Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Θέατρο τοῦ Ὀνείρου.
~
< Ἆνθος ὀρύζης μὲ παραμυθάκια>.
-------

Τὸ 1997,  ὁ Σπύρος πήγαινε πιὰ στὸ Λύκειο - ἄρα ἔπρεπε κι' αὐτὸς νὰ διακόψει, ὅπως ἡ Ζωὴ καί,  ὅπως εἴχαμε συμφωνήσει, τὴν συνεργασία του μὲ τὸ θέατρό μας.
Προκύψαμε, μείναμε ἠθοποιοὶ δύο. Ἡ Μιμὴ κι' ἐγώ.
Προορισμένο κοινό μας, μικρὰ παιδιὰ πάντοτε. Ποὺ κατὰ τὸ συνήθειο, θέλουν θέαμα πολύ, πρόσωπα πολλὰ καὶ βαβούρα νὰ τὰ διατηρεῖ... ξύπνια! Ναί, ἐμένα μοῦ λές;...
Σκεφτήκαμε πολὺ καὶ πολλά, καταλήξαμε: οἱ δυό μας. Καὶ τὸ θέατρο, θέατρο: καμία ὑποχώρηση σὲ βάρος τοῦ θεάτρου. Εἴπαμε: θεωροῦσα τὸ κοινό μας θεατρόφιλο, πεπειραμένο - κι' ἄς μὴν εἶχαν ξαναδεῖ θέατρο. Ἔλεγα πὼς ἔχει δεῖ καὶ...Στρίντμπεργκ ἀκόμη, ὄχι μόνον Σαίξπηρ καὶ Σοφοκλῆ! Κι' ἄς μὴν ἤξεραν οὔτε κἄν τὰ ὀνόματα. Τὸ θέατρο Μουσούρη, τὸ θέατρο Τέχνης ἦταν... τὰ προσφιλῆ στέκια τῶν θεατῶν μας, - ὑποτίθεται. Ὅταν,  τὸ 1985,  ξεκινήσαμε τὴν τόλμη νὰ κάνουμε,  χωρὶς δεκάρα τσακιστὴ καὶ κυριολεκτικῶς νηστικοί, θέατρο, εἴχαμε ὁρκιστεῖ: αὐστηρότητα καὶ πειθαρχία ὅπως στὸ θέατρο "Θυμέλη" τῆς Ἕλλης Βοζικιάδου,  ἀπ' ὅπου μόλις εἶχα φύγει. Μὴν ξεχνᾶμε, ἡ πρώτη μας παράσταση, μὲ καταιγίδα βροχῆς, πῆγε ἄπατα: 40 προσκλήσεις (δωρεὰν εἴσοδος) καὶ 27 εἰσιτήρια. Οὔτε ἡ αἴθουσα δὲν...πληρώθηκε. Ἀλλὰ καλλιτεχνικὸς θρίαμβος.
Σκέφτηκα μιὰ σειρὰ παραστάσεων μὲ δύο ἔργα, περίπου 40΄ τὸ καθένα, σὲ ἕνα πρόγραμμα. Μιὰ κωμωδία, πρῶτα. Κ' ἕνα δράμα, ὕστερα. Ἀκριβῶς ἀντίστροφα ἀπ' ὅπως γινόταν στὴν ἀρχαία Ἀθήνα.
Πολὺ γρήγορα (!) ἔγραψα τὰ δύο πρῶτα (ἀκολούθησαν ἆλλα δύο, ποὺ ἤδη δημοσιεύθηκαν ἐδῶ):
*  Μιὰ Κοκκινοσκουφίτσα ἀλλοιώτικη...
καὶ
*  Δήμητρα καὶ Περσεφόνη.
καὶ ἐπανέρχομαι στὰ ἴδια: ἀπάντηση σὲ μερικοὺς (πολλοὺς) ποὺ σοῦ  λένε:
" - Σὰν τί θέατρο, τί τέχνη μπορεῖς νὰ κάνεις μὲ τὰ νήπια;..."
Ἀλλά, τὰ νήπια ἐκδικοῦνται ἀπολαμβάνοντας. Πολλὲς φορὲς καμαρώνω πὼς πρῶτος εἶδα,  σ' αὐτήν τους τὴν ἡλικία θεατῶν, ἕνα γνήσιο, πηγαῖο κοινό.
Κακὰ τὰ ψέματα: Τὸ κοινὸ εἶναι ὅ,τι τοῦ προσφέρεις. 
Ἡ Μιμή, σὰν Κοκκινοσκουφίτσα ἀλλοιώτικη, δίνει ρέστα.
Ἐγώ, σὰν λύκος, ἐξανθρωπίζομαι!
Μαζὺ μὲ τὸ * Δήμητρα καὶ Περσεφόνη,  σὲ ἑνιαία παράσταση, δὲν εἶναι ὕβρις αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, νιώθουμε σὰν ἀναμεταξὺ Κομεντὶ Φρανσαίζ καὶ Ἐπιδαύρου, καί, βεβαίως, οὔτε ἐκεῖ οὔτε ἐδῶ. Σίγουρα στὸ βᾶθρο τῆς ἐπιτυχίας.
Ἄν αὐτὸ εἶναι κακό, λιθοβολεῖστε μας.
-----
- Ὑπὸ τὸν γενικὸ τῖτλο <Ἆνθος ὀρύζης μὲ παραμυθάκια>
1η παράστασις,
Α΄ Παιδικὸς Σταθμὸς Ἁγ. Ἰωάννη Ρέντη (4.2.1997).

2η παράστασις,
Ε΄ Παιδικὸς Σραθμὸς Πειραιῶς, (13.2 1997).

Ἀκολούθησαν ἆλλες 130 παραστάσεις.

[Πρὶν τὴν παράσταση,
Πρόλογος ἐν εἴδει Προγράμματος: ἐξήγηση τοῦ γενικοῦ τίτλου,
ποιός ὁ στόχος τοῦ α΄ ἔργου,
σύντομη  ἀφήγησις τοῦ μύθου τῆς Δήμητρας καὶ τῆς Περσεφόνης,
ἑρμηνεία λέξεων,
λίγα περὶ θεάτρου].
----
Ἡ παράστασις ...

Μιὰ Κοκκινοσκουφίτσα ἀλλοιώτικη...
 ... εἶναι ἀφιερωμένη δικαιωματικὰ στὴν Μιμή.

Καὶ τὸ κείμενο, μόνο του, στὴν 
αἰωνιότητα τοῦ Μάνου Χατζιδάκι
------ 
Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου
Μιμή, μία ἠθοποιός........................... Μιμὴ Γουλέτα.
Γιάννης, ἕνας ἠθοποιός..................... Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. 
Οἱ ἴδιοι ἐναλλὰξ καὶ ἀντιστοίχως 
ὡς Κοκκινοσκουφίτσα καὶ ὡς Λύκος. 

Μιμή:  (Μπαίνει εὐδιάθετη, ντυμένη ὑπαρξιακά, καλλιτεχνικά. Φτιάχνεται στὸ καμαρίνι της Μιλάει στὸ καοινό): 
Σηκώθηκα πουρνὸ-πουρνὸ καὶ νά 'μαι  'δῶ κοντά σας. 
Καθεῖστε στὶς καρέκλες σας. Ρᾶψτε τὰ στόματά σας. 
Κι' ἄς ποῦμε πὼς θὰ σβήσουνε τὰ φῶτα τῆς πλατείας.
Τώρα; Παράστασις θ' ἀρχίσει. Τῖτλος κωμωδίας; 
(Μὲ παιδιάστικη φωνή, ἀναγγέλει): 
Μαμά! Μπαμπά! Παιδάκια!
<Ἆνθος ὀρύζης μὲ παραμυθάκια>. 
Γιάννης: (Μπαίνει ἀγουροξυπνημένος·  πετσέτα προσώπου, σκουπίζεται ἀκόμη, ἀπρόσεχτα ντυμένος. Ἦρθε στὸ καμαρίνι του νὰ ἑτοιμαστεῖ):
Ἄ(ου)λλος μπελὰς ὠζουρντουἰ πρωὶ-πρωὶ μὲ βρῆκε! 
(Σκουντάει ἕναν θεατή).
" - Ξῦπνα!...", μοῦ εἶπε ἡ Μιμή, στὸ σπίτι μου σὰν μπῆκε. 
(Τραβάει ἆλλον θεατή, τὸν τραντάζει σὰν γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει).
" - Θά  'ρθεις στὸν Παιδικὸ Σταθμό, θὲς δὲν θέλεις...
Σήκω. Μὴν κοιμᾶσαι πιά, σὰν κλασικὸς τεμπέλης!"
Τί νά 'κανα;  Σηκώθηκα(ου). Κι' ἐδῶ 'μαστε. 
(Χτενίζεται). 
Ἤρθαμε γιὰ θέατρο. (Λάμπει ὁλόκληρος). Σήμερα πληρωνόμαστε!
Βγάζουμε λεφτά! (Σχετικὴ χειρονομία μὲ τὰ δάχτυλα). Μὲ ζήτω καὶ χειροκροτήματα. 
(Χειρονομία ποὺ παρασύρει τοὺς θεατὲς νὰ χειροκροτήσουν). 
Παρακαλῶ!  Νὰ πάψουνε οἱ ψίθυροι, τὰ βήματα...
ἄν θέλετε πολὺ νὰ διασκεδάσετε. 
Ἀκοῦτε; (Ἀπαντοῦν "Ναί"). Βλέπετε;  (Ἀπαντοῦν "Ναί"). Σωπάσετε!
Μιμή: (Σὰν νὰ  ἀσκεῖται στὸ τραγοῦδι "Συγγνώμη σοῦ ζητῶ, συγχώρεσέ με...". Μὲ ἀγωνία). 
Συγγνώμη σοῦ ζητῶ, συγχώρεσέ με!...
Δὲν ἔφερα τσατσάρες καὶ μπογιές. 
Τὴ βούρτσα πάρε κι' ἔλα χτένοσέ με 
καὶ - ὥσπου νὰ βαφτῶ - μονάχος βγές. 
Γιάννης: (Συνεχίζει τὴν προετοιμασία του ἀδιάφορος, κάνοντας ἀσκήσεις ὀρθοφωνίας). 
Ἄσπρη γάτα ξέξασπρη κι'  ἀπ' τὸ γιαοῦρτι ξεξασπρότερη. 
Ἄσπρη γάτα ξέξασπρη κι'  ἀπ' τὸ γιαοῦρτι ξεξασπρότερη. 
Μιμή: (Πεεισμωμένη, ἀλλάζει τραγοῦδι: "Σκληρὴ καρδιά"). 
Σκληρὴ καρδιά! Γιὰ σένα δὲν θὰ κλάψω.
Ἐγὼ σὲ κάλεσα στὸ θέατρο νὰ 'ρθεῖς.
Δὲν τὸ ἀξίζεις, οὔτε καὶ μαῦρα θὰ τὰ βάψω. 
Εἶσαι ἀχάριστος! Ἆντε νὰ μοῦ χαθεῖς!...
Γιάννης:  (Κάπως θυμωμένος, στὸ κοινό, σὰν ἐμπιστευτικά). 
Εἴδατε;... Τὴν λυπᾶμαι τὴν καημένη τὴν Μιμή, 
ποὺ θέλει νά 'ναι ὄμορφη τὴν πάσαν ὥρα καὶ στιγμή. 
Γιατί, στὸ θέατρο, πρέπει πολὺ καλὰ νὰ ξέρει
πῶς νὰ μαγεύει τὰ παιδιά... Καί, τί τήνε συμφέρει:
ὡραία νά 'ναι; (Τὴν δείχνει). 
ἤ νὰ κοιτᾶνε (δείχνει ὁλόγυρα τοὺς θεατές)
μ' ὁλάνοιχτα τὰ μάτια θαμπωμένα
καὶ ν' ἀκοῦν ἐκείνην ἤ ἐμένα
κι' ὥς τὸ τέλος νὰ ξεχνοῦνε:
τί θὰ φᾶν' καὶ τί  θὰ πιοῦνε; 
Μιμή: (Ἕτοιμη. Κοκέτικα, στὸν ρυθμὸ "Λὰ Κουκαράτσα"). 
Δὲν εἶν' ἀνάγκη, δὲν εἶν' ἀνάγκη
νὰ φωνάζεις, φωνακλά!...
Ὁρῖστε!  Νά με!  Κι' ἕτοιμη, βγαίνω. 
Κι' ἄσε τὰ πολλὰ μπλὰ μπλά. 
(Ἐκείνη κάνει μερικὲς στροφὲς γιὰ νὰ τὴν ἐλέγξει, ὕστερα παίρνουν θέση δίπλα-δίπλα στὸ προσκήνιο).
Γιάννης: Φορέσαμε, ποὺ λέτε, τὰ καλά μας... (Ἡ Μιμὴ σκάει στὰ γέλοια, δείχνοντάς του ὅτι εἶναι ἀκόμα μὲ τὸ σακκάκι τῆς πυζάμας·  ἐκεῖνος τὰ χάνει, κάτι μουρμουρίζει, τὸ πετάει στὸ βάθος). 
Μιμή: Στίψαμε ὥς καὶ τὴ φλούδ' ἀπ' τὰ μυαλά μας... 
Γιάννης: ...Λόγια ὡραῖα... 
Μιμή: ...σαφῶς σπουδαῖα...  
Γιάννης: ...νὰ σᾶς θυμίζουν παραμύθια!  
Μιμή: Χωρίς κουκιά, χωρίς ρεβύθια.  
Γιάννης: <Μιὰ Κοκκινοσκουφίτσα... ἀλλοιώτικη ἀπὸ τὶς ἆλλες>. 
Μιμή: Κι' ἀπ' τὴν Μυθολογία τῶν Ἑλλήνων, λίγες στάλες.  
Γιάννης: (Στὴν Μιμή). Σιγά!  Μὴ βιάζεσ', ἕνα-ἕνα νὰ τὰ ποῦμε. (Στὸ κοινό, ἀλλοιῶς).
Μιὰ φορὰ κι' ἕναν καιρό, ἀνεβήκαμε νὰ δοῦμε
στὸ βουνὸ ψηλά, λυκάκια κι' ἀλεποῦδες, 
κι' ἄς μᾶς φωνάζανε: 
Μιμή: (Μὲ φωνὴ γριᾶς).  " - Μὴν πᾶτε!...".
Γιάννης: οἱ  γιαγιάδες, οἱ γκρινιάρες. Κι' οἱ παπποῦδες.  
Μιμή: (Ὁμοίως). " - Καθεῖστε, σταφίδες νὰ φᾶτε".
Μιμὴ καὶ Γιάννης: Ἀλλὰ...- πρίτς! - ἐμεῖς τοὺς τὸ σκάσαμε.
Τρεχἀλα, στὸν Ὄλυμποφτάσαμε. 
(Ἐνῶ τρέχουν, ἡ Μιμὴ ἐξαφανίζεται. Ὁ Γιάννης ἀπολαμβάνει τὸν καθαρὸ ἀέρα, σκαρφαλώνει - αὐτοσχεδιασμός - σὲ βράχια, βλέποντας κάθε τόσο γύρω του ἀπὸ ψηλά. Μουσικὴ Σοῦμπερτ). 
Γιάννης: Καλέ, κοῖτα πῶς φαίνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ψηλά! 
Σὰν νήπια καὶ προνήπια - ἄ στὸ καλό! 
Ξάφνου, ποιάν βλέπουμε μπροστά μας; 
Καλέ!  Ποιά εἶν' ἐκείνη ποὺ ἀνεβαίνει  (Ἡ Μιμὴ σκοντάφτει).
κι' ἀπὸ τὴν κούραση κουτσαίνει; (Αὐτοσχεδιασμός: ἡ Μιμὴ φοβᾶται τὸν ἄγνωστο Γιάννη, ποὺ τρέχει νὰ τὴν δεῖ ἀπὸ κοντά). 
Ἄ!... Ἔχει στὸ μάγουλο μιὰν ἐλίτσα!... (Προσπαθεῖ νὰ θυμηθεῖ). 
Ποιά ἔχει ἐλίτσα;
Ποιά ἔχει ἐλίτσα;... (θυμᾶται).
Διάβολε! Ἡ  Κοκκινπσκουφίτσα!!
Μά, πόσες φορὲς τὴν ἔχει φάει
ὁ Λύκος!... Κι' ἐκείνη ξαναπάει
ἐκεῖ;... Ἄχ, θὰ τὴν καταβροχθίσει!... (Φωνάζει ὁλόγυρα). 
Λύκε! Δὲν τὴν ἔχεις πιὰ μπουχτίσει; (Ἀλλοιῶς). 
Μὰ κι' αὐτή!... Δὲν ξέρει πιὰ τὸ μάθημά της; 
Γάνιασε νὰ τῆς τὸ λέει ἡ μαμά της. 
Τί σοῦ λέει, παιδί μου,  ἡ μαμά σου; 
Πές μας τὸ ποιηματάκι. 
Μιμή: (Εὐκαιρία γιὰ αὐτοσχεδιασμό: ὑπόκλιση, ἀμηχανία παρατραβηγμένη, δάχτυλο στὸ στόμα, τράβηγμα τῆς ἄκρης τοῦ φουστανιοῦ κτλ).
Ποτέ μου...
Γιάννης:      Ναί;
Μιμή:                   Ποτέ μου.... (Ἀλλοιῶς).  Τσίσα μου θέλω!
Γιάννης:  Δὲν θὰ πᾶς πουθενά. Τὸ ποιηματάκι! Κάτω τὸ χέρι. Ἄσ' τὸ φουστάνι σου!...
Μιμή: Ποτέ μου μόνη ἀπὸ τὸ σπίτι...
Γιάννης:   Ναί;  Ἔλα. Λέγε!  -  Μὰ τί κομπλεξικὸ παιδί εἶσαι σύ, τέλος πάντων!  Πές το. 
Μιμή: Ποτέ μου μόνη ἀπὸ τὸ σπίτι δὲν θὰ βγῶ...
Γιάννης: (Σχετικὴ ἀνακούφιση). Μᾶς εἶπε τὸ μισό! 
Μιμή: ...οὔτε στὸ κοτέτσι...
Γιάννης:  Μπράβο!  Καὶ τὸ μισὸ τοῦ μισοῦ.
Μιμή: Τὸ ξέχασα. 
Γιάννης: Νὰ τὸ θυμηθεῖς!  Ἆντε, κούνα το λίγο τὸ κλούβιο σου!...
Μιμή: Μὲ τραντάζεις!... (Κλαίει). (Ὁ Γιάννης τὴν κοιτάζει ἐπιτακτικὰ κι' ἐνθαρρυντικά).
Ποτέ μου μόνη... ἀπὸ τὸ σπίτι.... δὲν θὰ βγῶωωω,
οὔτε στὸ κοτέτσι γιὰ νὰ φέρω ἕν' αὐγό! 
Τὄπα!
Γιάννης: (Στὸ κοινό).  Αὐτὸ ἤτανε!
Καί, ἐν πάσει περιπτώσει, 
δὲν μπορεῖ νὰ βάλει γνώση; 
Κι' ἄκου τὰ παθήματά της...Δὲν λέω ὑπερβολές. (Φοράσει μάσκα λύκου). Μαῦρος λύκος πρόβαλε μπροστά της. Οὔουου!... Οὔουου!...
Μιμή: Αὐτός,  τῆς γρυλίζει.
Γιάννης: Ἡ δέ;  Κιτρινίζει! (Ἀλλοιῶς).
Γιὰ ποῦ, γλυκειὰ Κοκκινοσκουφίτσα; 
Μιμή: Λύκε, δίνε του. Κρατάω βίτσα.
Γιάννης: Χμ!... Κατάλαβα.  Ντουγροὺ  γιὰ τὴν γιαγιά σου.
Μιμή:  Ἆντε παράτα μ' ἀπὸ δῶ!... Κάνε τὴ δουλειά σου.
Γιάννης: (Κατ' ἰδίαν). Πᾶντα της ἀνάγωγα μοῦ μιλάει.  
Μιμή: (Κατ' ἰδίαν).  Δὲν βρίσκεται μιὰ τίγρη νὰ τὸν φάει;
Γιάννης: Φιλάκια κι' ἀπὸ μένα στὴ θειὰ τὴν Ἀμερσούλα...
Τὴν ἀγαπῶ ἀπὸ παιδί.
Μιμή: Γι' αὐτὸ κι' αὐτή, μόλις σὲ δεῖ,
τὴν πιάνει...πυρετός!  Καὶ τῆς ἔρχεται κατρούλα.  
Γιάννης: Μὲ ἔκανες, θυμήσου, νὰ θυμώσω.  (Στὸ κοινό).
Θὰ τρέξω τὴ μουσούδα ν' ἀλευρώσω..., 
θὰ γίνω ἴδια ἡ γιαγιά της, 
θὰ φορέσω καὶ τὰ γυαλιά της..., 
τὴν ἄρρωστη θὰ κάνω στὸ κρεβάτι. 
Ἄς στρίψω ἀπὸ τ' ἆλλο μονοπάτι. 
(Μουσικῆ Γκρήγκ. Ὁ Λύκος ἀγκομαχάει νὰ φτάσει στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς. Πλησιάζει ἕνα παιδί, τὸ μυρίζει: " - Εἶσαι χοιρινό;", σ' ἕνα ἆλλο λέει: " - Βρωμάει κολώνιες!...Ἀμερικάνικα φαγητά". Καὶ κάποια στιγμή: " - Οὔφ!Τί τῆς ἦρθε τῆς γιαγιᾶς νὰ χτίσει ἐκεῖ πάνω σπίτι; Γιὰ νὰ μὴν πληρώνει Ἐφορία! Ἡ καρδιά μου! Δὲν ἀντέχω, ἀλλά,  τὴν προκομμένη, θὰ τὴν ξαναφάω!").
Μιμή: Δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει...
Πάει αὐτός...
Γιάννης:                  Πάει κι' ἐκείνη, 
στὴν βουνοπλαγιὰ πού μένει
ἡ γιαγιά, κρεβατωμένη, 
χρόνια τώρα, - ἡ φουκαριάρα!
Πᾶντα ἦταν ἀρρωστιάρα. 
Νὰ σκεφτεῖς πὼς ὁ γιατρός της:
" - Ἔ, τὰ θέλει" εἶπε "κι' ὁ πωπός της!...". (Κάνει τὴν κίνηση πῶς βάζουν τὴν ἔνεση). 
Μιμή: Νά τὸ σπίτι, τώρα νά το!
Κι' ἄχ!  Τὸ πιάτο γιὰ τὸν γάτο
ἀναποδογυρισμένο! 
Ἀπὸ μέρες ἀδειασμένο. 
Πῶς δὲν μούκοψε λιγάκι
νὰ τοῦ ἔβραζα ψαράκι; (Δικαιολογεῖται στὸ κοινό). 
Σὰν γιαγιάδες ταξειδεύουν 
καὶ πηγαίνουν Βουλγαρία, 
γιατί τὄχουν ἀγγαρία 
οἱ γιατροί, νὰ σὲ γιατρεύουν,
στὴν Ἑλλάδα... μὴν σαστίσω; 
Ἐρχόμουνα νὰ συγυρίσω.
Γιάννης:  Ἔχει κλειδὶ καὶ ξεκλειδώνει...
Ξεσκέπαστη ἡ γιαγιά, κρυώνει. (Στρώνει κρεβάτι, πέφτει, σκεπάζεται παραμιλῶντας: " - Πῶ πῶ πῶ μία γιαγιά!... Ἄν αὐτὴ εἶναι γιαγιά, τότε κι' ἐγὼ εἶμαι γιαγιά, καὶ σύ γιαγιά, κι' ὅλος ὁ ντουνιὰς γιαγιά... Πλάμ! Πλούμ!..."). 
Μιμή: Γιαγιακούλα, ἦρθα!  Ξῦπνα!  Κεφτεδάκια! 
Γιάννης: (Γλείφεται).  Μμμμμ!
Μιμή: Σοὔφερα μπλάστρη... 
Γιάννης:  (Τσινάει). 
Μιμή:                                    οἰνόπνευμα, μπαμπάκια. (Στὸ αὐτί του, γιὰ νὰ τὸν ξεκουφάνει).
Γιάννης: (Ἀφοῦ κλωτσίσει, σηκώνεται λίγο, μὲ φωνὴ γιαγιᾶς). 
Ἄχ! Καλό μου κοριτσάκι! 
Ἔλα, τρῖψε με λιγάκι. 
Ἔχω πυρετό!  (Πιάνει τὸ κούτελό του). Κρυάδες!  (Τουρτουρίζει). 
Κάτι πόνους  (Δείχνει ποῦ) καὶ ζαλάδες!  (Σὰ νὰ λιποθυμάει). 
Μ' ἔπιασαν τ' ἀρθριτικά μου... (Κάνει πὼς ούρλιάζει στοὺς πόνους). 
Τέλειωσαν τὰ γιατρικά μου. Κλαψιάρικα). 
Ἔλα!  Βόηθα με νὰ γειάνω...(Κουκουλώνεται). 
Μιμή:  (Ὕστερα ἀπὸ παύση ποὺ τὸν περιεργάζεται, ψαχουλεύει κάτω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα, λέει σαρκαστικά).  Οὐρὰ  εἶναι αὐτὸ ποὺ πιάνω; 
Γιάννης: (Πετάγεται σὰν ἀπὸ πόνους ἀληθινούς). 
Λάστιχο, παιδί μου, εἶναι!
Νἄχω νερό!...
Μιμή:              Τότε, πίνε! 
Νὰ σοῦ πέσει ὁ πυρετός. 
Κι' ἄν σοῦ ἔρθει ἐμετός,  
πολὺ θὰ τὸ χαρῶ, γιαγιά! 
Πάω νὰ φύγω, - ἔχε γειά!
Γιάννης:  Τί;... Ποῦ;... Πῶς;... Γιατί, παιδί μου, 
φεύγεις;  
Μιμή:                      Τὸν γιατρὸ τοῦ Δήμου
νὰ φωνάξεις. 
Νὰ πλαντάξεις. 
Εἶσαι ὁ Λύκος... -  καὶ τὸ ξέρω. 
Φεύγω. Δὲν σὲ ὑποφέρω. 
Γιάννης: (Ξεσκεπάζεται). Χά!  Εἶν' οἱ πόρτες κλειδωμένες
καὶ διπλὰ ἀμπαρωμένες. 
Καλλίτερα κι' ἀπὸ Παιδικὸ Σταθμό, 
- δὲν θὰ σοῦ πῶ ποτέ μου  τὸν ἀριθμό...
(Ψάχνει κάτω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα).
...Βρέ, τηλεχειριστήριό μου, 
ποὺ φρουρεῖς τὸ χτήριό μου, 
μὰτσ καὶ μούτς, νὰ σὲ φιλήσω!...
Μιμή: Λύκε, νὰ σὲ κατουρήσω! (Ἐπίθεση. Τὸν σέρνει ὁλόγυρα, τὸν ρίχνει χάμω).  
Ἄκου, μιὰ γιὰ πᾶντα, Λύκε! 
Ἡ χαρά, ξυνὴ σοῦ βγῆκε. 
Χρόνια πιά, τὰ ἴδια κάνεις·
τῆς γιαγιᾶς  τὰ ροῦχα βάνεις, 
τὴν φωνούλα της μιμεῖσαι...  (Μιμούμενη).
...νὰ μᾶς φᾶς στὸ ἆψε-σβῆσε! 
Ὅμως, Λύκε, σὲ καλό σου: 
τὄφαγες τὸ φαγητό σου;  (Τῆς ἀπαντάει: " - Τσ!..."). 
Σὰ δὲν ντρέπεσαι λιγάκι! 
Σήκω, φεῦγα!...
Γιάννης: (Μουδιασμένος).    Σὲ λιγάκι.  
Μιμή: Ὄχι, τώρα!  Σήκω!   
Γιάννης: (Σκυφτός).            Γειά σου! 
Μιμή: (Τοῦ πατάει ἄγρια φωνή).   Γρήγορα, γρουσούζη, βιάσου. 
(Προχωρεῖ καταπάνω του ἀπειλητικά). 
Ὥς τὸ τρία θὰ μετρήσω. 
Ἄν δὲν φύγεις, θὰ σαλπίσω
μιὰ φορά - ...καὶ θὰ μπουκάρουν
τὰ παιδιά, νὰ σὲ λυντσάρουν!
Γιάννης:  (Πέφτει στὰ γόνατα, ἐκλιπαρῶντας).  
Ὄχι! Μὴν μὲ ξεφτυλίζεις. 
Δεῖρε με!  Μὰ μὴ μὲ βρίζεις. 
Ἄν μὲ ξαναδεῖς, κυρά μου, 
νὰ μαδήσεις...τὴν ούρά μου.
Νά! Μὲ δάκρυα, προσκυνῶ σε. 
Τὴν τιμή μου μόνο σῶσε. 
Μὴν καλέσεις τὰ παιδάκια!  (Τὰ δείχνει μὲ τρόμο). 
Θὰ μοῦ φᾶν' τὰ παϊδάκια...,
στὶς κλωτσιὲς θὰ μ' ἀρχινίσουν, 
ἀπ' τὴ γῆς θὰ μ' ἀφανίσουν. 
Καὶ σ' τ' ὁρκίζομαι:   στὸ Δάσος
θὰ ζῶ μόνος. Καὶ τὸ θράσος
νὰ ξανάρθω...
νὰ τὴν πάθω 
ἀπό σένα;
Περασμένα,
 ξεχασμένα! 
Μιμή: (Ἀλλοιώτικη).  Μά, κι' ἐμένα
δὲν μ' ἀρέσουν, χώνεψέ το, 
οἱ καυγάδες. Πίστεψέ το. 
Ὅμως, πρέπει νὰ σὲ δέσω 
μ' ἕναν ὅρκο
Γιάννης:  (Κατ' ἰδίαν). Νὰ...σκεφτῶ:
 τί 'ν' αὐτό; 
Μιμή:            Δὲν θὰ πέσω
πιὸ κορόιδο κανενός. (Φέρνει μολύβι καὶ χαρτί). 
Ὑπόγραψέ μου, ἀφ' ἑνός,
Συμφωνητικὸν Φιλίας. 
(Σκηνοθετικὸ παιγχνίδι - προέκυψε στὶς παραστάσεις. Τὸν προτρέπει νὰ ὑπογράψει. Ἐκεῖνος λέει: " - Δὲν ξέρω γράμματα". Ἐκείνη: " - Δῶσε μου τὸ χερουκλάκι σου, μωρό μου! Ἔτσι μπράβο!  Πῶς σὲ λένε;" Ἐκεῖνος: " - Λύκο!" Ἐκείνη: " - Τὸ ἆλλο σου..." Ἐκεῖνος: " - Λύκο". Ἐκείνη: " - Ἄχ, ἀβάφτιστος εἶναι ὁ χριστιανός!... Τέλος πάντων.  Λάμδα..." Ἐκεῖνος: " - Δὲν μὲ λένε Λάμδα!" Ἐκείνη, ἐπιμένοντας: " - Ὕψιλον". Ὁ Λύκος κλαίει. " - Κάππα".  Καρτερικά: " - Ἔλα,  παιδί μου Κάππα... - κοντεύουμε! Τώρα: - Ὄμικρον!..."  Ἐκεῖνος: " - Ἄ, κουλουράκι!...". Ἐκείνη: " - Ὁ νοῦς σου στὸ φαΐ, ἐσένα!  Γράφε. Καί: - Σῖγμα!   Ὁρῖστε: -  Λύκος!" Ἐκεῖνος, χοροπηδῶντας: " - Ἐγὼ τὄγραψα!... Εἶμαι Λύκος γραμματιζούμενος!..."). 
Κι' ἀφ' ἑτέρου, Ἀσυλίας 
Συμφωνητικό,  σοῦ φτιάχνω...
Γιάννης: Τί 'ναι πάλι αύτό;
Θὰ σὲ παντρευτῶ; 
Μιμή:  (Τοῦ ἐξηγεῖ). Νὰ μὴν τρέχω καὶ σὲ ψάχνω. (Στὸ κοινό). 
Σὲ μιὰ κλούβα θὰ τὸν κλείσω. 
Τί; Ἔτσι θὰ τὸν ἀφήσω;
Γιάννης: Ὅρκο στοὺς θεούς,  σοῦ δίνω, 
πὼς θὰ τρώγω καὶ θὰ πίνω
μόνο μ' ἄγρια θηρία... (Βαθειὰ ὑπόκλιση).
Θὰ σ' ἀποκαλῶ: - Κυρία
Θὰ σὲ βοηθῶ στὸ σπίτι, 
τίποτα νὰ μὴ σοῦ λείπει. 
Μιμή: (Εἰρωνικὰ καὶ χαδιάρικα).  Εὖγε!  Εὖγε! Σὲ πιστεύω. 
Καὶ σὰν ψεύτη, σὲ βραβεύω.  (Λέγοντας καὶ κάνοντας). 
Δυὸ κλωτσιὲς ἀξίζεις νὰ φᾶς.
Μάζεψέ τα... -  κι' ἀλλοῦ νὰ πᾶς!
Γιάννης: (Ἐξουθενωμένος)  Μά!...
Μιμή: (Κοροϊδευτικά).                       Μού!
Γιλαννης:  Ἀχά!... 
Μιμή:                       Ἀχού!... (Πάει νὰ φύγει θριαμβεύρια, ἐπιστρέφι).
Τέλος πάντων, μεῖνε...φύγε...
ὅ,τι θέλεις. (Φεύγει). 
Γιάννης: (Παύση)                        Μπᾶ!  Ποῦ πῆγε; 
Σηκώνεται, φωνάζει).
Κοκκινοσκουφίτσα!...  Μιμή!...
Τὴν ἔχασα σὲ μιὰ στιγμή! 
Μιμή: (Ξαναμπαίνει χωρὶς τὰ ροῦχα τῆς Κοκκινοσκουφίτσας). 
Ἔλα νὰ ξεκουραστοῦμε,
 γιατί...κι' ἆλλο θ' ἀνεβοῦμε, 
στὸ βουνό, νὰ βροῦμε κι' ἆλλο
παραμύθι, πιὸ μεγάλο. 
Γιάννης: (Προσγειώθηκε). Ἄχ, ναί! Διάλειμμα.  Σὲ λίγο
ἐδῶ θἆμαι, δὲν θὰ φύγω. 
Μιμή:  Στὸν Ὄλυμπο θ' ἀνέβουμε
κι' ἐκεῖ, θεοῦς θ' ἀγναντεύουμε. 

Αὐλαία. 

[Μουσικὴ Μάνου Χατζιδάκι ἀπὸ τὸ "Χαμόγελο τῆς Τζοκόντας" καὶ τοὺς "Ὄρνιθες".  Ἀκολουθεῖ τὸ μονόπρακτο "Δήμητρα καὶ Περσεφόνη"].









 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου