Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Ξύπνησα νωρίς. Ἔβαλα Ἀζναβούρ, ἔφερα δακρυσμένες ἀναμνήσεις στὸ σπίτι. Ὅλη μου τὴν ζωὴ λάτρευα τρεῖς Γάλλους ἆντρες τραγουδιστές: αὐτόν, τὸν Ζὰκ Μπρέλ, τὸν Ὕβ Μοντάν. Ἀλλὰ ζοῦσα πνιγμένος μέσα στὰ ἑλληνικὰ μπουζούκια. Καλὰ ποὺ ὑπῆρχε ἐδῶ ὁ Μάνος Χατζιδάκις. Τώρα, τραγουδοῦν πιὰ μὲ τὸ σέξ τους, ποὖναι καὶ ἀκαλαίσθητο καὶ σιχαμερό. Τώρα δὲν πνίγομαι, εἶμαι πνιγμένος. Θέλω νὰ βγάλω μιὰ κραυγή. Ποιός νὰ τὴν ἀκούσει; Οἱ ἀνορθόγραφοι σὲ ὅλα τους; Οἱ πεθαμένοι ποὺ φύγανε καὶ μ' ἀφήσανε; Δυὸ-τρία ἁπλὰ πραγματάκια μὲ κρατοῦν στὴν ζωή: ποὺ δὲν τὸ βάζω κάτω, ποὺ ἔχω τὸν γατούλη μου, ποὺ λατρεύω τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ μπορῶ νὰ ψάξω στοὺς δίσκους μου φωνὲς ἐξαίσιες, ποὺ μυρίζω τὰ ὅσα χωράει τὸ μπαλκόνι μου λουλούδια κι' ἀκούω τὰ πουλάκια... Πού, ἄν ζοῦσε ὁ πατέρας μου κι' ἡ μάννα μου, θὰ βλέπανε πὼς δὲν τοὺς πρόδωσα σὲ τίποτα. Τὴν ἀδελφή μου, ποὺ ἦταν πιὸ ἀγαθὴ ἀπὸ μένα καὶ πῆγε χαράμι. Τὴν ἐξαδέλφη μου τὴν Ἑλένη, ποὺ χαθήκαμε πρὶν πεθάνει. Μοῦ ἔμειναν κάποιες ἐξαδέλφες Λὸ Σκόκκο, στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε...Κάπου εἶπα κάτι γιὰ τὸν Ἀζναβούρ: δὲν τὸν ξέρανε κἄν. Τώρα ξέρουν τραγουδιστὲς ξεβράκωτους: κάπου ἀπὸ κεῖ βγαίνει τὸ γκάρισμά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου