Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Θεατρικὰ Σχόλια,
τοῦ Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

Εικόνα * ὁ Στρίντμπεργκ, τὸ Ἐγὼ καὶ ἡ Ἐπίδραση.

Στὸν Θάνο Κωτσόπουλο
καὶ
τὴν Ἄννα Ραυτοπούλου.

1η δημοσίευση, Περιοδικὸ "Νεώτερα Γρἀμματα", τεῦχος 23,
τῆς Ἑνώσεως τῶν Νέων Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν.

«Κάθε μεγάλος ἄντρας εἶναι ἐπιδραστικός», λέει ὁ Ἀντρὲ Ζίντ στὶς «Προφάσεις» του (μία διάλεξη ποὺ ἔδωσε
στὶς 29 Μαρτίου 1900, στὶς Βρυξέλλες). Καὶ συνεχίζει: «Μάλιστα, πολλὲς φορὲς ἡ ἐπίδραση υοῦ ἀνθρώπου
εἶναι πιὸ σηματικὴ ἀπὸ τὸ ἔργο του». Καὶ λέει ἀκόμα: «Ἡ ἐπίδραση δὲν δημιουργεῖ τίποτα· ξυπνάει...»
Μεγάλος ἄντρας, δηλαδὴ ἐπιδραστικός, εἶναι ὁ Στρίντμπεργκ. Καὶ ἐπιδραστικὸς καὶ Δημιουργός. Ἄς ἀναφέρω
δύο ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά του: ὁ Εὐγένιος Ο' Μὴλ καὶ ὁ Λουίτζι Πιραντέλο. Ὅλο τὸ σημερινὸ Θέατρο εἶ-
ναι θεμελιωμένο στὸν Στρίντμπεργκ. Καὶ κάτι ἀκόμα: καὶ τὸ αὐριανὸ θέατρο, στὰ ἴδια θεμέλια θὰ χτιστεῖ ἤ χτί-
ζεται: τοῦ Στρίντμπεργκ. Κινδυνεύω νὰ φανῶ ἐπηρεασμένος; Πρὶν τὸ συζητήσουμε κι' αὐτό, νά τί λέει ὁ Μάρτιν
Ἔσσλιν στὸ «Θέατρο τοῦ Παραλόγου»: «Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πρῶτος τοποθέτησε πάνω στὴν σκηνὴ ἕναν ὀνειρι-
κὸ κόσμο, μὲ τὸ πνεῦμα τῆς σύγχρονης ψυχολογικῆς σκέψης, ἦταν ὁ Αὔγουστος Στρίντμπεργκ». Νά πῶς τὸν
χαρακτηρίζει καὶ ὁ Μάριος Πλωρίτης: «Ἄν ὑπάρχει δραματουργὸς ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ταξινόμηση, αὐτὸς εἶναι,
πάνω ἀπ' ὅλους, ὁ Στρ.» Καὶ πάρα κάτω: «Ἀνακαλύπτει τὴν ψυχανάλυση καὶ τὴν ψυχοπαθολογία πρὶν ἀπὸ τὸν
Φρόυντ, τὸν ἐξπρεσσιονισμὸ πρὶν ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς τοῦ μεσοπολέμου, τὸν ὑπερρεαλισμὸ πρὶν ἀπὸ τὸν Μπρετόν,
τὸν παραλογισμὸ τῆς λογικῆς πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰονέσκο...» Κι' ὁ Μπέρναρντ Σῶ πρόσφερε τὰ λεφτὰ ποὺ - τελικὰ -
δέχτηκε ἀπὸ τὸ Βραβεῖο Νομπὲλ στοὺς μεταφραστὲς τοῦ Στρ. στ' ἀγγλικὰ καὶ εἶπε: «Ὁ μόνος γνήσια σαιξπηρι-
κὸς δραματουργὸς τῆς ἐποχῆς μας». Ὁ Γκόρκυ τὸν σύγκρινε μὲ τὸν ἥρωα ἑνὸς θρύλου τοῦ Δούναβη, ποὺ ξερίζωσε
τὴν καρδιά του καὶ τῆς ἔβαλε φωτιά, γιὰ νὰ φωτίσει τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο πρὸς τὴν ἐλευθερία. Καὶ πρὶν
σᾶς μιλήσω ὑποκειμενικά, θ' ἀνατρέξω καὶ στὴν «Ἱστορία τοῦ Θεάτρου» τοῦ Ἀ. Νίκολς: «Ἅμα διαβάσουμε τὰ
ἔργα τοῦ Στρ. ἤ τὰ δοῦμε στὸ θέατρο, τοῦ Ἴμπσεν τὰ ἔργα μᾶς φαίνονται ἀρκετὰ ἄτονα κι' ἄγαρμπα, ἐφηβικά,
εὔκολα, δίχως πολὺ φλογερὸ πάθος. Κεῖνο ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντύπωση τοῦ γρανίτη, τὸ βλέπουμε μαλακὸ σὰν
στόκο».
Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές, διαβάζουμε ἤ βλέπουμε τὰ ἔργα τοῦ μεγάλου Σουηδοῦ. Μιλοῦν ἀπὸ μόνα τους.

* * *
Καὶ τώρα ἡ ρεβάνς μου, μ' ἆλλα λόγια ἡ ὑποκειμενικότητά μου. Κάθε γνώμη εἶναι ὑποκειμενική. «Δὲν προσπαθῶ
νὰ εἶμαι ἀντικειμενικὸς κριτικός», λέει - ποιός ἆλλος; - ἕνας ἆλλος ἀγαπημένος: ὁ Μπέρναρντ Σῶ. «Προσπαθῶ νὰ
πείσω τοὺς ἀναγνῶστες μου πὼς ἔχω δίκηο. Κανένας ἄλλωστε δὲν ἐξετάζει μὰ ἀπόλυτη ἀντικειμενικότητα κάποιον
καλλιτέχνη ἤ κάποιο ἔργο· τὰ βλέπει ὅλα ἀπὸ τὴν σκοπιά του μονάχα καὶ προσπαθεῖ, ἀπὸ κεῖ, νὰ μᾶς πείσει γιὰ
τὶς ἀπόψεις τὶς δικές του». Καὶ ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε νὰ τὰ βάλετε μὲ τὸν Σῶ (ἀλήθεια, μπορεῖτε;), οὔτε μὲ τὸν Ἀγα-
πημένο μου (ξέρετε, δά, ποιός εἶναι), ποὺ ἔλεγε: «Ἡ τέχνη εἶναι ἡ φύση ἰδωμένη μέσ' ἀπὸ μιὰν ἰδιοσυγκρασία»
(ἔχετε ἀντίρρηση;), θὰ ὑπομείνετε καὶ μένα! ποὺ ἔχω τὴν ἴδια γνώμη (κακὸ πρᾶγμα, πάντως, νὰ συμφωνεῖς!).
Κάθε καλλιτέχνης δέχεται ἐπιδράσεις, προπαντὸς ὅταν ὡριμάζει καὶ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἐπιδράσει κάποιος ἤ κάτι
σ' αὐτὸν ἤ στὸ ἔργο του (δηλαδή, ἕνα καὶ τὸ αὐτό, γιατί δημιουργὸς καὶ δημιούργημα εἶναι τὸ ἴδιο, ὅταν ὑπάρχει
θεία ἤ ἀλλοιῶς εἰπωμένη: καλλιτεχνικὴ ἔμπνευση). Οἱ ἐπιδράσεις τῆς ὡριμότητας εἶναι οἱ πιὸ ἐκλεκτὲς καὶ - ἴσως -
καὶ οἱ πιὸ συνειδητές, γι αὐτὸ καὶ πολυτιμώτερες. Προϋποθέτω (αὐθαίρετα;) πὼς εἶμαι καλλιτέχνης. Ὑπογραμμίζω
πὼς εἶμαι ὑποκειμενιὸς καὶ πολλὲς φορὲς - ἀπὸ τὶς σχολικὲς κιόλας ἐκθέσεις μου - ὑποστήριξα τὴν ὑποκειμενικότη-
τα. Γνωστὸ ἐπίσης πὼς μὲ συγκινεῖ τὸ πάθος καὶ ἡ αὐτοκαταστροφὴ μέσα στὸ πάθος, ποὺ εἶναι ζωντάνεμα.


Ἐπίδραση. Πρώτη ἐπίδραση ἐπάνω μου ἄσκησε ὁ Λόρκα. Σήμερα ὁ Λόρκα δὲν μοῦ λέει τίποτα. Τὸν μιμήθηκα τό-
τε. Τὸν ἀγνοῶ (;) σήμερα. Ἦταν ἕνα εἶδος ἐπίδρασης προεφηβικῆς πνευματικότητας, τότε ποὺ τὸ «φύλο» εἶναι ἀ-
καθόριστο, κι' ἔκανα τὴν...«κοριτσίστικη» θητεία μου στὸ γράψιμο. Δεύτερη ἐπίδραση, ὁ Ὄσκαρ Γουάιλντ. Καί,
νά, κάτι παράξενο. Χρονολογικά, πρῶτα ἄφησα νὰ φανεῖ ἡ ἐπίδραση τοῦ Ἰρλανδοῦ (1965) καὶ ὕστερα τοῦ Ἱσπανοῦ
(1967-8). Ὑπῆρχε, ἡ δεύτερη, δηλαδὴ ἡ πρώτη, διατηρημένη μέσα μου σὰν σὲ...κονσέρβα! Μὲ τὸν Γουάιλντ ἔμαθα
τὴν ὀμορφιὰ τοῦ γραψίματος - καὶ τὴν «ἁμαρτία» τοῦ γραψίματος. Ξαφνικὰ εἶδα τὸ γράψιμο (σᾶς τὸ ἐξομολογοῦ-
μαι) σὰν ὅπλο γοητείας, σὰν θέλγητρο, σὰν ἄρωμα (στὴν ἐποχή μας οἱ ἆντρες ἀρωματίζονται - εὐτυχῶς!).
Τὸ " ἕνας Ντόριαν μιλάει στὸν Ἰάνη" καὶ ἕνας «Ἀνηθικολόγος» ὕστερα (1968 - ἡ πρώτη μου ἐντελῶς τυχαία καὶ
μοιραία μετάφρασις) μοῦ ἔκλεισαν τὸ μάτι καὶ μοῦ χαμογέλασαν: ζῆσε ὅπως σοῦ ἀρέσει ἐσένα!
Ἀλήθεια, εἶναι φοβερό: πρέπει νὰ διαβάσεις λογοτεχνία γιὰ ν' ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Ἡ κοινωνία γύ-
ρω σου εἶναι τόσο ὑποκρίτρια, πού, ἐσύ, ὁ ἔφηβος γίνεσαι ἤ θύμα της ἤ ἀντάρτης. Τίποτα δὲν μαθαίνεις ἀπὸ τὸν κό-
σμο. Νὰ τοῦ μάθεις ὅμως, ἔχεις καὶ θὰ ἔχεις πολλά. Γι' αὐτὸ καὶ διαρκῶς ἀλλάζει. Θὰ χρειαστεῖς, ὅμως, ὅλες αὐτὲς
τὶς πλατωνικὲς ἐπιδράσεις τῶν Μεγάλων Συγγραφέων. Ἀλλά, πρὸς Θεοῦ, θὰ πρέπει καὶ νὰ ζήσεις, μὲ τόλμη (δηλα-
δὴ μὲ σπάσιμο τῶν μούτρων σου, γιὰ νὰ βγεῖς «ἀσπροπρόσωπος» ἀπέναντι στὴν Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι πᾶντα λευκὴ
καὶ πᾶντα γυμνή). Τὸ πρόλαβε κι' αὐτὸ ὁ Γουάιλντ: τὰ σπουδαιότερα ποὺ μποροῦμε νὰ μάθουμε δὲν βρίσκονται...
στὰ βιβλία!
Ὁ 'Αντρὲ Ζίντ, λοιπόν, μοῦ ἔμαθε τὴν εἰλικρίνεια (ποὺ τὴν προτίμησα ἀπὸ τὴν «πολλαπλὴ προσωπικότητα», δηλα-
δὴ τὸ ψέμα, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ὁ Ἰρλανδός μας) καὶ τὴν οἰκονομία τοῦ λόγου, καθὼς καὶ τὸ ὅτι τὸ μυστικὸ τῆς
τέχνης εἶναι τὸ ὗφος. Ὡς πρὸς τὸ ὗφος, βοήθησε καὶ ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος μὲ τὴν ἁπλότητά του, ὁ Κωνσταντίνος
Καβάφης μὲ τὴν λακωνικὴ στοχαστικότητά του, ὁ Διονύσιος Σολωμὸς μὲ τὶς κωμικὲς πινελιὲς μὲς τὶς τραγικὲς πε-
ριγραφές του.
Ἀλλά, τὸ σπῖρτο τῆς φαντασίας, τελικά, μοῦ τὸ ἄναψε ὁ Πιραντέλο. Ἀνεπιφύλακτα αὐτός. Ἀνεπιφύλακτα; Μά, ἡ
λογοτεχνία, πιστεύω, εἶναι σκοπός, φρουρὸς τοῦ κάλλους - ὅταν μάλιστα ἔχεις μπροστά σου τὴν ὡραιότερ εὐρωπαϊ-
κὴ γλώσσα: μαντέψτε την! Τὴν Δημοτική μας.
Σὲ ὅλους αὐτοὺς λίγο-πολὺ ὑπάκουσα θαρραλέα καὶ ὅλους τοὺς...«εὐγνωμονῶ», ἀκόμα, ἀσφαλῶς, καὶ τὸν Λόρκα,
πού, ἐν τούτοις, ἀπορῶ πολὺ μαζύ του γιὰ μαζύ μου! Τέλος, ἦρθε ὁ γρανίτης. Νὰ λέμε ὀνόματα; Καὶ νιώθοντας καὶ
γὼ προορισμένος γιὰ γρανίτης, θὰ μποροῦσε ἴσως ν' ἀδιαφορήσω: τὰ παρόμοια - λένε - δὲν ἕλκονται. Λέω παρόμοια
καὶ ὄχι «ὅμοια». Γιατί, ἀσφαλῶς, δὲν εἴμαστε ἴσα κι' ὅμοια! Ἐλπίζω νὰ τοῦ ἰσομοιάσω, ἄν ὄχι (ἐδῶ ρίχνω λίγες στα-
γόνες σύνεσης καὶ μετριοφροσύνη) νὰ...τὸν ξεπεράσω!! Αὐτὸν ὅμως ΔΕΝ τὸν μιμοῦμαι. Μ' αὐτὸν (ἄς χρησιμοποιή-
σω τὴν ἔκφραση) κάνω ἔρωτα. Ἐραστὴς καὶ ἐρωμένος μου εἶναι (1979) ὁ Στρίντμπεργκ (ποὺ πεθανε τὸ 1912).
Σημείωση: οἱ δύο τελευταῖες φράσεις μου, ὅπως καὶ οἱ δύο ἑπόμενες, προεκάλεσαν φοβερὸ σκάνδαλο στὴν Ἕνωση
τῶν Νέων Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν, ἔφριξαν μὲ...τέτοιαν ἀνήθικην ὁμολογία κτλ. κτλ.

Ἔδωσα τὶς χρονολογίες γιὰ τοῦ λόγου τὸ...μεταφορικό (ὄχι κυριολεκτικό). Ἐραστὴς καὶ ἐρωμένος μου, λοιπόν, εἶναι
(καὶ θὰ εἶναι προβλέπω...ὅσο θὰ ζῶ) ὁ Στρίντμπεργκ. Ξέρετε κανέναν ἀληθινὸ ἐραστὴ νὰ διαγράφει τὴν προσωπικό-
τητα τοῦ ἀληθινοῦ ἐραστῆ του; Εἶναι δύο προσωπικότητες, ἔντονες, ποὺ ἑλκύονται, σμίγουν καὶ κάνουν (ἀποτελοῦν)
ἕναν ἔρωτα. Μόνο πού, οὔτε καὶ μεταφορικά, ὁ σπουδαῖος μας Σουηδὸς δὲν θ' ἀνεχότανε νὰ εἶναι ἐραστὴς ἑνὸς ἐρα-
στῆ, ἔστω καὶ τοῦ μεγέθους τοῦ Ἰμπσεν ἤ τοῦ Σῶ, ποὺ ὑπήρξανε καὶ σύγχρονοί του μεγάλοι, μέγιστοι. Ὅλα αὐτὰ
εἶναι αὐθαιρεσίες δικές μου - κι' ἀναλαμβάνω τὴν εὐθύνη. Γιατί - νά ποῦ θέλω νὰ τὸν ξεπεράσω - ὁ ἔ-
ρωτας εἶναι ἔρωτας, χωρὶς σχόλια περὶ φύλου. Ἡ πάλη τῶν συνειδήσεων - καὶ ὄχι τῶν φύλων - θὰ εἶναι τὸ μοτίβο μου.


 Στρίντμπεργκ, λοιπόν.
Γεμάτος πάθος καὶ ὑποκειμενικότητα. Ὅλα γιὰ τὸν Στρ. ὑπάρχουνε γιὰ νὰ προσκρούσουνε
στὴν προσωπικότητά του. Γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὰ περιστατικά, δὲν τὰ συνδέει μὲ ἆλλα περιστα-
τικά, ἀλλὰ μὲ πράγματα ποὺ ἔχουνε συμβεῖ στὸν ἴδιο. Κάθε τι ποὺ γράφει εἶναι ἀντιφέγγι-
σμα τοῦ ἑαυτοῦ του. Τολμηρὸ καὶ γοητευτικὸ ἰδίωμα, ποὺ σὲ βοηθᾶ νὰ εἰσχωρήσεις βαθύτε-
ρα στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Ἡ πρώτη ὑποκειμενικότητα στὸν κόσμο τῶν γραμμάτων.
Μέγιστος ἀνθρωπιστής. Ἀκούραστος μελετητὴς καὶ «ἀντιφατικός». Τρομαχτικὸ καὶ τρομαγ-
μένο μυαλό, ποὺ πλάι του οἱ Ἴμπσεν, οἱ Σῶ (αὐτὸς μὲ μάγεψε μὲ τὸν «Ὁδηγὸ τῆς ἔξυπνης
γυναίκας...
», μία πρόσφατη μετάφρασή μου), οἱ Γουάιλντ, οἱ Πιραντέλο (ἴσως ὄχι καὶ οἱ Κα-
βάφηδες) μοῦ φαίνονται δορυφόροι καὶ ἐκεῖνος Ἥλιος. Μὰ κι' ἔτσι εἶναι. Πιὸ μοντέρνος κι'
ἀπὸ τὸ μέλλον, ποὺ ἤδη βαδίζει πρὸς τὸ ρετρό. Εἶναι ὁ λογοτέχνης σατανάς, ἐνσαρκωμένος
τὸν λόγο γιὰ νὰ «πονέσει». Δὲν ἔζησε, πόνεσε.
Σὰν λογοτέχνης καὶ σὰν ἠθοποιός, ὁ ὑποφαινόμενος, ἔχω ἕνα ἰδανικό: τὴν κατάχτηση τῆς ἀλή-
θειας διαμέσου τοῦ κάλλους. Σὰν ἠθοποιός, μπορεῖ νὰ τὴν πετύχω παίζοντας ρόλους Στρίντ-
μπεργκ (π.χ. ὁ Ἀδόλφος, στοὺς «Πιστωτές», ἔχει τὴν εὔθραυστη φωνή μου, τὴν μελωδικότη-
τα τῆς ὁμιλίας μου καὶ κυριολεκτικὰ τὰ βιώματά μου - πρᾶγμα ποὺ δὲν σημαίνει πὼς μοῦ εἶ-
ναι εὔκολος ὅμως: θὰ σᾶς πὼ πιὸ κάτω γιὰ ἕνα ὄνειρο).
Σὰν λογοτέχνης; Μόνο ποὺ ξέρω, πὼς ὑπῆρξε αὐτὸ τὸ γκροτέσκικα βασανισμένο μυαλό, νιώ-
θω τὸ δέος, τὸν τρόμο, τὴν φρίκη τοῦ νὰ γράψω. Κι' ἀκριβῶς αὐτὸ «μὲ καίει» νὰ γράψω. Καὶ
...δὲν γράφω. Καὶ νιώθω σὰν ἐραστὴς ποὺ ἀστόχησε ἡ ἐξομολόγσησή του. Ὁ Αὔγουστος κοκ-
κεταρίζεται σὲ ὑψηλὲς σφαῖρες. Βρίσκομαι χαμηλά, βλέπω, καὶ ζηλεύω ἐρωτικά. Δὲν μπορῶ
νὰ κάψω τὸ ἔργο του (ἀπὸ ζήλεια). Μοῦ ἀπομένει νὰ καῶ ἐγὼ στὴ ζωὴ καὶ στὸ γράψιμο, γιὰ
νὰ κυκλοφορήσω ἀγκαζὲ μαζύ του, σὲ κεῖνες τὶς σφαῖρες...
Ἀλλά, ἄς σᾶς πῶ τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδα τὰ ξημερώματα τοῦ Σαββάτου 9.6.79.
Τὸ Ὄνειρο:
Ἦταν 1888, τὴν χρονιὰ ποὺ γράφτηκαν οἱ «Πιστωτές», ἀμέσως μετὰ τὴν «Δεσποινίδα Ζυλί».
Ἦταν, λέει, καὶ 1979 - ὄνειρο βλέπετε αὐτό! Ὁ συγγραφέας παραθέριζε στὸν Ὠρωπό (ὀνειρι-
κῇ ἀδείᾳ), μὲ τὴν γυναίκα του Σίρι φὸν Ἔσσεν. Φοροῦσε μπὲζ παντελόνι, μ' ἀνασηκωμένα τὰ
ρεβὲρ κι' ἤτανε γυμνὸς ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω. Ἐπισκεύαζε τὸ ξύλινο ἐξοχικὸ σπιτάκι του, ἐνῶ
ἡ Σίρι ἔφερνε τὸν ἑλληνικὸ καφέ. Τότε, τὸν πλησίασε τὸ πνεῦμα μου (ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα
μου, ὅπως ἦταν πολὺ πρὶν... γεννηθῶ!) Καὶ τοῦ εἶπε::
« - Κύριε Ἄουγκουστ, σὲ ἐννενῆντα χρόνια, ὅταν ἐσεῖς δὲν θὰ ζεῖτε, κάποιος νεαρὸς θὰ ἀνεβάσει
τοὺς "Πιστωτές" σας, σὲ δική του μετάφραση. Θὰ θέλατε νὰ μοῦ πεῖτε ἐμένα, νὰ τοῦ πῶ ἐγώ,
ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα (1079), πῶς ν' ἀνεβάσει τὸ ἔργο σας;»
Ὁ συγγραφέας ἔστεκε ἀσυγκίνητος. Συνέχοζε νὰ καρφώνει ἕνα σανίδι. Ἡ Σίρι μπῆκε μέσα
βγάζοντας τὴν ποδιά της. Τότε τὸ πνεῦμα μου χάιδεψε φιλικὰ τὸν ὦμο τοῦ συγγραφέα καὶ - γιὰ
νὰ κάνει τὸ χαριτωμένο - τράβηξε δυὸοτρεῖς τρίχες ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ Σουηδοῦ.
« - Γιατί δὲν μοῦ ἀπαντᾶτε;»
Ὁ γρανίτης κάρφωνε:
« - Τώρα κάνω τὴ δουλειὰ τοῦ Ἰωσήφ», εἶπε. «Δὲν ἔχω καμία σχέση μὲ τὸν Πόνο» (ἐννοοῦσε
τὴν ζωή).
Μὲ τὴ στάση του, ἔδειχνε πὼς τὸ πνεῦμα μου τὸν ἐνοχλοῦσε. Τελικά, γύρισε τὰ βαθιὰ ἐκεῖνα
παράξενα μάτια του στὸ πνεῦμα μου καὶ τοῦ εἶπε:
« - Νὰ βρεῖ μόνος του τὸν τρόπο. Τὸ ἔργο μιλάει ἀπὸ μόνο του. Δὲν κάνω ἆλλες πιστώσεις. Δὲν
ἔχω καμιὰ σχέση μὲ τὸν Πόνο ἐγώ. Ἅμα δουλέψει θὰ τὸ βρεῖ». 


 Χά! Πᾶντα ἀσυμβίβαστος αὐτὸς ὁ Στρίντμπεργκ. Δέκα χρόνια μελετοῦσε μιὰ σκηνὴ (τῆς πορ
νείας) γιὰ τὸ ἔργο του «Ἔγκλημα καὶ ἔγκλημα». Παρατηροῦσε καὶ τὴν ἐλάχιστη ματιὰ τῶν ἠ-
θοποιῶν του, τὸν παραμικρότερο ἦχο τῆς φωνῆς τους, κατάργησε τὰ διαλείμματα καὶ τὰ μπάρ,
ἔφτασε νὰ δημιουργήσει τὸν τύπο τῆς σύγχρονης τραγωδίας καὶ μ' αὐτὸ ἔφτασε στὸ ὗψος τοῦ
Αἰσχύλου. Ἔλυσε - γιὰ μένα - κάθε σκηνικὸ πρόβλημα μ' ἕνα τραπέζι καὶ δύο καρέκλες: τὸ
τραπέζι χωρίζει καὶ συνδέει τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ βλέπουμε τὰ πρόσωπά τους προφίλ, ἀνφὰς καὶ
τρουὰ κάρ, ἄνετα. Ἔδωσε ἀξία στὸ κείμενο καὶ στοὺς ἠθοποιούς καταργῶντας τὰ σκηνικὰ («Πι-
στωτές
»), μά, κυρίως, ἔδωσε ἀλήθεια στοὺς διαλόγους του (καταργῶντας τὴν γαλλικὴ συμμετρία
καὶ τὶς κουτὲς ἐρωτήσεις ποὺ παίρνουν ἔξυπνη ἀπάντηση!). Ἡ πυκνότητα τοῦ λόγου (ἰδιαίτερα
στοὺς «Πιστωτὲς») εἶναι ἀνατριχιαστική. Οἱ «Πιστωτὲς» μποροῦν νὰ θριαμβεύσουν ἄνετα μέσα
σὲ ἀπόλυτο σκοτάδι, χωρὶς τὸν παραμικρὸ προβολέα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ «Πατέρας».

Αὐτὸς ποὺ εἶπε: «καμιὰ φορὰ ἡ θρησκεία μοῦ φαίνεται σὰν τιμωρία, γιατί κανένας δὲν εἶναι πι-
στός, ὅταν δὲν ἔχει βρώμικη συνείδηση
» καὶ πού, συγχρόνως, διαπίστωσε πώς: «ὁ φόβος τοῦ Θε-
οῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς φρόνησης
», γιὰ νὰ πεῖ καὶ ὅτι: «ὅταν φλερτάρεις μὲ τὸν διάβολο, ὁ Θεὸς σὲ
τιμωρεῖ
», γιὰ νὰ συμπεράνει πὼς ὁ Θεός, λοιπόν, «εἶναι πιὸ ἀνελέητος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους».

...Αὺτὸς ποὺ εἶπε: «κανένας κριτὴς δὲν εἶναι τόσο αὐστηρὸς ὅσο ὁ ἑαυτός μας» καὶ πώς: «εἴμαστε
ἀθῶοι μπροστὰ στὸν Θεό, ποὺ δὲν ὑπάρχει πιά· ὑπεύθυνοι μπροστὰ στοὺς ἑαυτούς μας καὶ στοὺς
ὅμοιούς μας
»...

...Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὶς ὑπεράνθρωπες δυνάμεις του, νὰ μὴ θέλει νὰ ἐπέμβει στὴν ἑρμηνεία τοῦ
ἔργου του; Ὦ, τοῦ ἔχω τόση λατρεία! Εἶναι διαρκῶς στὸ πλευρό μου. Δώδεκα μῆνες μελετῶ τοὺς
«Πιστωτές» - μὲ πόνο ἀληθινό, προπαντὸς ὅταν ἔτυχε νὰ ἔχω καὶ κακοπροαίρετους ἠθοποιοὺς κοντά
μου...

Ναί, εἶμαι ἐπηρεασμένος. Ὄχι, εἶμαι ἐρωτευμένος. Ὁ πρῶτος ἔρωτας τῆς ζωῆς μου. Ἄν ἀνεβάσω τὸ
ἔργο του, θὰ ἔρθει ἡ συντέλειά μου. Χαμογελᾶτε; Ὅλα εἶναι ὑποκειμενικά, Δικαίωμά σας. Δικαίω-
μα τοῦ ἐγὼ νὰ εἶναι ἐγώ, γιὰ κάθε ἐγώ.

Καὶ θὰ τελειώσω ἔτσι: μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ ἐπαινῶ συγγραφεῖς ἐπειδὴ ἔχουν ἐπιβληθεῖ. Ἕνας ἀπὸ
τοὺς ἄπειρους λόγους ποὺ χαίρομαι τὸν «μισογύνη» Στρ. εἶναι ὅτι, μὲ τὸν μισογυνισμό του, κάνει τὸ
πιὸ φεμινιστικὸ κίνημα στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας. Ἡ Θέκλα στοὺς «Πιστωτὲς» εἶναι ἡ γυναίκα
ποὺ συναγωνίστηκε τὴ θέση τοῦ Θεοῦ, στὶς καρδιὲς δύο ἀντίζηλων ἀντρῶν. Δὲν ἔμεινε στὴ θέση αὐ-
τή - δὲν ἄντεξε ἡ ἴδια, δὲν φτούρησε, ἀλλὰ καὶ δὲν τὴν ἄφησαν ἐκεῖ καὶ οἱ ἆντρες της (Γουσταῦος,
Ἀδόλφος). Ὅμως, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, ἦταν «ὅ,τι ἦταν ὁ Θεὸς πρὶν γίνω ἄθεος» (λέει ὁ Ἀδόλφος), δη-
λαδὴ «τὸ ἀντικείμενο ποὺ εἶχα ἀνάγκη νὰ λατρεύω». Πάντως, δὲν εἶχαν ἄδικο ποὺ τὴν καθαίρεσαν.
Γήινο πλᾶσμα ἡ γυναίκα. Ὅπως γήινο πλᾶσμα κι' ὁ ἄντρας. Ἄς ἀλλάξουν οἱ ἀξιώσεις μας. Ἄς γίνου-
με ὑπεύθυνοι... Σὰν τὸν Στρίντμπεργκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου