Τρίτη 3 Απριλίου 2018

15 Αὐγούστου, 2011, καὶ ὥρα 2:08.
ὁ Λάμπης πέθανε.
"πρόσφερες πολλά,
ὑπέφερες πολλά,
χάρηκες λίγα" (*)

* * *
Ἄν εἶναι ξάφνου νὰ μάθεις πὼς ἕνας φίλος
πρὶν τῆς ὥρας μετέστη στοὺς μαύρους οὐρανούς,
νὰ σ' τὸ πεῖ κάλλιο μ' ἀλύχτισμα ἀλήτης σκύλος
μ' ἀπὸ γνωστοὺς νὰ μὴν τ' ἀκούσεις οὐτιδανούς.

Στήσανε φέρετρο καὶ στρώθηκαν τριγύρω,
δακρύων σκορπῶντας ξεθυμασμένο μύρο.
Σίγουρα, σκέφτηκαν, ὅλοι νὰ τὸν πενθήσουν
κι' ἔπρεπε, στὸ μάδημά του, νὰ ξεσυνηθίσουν.

Συγγενεῖς καὶ φίλοι καρφώσανε τὸν τρόμο
στὴν ψυχή του ἔτσι ποὺ τὸν κάναν' γαλαντόμο:
ἀγάπη ψεύτικη, μὲ τὴ σιωπή, νὰ κερδίζει·
κι' ἡ καρδιά του, μὲς τὸ μαράζι ἄς ξεφλουδίζει.

Οἱ δυό μας, λόγια ἀνταλλάξαμε πολὺ σκληρά·
πρὶν ὅμως κλάψαμε ἀγκαλιασμένοι πνιγηρά.
Καλὰ τὸ ξέραμε πὼς, ἔτσι καὶ πεθάνει,
ὁ ἕνας μας, ὁ ἄλλος τὴν καμπάνα θὰ σημάνει.

Κι' ἔλαχε τώρα ἐδῶ γι' αὐτὸν ἐγὼ νὰ γράφω
ὅσα δὲν θἄντεχα νὰ τοῦ 'γραφα στὸν τάφο.
Πῆγα προχθὲς καὶ στάθηκα, μόνος, μπροστά του,
μέσα στ' ἄχνισμα τσιγάρου - ἄγγελου θανάτου.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~~~~
(*) Ἡ λεζάντα τοῦ μνήματος.
----

16 Αύγούστου 2011, καὶ ὥρα 11:10.
~
Θέκλα: Καὶ ὅποιος ἔχει δεῖ κατὰ πρόσωπο τὸ πεπρωμένο του, σίγουρα πεθαίνει.
* (Ἄουγκουστ Στρίντμπεργκ: "Οἱ πιστωτές", μετάφραση Ἰάνης Λὸ Σκόκκο).

Ὁ Λάμπης δὲν ἦταν ἄνθρωπος τῆς σκηνῆς, δὲν ἀνέβηκε κἄν ποτὲ σὲ σκηνή. Καὶ ὅμως, παιδὶ ἤθελε νὰ γίνει χορευτής. Γιὰ ἕνα διάστημα - μοὔλεγε - περπατοῦσε χορευτικὰ γιὰ νὰ πάει σχολεῖο, ἐκεῖ, στὴν Ἰσμαηλία. Τότε, τὸν τρομοκράτησαν γιὰ πρώτη φορά: - Μὰ παιδί μου, οἱ χορευτὲς εἶναι τοιοῦτοι!...
Ἡ αὐλαία ἔπεσε ἀμέσως στὴ συνείδηση καὶ στὰ μάτια του.
Πολὺ ἀργότερα, ἔγινε κάτι σὰν φροντιστὴς κάποιου τραγουδιστῆ, τὸν βοηθοῦσε νὰ ντύνεται, στὰ παρασκήνια. Δολοφονία πρώτη. Ἐκεῖ ἔμεινε. Στὸ σκοτάδι.
Πολὺ ἀργότερα, στάμπαρε κάπου...ἐμένα! Τὸν εἶχα βολιδοσκοπήσει ὅμως κι' ἐγὼ. Ἔλεγα:
- Αὐτὸς μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιγούρα 1821 εἶναι χαριτωμένος, μοῦ ἔχει ζητήσει πολλὲς φορὲς τσιγάρο καί, δὲν θυμᾶμαι, ἔχουμε πεῖ τίποτα οἱ δυό μας;

Τρία χρόνια προσπαθοῦσε νὰ μοῦ μιλήσει καὶ δίσταζε. Μ' ἔβλεπε μὲ κόσμο καὶ ντρεπόταν. Ἤξερε ποῦ μένω, πότε βγαίνω, ποῦ πάω, πότε γυρίζω...
- Πάντα κοιτοῦσα μπροστά, δὲν εἶχα ἀντιληφθεῖ πὼς μὲ ἀκολουθοῦσε, καὶ δὲν κοίταζα τίποτα καὶ κανέναν γύρω μου! λέει.
Κι' ὅταν κάποτε μιλήσαμε καὶ μοῦ τὰ εἶπε ὅλα αὐτά, μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα, ἁπλῶς...τρελλάθηκα!
Ἕνας ἄνθρωπος χαριτωμένος, στὸ στὺλ τὸ δικό μου, ἀγέραστος. Παντοῦ μᾶς λέγανε δίδυμα ἀδέλφια - καὶ γελούσαμε! Ὀκτὼ χρόνια μικρότερός μου, ἀστειευὀμασταν πὼς τουλάχιστον γιὰ δίδυμα ἦταν λίγο παραπάνω ἀπὸ ἐξαντρίκ!
Φτάσαμε νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν σκιά μας, τὴν ὀσμή μας, ἀπὸ ἕναν δρόμο, ποὺ ὁ ἕνας μας εἶχε, ἴσως, περάσει πιὸ πρίν. Ἐρχόταν στὴν Ὁμόνοια κι' ἀπὸ ψηλά, στὸν Σταθμό, ἀναγνώριζα τὶς μύτες τῶν παπουτσιῶν του. Ἰσχυριζόταν μυωπία (γυαλιὰ ὅμως δὲν φοροῦσε) ἀλλά, ἐμένα, μὲ ἔβλεπε στὰ ἑκατὸν πενῆντα μέτρα, μὲς τὸ πλῆθος.
Μπήκαμε στὰ σπίτια μας καὶ στὴν ζωή μας μὲ πας-παρτού.
Ἦταν καλόγουστος ἀλλὰ ντρεπόταν τοὺς ἄλλους, πήγαινε μὲ τὰ νερά τους γιὰ νὰ μὴν ξεχωρίζει – μοῦ τὸ παραδέχτηκε, ἐπιτέλους, στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου.
- Μόνο σὲ σένα δὲν μποροῦσα νὰ πῶ ψέματα - στοὺς ἄλλους ἔλεγα "ναὶ" νὰ γλυτώνω!...
Καὶ ὅμως, σὲ μένα εἶχε πεῖ ἕνα τεράστιο ψέμμα ἤ μᾶλλον εἶχε προσπαθήσει ν' ἀποκρύψει μιὰν ὀλέθρια ἀλήθεια, ποὺ τὴν ἀνακάλυψα.
Ποῦ νὰ φανταζόταν πὼς κάποιοι ἄνθρωποι ξέρουν καὶ βλέπουν.

Εἶχε μιὰν τελειομανία - μοῦ ἔφτιαξε μιὰ λύρα, νὰ κρατῶ ὡς Ὀρφέας. Τὴν ἔχω μπροστά μου. Ἀνέλαβε τὴν ἐκτύπωση δύο ὀγκωδῶν βιβλίων μου ὅπως τὰ φιλοτέχνησα ὁ ἴδιος.
Τοῦ ἄρεσε ποὺ τοῦ ἀνέλυα θεατρικὰ ἔργα, κυρίως τοῦ Στρίντμπεργκ! Πρόσωπα καὶ καταστάσεις. Σκέψεις ποὺ οὔτε κἄν μποροῦσε νὰ ὑποπτευθεῖ. Κοιτοῦσε κι' ἄκουγε μὲ ἔκσταση. Μιλοῦσα μὲ λατρεία γι' αὐτὰ τὰ πράγματα κι' ἐγώ, ὅπως πάντα.
Καί, τελικά, μοῦ...τὄβγαζε ξυνό:
- Δηλαδή, τώρα, μοῦ κάνεις Μάθημα; Νομίζεις πὼς δὲν μποροῦσα νὰ τὰ σκεφτῶ κι' ἐγὼ αὐτά; Δὲν θὰ σοῦ πῶ ποτὲ πὼς γράφεις καὶ μιλᾶς ὡραῖα, νὰ μὴν τὸ πάρεις ἐπάνω σου! Τὄχετε ἐσεῖς οἱ καλλιτέχνες.
 
Ναί, ὁ Λάμπης δὲν ἔβλεπε τὴν ζωή του - προσπαθοῦσε νὰ μὴν τὴν βλέπει. Τὸν τρόμαζε. Ἐκεῖ, διαφέραμε ριζικά.
Ἀνατόμος, χειρουργός ἐγὼ τῆς πραγματικότητας. Ἀπόλυτος ἀρνητὴς ἐκεῖνος τοῦ νὰ κοιτάξει βαθύτερα: τοῦ ἀρκοῦσε νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅ,τι δὲν τοῦ πήγαινε (καὶ μάλιστα ἤξερεω πολὺ σωστὰ τί δὲν τοῦ ταίριαζε) ἀπὸ ἔνστικτο. Τὸ "γιατί", τὸν ἄφηνε ἀδιάφορο. Ἀντιδροῦσε σὰν νὰ βρισκόταν, ἐκεῖνος, σὲ...κλιμακτήριο, μὲ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων.
Κατάντησε...καλοπροαίρετος - σὲ βάρος του. Αὐτὸ δὲν τὸ σήκωνα μὲ τίποτα ἐγώ. Καὶ μὲ κάθε εὐκαιρία, τοῦ ἔδειχνα τὸ σφᾶλμα του. Ἔφερνε ἀντιρρήσεις στὴν ἀρχή, ὕστερα σώπαινε. Ὥσπου ἔλεγε:
- Μὴ μοῦ τὰ λές, τὰ ξέρω.

Φοβᾶμαι πὼς ἕνας κόσμος ὁλόκληρος γκρεμίστηκε, γύρω του, ἀπ' ὅταν γνώρισε ἐμένα ἀλλὰ δὲν ἔχω τύψεις παρὰ μόνον γιὰ τὸ ὅτι: δὲν εἶχε πιὰ τὴν δύναμη νὰ δεῖ κατάματα τίποτα, - τοῦ τὴν εἶχαν πετσοκόψει ἐπιδέξια. Καὶ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀκέραιο καὶ ἄτρωτο.
Ἀπόλυτα παραδομένος στὶς παραδόσεις, στὸν καθωσπρεπισμό, ζοῦσε στὴν ἄκρη, φωτογράφιζε τοὺς ἄλλους καὶ σπάνια θὰ τὸν ἔβλεπες μαζύ τους! Μπορῶ νὰ πῶ, τὶς περισσότερες φωτογραφίες του τὶς ἔχω ἐγώ, πολλὲς φορὲς εἴμαστε μαζὺ ἤ ὅταν ἤμασταν μαζύ: στὸ Παρίσι, στὴν Ἀκρόπολη, στὸ σπίτι μας, στὸν γάμο τῆς Ζωῆς μὲ τὴν μάννα του...
Ὅταν χορέψαμε, μὲ τὴν Μαργαρίτα, τὰ ξέφρενα ἐκεῖνα δύο μάμπο, ὁ Λάμπης δὲν τόλμησε νὰ χορέψει - καὶ θἆταν ὑπέροχος ἀντίπαλός μου!
Κι' ὅταν, μὲ τὴ νύφη, χορέψαμε, πάλι μόνοι, ἐκεῖνο τὸ καμαρωτὸ μπλοὺζ, πάλι ἐκεῖνος δὲν χόρεψε. Ἀλλὰ δὲν...γλύτωσε ἀπὸ μιὰ φωτογραφία ὅπου μὲ...κοιτάζει, ἀντικρυστά μου, οἱ δυό μας, σὰν... μικρὸ θεὸ!

Ποτὲ δὲν ἄντεξα τὸν παραγνωνισμὸ κάποιου ἀνθρώπου. Νά, τώρα θυμᾶμαι πῶς, τὴν ἀδελφή μου, ὅταν καταστρέψανε, συγγενεῖς, τὸν πρῶτο ἀρραβώνα της καὶ ἔρωτά της, εἶχα ἀναλάβει, πάλι ὀκτὼ χρόνια, μικρότερός της, στὰ δεκατέσσερά μου, νὰ τὴν ἐμψυχώσω. Ἀπὸ χαζὴ ποὺ τὴν καταντήσανε, ἔγινε μοιραία κοπέλλα κι' ἐγὼ συνοδός της.
Καί, λείποντας ἐγὼ στρατιώτης, βρέθηκε ὁ...κατάλληλος ἄνθρωπος, νὰ τὴν ὑποβιβάσει πάλι στὴν καταστροφή: ὁ ἄντρας της. Ἕνα τέρας.
Μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια παρασύρθηκε στὸν ὄλεθρο.
Αὐτὴ ἡ κατάληξη μοῦ εἶναι πιὰ ἐξόχως γνώριμη: ὅποιον ἀφήνω, χάνεται.

Ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸν Λάμπη. Ἕνα σωρὸ περιστατικὰ μὲ κάνανε νὰ σκέφτομαι πὼς πρέπει νὰ διώξω μακρυά μου ὅλους τοὺς συγγενεῖς καἰ φίλους. Τοῦ τὄλεγα. Συνεχῶς.
Καὶ πλαγίως, ἐννοοῦσα πρῶτον ἐκεῖνον. Μὲ εἶχε κουράσει νὰ τοῦ ἀνοίγω τὰ μάτια. Καὶ μερικὲς φορὲς, δὲν ἤθελε γιὰ κανέναν λόγο νὰ τ' ἀνοίξει. Μὰ, κάποιοι τὸν κατασπάραζαν. Μὲ τὸ γάντι. Τοῦ ρουφοῦσαν τὸ αἷμα.
Φτάσαμε νὰ μὴ θέλουμε νὰ δοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο - ἀλλὰ: βλεπόμασταν.

Σὰν ἔμαθα πὼς βρίσκεται στὸ νοσοκομεῖο - κανένας δὲν μοῦ ἔλεγε σὲ ποιὸ (δὲν ἤθελε ὁ ἴδιος, ἔλεγε, νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ κανένας) ἔψαξα, βρῆκα τὴν ἄκρη, φτιάχτηκα, ἔγινα καινούργιος ἄνθρω-
πος καὶ πῆγα! Ἕξη ὧρες ἔμεινα τὴν πρώτη φορά. Ἀπὸ γαλάζιος τρομαγμένος, ἔγινε ροδαλὸς σὲ μισὴ ὥρα ἀπὸ χαρά. Μοῦ μίλησε μὲ γαλήνη καὶ παραδέχτηκε ὅσα τοῦ ἔλεγα κάποτε.
- Θέλω νὰ ζήσω! σπάραξε κάποια στιγμή. Μακρυὰ ἀπ' ὅλους τους. Κι' απὸ τὴ μάννα μου. Θὰ τὴν βάλω σὲ Γηροκομεῖο.
- Ὄχι, αὐτὸ μὴν τὸ ξαναπεῖς. Θὰ κάνεις ἔγκλημα.

Καὶ πιὸ ὕστερα:
- Θέλω νὰ σοῦ πῶ κάτι, ποὺ δὲν ξέρεις. Τὸ εἶπα, χθὲς, καὶ στὴν ἀδελφή σου. Κανένας λλος δὲν τὸ ξέρει. Ὅταν κάνατε τὸ μνημόσυνο τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἀγκάλιασα τὴν μάννα σου, τῆς εἶπα στ' αὐτί: " - Θέλεις νἄχεις ἐμένα γυιό σου, στὴ θέση τοῦ γυιοῦ σου; Ποὺ μοῦ λείπει καὶ ἡ μάννα μου;" Ξαφνιάστηκε, δὲν μοῦ ἀπάντησε. Καλὰ ἔκανε. Πῶς ἕνας ξένος νὰ γίνει ξαφνικὰ κάτι τόσο δικό σου, ποὺ τὄχασες;

Μετὰ τὴν δεύτερη ἐπίσκεψη, τέσσερις ὧρες, καὶ τί δὲν εἴπαμε εὐχάριστο!
Ἀλλά, τὴν ἄλλη μέρα, μ' ἔβρισε ἀπὸ τηλεφώνου. Ἐγὼ δίστασα.
Τηλεφώνησα σ' ἕναν φίλο, στὸν Φωκίωνα.
- Πάρ' τον τώρα καὶ χέσ' τονε - τώρα, ὅμως! Πῆγες καὶ τὸν εἶδες ἄρρωστο, μετὰ ἀπὸ τόσο κακὸ ποὺ σοῦ ἔχει κάνει...

Καὶ ὁ καθένας σκοτώνει ὅ,τι ἀγαπάει,
Καὶ στὸν καθένα τοῦτο ἄς εἰπωθεῖ·
Ἕνας μὲ τῆς ἀγάπης τὰ γλυκόλογα,
Κι'
λλος μὲ μιὰ ματιὰ φαρμακερή·
Ὁ δειλὸς μ' ἕνα φίλημα σκοτώνει,
ὁ ἄντρας ὁ γεναῖος μὲ τὸ σπαθὶ!
~~
(Ὄσκαρ Οὐάιλντ: " Ἡ μπαλλάδα τῆς φυλακῆς τοῦ Ρέντιγγ",
μετάφραση Κώστα Καρθαῖος.


Ὄχι, αὐτὸ τὄχα ἤδη ἐκτελέσει ὅταν ἔπρεπε, τότε ποὺ ἤτανε καλά - κι' ἄχνα δὲν ἔβγαλε. Οὔτε καὶ συγγνώμη ζήτησε ποτέ. Μόνο φοβόταν!
Ἡ ἀξιοπρέπεια κι' ὁ φόβος ἀνάμικτες ἐνοχές.

- Εἶμαι ὁ Ἰάνης πάλι - καὶ φυσικὰ τὸ περίμενες πὼς θὰ ξαναπάρω στὸ τηλέφωνο. Δὲν θὰ μὲ ξανακούσεις οὔτε θὰ μὲ δεῖς ξανὰ ποτέ. Ἀκόμα καὶ νὰ πεθάνεις.

[...] Κι' ἔλαχε τώρα ἐδῶ γι' αὐτὸν ἐγὼ νὰ γράφω
ὅσα δὲν θἄντεχα νὰ τοῦ 'γραφα στὸν τάφο.
Πῆγα προχθὲς καὶ στάθηκα, μόνος, μπροστά του,
μέσα στ' ἄχνισμα τσιγάρου - ἄγγελου θανάτου.

===
 20 Ἰουλίου 2012, καὶ ὥρα 11:16.
καθὼς γίνεται ἡ τελετή,
τίνος τύψεις ὑπηρετεῖ;

Τί τὰ θές, ὁ Λάμπης ἔχει πεθάνει.
Ἔχει πεθάνει κι' ὁ Λάμπης, τί τὰ θές!...
Ἆλλοι μὲ δάκρυα κι' ἆλλοι μὲ μελάνι
ξεγελοῦν τὴν μνήμη - τέρας ἀπειθές!

Πῆγ' ἐκεῖνος πρῶτος καὶ περιμένει!
Ξέρω, δὲν θὰ βαρεθεῖ καὶ τ' ἀρέσει
- τὸ βίτσιο ποὔχουν ὅλ' οἱ πεθαμένοι -
νὰ δεῖ πότε θὰ φύγουμ' ἀπ' τὴ μέση.

Μ' ἕνα ποτήρι πίκρες ξεχασμένες,
μὲ τ' ἀφανοῦς τσιγάρου συννεφάκια,
νέες ὀπτασίες, τοῦ βιός του συναγμένες
ἀμβρόσιες, κατεβάζει καραφάκια.

Ἄς ποῦμε ξαπλωμένος θὰ ρεμβάζει,
ποιός ξέρει ποῦ κοιτώντας...Ὅμως ἐμεῖς
θαρροῦμε τὸ κερί πὼς εὐωδιάζει,
κι' ἔναντι τῶν νεκρῶν γίναμ' εὐτολμεῖς.

Στὴν ὁμίχλη τσιγάρου, μιὰ φιγούρα,
λίγο πρὶν μὲ τρομάξει, προλαβαίνει,
καὶ χάρη μοῦ ζητᾶ: - Δὀς μου μιὰ τζούρα.
Ξέρεις μιὰ ρουφηξιὰ πόσο μ' ἀνασταίνει!..


Κι' ἀμέσως, ὕστερα, σὰ νὰ θυμώνει.
Τοὔφταιξα πάλι σὲ τίποτα - σὲ τί;
Ἔρχοντ' ἐπισκέπτες - πές το καψόνι:
ἡ μάννα του! Κι' ἆλλοι τινές, βαρετοί.

- Ἄν εἶσαι φίλος, γιὰ κείνους εὐχήσου
νὰ πάρουν δρόμο!...Δὲν καταλαβαίνουν:
στὸ κουφάρι μου ἀρκεῖ τ' ἁγνό φιλί σου.
Οἱ ψεῦτρες ἀγάπες τους μ' ἀρρωσταίνουν.


Κλάματα κι' ὀδυρμοὶ ξεσποῦν μπροστά μας.
Μὲ μίσος ἀόρατο τὴ σκιά μου βλέπουν
κι' ἁπλώνουν δίσκο, κόλυβα ρεκλάμας!
Πολλὰ Μαγαζιὰ Στολισμῶν διαπρέπουν.

Σῶτερ! μοιάζει καλὸ νὰ σὲ θυμοῦνται,
ξεχνῶντας ὡς διὰ μαγείας τὰ παληά τους.
Νά,  πῶς Κηδεῖες καὶ Τρισάγια τελοῦνται:
σκίζουν τὰ μοῦτρα, τραβοῦν τὰ μαλλιά τους.

Τί τὰ θές, κάποτε θἄρθω γιὰ πᾶντα.
Γιὰ πᾶντα, θἄρθω σύντομα, θὲς δὲν θές.
Ἔχεις καμιὰν ἀντίρρηση; Ἀπᾶντα!
Γι' αὐτὸ σ' ἄφησα κεῖνο τὸ νηπενθές.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου