Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Δημοσίευση 3η. 
 
Διήγημα, τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

Ὁ πατέρας ἔφυγε.

Τὸ διήγημα αὐτὸ γράφτηκε, ὁλοέξαφνα, πάνω σὲ δύο φύλλα χαρτὶ ἀπὸ τσιγάρα Καρέλια, ποὺ ἔψαξα καὶ βρῆκα, ὅταν, παρορμητικά, κάθησα σ' ἕνα σκαλοπάτι, στὸν δρόμο, γιὰ νὰ γράψω! 20.11.1963. Ἀπὸ παραξενιὰ δὲν διόρθωσα τίποτα. Δημοσιεύθηκε στὴν "Διάπλασι τῶν Παίδων", λίγο ἀργότερα, ὅπως ἀκριβῶς τὄγραψα.
Ἦταν τὸ πρῶτο μου κείμενο ποὺ ἀποτόλμησα νὰ στείλω γιὰ ἐκτὸς "
Σελίδας Συνεργασίας Ἀναγνωστῶν" ὅπου ὅλοι γράφαμε μὲ ψευδώνυμο.
Συνοδευόταν μάλιστα ἀπὸ ἕνα ἔξοχο σχέδιο μὲ σινικὴ μελάνη τῆς
συμμαθήτριάς μου στὰ γαλλικά Ἑλένης Στριγγάρη.
Ὁ πατέρας μου πέθανε 23.11.1963.
Εἶχα προβλέψει καὶ ἡμέρα καὶ ὥρα καὶ στιγμή.
Μικρὸς Λογοτέχνης.

Τὸ χλωμὸ ἐκεῖνο πρωί, ὁ πατέρας ἔφυγε γιὰ τοὺς οὐρανούς. Τί σκληρὸ στ' ἀλήθεια γιὰ τὸ σπίτι τῆς Κλεοπάτρας ποὺ τώρα ἔμενε χήρα μὲ δύο παιδιά!... Μπορεῖς κι' ἐσὺ νὰ καταλάβεις τὴ θλίψη ποὺ ἔπεσε μονομιᾶς στὸ χαρούμενο ἄλλοτε κι' εὐτυχισμένο σπιτάκι μὲ τὴν πασχαλιά.
Ἡ θεία Μπερνάρντα πῆρε τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι της γιὰ κεῖνες τὶς μέρες.Ἦταν μικρὰ αὐτὰ γιὰ τέτοιες συγκινήσεις μὰ καὶ ἦταν χαρά τους νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, στὴ θεία ποὖχε μεγάλη αὐλὴ καὶ δέντρα γιὰ τὶς περιπέτειές τους. Ἡ Μάρθα μάλιστα οὔτε κἄν ἔδωσε προσοχὴ στὰ λόγια ἐκεῖνα τῆς θείας ποὺ βγήκανε ξερὰ καὶ περίεργα ἀπὸ μέσα, λές, ἀπὸ τὴν καρδιά της, πὼς "ὁ μπαμπὰς" δῆθεν, μὰ καὶ στ' ἀλήθεια, "ἔφυγε γιὰ ἀλλοῦ - ποιός ξέρει ποῦ; - καὶ εἶπε δὲν θὰ ξανάρθει". Πᾶντα αὐτὸ τὸ κορίτσι ἔδειχνε μιὰ ψυχρότητα γιὰ ὅλα, εἶχε ἐγωισμὸ ἀνεξήγητο καὶ ποὺ τῆς τὸν δώρησαν ἴσως τὰ χάδια τοῦ πατέρα της.
Ὅμως ὁ Γιάννης ἔνιωσε μιὰ θλιβερὴ σκέψη νὰ διαπερνᾶ τὸ μυαλό του κι' ἕνα ἀνατρίχιασμα σ' ὅλο του τὸ κορμὶ.
- Πῶς ἔφυγε ὁ μπαμπὰς καὶ γιατί δὲ θὰ ξαναγυρίσει;
Σωστὰ τὰ σκεφτόταν τὸ ἀγόρι: Ἔτσι ξαφνικά, χωρὶς...νὰ θυμώσει μὲ κανέναν καὶ νὰ μὴν ἀφήσει οὔτε ἕνα γράμμα ποὺ νὰ τὰ ἐξηγεῖ ὅλα; Μά, ὁ πατέρας τὴν ἀγαποῦσε τὴν οἰκογένειά του κι' ἔκανε πολλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὰ δυὸ παιδιὰ καὶ τὴν ἀγαπημένη του γυναίκα!...
Πῶς νὰ τὸ ἐξηγήσει κανεὶς στὰ πέντε του χρόνια; Μά, κι' ἄν εἶσαι μεγάλος, ἕνα "ἔφυγε χωρὶς ποτὲ νὰ ξαναγυρίσει, χωρὶς αἰτία, χωρὶς λόγο...", δὲν ἐξηγεῖται. Μόνο ἄν μπορεῖ νὰ βοηθήσει σ' αὐτὸ κι' ἡ θεία.
- Θεία Μπερνάρντα, ὁ μπαμπὰς κρύβεται πουθενὰ γιὰ νὰ μᾶς παίξει;
Ἡ νέα γυναίκα στάθηκε. Κάτι τῆς στάθηκε στὸ λαιμό, χαμήλωσε τὰ μάτια, ἔκανε προσπάθειες πολλὲς γιὰ νὰ πεῖ:
- Θἄτανε κρύο ἀστεῖο κάτι τέτοιο!
Ὁ Γιαννάκης ἔνιωσε μιὰ κάποια ἱκανοποίηση καὶ περισσότερη θέρμη γιὰ συζήτηση. Μετά, βεβαιώθηκε πὼς μπορεῖ νὰ σκέφτεται σωστά - κάτι ποὺ δὲν τὸ παραδέχονταν οἱ ἆλλοι στὸ σπίτι καὶ ποὺ τοῦ χτυποῦσε στὸ ἠθικό.
- Αὐτὸ εἶπα κι' ἐγώ, θεία!
- Ναί, πήγαινε τώρα νὰ παίξεις μὲ τὴ Μάρθα ἤ...φώναξέ τη νὰ φάει.
- Ὁ μπαμπὰς ἔλεγε πὼς δὲ ζῆ χωρὶς ἐμᾶς.
- Νὰ ποὺ τώρα ἄλλαξε γνώμη.
- Σ' τὸ εἶπε;
Στὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἡ καρδιὰ τοῦ Γιάννη σφίχτηκε ἀπὸ πόνο. Τὰ μάτια του καρφώθηκαν σ' ἐκεῖνα τῆς θείας καὶ ζητοῦσαν ἐξήγηση ἀπὸ τὸ αὐστηρὸ καὶ δῆθεν ἀδιάφορο ὕφος της. Ἔπρεπε νἄχει πολὺ κουράγιο νὰ ἀντιστέκεται καὶ νὰ μὴν ἀφήνει τὰ δάκρυά της νὰ κυλήσουνε τώρα ποὺ ἔφυγε ὁ μεγάλος της ἀδελφός.
Τὸν ἀγαποῦσε τὸν Σπύρο κι' ὄχι μόνο γιατί ἦταν ἀδελφός, μὰ εἶχε λόγους νὰ τὸν ἀγαπᾶ. Σὲ ποιόν μποροῦσε νὰ χρωστάει τὴ ζωὴ της ολόκληρη ἀπὸ τότε ποὺ κι' οἱ δυὸ γονεῖς τους σκοτώθηκαν στὸ δυστύχημα τοῦ τραίνου; Ὤ! πῶς πονᾶ σὰν θυμᾶται τὰ παραμορφωμένα κορμιὰ πού, ἀγνώριστα, τἄκλαψαν ὅλοι, δικοὶ τους καὶ ξένοι!
Θἆταν καλὸ ἡ ζωὴ νὰ μὴ θρέφεται ἀπὸ πόνο καὶ ἡ μοίρα νὰ μὴν εἶναι τυφλὴ ἀκόμα καὶ σ' ἐκείνους ποὺ ἔζησαν τίμια.
Πῶς νὰ μὴν κλαίει τώρα τὸν Σπύρο, ποὺ αὐτὸς τὴν προίκισε, ποὺ αὐτὸς τὴν πάντρεψε καὶ πού, προπάντων, τίμησε τὸ ὄνομα τοῦ σπιτιοῦ τους; Κι' ἦταν - νὰ τὸ σκεφτεῖς - στὰ τριάντα πέντε του χρόνια!
Ἔμεναν τώρα καὶ οἱ δύο σκεφτικοί, ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀπορία κι' αὐτὴ μὲ τὸ παράπονο, προσπαθῶντας νὰ συγκρατήσει τοὺς λυγμούς, τὸ ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς γιὰ τὸν χαμένο ἀδελφό.
Μπῆκε σὲ λίγο ἡ Μάρθα παίζοντας τόπι. Ἦταν ὄμορφο κορίτσι ἡ Μάρθα καὶ μονάχα ἡ λάμψη τῶν γκριζοπράσινων ματιῶν της ἦταν ἀρκετὴ γιὰ ν' ἀνατρέψει τέτοιες βουβὲς κι' ἀπελπισμένες στιγμές.
- Οὔφ, κουράστηκα μόνη μου νὰ παίζω! Καλὰ λέει ὁ μπαμπὰς - εἶσαι μονόχνωτος!
- Ἔ, τί πράγματα εἶναι αὐτά; ἔκανε ἡ θεία γιὰ νὰ προλάβει τὴν ἔκκρηξη ἑνὸς καυγᾶ ἄν καὶ τ' ἀγόρι οὔτε ἔδωσε σημασία στὴν πρόκληση αὐτὴ τῆς ἀδελφῆς του. Ἡ Μάρθα θέλησε πρῶτα νὰ γελάσει μαζύ τους ἀλλὰ ὕστερα σοβαρεύτηκε ἀπὸ ἀνάγκη νὰ καταλάβει...
- Ἄν σκέφτεστε ἀκόμη γιὰ τὸν μπαμπά, ἔ, μπορεῖ νὰ πῆγε καὶ στὸν Παράδεισο!
Ἄν καὶ ἡ θεία λαχτάρησε, ὁ Γιάννης ἔδειξε ἐνδιαφέρον.
- Ἀλήθεια, θεία, ἡ γιαγιὰ ἔλεγε πὼς ὅποιος πάει ἐκεῖ δὲ θέλει νὰ ξανάρθει κι' οὔτε λέει γιατί ἔφυγε..., συνέχισε τὸ κορίτσι.
- Ναί, ἔτσι ἔλεγε ἡ γιαγιά!
Καμιὰ ἀπάντηση.
Ἡ θεία βγῆκε στὴν αὐλὴ καὶ ἡ Μάρθα ξαναχύθηκε στὸ δρόμο μὲ τὸ τόπι. Ὁ ἀδελφός της εἶχε πολὺ χαζὸ μοῦτρο ἀπόψε, σκεφτόταν.
Τὸ ἀγόρι δὲν φαινόταν νὰ τὸ καταλαβαίνει αὐτὸ οὔτε καὶ νοιαζόταν ποτὲ γιὰ τὸ τί φαίνεται κανείς. Μᾶλλον προτιμοῦσε τὸ "τί εἶναι". Καὶ ἡ Μάρθα ἤτανε σ' ὅλα της ὄμορφη, μὰ κακιὰ κι' ἀπερίσκεπτη.
Ὡστόσο ἡ ἀπάντηση ἔπρεπε νὰ δοθεῖ, τὸ παιδὶ δὲν περίμενε...
Εἶδε τὴ θεία του νὰ κάθεται σκυφτὴ σὲ μιὰ καρέκλα καὶ νὰ γράφει στὰ γόνατὰ της πάνω σ' ἕνα χαρτί. Ἔτρεξε κοντά της. Κάρφωσε τὴ ματιά του ἐπάνω της, ἔκλαιγε...ἡ ἀνάσα της ἀκουγόταν δυνατὰ καὶ παράξενα.
- Τί ἔχεις, θείτσα;
Σήκωσε τὸ κεφάλι ἀργά, ἴσως νἄθελε νὰ χαμογελάσει, μὰ δὲν μποροῦσε. Τὰ δυὸ ματάκια τὰ παιδικὰ τὴν κοιτοῦσαν ὅλο θέρμη καὶ ἀπορία. Ἐκείνη ξαφνικὰ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της κι' ἔσφιξε ὕστερα τὸ παιδί. Καὶ τοῦ Γιάννη τὰ δάκρυα κύλησαν γοργά.
Τὴν ἀγαποῦσε τὴ θεία του; Ὤ! ναί, πολύ. Κι' εἶχε φαίνεται σοβαρὸ λόγο νὰ κλαίει.
- Παιδάκι μου, στὸ θεῖο σου ἔγραφα... Στὸ θεῖο τὸ Νίκο... Τοῦ ἔλεγα νἄρθει ἐδῶ... Τοῦ ἔλεγα τί συμβαίνει ἐδῶ μὲ σᾶς καὶ μ' ἐμένα καὶ τοῦ ζήτησα νὰ μὲ βοηθήσει.
- Τί πρᾶγμα, θείτσα;
Ἐκείνη ἔσφιξε πιὸ πολὺ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, τὸ φιλοῦσε στὰ μαλλιά, στὸ κούτελο. Ἡ ἀγάπη της ὅλη ἦταν σ' αὐτὸ τὸ παιδὶ δοσμένη.
- Τοῦ ἔλεγα νἄρθει...νὰ σᾶς πεῖ αὐτὸς τὴν ἀλήθεια. Δὲν μποροῦσα ἆλλο μονάχη μου νὰ κρατήσω αὐτὸ τὸ βάρος. Ἐσένα θὰ ἔστελνα νὰ τοῦ τὸ πᾶς, παιδί μου...
- Νὰ τὸ δώσω, θεία! Τέλειωσέ το!
- Ὄχι, ὄχι... Δὲν πρέπει νὰ πᾶς ἐσύ. Θὰ τὸ στείλω μὲ ἆλλο παιδί, δὲν κάνει νὰ δεῖς...
Ἦταν σωστό. Πῶς νὰ στείλει τὸ μικρὸ παιδὶ στὸ σπίτι του; νὰ δεῖ ὅλα ἐκεῖνα τὰ θλιβερὰ ξεσπάσματα τοῦ κόσμου γιὰ τὸ ἀναπάντεχο; νὰ δεῖ τὸ φέρετρο, τὴ μητέρα στὰ μαῦρα, τοὺς δικούς τους ποὺ θἄκλαιγαν ὅλοι; Ὤ! Εἶναι τρομερὸ αὐτὸ γιὰ ἕνα παιδί.
Ὅμως κι' ἐκείνη δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀντέξει, πονοῦσε. Ζητοῦσε νὰ κλάψει κι' εἶχε δεχθεῖ τὸ μεγαλύτερο βάρος τῆς θλίψης, - νὰ μὴ τὴ νιώσουν οἱ ἆλλοι...
Ἄλλὰ ξάφνου μετάνιωσε. Ὄχι, δὲν ἔπρεπε νὰ δείξει ἀδυναμία μπροστὰ στὰ παιδιά. Αὐτὴ δέχτηκε τὸ βάρος, αὐτὴ θὰ τὸ σηκώσει. Ἔσκισε τὸ χαρτί. Τὄκανε χίλια κομμάτια. Σκούπησε τὰ μάτια της καὶ σηκώθηκε γεμάτη θᾶρρος καὶ τόλμη, γεμάτη ἱκανοποίηση γιὰ τὴ δύναμη ποὺ δὲν τὴν ἄφηνε, ποὺ τῆς ἦρθε ξανά. Δὲν θὰ τὸ ἔλεγε στὰ παιδιά. Ὄχι. Ἔσφιξε τὶς γροθιές της καὶ μόνο ψιθύρισε σὰν ἔφευγε:
- Ὁ πατέρας σας δὲν ζῆ πιά.
Κι' ἔφυγε. Κανεὶς δὲν τὴν ἄκουσε; Ταραγμένη, γύρισε πίσω της νὰ δεῖ... Ὄχι, κανείς.
Καὶ ὅμως, κάποιος πιὸ δυνατὸς κι' ἀπὸ τὸν πόνο, τὸ ἄκουσε. Ὁ Γιάννης. Μὰ σὲ κανέναν δὲν εἶπε τίποτα.
Μόνο ποὺ τὴν τελευταία στιγμὴ βρέθηκε κι' αὐτὸς ν' ἀφήνει ἕνα μάτσο λουλούδια στὸν τάφο τοῦ πατέρα!...
====

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου