Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

2 Νοεμβρίου 2010, καὶ ὥρα 12:31.
Κλινοσοφιστεῖες.
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.


* Σατιρικὸν ποίημα.

Τῆς σάτιρας οἱ στίχοι κάπως ἔτσι θἆναι.
Ἐλάχιστα ροῦχα - κι' αὐτ
ά, δὲν τὰ φορᾶνε.
Μὲ ὡραίους πόδας, σωστὰ στημένους,
στῆθος καὶ μύες δυναμωμένους.
Στὴν κεφαλ
ή, καὶ βέβαια στεφάνι,
βλέμμα νὰ σκίζει τὰ ὅσα δὲν βάνει
ὁ νοῦς τ' ἀνθρώπου·
δὲς τοῦ μετώπου
τὴν πλέρια καθαρότη!
- μὲς τῆς σπουδῆς τὰ
διότι!
Σκῆπτρο στὸ δεξὶ κρατάει
κι' ὅπου δεῖ στραβ
ό, βαράει.
Τὸ κορμὶ σὲ κορμὸ
καὶ... στοὺς π
ντες ὁρμῶ.
* * *
-------------------------------------------------------------" ...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
Α΄-
Συναισθηματικὴ ἰσορροπία.
Τὄχα δεῖ στὸ Δελτίο Ἐρωτικοῦ Καιροῦ πὼς θἄβρεχε στὴν καρδιά σου καὶ πῆρα τὸ ὀμπρελάκι μου. Ἀποφεύγω νὰ συναχώνονται τὰ μάτια μου. Ἕνα ἀλεξιδάκρυο εἶναι τὸ κατόρθωμα τοῦ αἰώνα μας· καὶ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ μὴν ἔχω, τὸ δικό μου, πῶς νὰ ζήσω; Μπορῶ ὡστόσο νὰ σὲ κοιτάζω ποὺ κλαῖς, μὲ τὶς ὧρες, γιατὶ τότε εἶσαι πιὸ ὄμορφη, ἀληθινὴ, ἀσήμαντη μπροστά μου καὶ ἀπαιτητική, ὅσο κι' ἄν ἐκλιπαρεῖς λίγη ἀγάπη, ἔτσι τὴν λές, τὴν μεγάλη τρέλλα ποὺ θέλεις νὰ σοῦ ἀνταποδώσω, ἐπειδὴ τὴν αἰσθάνεσαι - ἤ τέλος πάντων αὐτὸ λές - γιὰ μένα.
Σὲ βεβαιώνω, εἶμαι ἕνας καλὸς θεατής. Σὲ προσέχω καὶ σὲ καταλαβαίνω, σὲ νιώθω, ἀφοῦ θέλεις νὰ τὸ πῶ ἔτσι. Μά, μὴν ξεχνᾶς, ἤδη σ' τὸ εἶπα: θεατὴς εἶμαι. Δὲν σ' ἀγαπῶ ἀλλὰ μ' άρέσει αὐτὸ ποὺ βλέπω σὲ σένα κι' ἔχει ἀπήχηση σὲ μένα, ἀπ' ὅπου καὶ ξεκινάει. Ἀλήθεια, ἐγὼ εἶμαι ἡ πηγὴ τῶν συναισθημάτων σου ἤ ἐσὺ καὶ ἡ φαντασία σου;
Γιατί δὲν τολμῶ νὰ ἀναγνωρίσω στὸν ἑαυτό μου παραγωγὴ καὶ διάδοση ἐρωτικῶν παλμῶν καὶ πόθων, δὲν μοὔχει ξανασυμβεῖ. Καὶ κάπου νομίζω, μ' ὅλ' αὐτά, πὼς πατῶ σὲ ξένο, νοικιασμένο ἴσως, ἔδαφος, καρποφόρο ἤ ἀνθοφόρο, ἐρώτων. Ποιός νὰ μοῦ τὄλεγε - ἐγώ; Ἄ, ναί, γιατί ὄχι; Λίγος σοῦ πέφτω;
Ξέρω πολὺ καλὰ πώς, ἀπὸ μόνος μου, δὲν ἐμπνέω τίποτα. Συνήθως μὲ στραβοκοιτάζουν, ἄλλοτε μὲ εἰρωνεύονται, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς μὲ κοροϊδεύουν καὶ μοῦ λένε: - Πόσα ξέρεις ἐσὺ! Πόσες καρδιὲς ἔχεις κάψει!... Μὰ, δὲν θυμᾶμαι τίποτα ἐγώ. Βρὲ σύ! Μπᾶς καὶ ὅσα μοῦ ὁμολογεῖς ἀφοροῦν κάποιον ἆλλο, ὄχι ἐμένα; Νὰ δεῖς, αὐτὸ θἆναι. Εἶναι. Δὲν βλέπεις ἐμένα. Κοιτᾶς ὅ,τι θέλεις νὰ δεῖς σὲ μένα, ὅσα θέλεις, χωρὶς νὰ ρωτήσεις ἐμένα - ζητᾶς καὶ τὰ ρέστα ἀπὸ μένα! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν μοὔστριψε, ὅπως ἐσένα.
Σύντομα τὰ μάτια σου θ' ἀνοίξουν, τώρα ὀνειρεύεσαι. Καί, τότε, θὰ δεῖς, θὰ μετανιώσεις. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ μετανιώσεις ποὺ μοῦ ἀφέθηκες τόσο, ἐσὺ νὰ κλαῖς κι' ἐγὼ νὰ στρέφω ἀλλοῦ, μὴ μὲ πάρουν τὰ μπάζα τῶν δακρύων σου. Μετά, θὰ τὸ πάρεις ἀπόφαση. Δὲν ἄξιζα τὸν κόπο γιὰ σένα. Θὰ ἀραιώσεις τοὺς λυγμοὺς καὶ τὶς συναντήσεις μας. Αὐτὸ ὅμως δὲν θὰ μοῦ πολυαρέσει. Θὰ ψάξω νὰ σὲ βρῶ...Ὄχι! Θεατὴς χωρὶς θέαμα, εἶναι στέρηση σαδισμοῦ.
Γραμμένο μία κι' ἔξω, ἀφιερωμένο ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς στὴν ὅποια πάρει ὁ Χάρος, - τώρα, ἄν πῶ ἀπὸ πάνω καὶ: μὲ ἀγάπη, γλυτώνω τὸ ὅπου φύγει φύγει;
* * *
Β΄.
κλινοσοφιστικὴ προσευχὴ μὲ δόση μοντερνισμοῦ.

Ἄν θὲς ν' ἀκούσεις, ἄκουσε, Θεέ, μιὰν παράκλησή μου.
Μὴ μὲ κολάσεις, σκέψου το, Σ' τὸ λέω, κι' εἶναι πρὸς τιμή μου:
ἔγκλημα φρικιαστικὸ κι' ἄκρως σαδιστικὸ κι' ἄν κάνω,
Σύ, μὴν μοῦ πεταχτεῖς! Μὴν κρίνεις καὶ πεῖς πὼς ἁμαρτάνω!

Δικαίωμὰ μου. Σὰν μαζύ Σου πιὰ δὲν ζῶ... - χωρίσαμε,
κατάλαβέ το, χώνεψέ το! Σ' εὐχαριστῶ, ζήσαμε
στιγμὲς ὄμορφες, ἐσὺ κι' ἐγώ, γλυκές, δὲν ἀμφιβάλλω.
Δὲν θὰ Σὲ πῶ κομπλεξικὸ, δὲν θέλω νὰ Σὲ προσβάλω.

Προτιμῶ τὰ βάρη νὰ τὰ ρίξω ὅλα στὸν ἑαυτό μου,
ἄν καὶ δὲν πιστεύω, Σ' τ' ὁρκίζομαι, κάνω τὸ Σταυρὸ μου,
τὸν φιλῶ, σκαρφαλώνω κι' ἀπάνω Του σεμνὰ κρεμιέμαι.
Ἀλλά, πρὶν ἀπ' τὸ "τετέλεσται", τὸν Κόσμο καταριέμαι.

Κεῖνο ποὺ δέον δὰ καὶ Σὺ νὰ καταλάβεις - καὶ μ' ἀρέσει! -
μὴν πάει χαμένη τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ πρώτη θέση.
Γιὰ πάρτη μου χαλάλησέ την, κι' ἐγὼ νὰ τὴν κερδίσω!
Κρυφίως δεῖχνε μου Ἐσύ: στίχους ἀχρείους νὰ κουρδίσω

ἔτσι, ποὺ τ' ἀνάθεμα τ' ἀφορισμοῦ, μετάλλειο νὰ πάρω.
Σὰν κλείσαμε ραντεβοῦ χθὲς ἐρωτικό, μὲ τὸν Χάρο,
σταράτα, μοὖπε, νὰ ντυθῶ συχωρεμένος, χωρὶς κἄν
περίβλημα κοινωνισμοῦ κι' ἆλλα τοιαῦτα σελοφὰν.

Φλερτάρω κάμποσον καιρό, ξέρεις, μὲ τὸν θάνατό μου!
Μὰ τὶ Σ' τὰ λέω; Σὺ, γιαχνὶ μαγείρεψες τὸ καλό μου!
Τὄχεις ἕτοιμο, ζεστό, στῆς γῆς τὸ πιάτο, μὲ κρασάκι
- ὄχι σὰν τῆς ζωῆς - φτιαγμένο μ' ἀγγελικὸ μεράκι.

Ὡστόσο, μ' ἆλλα λόγια, μὴν ξεχνιόμαστε, Πλάστη ἀκριβέ.
Ἄσε ν' ἁμαρτήσω, κι' ἄχνα μὴ βγάλεις, ὅλα νἆν' πριβὲ
τ' ἀνομήματά μου.
Κι' οὔτε στὸν παππά μου
νὰ τὰ μαρτυρήσεις!
Νὰ τὸν παρατήσεις
στὴν ἀφέλειά του, νὰ σαχλονομίζει
πὼς ἐρίφια καὶ πρόβατα χωρίζει.
(1η Νοεμβρίου 2010)
................................................................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου