Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Εὐριπίδου,

Ἄλκηστις
Ἀφιερώνεται στὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ Διδασκάλου μου Γιάννη Σιδέρη*, ἀφοῦ Ἐκεῖνος μὲ προέτρεπε στοὺς ἀρχαίους
κι' ἀφοῦ πρῶτος κι' ἐνθουσιώδης Ἐκεῖνος εἶπε πὼς ἔχω τάλαντο στὸ γράψιμο (1957).
* Πρώτη δημοσίεση στὸ 2ο βιβλίο-πρόγραμμά μας τοῦ "Θεάτρου τοῦ Ὀνείρου", 1999.
* Ἡ μετάφραση, τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο, ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο κείμενο, ἔγινε ἀπὸ τὴν ἔκδοση "Λὰ Νουόβα Ἰτάλια", Φιρέντσε 1969, μὲ γενικὴ ἐπιμέλεια καὶ σχόλια τοῦ Γκουίντο Παντουάνο.

Στάσιμον δεύτερο. Στίχοι 238 ― 434.
Κορυφαῖος: -Ἄχ, ποτὲ δὲν θὰ πῶ ὁ γάμος ἔχει πιότερες χαρὲς
ἀπὸ λύπες. Τό ’δα πολλές φορές.
Βλέπω καὶ τούτη τοῦ βασιληᾶ μας τὴ συμφορὰ
ποὺ χάνει γυναίκα ἔξοχη.
Ἄλκηστις: - Ἤλιε καὶ φῶς τῆς μέρας,
στροβιλίσματα νεφῶν ποὺ τρέχετε...
Ἄδμητος: - Μᾶς βλέπει, δύστυχους καὶ τοὺς δυό,
τίποτα νὰ μὴ φταίξαμε στοὺς θεούς, μὰ σὺ νὰ πεθαίνεις.
Ἄλκηστις: - Πατρική μου γῆ, στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου,
ὦ, νυφικὸ κρεββάτι, ἐκεῖ, στὴν Ἰωλκό...
Ἄδμητος: - Ἀνασηκώσου, δύστυχη, μὴ μ’ ἀφήνεις!
Δεήσου τοὺς κραταιοὺς θεοὺς νὰ λυπηθοῦνε.
Ἄλκηστις: - Δυὸ κουπιὰ βλέπω, μιὰ βάρκα βλέπω στὴ λίμνη,
καὶ τὸν περαματάρη Χάρωνα βαστῶντας τὸ κοντάρι.
Μοῦ φωνάζει: " ― Τὶ διστάζεις; Βιάσου! Μὲ καθυστερεῖς".
Δὲς πῶς μὲ πιέζει ὀργισμένος.
Ἄδμητος: - Ἀλλοίμονο, τὶ πικρὸ γιὰ μένα τὸ ταξεῖδι
ποὺ λές. Ἄμοιρη, πόσο βασανιζόμαστε!
Ἄλκηστις: - Μὲ παίρνει, μὲ τραβᾶ! - δὲν τὸ βλέπεις; -
στὴν αὐλὴ τῶν νεκρῶν.
Κάτω ἀπὸ τὰ μαῦρα του φρύδια
φλόγες πετοῦν τὰ μάτια του.
Ἔχει φτεροῦγες. Εἶναι ὁ Χάρωνας.
Τὶ θὰ κάμεις; Ἄσε με!
Ποιὸν δρόμο ἡ δόλια παίρνω;
Ἄδμητος: - Τὸν ἀξιοθρήνητο γιὰ τοὺς δικούς σου, γιὰ μένα
προπαντὸς, καὶ τὰ παιδιά μας, ποὺ μαζύ μου θλίβονται.
Ἄλκηστις: - Ἀφῆστε με, ἀφῆστε με πιά.
Τὰ πόδια μου δὲν κρατοῦν,
πλαγιᾶστε με. Ὁ Χάρωνας σιμώνει.
Τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι χύνεται στὰ μάτια μου.
Παιδιά μου, παιδιά μου, ἡ μάννα σας δὲν ὑπάρχει πιά.
Γλυκὸ νά ’ναι τὸ φῶς γιὰ σᾶς, παιδιά μου.
Ἄδμητος: - Ἀλλοίμονο, τὰ λόγια τοῦτα χειρότερα
κι’ ἀπὸ τὸν θάνατο εἶναι.
Στὸ ὄνομα τῶν θεῶν, μὴ μ’ ἀφήνεις, μή.
Γιὰ χάρη τούτων τῶν παιδιῶν, ποὺ ὀρφανὰ θὰ μείνουν,
ἔχε θᾶρρος, καρτέρα! Ἄν ἐσὺ πεθάνεις, ἄχ,
πάει, χάθηκα κι’ ἐγώ.
Στὰ χέρια σου ἡ ζωή μας καὶ ὁ θάνατός μας.
Εὐλαβικὴ ἡ ἀγάπη σου.
λκηστις: - Βλέπεις, Ἄδμητε, πλέον πῶς εἶμαι.
Προτοῦ πεθάνω, θέλω ν’ ἀκούσεις τὶς ὕστατες ἐπιθυμίες μου.
Σὲ τίμησα ὥς τὸ νὰ δώσω τὴ ζωή μου
γιὰ νὰ βλέπεις σὺ τὸ φῶς τῆς μέρας.
Πεθαίνω γιὰ χάρη σου ἐνῶ θὰ μποροῦσα νὰ μὴν τὸ κάμω,
καὶ νὰ διαλέξω ὅποιον ἤθελα Θεσσαλὸ γιὰ σύζυγό μου
καὶ νὰ μείνω πλούσια βασίλισσα στὸ σπίτι μας.
Χωρίζοντας ἀπὸ σένα, παύω νὰ ζῶ
καὶ μὲ τὰ ὀρφανά παιδιά μου. Καὶ δὲν λυπήθηκα
ν’ ἀφήσω τὰ νειᾶτα μου καὶ τὴ χαρὰ νὰ ζῶ.
Ὁ πατέρας σου ὡστόσο καὶ ἡ μάννα σου σ’ ἀπαρνήθηκαν,
σὲ ἡλικία ποὺ ταιριαχτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ πεθάνουν
κι’ ἔτσι τὸν γυιό τους νὰ σώσουν, ἀφήνοντας τὸν κόσμο δοξασμένοι.
Ἤσουν τὸ μόνο παιδί τους.
Ἐλπίδα ν’ ἀποκτήσουν ἄλλο δὲν τοὺς ἀπομένει.
Κι’ ἐγὼ θὰ ζοῦσα μαζύ σου τὴν ὑπόλοιπη ζωή.
Δὲν θά ’μενες μόνος κι’ ἔρμος, νὰ κλαῖς
τὴ χαμένη σου γυναίκα καὶ ν’ ἀναθρέφεις ὀρφανά.
Ὅμως αὐτὰ κάποιος θεὸς θὰ θέλησε νὰ γίνουν ἔτσι.
Ἄς εἶναι. Σὺ ὅμως τώρα θὰ μοῦ ἐκπληρώσεις μία χάρη,
αυτὴν ποὺ θὰ σοῦ ζητήσω - ὄχι ἀντάξια, ὄχι,
γιατὶ τίποτα δὲν εἶναι πολύτιμο σὰν τὴ ζωή, - μὰ κάτι δίκαιο,
θὰ συμφωνήσεις κι’ ἐσύ. Γιατὶ τὰ παιδιά μας,
τὰ ἀγαπᾶς ὅσο κι’ ἐγώ, ἄν εἶσαι καλός πατέρας.
Ἔχε τὸν νοῦ σου, λοιπὸν, νά ’ναι πάντα κύριοι τοῦ σπιτιοῦ μου
καὶ μὴν πάρεις ἄλλην γυναίκα, μητριά τους,
ποὺ, ἀνάξιά μου, φθονερὸ χέρι θὰ μποροῦσε ν’ ἁπλώσει
σ’ αὐτὰ ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ μᾶς τοὺς δυό.
Μὴν τὸ κάμεις, σέ ἱκετεύω ἐγώ.
Σἀν ἔρθει μητριά, μισεῖ τὰ παιδιὰ ποὺ βρίσκει,
τὸ χάδι της εἶναι χάδι ὀχιᾶς.
Ὁ γυιὸς σίγουρα ἔχει τὸν πατέρα του ἀσπίδα σταθερή.
Σὺ, ὅμως, κόρη μου, πῶς θὰ προστατέψεις τὰ χρόνια τῆς παρθενιᾶς σου;
Πῶς θὰ σοῦ φερθεῖ τοῦ πατέρα σου ἡ γυναίκα;
Μὴ σοῦ χαλάσει τό ’νομα, πάνω στῆς ἥβης τὸν ἀνθό,
καὶ καταστρέψει τὸν γάμο σου.
Δὲν θά ’χεις τὴ μητέρα σου στὴ χαρά σου
καὶ νὰ σοῦ δίνει θᾶρρος ὅταν γεννᾶς, κόρη μου,
τὰ παιδιά σου. Τέτοιες ὧρες ποὺ τίποτα δὲν εἶναι γλυκὸ
σὰν τὴν μάννα. Ναὶ, πεθαίνω,
- κι’ ὄχι αὔριο, κι’ οὔτε μεθαύριο τὸ κακὸ μὲ περιμένει
ἀλλὰ τώρα-δά σὲ λίγο θὰ λέτε:
εἶναι μ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά.
Γειὰ καὶ χαρά σας. Νά ’στε περήφανοι, σὺ σύζυγέ μου,
ποὺ διάλεξες ἐξαίρετη γυναίκα,
σεῖς, παιδιά μου, γεννήματα μάννας καλῆς.
Κορυφαῖος: - Μὴ φοβᾶσαι. Ἀδίστακτα σοῦ ἀπαντῶ γιὰ κεῖνον:
ἔτσι θὰ κάμει, ἄν δὲν χάσει τὰ λογικά του.
Ἄδμητος: - Θὰ μείνουν ὅλα ἔτσι ὅπως εἶναι, μὴν ἔχεις ἔγνοια.
Ὅσο ζοῦσες, δική μου. Καὶ σὰν φύγεις, γυναίκα μου πάλι.
Ἄλλη δὲν θὰ ὑπάρξει. Στὴ θέση σου,
ἄλλη μνηστὴ δὲν θὰ πῶ. Τέτοιο πρᾶγμα δὲν θὰ γίνει,
ὅποιος ἄρχοντας κι’ ἄν εἶναι ὁ πατέρας της,
ὅσο ὄμορφη ἡ ἴδια κι’ ἄν εἶναι.
Μοῦ ἀρκοῦν τὰ παιδιά μου. Εἴθε οἱ θεοὶ νὰ δώσουν
αὐτὰ νὰ χαρῶ. Ἐσένα, ὅσο ἔπρεπε, δὲν σὲ χαρήκαμε.
Θὰ σὲ πενθῶ. Κι’ ὄχι μονάχα ἕναν χρόνο
ἀλλὰ ὅσο θὰ ζῶ, γυναίκα μου,
νιώθοντας μίσος γιὰ μάννα, μίσος καὶ γιὰ πατέρα.
Μὲ τὰ λόγια μ’ ἀγαπούσαν κι’ ὄχι μὲ ἔργα.
Σὺ, μὲ ὅ,τι πιὸ ἀκριβὸ, θυσιάστηκες
γιὰ νὰ σώσεις τὴ ζωή μου.
Νὰ μὴ θρηνῶ, λοιπὸν, τέτοια χάνοντας σύντροφό μου;
Θὰ πάψουν οἱ γιορτὲς, τὰ συμπόσια,
τὰ στεφάνια, τα τραγούδια π’ ἀντηχοῦσαν στὸ σπίτι μου.
Δὲν θ’ ἀγγίξω πιὰ τὴ λύρα,
δὲν θά ’χω καρδιὰ νὰ τραγουδῶ πάνω στὸν ἦχο
τῆς λιβυκῆς φλογέρας. Σύ, μοῦ παίρνεις κάθε χαρὰ ζωῆς.
Χέρια τεχνιτῶν τ’ ὁμοίωμα τοῦ κορμιοῦ σου θὰ φτιάξουν,
νὰ τὸ ξαπλώσω στὴν κλίνη μας,
νὰ πλαγιάζω πλάι του, νὰ τ’ ἀγκαλιάζω,
νὰ κράζω τ’ ὄνομά σου, λατρευτή μου, θαρρῶντας
πὼς σ’ ἔχω στὴν ἀγκαλιά μου, δική μου.
Κρύα ἀπόλαυση, τὸ ξέρω, μὰ ἡ ψυχή μου θὰ ξαλαφρώνει
κάπως ἀπὸ τὸ βάρος. Στὰ ὄνειρά μου θά ’σαι χαρά.
Εἶναι γλυκὸ, κείνους π’ ἀγαπᾶς, νὰ βλέπεις τὴ νύχτα,
ἔστω γιὰ λίγο. Τοῦ Ὀρφέα τὴ γλώσσα καὶ τη μελωδικὴ φωνὴ
ἄν εἶχα, νὰ μπορῶ ἀπ’ τῆς Δήμητρας τὴν κόρη
καὶ τὸν Ἅδη, πραΰνοντάς τους, νὰ σὲ πάρω, θὰ κατέβαινα
κι’ οὔτε τοῦ Πλούτωνα ὁ σκύλος, οὔτε ὁ Χάρωνας περαματάρης
ψυχοπομπὸς θὰ μποροῦσαν νὰ μὲ κρατήσουν.
Θὰ σ’ ἔφερνα στὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Καρτέρα με ὅμως ἐκεῖ κάτω ὥσπου κι’ ἐγὼ νὰ πεθάνω.
Κι’ ἑτοίμασε χῶρο νὰ κατοικήσουμε μαζύ.
Στὸ ἴδιο κέδρινο φέρετρο θὰ ζητήσω
τὰ παιδιὰ νὰ μὲ ξαπλώσουν, τὸ πλευρό μου στὸ πλευρό σου.
Οὔτε νεκρὸς χωρὶς ἐσένα, μοναδικὴ πιστή μου ἐσύ,
δὲν θέλω νά ’μαι.
Κορυφαῖος: - Καὶ ’γώ, τὸ βαρὺ πένθος σου, σὰν φίλος,
γιὰ τὴν κυρὰ, θὰ μοιραστῶ - τὸ ἀξίζει.
 
Ἄλκηστις: - Παιδιά μου, ἀκούσατε τὸν πατέρα σας ποὺ εἶπε
ἄλλην γυναίκα ποτὲ δὲ θὰ παντρευτεῖ,
δὲν θὰ μὲ ἀψηφήσει, δὲν θὰ σᾶς προσβάλει.
Ἄδμητος: - Καὶ πάλι τὸ δηλώνω καὶ θὰ τὸ ἐκτελέσω.
Άλκηστις: - Τότε, δέξου ἀπ’ τὰ χέρια μου τὰ παιδιά.
Ἄδμητος: - Τὰ παίρνω, ἀγαπημένο δῶρο ἀγαπημένου χεριοῦ.
Ἄλκηστις: - Σὺ τώρα καὶ μάννα τους νά ’σαι ἀντὶ γιὰ μένα.
Ἄδμητος: - Ἀναγκαστικὰ, ἀφοῦ ἐσένα στεροῦνται.
Ἄλκηστις: - Παιδιά μου, ἐνῶ χρειάζεται νὰ ζῶ, φεύγω!
Ἄδμητος: - Ὠιμένα, μόνος χωρὶς ἐσένα, τὶ θὰ κάμω;
Ἄλκηστις: - Μὲ τὸν καιρὸ θὰ ἠρεμήσεις. Ὁ ἐκλιπὼν ἴσον μηδέν.
Ἄδμητος: - Γιὰ τοὺς θεοὺς, πάρε με μαζύ σου ἐκεῖ ποὺ πᾶς.
Ἄλκηστις: - Φτάνει ποὺ πεθαίνω ἐγὼ γιὰ σένα.
Ἄδμητος: - Ὦ, Μοίρα, τὶ γυναίκα μοῦ παίρνεις!
Ἄλκηστις: - Βαρὺ σκοτάδι πέφτει στὰ μάτια μου.
Ἄδμητος: - Πάει χάθηκα, Ἄλκηστι, κι’ ἐγὼ ἄν μ’ ἀφήσεις.
Ἄλκηστις: - Δὲν ὑπάρχω πιὰ, ὅ,τι κι’ ἄν λές.
Ἄδμητος: - Σήκωσ’ τὸ πρόσωπό σου, μὴν ἐγκαταλείπεις τὰ παιδιά.
Ἄλκηστις: - Ἄθελά μου τὸ κάνω. Ἔχετε γειά, παιδιά μου.
Ἄδμητος: - Κοίταξέ τα, δές τα.
Ἄλκηστις: - Ἔπαψα νά ’μαι.
Ἄδμητος: - Τὶ κάνεις; Μ’ ἐγκαταλείπεις;
Ἄλκηστις: - Χαῖρε.
Ἄδμητος: - Χάνομαι ὁ δυστυχής!
Εὔμηλος: - Τὶ κακό! Ἡ μάννα κάτω στὴ γῆ.
Ἄχ, πατέρα! Ὁ ἥλιος δὲν τὴ βλέπει.
Μ’ ἄφησε ὀρφανὸ στὸν κόσμο κι’ ἔφυγε.
Δὲς τὰ βλέφαρα, δὲς τὰ χέρια της πεσμένα.
Ἄκου με, μάννα, τὸν ἄμοιρο, ἀποκρίσου μου,
σέ ἱκετεύω σκυφτὸς πάνω στὸ πρόσωπό σου.
Ἄδμητος: - Δὲν σ’ ἀκούει, δὲν σὲ βλέπει. Καὶ σὲ σᾶς
καὶ σὲ μένα, βαρειὰ πάνω μας ἔπεσε συμφορά.
Εὔμηλος: - Πατέρα, τόσο νέος καὶ παίρνω μόνος τον δρόμο μου,
χωρὶς τὴ λατρευτὴ μαννούλα. Ἄχ! Κακοτυχιά μου.
Κι’ ἐσὺ, ἀδελφούλα μου, πόσο μαζύ μου ὑποφέρεις!
Μάταιη, μάταιη, πατέρα μου, γιὰ σένα ἡ παντρειά.
Θὰ γεράσεις χωρὶς τὴ συμβία σου.
Χάθηκε πολὺ νωρίς. Χάθηκες, μαννούλα,
ρήμαξε τὸ σπίτι.
Κορυφαῖος: - Ἄδμητε, ἀνάγκη νὰ ὑπομείνεις τὸ κακό.
Οὐτε εἶσαι ὁ πρῶτος οὔτε κι’ ὁ τελευταῖος
ποὺ καλὴ γυναίκα χάνει. Τὸ ξέρεις,
γραφτό μας εἶναι ὅλοι μιὰ μέρα νὰ πεθάνουμε.
Ἄδμητος: - Ναὶ, τὸ ξέρω. Κι’ ἀπὸ καιρὸ ἔβλεπα τὴ δυστυχία
νά ’ρχεται κατὰ πάνω μας. Σαράκι ὁ ἐρχομός της.
Τώρα ἔχω νὰ φροντίσω τὴν κηδεία.
Νὰ παρίστασθε. Μείνετε καὶ παιανεῖστε τὸν πένθιμο ὕμνο
στὸν ἄσπονδο θεὸ τοῦ κάτω κόσμου.
Καὶ λέγω: ὅλοι οἱ Θεσσαλοὶ ποὺ ἡγεμονεύω
νὰ πενθοῦν μαζύ μου τὴν σύζυγό μου,
κόβοντας τὰ μαλλιὰ, φορῶντας μαῦρα ροῦχα.
Ὅσοι ζεύουν τέθριππα κι’ ὅσοι ἄλογα καβαλικεύουν,
μὲ σίδερα τὶς χαῖτες τους νὰ κόψουν.
Αὐλὸς ἤ λύρα στῆν πόλη νὰ μὴν ἠχήσουν,
πρὶν δώδεκα φεγγάρια διαβοῦν.
Ποτὲ ἄλλον κανένα πιὸ ἀγαπητὸ νεκρὸ δὲν θά ’χω νὰ θάψω,
ποὺ ν’ ἀξίζει πιότερο. Δίκαιον εἶναι
νὰ τιμήσω τὴν μόνη ποὺ γιὰ μένα πέθανε.





(*) * Γιάννης Σιδέρης, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, 1998 - 1975, ἱστορικός τοῦ Νεοελληνικοῦ Θεάτρου
καὶ φιλόλογος στὸ Στ΄Γυμνάσιο Ἀρρένων Ἀθηνῶν, ὅπου καὶ καθηγητής μου,
ὁ πιὸ ἀγαπημένος ὅλων μέχρι σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου