Ὁ μητροπολίτης Βεροίας Παντελεήμων θὰ ἀφορίσει τὸν ἀρχηγό ΓΕΕΘΑ;
16
Ἰουλίου 2013, καὶ ὥρα 9:42.
φίλε,
μὴ σοῦ λάχει ντὲ κι' ἀφορισμός!
Ξέχασέ το, δὲν ὑπάρχει γυρισμός.
Σὰν ἔρθ' ἡ ἱερὰ στιγμὴ νὰ γίνει ἀφορισμός, φωνᾶξτε με.
Ἄν δὲν σταυροκοπηθῶ σεμνὰ κι' ἁγνά, στραβοκοιτᾶξτε με
κι' ἐγὼ μεμιᾶς θὰ καταλάβω:
ψυχῆς Σωτηρίαν οὐκ ἄν λάβω,
ἄν συνεχίσω νὰ σαχλαμαρίζω, μὴ πιστεύων
πὼς ὁ Κύριος ἡμῶν - κι' ἐξ Οὐρανοῦ τὰ πᾶντα Ἐποπτεύων -
τὸν ἀσεβὴ δὲν θὰ τιμωρήσει:
αἷμα καὶ δάκρυ νὰ κατουρήσει.
Μὴν πέσεις στὸ στόμα τοῦ Κυρίου, σ' τὸ λέγω: χάθηκες!
Ἄκαρπη συκιὰ θὰ μείνεις, συνεπῶς...μαράθηκες.
Πῶς τρέμω τοῦ Θεοῦ τὴν καυτὴ Γλώσσα διαμέσου τῶν παππάδων!...
Θἄθελα νἆχα δικό μου κατάστημα κεριῶν, λαμπάδων,
κι' ὅλα νὰ τ' ἀνάψω, προσκυνῶντας, φούλ-μεταμελημένος,
μὴν τὸ πνεῦμα παραδοῦναι εἰς ἀσεβείας ἐκτεθειμένος,
καί, ταῖς ἐμαῖς πρεσβείαις, μὴ τὸν ἀρχηγὸ μὲ φριχτὲς κατάρες
καταβρεχθῆναι.
.....................- Εἰσάκουσόν μου, δὲν εἴμαστε πρωτάρες,
Δέσποτά μου! - κι' ὅλοι μας ἔχουμε βλακωδῶς ἁμαρτήσει.
Ὑπάρχει τόσον τίμιος παππάς, νὰ μᾶς ἀποπροσαρτήσει,
Ἐσὲ κι' ἐμᾶς, τούς ταπεινούς Σου δούλους;
Ρῶτα ντὲ καὶ τοὺς Ἅγιούς σου συμβούλους!
Κάπως ἔτσι, λίγο πιὸ μελετημένα, νὰ παρασταθῶ
(ἐξασκοῦμαι, παίρνω δὰ φόρα..., - εἶν' εὐκαιρία νὰ ζεσταθῶ)
θέλω στὸν ἀφορισμό, - πού, Θεέ μου, ξορκισμένος νἆναι!
Τί 'ν' αὐτὰ τὰ Κηρύγματα ποὺ τὶς Κυριακὲς τσαμπουνᾶνε
οἱ σεπτοὶ ποιμένες τῶν ὀρθοδόξων προβάτων;
Δὲ θέλουμ' Ἀναστενάρια φλεγομένων βάτων
νὰ στεριώσουμε τὴν δόλια μας τὴν Πίστη.
Δὲν Σὲ ξέρω γκρεμιστή, Σὲ λένε Κτίστη.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Ξέχασέ το, δὲν ὑπάρχει γυρισμός.
Σὰν ἔρθ' ἡ ἱερὰ στιγμὴ νὰ γίνει ἀφορισμός, φωνᾶξτε με.
Ἄν δὲν σταυροκοπηθῶ σεμνὰ κι' ἁγνά, στραβοκοιτᾶξτε με
κι' ἐγὼ μεμιᾶς θὰ καταλάβω:
ψυχῆς Σωτηρίαν οὐκ ἄν λάβω,
ἄν συνεχίσω νὰ σαχλαμαρίζω, μὴ πιστεύων
πὼς ὁ Κύριος ἡμῶν - κι' ἐξ Οὐρανοῦ τὰ πᾶντα Ἐποπτεύων -
τὸν ἀσεβὴ δὲν θὰ τιμωρήσει:
αἷμα καὶ δάκρυ νὰ κατουρήσει.
Μὴν πέσεις στὸ στόμα τοῦ Κυρίου, σ' τὸ λέγω: χάθηκες!
Ἄκαρπη συκιὰ θὰ μείνεις, συνεπῶς...μαράθηκες.
Πῶς τρέμω τοῦ Θεοῦ τὴν καυτὴ Γλώσσα διαμέσου τῶν παππάδων!...
Θἄθελα νἆχα δικό μου κατάστημα κεριῶν, λαμπάδων,
κι' ὅλα νὰ τ' ἀνάψω, προσκυνῶντας, φούλ-μεταμελημένος,
μὴν τὸ πνεῦμα παραδοῦναι εἰς ἀσεβείας ἐκτεθειμένος,
καί, ταῖς ἐμαῖς πρεσβείαις, μὴ τὸν ἀρχηγὸ μὲ φριχτὲς κατάρες
καταβρεχθῆναι.
.....................- Εἰσάκουσόν μου, δὲν εἴμαστε πρωτάρες,
Δέσποτά μου! - κι' ὅλοι μας ἔχουμε βλακωδῶς ἁμαρτήσει.
Ὑπάρχει τόσον τίμιος παππάς, νὰ μᾶς ἀποπροσαρτήσει,
Ἐσὲ κι' ἐμᾶς, τούς ταπεινούς Σου δούλους;
Ρῶτα ντὲ καὶ τοὺς Ἅγιούς σου συμβούλους!
Κάπως ἔτσι, λίγο πιὸ μελετημένα, νὰ παρασταθῶ
(ἐξασκοῦμαι, παίρνω δὰ φόρα..., - εἶν' εὐκαιρία νὰ ζεσταθῶ)
θέλω στὸν ἀφορισμό, - πού, Θεέ μου, ξορκισμένος νἆναι!
Τί 'ν' αὐτὰ τὰ Κηρύγματα ποὺ τὶς Κυριακὲς τσαμπουνᾶνε
οἱ σεπτοὶ ποιμένες τῶν ὀρθοδόξων προβάτων;
Δὲ θέλουμ' Ἀναστενάρια φλεγομένων βάτων
νὰ στεριώσουμε τὴν δόλια μας τὴν Πίστη.
Δὲν Σὲ ξέρω γκρεμιστή, Σὲ λένε Κτίστη.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου