Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Κλινοσοφιστεῖες.

γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Κάπου, κάπως, πᾶντα ὁ ἔρωτας.

[3η δημοσίευση, ἀπὸ 1η σὲ «Ἀνοχύρωτη Πόλη», τεῦχος 26, 3 Ἰανουαρίου 2008].

..............................................καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Φιλαρμονικῆς καὶ Φιλελλήνων 2. Καλῶς τὸ ἐννοήσατε: γωνία εἶναι. Μὲ φιλία στὴν ἁρμονία. Λέξη ἑλληνικὴ καὶ παγκόσμια.
Φιλία γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἄλλη μία ἀποκλειστικότης.
Καὶ μὲ ποιά φόρτιση ἑνώνονται οἱ δύο δρόμοι, αὐτὲς οἱ δύο ὁδοί! Στὴν Κέρκυρα, μωρὲ κουζουλέ...! Μὲ τὶς 18 φιλαρμονικές
της.
Στὸν τέταρτο ὄροφο, ἐκεῖ ποὺ θἄπρεπε νὰ κοιτάξει ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, νὰ εἴχαμε τὴν τοπικὴ «Στέλλα Βιολάντη», Ἐν-
νοῶ, θεὸς σ'χωρέστην, τὴν Θεοδώρα Μωραΐτη. Ὄχι, δὲν εἶταν ἐκεῖ τὸ σπίτι της. Ἐκεῖ ἔμενε ὁ ἔρωτάς της.
Στὸν τέταρτο ὄροφο, ἄνοιγε τὰ παράθυρά της ἡ κοντέσσα Κωστάντζα καὶ χαιρετοῦσε τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ποὺ τὸν ἔβλεπε
πᾶντα προφίλ. Θὰ μποροῦσε νὰ ἔδενε σκοινὶ ἀπὸ τὸ παράθυρό της ὥς τὸ καμπαναριό, ν' ἁπλώνει τὰ ροῦχα της. Θὰ τῆς τὴν
ἔκανε τὴ χάρη ὁ Ἅγιος, θρήσκα ἀληθινὴ ἤτανε.
Ὡστόσο, ἕνας ἔρωτας ἤ σατανὰς μπῆκε στὴ μέση καὶ μ' ἕνα σκουριασμένο ψαλίδι ἔκοψε δεσμοὺς μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς.
Ὁ γυιός της, ὁ νεαρὸς Σπυρίδων, τόλμησε καὶ ἐρωτεύτηκε τὴν πρώτη του ἐξαδέλφη - τὴν Θεοδώρα. Δἒν ἤξερε ποιάν ἐρωτεύ-
τηκε ἀλλὰ πάντως ἐκείνην. Ἀλλὰ κι' αὐτή, κοῖτα ποιόν βρῆκε κι' ἀγάπησε! Αὐτὸν ποὺ δὲν ἤξερε ποιός ἦταν.
Ἡ σινιόρα Μωραΐτη καὶ ὁ νεαρὸς κόμης Λὸ Σκόκκο...τοὺς πῆρε καὶ τοὺς σήκωσε. Αὐτὴ φταίει! Ὄχι, αὐτὸς φταίει! Λάθος, αὐ-
τή! Οἱ κοπέλλες τοὺ 1925 ποὺ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ Κανόνι στὴν Σπιανάδα, πατρός τε καὶ μητρὸς συνοδευόντων, βλέπουν μό-
νον κάτω, μὴ σκοντάψουν καὶ στρέφουν μόνον πρὸς τὴν καμπάνα ποὺ χτυπᾶ, νὰ κάνουν τὸν σταυρό τους. Τὰ ἀγόρια ἀπαγο-
ρεύονται διὰ ξεμαλλιάσματος. Σιὸρ Βιολάντης τοὺς χρειάζεται.
Ποῦ τὴν βρῆκε; Ποῦ, πῶς, πότε τὰ κατάφερε καὶ τὸν βρῆκε κτλ. κτλ., νὰ σᾶς τὰ ποῦν οἱ κουτσομπόλες, ὄχι ἐγώ. Δὲν εἰδικεύ-
ομαι ἐγὼ νὰ ἐξευτελίζω τοὺς ἔρωτες γιὰ χατῆρι τῆς προστυχιᾶς σας. Εὐτυχῶς, ἡ Θεοδώρα δὲν ἔγινε «φαρμακωμένη»
τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ. Τὴν εὐχαριστῶ ποὺ πρωτοφίλησε τὸν πατέρα μου. Οἰκογενειακοὶ ἐχθροὶ οἱ γονεῖς. Κοντὸς ψαλμός,
τὴν γαμήσανε κι' οἱ δυό τους τὴ ζωή τους. Ἐκείνη ἔμεινε ἀνύπαντρη. Τὴν γνώρισα τὸ 1965, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πίπη. Ἐκεῖ-
νος, σὰν εἶδε τὰ τὰ μαχαίρια, φοβήθηκε προφητικὰ τὸν «Ματωμένο Γάμο» τοῦ Λόρκα, ποὺ ἐστερεῖτο φυσικὰ καὶ τῆς μουσικῆς
τοῦ Χατζιδάκι (νά, πάλι, ἡ ἁρμονία...), ἄφησε σύξυλο τὸν δάσκαλό του ζωγράφο, ποὺ τὸν ἀνέλαβε ἀπὀ ἑπτὰ χρονῶν, καί,
περιφρονῶντας Ποντικονῆσι, Ἀχίλλειον καὶ δὲν ξέρω κι' ἄν πρόλαβε νὰ ἀνάψει κανένα κερὶ στὸν Ἅγιο (ἐγώ, γιὰ ἄπιστο τὸν
εἶχα), μἀννα νὰ τοῦ φωνάζει ἀπὸ τὸ παράθυρο: «- Πίπη!... Πίπη, ποῦ πᾶς;... » καί, Μαντόνα Σάντα! Μπῆκε στὸ καράβι πὲρ
ἀντάρε ἴν Ἀτένε. Γιὰ πᾶντα, σέτσα ριτόρνο.

2007. Θεέ μου, ὕστερ' ἀπὸ τόσους ἔρωτες, ἀκόμα ζῶ! Χωρὶς ἔρωτα. Καί, Σεπτέμβρη μήνα, ἀνιχνεύω τὰ φαντάσματα.
Φιλαρμονικῆς καὶ Φιλελλήνων 2, γωνία δηλαδή. Ἀνεβαίνω στὸν τέταρτο ὄροφο. Στὴν πόρτα διαβάζω: Εὐάγγελος Δερπέγκολ-
λα
. Βγαίνει μιὰ κυρία κάπως μεγάλη. Ἡ πόρτα ἐλάχιστα ἀνοιχτή. Ὁ παππούς, ὁ Τζιοβάννο-Μαρία, ἴσως κοιμᾶται...ἴσως
τραγουδάει Φίγκαρο στὸν ὗπνο του.
- .... Ὁρῖστε, τί θέλετε;
Θὰ ἦταν ἀνόητο νὰ μὴν ἔχασκε τὸ στόμα της, ὅταν μὲ ἄκουσε νὰ λέω:
- Ἦρθα, κυρία μου, νὰ κλάψω. Ἐδῶ γεννήθηκε ὁ πατέρας μου. Καὶ ἐρωτεύτηκε. Ἀφῆστε με νὰ κοιτάξω λίγο μέσα καὶ νὰ κλά-
ψω. Σᾶς εὐχαριστῶ. Μὴ φοβᾶστε, δὲν εἶμαι κακός. Ἐπικίνδυνο εἶναι τὸ νὰ μὴν κλαῖς.
Καὶ σωριάστηκα.

Υ.Γ. Κανένας ἔρωτας δὲν παθαίνει πρὶν ἀπὸ μᾶς.

..................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ἡ νέα αὐτὴ δημοσίευσις,
ἀφιερώνεται στὸν Κερκυραῖο συγγραφέα Δημήτρη Κονιδάρη,
μὲ πολλὴ ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἔργο ποῦ προσφέρει
καὶ στὸ Μουσεῖο Σολωμοῦ.

* * *
Εικόνα * Οἱ θεῖοι Μωραΐτες (ἀδέλφια). Καθιστὴ ἡ Θεοδώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου