Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Θέατρον τοῦ Ὀνείρου.

Παραστάσεις γιὰ νήπια.

Ἰάνη Λὸ Σκόκκο: Ὀρφέας καὶ Εὐρυδίκη.



Σπαράγματα καταβολῶν μυθοφροσύνης.

Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ Βιβλίο-Πρόγραμμα 2 (1999) τοῦ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ μου.

Δὲς καὶ τὸ τεῦχος Ἰουνίου 2018, ἐδῶ, στὶς Κλινοσοφιστεῖες καὶ ὄχι μόνον, ὅπου τὸ θεατρικό μου: “Ἐγὼ εἶμαι ἔγγυος, ὄχι ἐσύ”. Καὶ τὰ δύο μαζὺ παρουσιάστηκαν σὲ μία ἑνιαία παράσταση, γιὰ λίγες μόνον φορὲς τὸ 2000,
γιατί ἀκολούθως διέκοψα τὶς θεατρικὲς δραστηριότητές μου.

Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου:

Ὀρφέας... Ἰάνης Λὸ Σκόκκο,
Εὐρυδίκη... Μιμὴ Γουλέτα. 
 
Φωνὴ ἤ Ἠχὼ ἤ Ἀντήχησις,
Πράνυμφη – κοριτσάκι θεατής (βουβὸ πρόσωπο),
Ἅδης – ἀγοράκι θεατής (βουβὸ πρόσωπο).
Περσεφόνη – κοριτσάκι θεατής (βουβὸ πρόσωπο).


Σκηνικό:
Ἀνύπαρκτο, - ἀντικείμενα ὑποθετικά, ἐπειδὴ τὰ βλέπουν μόνον τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου.
Μία φλόγα, μία λύρα, ἕνα εἰλητάριον.

Μουσική:
Γνήσια ἀρχαία ἑλληνική, ὅπως ἀκούστηκε στὶς 26.1.97 καὶ 2.2.97 στὴν ἐκπομπὴ “Ἀπὸ
τὸν Ὅμηρο στὸ 2000 – Λόγος Ἑλληνικός”, τῆς Ερα 3, στὴν Φιλεκπαιδευτικὴ Ἑταιρεία,
ἀπὸ τὸ ὀκταμελὲς συγκρότημα αὐθεντικῶν ὀργάνων, μὲ κορυφαῖο τὸν Πέτρο Ταμπούρη.

Ἡ ἄρια “Ἔχασα τὴν Εὐρυδίκη” τοῦ Γκλούκ, μὲ τὴν Μαρία Κάλλας.

Εἰσήγησις:
Προηγεῖται προφορικὴ περίληψις τοῦ μύθου καὶ πραγματολογικὴ ἑρμηνεία λέξεων τοῦ κει-
μένου.
Ἐνδυμασίες:
Κατὰ προτίμηση, κλασικῆς περιόδου.
Αὐτοσχεδιασμός:
Ὅλη ἡ σκηνὴ τῆς ἄριας (Ὀρφέας).
~~
Τὸ κείμενο ὁλοκληρώθηκε τὴν 26η – 8 – 1998
καὶ ἀφιερώνεται στὴν Μάρα Θρασυβουλίδου,
γιὰ τὴν συμμετοχή της στὴν “Ἱστορία γραμμένη μὲ νότες”.

~~
Ὀρφέας:
Αὐτὸ τὸ φῶς τῆς μέρας, τὸ στέλνει
ὁ Θεός. Κι’ ὅ κόσμος ὅλος ψέλνει
ὕμνους. Τὸ κάθε τι Τὸν δοξάζει.
Ξυπνοῦν τὰ πουλιὰ μόλις χαράζει
κι’ ἀρχινοῦν - τ’ ἀκοῦς; - νὰ τιτιβίζουν.
Μαζύ, τὰ λούλουδα τώρ’ ἀνθίζουν.

Ἡ ψυχή μου βλέπει, μαγεύεται,
τραγούδια, χοροὺς ὀνειρεύεται.

Ὤ, θεοί! Δῶστε μου τῶν πουλιῶν τὴ χάρη,
νὰ τραγουδῶ, νὰ σᾶς ὑμνῶ. Παλληκάρι
νἆμαι πρῶτο στὴν μουσική,
ν’ ἀντιλαλῶ στὴν Ἀττική,
στὴν Θράκη..., σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Νὰ μ’ ἀκούσει ὥς κι’ ἡ Παλλάδα
Ἀθηνᾶ,
ἡ θεά!

Ναί, εἶν’ ἀλήθεια:
μέσ’ ἀπ’ τὰ στήθια
βγαίνουν καὶ λόγια καὶ μελωδία.
Μαγεύω καὶ πέτρες καὶ θηρία.
Ἀγαποῦνε, λένε, τὴν φωνή μου.
Καμάρι τους μ’ ἔχουν οἱ γονιοί μου.

Δές, ὁ γαλανός,
ψηλά, οὐρανός,
νά! Ξανοίγει.
Ἔχει φύγει
πιὰ ἡ νύχτα· κι’ ὥσπου νάρθει πάλι,

θὰ θαυμάζω τῆς φύσης τὰ κάλλη.

Εὐρυδίκη
Ὄμορφη μέρα, καλῶς ὅρισες.

Ὀρφέας:
Ὤ, θεέ, τί πλούτη μᾶς δώρισες!...
Κεῖ, κάποια παιδιὰ μὲ περιμένουν.

Εὐρυδίκη:
Τ' ἄνθη, πῶς ἀνοίγουν κι' ὀμορφαίνουν
ἀπὸ τὴν μιὰν αὐγὴ στὴν ἄλλη!... 

Ὀρφέας
Λοιπόν, ἄς τραγουδήσω πάλι.  
           Ὤ, γλυκά μου παιδιά, 
           συντροφιά μου γλυκειά, 
           ποὺ μαζύ σας λαλῶ
           κάθ'  ὡραῖο σκοπό. 
           Νἆστε, νἆστε κοντά μου, 
           σᾶς ζητᾶ ἡ καρδιά μου 
           καὶ 'γὼ θὰ τραγουδῶ
           τὸν πιὸ θεῖο σκοπό. 

Εὐρυδίκη
Ἀφροδίτη θεά, ποιός εἶν'  αὐτός; 
Μοιάζει ποιητής. Δείχνει ραψωδός. 

Ὀρφέας
Τὰ μάτια μου θόλωσαν -  ποιά νἆναι
κείν' ἡ κόρη; 

Δές, ἀγόρι, 
στὰ μαλλιά, ποιά λουλούδια τῆς πᾶνε; 
Τοῦτα τὰ κρίνα;
Τὰ ρόδα ἐκεῖνα; 
Τί στεφάνι μοῦ λέτε νὰ πλέξω
γι' αὐτήν; 

Εὐρυδίκη:  
Πῶς φοβᾶμαι!  Δὲν θ' ἀντέξω
πολλὴν ὥρα...ἄν ἔτσι κοιτάζει
βαθειά, μέσα στὰ μάτια... 

Ὀρφέας
                             Τὴν σκιάζει
κάτι σὲ μένα; Ἔ, καλλιθέα!
Μὴν τρομάζεις. Μὲ λένε Ὀρφέα. 
Γνωστὸς εἶμαι σὲ πλάτη καὶ μήκη,
κι' ἀγαπῶ τοὺς πᾶντες...

Εὐρυδίκη
                                 Εὐρυδίκη, 
γονεῖς καὶ φίλοι μὲ φωνάζουνε. 

Ὀρφέας
Ἄχ!  Τὰ χείλη σου μέλι στάζουνε. 

ΗΧΩ:
Κι' αὐτὰ ποὺ λένε καὶ κεῖνα ποὺ δὲν εἴπανε·
τὰ λόγια π' ἀκούγω, τὰ λόγια ποὺ λείπανε 
ἀπὸ τὰ χείλια τους καὶ δὲν ξέραν' νὰ τὰ ποῦν, 
ἐγὼ τὰ ξέρω... μὰ ἐκεῖνοι ψάχνουν νὰ τὰ βροῦν. 
                Εἶμαι  τῶν πραγμάτων ἡ Ἠχώ. 
                Ὅ,τι  κι' ἄν πεῖς
                 ἤ δὲν τὸ πεῖς, 
                 τραγοῦδι τὸ κάνω κι' ἀντηχῶ. 

                Εἶμαι τῶν πραγμάτων ἡ Ἠχώ. 
                Μελωδία εἶμαι κι' ἀντηχῶ 
                ὅ,τι κι' ἄν πεῖς 
                ἤ  δὲν τὸ πεῖς.
                Δές τους πῶς ἀγαπιοῦνται!  
                Καὶ μπροστά μας φιλιοῦνται.  

Ὀρφέας
Μ' αὐτὴν τὴν λύρα, τὴν ὀμορφιά σου
θὰ τραγουδήσω. Κι' ἀπ'    τὰ φιλιά σου, 
στὶς χορδὲς σὰν ἀκουμπήσουν,
κρινολούλουδα θ' ἀνθίσουν. 

Εὐρυδίκη
Ὤ, καλέ μου Ὀρφέα, 
εἶναι τόσο ὡραῖα
νὰ ζεῖ κανεὶς μαζύ σου. 

Ὀρφέας
Νυφούλα τρέχα ντύσου. 

Εὐρυδίκη
Λευκὰ  κρινάκια μπήγω στὰ μαλλιά μου, 
- δὲν φεύγω, νὰ μὴν εἶσαι μακρυά μου. 

Ὀρφέας:
Πρὶν τρελλαθῶ, στάσου νὰ παντρευτοῦμε. 
Ἔπειτα, κι' οἱ δυὸ νὰ προσευχηθοῦμε
στοὺς θεούς.

Εὐρυδίκη
Μά, σ' αὐτούς 
πρῶτα πρέπει νὰ τὸ ποῦμε. 
Εὐτυχία πῶς θὰ δοῦμε
ἄν δὲν ἐρθοῦν καλεσμένοι, 
οἱ θεοὶ οἱ τιμημένοι; 

Ὀρφέας
Μάρτυρες τοῦτα τὰ παιδάκια - κι'  αὐτὸ μᾶς φτάνει.

Εὐρυδίκη:
 Λόγια, γιὰ τοὺς θεοὺς ἄπρεπα, μὴ λές, δὲν κάνει.
Φοβᾶμαι μὴν κἅνα κακὸ μᾶς βρεῖ.
Νὰ ντυθῶ στὸ δέντρο, ἐκεῖ, στὴν δρῦ. 
Μὴν κοιτᾶς!

Ὀρφέας
Μ' ἀγαπᾶς; 

Εὐρυδίκη
Ὀρφέα, εἶσαι ἡ ζωή μου - πῶς νὰ μὴν  σ' ἀγαπῶ; 

Ὀρφέας:
Δὲν βρίσκω λόγια...ψάχνω στὴ λύρα ἤχους  νὰ πῶ
τί νιώθω γιὰ σένα στὴν καρδιά. 
Ἀπ' τὰ παιδάκια, διάλεξε μιὰ
παράνυφη, τὸ πέπλο νὰ κρατάει. 

Εὐρυδίκη
Τί ποιητής!  Καὶ πόσο μ' ἀγαπάει!...

Μαννούλα μου! Θεοί, προφτᾶστε...
Ὤχ!

Ὀρφέας:
     Εύρυδίκη!

Εύρυδίκη:
                     Ὤ! Ξεχᾶστε
γάμους καὶ χορούς, τραγούδια... ὤ, δυστυχία!

Ὀρφέας
Εύρυδίκη!

Εὐρυδίκη
                Καμιά, Ὀρφέα, μελωδία
δὲν μὲ σώζει πιά... Φίδι μὲ δάγκωσε. Ἄχ!
Ἕναν γιατρό.

Ὀρφέας:
                     Συμφορά μας!

Εὐρυδίκη:
                                            Πονάω. Ἄχ!

Ὀρφέας:
Μή, Εὐρυδίκη μου!  Μίλησέ μου, κοίταξέ με!  

Εὐρυδίκη:
Τὸ δηλητήριο... Ἄχ, Ὀρφέα, ξέχασέ με. 
Φεύγω. Στὸν Κάτω Κόσμο...

Ὀρφέας:
                                              Ὄχι! Εὐρυδίκη μου, μὴν πᾶς.
Ἀλλοίμονο!  Κοιμήθηκες. Δὲν μὲ βλέπεις κι' ἄς μὲ κοιτᾶς. 
Τί νὰ κάνω; 
Δὲν προφτάνω, 
ἕνα φάρμακο...ἕναν γιατρό... Δὲν ἀνασαίνει.
Χλώμιασε. Θεοί, γιατί 'ναι τόσο παγωμένη; 
Ἡ λύρα μου. Ποῦ τὴν ἄφησα; Νὰ τῆς τραγουδήσω. 
Ὤ, Εὐρυδίκη... σ' ἀγαπῶ... μονάχος πῶς νὰ ζήσω; 
       Ὄμορφη κοπέλλα, ξῦπνα. Σὲ ζητᾶνε
       τὰ παιδιά, δακρύσαν... - ἀφοὺ σ' ἀγαπᾶνε...
       Δὲς τὸν οὐρανό - συννέφιασε γιὰ σένα. 
       Καὶ τὰ λουλούδια, δές, κιόλας μαραμένα
       γέρνουν πρὸς τὴν γῆ γεμάτα θλίψη. 
       Τὰ πουλιὰ χαθῆκαν·  κι' ἔχει κρύψει 
       τὸ ποτάμι τὸ νερό του, 
       δὲν κυλάει.  Σὸν ξερό του 
       τόπο, μακρυά μου, 
       σὲ πῆρε,  γλυκειά μου, 
       ὁ Ἅδης.
                     Ὅμως, ὄχι, θὰ κατέβω
       στὸν Κάτω Κόσμο καὶ δὲν θ' ἀνέβω
       παρὰ φέρνοντας στὸ φῶς καὶ 'σένα, πίσω. 
       Τὴ  λύρα κρούοντας, θὰ τοὺς τραγουδήσω
       τὸν   καημό μου·  σίγουρα τὴν ἀνθρωπιά τους,
       πρῶτος  ἐγὼ θὰ τὴν κεντρίσω.
       Πῶς τὴν  Ἀγάπη μου θὰ ὑμνήσω!

ΗΧΩ:
Παίρνει τὴν μεγάλη φοβερὴν ἀπόφαση: μὲ τὴν λύρα του
τὸν ποταμὸν Ἀχέροντα διαβαίνει. Πρόσταξε ἡ μοίρα του
στὸ σκοτάδι τοῦ Κάτω Κόσμου νὰ περάσει, 
μελωδίες μὲ δάκρυα νὰ τοὺς κεράσει,
- τὸ βασιληὰ τοῦ Ἅδη καὶ τὴν νασίλισσα Περσεφόνη. 
Τί παγωνιά!...
Ξερὰ κλωνιὰ
στὰ δέντρα ἐκεῖ... Κι' ἄγριος ὁ Κέρβερος τὸν βλέπει, θυμώνει
ἀλλά, ἀκούγοντας τὴν μουσικὴ τοῦ Ὀρφέα,
τὴν οὐρὰ κουνάει καὶ τοῦ κάνει παρέα 
πάρα πέρα νὰ πάει.
Θλιβερὰ τραγουδάει.
Δές, τ' ἀγρίμια τὸν ἀκοῦν, ἡσυχάζουν· 
μὲ χαρά,  τὸν ξένο ποὺ ἦρθε, κοιτάζουν. 
                                        -  Ποιός νά 'ν' αὐτός;  
                                        -  Ποιός νά 'ν' αὐτός;
                                        - Ἡ φωνή του μᾶς ἔχει μαγέψει. 
                                        - Ἦρθε τὴν Εὐρυδίκη νὰ κλέψει.  
                                        - Ντροπή!Μά, πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ γίνει;  
                                        - Ἄν δὲν τὴν πάρει πίσω, κι' αὐτὸς ἐδῶ θὰ μείνει!

Ὀρφέας
Ἅδη σκληρέ! Καὶ δέ, βασίλισσα μεγάλη, σᾶς προσκυνῶ. 
Φίδι φαρμακερό, 
μὲ σάλιο δολερό, 
σᾶς ἔφερε μιὰ νυφούλα... ταξεῖδι πικρό, παντοτεινό
μακριὰ  ἀπὸ μένα ποὺ τὴν ἀγαπάω. 
Δῶστε την πίσω. Σεμνὰ παρακαλάω. 
Μὴν εἶναι μαύρη ἡ καρδιά σας.
Θέλω νὰ ζήσει, γιατί πρέπει. Μακριά σας
τῆς ἀξίζει
ν' ἀνθίζει
ἡ τόση ὀμορφιὰ κι' ἡ τόση καλωσύνη  της. 
Τὴ θέλει ὅλ' ἡ Γῆ, ὁ Ἥλιος κι' ἡ Σελήνη της. 
Γιὰ τὴν Εὐρυδίκη σᾶς μιλῶ καὶ κλαίω. 
Ἦταν καλή. Καὶ 'γώ,  τέλος, τί σᾶς φταίω,
μόνος, χωρὶς νὰ παντρευτῶ, ἐκείνην νὰ θυμᾶμαι, 
χωρὶς παιδιά, χωρὶς στοργή, στοὺς δρόμους νὰ κοιμᾶμαι;  

[Διαβάζει ἀπὸ εἰλητάριο  ποὺ τοῦ παρέδωσε ὁ Ἅδης]: 
                  ...Γιὰ ὅσα εἶπες, σὲ καταλαβαίνουμε. 
                  Πρώτη φορὰ τοὺς Νόμους παραβαίνουμε
                  καὶ σοῦ ἐπιτρέπουμε στὴ Γῆ νὰ γυρίσεις
                  μὲ τὴν Εὐρυδίκη σου, φτάνει μὴ θελήσεις
                  νὰ δεῖς τὸ πρόσωπό της πρὶν στὸν ἥλιο βγεῖτε κι' οἱ δυό σας. 
                  Ἄν ξεχαστεῖς
                  καὶ στοχαστεῖς 
                  λίγο νὰ τὴν ἀντικρύσεις,
                  αἰώνια πικρὰ θὰ ζήσεις, 
                  δίχως αὐτὴν ποὺ ἀγαπᾶς. Σκέψου, σ' τὸ λέμε γιὰ καλό σας.
                  Τὴ διαταγή μας νὰ θυμᾶσαι. 
                  Φεῦγα. Κι' εὐτυχισμένος νἆσαι. 

Σᾶς εὐγνωμονῶ. Εὐρυδίκη, πᾶμε ἀγαπημένη μου.   

Εὐρυδίκη: 
Ὀρφέα! Ὤ, χάλασαν τὰ μαλλιά μου - ποὖναι τὸ χτένι μου; 

Ὀρφέας: 
Ἀκολούθησέ με, στὸν ἥλιο νὰ βγοῦμε... 
κι' ὕστερα χτενίζεσαι, μόλις θὰ δοῦμε 
τὸ λιόφωτο μικρό μας ποταμάκι...

Εὐρυδίκη: 
Μὴν τρέχεις. Γιατί βιάζεσαι; Λιγάκι
κοίταξέ με. Πῶς εἶμαι; Σὰν ἄρρωστη νιώθω. 

Ὀρφέας: 
Πρῶτα νὰ φθάσουμε... Δὲν ἔχω ἆλλον πόθο, 
τότε θὰ σὲ κοιτάζω, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Μόνον ἐσένα
θἄχω στὸ πλάι μου. 

Εὐρυδίκη: 
                                Καλέ μου Ὀρφέα, γιατί 'ναι  κουρασμένα
τὰ μάτια  μου καὶ τίποτα δὲν βλέπω; Μόνο σ' ἀκούω. 

Ὀρφέας: 
Κράτα 'σὺ καλὰ τὸ χέρι μου... Τὰ πόδια κάτω κρούω
νὰ καταλαβαίνεις
πρὸς τὰ ποῦ πηγαίνεις. 

Εὐρυδίκη: 
 Γιατί τοῦτα τὰ τρελλὰ καμώματα μοῦ κάνεις; 
Ποὖναι  τὸ φῶς τῆς μέρας;

Ὀρφέας: 
                                           Τί στὸ μυαλό σου βάνεις; 
Ἀκόμα λίγο κι' ὅλα πιὰ θὰ τὰ ξέρεις
Θἆσαι ζωντανὴ καὶ δὲν θὰ ὑποφέρεις. 

Εὐρυδίκη: 
Ἀλλοίμονο! Τί λόγια λές; Μ' ἔχεις γιὰ πεθαμένη; 
Φέρε μου φῶς. Δὲν βλέπω. 

Ὀρφέας: 
                                          Ἀπ' τοὺς θεούς, εὐλογημένη 
νἆσαι, - μὴν μοῦ ζητᾶς, μὴ θὲς νὰ σὲ κοιτάξω.

Εὐρυδίκη: 
Δὲν μ' ἀγαπᾶς. 

Ὀρφέας: 
                        Θεοί!... Π[βς τόλμησα νὰ τάξω 
τάμα τόσο σκληρὸ  στὸν  Ἅδη καὶ στὴν Περσεφόνη; 

Εὐρυδίκη: 
Ἄν δὲν γυρίσεις νὰ μὲ δεῖς, φύγε κι' ἄσε με μόνη.

Ὀρφέας: 
Ὄχι!

Εὐρυδίκη: 
        Ναί!

Ὀρφέας: 
               Γιατί μὲ  ἀναγκάζεις 
τὸν ὅρκο μου νὰ παραβῶ;  

Εὐρυδίκη: 
                                         Βάζεις
τοὺς ὅρκους σ' ἄλλους πιὸ ψηλὰ 
καὶ τοὺς δικούς μας χαμηλὰ
ἀφήνεις; 
Μοῦ δίνεις
δηλητήριο ἀφοῦ ἀλλοῦ κοιτᾶς. 

Ὀρφέας: 
Ψέματα. Ὄχι!  Πίσω πάλι μὴν πᾶς. 
Μή,  Εὐρυδίκη. Μή! Ἔλα πίσω.

Εὐρυδίκη: 
Ὀρφέα, θαρρῶ...θὰ ξεψυχήσω. 

[Ἄρια <Ἔχασα τὴν Εὐρυδίκη> τοῦ Γκλούκ, Μαρία Κάλλας.  Αὐτοσχεδιασμὸς τοῦ Ὀρφέα]. 

Ὀρφέας: 
Μόνος. Κι' αἰώνια θὰ κλαίω. 
Πόσο τὴν ἀγαπῶ, θὰ λέω.
Θὰ κυλοῦν τὰ δάκρυα στὴν λύρα...
Τὴν ἔχασα μόλις τὴν πῆρα
ἀπ' τὰ χέρια τοῦ φριχτοῦ τοῦ Ἅδη. 
Οὔτ' ἕνα φιλί, οὔτ' ἕνα χάδι. 
                             Ἄχ, ἄν ἤμουν σὰν καὶ σᾶς, παιδί, 
                             θὰ σκαρφάλωνα σ' ἕνα κλαδί...
                             θὰ  ἔπαιζα... καὶ θὰ γελοῦσα.
                              Ἐγώ, ἡ λύρα μου κι' ἡ Μούσα. 

[Αὐλαία].  
 
 
 
                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου