Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Ἀπὸ τὴν ἐφημερίδαΦιλολογικὴ Βραδυνή”,
δημοσιευμένο σὲ 4 συνέχειες, 13 Ἀπριλίου, 20 Ἀπριλίου, 27 Ἀπριλίου καὶ 11 Μαΐου 1964.
~~

Ἄχ, μικρό μου μελαγχολικὸ φάντασμα!...
Δραματικὴ εἰρωνεία 

τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.  

~~

Παρακαλῶ, κλεῖστε τὰ ὄμορφά σας μάτια καὶ δεῖτε πὼς ζοῦμε σὲ μιὰ χώρα φαντασμάτων... Τί; Κατηγορᾶτε τὰ φαινόμενα;
Θὰ φωνάξω ἀμέσως τὰ φαντάσματα γιὰ νὰ πεισθῆτε:
- Ἔ, Μάξ...Φονσάλ, Μπριζιτίνα, Τρέπλεβ, ὅπου κι’ ἄν γαργαλιέστε, παιδιά μου, παρατεῖστε τα κι’ ἐλᾶτε. Γρήγορα.

Τὰ φαντάσματα δὲν λογαριάζουν τὸν ἀνταγωνισμὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γιατ’ εἶναι σίγουρα πὼς ὑπερέχουν. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε κι’ εἶναι μάταιο νὰ κιτρινίζει τὸ προσωπάκι σας. Μάταιο τελείως. Ἔ, πλησιᾶστε τώρα ὅπου σᾶς κατρακυλῶ. Ἔτσι. Χαίρομαι νὰ μοῦ δείχνετε ἐμπιστοσύνη (καὶ τὸ ἐκτιμῶ πᾶντα!) Πλησιᾶστε... Τώρα βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν πῦργο “ἡ Χαρά”. Εἶναι μόλις ἕνας αἰώνας ποὺ ἔπαψαν νὰ τὸν βρωμίζουν μὲ τὰ ἔλα-νἄρθω τους οἱ μεγάλοι κόμητες ποὺ τὸν καμάρωναν. Καὶ τὸ καλὸ εἶναι, ποὺ τὰ φαντάσματα κάτω ποτέ τους δὲν πατοῦν, ἔτσι ποὺ ἡ καθαρίστρια νἆναι ἀχρείαστη.

Καὶ νά,  στὴν αὐλὴ τῆς "Χαρᾶς", τὰ φαντάσματα γαργαλιοῦνται καὶ γελοῦν!... Ὤ! Μὴν τοὺς θυμώσετε ποὺ προτήτερα δὲν ἦρθαν.
- Χὰ χὰ χά!...
- Χὶ  χὶ χί!... Ἐγὼ θέλω νὰ τραγουδήσεις ξανά, Φονσάλ. Γιὰ μένα μόνο, Φονσάλ...
- Σὶ σί, σινιορίτα Φονσάλ.
Ἡ τελευταία ψιλὴ φωνούλα εἶναι χαρισμένη στὴν Κίνσες-Βῆ, ποὺ ὁπωσδήποτε ἐπιδείχνει γλωσομάθεια... Εἶναι Ἀγγλίδα, πολὺ νόστιμη, πολὺ στρουμπουλή.
- Ναί, ναί..., φωνάζουν ὅλα τὰ φαντάσματα. Ἀκοῦτε;
Καὶ ἡ Φονσάλ - νά τη!...- ξανθειά, λεπτὴ καὶ ἀεράτη, τραγουδᾶ γιὰ τὸν ἀρραβωνιαστικό της, ὅλο γλύκα, ὅλο χαρά, μὲ μιὰ παληὰ κιθαρίτσα.

" Δὲν εἶμαι φάντασμα τρελλό·
δές, ὅταν παίζουμε οἱ δυό,
μὲ γαργαλᾶ; Τὸν γαργαλῶ!
Δές, τί καλά!... Ἄχ, τί καλό!
Λὰ λὰ λὰ... λὰ λὰ λό!..."

Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγοῦδι τῆς γιαγιᾶς της  ποὺ τὄβγαλε γιὰ τὸν δικό της ἀρραβωνιαστικό. Μὰ καὶ σ' ὅλα τὰ φαντάσματα ἀρέσει.  Εἶναι τόσο γλυκὸ τραγουδάκι...

* * *
Μά, θἄθελα νὰ σᾶς δείξω κι' ἕνα ἆλλο,  μικρὸ φάντασμα. Τὸ βλέπετε; Νά, ἐκεῖ, κοντὰ στὸν χοντρο-Μὰξ  καὶ τὴν Μπριζιτίνα. Εἶναι ὁ Τρέπλεβ, ποὺ γράφει τόσο ὡραῖα ποιήματα... Δέστε, τὸν ἔχουν ἐπὶ ἑξῆντα ὁλόκληρα δευτερόλεπτα καὶ τὸν ξομολογοῦν... Δέστε, τὸ μικρὸ φάντασμα εἶναι λυπημένο! Ὄχι,  δὲν ἔχει κρεμύδια στὰ μάτια του, κλαίει ἀληθινά. Ἀκοῦστε τί λέει:
- Ντρέπομαι! Ντρέπομαι πολὺ γιὰ μένα κι' εἶμαι δυστυχισμένο...
- Δυστυχισμένο;! ἀποροῦν τὰ φαντάσματα. Χὰ...χὰ...χά!...
Ἀλλὰ ὁ Τρέπλεβ εἶναι συνεπὴς μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν παρασύρεται.
- Ναί, πιστέψτε με... Ὅ,τι θλελετε πέστε μου, ὅσο θέλετε βασανῖστε με, δὲν θὰ γίνω, δὲν μπορῶ νὰ γίνω ἄ... ἄνθρωπος!
- Ἄν - θρω - πος; ἀποροῦν πάλι τὰ φαντάσματα.   Κ' ὲ_σ' κὲ σ'-έ, μὸν-ἀμούρ; Χὸ...χὸ...χό...
Ἀλλά, πιστέψτε με ἐμένα ποὺ τοὺς ξέρω, ὅσο ὁ Τρέπλεβ τοὺς βλέπει νὰ γαργαλιοῦνται καὶ νὰ γελοῦν, δὲν θυμώνει, λυπᾶται...ἀλλὰ καὶ τὸ ξέρει, πὼς πᾶντα αὐτὸς φταίει. Εἶναι δειλός, κάνει ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα καὶ - φυσικά - πληρώνει σκληρὰ τὶς συνέπειες. Τί πιὸ λογικὰ φυσικό;  Γιατί -  νά, τί εἶναι ἔγκλημα: ἡ  θρησκεία τῶν φαντασμάτων ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κάτι ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸ προσέξει ὁ Τρέπλεβ ποτέ... Νά ἡ ἀλήθεια. Πῶς; Τὴν ξέρατε; Ὤ, μὰ τότε εἴσαστε μορφωμένοι!
- Χὰ...χὰ  χά...
- Χὶ...χὶ...χί... Ἄκουσες Μάξ; "...ἄνθρωπος!!"
- Χὸ...χὸ...χό...Σίγουρα, παιδιά, ὁ Τρέπλεβ χάζεψε!
Μὲ σκέρτσο σκουντᾶ τότε ἡ Μπριζιτίνα τὸν τουρίστα Ὕκι-Λά.
- Ἄ, στὸ καλό σου... Χαζεύουν, μωρέ,  τὰ φαντάσματα;
- Ὄ...Ὄχι, φυσικά!   συμπληρώνει ὁ χοντρο-Μάξ. Κι'  ὅπως βλέπετε, κρατάει τὴν κοιλιά του ποὺ θὰ σκάσει ἀπὸ τὰ γέλοια.
- Ἄς πιοῦμε λίγο κρασί, προτείνει ὅ Ὕκι-Λά. Κι' ἄς εὐχηθοῦμε στὸν Τρέπλεβ νὰ γίνει καλὰ καὶ φάντασμα στὰ σωστά του!
Κι' ἀρχίζουν πάλι τὰ χαρχαλέματα καὶ τὰ ξεφωνητά.
- Ἄχ, Θεὲ τῶν Φαντασμάτων, σωστὴ Ἀνάσταση γέλοιου, σήμερα!...
- Μά,  ἀφοῦ ὁ Τρέπλεβ εἶναι σωστὸ "νούμερο", βρὲ παιδιά!
Καὶ  δέστε, ὁ Τρέπλεβ παίρνει ἀπόχρωση λεμονιοῦ. Σκαρφαλώνει γρήγορα ἡ Ντροπὴ καὶ τοῦ κατεβάζει τὰ μάτια χαμηλά...Πῶς στ' ἀλήθεια ἔχει ξεπέσει ἔτσι, αὐτός, ὁ Τρέπλεβ, τὸ πιὸ χαριτωμένο φάντασμα τῆς "Χαρᾶς"!... Εἶχε ἔρθει τόσο διαφορετικός. Μπορεῖ ὅμως - ἰσχυρίζεται - νὰ μᾶς βεβαιώσει, ἐσᾶς, ἐμένα, ὅποιον νἆναι, πὼς ἐδῶ, κοντά του, μέσα του ἴσως, ὑπάρχει ὁ Θ ε ό ς!  Ναί, αὐτὸς ποὺ γυρεύει, αὐτὸς ποὺ γιὰ χάρη του ντροπιάζεται τόσο καρτερικὰ καὶ μὲ πρόοδο στὴν   ἐπιμέλεια...
Πόσα χρώματα - στὰ ψέμματα βέβαια - ἀλλάζει ἀπ' τὴν ντροπὴ τὸ πρόσωπό του. Σίγουρα θὰ τὸν φωνάζουν καὶ χρωματιστὸ σὲ λίγο...
Καὶ ὁ Τρέπλεβ δάκρυσε. Τί δύσκολο νὰ ἐπιβληθεῖ σ' ἕνα τόσο ἀνούσιο κι' ἄσχετο πλῆθος... Ὁ πόνος μέσα του κάνει βόλτες εἰρωνικὲς καὶ ὅμως, κάτι τοῦ ψιθυρίζει στ' αὐτὶ  πὼς θὰ τὸν πιστέψουν.
- Δὲν εἶμαι τρελλό, οὔτε ἀγαθιάρικο! γκρίνιαξε.
Κι' ἀφοῦ τοὺς βλέπει ὅλους ἕνα γύρο, λέει μὲ πεῖσμα πρὶν χαθεῖ:
- Εἶδα σήμερα τὸν Θεό!
... ... ... ... ...

Ὅσοι ἀπὸ σᾶς συστηθήκατε ποτὲ μὲ τὸν Πόνο, καταλαβαίνετε - σίγουρα - πόσο δυστυχισμένο φάντασμα-παιδὶ εἶναι ὁ Τρέπλεβ. Γιατί κανένα ἀπ' αὐτὰ τὰ ξωτικὰ δὲν ἀποφάσισε ποτὲ νὰ δείξει ἀνθρωπινὰ αἰσθήματα. Ὅλα τους - νέα λόξα - διαβάζουν καινούργιες  ἐκθέσεις ψυχολόγων - λέει - ποὺ ἀηδιάζουν τὰ δάκρυα, τὴν ἀγάπη, τὴν ἀνθρωπιά...Γιατί τὸ ἠθικὸ φάντασμα ξέρει - καλὰ - πὼς σκοπός του εἶναι νὰ γελᾶ, νὰ γελᾶ σαρκαστικά,  παράξενα, στριγγλιάρικα... Εἶναι ἁμάρτημα, ἔγκλημα τὸ συναίσθημα! 
Καὶ δέστε, αὐτός, ὁ Τρέπλεβ ἔχει πᾶντα αὐτὲς τὶς δικές του στιγμὲς ποὺ θυμώνουν τοὺς φίλους του. Γιὰ τιμωρία, πέντε βραδυὲς τώρα,  δὲν τὸν παίρνουν μαζύ τους στὶς νυχτερινὲς ἐκδρομές.  Κι' ὅπως ἄκουσα,  μιὰ κάποια ἀπομόνωση ἤ καὶ θάνατος τὸν περιμένει, ὕστερ' ἀπὸ μία ὁμαδικὴ γελοιοποίηση...
- Μά, ἔλεγε ἡ Μπριζιτίνα, φαντασθῆτε ἕνα φάντασμα θρασύ, ἀνόητο, σιχαμένο καὶ σαλιάρικο, ὅπως ὁ Τρέπλεβ, νὰ μιλᾶ γιὰ...τὸν Θεό! Ἔ, ξεπερνάει τὰ σύνορα...
Βέβαια καὶ τὰ φαντάσματα ἔχουν κάποιον Θεό. Συναντιόνται μαζύ του ἑτοιμοθάνατα.

                                  * * * 
 Μόνος τώρα ὁ Τρέπλεβ στὴ σοφίτα τῆς "Χαρᾶς" ἀφήνει νὰ κυλοῦν τὰ δάκρυά του, γιατί ἔχει μέσα του καρδιά. Ἔχει καρδιὰ καὶ γι' αὐτὸ πιστεύει σ' Αὐτόν, τὸν ἆλλο Θεό, τὸν πιὸ ἄπιαστο καὶ πιὸ...συμμαζεμένο ἀπὸ τὸν δικό τους.
Τοῦ Τρέπλεβ ὁ Θεὸς εἶναι σεμνός. Τὸν εἶδε πρὶν λίγα βράδυα στὴν κάμαρα τοῦ μικροῦ πρίγκηπα τῆς πόλης. Εἶχε πάει - θυμᾶται - νὰ τρομάξει τὸν ὗπνο του καὶ βρῆκε δυὸ μάτια κόκκινα νὰ τὸν παρακαλοῦν, μέσ' ἀπὸ δάκρυα, σὰν νἄλεγαν: " - Μή... μή..."  Κάποιος ἆλλος εἶπε πὼς ὁ πρίγκηπας θὰ πέθαινε ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Τότε, ὁ Τρέπλεβ ἔφυγε μετανιωμένος, γιὰ νὰ συναντήσει, λίγο πιὸ κάτω,  τὸν Θεό! Τὸν εὐγνωμονοῦσε τότε ὁ Θεὸςκαὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Τρέπλεβ χτυποῦσε ὅπως καὶ τώρα, ντάκα...ντούκ... Δὲν πρόλαβε νὰ τὸν δεῖ καλά. Ὤ!  γιὰ τὰ παληά, πόσο μετάνιωνε τώρα!...


Ξάφνου, νά ἐκεῖ - δέστε -  μιὰ ὄμορφη νεράιδα!
-Ὤ! κάνει ὁ Τρέπλεβ.
Τί ὄμορφα ποὺ ἔχει τὰ μαλλιά της... Εἶναι χρυσά, ὁλόχρυσα, φτάνουν στὴ γῆ καὶ τὰ μάτια της λάμπουν, διαμάντια ἀληθινά.  Ὦ, φτωχέ μου Τρέπλεβ, μοιάζεις τόσο χαμένος...
- Εἶμαι βασίλισσα!  εἶπε ἡ νεράιδα. Τὄνομά μου εἶναι Ἶλσε κι' ἔχω πολλὰ παλάτια, πολλὰ χρυσαφικὰ καὶ ὑπηρέτες... Ὅλοι μοῦ εἶναι πιστοί! Μὰ ἐγὼ ἦρθ' ἀπόψε κοντά σου, θαρρῶ μὲ χρειάζεσαι, Τρέπλεβ.
Τρέπλεβ; Ἤξερε τὄνομά του;
- Τὸ πρωί, λέει μὲ τόση χάρη στὶς κινήσεις της ἡ βασίλισσα, πρὶν κοιμηθῶ, στέκομαι στὸ παράθυρό μου κι' ἀγναντεύω τὸν ἥλιο... Νομίζω - τότε - πὼς σὲ βλέπω, Τρέπλεβ, νὰ τρέχεις νὰ κρρυφτεῖς...
- Δὲν εἶμ' ἐγώ!
 Ἡ νεράιδα πλησίασε. Ἄπειρες δονήσεις σκορπᾶ γύρω τὸ λευκό της κορμὶ κι' ἔχει ἄνθη στὰ μαλλιά της, ποὺ μαγεύουν τὸ μικρὸ φάντασμα...
- Ὦ, εἶναι κακὸ νὰ λὲς ψέμματα, Τρέπλεβ. Πόσο μᾶλλον στὸν ἑαυτό σου.
Ἐκεῖνος, τότε, ντράπηκε στὰ σοβαρὰ κι' ἄφησε χάμω νὰ πέσουν τὰ μάτια του. Ἀλλὰ ἡ νεράιδα εἶναι καλή. Μὲ μικρὰ ρυθμικὰ βήματα ἦρθε κοντά του κι' ἅπλωσε τὸ λεπτό της χεράκι στὰ μαῦρα του, ἀνύπαρκτα, μαλλιά. Μόλις τότε καὶ τόλμησε ἡ ματιά του νὰ γυρέψει τὴ δική της μέσ' ἀπὸ μιὰ καθάρια γωνίτσα.
- Εἶσαι ἀνεξάντλητα ἀθῶος, φίλε μου! Δὲν φταῖς ἐσὺ ποὺ μέχρι τώρα τρόμαζες τὸν ὗπνο τόσων παιδιῶν μὲ τοὺς χορούς σου στὰ σκοτάδια... Δὲν φταῖς καθόλου, χρυσό μου παιδί.
Νιώθει τώρα αὐτὸς μιὰ ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὴν ὡραία βασίλισσα. Δὲν ἔχει πιὰ πρόθεση νὰ κρυφτεῖ... Θἄταν' τόσο κουτό,  ἀφοῦ, ὅπως φαίνεται, ἡ νεράιδα ἐνδιαφερόταν γι' αὐτὸν ἀπὸ παληά. Λυπόταν, σίγουρα, γιὰ τὶς σκανταλιές του.
- Καὶ ὅμως! λέει ταπεινά. Ἤμουνα πᾶντα κακός!
- Ὄχι, μικρό μου φάντασμα, ποτὲ δὲν εἶναι κακὸς ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει τὸ καλό. Κι' ἐσύ, γεννήθηκες μέσα σὲ τόσους κακούς... Τουλάχιστον, ἔτσι μοιάζουν. Γιατί, οὔτε κι' αὐτοὶ εἶναι κακοί, ἀφοῦ, τί κάνουν, γελᾶνε...
- Μά, παραπονεῖται ὁ ἆλλος, μ' αὐτά τους τὰ γέλοια τρομάζουν τοὺς ἀνθρώπους... Πές μου, ποῦ πάει ἡ ζωὴ ὅταν μονάχα γελᾶς;
- Ὁ καθένας ἔχει δικές του ἀπόψεις. Γιατί νὰ μᾶς φοβίζει ἕνα ἀθῶο, ξέγνοιαστο γέλοιο;
... ... ... ... ...
- Δὲν σᾶς καταλαβαίνω.
Ἐκείνη τότε πῆρε τὸ μικρὸ φάντασμα μαζύ της, νά τοι, κατέβηκαν στὸ δάσος.  Ἄφησε τὸν Τρέπλεβ νὰ πιαστεῖ ἀπ' τὸ νυφικό της καὶ νὰ φιλᾶ τὰ μακρυά της ὄμορφα μαλλιά, ὅπως προχωροῦνε...
- Οἱ φίλοι σου, εἶναι ἡ Ἶλσε ποὺ μιλᾶ, δὲν εἶναι καθόλου κακοί. Ὦ, τὄχουν ὅλα δὰ τὰ φαντάσματα  νὰ γελοῦν..., νὰ χορεύουν... τὶς νῦχτες στὰ μεγάλα σαλόνια..., νὰ παίζουν μὲ τὸ πιάνο τῆς πριγκήπισσας... Κι' εἶναι φυσικὸ νὰ τρομάζουν τὸν κόσμο. Ὅμως, δὲν τὸ νιώθουν αὐτό, Τρέπλεβ, πίστεψέ με...
- Ἐγὼ ὅμως τὸ νιώθω, βασίλισσα Ἶλσε.
Ἡ νεράιδα χαμογέλασε:
- Ἐδῶ ποὺ εἴμαστε μόνοι, ἐσὺ εἶσαι "ἄνθρωπος" σχεδόν!
- Ἄνθρωπος;
-Τί ἔκπληξη, ἔ; Ναί, Τρέπλεβ, εἶσαι σχεδὸν "ἄνθρωπος"! Κι'  αὐτὸ ἴσα-ἴσα δὲν συγχωροῦν σὲ σένα τὰ φαντάσματα.  Γιατί ἐσὺ ἔχεις αἰσθήματα... Γιατί ἐσὺ τὸ δείχνεις πὼς ἔχεις αἰσθήματα καὶ νιώθεις πὼς ὑπάρχει ἕνας ἆλλος, σουλουπωμένος Θεός.
Τὸ μικρὸ παιδὶ ξαφνιάζεται:
- Τὸν εἴδατε,  ἐσεῖς, τὸν Θεό;
Ἀναστενάζει ἡ νεράιδα βαθειά:
- Ἄχ, ναί. Γιατί... Πῶς νὰ σ' τὸ πῶ, γιατί...κι' ἐγὼ παραβαίνω τοὺς νόμους, Τρέπλεβ. Ἔχω κι' ἐγὼ κάτι ἀνθρώπινα καπρίτσια!
Ὦ!  Δέστε, τρελλὴ χαρὰ γεμίζει τὸ μικρὸ φάντασμα... Εἶδε, ἐκείνη, στ' ἀλήθεια τὸν Θεό; Ἄχ, ἦταν κι' αὐτή, σὰν αὐτόν, ἴσως διωγμένη. Ἀλλά, πῶς, ποῦ τὸν εἶδε; Ἄχ, Θεέ μου, πῶς χτυπάει ἡ καρδούλα του νὰ μάθει...
- Βασίλισσα Ἶλσε! φωνάζει. Βασίλισσα Ἶλσε...
Μά, ἐκείνη ἄρχισε νὰ τρέχει μακρυά του...Τρέχει κάπου νὰ κρυφτεῖ. Γιατί; Ποῦ εἶναι; Ποῦ πάει; Χάθηκε!... Ἔμεινε τώρα τ' ἄρωμά της στὶς αἰσθήσεις του...Πόσο γρήγορα χάθηκε... Πόσο γρήγορα φάνηκε ψηλὰ ὁ ἥλιος...

*  *  *

<Τὰ φαντάσματα δίνουν σήμερα χορὸ  στὸ σαλόνι τῆς "Χαρᾶς". Τὰ φῶτα θὰ παραμείνουν σβηστὰ ὥς τὸ πρωί...>.  Ὁ τελάλης ἔκανε τὴν ἀνακοίνωση. Καὶ δὲν τὄπε ψέμματα.
Ἀπὸ νωρίς, ἀκοῦμε τὰ ξέφρενα οὐρλιαχτά τους, τὶς στριγγλιὲς  καὶ τ' ἀλλόκοτα τραγούδια τους. Χὰ...χά... Κάποιος φαίνεται μὲ γερή, σιδέρινη φωνή... Τί φωνασκίες καὶ χαρούμενο  κακό!
- Μπριζιτίνα... Μπριζιτίνα, ποῦ εἶσαι;
Εἶναι ὁ χοντρο-Μάξ,  σίγουρα πάλι μεθυσμένος, εὐτυχισμένος. Ἀλλὰ κι' ἡ Μπριζιτίνα  γεύτηκε μπόλικο κρασί, - δὲν πῆγε πίσω. Ἄρχισε ἀπὸ ὥρα νὰ ξεφουρνίζει ὅ,τι μυστικὸ καταχώνιαζε στὸ μυαλό της στὴν Κίνσες-Βῆ καὶ στὸν Ὕκι-Λὰ γιὰ τοὺς ἄλλους... Πρὰπ πρὰπ, τρέχει ἡ γλώσσα της. Ποῦ ν' ἀπαντήσει στοῦ Μὰξ τὸ κάλεσμα!...
- Μπριζιτίνα...
- Ποὖσαι, χοντρο-Μάξ;
Τ' ἆλλα φαντάσματα κατάβαλαν ἀμέσως τὰ γέλοια τους, γιατί ξέρουν πόσο συγχύζεται ὁ Μάξ. Τῆς τὄπε  τόσες φορές, μὴν τὸν φωνάζει ἔτσι, αὐτή,   - τὸν ντροπιάζει!... Κι' ἡ Φονσὰλ συνόδεψε τὰ γέλλοια τους  στὸ πιάνο: τὶν... τὰν...τίν... 
- Μπριζιτίνα, θέλεις ξύλο! Ἔ..., ἔλα, ἀμέσως, κοντά μου! ἀπάγγειλε ἐναλλὰξ μὲ τὸν λόξυγκά του ὁ Μάξ.
Κι' ἡ Μπριζιτίνα, σωστὸ φάντασμα, νά τη τώρα ποὺ τὸν τσιγκλάει:
- Ὦ, καημένε!  Οἱ σαλαϊδοὶ μόνον  παρεξηγοῦνται.  Ἀστεῖα σ' τὄπα!
- Ὅ...ὅλο ἀστεῖα ξερνάει τὸ στόμα σου!
- Ἔ, τώρα, πὼβρ Μάξ... Ἀκούω, Μάξ.  Σ' ἀκούω μ' ὅλη μου τὴν τρυφερότητα. Μίλησέ μου, Μάξ, καλέ μου.
- Θὰ σ'τὸ πῶ ἰδ...ἰδιαίτερα!
- Οὔ, καλέ μου Μάξ, τί χρειάζεται; Ἔτσι κι' ἀλλοιῶς θὰ τὸ διαδώσω τὴν ἴδια στιγμή, ἐγώ.
- Ἔ, τότε δὲν σ'τὸ λέω!
Ἀκοῦστε τί γέλοια γαργαλιστά! (Καὶ μὲ τὸ δίκηο τους...).
- Ἄ, σ' ἔπιασα!  Εἶναι πρόταση γάμου, ἔ;
Φτιάχνουν τὰ φαντάσματα σιωπὴ καὶ περιμένουν. Ἡσυχία...
- Ἡ σιωπή σου τρέχει  μαζὺ μὲ τὴν δειλία σου, Μάξ. Σὲ πρόδωσε...
-Χὰ...χὰ...χά...
 Ἀκοῦστε τί γέλοια γαργαλιστά! (Καὶ μὲ τὸ δίκηο τους...).
Καὶ πάλι δὲν μίλησε ὁ Μάξ.
Μπαίνει στὴ μέση ἡ Φονσάλ, κουνιστὴ-λυγιστή, παίρνει τὸ χέρι τῆς Μπριζιτίνας (μαζὺ κι' αὐτήν) καὶ τὸ κουρνιάζει σ' ἐκεῖνο τὸ πελώριο τοῦ χοντρο-Μάξ.
- Σᾶς ἀρραβωνιάζω!..
- Σὶλ βοὺ πλαί..., σὶλ βοὺ πλαί! Ἄς συνοδέψουμε, φίλοι μου, τὸν Μὰξ καὶ τὴν Μπριζιτίνα στὴν κρεμάλα τους μὲ ἔξαλλα ξεφωνητά...
Ἀκούγονται τὰ σχετικά.
- Παρακαλῶ...Παρακαλῶ... Ἄς δώσουμε τώρα καὶ συγχώριο στὸν μικρὸ Τρέπλεβ, εἶναι συμπλήρωμα τῆς χαρᾶς μας.
Ἀκούγονται ψίθυροι.
- Ὅλοι πρέπει νὰ χαροῦν.
Ἀκούγονται οἱ ψίθυροι τῆς συγκατάβασης.
- Θὰ τὸν σχωρέσουμε;
- Ὁ Τρέπλεβ ἐλεύθερος... Ζήτωωω!...
- Πλήζ... Πλήζ...Οὔτε γι' ἀστεῖο μὴν ἀνάψει κανείς μας τὰ φῶτα. Τὰ μάτια μας πονᾶνε.
- Ναί,  ναί, ἐσένα, χοντρο-Μάξ, σοῦ... κρύβει λαχεῖα τὸ σκοτάδι!
- Χὰ...χὰ...χά...
* * *

Εἶναι κρίμα καὶ πόνος νὰ μὴν ἔρθει ἡ νεράιδα, οὔτε ἐκείνη τὴ βραδυά, γιὰ τὸν Τρέπλεβ... Ἆσπρος, ἄφαγος, δὲν σκέφτεται παρὰ ἐκείνη, τὶς στιγμὲς τὶς ὄμορφες μαζύ της, τὶς ἰδέες της... Μακρυά της, δὲν μπορεῖ τίποτα πιὰ  νὰ τὸν συγκινήσει.
Ἦταν τόσο ἄσχημο νὰ διώξει τὴ Φονσὰλ ποὖρθε ν' ἀκούσει τὰ τραγούδια του... Οὔτε ἡ Κίνσες-Βῆ θὰ τὸν συγχώρεσε ἀκόμη, ἀφοῦ τῆς ἔσκισε τὸ πορτραῖτο ποὺ τοῦ ζωγράφισε... Μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἶλσε, ἔγινε τέρας, ὁ Τρέπλεβ. Δὲν ὑπάρχει πιὰ μπροστά του λευκό... Τὸ ἀέρινό του φουστάνι τσαλάκωσε, σκίστηκε, ὅσο περνοῦσε στ' ἀγκάθια τῆς  ἐλπίδας πὼς θἄρθει...
Τώρα, οἱ φωνὲς  καὶ τὰ γέλοια, π' ἀκούει ἀπὸ μακρυά, ἐκδικοῦνται τὸν Τρέπλεβ. Κι' ἄς τοῦ χάρισαν τὴ ζωή. Δὲν τὸ θέλει πιὰ ποὺ ζεῖ. Ὄχι,  ἄς μὴ ζεῖ... Σκέψου!  Σήμερα, ἦταν ἡ μέρα τῆς καταδίωξής του.  Κιόλας, θὰ τὸν εἶχαν κρεμάσει ἀπ' τὸ μάνταλο τοῦ πιὸ ψηλοῦ παράθυρου τῆς "Χαρᾶς", ἔτσι, χωρὶς λύπη γι' αὐτόν, ἔρημο, νὰ τυραννιέται ἀπ' τοῦ Ἀγέρα τὴ σκληράδα καὶ τὴν ἀπονιά.
Κι' αὐτὸ ὅμως τὸ προτιμᾶ σὰν τοῦ χαρίζουν μιὰ ζωὴ χωρὶς  Ἶλσε  καὶ Θεό.

Ἀλλά, δέστε, ξάφνου τώρα, ἔρχεται μιὰ λάμψη! Ἕνα φῶς... Χρυσάφια, ἀρώματα... Ἡ Ἶλσε! Τρελλός, χυμᾶ στὴν ἀγκαλιά της, τὴν κρατᾶ γερά, τὴν φιλᾶ...
-Τρέπλεβ,  παιδί μου!
- Βασίλισσα, σὲ περιμένω τόσες βραδυὲς νὰ κοιμηθοῦμε...
- Ἄ, τούτη τὴ νύχτα, Τρέπλεβ, θὰ σοῦ δείξω τὸν Θεό... Ἔλα, κᾶτσε κοντά μου, νὰ σοῦ μιλήσω. Ἔτσι μπράβο. Ξέρεις, τί σοῦ λείπει, ἐσένα, φάντασμά μου μικρό; Ἡ Ἀγάπη.  Ναί, ἡ Ἀγάπη!
- Ναί, Ἶλσε, ἡ Ἀγάπη. Μ' ἀγαποῦν...μὲ συγχώρησαν... Κι' ὅμως, μοῦ λείπει ἡ Ἀγάπη! Ποῦ μὲ πᾶς;
-Ἐγώ; Πουθενά!
- Μά, θαρρῶ, κάπου πετᾶμε, βασίλισσα.
- Ὦ! Θέλω νὰ πάψεις νὰ μὲ λὲς  ἔτσι. Λέγε, ἄν θέλεις, τὄνομά μου. Ἤ πιὸ χαριτωμένα: Ἀγάπη μου, νὰ λές.
- Ὡραῖα... Ἄ... Ἀγάπη μου! Τὄπα καλά;
- Χὰ...χὰ...χά! Χαριτωμένε μου, γλυκέ μου, Τρέπλεβ!
- Μὲ κολακεύεις, Ἀγάπη μου!
- Ὄχι, Ἀγάπη μου...
- Μὴ λὲς ψέμματα, Ἀγάπη μου! Λοιπόν, κάπου πετᾶμε, Ἀγάπη μου.
-Ὄχι, κάνεις λάθος. Εἴμαστε πᾶντα στὴ σοφίτα σου. Νά, δές, ἐκεῖ, ἀνάβει ἡ φωτιά,...πιὸ κεῖ, εἶναι ἡ παληά σου ἡ σκούπα, ... ἡ πόρτα, πιὸ κεῖ, εἶναι κλειστή, τὸ ταβάνι σου ὑγρὸ ἀπὸ τὴ βροχή... Ἀλλά, ἐμεῖς, ἔχεις δίκηο, πετᾶμε, εἴμαστε τρελλὰ πουλιὰ καὶ πετᾶμε.
- Ποῦ πᾶμε;
- Γύρω-γύρω στὴν ψυχή μας.
- Ψυχή;!
  - Ναί, Ψυχή! Ἡ Ψυχὴ εἶναι ἡ πιὸ περίεργη γυναίκα στὸν κόσμο, Τρέπλεβ. Εἶναι κάποτε, ὅταν  γεννιέται, ἕνα ὄμορφο λουλοῦδι κι' ἔχει μιὰ πολὺ λεπτὴ μυρωδιὰ ποὺ μαγεύει, Τρέπλεβ. Δές, αὐτὸ τὸ ἀνθάκι, στὰ στήθεια μου,  εἶναι ἡ δική μου Ψυχή...
Ἀσυναίσθητα τότε τὸ φάντασμα γύρεψε τὴ δική του. Τὴν κοιτᾶ τώρα βουβά, γεμάτος ἀπὸ ἔκδηλη ἀπορία.
- Χά, χά! Ἔχεις Ψυχή! εἶπε ἐκείνη τονίζοντας τὸ "ἔχεις".  Αὐτὴ σὲ κάνει νὰ γυρεύεις τὸν Θεό, Τρέπλεβ.
Ἔκσταση πλημμύρισε τὴ ματιά του. Μιλᾶ τόσο γλυκὰ ἐκεῖνα τὰ παράξενα πράγματα κι' ἔχει τόση ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια της ἡ βασίλισσα. Κι' ὅμως,  σ' αὐτὸ, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πιστέψει.
- Ὄχι, ψέμματα! λέει. Μόνος μου, ἐγώ, γυρεύω τὸν Θεό.
" Εἶναι τόσο εὐτυχισμένο ποὺ εἶναι ἀθῶο! ", σκέφτεται τώρα ἐκείνη. " Ἴσως βέβαια ὄχι ἀπόλυτα μὰ ὁπωσδήποτε πολὺ εὐτυχισμένο. Ἀπ' ὅ,τι μπορῶ τουλάχιστον νὰ κρίνω. Καὶ ὅμως, εἶναι καθῆκον μου νὰ τοῦ δείξω τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει συναίσθημα μέσα του, πλούσιο, καθαρό...- θἄλεγα,  μέσα του, κρύβεται ὁ Παράδεισος.  Δὲν θὰ χάσει τὴν ἁγνότητά του, σὰν  μάθει! Πρέπει νὰ μάθει!..."
Ἡ ἀγκαλιά της ἄνοιξε πλούσια γι' αὐτόν. Ἤξερε καλὰ πιὰ νὰ χαρίσει καὶ σ'  αὐτὸν τὰ χάδια της, τὰ ἁγνὰ τώρα χάδια! Καὶ πῆρε τὰ δικά του, τόσο τρυφερά, τόσο ἀνάτριχα ἁπαλά...
" Θὰ σταθεῖ μάννα γι' αὐτόν", ἀποφάσισε.
- Δὲν ἔχω μητέρα!  παραπονέθηκε τὸ φάντασμα.
" Θὰ σταθεῖ πραγματικὴ δασκάλα τῆς ψυχῆς του ", ὅρκισε τὸν ἑαυτό της.
- Πόσο... πόσο θἄθλα νἄχω κι' ἐγὼ μιὰ δασκάλα σὰν τὴν πριγκήπισσα! Χρειάζομαι τόσο νὰ μοῦ λέει κάποιος τραγούδια...
Ἐκείνη, πιά, πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Τοῦ χάιδεψε τὸ πρόσωπο καὶ εἶπε:
- Χθές, Τρέπλεβ, χωρὶς νὰ μὲ δεῖς, ἤμουνα ἐδῶ, κοντά σου. Σ' ἄκουγα ποὺ τραγουδοῦσες. Τί ὄμορφα λόγια!  Πές το ξανὰ τὸ τραγοῦδι σου...
Πέφτει θλιμμένα ἡ ματιά του στὶς φλόγες, στὸ τζάκι. Κάτι τέτοιο, ὅπως οἱ φλόγες οἱ κόκκινες μέσα του φουντώνει καὶ φέρνει ξέχειλο στὴ φωνή του ἕνα τραγοῦδι:

Χά!... Ἡ ζωή μας ποτές,
μὰ ποτές, 
δὲν εἶναι ἄδεια...
Πόσα δάκρυα
- ἄχ, τί δάκρυα! - 
τὴ χτίζουν τὴ ζωή μας,
τὴ ζωή μας...

Σταματᾶ, γυρεύει τὰ χείλη της,  ὕστερ' ἀρχίζει ξανά:

Ποιός πόνος 
- ἄχ, τί πόνος!  -
μᾶς φέρνει τὴ χαρά,
τὴ χαρά; 

Καὶ ὑψώνει τὴ φωνή, μιὰ πληγωμένη ἀνθρώπινη διαμαρτυρία:

Ποιός... Ποιός σᾶς τὄπε, 
ποιός τὄπε ποτέ, 
τὶς μέρες ἐτοῦτες
δὲν ὑπάρχει Ἀγάπη
- Ἀγάπη - 
στὰ στήθεια;... 
... ... ... ... ...

Ἔμειναν κι' οἱ δυὸ ἐκεῖ,  σιωπηλοί, πονεμένοι, μὲ δάκρυα στὰ μάτια.
Τώρα ἔρχεται στὸ νοῦ τους  ἡ παληά, ἡ ξεχασμένη τους Ἱστορία. Ἐκείνη τἄξερε καλὰ  τοῦ Πόνου της τὰ χρόνια, τὸ κατρακύλισμα τῆς ἄγνοιας, τὴ φρίκη τοῦ βούρκου ὅπου τὴν ἔρριξαν... "Βασίλισσα... Σκέψου καὶ φτύσε μιὰ βασίλισσα τῆς Νύχτας...", λέει μονάχη της.  " Ὄχι, ὅ,τι κι' ἄν γίνει, δὲν θὰ μάθει ὁ Τρέπλεβ τίποτα. Θὰ τὸν ἀφήσει πᾶντα νὰ πιστεύει πὼς τἄχει προίκα της τὰ χρυσάφια..., τὰ παλάτια της... Θὰ κοιτάξει νὰ σώσει αὐτόν. Μόνο αὐτόν, γιὰ τὴν Ἀγάπη του. Ἔστω, μόνο γιὰ τὴν ἐξάγνισή της...".

* * *
Καὶ ὁ Τρέπλεβ θυμήθηκε.
" Μιὰ παληὰ ἱστορία ἄθλιας ζωῆς... Ὁ Πόνος φρόντιζε γιὰ κείνη τὴ ζωή. Πῶς τἆχε ξεχάσει...
Θυμᾶται τὴ Φτώχεια, τὴ Μιζέρια μιᾶς γειτωνιᾶς..., τὰ ξεχασμένα στοὺς δρόμους παιδιά..., τὶς ρημαγμένες παρᾶγκες..., τοὺς ἄκεφους ἆντρες νὰ σέρνουν πίσω τους  τὶς γυναῖκες,  πικραμένες, μάρτυρες τῆς ἐρωτικῆς  ἄρνησης...
Πόση φρίκη φέρνει ἐκεῖνο τὸ κομμάτι τῆς ζωῆς... Πῖκρες, καημοὶ καὶ φροντίδες, ὅλα, θἄλεγες,  ἑνωμένα σ' ἕναν ἐφιαλτικὸ στρόβιλο ἐπίθεσης σατανικῆς!...

...Πόσα δάκρυα
- ἄχ, τί δάκρυα! -
τὴ χτίζουν τὴ Ζωή μας,
 τὴ Ζωή μας!

Κάποιο βράδυ ἦρθ'  ἕνας γέρος ἀπ' τὸ σπίτι του νὰ πάρει μιὰ Ζωή... Ὁ Τρέπλεβ καθόταν πλάι σὲ κείνη τὴ Ζωὴ καὶ πονοῦσε σὰν τὴν χαιρέταγε. Λέγαν πὼς ἦταν ψυχὴ - ναί, Ψυχή - ἡ φλόγα ποὺ πάλευε νὰ βγεῖ ἀπ' τοὺς σπασμοὺς τοῦ προσώπου... Θυμᾶται - φρικιάζει μὲ κείνους  τοὺς σπασμοὺς τοῦ προσώπου... Ἦταν διαστροφὴ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ ὅμως σὰν νὰ χαιρόταν ἀπὸ μιὰν ἄγνωστη αἰτία, ποὺ ἔφευγε.
- Στὸ καλό... στὸ καλό! φώναξε, τότε, στὴν Ψυχὴ ποὺ λυτρώθηκε. Στὸ καλό, πατέρα!...
Κι' εἶδε - ναί - τότε τὸν Θεό, νὰ πετᾶ γύρ' ἀπ' τὸ κρεββάτι τοῦ νεκροῦ.
Τὀν εἶδε!  Μέσ' ἀπ' τὸν Πόνο καὶ τὰ δάκρυα, μπόρεσε νὰ Τὸν δεῖ.
- Πατέρα μου! φώναξε, στρίγγλισε τότε...
Τίποτα, χάος..."

* * *

- Ἶλσε...Ἀγάπη μου, Ἶλσε. Ὅταν πεθάνει ἕνας πατέρας, πᾶνε στὸν διάολο ὅλοι ὅσοι ἄφησε πίσω του. Ἀκοῦς; Στὸ διάολο...
- Ναί, Τρέπλεβ. Κάτι λέει αὐτὸ καὶ σὲ μένα... Ἕνας δεύτερος πατέρας μ' ἔσπρωξε κι' ἐμένα στὰ πλούτη...στὰ παλάτια... Χά, δὲν εἶναι ὡραῖο, Τρέπλεβ; Δὲν εἶναι ὡραῖο νὰ βουλιάζεις;
- Ἶλσε!  Μιλᾶς παράξενα, Ἀγάπη μου...
- Ναί... Ἔχεις δίκηο, ξέχασέ τα.
- Κάποτε βρέθηκα στοὺς δρόμους, μόνος, Ἶλσε. Ἀκοῦς; Μόνος!  Ἡ μοναξιὰ εἶναι ἡ πιὸ ἰδανικὴ κόλαση... Βασιληὰς τῆς κόλασης εἶναι ἡ Ζωή, Ἶλσε.  Ναί,  αὐτή. Ἤμουνα τότε δυνατός! Τώρα, δές, εἶναι ἀδύναμα τὰ χέρια μου... Ἤμουνα σκληρὸς τότε καὶ γιὰ τὴν πείνα καὶ γιὰ τὴν ξενητειά. Κέφι μου τὄχα νὰ παίζω μὲ τὸν θάνατο. Τὸν νικοῦσα πᾶντα, τὸν ξευτέλιζα μὲ σαρκασμούς, φριχτοὺς σαρκασμούς, Ἶλσε.  Κι' ὅταν φοβήθηκα τὴ δική του νίκη, ἄρχισα νὰ γελῶ... νὰ γελῶ... νὰ  στριγγλίζω.

* * *

Τὰ φαντάσματα χαίρονται  τὸ πιὸ ὄμορφο γλέντι. Σ' ὅλα τους λείπει - λένε - τὸ συναίσθημα κι' εἶναι βιαστικὸς ὁ χρόνος, τρέχει,  χάνεται.  Ἄς χορέψουν, ἄς στριγγλίσουν τὰ φαντάσματα. Γιατί νὰ λυποῦνται; Χά!... Ὁ χοντρο-Μὰξ ἔχει τὶς πιὸ ἔξαλλες στιγμές του. Ἡ Φονσὰλ στὴν ἀγκαλιὰ κάποιου Μπερνάρ, ἡ Κίνσες-Βῆ μοναδικὴ στὸν χορό, ἀκόμα κι' ὅταν παραπατᾶ μεθυσμένη  μὲς τὰ μπρᾶτσα   τοῦ Ὕκι-Λά.  Γέλοια, φωνές,  γαργαλητά!
Ἔδωσ' ἡ Τύχη  τῆς Μπριζιτίνας νὰ παντρευτεῖ καὶ τέταρτον ἄντρα! Καί, σκέψου, στὰ σαρᾶντα της χρόνια!...Ἄ, ὥς τὴν ἄλλη βδομάδα, θὰ κλαίει καὶ τὸ παιδί τους. Θὰ σβήσει τὸ κλάμα του τόσα γέλοια;
- Χὰ...χὰ...χά!
- Χὶ...χἰ...χί!  Νὰ ζήσετε.
- Νὰ εὐτυχίσετε.
Καὶ πάλι γαργαλιοῦνται καὶ γελοῦν, ξέφρενα, ἔξαλλα.
- Νά ὁ Τρέπλεβ!...
-Ἔρχεται ὁ Τρέπλεβ!...
Θἄλειπε ποτὲ ὁ νοσταλγὸς μιᾶς συντροφιᾶς, ἔστω καὶ ἀσκημης, ἄν ὁ Πόνος  δὲν τὸν εἶχε, κι' ἄλλοτε, στείλει ἐκεῖ;
- Λάμπει τοῦ Τρέπλεβ ἡ χαρά! Δέστε τον!
- Ναί, ἔχει πολὺ κέφι!  λέει μιὰ ὄμορφη  βασίλισσα στὸ πλευρό του. Ἦρθε μαζύ σας γιὰ νὰ γελάσει, ναί, ἀκράτητα, σὰν παλαβὸς κι' αὐτός!
Σκύβει ὁ Τρέπλεβ στὸ αὐτὶ τῆς Ἶλσε, νὰ πεῖ:
- Ἶλσε, δὲν θέλω νὰ μάθουν πὼς δὲν εἶμαι πιὰ φάντασμα!
Κι' ὕστερα χύθηκε μὲς τὸ πλῆθος  γελῶντας,  στριγγλίζοντας. Σὰν καὶ τὰ φαντάσματα.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου