Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Δὲν θἄθελα κριτική.

    22 ουνίου 2013, κα ρα 8:00.
...ἕνα κουρέλι ποὺ στενάζει...πρὶν χαθῆ.
~~
Χθές,
μία ἡμέρα σπαρακτική. Φαλήρου 20, τὸ Στ΄ Γυμνάσιο, ποὺ φυσικὰ δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀπὸ χρόνια, καὶ τὸ ἤξερα, δὲν πρόκειται γιὰ εἴδηση.
Δὲν ξέρω γιατί ἤθελα νὰ ξαναβρεθῶ ἐκεῖ, τί σημάδια-ὑπολείμματα ἀπὸ τὸ '60 ἔψαχνα νὰ βρῶ!
Πίσω, ἡ ὁδὸς Δημητρακοπούλου. Στὸ ἴδιο ὕψος, μιὰ ἀχανὴς πολυκατοικία μὲ πρόσοψη παληά, τὴν παληὰ ποὺ εἶχε. Ἀνέτοιμη γιὰ κατοίκηση. Φαίνονται τὰ ἐντόσθιά της. Καὶ ὅμως, δυὸ παράθυρα, παληά, κλειστά, ποὺ χάσκανε λίγο μ' ἔκαναν νὰ ψάχνω ἀχτίδα βιβλιοθήκης ἤ ὅσο θὰ μποροῦσε νὰ φανεῖ σκιὰ ἀνθρώπου ποὺ θἄβλεπε ἀπὸ μέσα ποιός ... εἶναι ἔξω, ποιός ἴσως ἐνοχλεῖ:
- Ἐγώ!
- Ἄ, περίμενε, μικρέ μου. Σοῦ ἀνοίγω.

Καὶ 'κείνη τὴν στιγμή, ὅπως καὶ τώρα, ὅλοι οἱ καταρρᾶκτες ἀναβλύσαν ἀπὸ τὰ μάτια μου. Χώθηκα στὸν Ἅη-Γιάννη, νὰ ἡρεμήσω μόνο καὶ μόνο γιατὶ αὐτὸς ὁ ναὸς ἀπόμεινε ἴδιος ἐκεῖ κι' ἐπειδὴ μᾶς πήγαιναν γιὰ ἐκκλησιασμό. Κάθησα σὰν σ' ἀναμμένα κάρβουνα. Δὲν μὲ πείθουν οἱ θρησκεῖες, ὅσο κι' ἄν μὲ καθησυχάζουν οἱ ἐκκλησίες, τὰ κτήρια, ὅτι δὲν ἐξαφανίζονται ὅλα ἐπὶ γῆς. Σ' ἕνα τζάμι στάθηκα ἔτσι ποὺ νὰ φαίνεται νεκρὸ τὸ πρόσωπό μου μέσα σὲ φέρετρο! Τετέλεσται.
Πόσα βάσανα κι' ἀμέτρητες ρυτίδες θὰ ἐξαφανισθοῦν τὴν καλὴ ὥρα ἐκείνη τοῦ θανάτου μου. Σκεφτόμουν τὸ μυαλό μου: ἀντέχει.
Σκεφτόμουν τὸ σῶμα μου: οὔτε εἰκοσάρης! Τοὺς πνεύμονές μου: ὅ,τι ἀπόμεινε, ἕνα κουρέλι ποὺ στενάζει.
Ἕνα θὰ μ' ἔσωζε ἐκείνη τὴν στιγμή: ν' ἀνέβω πρὸς τὰ δῶ, πρὸς τὰ κεῖ, Τσάμη Καρατάσου (σίγουρα κι' ἡ Μυριέλλα Ραΐση θἄχει πεθάνει, ἀπὸ χρόνια...). Ἔψαχνα νὰ βρῶ, νὰ θυμηθῶ ὅ,τι δήποτε, διάβαζα ὀνόματα σὲ κουδούνια εἰσόδων, ἀρκοῦσε νὰ ξεχάσω τὸν Γιάννη Σιδέρη.
Ξέρω ὅτι ὑπάρχει πλατωνικὸς ἔρωτας ἀφοῦ τὸν ἔζησα. Ὅ,τι πιὸ μεγαλειῶδες. Δὲν παθαίνεις κακὸ ἀπ' αὐτὸν ποτέ. Τὸ νερὸ π' ἀναβλύζει εἶναι καθάριο. (Ἀλλὰ μήπως καὶ τὰ δάκρυα τῶν ἄλλων ἐρώτων, καθάρια δὲν εἶναι;)
Κοντεύουν σαρᾶντα χρόνια ἀφ' ὅταν πέθανε. Κι' εἶχα νιώσει τὸν θάνατό του καθὼς κοιμόμουν καὶ πετάχτηκα.
Ἦταν τὴν ἴδια ὥρα. Τὸν εἶδα νὰ ξεκαρδίζεται στὰ γέλοια, μπροστὰ στὸ Ἡρώδειον καὶ νὰ μοῦ λέει:
- Ἔι, γειά σου! Φεύγω. Πρόσεχε!...
Μόνο τοῦ πατέρα μου καὶ τῆς μάννας μου εἶχα προβλέψει, πᾶντα μὲ ἀκρίβεια. Κανέναν ἆλλον θάνατο.
Τοὺς ἄλλους θανάτους τοὺς μαθαίνω ἤ δὲν τοὺς μαθαίνω ἤ, τώρα πιά, τοὺς ὑποθέτω - καὶ μέσα εἶμαι.
Ὁ Γιάννης Σιδέρης εἶναι κι' αὐτὸς πατέρας μου, ἄλλαξε τὴν ζωή μου. Φοβᾶμαι πὼς ἄν ἔσπρωχνα ἐκείνη τὴν πόρτα τῆς προσόψεως, πὼς, ἄνἄνοιγε καὶ δὲν τὸν ἔβλεπα, θὰ τρελλαινόμουν ἀπὸ ζήλεια ποὺ πέθανε καὶ ἡσύχασε, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ νὰ μὲ πάρει μαζύ του.
Οὔτε ξέρω πῶς μαγεύτηκα ἀνεβαίνοντας τὴν Ἐρεχθείου. Κι' ὅταν βρέθηκα στὸν Ἱερὸ Βράχο, ξέχασα γιὰ λίγο πὼς εἶμαι μελλοθάνατος καὶ εἶπα στὶς πέτρες:
- Ἕτοιμος εἶμαι.
Πρώτη φορὰ στὴν ζωή μου βάλθηκα νὰ παραμιλῶ:
- Ἕτοιμος εἶμαι.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
~~
Υ.Γ.
Σ' αὐτὸ, δὲν θὰ ἤθελα ποτὲ καμία κριτικὴ, ὅσο ζῶ.
Εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου