰ φοβᾶμαι νὰ σκύψω γυμνὸς στὴ θάλασσα; νὰ βάζω καὶ κρέμες στὴν κοιλίτσα μου, τὴν ὑπέροχη αὐτὴ προστάτιδα τῶν φαγιῶν μου;
Ὁ χρόνος μὲ πρόδωσε - δηλαδή, τόσο πολὺ πιὰ μὲ ἀγαποῦσε; Θέλει νὰ πεθάνω ἐξαπατηθείς;
Καλέ, ἔτσι ὅπως πᾶμε, μιὰ μέρα τῶν ἡμερῶν  θὰ...πεθάνω! Θ' ἁπαλύνει τὸ μοῦτρο μου, θὰ φύγουν οἱ ρυτίδες ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ...θὰ μείνουν στὴν κοιλιά μου; Τὶ σόι πτῶμα θὰ εἶναι αὐτὸ; Ἤ μήπως φανταστήκατε πὼς θ' ἀφήσω νὰ μοῦ τὸ σκεπάσουν μὲ λουλούδια;
Ἄ, ὄχι! Θὰ πεθάνω γυμνὸς. Κάθε τελευταῖος ἀσπασμός ἡμῶν θέλω νὰ εἶναι καὶ μιὰ καταπληξία σας. Τελευταία στιγμή μου καὶ νὰ σᾶς τὴν χαρίσω κάνοντας πίσω;
Θὰ μὲ δεῖτε καὶ θὰ φρικάρετε.
Καὶ στὰ δικά σας! Ποὺ θὰ εἶναι: ἴδια καὶ χειρότερα. Γι' αὐτό, φροντῖστε νὰ σᾶς κάνουν ἐξόδιον ἀκολουθίαν ἐνδεδυμένους, λουλουδιασμένους καὶ μέχρι σκασμοῦ, καὶ  μὲ τὸ καπάκι σκεπασμένους. Κλινό σ'χωρέσει σας.
Σιγὰ ποὺ θἄρθω νὰ σᾶς ρίξω χῶμα!
Καὶ δὲν τὸ βάζω στὶς γλᾶστρες μου;
................................................................................. μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
Κάπου, Κάπως, πᾶντα ὁ Ἔρωτας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου